Της
Ρίκας Μπενβενίστε*
ΠΟΘΗΤΗ
ΧΑΝΤΖΑΡΟΥΛΑ, Τα παιδιά θυμούνται το Ολοκαύτωμα. Μαρτυρία, ιστοριογραφία, μνήμη, μτφρ.
Μιχάλης Λαλιώτης, εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2023, σελ. 360.
Τι
θυμούνται τα παιδιά; Πώς θυμούνται τα παιδιά τον εαυτό τους, αυτά που συνέβησαν:
διωγμός, εκτοπισμός, πείνα, τρόμος, νεκροί και απελευθέρωση, όταν η σκιά αυτών που χάθηκαν πέφτει πάνω τους; Από
αυτά τα ερωτήματα εκκινεί το βιβλίο της Ποθητής Χαντζαρούλα, καρπός πολύχρονης
και πολυπρισματικής έρευνας, για να αποτελέσει επιστημολογικό στοχασμό για το αρχείο, τη μαρτυρία, την ανάμνηση και την ιστορική γραφή.
Η προσέγγισή της κινείται ανάμεσα σε δύο πόλους που
βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση: Από τη μια, οι ομόκεντροι κύκλοι της μνήμης
(παιδικής, ατομικής, οικογενειακής, εβραϊκής, θεσμικής, πολιτικής,
πολιτισμικής) και, από την άλλη, οι κύκλοι του πολέμου και της γενοκτονίας (η
διαδικασία του διωγμού και οι εμπειρίες των θυμάτων και ειδικότερα των παιδιών).
Πρόκειται για μια χειρονομία που, λαμβάνοντας υπόψη την ιστοριογραφική συζήτηση
για τη Shoah, στέκεται κριτικά απέναντι
στις πολιτικές χρήσεις της μνήμης και αποφεύγει τη ρητορική του καθησυχαστικού ανθρωπισμού.
Αυτοί που ήταν τότε παιδιά στις σημερινές αφηγήσεις
τους στη συγγραφέα ξετυλίγουν το χρονικό του πολέμου, τις διαδρομές της
διαφυγής και του κρυψίματος. Θυμούνται να συνειδητοποιούν σιγά σιγά τον πόλεμο,
μιλούν για τον φόβο
του αποχωρισμού από τους γονείς, για τη ντροπή, για τον εξευτελισμό που επεδίωκε η ναζιστική βία,
για το άγχος μιας ριψοκίνδυνης απόδρασης, για τις αμφιλεγόμενες, μερικές φορές,
σχέσεις με εκείνους που συνέδραμαν στη διάσωσή τους, για το αίσθημα της ανασφάλειας
όταν οι γονείς ήταν αδύναμοι να τα προστατέψουν. Απόκρυψη, φόβος, ντροπή και ενοχή, έννοιες που προέρχονται από το ψυχολογικό
λεξιλόγιο, χρησιμοποιούνται από τη συγγραφέα προσεκτικά, χωρίς να χάνεται η
ιστορικότητα του βιώματος, χωρίς να «αντικειμενοποιείται» ή να
«κανονικοποιείται» το τραύμα, χωρίς να ανάγονται τα παιδιά-επιζώντες σε
«ψυχιατρικό παράδειγμα».
Ελάχιστα παιδιά επέζησαν από τα στρατόπεδα. Η
συγγραφέας αφιερώνει ένα κεφάλαιο σ’ αυτά τα λίγα παιδιά -τα περισσότερα
ισπανικής υπηκοότητας- που εκτοπίστηκαν από τη Θεσσαλονίκη ή την Αθήνα στο
Μπέργκεν Μπέλσεν. Στις αφηγήσεις τους μιλούν για τον φόβο τους, την
πείνα και την αρρώστια, τον θάνατο ολόγυρα, αλλά και για τη δύναμη που άντλησαν
από τη στάση των μητέρων τους, για μια αίσθηση αξιοπρέπειας που διασωζόταν
ακόμη και όταν οι αξίες γύρω τους κατέρρεαν.
Δύο κεφάλαια είναι αφιερωμένα στα μεταπολεμικά
χρόνια, στον αντισημιτισμό και στην ανάδυση μιας εβραϊκής ταυτότητας συνδεδεμένης
με την καταστροφή. Ο μεταπολεμικός αντισημιτισμός συνδεόταν
με οικονομικά συμφέροντα, με την καταπάτηση εβραϊκών περιουσιών και εκδηλώθηκε
ως μείγμα θρησκευτικών και κοινωνικών μύθων περί εβραϊκής πλουτοκρατίας. Το αντικομμουνιστικό
κράτος στηρίχτηκε σε πρώην συνεργάτες των Ναζί και ο αντισημιτισμός συνυφάνθηκε
με τη θεώρηση των Εβραίων γειτόνων ως ξένων, ενώ η ευθύνη της καταστροφής
επιρρίφθηκε στους ίδιους τους Εβραίους και στην υποτιθέμενη παθητικότητά τους. Στις
μαρτυρίες των παιδιών, ο αντισημιτισμός συγκροτεί, σύμφωνα με τη συγγραφέα, ένα
βιογραφικό συνεχές που συνδέει τη Shoah με τις ζωές τους μεταπολεμικά,
ενώ η ντροπή αποτελεί κοινό τόπο στη διαμόρφωσή τους. Μέσα στην
απελπισία της καταστροφής και τη ντροπή, τα παιδιά βρήκαν, παρόλα αυτά, μια
τεράστια δύναμη, μετατρέποντας το αντισημιτικό «στίγμα» σε θετική ταυτοποίηση: για
παράδειγμα, πολλά παιδιά προσηλώθηκαν με επιτυχία στις σχολικές επιδόσεις. Τα εβραιόπαιδα που διασώθηκαν κρυμμένα,
χωρίς να χρειαστεί να αποχωριστούν τους γονείς τους, μοιάζει να προσαρμόζονται
καλύτερα στη μεταπολεμική ζωή.
Στα
μεταπολεμικά χρόνια, η κοινοτική φροντίδα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη
διαπαιδαγώγηση και την ψυχαγωγία των παιδιών. Τα περισσότερα, δείχνει η Χαντζαρούλα,
δεν ήταν παθητικοί αποδέκτες της φροντίδας: έφτιαξαν φιλίες, βρήκαν συναισθηματικά
στηρίγματα για να αντεπεξέλθουν στη σιωπή και στον πόνο των οικογενειών τους. Εντέλει,
ακούγοντας όσα ειπώθηκαν, αλλά
και όσα δεν ειπώθηκαν μέσα στην οικογένεια, ανέλαβαν την ευθύνη της
δικής τους ζωής, έκαναν τις δικές τους οικογένειες, και επέλεξαν να μεταδώσουν
στα δικά τους παιδιά την ιστορία τους.
Η μνήμη της καταστροφής συνέδεσε διαφορετικές γενιές και η διατήρησή της έγινε
κατανοητή ως καθήκον προς την οικογενειακή ιστορία.
Στο
τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, η συγγραφέας επανέρχεται στη μεθοδολογική της
αφετηρία: Τα παιδιά που επέζησαν είναι
υποκείμενα μιας ξεχωριστής ιστορικής αφήγησης, που έχει να κάνει με όσα είδαν
και ένιωσαν. Η μνήμη τους επηρεάζεται -όπως όλες οι μνήμες- από τις κυρίαρχες
μορφές μνημόνευσης, από άλλες μορφές αναπαράστασης της ιστορίας, από γνώσεις
που αποκτήθηκαν εκ των υστέρων. Ωστόσο, έχει σημασία ότι, ειδικά τα παιδιά, συναρμολογούν
τις αναμνήσεις τους αναλόγως με όσα άκουσαν, είδαν και ένιωσαν μέσα στην
οικογένεια, από τους γονείς, ανάλογα με όσα οι γονείς είπαν θραυσματικά, με κενά
στις αφηγήσεις τους, ή αποσιώπησαν. Δίνοντας χώρο στα παιδικά βιώματα και στην εκ των υστέρων αναψηλάφησή
τους, η Χαντζαρούλα φωτίζει τη διυποκειμενική κατασκευή της μνήμης, τη
διαγενεακή μετάδοση του τραύματος, στο «γενεακό στοίχειωμα».
Η Χαντζαρούλα στράφηκε σε αυτό που ήταν άρρητο, και μη
καταγεγραμμένο, στον ρόλο της μνήμης και στα κενά της, στην απώθηση αλλά και στην
εκ των υστέρων αναμέτρηση με το παρελθόν. Η ίδια υιοθετεί μια στάση ψυχικής απόκρισης στην τραυματική εμπειρία των θυμάτων, η οποία φαίνεται στον τρόπο που
ερευνά και γράφει, δεν συνοψίζεται σε μεθοδολογικούς κανόνες και αποτρέπει τόσο
την «αντικειμενοποίηση» (του θετικισμού, του ιατρικού λόγου) όσο και την
παραλυτική και απολιτική «ιεροποίηση» (αισθητικοποίηση) του θύματος.
Το
βιβλίο ωρίμασε στον μακρύ χρόνο της
διεξαγωγής μιας αρχειακής και θεωρητικής έρευνας, στον χρόνο των προφορικών συνεντεύξεων
-που συνιστούν αυστηρή επιστημονική διαδικασία αλλά και ανθρώπινη σχέση- στον
χρόνο της δοκιμασίας της συγγραφής. Η
αφήγηση και η ερμηνεία της συγγραφέως διασώζουν τις ιστορίες των επιζώντων και
τη σχέση της ιστορικού με αυτές. Πρόκειται για ένα βιβλίο που αφορά και την
ίδια, ένα βιβλίο που μιλά στους ανθρώπους για τη σχέση τους με τη δική τους
ιστορία.
* Η Ρίκα
Μπενβενίστε είναι ιστορικός (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου