20/11/22

Ρένα Παπασπύρου

Άποψη της έκθεσης της Ρένας Παπασπύρου «Το πέρασμα του κομήτη: Επεισόδια και εικόνες στην ύλη» στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων. Φωτ.: Μενέλαος Μυρρίλας

“Το πέρασμα του κομήτη”, Έκθεση στην Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων. Μια συζήτηση της Έλενας Χαμαλίδη με τον Ηλία Παπαηλιάκη

ΕΧ: Την έκθεση αυτή που επιμελήθηκε ο Χριστόφορος Μαρίνος, θα μπορούσαμε να τη δούμε ως συνέχεια της διδακτορικής του διατριβής επάνω στο έργο της. Ο Μαρίνος επιχειρεί μια εκ του σύνεγγυς ανάλυση με ένα συνδυασμό μεθοδολογιών. Από αυτή την διεξοδική ανάλυση, θα στεκόμουν εδώ στην φράση: Η συμβολή της Παπασπύρου σχετίζεται άμεσα με το ερώτημα «τι είναι ή τι κατασκευάζει μια εικόνα;» (σελ. 44)
Στο έργο της υιοθετεί κάποιες πρακτικές των μεταπολεμικών πρωτοποριών, την «οικειοποίηση» σπαραγμάτων του αστικού τοπίου και εφήμερων στιγμών της καθημερινότητας όπως αποτυπώνονται στην ύλη και τη φθορά της σε σύντομα επεισόδια, μέσα από τις αποτοιχίσεις που κάνει και στη συνέχεια με τις εικαστικές της επεμβάσεις στα ευρήματα που έχει ξεχωρίσει. Αργότερα εξελίσσει το ύφος των επεμβάσεων επάνω στην ύλη, καθώς «οικειοποιείται» ζωγραφικούς τρόπους διαφόρων εποχών, όπως στα Baalbek, ενώ χρησιμοποιεί το τότε νέο μέσο της φωτοτυπίας, πιο μετά την ψηφιακή επεξεργασία της εικόνας και τις προβολές. Το στοιχείο της επιτελεστικότητας κατά τη διαδικασία παραγωγής, αλλά και στην έκθεση του έργου της αποτελεί επίσης μια σημαντική συνιστώσα του.
Ωστόσο, η Παπασπύρου διατηρεί το προνόμιο του βλέμματος του μοντέρνου καλλιτεχνικού υποκειμένου, και αναφέρεται στους Leonardo da Vinci, Max Ernst, Odillon Redon. Στην περίπτωσή της δηλ. έχουμε να κάνουμε όχι τόσο με μια διαδικασία «αποπροσωποποίησης» (που έχουμε λ.χ. στην επιτόπια τέχνη ευρωπαϊκή ή αμερικανική), αλλά αντίθετα με την προβολή της προσωπικής φαντασίας, συνειρμικών εικόνων ακόμη και αφηγηματικών, από άλλους πολιτισμούς, επάνω στα υλικά ευρήματά της, και με τον συνεχή έλεγχο των ορίων της ζωγραφικής εικόνας και πράξης. Ο θεατής μπορεί δηλ. να διεισδύσει με τη δική του φαντασία και ερμηνεία, ωστόσο η Παπασπύρου έχει αφήσει την προσωπική, αναγνωρίσιμη σφραγίδα της, την υπογραφή της.
Νομίζω ότι η έκθεση μέσα από τον τρόπο που παραθέτει έργα από όλες τις περιόδους του έργου της, επιχειρεί να αναδείξει την αναγκαιότητα της μη-γραμμικής ανάγνωσης που ο Μαρίνος επισημαίνει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση του έργου της, καθώς και τον ρόλο του χρόνου αλλά και των αναχρονισμών σε αυτό. Εσύ ως ζωγράφος ο ίδιος και μαθητής της, με την εμπειρία του εργαστηρίου, του δικού της και του δικού σου, πού θα στεκόσουν;
ΗΠ: Είναι βέβαια ανέφικτο να μιλήσω για την Παπασπύρου, παραμερίζοντας την στενότατη σχέση που με συνδέει με την ίδια αλλά και με το έργο της. Υπήρξα μαθητής της, έχω ωφεληθεί από την διδασκαλία της και είμαστε φίλοι. Την πρωτοσυνάντησα ως αναπληρώτρια καθηγήτρια στο εργαστήριο του Νίκου Κεσσανλή (1991). Έχω δει σχεδόν όλες τις εκθέσεις της, ενώ αρκετές φορές έχουμε συνεκθέσει.
Η εγγύτητα αυτή δεν με εμποδίζει ωστόσο να διακρίνω μερικά από τα χαρακτηριστικά του αριστοτεχνικά δομημένου καλλιτεχνικού της έργου. Για μένα το πιο σημαντικό έγκειται στο ότι η καλλιτέχνης συνειδητά βγαίνει από το μαντρί. Θα μιλήσει τον καλλιτεχνικό της λόγο σε εκφραστικό χώρο που δεν είναι κανενός, είναι δικός της και είναι άγνωστος μέχρι εκείνη τη στιγμή. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην έκθεση που συζητάμε παρουσιάζονται μερικά πρώιμα έργα με ψηφίδες και κεραμίδια. Σε αυτά τα έργα φαίνεται ξεκάθαρα πως η καλλιτέχνης θα πάει την ιστορία πιο πέρα και θα το κάνει στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις.
Το καινούργιο που φέρνει η Παπασπύρου έγκειται στο ότι δεν κατασκευάζει την ύλη που επεξεργάζεται. Εντοπίζει , παρατηρεί, σημαίνει και επεξεργάζεται ύλη που είναι ήδη επεξεργασμένη δυο τρείς ή και περισσότερες φορές. Κυριολεκτικά, επεμβαίνει σε μια ύλη του καιρού της. Αυτό σημαίνει πως τοποθετεί την καλλιτεχνική της χειρονομία σε μια ατέρμονη σειρά από ήδη καμωμένα. Αυτό σημαίνει ότι δεν δουλεύει με το τραύμα αλλά στο (!) τραύμα. Εκεί που η απόλυτη ορατότητα τυφλώνει.
ΕΧ: Πράγματι, τα έργα της που αναφέρεις, τα ψηφιδωτά από γυαλί, ψηφίδες, βότσαλα και κεραμίδια της δεκαετίας του 1960 είναι εντυπωσιακά τόσο για την αισθητική τους, όσο και για την τολμηρή για την εποχή και το ελληνικό πλαίσιο υπέρβαση, καθώς ανατρέπει τελείως την παραδοσιακή χρήση των υλικών σε ένα μέσο όπως το ψηφιδωτό, και διευρύνει τα όριά τους θα έλεγα, δημιουργώντας μια εξπρεσιονιστική, ζωγραφική έκρηξη. Το έργο της Παπασπύρου συνέβαλε στην ανανέωση της τέχνης γενικότερα και της ζωγραφικής στην Ελλάδα. Στην εποχή του δεν γινόταν ωστόσο αποδεκτό από ένα μέρος των συναδέλφων της ως τέχνη, και η ίδια αντιμετώπισε σκληρές συμπεριφορές και άκουσε σκληρά λόγια.
ΗΠ: Η Παπασπύρου παρουσίασε την πρώτη ατομική της έκθεση το 1966, ανήκει σε αυτό που λέμε γενιά του 1970. Προφανώς ούτε η γενιά του 1930 ούτε η γενιά του 1960 την πολυενδιαφέρουν, παρά το γεγονός ότι τους πρώτους τους είχε δασκάλους και τους δεύτερους συμμαθητές.
Θα σταθώ στην προσπάθεια που έκανε, καθημερινά στο εργαστήριο με όλους μας ώστε να γνωρίσουμε την ιστορία της τέχνης, τα έργα και τους καλλιτέχνες. Αν θυμάμαι καλά, διοργάνωνε ομιλίες με θεωρητικούς τέχνης που καλούσε ή με καλλιτέχνες που έκαναν πρόζεκτ και σεμινάρια με τους φοιτητές. Νομίζω πως το εργαστήριό της ήταν το πρώτο εργαστήριο στην Α.Σ.Κ.Τ. που απέκτησε υπολογιστές και προγράμματα επεξεργασίας εικόνας και ήχου. Η Παπασπύρου πίστευε και δίδαξε την εξέλιξη της εικαστικής γλώσσας από την πρώτη μέρα των σπουδών μας. Αγαπούσε την εξέλιξη και πίστευε πως οι νέοι καλλιτέχνες είναι κατ’ εξοχήν αρμόδιοι να την πραγματοποιήσουν. Το καλλιτεχνικό της έργο από την άποψη της εξελικτικής του πορείας, της εσωτερικής του συγκρότησης και της συνέπειας στον προγραμματικό του λόγο, σχετίζεται απολύτως με το εκπαιδευτικό της έργο. Θα σημειώσω μια λεπτομέρεια: ήταν πάντα αλλά πάντα στο εργαστήριο τις ώρες και τις ημέρες που είχε μάθημα. Και όσες φορές (και ήταν άπειρες) την κάλεσα να έρθει στο δικό μου εργαστήριο, ήταν πάντα πρόθυμη.
ΕΧ: Κεντρική θέση στην έκθεση έχει το Πέρασμα του Κομήτη. Θα ήθελες να το σχολιάσεις;
ΗΠ: Θα σταθώ στη στενή σχέση της Παπασπύρου με το ίχνος, μιας και ο κομήτης προέρχεται από ένα χαρακτικό του 1760. Το ίχνος, εγχάρακτο, έκτυπο, πρόστυπο, εσώγλυφο ή ανάγλυφο, σημάδι ή σήμανση είναι η αρχή του έργου της. Από εκεί ξεκινάνε όλα. Ο κομήτης περνάει βιαστικός σε ένα φόντο που λαμπυρίζει και σαγηνεύει. Μια σειρήνα, ψηλά. Πιστεύω πως η Παπασπύρου μέτρησε πόσο διήρκησε το πέρασμα του κομήτη, και γνωρίζει τι απέμεινε από το πέρασμά του. Αυτός είναι ο λόγος που τα έργα της είναι πολύ προσωπικά.
ΕΧ: Το 1993 γίνεται η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια (διευθύντρια εργαστηρίου) στα 160 χρόνια λειτουργίας της Σχολής, αυτό το βήμα γίνεται αργά, δηλαδή, στην ΑΣΚΤ. Το γεγονός αυτό και ο χρόνος αυτός πώς επιδρούσαν στη διδασκαλία της και στη σχέση της με τους φοιτητές και τις φοιτήτριές της; Ως μαθητής της, θα μπορούσες να διακρίνεις το αποτύπωμα της έμφυλης ταυτότητας στο έργο της;
ΗΠ: Σε εμένα έπαιξε καθοριστικό ρόλο το ότι δεν είχε καθηγητικό ύφος. Νομίζω μάλιστα πως ποτέ δεν πανηγύρισε για όσα σπουδαία έχει καταφέρει. Πάντα προσιτή, έλεγε αυτό που πίστευε, της μιλούσα στον ενικό, συχνά διαφωνούσαμε και ακόμη πιο συχνά γελάγαμε. Με τα σημερινά δεδομένα ήταν μια γυναίκα που έδινε μεγάλη μάχη σε ένα ανδροκρατούμενο εργασιακό περιβάλλον. Νομίζω πως ο μεγάλος αριθμός καλλιτεχνών που υπήρξαμε μαθητές της αλλά και οι πολλές διαφορετικές καλλιτεχνικές προτάσεις που υποστήριξε δείχνουν μια πολύ φροντιστική τροφό.
Το έργο της σαν σύλληψη έχει μια ελαφράδα που μόνο ένα κορίτσι μπορεί να υποστηρίξει. Σαν εκτέλεση ή καλύτερα σαν επιτέλεση που αναμετριέται καταπρόσωπο με τον χρόνο, δείχνει μια σταθερότητα που δεν διακρίνει ίσως το έργο κάποιων αντρών καλλιτεχνών. Μου έχει κάνει μεγάλη εντύπωση το γεγονός πως στο έργο της Παπασπύρου απουσιάζουν δραματικές κορυφώσεις και θεατρινισμοί. Το συναίσθημα δεν πλεονάζει, όλα είναι ρυθμισμένα στη σωστή αναλογία. Υπάρχει μια λογική που διαρκεί.
ΕΧ: Διεθνώς η έμφαση στη διαδικασία και πρακτικές αντίστοιχες με της Παπασπύρου συνδέθηκαν με μια κριτική, όπως γνωρίζεις, απέναντι στον μοντερνισμό και στη μεταπολεμική κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Στην περίπτωση της Παπασπύρου η κριτική της αιχμή πού στόχευε;
ΗΠ: Είναι πολύ λογικό και σωστό να πούμε πως το έργο της Παπασπύρου σχετίζεται με την μεταβολή του αστικού τοπίου/χώρου και άρα αυτομάτως συνδέεται με την κριτική για τον μετασχηματισμό της πόλης σε μεγαλούπολη (εσωτερική μετανάστευση, τέλος του Εμφυλίου, σχέδια ανάπτυξης, αντιπαροχή κ.λ.π). Μάλιστα, η πόλη είναι ορισμένη και συγκεκριμένη, η μεταπολεμική Αθήνα. Είμαι σε θέση ωστόσο να γνωρίζω τις επιφυλάξεις της Παπασπύρου για κάθε προσέγγιση που πολιτικοποιεί ή ερμηνεύει το έργο της στο πλαίσιο της μετεμφυλιακής κοινωνικοπολιτικής συνθήκης, και πως δεν ενθάρρυνε καθόλου τέτοιες ερμηνείες. Για πολλά χρόνια δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί την ενοχλούσαν οι αναγνώσεις του έργου της με πολιτικό-κοινωνικό περιεχόμενο. Σήμερα και με αφορμή τις πρόσφατες παρουσιάσεις του, νιώθω πως η ταχτοποίηση του έργου της μέσα σε δεδομένες κατηγορίες, στεγνώνει τον καλλιτεχνικό της λόγο.
ΕΧ: Υπήρξε μια δασκάλα που επέτρεψε στους φοιτητές και τις φοιτήτριές της να αναπτύξουν την προσωπική τους εικαστική γλώσσα, διαφορετική από τη δική της. Αναφέρω ενδεικτικά κάποια ονόματα: Ηλίας Παπαηλιάκης, Ανδρέας Ράγκναρ Κασάπης, Διονύσης Καβαλλιεράτος, Ηλίας Κοέν, Ντόρα Οικονόμου, Γεωργία Σαγρή, Νίνα Παππά, Ελένη Λύρα, Αλίκη Παναγιωτοπούλου.
ΗΠ: Υπήρξε πρωτοπόρος, καλλιτέχνης και δασκάλα. Επέμενε πολύ να μην επαναλαμβάνουμε αισθητικές ή πλαστικές προτάσεις άλλων καλλιτεχνών και ήταν πάντα ιδιαίτερα υποστηρικτική και πρόθυμη να κουβεντιάσει κάθε προσπάθεια που ξέφευγε από τα τετριμμένα. Σήμερα, βλέποντας την έκθεση στην πινακοθήκη του δήμου Αθηναίων, γνωρίζω αυτό που από την πρώτη μέρα της γνωριμίας μας, ένιωσα. Η Παπασπύρου με αφορά πρωτίστως γιατί μου έδειξε τον τρόπο να καλλιεργώ σωστά, επί μακρόν, νέα είδη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: