13/11/22

Ποίηση πολύπλευρη και σοφή

Πάνος Φαμέλης, Paper Airplane, 2022, τρισδιάστατο σχέδιο σε χαρτί 90 x 42 x 8 εκ. Φωτ.: Θανάσης Γάτος


Του Γιώργου Μαρκόπουλου*

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΛΑΖΩΝΙΤΗΣ, Μεταποιήσεις, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 176

Με το ανά χείρας βιβλίο του ο Δημήτρης Χαλαζωνίτης βρίσκεται κυριολεκτικά στην κορυφή της όλης μέχρι τώρα πορείας του, η οποία αποτελείται από πέντε συλλογές που, από το 1997 μέχρι και το 2013, προηγήθηκαν. Συλλογές που κάθε μία χωριστά κομίζει με άριστο τρόπο τα δικά της χαρακτηριστικά και, όλες μαζί, συμπληρώνουν έναν κύκλο εξαιρετικά αναγνωρίσιμο, ανάμεσα στους ποιητές που έκαναν την εμφάνισή τους λίγο πριν ή λίγο μετά την αρχή του 2000 και οι οποίοι γεννήθηκαν γύρω στα 1960.
Οι Μεταποιήσεις χωρίζονται σε εννέα μικρά τμήματα με τον μονολεκτικό τίτλο τους τον ίδιο κατά το δεύτερο μισό, ενώ το πρώτο μισό, έχοντας προκύψει μέσα από μία φιλοπαίγμονα, μάλλον, πρόθεση (π.χ.: “ταυτο-ποιήσεις”, “Δια-ποιήσεις”, “Αντι-ποιήσεις” κ.λπ., κ.λπ.) με σκοπό, να ελαφρύνουν προφανώς την ατμόσφαιρα, αλλά και από πέντε εμβόλιμα υπό πεζή τυπογραφική διάταξη αλλά απολύτως ποιητικά κείμενα, τα οποία εμβάλλονται για να συμπληρώσουν όσα ο ποιητής επίσης ήθελε να πει αλλά δεν ήθελε να τα τοποθετήσει μέσα στην απόλυτη αυστηρότητα του στίχου του.
Αλλά ποια είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα στοιχεία που εντοπίζουμε διαβάζοντας τις Μεταποιήσεις; Πρώτα - πρώτα, τον χωρίς τίποτα το περιττό λόγο του βιβλίου. Ένα λόγο ελλειπτικό, ο οποίος σε διεγείρει και, με την ονειρική και εξαιρετικά “στιλπνή” ευρηματικότητά του, πολλές φορές, τρυφερά σε ηλεκτρίζει. Μια μουσική ιαματικής, επίσης, που έρχεται για να μας συνοδεύσει κατά τις “επισκέψεις” - περιπλανήσεις μας σε “υπερκατοικημένα” από αγαπημένους τεθνεώτες μας (π.χ. πατέρας) ερημικά νεκροταφεία. Μια ομιλία, ακόμη, εξόχως λυγμική, αν κάποιος την προσέξει κάτω από την επιφάνειά της, χαμηλότονη και εξομολογητική, σαν ο ποιητής μιλώντας να απευθύνεται σε κάποιον “άλλο”. Στον “Άλλο” εκείνον που ακούει μα δεν μιλάει, και σε εμάς, ποτέ μα ποτέ δεν θα μιλήσει.
Με αφορμή μάλιστα την παραπάνω επισήμανση, θέλω να τονίσω ότι ο κόσμος του Χαλαζωνίτη στην ουσία είναι βυθισμένος σε μία νύχτα, την οποία αριστοτεχνικά μας κρύβει, και μόνο την υπαινίσσεται, ο ποιητής· είναι πνιγμένος σε δάκρυα και σκοτάδι, ο κόσμος του. Σκοτάδι τέτοιο, που ακόμα και αν διακρίνουμε, ενίοτε, κάποιο φως, πολύ φως, πιο σωστά, αυτό είναι κρεμασμένο από τα “κουρέλια της μέρας”, οδηγώντας μας πάντα στην ίδια εσωτερική μοναξιά.
Όσο για τους “ενοίκους” των ποιημάτων, αυτοί δεν είναι παρά ένας θίασος τρομαγμένων, φορτωμένοι όλοι τους με ένα βάρος υποσχέσεων, αναπάντητων ερωτημάτων και ανεκπλήρωτων επιθυμιών, εκεί μέσα που ο χρόνος δεν τελειώνει αλλά γίνεται σκόνη, χάνεται “πάνω στα φτερά απ’ όλα τα πουλιά”. Και ο έρωτάς τους; Ο έρωτάς τους δεν είναι παρά μια εύθραυστη απεγνωσμένη χειρονομία θρυμματισμένων προσδοκιών, που καταφεύγουν ανάμεσά τους ψυχές ηττημένες, λεηλατημένες από το παρελθόν ή το αβέβαιο μέλλον, που δεν το έχουν βιώσει, αλλά διαισθάνονται τη θλίψη του με τόση μα τόση βεβαιότητα, αποτρόπαιη βεβαιότητα.
Για να μη θεωρηθεί όμως ότι ο Χαλαζωνίτης είναι λάτρης μόνο των βραχύσωμων - ευθύβολων ποιημάτων, θα σταθώ σε δύο μακροσκελή δημιουργήματά του: στη “Μαρία Μαγδαληνή” το καλύτερο πιστεύω, ολόκληρου του βιβλίου, και στο χωρίς τίτλο εκείνο που αρχίζει ως εξής: “Ομόνοια - χαράματα...” κ.λπ., κ.λπ., και αυτό σπουδαίο και, μετά το προηγούμενο, το αμέσως καλύτερο, θα ισχυριζόμουν, του βιβλίου· ποιήματα με “αρτιμέλεια” κορμιού δυνατού και τα δυο, και άξια θαυμασμού.
Στο πρώτο μάλιστα, εύκολα ο αναγνώστης θα διακρίνει μία αφοπλιστική διάθεση εξομολογητικής ταπεινοφροσύνης, έναν λόγο χειμαρρώδη, απολύτως ελεγχόμενο όμως, σπεύδω να ειδοποιήσω, ώστε ούτε κατά μία λέξη να μην παρεκτρέπεται. Έναν λόγο συγκινητικά (αλλά και προσεκτικά) φορτισμένον με μια κατάνυξη σπαρακτική. Όσο για το δεύτερο, αν και κοινωνικής προθέσεως, θα διακρίνει ο αναγνώστης μια υπαρξιακή διάθεση να αχνοφέγγει, η οποία αριστοτεχνικά συναγωνίζεται την πρώτη, εκφερόμενη μέσα από μια συγκεκαλυμένη οργή που την ενδυναμώνουν μετανάστες του “έξω”, ταυτοχρόνως και του “μέσα” κόσμου. “Μετανάστες ψυχής” και τραύματος, παλιά, ξεχασμένα, παιδικά που τα “ξεσκεπάζει” ένας βραδινός θρόος, μακρινός, πλην όμως τρυφερά φιλόξενος και πονετικός.
Τελειώνοντας και ξαναδιαβάζοντας χωρίς διακοπή το βιβλίο, θα ήθελα να τονίσω ότι αυτό, όσον αφορά τη δομή του, είναι ένα βιβλίο απολύτως στέρεο ενώ, όσον αφορά το περιεχόμενό του, ευάερο και ευήλιο, αν και τα γεγονότα του είναι αιωρούμενα μεταξύ αβύσσου και ανθρώπων. Ανθρώπων που κρύβονται μέσα σε ένα περίεργο πλήθος ψάχνοντας να βρουν εκεί τη χαμένη τους ταυτότητα, ενώ οι εικόνες του δεν παύουν να είναι αιθέριες, αν και βυθισμένες και αυτές μέσα σε μια επικίνδυνα ελλοχεύουσα απόγνωση.
Και αν, συχνά, τις εικόνες του τις τορπιλίζει ένας φόβος καταπέλτης, οι στίχοι του υπέρλαμπροι, δεν παύουν να μοιάζουν σαν αστραπές μακρινές σε ουρανό απογευματινό, φθινοπώρου, καθώς ο ποιητής τους είναι εξ ιδιοσυγκρασίας φλογοβόλος αλλά, ταυτοχρόνως, και γήινος. Και τα ποιήματά του είναι γραμμένα από μια καρδιά ρωμαλέα και από ένα χέρι πολύπλευρο, λες και σοφό. Πολύπλευρο και σοφό, σαν να έρχεται, σαν να φτάνει έως εμάς από χρόνια παλαιά· παλαιά, πολύ παλαιά των ημερών.

*Ο Γιώργος Μαρκόπουλος είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου