Του Γιάννη-Παναγιώτη Βούλγαρη*
ADOLF NOWAK, Μικρή εισαγωγή στην αισθητική της μουσικής, μτφρ. Μάρκος Τσέτσος, Fagottobooks, Αθήνα 2022, σελ. 111
Ι. Ιδεολογικά στερεότυπα της μουσικής πρόσληψης
Η μουσική ως καλλιτεχνικό πεδίο συνιστά χώρο εκδίπλωσης μιας θεμελιώδους αντίφασης μεταξύ δύο σύγχρονων και κυρίαρχων ιδεολογημάτων, τα οποία αφορούν την απόδοση νοήματος στα καλλιτεχνικά έργα. Το ένα ιδεολόγημα είναι η σχετικιστική αντίληψη ότι πλέον δεν υφίσταται νόημα στα καλλιτεχνικά έργα: καθένα από αυτά, ως υποκειμενική και γι’ αυτό μοναδική και άρα ισότιμη έκφραση κάποιου ατόμου, στοιβάζονται σε έναν ατελεύτητο κατάλογο από τον οποίο καλείται το κοινό να επιλέξει «ό,τι του αρέσει».
Το εν λόγω κοινό αντιμετωπίζεται ως άθροισμα καταναλωτών, οι οποίοι επιλέγουν έργα, ακριβώς όπως θα επέλεγαν προϊόντα. Η ισοπεδωτική εξομοίωση της αισθητικής αξιολογικής κρίσης με την καταναλωτική επιλογή, όμως, δεν γίνεται εντελώς διαυγής όταν αντιμετωπίζεται στη θετικότητά της. Όταν γίνει αντικείμενο κριτικής η φαινομενική ισότητα των προϊόντων εκ των οποίων οι καταναλωτές επιλέγουν, αναδεικνύεται ο απόλυτος χαρακτήρας της: αν πει κανείς ότι ορισμένα έργα είναι τα σημαντικά έργα μιας εποχής, ιδιαίτερα της σύγχρονης, τότε αυτή η απόφανση αντιμετωπίζεται ως απόπειρα περιορισμού της «ελευθερίας» των άλλων υποκειμένων, αφού η αναγνώριση συγκεκριμένων έργων ως φορέων καλλιτεχνικής αξίας σημαίνει την απόδοση απαξίας στα υπόλοιπα.
Πρόκειται ακριβώς για την απαξία που αντιμετωπίζεται ως μη διαβαθμισμένη, αφού μόνο αν θεωρηθούν ως απόλυτα μεγέθη, μπορούν η απόδοση αξίας και απαξίας να αντιμετωπιστούν ως ισόμορφες του διπόλου αρέσκειας και απαρέσκειας. Δεν ισχύει όμως κάτι τέτοιο: όταν, λ.χ. ένας κριτικός τέχνης, αποδίδει καλλιτεχνική αξία σε συγκεκριμένα έργα μιας εποχής, το κάνει δια της συγκρότησης ενός θεωρητικού-ιστορικού-αισθητικού σχήματος για το καλλιτεχνικό πεδίο αναφοράς στη συγκεκριμένη περίοδο και εκφέρει αξιολογικές κρίσεις με βάση αυτό.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η διαμορφούμενη εικόνα του καλλιτεχνικού πεδίου θα περιλαμβάνει αρκετά έργα τα οποία μπορούν να θεωρηθούν καλλιτεχνικά, και τα οποία επανεξετάζονται σε δεύτερο επίπεδο, συγκρινόμενα όχι μόνο μεταξύ τους αλλά κυρίως με τα ήδη σημαίνοντα έργα, ως προς το τί συγκροτούν αισθητικά και τί νέο φέρουν ως καλλιτεχνικό πρόταγμα. Αυτή η απόδοση αξίας σε πρώτο επίπεδο, σημαίνει την διαβάθμιση της απαξίας: ορισμένα έργα θα κριθούν ως σημαντικά, μεταξύ εκείνων που μπορούν να θεωρηθούν όντως «έργα»∙ έχουμε λοιπόν ένα μεγάλο υπόλοιπο παραγόμενων «αντικειμένων», τα οποία δεν αποτελούν καν έργα.
Και τί συνιστούν, τότε, αυτά τα αντικείμενα που κρίνονται ως μη ανήκοντα στο καλλιτεχνικό πεδίο αναφοράς; Είναι, απλώς, παραγόμενα αντικείμενα επί της ουσίας πανομοιότυπα μεταξύ τους, τα οποία καταναλώνονται ως προϊόντα από την πλειοψηφία του κοινού. Αυτό όμως θέτει το ερώτημα: «Τί σημαίνει αυτό για τα υποκείμενα που συγκροτούν το κοινό; Μήπως τα υποτιμούμε με μια τέτοια συλλογιστική;». Όχι∙ πρόκειται απλώς για την, μεταξύ άλλων, κατάδειξη ότι οι επιλογές του κοινού συνιστούν πράξεις επιλογής προϊόντων σε ένα πλαίσιο ελεύθερης αγοράς, το οποίο η ίδια η αγορά επιδιώκει να ταυτίσει ιδεολογικά με τον χώρο της τέχνης, ο οποίος δεν είναι ένας χώρος καταναλωτικών επιλογών, αλλά αισθητικών κρίσεων (το προσωπικό γούστο υπάρχει χωριστά από την αξιολογική αποτίμηση, αφού εκείνη πρέπει να αιτιολογηθεί αισθητικά-θεωρητικά, σε αντίθεση με το γούστο που είναι αυθαίρετο).
Το πρόβλημα κατά την εξομοίωση της αισθητικής αξιολογικής κρίσης με την καταναλωτική επιλογή βρίσκεται πρωτίστως στην εξομοίωση της κριτικής αποτίμησης με την απλή επιλογή, από την οποία προκύπτει η ψευδεπίγραφη αισθητικοποίηση της καταναλωτικής εμπειρίας. Η υποτιθέμενη και αόριστη «ισότητα» όλων των έργων μεταξύ τους και των έργων εν γένει με τα καταναλωτικά προϊόντα, δηλαδή η ανερμάτιστη αναγωγή όλων των έργων σε καταναλωτικά προϊόντα, αντανακλά την ασαφή, επίπλαστη και αγοραία «ελευθερία» των ατόμων-καταναλωτών.
Η ένσταση που έρχεται κατά νου στον μέσο καταναλωτή είναι η εξής: και τα λεγόμενα «έργα τέχνης» έχουν εμπορευματικό χαρακτήρα, αφού γίνονται αντικείμενο αγοραπωλησίας. Εδώ όμως ο εμπορευματικός χαρακτήρας του αντικειμένου δεν δηλώνει τη δυνατότητά του να πωληθεί (υπάρχει και αυτή), αλλά κυρίως τον κοινωνικό ρόλο που επιτελούν τέτοια προϊόντα, σε γενικευμένες συνθήκες μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης. Υπάρχει πολύ συγκεκριμένος λόγος, για τον οποίο δεν μπορεί ένας ακρορατής/θεατής να «χαλαρώσει» βάζοντας να ακούσει έργα όπως το Concerto Grosso No. 4 του Schnittke, την 4η Συμφωνία του Arvo Pärt, ή βλέποντας έργα όπως το Άλογο του Τορίνο του Béla Tarr: δεν έχουν φτιαχτεί για να καταναλώνονται σε μικρά ή μεγαλύτερα διαστήματα ελεύθερου χρόνου, επιτελώντας το ρόλο του άμοχθου διαλλείματος που διεκπεραιώνεται παθητικά χωρίς την καταβολή κάποιας προσπάθειας για σκέψη. Χιλιάδες προϊόντα όμως έχουν φτιαχτεί εκ των προτέρων για να επιτελέσουν ακριβώς αυτή την λειτουργία, αποστερούμενα οποιαδήποτε μορφολογική πρωτοτυπία ή ρίσκο, προκειμένου να εκπληρώσουν το ρόλο τους.
Αυτό συμβαίνει δια της μαζικής εξάπλωσης και υιοθέτησης συγκεκριμένων τυποποιημένων μορφολογικών χαρακτηριστικών, τα οποία ναι μεν δημιουργούνται συνήθως σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού από τις μεγαλύτερες των εταιρειών στο χώρο της διασκέδασης, αναπαράγονται όμως αδιακρίτως από την συντριπτική πλειοψηφία των υποτιθέμενων «δημιουργών», ανεξάρτητα από το αν, πώς, και σε ποιο βαθμό πωλούν τα «έργα» τους ως προϊόντα. Αυτό σημαίνει ότι ένα προϊόν που παράγεται από κάποια «εναλλακτική», «μικρή» παραγωγή, ή ακόμη και κάποιο προϊόν που διατίθεται δωρεάν, κάλλιστα είναι στον ίδιο βαθμό εμπορευματικό με την τελευταία παραγωγή μιας μεγάλης εταιρείας, στο βαθμό που οι δημιουργοί τους επιλέγουν να αυτο-εγκλωβιστούν στα ίδια ακριβώς τυποποιημένα μορφολογικά πρότυπα, τα οποία κυριαρχούν στην ελεύθερη αγορά.
Η αδυνατότητα κατανόησης των έργων που δεν δημιουργούνται με βάση τα προκαθορισμένα μορφολογικά πρότυπα της εμπορευματοποίησης, ωθεί το κοινό να τα αντιμετωπίσει ως μη κατανοήσιμα εν γένει. Αυτό συμβαίνει επειδή η «ελεύθερη επιλογή» προϊόντων εξαντλείται απλώς και μόνο στον εαυτό της, χωρίς να ακολουθεί οποιαδήποτε κριτική επεξεργασία του επιλεχθέντος προϊόντος, αφού το ίδιο έχει φτιαχτεί με τρόπο ώστε να μην χρειάζεται καμία επεξεργασία, ακριβώς επειδή δεν περιλαμβάνει απολύτως τίποτα που να προσφέρεται προς κατανόηση: δεν έχει τίποτα να καταλάβει κανείς βλέποντας μια δημοφιλή τηλεοπτική σειρά∙ πριν και μετά την θέασή της βρίσκεται ακριβώς στο ίδιο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε.
Συγχρόνως, όμως, ως τελικός σκοπός της επιλογής του προϊόντος παρουσιάζεται η εκπλήρωση συγκεκριμένων επιθυμιών ή αναγκών, τις οποίες οι άνθρωποι μαθαίνουν να έχουν, δια την επαναλαμβανόμενης κατανάλωσης προϊόντων που υπάγονται στις κατηγορίες εκείνες που τις ικανοποιούν. Για παράδειγμα, ένας θεατής μαθαίνει να «θέλει περιπέτεια και δράση» όταν βλέπει κινηματογράφο, όταν έχει δει εκατοντάδες ταινίες που φτιάχτηκαν για να υπάγονται συγκεκριμένα σε μια τέτοια κατηγορία. Η ψευδαίσθηση της επιλογής μεταξύ κατ’ ουσίαν πανομοιότυπων προϊόντων δημιουργεί την ψευδαίσθηση της ικανοποίησης αναγκών από τα επιλεγόμενα προϊόντα.
Τα παραπάνω, όμως, μας φέρνουν στο δεύτερο κυρίαρχο ιδεολόγημα που αφορά την απόδοση νοήματος στα καλλιτεχνικά έργα: η αντίληψη ότι το νόημα των καλλιτεχνικών έργων είναι η εκπλήρωση κάποιων συγκεκριμένων επιθυμιών ή αναγκών. Η εν λόγω αντίληψη φέρει στον πυρήνα της και προϋποθέτει ατεκμηρίωτα ως ισχύουσα την θέση ότι τα έργα τέχνης δημιουργούνται πάντα με βάση κάποιον εξωτερικό προς τα ίδια σκοπό∙ δηλαδή, ότι δεν έχουν νοηματική αυτοτέλεια.
Αυτή η αντίληψη υποσκάπτει τα θεμέλια του ιδεολογήματος περί έλλειψης νοήματος των έργων, αλλά και του υποκειμενισμού που αυτό προϋποθέτει, αφού αν εκατομμύρια άνθρωποι εκπληρώνουν τις υποκειμενικές ανάγκες/επιθυμίες που μόνοι τους δημιούργησαν, είναι το λιγότερο περίεργο το γεγονός ότι επιλέγουν τα ίδια προϊόντα, τα οποία παράγονται και διαφημίζονται μαζικά, αναγνωρίζοντας ανεξαιρέτως την κατηγορία στην οποία ανήκει το προϊόν, το οποίο τους ικανοποιεί: το τάδε δημοφιλές κομμάτι αναγνωρίζεται ως λ.χ. «συναισθηματικό», «χαρούμενο», «λυπητερό», «ανεβαστικό» κτλ, και ως τέτοιο υποτίθεται ότι ικανοποιεί τον ακροατή.
Εκατομμύρια άνθρωποι διαμόρφωσαν εντελώς υποκειμενικά την ανάγκη να ακούσουν λ.χ. ένα «ανεβαστικό» κομμάτι, όλως τυχαίως κατά την περίοδο που αυτό προωθείται μαζικά ως «το νέο hit», και επέλεξαν πάλι εντελώς υποκειμενικά όλοι το ίδιο κομμάτι, αναγνωρίζοντάς το ανεξαιρέτως ως ανήκον στην ίδια κατηγορία («ανεβαστικό»), προκειμένου να ικανοποιήσουν την ανάγκη της «ανόρθωσής» τους; Δεν είναι ιδιαίτερα πειστικό αυτό το επιχείρημα, το οποίο επιβάλλεται ιδεολογικά ως αληθές, από την ελεύθερη αγορά.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η αντιμετώπιση των μουσικών έργων ως μη φερόντων νόημα να μην έχει διαφορά από την αντιμετώπισή τους ως φερόντων ένα εξωτερικό νόημα ικανοποίησης υποκειμενικών αναγκών, ακριβώς επειδή το ίδιο το αντικείμενο και η δομή του δεν εξετάζονται ποτέ. Όταν έρχεται κανείς σε επαφή μόνο με μουσικά κομμάτια στα οποία δεν υπάρχει τίποτα που να χρειάζεται κατανόηση, τότε ο μόνος τρόπος διάκρισης του hit από τα υπόλοιπα πανομοιότυπα κομμάτια, που μένουν συγκριτικά με αυτό στην αφάνεια, είναι η ισχύς της επίδρασης που έχει στον ίδιο, ως υπαγόμενο στοιχείο σε προκαθορισμένες κατηγορίες ικανοποίησης καταναλωτικών αναγκών.
Ο Adolf Nowak προσφέρει μια «Μικρή εισαγωγή στην
αισθητική της μουσικής»,[1] η οποία προσδιορίζει το εν
λόγω πεδίο σε σχέση με άλλα συναφή σε αυτό αντικείμενα όπως η μουσικολογία, η
ιστορία της μουσικής, ή η ψυχολογία της μουσικής, αλλά και διατρέχει όλους τους
βασικούς σταθμούς του από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, με αρκετά συγκροτημένο
τρόπο, σε λιγότερο από εκατό σελίδες «καθαρού» κειμένου. Πρόκειται κατ’ ουσίαν
για την πρώτη έκδοση αυτού του τύπου στα ελληνικά (σύντομη γενική εισαγωγή από
σύγχρονο μουσικολόγο διεθνούς καταξίωσης), που να είναι έγκυρη και να
απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Από μεταφρασμένα έργα της ελληνικής βιβλιογραφίας,
μπορεί να ιδωθεί ως μια πιο εισαγωγική και συντομότερη εκδοχή της Αισθητικής της Μουσικής του Carl Dahlhaus,[2] η οποία, σε σύγκριση με το
βιβλίο του Nowak, πηγαίνει σε μεγαλύτερο βάθος και αναπτύσσει εκτενέστερα τα όσα
συνέβησαν σε κάθε περίοδο, ειδικά στην περίπτωση της αισθητικής τής μουσικής
στο Μεσαίωνα.
Ο Nowak εστιάζει, σε όλες τις περιόδους με
τις οποίες καταπιάνεται, στο ζήτημα της μουσικής κατανοησιμότητας. Εντοπίζει
τρεις διαστάσεις των αξιολογικών κρίσεων στη μουσική, υποστηρίζοντας ότι αυτές είναι:
(α) πρωτοπρόσωπες (προσωποπαγείς,
συγκινησιακά φορτισμένες), (β) πραγματολογικές
(δομικά προσανατολισμένες, γνωσιακές), και (γ) τριτοπρόσωπες (που ανάγονται σε κοινωνικές συμβάσεις). Κατ’
αντιστοιχία προς αυτές τις τρεις διαστάσεις, οι αξιολογικές κρίσεις έχουν μια προσωπική, μια αντικειμενική, και μία κοινωνική
πλευρά.[3]
Όμως, αυτές
οι επιμέρους διαστάσεις, δεν μπορούν να καλυφθούν ούτε με μια σύμμειξη
«εμπειρικών ερευνών», ούτε με τη γενίκευση μιας επιμέρους μορφής καταληπτότητας
που εμφανίζεται σε μια εποχή. Η αισθητική της μουσικής, κατά Nowak, πρέπει να «εξετάσει
φαινομενολογικά, ερμηνευτικά και ιδεολογικοκριτικά την αξίωση εγκυρότητας των
κριτηρίων καταληπτότητας».[4] Η φαινομενολογική
προσέγγιση αντιστοιχεί στην πραγματολογική-αντικειμενική πλευρά της αξιολογικής
κρίσης, η ιδεολογικοκριτική ανάλυση στην τριτοπρόσωπη-κοινωνική πλευρά, ενώ η
ερμηνευτική προσέγγιση επιχειρεί να καταστήσει την πρωτοπρόσωπη πλευρά της
αξιολογικής κρίσης απαλλαγμένη από τις κοινωνικές προκαταλήψεις, διαπλασμένη με
εργαλεία που προσφέρουν οι πραγματολογικές αναλύσεις, και εφάμιλλη του προς
ερμηνεία αντικειμένου, όταν αναμετράται με αυτό.
Φαινομενολογικά,
η αισθητική της μουσικής πρέπει να εξετάσει «τι είναι αυτό που καθιστά δυνατή
την καταληπτότητα, ποια είναι η αρχή της».[5] Ιδεολογικοκριτικά, πρέπει
να «θέσει υπό συζήτηση προκαταλήψεις και καθολικά αποδεκτές προϋποθέσεις [...]
[να] συνυπολογίσει το γεγονός ότι καταληπτότητα μπορεί να διαχωριστεί από τη δέσμευση
του ακροατή σε οικείες δομές».[6] Από ερμηνευτική έποψη,
πρέπει να εξετάσει «τι έχουν πει για την καταληπτότητα μουσικά έμπειροι
άνθρωποι –μουσικοί, συνθέτες, θεωρητικοί, κριτικοί– και ποια μουσική πρακτική
θεώρησαν καταληπτή»,[7] με τρόπο που δεν θα
ερμηνεύει «τα κείμενα μόνο ως ντοκουμέντα, αλλά ως επιχειρήματα που αφορούν την
αισθητική συζήτηση του παρόντος»,[8] αναδεικνύοντας την
καλλιτεχνική δραστηριότητα ως πράξη που «δεν αρκείται στο δοκιμασμένο και το
οικείο, αλλά οδηγεί σε νέα εμπειρία».[9]
Η ερμηνευτική προσέγγιση είναι το τελικό βήμα προς την απομάκρυνση από γενικόλογους συναισθηματισμούς και όποιας άλλης εργαλειακής πρόσληψης των μουσικών έργων, οι οποίες δεν προσφέρουν τίποτα συγκεκριμένο σε σχέση με το μουσικό αντικείμενο, αποτελώντας απλώς σύμφυρμα προκαταλήψεων και άγνοιας πραγματολογικών αναλύσεων. Ακόμη και σε περιπτώσεις όπου φαινομενικά τα έργα εξυπηρετούν κάποιον εξωτερικό προς τα ίδια σκοπό, οποιαδήποτε προσέγγιση στηριχθεί αποκλειστικά σε μια επιφανειακή πρόσληψη μιας τέτοιας σχέσης έργου – εξωτερικής πραγματικότητας, δεν θα είναι ικανή να εξηγήσει την ίδια την καλλιτεχνική δημιουργία, εξαιτίας της αυτονόμησης που αυτή προϋποθέτει από τη δεδομενικότητα του υπάρχοντος, πόσο μάλλον της εξωτερικής πραγματικότητας. Για παράδειγμα:
Η ερμηνευτική προσέγγιση είναι το τελικό βήμα προς την απομάκρυνση από γενικόλογους συναισθηματισμούς και όποιας άλλης εργαλειακής πρόσληψης των μουσικών έργων, οι οποίες δεν προσφέρουν τίποτα συγκεκριμένο σε σχέση με το μουσικό αντικείμενο, αποτελώντας απλώς σύμφυρμα προκαταλήψεων και άγνοιας πραγματολογικών αναλύσεων. Ακόμη και σε περιπτώσεις όπου φαινομενικά τα έργα εξυπηρετούν κάποιον εξωτερικό προς τα ίδια σκοπό, οποιαδήποτε προσέγγιση στηριχθεί αποκλειστικά σε μια επιφανειακή πρόσληψη μιας τέτοιας σχέσης έργου – εξωτερικής πραγματικότητας, δεν θα είναι ικανή να εξηγήσει την ίδια την καλλιτεχνική δημιουργία, εξαιτίας της αυτονόμησης που αυτή προϋποθέτει από τη δεδομενικότητα του υπάρχοντος, πόσο μάλλον της εξωτερικής πραγματικότητας. Για παράδειγμα:
Για τη λειτουργική μουσική τα κριτήρια δεν είναι πρωτίστως αισθητικά αλλά πραγματιστικά, με την έννοια των συγκειμένων της ζωής από τα οποία προέρχεται η μουσική. Εντούτοις, τα πραγματιστικά κριτήρια δεν αρκούν. Για παράδειγμα, στη μουσική της εκκλησιαστικής λειτουργίας αναπτύχθηκε μια καλλιτεχνική αξίωση που χειραφετήθηκε νωρίς από τη λατρεία [...]. Παρόμοια ισχύουν, π.χ., για την μπαρόκ και τη μοντέρνα σουίτα σε σχέση με τη χορευτική μουσική στην οποία βασίζονται.[10]
Η κατανοησιμότητα του μουσικού αντικειμένου προϋποθέτει τη μουσική νόηση του υποκειμένου, η οποία δεν είναι έμφυτη, σταθερή και αμετάβλητη, κινούμενη απλώς προς διαφορετικές ισότιμες επιλογές∙ αντιθέτως, καλλιεργείται: «μια μουσική φιγούρα κι ένα μουσικό σκοπό πρέπει πρώτα απ’ όλα να μάθουμε να τα ακούμε, να ακούμε σε αυτά κάτι, να διακρίνουμε, να απομονώνουμε και να οριοθετούμε σαν να είναι κάτι ζωντανό» (Nietzsche).[11] Ακόμη και ο συνθέτης δεν γράφει μουσική «που του αρέσει», αλλά έχει μουσικές ιδέες, εξερευνεί τα όριά τους, και μαζί τα όρια του μουσικού υλικού και των μορφολογιών που έχει στη διάθεσή του: «Ο συνθέτης γράφει τη μουσική που ακόμα δεν του αρέσει» (Herbert Brün).[12] Σύμφωνα με τον Nowak:
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται σαφές ότι το δίπολο αρέσκεια/απαρέσκεια είναι πλήρως ακατάλληλο για την κατανόηση των μουσικών έργων, ή ισοδύναμα, ότι η μουσική νόηση δεν λειτουργεί με αυτούς τους όρους, ούτε με οποιουσδήποτε άλλους όρους εξάρτησης της πρόσληψης του αντικειμένου από κάποια εξωτερικότητα: «Μια μουσική σύνθεση δεν είναι αναπαραγωγή ενός προϋπάρχοντος εκφραστικού περιεχομένου, αλλά η έκφραση αποκαλύπτεται πρώτα μέσα στην ειδική συνάφεια της μουσικής σύνθεσης».[14] Η εν λόγω ειδική συνάφεια είναι η εσωτερική συνάρθρωση του μουσικού υλικού υλικού, από την οποία προκύπτει ένα νόημα, το οποίο δεν είναι γλωσσικό, αλλά μουσικό.
Ο Nowak μάς λέει ότι στην έκφραση «μουσική νόηση», η «νόηση» δεν αποτελεί μεταφορά. Αν δεχτούμε την καντιανή θεώρηση της συνθετικής λειτουργίας της νόησης εν γένει, τότε η αντίστοιχη συνθετική λειτουργία της μουσικής νόησης θα είναι «σύνθεση ηχητικών παραστάσεων μέσω συμπλήρωσης και αντιπαραβολής του εναρκτήριου μοτίβου με άλλα, ανάπτυξης του εκφραστικού και μορφοποιητικού του δυναμικού και διατήρησής του σε τούτη την ανάπτυξη», η οποία θα είναι μια «σκοπιμότητα χωρίς (εξωτερικό) σκοπό».[15]
ΙΙΙ. Μουσικό νόημα και γλωσσικό νόημα
Για τον Adorno, «η ταυτότητα των [...] μουσικών εννοιών έγκειται στην ίδια τους την ύπαρξη και όχι σε κάτι στο οποίο αναφέρονται».[21] Ή όπως γράφει ο Dahlhaus:
Ο Nowak, αντανακλώντας τις θέσεις των Adorno και Dahlhaus, υποστηρίζει τα εξής σε σχέση με το μουσικό νόημα, την αυτοτέλειά του, και τη διαφοροποίησή του από το γλωσσικό νόημα:
Η ψευδαίσθηση ότι η μουσική έχει κάποιο «γλωσσικό» νόημα, προϋποθέτει τον αναβιβασμό της φωνητικής μουσικής στη θέση της κατεξοχήν μουσικής μορφής. Αυτή η προβληματική θεώρηση παραβλέπει πλήρως το γεγονός ότι στη μουσική το όργανο της ανθρώπινης φωνής είναι απλώς ένα όργανο ανάμεσα στα άλλα, πράγμα που επιβεβαιώνει με εντελώς προφανή τρόπο η διαδικασία της σύνθεσης για διαφορετικές «φωνές» οργάνων, τα οποία μπορούν να είναι ορχηστρικά, φωνητικά, ή και τα δύο: αυτό ισχύει ακόμη και στις συνθέσεις όπου το όργανο της φωνής κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο, όπως στην προγραμματική μουσική (= μουσική περιγραφικού, αναπαραστατικού τύπου) του 19ου αιώνα.
Αντιθέτως, η θεώρηση της απόλυτης μουσικής ως του κατεξοχήν μουσικού πεδίου είναι αναγκαία, αφού αποτελεί τη γενική περίπτωση, με τα εργαλεία της οποίας μπορεί να μελετήσει κανείς μεταξύ άλλων και την προγραμματική μουσική, χωρίς να ισχύει όμως το αντίστροφο. Όπως αναφέρει ο Dahlhaus: «στην εξέλιξη της μουσικής ακρόασης όλο και περισσότερο επιβαλλόταν η τάση να αντιλαμβάνεται κανείς τη φωνητική μουσική οργανικά, όπως δήλωνε ο Schönberg για τον εαυτό του, αντί, αντίστροφα, να ψάχνει για προγράμματα, είτε εκπεφρασμένα είτε αποσιωπημένα, μέσα σε οργανικά έργα».[24]
Οι αβελτηρίες που έχουν γραφεί για τη μουσική από εξαιρετικά σημαντικούς φιλοσόφους και θεωρητικούς των (υπόλοιπων) τεχνών, δεν είναι λίγες, και δείχνουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο ότι η διαμόρφωση ενός θεωρητικού σχήματος για ένα καλλιτεχνικό πεδίο, επ’ ουδενί δεν συνεπάγεται την ικανότητα εκφοράς απόψεων σε άλλα πεδία, πόσο μάλλον με μια δι’ αναλογιών γενικόλογη αναζήτηση κάποιας «ποιητικής» ή άλλης λειτουργίας στη μουσική, η οποία θα είναι εκ προοιμοίου άτοπη, εξ αιτίας όσων αναφέραμε νωρίτερα.
Ιδιαίτερα στην εποχή της κυριαρχίας της πολιτιστικής βιομηχανίας, καλλιεργείται προγραμματικά η αδαημοσύνη, πρωτίστως στα πεδία της μουσικής και του κινηματογράφου, με τα οποία ο καταναλωτής έχει πιο συχνή τριβή εντός του προκαθορισμένου εμπορευματικού πλαισίου. Την πλήρη εγκόλπωση της κυρίαρχης πολιτιστικής ιδεολογίας δεν την αποφεύγουν παρά σπάνια καλλιτέχνες ή θεωρητικοί άλλων πεδίων, όπως συχνά διαπιστώνουν με τραυματικό τρόπο και οι ίδιοι οι μουσικοί, οι μουσικολόγοι, οι μουσικοκριτικοί, και εν γένει όποιος ασχολείται πρωτίστως με τη μουσική στο πεδίο της τέχνης.
Η αδαημοσύνη επί των πεδίων μη ενασχόλησης είναι μια πραγματικότητα, λοιπόν, η οποία όχι μόνο δεν αποτελεί μια μορφή tabula rasa, αλλά είναι επακριβώς ίδια με την αδαημοσύνη που έχει κανείς όταν δεν έχει ασχοληθεί με την τέχνη εν γένει, και έχει ως σημείο αφετηρίας τις προκαταλήψεις που έχουν δημιουργηθεί για το εκάστοτε πεδίο αναφοράς σε επίπεδο μαζικής κουλτούρας. Ως βασικοί λόγοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν, πρώτον, η διαφορά μουσικής και γλωσσικής κατανοησιμότητας με τον συνακόλουθο αμοιβαίο αποκλεισμό της καλλιέργειας των δύο, και δεύτερον, η απαίτηση καταβολής προσπάθειας στον ελεύθερο χρόνο, προκειμένου να καταστεί εφικτή μια άλλη σχέση με το πεδίο της μουσικής, από αυτήν της παθητικής αλλοτριωτικής κατανάλωσης.
Το ουσιαστικό πρόβλημα βρίσκεται στον 19ο αιώνα, και επαναλήφθηκε με ενδιαφέροντα τρόπο εν μέρει στην περίπτωση του Νεοκλασικισμού στον Μεσοπόλεμο της Δυτικής Ευρώπης. Απόπειρες όπως το «έντεχνο λαϊκό τραγούδι», μόνο έμμεση σχέση έχουν με τη συγκεκριμένη προβληματική αισθητική στάση απέναντι στη μουσική, ερχόμενες σε επαφή μόνο με τετριμμένα κατάλοιπά της στο χώρο της δημοφιλούς μουσικής, από το χαρακτήρα της οποίας εμφορούνται, εκπληρώνοντας ακριβώς την ίδια αλλοτριωτική λειτουργία στο πεδίο του ελεύθερου χρόνου, απλώς με ένα ψευδεπίγραφο πέπλο διανοουμενισμού (λ.χ. Χατζιδάκις) ή θεματικής «επαναστατικότητας» (λ.χ. Θεοδωράκης).
Επιστρέφουμε, λοιπόν, στο ουσιαστικό ζήτημα, του 19ου αιώνα. Ορισμένα παραδείγματα φιλοσόφων και θεωρητικών του 19ου αιώνα που έλεγαν αβελτηρίες για τη μουσική, και τα οποία παραθέτει ο Dahlhaus, είναι χαρακτηριστικά:
Ο Hegel έκανε κάποια βήματα προς την αποκατάσταση της μουσικής, αλλά όταν έρχεται αντιμέτωπος με την εσωτερική συνέπεια της συνολικής ταξινόμησης των τεχνών που επιχειρεί σε επίπεδο συστήματος, θα υποτιμήσει τη μουσική αντιμετωπίζοντάς την ως «δίχως αντικείμενο εσωτερικότητα», θεωρώντας την «προστάδιο της ποίησης, όπως ακριβώς αυτή από την άλλη πλευρά έχει προέλθει από την άρση της γλυπτικής και της ζωγραφικής».[27] Απέναντί του, υπέρ της μουσικής, βρίσκονται οι Schopenhauer και Nietzsche, για τους οποίους το αφαιρετικό στοιχείο της μουσικής έναντι της πραγματικότητας έχει χαρακτήρα καθολικότητας, με τρόπο που η μουσική συνιστά την μόνη άμεση εκδήλωση της βούλησης (Schopenhauer) και ωθεί σε μια ρεμβώδη εποπτική αντίληψη.
Ο Nietzsche πηγαίνει στον αντίποδα, υποστηρίζοντας ότι η «μοναδική δυνατή σχέση ποίησης και μουσικής, λόγου και ήχου» είναι εκείνη όπου «ο λόγος, η εικόνα, η ιδέα αναζητούν έκφραση ανάλογη με τη μουσική και υπόκεινται έτσι στην εξουσία της μουσικής».[29] Σε κάθε περίπτωση, κατά Dahlhaus:
Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να δούμε για ποιο λόγο ο Dahlhaus θεωρεί ότι η προϊστορία της πολιτιστικής βιομηχανίας «ανάγεται στο 19ο αιώνα»∙[31] δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η προγραμματική μουσική αρκείτο «στο να είναι μια διασκέδαση»,[32] πριν η συμφωνική ποίηση εμφανίσει μεγαλύτερες αξιώσεις. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι ο 19ος αιώνας προσφέρει κάποια υποτιθέμενη «αισθητική» θεμελίωση στη μαζική κουλτούρα, αλλά απλώς ότι το ιδεολόγημα της μη αυτοτέλειας του μουσικού νοήματος αποτελεί τετριμμένη νεκρανάσταση αδιέξοδων αντιλήψεων, οι οποίες επιχειρήθηκε να θεμελιωθούν με ισχυρότερα εργαλεία από αυτά της απλής εμπορευματικής κυριαρχίας, και το εγχείρημα κρίθηκε αποτυχημένο, και εντελώς ακατάλληλο να εξηγήσει το ίδιο το μουσικό φαινόμενο.
* Ο Γιάννης-Παναγιώτης Βούλγαρης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής πολιτικής φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, μαθηματικός
[1] Nowak A., Μικρή εισαγωγή στην αισθητική της μουσικής, μτφρ. Μ. Τσέτσος, Fagottobooks, Αθήνα 2022.
[2] Dahlhaus C., Αισθητικής της Μουσικής, μτφρ. Α. Οικονόμου, επιμ.-προλ. Γ. Μανιάτης, Στάχυ, Αθήνα 2000.
[3] Nowak A., Μικρή εισαγωγή στην αισθητική της μουσικής, σελ. 13-14.
[4] Ό.π., σελ. 15.
[5] Ό.π.
[6] Ό.π., σελ. 15-16.
[7] Ό.π., σελ. 16.
[8] Ό.π.
[9] Ό.π., σελ. 17.
[10] Ό.π., σελ. 24.
[11] Ό.π., σελ. 34.
[12] Ό.π., σελ. 35.
[13] Ό.π.
[14] Ό.π., σελ. 36.
[15] Ό.π., σελ. 44.
[16] Ό.π., σελ. 28.
[17] Ό.π., σελ. 44.
[18] Ό.π., σελ. 45.
[19] Ό.π., σελ. 68.
[20] Ό.π.
[21] Adorno T.W., Music, Language, and Composition (1956), στο: Adorno T.W., Essays on music, μτφρ. S.-H. Gillespie, εισ.-σχολ.-σημ. R. Leppert, University of California Press, Λονδίνο 2002, σελ. 114.
[22] Dahlhaus C., Αισθητικής της Μουσικής, σελ. 36-37.
[23] Nowak A., Μικρή εισαγωγή στην αισθητική της μουσικής, σελ. 45-46.
[24] Dahlhaus C., Αισθητικής της Μουσικής, σελ. 141.
[25] Ό.π., σελ. 70-71.
[26] Ό.π., σελ. 133-135.
[27] Ό.π., σελ. 110.
[28] Ό.π., σελ. 140-141.
[29] Nietzsche F., Γέννηση της Τραγωδίας. Ελληνισμός και Απαισιοδοξία, μτφρ. Χ. Μάρσελλος, εισ. Γ. Φαράκλας, επίμ, Μ. Τσέτσος, Π. Οσμό, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 32018 [1872], σελ. 86.
[30] Dahlhaus C., Αισθητικής της Μουσικής, σελ. 148.
[31] Ό.π., σελ. 149.
[32] Ό.π., σελ. 138.
[33] Ροζάνης Στ., Μύθος και Μουσική. Μια ρομαντική αντιφώνηση, Ηριδανός, Αθήνα 2023, σελ. 10.
[34] Ροζάνης Στ., Μύθος και Αφήγηση στο Σύγχρονο Κόσμο, Σύγχρονη Έκφραση, Λιβαδειά 2013, σελ. 38 και Μύθος και Μουσική, ό.π., σελ. 19.
[35] Ροζάνης Στ., Μύθος και Μουσική, σελ. 29.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου