Μάριος Σπηλιόπουλος, «Προς Εκκλησιασμός -Ν. Γ. Πεντζίκη», «Νυχτερινό Λάβαρο», «Το Μέγα Σχήμα», «Συνοδεία -Ν. Γ. Πεντζίκη» «Άμφιο κληρικού, «Αριθμός “3”» |
Του Αλέξανδρου Ευκλείδη*
ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, «Μια γνώριμη
Κυρά της ιθαγένειάς μας»: Η εξοικείωση με την αρχαία τραγωδία στη νεοελληνική
σκηνή, εκδόσεις νήσος, Αθήνα 2022, σελ. 220
Το βιβλίο της Ελένης Παπάζογλου
συνιστά μια σημαντική συμβολή σε μια συζήτηση που αφορά ένα ευρύ φάσμα
ενδιαφερομένων, ορισμένοι από τους οποίους, τελετουργικά, συγκρούονται κάθε
καλοκαίρι στην αρένα της «κοινόχρηστης αρχαιογνωσίας» (ένας όρος της Παπάζογλου
που βρίσκω πολύ χρήσιμο), όπου ρίχνονται οι παραστάσεις των «διατηρητέων» έργων
του αρχαίου δράματος.
Το ανά χείρας βιβλίο -τελευταίο
πόνημα μιας σημαντικής πορείας της στο πεδίο της πρόσληψης του αρχαίου
δράματος- δραπετεύει από το πλαίσιο της αρχαιογνωσίας και αναστρέφει το σύνηθες
διάνυσμα της μελέτης του αρχαίου θέατρου (από το παρελθόν προς το μέλλον, από
το κείμενο στην παράσταση). Βρίσκω εντυπωσιακή τη ματιά που μας επιτρέπει η
Παπάζογλου να ρίξουμε στο παρελθόν της «αναβίωσης» του αρχαίου δράματος,
ιστορικοποιώντας μια συζήτηση την οποία, εκόντες άκοντες, την κάνουμε, ξανά και
ξανά, με ανιστορικούς όρους. Υποψιαζόμασταν, βεβαίως, πως το ιστορικό βάθος
αυτής της ανιστορικής, φυσικοποιημένης και εθνικοποιημένης «παράδοσης» είναι
μικρό και συνδέεται με την επιτυχή επιχείρηση χωροθέτησης της αναβίωσης του
αρχαίου δράματος στους (επινοημένους) χώρους του υψηλού, την Επίδαυρο και ό,τι
προέκυψε από τη μήτρα της (συνδέεται, δηλαδή, με μια μεταπολεμική εθνική
πολιτική, με στόχο κυρίως τον τουρισμό -μια πολιτική εξαιρετικά επιτυχημένη-
παρά με οτιδήποτε έχει να κάνει με τη συνήθη «μεταφυσική» ερμηνεία της σχέσης
παρελθόντος και παρόντος). Ωστόσο, η ματιά που μας επιτρέπει η Παπάζογλου να
ρίξουμε στο ιστορικό παρελθόν αυτής της συζήτησης -μια ματιά που, επιτέλους,
δεν προσεγγίζει αμυντικά το ζήτημα, αλλά ξεκινάει χωρίς να εσωτερικεύει τα περί
αυτονόητης υπεροχής του ιερού κειμένου έναντι της παράστασης- ασκεί μια
απελευθερωτική δράση σε όσους αναζητούν μια διέξοδο από τα φυσικοποιημένα και
εθνικοποιημένα διλήμματα που συνοδεύουν τα σκηνικά εγχειρήματα αρχαίου
δράματος.
Για παράδειγμα, όσο κι αν η συζήτηση
για τα όρια της σκηνοθετικής ελευθερίας έχει προχωρήσει, έχει ενδιαφέρον να
διαπιστώσουμε ότι στο ζήτημα της ελευθερίας στη διαχείριση (της μετάφρασης) του
αρχαίου κειμένου οι σημερινές κυρίαρχες απόψεις δεν είναι υποχρεωτικά πιο
εξελιγμένες από εκείνες των αρχών του 20ού αιώνα. Η σκέψη των Κουνελάκη και
Ξενόπουλου, που στοργικά παρακολουθεί η Παπάζογλου στο δεύτερο κεφάλαιο του
βιβλίου, θέτει ερωτήματα που μοιάζουν ενίοτε ρηξικέλευθα, αν τα συγκρίνει
κανείς με τις σημερινές παραδοχές. Θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε στην είσοδο
της Επιδαύρου μια φωτεινή επιγραφή νέον με τη φράση του Ξενόπουλου: «Ό,τι
αποθνήσκει δεν επανέρχεται πλέον εις την ζωήν. Εν ανάγκη θα ημπορούσα να
παραδεχθώ μίαν μετεμψύχωσιν υπό νέαν μορφήν, αλλ’ όχι ποτέ την νεκρανάστασιν,
την οποίαν ονειρεύονται οι διασκευασταί των αρχαίων δραμάτων». Πόση πλήξη πάνω
στις άβολες πέτρες των αρχαίων θεάτρων θα είχαμε αποφύγει αν η εθνική μας
παράδοση της αναβίωσης του αρχαίου δράματος ξεκινούσε από μια τέτοια παραδοχή...
Βεβαίως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως
υπάρχει μια διεθνής προοπτική στην υπόθεση των «διατηρητέων» έργων ως εθνικών
ζόμπι (σύμφωνα και με την εικόνα του Ξενόπουλου). Έτσι, δεν θα πρέπει,
ακολουθώντας, εκ του αντιθέτου, τη λογική του εξαιρετισμού της ιθαγενούς
παραστασιακής παράδοσης ενός Λιγνάδη ή ενός Γεωργουσόπουλου, να βαυκαλιζόμαστε
για τη μοναδικότητα της ιθαγενούς πρόσληψης, υπονοώντας ίσως και μια εγγενή
πολιτισμική καθυστέρηση. Η τυραννία των κειμένων, στα οποία «φοριέται» μια
φυσικοποιημένη παραστασιακή παράδοση και τα οποία φυλάττουν φρουροί του
νόηματος (κριτικοί, ακαδημαϊκοί, καλλιτέχνες, κ.ο.κ.) δεν είναι μόνο ελληνικό
φαινόμενο.
Το βιβλίο της Παπάζογλου είναι
ιδιαίτερα χρήσιμο, καθώς στη μελέτη της παράστασης των έργων του αρχαίου
δράματος παρακολουθεί τις αναγνώσεις που εκκινούν από το «τελετουργικό αίτημα»
και τις διάφορες εκδοχές του. Είτε πρόκειται για την προδρομική και μοναχική
περίπτωση του Παναγή Λεκατσά είτε για μεταγενέστερες οικειοποιήσεις των
τελετουργικών θεωριών στο πλαίσιο της συγκρότησης μιας ιθαγενούς παράδοσης,
που, στο πλαίσιο του αφηγήματος της συνέχειας, εμπνέεται από παλιότερες
(βυζαντινότροπες) ή νεότερες (φολκλορικές) μορφές τελετών, η τελετουργική
ερμηνεία προσφέρει στην ελληνική εκδοχή της αναβίωσης του αρχαίου δράματος το
καύσιμο για ορισμένες συναρπαστικές σκηνικές περιπέτειες. Η παρακολούθηση της
συγκρότησης της ιθαγενούς σκηνικής φόρμας και των μεταμορφώσεών της, μεταξύ
νεοκλασικισμού (ενός νεοκλασικισμού φιλτραρισμένου όμως από τη νεωτερικότητα)
και νεοτελετουργικών προτύπων, ιστορικοποιεί και αποφυσικοποιεί αυτό που έχουμε
μάθει να βλέπουμε ως ελληνική παράδοση στο αρχαίο δράμα.
Στο παράρτημα του βιβλίου, προϊόν
συστηματικής έρευνας που χρησιμοποίησε ως κύριο εργαλείο τον κριτικό λόγο για
τις παραστάσεις αρχαίου δράματος, επιχειρείται μια αναδρομή στα, ελάχιστα
μελετημένα, παραστασιακά στυλ των πρόσφατων δεκαετιών, με σημείο αναφοράς το «τελετουργικό
αίτημα». Είναι μια εξαιρετικά χρήσιμη συνεισφορά, καθώς, ενώ όλοι αναγνωρίζουμε
τη σημασία του τελετουργικού αιτήματος σε έναν ολοένα και αυξανόμενο αριθμό
παραστάσεων από τη δεκαετία του ’70 και μετά, δεν είχαμε (εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζω)
μια ψύχραιμη ματιά πάνω στην εξέλιξη αυτής της ιδεολογικοαισθητικής γραμμής -κι
όταν λέω ψύχραιμη, εννοώ κυρίως μια ματιά που να μην ταυτίζεται εξ ορισμού με
το τελετουργικό αίτημα.
Θεωρώ, τέλος, πως υπάρχει μεγάλο
ενδιαφέρον στο να εξεταστεί η αναβίωση του αρχαίου δράματος και η επινόηση μιας
εγχώριας παραστασιακής παράδοσης βασισμένης σε φορμαλιστικά, ψευδο-νεοκλασικά
και αργότερα νεο-τελετουργικά αιτήματα, με την αντίστοιχη πορεία του λυρικού
θεάτρου (αλλά και με άλλες ισχυρές εθνικές παραδόσεις, όπως το θέατρο του
Σαίξπηρ, του Ρακίνα, του Τσέχωφ κ.ο.κ.) Και στις δύο περιπτώσεις μιλάμε για ένα
κόρπους διατηρητέων έργων, τα οποία αναλαμβάνουν να υπερασπιστούν ισχυροί
θεματοφύλακες παραδόσεων, συνήθως πρόσφατα επινοημένων, που παρουσιάζονται ως
διαχρονικές και άχρονες. Τα αποτελέσματα μιας τέτοιας συγκριτικής προσέγγισης
θα είχαν, πιστεύω, ενδιαφέρον, καθώς είμαι βέβαιος πως θα αποδείκνυαν τη
συγγένεια μεθόδων και πρακτικών, καλλιτεχνικών διαδικασιών και αισθητικών
δρόμων. Κυρίως, όμως, θα έδειχναν ότι οι διαδικασίες που γεννούν αυτές τις
μορφές σκηνικών παραδόσεων είναι, τηρουμένων των αναλογιών, κοινές στο δυτικό
παράδειγμα του δραματικού θεάτρου, του οποίου μέρος είναι και η υπόθεση της
αναβίωσης του αρχαίου δράματος.
* Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης είναι
επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Παραστατικών και Ψηφιακών Τεχνών του
Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου