Λιουμπόβ Ποπόβα, Μακέτα σκηνικού για το θεατρικό έργο «Γη σε Αναβρασμό», 1923, γκουάς, αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών, φωτομοντάζ και κολάζ σε κοντραπλακέ, 49 x 82.7 εκ. |
Του
Κώστα Βούλγαρη
Στους
μήνες αμέσως μετά την Κατοχή, ο Εγγονόπουλος γράφει μια σειρά από εξόχως
ιστορικά-πολιτικά ποιήματα, τα οποία αναφέρονται στα πυκνά γεγονότα της εποχής.
Για παράδειγμα, στο ποίημα «Πικασσό», του 1945,
αναφέρεται στην εναρκτήρια στιγμή του Δεκέμβρη του 1944, όταν σφαγιάστηκε η
ειρηνική διαδήλωση του ΕΑΜ στην πλατεία Συντάγματος, με τον στίχο:
και τα
φασιστικά καθάρματα πολυβολούσανε τα πλήθη
Αλλά
και η περίοδος της «λευκής τρομοκρατίας», μετά την συμφωνία της Βάρκιζας,
σχολιάζεται με τους στίχους του ίδιου ποιήματος:
τότε οι συνωμότες ένας ένας γλυστράνε στο
σοκάκι
σιωπηλά ως πέφτει η νύχτα και βοηθά τους
απαρατήρητοι να συναχτούν κι αυτοί σαν
τα πουλιά
εκεί που θέλουν
και
δάκρυα βαρειά κυλούν από τα δόλια τους τα μάτια
Εκείνη
την περίοδο συμβαίνει κι ένα ακόμη μεγάλο γεγονός, ο θάνατος του Άρη Βελουχιώτη.
Δεν θα μπορούσε να μην έχει αναφερθεί σε αυτό ο Εγγονόπουλος. Το έκανε όμως με
την ίδια τεχνική που ακολούθησε στον Μπολιβάρ και στο «Ευγενικό Μυθιστόρημα», κρύβοντας δηλαδή
την πραγματολογική αγκύρωση του ποιήματος στη βιτρίνα, μπροστά στα μάτια όλων,
με τρόπο που να μην πάει ο νους κανενός στον Βελουχιώτη, παρά μόνο αν έχει την
ίδια ιστορική αντίληψη με τον Εγγονόπουλο, όπως την έχει εκθέσει αναλυτικά και
εμπεριστατωμένα στον Μπολιβάρ. Μόνο αν κάποιος έχει «ξεκλειδώσει» αυτό το
ποίημα, μπορεί να αποδελτιώσει τις ιστορικές αναφορές πολλών άλλων ποιημάτων
αλλά και πινάκων του Εγγονόπουλου, που αλλιώς μοιάζουν να πλέουν σε ένα πέλαγος
υπερρεαλιστικών ασαφειών. Όπως ακριβώς το ποίημα «Γοτθική πικρία».
Η δραματική κορύφωση του
ποιήματος λαμβάνει χώρα στο τέλος, με τις απανωτές ερωτήσεις, «Αυτή η σημαία είναι δική σας; Αυτά τα
αίματα είναι δικά μας; Αυτά τα φάσγανα είναι δικά σας; Αυτοί οι ρόδακες είναι
πιστοί;», οι οποίες
δημιουργούν μια σκηνή απόλυτης σύγχυσης, όπου κανείς δεν ξέρει με ποιον είναι. Μήπως
πρόκειται για τη διαγραφή και αποκήρυξη του Βελουχιώτη, για τον άδοξο θάνατό
του, που προκαλεί την πλήρη σύγχυση των αριστερών ανθρώπων, που υπό την ηγεσία
του πολέμησαν στον ΕΛΑΣ; Ακολουθεί η ερώτηση «Συμφέρει στο άπειρο το χάος
του ονείρου;». Μήπως εδώ ο Εγγονόπουλος αντιπαραθέτει την πίστη της
κομματικής ηγεσίας στην έλευση της αταξικής κοινωνίας, που αενάως θα εξέλισσε
την όντως ιστορία της ανθρωπότητας, με το χάος του ονείρου, με τον βολονταρισμό
του Βελουχιώτη, που όμως αυτός κατάφερε να φτιάξει τον ΕΛΑΣ, εκ του μηδενός;
Το ποίημα κλείνει με το ερώτημα, που είναι ταυτόχρονα και μελαγχολική
κριτική παρατήρηση: «Αυτή η άμυνα πού θα μας πάη, σαν μας μισήσουνε κι’ οι
λυγαριές;» Μήπως εδώ αναφέρεται, επιπλέον, στη γραμμή της αμυντικής
νομιμότητας που επέλεγε το ΚΚΕ με τη συμφωνία της Βάρκιζας, ενώ ο Άρης προέκρινε
τη δημιουργία ενός νέου αντάρτικου;
Μάλιστα. Ξέρω, ότι αυτά που σας
είπα δεν είναι αρκετά πειστικά. Γιατί να αναφέρονται στον θάνατο του
Βελουχιώτη; Μέσα στο ποίημα όμως υπάρχουν δύο εμφανή σημαίνοντα. Το πρώτο, με
το οποίο ανοίγει η αυλαία του ποιήματος:
Αρκούν,
πλέον, τα νάματα της ευάνδρου Ηπείρου.
Ο θάνατος του Βελουχιώτη
συμβαίνει την 15η Ιουνίου 1945 στην Ήπειρο, κοντά στο χωριό Μεσούντα της Άρτας,
σ’ ένα φαράγγι του Αχελώου. Το ποίημα του Εγγονόπουλου, «Γοτθική πικρία»,
δημοσιεύεται τον επόμενο μήνα, τον Ιούλιο του 1945, στο περιοδικό Τα νέα
γράμματα, (αρ. 5-6). Μετά τον στίχο, «Αρκούν πλέον, τα νάματα της
ευάνδρου Ηπείρου» ακολουθεί ένας ορυμαγδός προτάσεων/στίχων, που διαχειρίζονται το αρχικό αίσθημα ανακούφισης/παραίτησης
(βρισκόμαστε στην ώρα της νίκης των Συμμάχων κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, αλλά
και στην ώρα της ήττας, μετά την Βάρκιζα):
Αρκούν,
πλέον, τα συναξάρια των λαφυραγωγών του σπέρματος. Αρκούν αι ύπουλοι
διεισδύσεις των υφάλων σήμαντρων στ’ ατμοσφαιρικά στρώματα της λήθης. Αρκούν.
Τώρα η ψυχή μας ποθεί την γαλήνην. Τώρα η ψυχή μας ποθεί την χαρά.
Όμως οι στίχοι που ακολουθούν το
μεταλλάσσουν σε αίσθημα ασφυξίας μέσα στην ιστορική πραγματικότητα:
Έστω
και αν απαιτείται δι’ αυτό, ακόμη και για μίαν μόνη στιγμή ή της αύριον ή της
χθες, η εξωμήτριος κύησις του φόβου μέσ’ στα επιρριπτάρια της αθανασίας. Έστω
και αν απαιτηθή η ερήμωσις των λατομείων εντός σκαφάνδρων, η τοποθέτησις
πουλιών, σε γεωμετρικά σχήματα, επί των επάλξεων, ή άγρα της αύρας στην
αφροδίσια γύμνια του δάσους. Έστω και αν η θυσία που απαιτείται και πάλι από
ημάς είναι τόσον οδυνηρή...
Άλλωστε, η συλλογή στην οποία
εντάσσεται το ποίημα επιγράφεται Η επιστροφή των πουλιών (1946), και «σαν
τα πουλιά» συνάζονται οι «συνωμότες», στο προαναφερθέν ποίημα της
ίδιας εποχής και της ίδιας συλλογής, «Πικασσό», που μαζί με τη «Γοτθική πικρία»
πρωτοδημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Τα νέα γράμματα.
Το δεύτερο σημαίνον:
Η
Καρχηδών εσίγησε διά παντός. Το άσμα της συνεχίζουν τώρα τα νερά σε ρυθμόν
αιθάλης.
Τα
νερά του Αχελώου, λέω εγώ, συνεχίζουν το τραγούδι του Άρη. Όμως, η Καρχηδών,
που εσίγησε διά παντός; Τι γίνεται εδώ; Carthago delenda est (η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί) ήταν η
διάσημη φράση του Κάτωνα του πρεσβύτερου. Γιατί η Καρχηδόνα ήταν το αντίπαλο
δέος της Ρώμης. Ο δε Αννίβας, ο επιφανέστερος στρατιωτικός ηγέτης της, που μέσω
των Άλπεων (αφού η απόβαση από τη θάλασσα ήταν αδύνατη) προήλαυσε νικηφόρα στη
ρωμαϊκή επικράτεια, έφθασε μέχρι τη σημερινή νότια Ιταλία, παρακάμπτοντας όμως
την Ρώμη. Όπως ο Βελουχιώτης, που από τα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας
κυριάρχησε σχεδόν σε όλη τη χώρα (η απόβαση δυνάμεων της Μέσης Ανατολής ήταν
αδύνατη). Μετά όμως κατέβηκε στην Πελοπόννησο, την άνοιξη του 1944 μέχρι το
τέλος της Κατοχής, «παρακάμπτοντας» κι αυτός την Αθήνα, και μάλιστα στα
Δεκεμβριανά του ίδιου έτους δεν συμμετείχε, αφού βρισκόταν στην Ήπειρο. Και
στις δύο περιπτώσεις, η τύχη της πρωτεύουσας ήταν που έκρινε τον αγώνα και των
δύο. Ο Αννίβας καταφεύγει μακριά, στην περιοχή της μετέπειτα Κωνσταντινούπολης[1], όπου
αυτοκτονεί. Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, και ο Βελουχιώτης αυτοκτονεί,
έχοντας καταφύγει στα δυσπρόσιτα Τζουμέρκα.
Στην
Πελοπόννησο ο Βελουχιώτης δίνει αρκετές, νικηφόρες μάχες με τους Γερμανούς και,
μετά την αποχώρησή τους, με τους ταγματασφαλίτες, που όλες όμως επισκιάζονται
από τη μάχη του Μελιγαλά και τα αλγεινά γεγονότα που ακολούθησαν. Όπως τη
νικηφόρο και αλαζονική μάχη του Σελευκίδου Αντιόχου Ζ΄ στα Εκβάτανα με τους
Πάρθους, ακολούθησε η καταστροφή του στρατεύματός του, ο θάνατός του και η
συρρίκνωση της επικράτειας του βασιλείου του:
Έστω
και αν η εις Εκβάτανα αλγεινή μετάβασίς μας μάς επιφυλάσσει τόσας φρικτάς
συνεπείας και για τώρα και για το μέλλον
Το ποίημα αφιερώνεται «εις
Ανδρέαν Λ. Εμπειρίκον», που μόλις έχει επιστρέψει από την ομηρία του στα Κρώρα
της Βοιωτίας, και επί μήνες βρίσκεται σε άθλια σωματική και ψυχολογική
κατάσταση. Να επισημάνω πάντως ότι στην πρώτη δημοσίευση του ποιήματος, στο
περιοδικό Τα νέα γράμματα τον Ιούλιο του 1945, σημειώνεται και το
πατρώνυμο του Εμπειρίκου, «Λ.[εωνίδας]», πιστεύω σαν εξήγηση της σύλληψης και
της ομηρίας από τον ΕΛΑΣ του άγνωστου τότε ποιητή (ο ίδιος δήλωσε «λόγιος»[2]),
ακριβώς ως γόνου της πιο γνωστής εφοπλιστικής οικογενείας. Η αφιέρωση έρχεται αμέσως
μετά τη λέξη του τίτλου «πικρία» και νομίζω πως αποτυπώνει το «βαθύ αίσθημα αδικίας»
που άφησε αυτή η οδυνηρή περιπέτεια στον Εμπειρίκο, σύμφωνα με τον ίδιο[3].
Ας έρθουμε τώρα στον τίτλο του
ποιήματος, «Γοτθική πικρία», που κι αυτός είναι σημαίνων. Κατά τη γνώμη μου,
παραπέμπει στο «πικρό», γοτθικό μυθιστόρημα του Μπαλζάκ, La Peau de chagrin,
1831 − στην ελληνική του μετάφραση Το μαγικό δέρμα (ή και Το δέρμα της
λύπης, και περιφραστικά ο γδαρμένος), που αποτελούσε βασικότατο, κοινό
ανάγνωσμα για κάθε γαλλοτραφή, πόσω μάλλον για τον Εγγονόπουλο, ο οποίος πέρασε
στην Γαλλία τα εφηβικά του χρόνια, τελειώνοντας το εκεί Λύκειο.
Είναι
δε εμβληματική η επαναλαμβανόμενη φράση/χαιρετισμός του Βελουχιώτη, «καλή αντάμωση
στα γουναράδικα», που ανακαλεί μια πολύ γνωστή παροιμία, αποθησαυρισμένη από
τον Νικόλαο Πολίτη:
Τ’
αλεπόπουλα ρώτησαν την αλωπού: Πού θα ανταμωθούμε; Εις του γούναρη τον κάδη,
είπε
Όπως
σχολιάζει ο Πολίτης, συνηθέστατα γίνεται χρήση της παροιμίας κατά τον
αποχωρισμό φίλων «οίτινες δεν ελπίζουσι να συναντηθώσιν εν τω μέλλοντι, κοινόν
δε τόπον συναντήσεως θεωρούσι τον τάφον». Αντίστοιχες παροιμίες υπάρχουν σε
όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως και στην τουρκική: «της αλεπούς το
τέλος είναι το γουναράδικο»[4].
Να σημειώσουμε, επίσης, ότι ο Εγγονόπουλος έχει περιηγηθεί την Δυτική
Μακεδονία, όπου βρίσκεται η Καστοριά με τα πολλά γουναράδικα, αφού ήδη το 1938
παρουσιάζει έργα του, τέμπερες σε χαρτί, που εικονίζουν παλιά σπίτια πόλεων της
Δυτικής Μακεδονίας, στην έκθεση “Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως”[5].
Αν,
για τον Κολοκοτρώνη, το σημείο αναγνώρισης της στρατιωτικής παρουσίας του είναι
η ανοίκεια περικεφαλαία, και για τον Γκαριμπάλντι ο επίσης χαρακτηριστικός
ερυθρός χιτώνας (γι’ αυτό και οι μαχητές του ονομάζοντο ερυθροχίτωνες),
αντίστοιχα για τον Βελουχιώτη είναι το δερμάτινο, αμάνικο σακάκι, τόσο
χαρακτηριστικό που αποτελεί σήμα κατατεθέν της εικόνας του. Μαζί δε με τον
δερμάτινο, μαύρο σκούφο του, συνιστούν ένα πλήρες επιρριπτάριον:
η
εξωμήτριος κύησις του φόβου μέσ’ στα επιρριπτάρια της αθανασίας
Ο Βελουχιώτης,
με κάθε μάχη που κέρδιζε, γινόταν πιο ενοχλητικός, τόσο για τους εχθρούς όσο
και για το κόμμα του. Με κάθε νίκη του, έκανε ένα βήμα πιο κοντά στον θάνατο.
Όπως
ακριβώς ο ήρωας του μυθιστορήματος του Μπαλζάκ, ο οποίος, απελπισμένος, καταφεύγει
στις υπερφυσικές δυνάμεις ενός δέρματος, το οποίο αγοράζει και φορά. Το δέρμα
φέρει την εξής επιγραφή: «Αν με αποκτήσεις, τα αποκτάς όλα. Όμως η ζωή σου θα
μου ανήκει». Κάθε φορά που χρησιμοποιεί τη δύναμη που του δίνει το δέρμα, κάνοντας
εξαιρετικά και αδιανόητα πράγματα, αυτό συρρικνώνεται και τον φέρνει πιο κοντά
στον θάνατο. Στο τέλος, η Παυλίνα, που την ποθούσε και τον ποθούσε τρελά, κλείνεται
στο δωμάτιό της και προσπαθεί να αυτοκτονήσει, ώστε να τον σώσει. Εκείνος χρησιμοποιεί
το συρρικνωμένο δέρμα για τελευταία φορά, αποκτά όση δύναμη χρειαζόταν για να
σπάσει την πόρτα του δωματίου της, και πέφτει στην αγκαλιά της, γνωρίζοντας πως
έτσι θα πεθάνει, δηλαδή αυτοκτονεί.
Έστω
και αν η θυσία που απαιτείται και πάλι από μας είναι τόσον οδυνηρή όσο τα δάκρυα
που κυλούν από τα θλιμμένα μάτια της, οι τραγικές πλεξίδες των μαλλιών της.
Ο
Βελουχιώτης, απελπισμένος, άνθρωπος χωρίς επιστροφή, καθ’ ότι ηθικός αυτουργός
του Μελιγαλά, αλλά και «δηλωσίας» και κομματικά απαξιωμένος, γαντζώνεται πάνω
στη στρατιωτική παρουσία του, κερδίζει χρόνο και δόξα, γνωρίζοντας, όμως, πως
με κάθε νίκη του πλησιάζει όλο και πιο πολύ στον θάνατο. Να
και η αποκήρυξή του από τον Ζαχαριάδη, που πλέον αυτός έχει αναλάβει τα ηνία:
Και
να, κιόλας, που ο σεμνός συκοφάντης, ο σεπτός συκοφάγος, ανθίσανε πάνω στα
πολεμικά μανουάλια.
Τόσο
ο νεαρός Ραφαήλ του Μπαλζάκ όσο και ο μόλις σαραντάχρονος Βελουχιώτης
πεθαίνουν, όταν η ενέργεια του διαρκώς συρρικνούμενου δέρματος αποπαύει. Ο
Βελουχιώτης, από ηγέτης ολόκληρου του ΕΛΑΣ έχει καταλήξει αποκηρυγμένος και διωκόμενος,
με ελάχιστους συντρόφους του, στα βουνά των Τζουμέρκων. Αυτοκτονεί. Οι διώκτες
του παίρνουν το κεφάλι του για τρόπαιο, μαζί με το πιστόλι του και το φθαρμένο
πια δερμάτινο, αμάνικο σακάκι του, το επιρριπτάριον της αθανασίας...
***
Κυρίως
στο ποίημα Μπολιβάρ[6], αλλά
και στο «Πικασσό», και στο «Ευγενικό Μυθιστόρημα», καθώς και στη συνέχειά του
στο ποίημα «Κλελία ή το μυστικό της λιμνοθάλασσας»[7] και σε
μια σειρά από πίνακές του, βλέπουμε την εμφύλια αντίληψη της ιστορίας του
Εγγονόπουλου, αντίληψη ακραιφνώς μαρξική, να αντιπαρατίθεται στην κυρίαρχη,
ολοποιητική, εθνορομαντική αντίληψη, και στη συνακόλουθη εθνική αφήγηση. Είναι
η ίδια αντίληψη που συνέχει τη δράση του Κολοκοτρώνη, του Γκαριμπάλντι, του
Βελουχιώτη, και, στο ποίημα «Γοτθική πικρία», αυτή αντίληψη του Εγγονόπουλου εκφράζεται
στα δρώμενα εντός της αριστεράς, αφού η καθολικότητα της
εμφύλιας διάστασης της ιστορίας δεν εξαντλείται στην κοινωνική/ταξική
αντιπαλότητα. Αλλά και σε αυτό το πλαίσιο, η μελαγχολία της ιστορίας, που με
τρόπο ανεπανάληπτο συμπυκνώθηκε στο «Συμπέρασμα» του ποιήματος Μπολιβάρ,
Μετά την
επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στ’ Ανάπλι και τη
Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως, χάλκινος ανδριάς του
Μπολιβάρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία
την ρεντιγκότα του ήρωος, ο προκαλούμενος θόρυβος είτανε τόσο μεγάλος,
εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να κλείση κανείς μάτι, δεν μπορούσε να γενή
πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, διά καταλλήλων ενεργειών,
επέτυχαν την κατεδάφιση του μνημείου
τώρα σφραγίζει το
ποίημα «Γοτθική πικρία», με τον ακροτελεύτιο στίχο:
Αυτή
η άμυνα πού θα μας πάη, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;
[Από την εισήγησή μου στο συνέδριο
«Ζητήματα Ιστοριογραφίας και Διδακτικής της Ιστορίας» (3-5/11/2023) του
Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, αφιερωμένου στη μνήμη της Μάρθα Πύλια]
ΓΟΤΘΙΚΗ
ΠΙΚΡΙΑ
εις Ανδρέαν Λ. Εμπειρίκον
Αρκούν, πλέον, τα νάματα της ευάνδρου Ηπείρου. Αρκούν, πλέον, τα
συναξάρια των λαφυραγωγών του σπέρματος. Αρκούν αι ύπουλοι διεισδύσεις των
υφάλων σήμαντρων στ’ ατμοσφαιρικά στρώματα της λήθης. Αρκούν. Τώρα η ψυχή μας
ποθεί την γαλήνην. Τώρα η ψυχή μας ποθεί την χαρά. Έστω και αν απαιτείται δι’
αυτό, ακόμη και για μίαν μόνη στιγμή ή της αύριον ή της χθες, η εξωμήτριος
κύησης του φόβου μέσ’ στα επιρριπτάρια της αθανασίας. Έστω και αν απαιτηθή η
ερήμωσις των λατομείων εντός σκαφάνδρων, η τοποθέτησις πουλιών, σε γεωμετρικά
σχήματα, επί των επάλξεων, ή άγρα της αύρας στην αφροδίσια γύμνια του δάσους.
Έστω και αν η θυσία που απαιτείται και πάλι από ημάς είναι τόσον οδυνηρή όσον
τα δάκρυα που κυλούν από τα θλιμμένα μάτια της, οι τραγικές πλεξίδες των
μαλλιών της. Έστω και αν η εις Εκβάτανα αλγεινή μετάβασίς μας μάς επιφυλάσσει
τόσας φρικτάς συνεπείας και για τώρα και για το μέλλον. Και να, κιόλας, που ο
σεμνός συκοφάντης, ο σεπτός συκοφάγος, ανθίσανε πάνω στα πολεμικά μανουάλια. Η
Καρχηδών εσίγησε διά παντός. Το άσμα της συνεχίζουν τώρα τα νερά σε ρυθμόν αιθάλης.
Αυτή η σημαία είναι δική σας; Αυτά τα αίματα είναι δικά μας; Αυτά τα φάσγανα
είναι δικά σας; Αυτοί οι ρόδακες είναι πιστοί; Συμφέρει στο άπειρο το χάος του
ονείρου; Αυτή η άμυνα πού θα μας πάη, σαν μας μισήσουνε κι’ οι λυγαριές;
[1] Τόπος καταγωγής του πατέρα του
ποιητή. Εκεί ο Εγγονόπουλος πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Στη δημοσίευση του
ποιήματος «Γοτθική πικρία», στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα, προτάσσεται
το ποίημα «“Ενθύμιον της Κωνσταντινουπόλεως”», με τους στίχους: « κι’
ο ουρανός βαρύς μαζί και μαύρος/ −άραγε ποιος ξέρει τι ώρα της ημέρας να ’ναι−/
καμμιάν ελπίδα δε στέργει για να δώση/ […] κι’ όλο ο νους μου είναι σε
μιαν υπέροχη/ υπερήφανη μαγνόλια/ όπου σ’ αυτά τα μέρη εδώ/ θάλλει κι’ ανθίζει».
Η μαγνόλια είναι «αρχέγονο» φυτό και χρησιμοποιείται για τον εμβολιασμό επ’
αυτού άλλων ειδών.
[2] Βλ.
Τάσος Κωστόπουλος, Κόκκινος Δεκέμβρης. Το ζήτημα της επαναστατικής βίας,
Βιβλιόραμα 2016, σ. 198
[3] Ό.π.,
σ. 200, η μαρτυρία του Εμπειρίκου
[4]
Ν[ικολάου] Γ. Πολίτη, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του
ελληνικού λαού. Παροιμίαι, τόμος Β΄,
εν Αθήναις, τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, 1900, σ. 319
[6] Βλ. το
βιβλίο μου Ο Κολοκοτρώνης ωραίος σαν Μπολιβάρ. Ο Νίκος Εγγονόπουλος απέναντι
στον μακρυγιαννισμό, Βιβλιόραμα, 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου