Cindy Sherman, Untitled #96, 1981, χρωμογενική εκτυπώση, 61 x 121,9 εκ. Παραχώρηση της καλλιτέχνιδας και της Hauser & Wirth. |
Της Έλσας Κορνέτη*
ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ, Ο εκδορέας του σκότους, εκδόσεις Θράκα, σελ. 63
Ο Πέτρος Γκολίτσης με μοντερνιστικές καταβολές και επιδράσεις, είναι ένας από τους ποιητές της γενιάς του που αρέσκεται ν’ αναποδογυρίζει τον στραβό, κακό κι ανάποδο κόσμο για να τον μελετήσει. H όραση, η δράση, η αλληλεπίδραση συναντά την αυτοκαταστροφή, την οικονομική θεωρία, την κοινωνική πίστη. Αυτό που τον απασχολεί κυρίως είναι το θέμα του εφήμερου και του προσωρινού της ύπαρξης σε σχέση με την απεραντοσύνη του σύμπαντος κόσμου και του απείρου, όπως και της εκτόπισης στον Cosmos του Έζρα Πάουντ. Ο ποιητής γνωρίζει από νωρίς ότι είναι ένα ψήγμα της ψυχής του κόσμου, ένα ψήγμα pixel στη μεγάλη ψηφιακή εικόνα κι αυτός είναι σαν να παρατηρεί με τον μεγεθυντικό του φακό, την κάθε λεπτομέρεια της έκρηξης, της κίνησης ή της πτώσης.
Ο εκδορέας του σκότους συναντά το ανθρώπινο σώμα ως
χρονομηχανή και το απαλλάσσει από την ασθένεια του χρόνου κι έτσι αυτό «μπαίνει
στον θάνατο όπως θα έμπαινε κανείς σε μια γιορτή», γιατί κάπως έτσι θα το ήθελε
ο Μπόρχες στο διήγημά του «Αμπράμοβιτς».
Ο εκδορέας στην κυριολεκτική του εργασία, γδέρνει το δέρμα, την πέτσα, τη γούνα ενός ζώου, αφαιρώντας έτσι το προστατευτικό του κάλυμμα προκειμένου να γίνει το κρέας εύκολο και κατάλληλο προς βρώση. Στη μεταφορική του ή στη συμβολική του εκδοχή όταν γδέρνεις το σκότος από τον κόσμο, από τον άνθρωπο, είναι σαν να αφαιρείς ένα είδος προφύλαξης, αντίστασης, άμυνας απέναντι στο κακό, αποκαλύπτοντας το ένδον φως, το φως που βρίσκεται κοντά στο θεϊκό, κατά συνέπεια κοντά στην αγάπη.
Στην άλλη εκδοχή του το σκότος δεν είναι προκάλυμμα, αλλά η σκοτεινή δύναμη που φέρει κάτι το καταχθόνιο, το δόλιο, το απατηλό, το ψευδές, το βρόμικο, το ρυπαρό, το μνησίκακο, αλλά κυρίως κάτι το τρομακτικό. Το τρομακτικό με τη σειρά του μπορεί να γίνει τρομερό, και τότε λαμβάνει μα ρομαντική διάσταση και γίνεται ένα μέρος μικρό, κάτι σαν μια φωλιά πουλιού που αιωρείται πάνω από το κεφάλι σου.
Ανοιγοκλείνοντας το στόμα της/ στο τέλος πάντα χάσκει/ η κάτω γνάθος κρέμεται/ μπαίνουνε μύγες βουίζουν/ μαύρες γραμμές τον χώρο τον τυλίγουν/ γίνεσαι/ -από τη μια/ στην άλλη τη στιγμή- σκοτάδι
Ο εκδορέας του σκότους έχει πολύ δουλειά να κάνει, αν σκεφτεί κανείς πόσο πηχτό είναι το συμβολικό σκοτάδι απλωμένο στο ψωμί του κόσμου σε παχιές στρώσεις μαύρης σοκολάτας. Η επιχείρηση εκδοράς του σκότους, που έχει πολλούς συμβολισμούς, όπως εκείνον του κακού, κρύβει μέσα της την ανάγκη του ποιητή να το απομακρύνει για να διευκολύνει την έλευση του φωτός.
Το ερώτημα που πλανάται σε αυτήν τη συλλογή είναι το «Πώς διαμορφώνεται η μοίρα των ανθρώπων μέσα σε τόσους λαβυρίνθους» και «Πού είμαστε εμείς σε όλο αυτό;» Μια πιθανή απάντηση θα ήταν: «Εν μέσω άπειρων γεγονότων και άπειρων αδιανόητων κόσμων». Κι εδώ η απάντηση μπορεί κάλλιστα να συνδυαστεί με την άπειρη ουσία του Σπινόζα που διαθέτει άπειρες ιδιότητες, μεταξύ των οποίων τον χώρο και τον χρόνο, τον περίφημο χωροχρόνο, επίσης αγαπημένο μοτίβο του ποιητή.
Το υπονοούμενο και η υπερβολή είναι ένα ζευγάρι πατινέρ που συντονίζεται περίφημα στο ποιητικό έργο του Πέτρου Γκολίτση, γιατί ο ίδιος μπορεί πλέον να συντονίσει, να κατευθύνει και να σκηνοθετήσει τις κινήσεις τους, βοηθώντας τους να χαράξουν χορευτικές φιγούρες, χωρίς όμως ο πάγος να ραγίσει και να σπάσει.
Φωτόσκυλα αλυχτούν του άλλου χρόνου/ ελευθερώνουν/ στην επιφάνεια τα βαθύτερα/ που -τάχα- ταρακούνησες/ γυρεύοντας το πέρασμα/ μιας μαύρης τρύπας το σιφόνι
Το ανεξερεύνητο φανταστικό και το μυστήριο της πραγματικότητας που είναι μη προσβάσιμη, το ψεύδος της ζωής και η αλήθεια του θανάτου, το σχέδιο του σύμπαντος, ο μηχανισμός του κόσμου που φαντάζει υπερβολικά περίπλοκος για τη διαχείριση του χάους και για την απλοϊκότητα των ανθρώπων, είναι κάποια από τα εμφανή θέματα που περιστρέφονται σαν επίμονες πινελιές στον «καμβά» του ποιητή.
Καλώς ήρθατε παιδιά/ στην άλλη μεριά του ίδιου δρόμου/ εντός και ξανά/ εντός, εκτός και επί τα αυτά/ επαναληπτικά μόνο εδώ και πουθενά/ παραλλαγές, επιπλέω συχνά/ μέσα στα στάχυα, στα σιτηρά/ με φωνάζει -παιδί- η γιαγιά/ και λάμπω μέσα στο ξανθό το φως‧/ στις γαλάζιες πλάκες ανθίζω/ δίχως μάτια αδυνατώ/ να σβήσω
Μέσα από την αντίληψη της απεραντοσύνης ο ποιητής προσεγγίζει το μυστήριο γιατί αυτό που προσπαθεί να κατανοήσει ουσιαστικά είναι το νόημα του κόσμου. Η κατανόηση του κόσμου ως όλον είναι κάτι που βρίσκεται σταθερά στον πυρήνα του έργου του: H κατανόηση του κόσμου μέσα από την πιο μυστηριώδη εκδοχή του κι αυτό γιατί η ζωή αποκαλύπτεται στα μάτια ενός ποιητή-ζωγράφου με τους πιο ευφάνταστους τρόπους, αφήνοντάς τον έκπληκτο κάθε φορά με τον πλούτο των εκδοχών της, αρκεί να βρίσκεται πάντα σε εγρήγορση, υποψιασμένος και ανοικτός να τις δεχτεί, παραμένοντας ανοικτός στο μυστήριο κι ας ερωτοτροπεί με το μηδέν. Κι όπως είπε χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξή του ο πολυσχιδής καλλιτέχνης Νίκος Χουλιαράς, «Το μηδέν είναι τεράστια ποσότητα».
*Η Έλσα Κορνέτη είναι συγγραφέας
ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ, Ο εκδορέας του σκότους, εκδόσεις Θράκα, σελ. 63
Ο Πέτρος Γκολίτσης με μοντερνιστικές καταβολές και επιδράσεις, είναι ένας από τους ποιητές της γενιάς του που αρέσκεται ν’ αναποδογυρίζει τον στραβό, κακό κι ανάποδο κόσμο για να τον μελετήσει. H όραση, η δράση, η αλληλεπίδραση συναντά την αυτοκαταστροφή, την οικονομική θεωρία, την κοινωνική πίστη. Αυτό που τον απασχολεί κυρίως είναι το θέμα του εφήμερου και του προσωρινού της ύπαρξης σε σχέση με την απεραντοσύνη του σύμπαντος κόσμου και του απείρου, όπως και της εκτόπισης στον Cosmos του Έζρα Πάουντ. Ο ποιητής γνωρίζει από νωρίς ότι είναι ένα ψήγμα της ψυχής του κόσμου, ένα ψήγμα pixel στη μεγάλη ψηφιακή εικόνα κι αυτός είναι σαν να παρατηρεί με τον μεγεθυντικό του φακό, την κάθε λεπτομέρεια της έκρηξης, της κίνησης ή της πτώσης.
Ο εκδορέας στην κυριολεκτική του εργασία, γδέρνει το δέρμα, την πέτσα, τη γούνα ενός ζώου, αφαιρώντας έτσι το προστατευτικό του κάλυμμα προκειμένου να γίνει το κρέας εύκολο και κατάλληλο προς βρώση. Στη μεταφορική του ή στη συμβολική του εκδοχή όταν γδέρνεις το σκότος από τον κόσμο, από τον άνθρωπο, είναι σαν να αφαιρείς ένα είδος προφύλαξης, αντίστασης, άμυνας απέναντι στο κακό, αποκαλύπτοντας το ένδον φως, το φως που βρίσκεται κοντά στο θεϊκό, κατά συνέπεια κοντά στην αγάπη.
Στην άλλη εκδοχή του το σκότος δεν είναι προκάλυμμα, αλλά η σκοτεινή δύναμη που φέρει κάτι το καταχθόνιο, το δόλιο, το απατηλό, το ψευδές, το βρόμικο, το ρυπαρό, το μνησίκακο, αλλά κυρίως κάτι το τρομακτικό. Το τρομακτικό με τη σειρά του μπορεί να γίνει τρομερό, και τότε λαμβάνει μα ρομαντική διάσταση και γίνεται ένα μέρος μικρό, κάτι σαν μια φωλιά πουλιού που αιωρείται πάνω από το κεφάλι σου.
Ανοιγοκλείνοντας το στόμα της/ στο τέλος πάντα χάσκει/ η κάτω γνάθος κρέμεται/ μπαίνουνε μύγες βουίζουν/ μαύρες γραμμές τον χώρο τον τυλίγουν/ γίνεσαι/ -από τη μια/ στην άλλη τη στιγμή- σκοτάδι
Ο εκδορέας του σκότους έχει πολύ δουλειά να κάνει, αν σκεφτεί κανείς πόσο πηχτό είναι το συμβολικό σκοτάδι απλωμένο στο ψωμί του κόσμου σε παχιές στρώσεις μαύρης σοκολάτας. Η επιχείρηση εκδοράς του σκότους, που έχει πολλούς συμβολισμούς, όπως εκείνον του κακού, κρύβει μέσα της την ανάγκη του ποιητή να το απομακρύνει για να διευκολύνει την έλευση του φωτός.
Το ερώτημα που πλανάται σε αυτήν τη συλλογή είναι το «Πώς διαμορφώνεται η μοίρα των ανθρώπων μέσα σε τόσους λαβυρίνθους» και «Πού είμαστε εμείς σε όλο αυτό;» Μια πιθανή απάντηση θα ήταν: «Εν μέσω άπειρων γεγονότων και άπειρων αδιανόητων κόσμων». Κι εδώ η απάντηση μπορεί κάλλιστα να συνδυαστεί με την άπειρη ουσία του Σπινόζα που διαθέτει άπειρες ιδιότητες, μεταξύ των οποίων τον χώρο και τον χρόνο, τον περίφημο χωροχρόνο, επίσης αγαπημένο μοτίβο του ποιητή.
Το υπονοούμενο και η υπερβολή είναι ένα ζευγάρι πατινέρ που συντονίζεται περίφημα στο ποιητικό έργο του Πέτρου Γκολίτση, γιατί ο ίδιος μπορεί πλέον να συντονίσει, να κατευθύνει και να σκηνοθετήσει τις κινήσεις τους, βοηθώντας τους να χαράξουν χορευτικές φιγούρες, χωρίς όμως ο πάγος να ραγίσει και να σπάσει.
Φωτόσκυλα αλυχτούν του άλλου χρόνου/ ελευθερώνουν/ στην επιφάνεια τα βαθύτερα/ που -τάχα- ταρακούνησες/ γυρεύοντας το πέρασμα/ μιας μαύρης τρύπας το σιφόνι
Το ανεξερεύνητο φανταστικό και το μυστήριο της πραγματικότητας που είναι μη προσβάσιμη, το ψεύδος της ζωής και η αλήθεια του θανάτου, το σχέδιο του σύμπαντος, ο μηχανισμός του κόσμου που φαντάζει υπερβολικά περίπλοκος για τη διαχείριση του χάους και για την απλοϊκότητα των ανθρώπων, είναι κάποια από τα εμφανή θέματα που περιστρέφονται σαν επίμονες πινελιές στον «καμβά» του ποιητή.
Καλώς ήρθατε παιδιά/ στην άλλη μεριά του ίδιου δρόμου/ εντός και ξανά/ εντός, εκτός και επί τα αυτά/ επαναληπτικά μόνο εδώ και πουθενά/ παραλλαγές, επιπλέω συχνά/ μέσα στα στάχυα, στα σιτηρά/ με φωνάζει -παιδί- η γιαγιά/ και λάμπω μέσα στο ξανθό το φως‧/ στις γαλάζιες πλάκες ανθίζω/ δίχως μάτια αδυνατώ/ να σβήσω
Μέσα από την αντίληψη της απεραντοσύνης ο ποιητής προσεγγίζει το μυστήριο γιατί αυτό που προσπαθεί να κατανοήσει ουσιαστικά είναι το νόημα του κόσμου. Η κατανόηση του κόσμου ως όλον είναι κάτι που βρίσκεται σταθερά στον πυρήνα του έργου του: H κατανόηση του κόσμου μέσα από την πιο μυστηριώδη εκδοχή του κι αυτό γιατί η ζωή αποκαλύπτεται στα μάτια ενός ποιητή-ζωγράφου με τους πιο ευφάνταστους τρόπους, αφήνοντάς τον έκπληκτο κάθε φορά με τον πλούτο των εκδοχών της, αρκεί να βρίσκεται πάντα σε εγρήγορση, υποψιασμένος και ανοικτός να τις δεχτεί, παραμένοντας ανοικτός στο μυστήριο κι ας ερωτοτροπεί με το μηδέν. Κι όπως είπε χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξή του ο πολυσχιδής καλλιτέχνης Νίκος Χουλιαράς, «Το μηδέν είναι τεράστια ποσότητα».
*Η Έλσα Κορνέτη είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου