Εύη Καλογηροπούλου, Picking saffron in evening, 2018, μάρμαρα και μαλλί, μεταβλητές διαστάσεις |
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Τις επόμενες μέρες κυκλοφορεί, από τις Εκδόσεις ΕΑΠ, στη
σειρά 96plus,
η μελέτη του Βαγγέλη Τζούκα Ανταρτοπόλεμος:
Επαναστάτες, παρτιζάνοι, μαχητές, που
εξετάζει τη συγκρότηση και την ανάπτυξη αντάρτικων στρατών κατά τη διάρκεια των
τελευταίων αιώνων, καλύπτοντας ένα κενό στην ελληνική βιβλιογραφία. Εστιάζεται
στις πιο εμβληματικές περιπτώσεις εμφάνισης ανταρτών (από την Αμερικανική
Επανάσταση μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κίνα, την Κούβα, την Αλγερία, το
Βιετνάμ, το Αφγανιστάν και το Ιράκ), καθώς και στους τρόπους με τους οποίους
επιχείρησαν να τους αντιμετωπίσουν οι εκάστοτε κυρίαρχες δυνάμεις. Διατρέχοντας
τις θεωρητικές προσεγγίσεις του ανταρτοπολέμου, δίνει έμφαση στην ιστορικότητά
του και στις ποικίλες εκδοχές του. Εδώ, δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα, χωρίς τις
υποσημειώσεις που το συνοδεύουν.
Η Κούβα, ο Τσε Γκεβάρα και η αέναη γοητεία της εξέγερσης
ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΤΖΟΥΚΑ
Το εγχείρημα του Κάστρο και των συντρόφων του υπερέβη τα όρια
της περιοχής και επρόκειτο να έχει μακροχρόνιες πολιτικές και ιδεολογικές
συνέπειες συνολικά στο πολιτικό σκηνικό της ψυχροπολεμικής εποχής. Όσον αφορά
ειδικότερα τον ανταρτοπόλεμο, που μας απασχολεί εδώ, θα διαμορφώσει ένα εμβληματικό
παράδειγμα με παγκόσμια ακτινοβολία: ο Τσε θα αποτελέσει, μαζί με τον Γάλλο
Ρεζίς Ντεμπρέ, βασικό εισηγητή της θεωρίας της «εστίας» (foco), σύμφωνα με την
οποία μια μικρή συμπαγής ομάδα επαναστατών θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να
ηγηθεί ενός αντάρτικου κινήματος, κυρίως αγροτικού χαρακτήρα, το οποίο θα
ανέτρεπε τις κυβερνήσεις χωρών που βρίσκονταν υπό την επιρροή των δυτικών καπιταλιστικών
δυνάμεων.,Η θεωρία δοκιμάστηκε επιτυχώς στην ίδια την Κούβα και ο Τσε
αναδείχθηκε πρωταγωνιστής της απόπειρας εξαγωγής αυτού του προτύπου και σε
άλλες χώρες.
Το βασικό σύγγραμμά του για τον ανταρτοπόλεμο αποτελεί μια βασική
συμβολή προκειμένου να κατανοήσουμε τους τρόπους με τους οποίους το
ριζοσπαστικό και επαναστατικό ρεύμα που εκπροσωπεί οραματιζόταν την ανατροπή
του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού. Κεντρική θέση του έργου είναι ότι ο ανταρτοπόλεμος
αποτελεί απαραίτητο εργαλείο των υποτελών τάξεων στον αγώνα τους εναντίον του
ταξικού εχθρού. Δεν αποτελεί όμως αυτοσκοπό, ούτε μπορεί να οδηγήσει από μόνος του
στην ολοκλήρωση της επανάστασης. […]
Ο ανταρτοπόλεμος στην Κούβα, παρότι στους κόλπους των μαχητών
του συγκαταλέγονταν αφοσιωμένοι μαρξιστές, όπως ο Τσε και ο Ραούλ Κάστρο, δεν
είχε κομμουνιστικό χαρακτήρα. Η εκτεταμένη διαφθορά του καθεστώτος Μπατίστα και
η δυσαρέσκεια πλατιών κοινωνικών στρωμάτων εναντίον του, τόσο στις πόλεις όσο
και στην ύπαιθρο, δημιουργούσαν ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή ανταρτοπολέμου,
στην πράξη όμως οι δυσκολίες ήταν σοβαρές.
Η αποβίβαση, τον Νοέμβριο του 1956, από το πλοιάριο «Γκράνμα»
μερικών δεκάδων ανταρτών στο απώτατο ανατολικό άκρο της Κούβας πραγματοποιήθηκε
υπό δραματικές συνθήκες. Γρήγορα οι αντάρτες συνειδητοποίησαν ότι η επιβίωσή
τους, απλώς και μόνο, είχε καταστεί το κύριο μέλημά τους. Ο αγροτικός
πληθυσμός, στη στήριξη του οποίου απέβλεπαν, ήταν επιφυλακτικός και η
αριθμητική υπεροχή του κυβερνητικού στρατού τεράστια. Ουσιαστικά, ο
ανταρτοπόλεμος διεξήχθη ανάμεσα σε μερικές εκατοντάδες αντάρτες και σε μια
δύναμη που προσέγγιζε τους 40.000 άντρες. Η τεράστια αυτή υπεροπλία του στρατού
του Μπατίστα δεν σήμαινε όμως και υπεροχή στον τομέα του ηθικού. Ο στρατός της
δικτατορίας χαρακτηριζόταν από πάμπολλες δομικές αδυναμίες (έλλειψη
επαγγελματισμού, ευνοιοκρατική συγκρότηση, ανύπαρκτη εμπειρία σε συνθήκες
πραγματικού πολέμου, προσανατολισμός σε αστυνομικά καθήκοντα καταστολής).
Το
βασικότερο όμως ζήτημα, εκτός από τις οργανωτικές του αδυναμίες, ήταν η βάναυση
συμπεριφορά του στρατού στον αγροτικό πληθυσμό, που απονομιμοποιούσε την
κρατική εξουσία στις κοινότητες αυτές. Με ορμητήριο την ορεινή και σχετικά δυσπρόσιτη
περιοχή της Σιέρρα Μαέστρα, στο νοτιοανατολικό άκρο της Κούβας, οι αντάρτες,
για είκοσι πέντε περίπου μήνες, θα αντιμάχονταν μια κατά πολύ υπέρτερη
στρατιωτική δύναμη, που δεν ήταν όμως πρόθυμη να εμπλακεί σε ολοκληρωτικό πόλεμο
μαζί τους. Οι συνολικές απώλειες του στρατού υπολογίζεται ότι ήταν, σε όλη τη
διάρκεια του πολέμου, περίπου 300 άνδρες. Η αναμέτρηση αυτή, λοιπόν, δεν
έμοιαζε με άλλους ανταρτοπολέμους. Δεν υπήρξαν, με ελάχιστες εξαιρέσεις,
μεγάλες μάχες, ενώ οι αντάρτες δεν αυξήθηκαν σημαντικά, ούτε, παρά τις
προσδοκίες του Τσε, μετασχηματίστηκαν σε τακτικό στρατό. Ακόμα, το όλο εγχείρημα
δεν είχε σαφή κομμουνιστική κατεύθυνση, καθώς ο ίδιος ο Κάστρο είχε
προαναγγείλει ελεύθερες εκλογές. Χαρακτηριστικό της ευρύτερης αποδοχής που συναντούσε
η αντιπαράθεση στον Μπατίστα είναι ότι μια σειρά Αμερικανοί δημοσιογράφοι
άρχισαν να συναντούν τους αντάρτες στα ορμητήριά τους, μεταδίδοντας, στα
αμερικανικά ΜΜΕ, εντυπωσιακές ανταποκρίσεις από τον αγώνα των «μπαρμπούδος» (γενειοφόρων).
Ένας μάλιστα από αυτούς, ο Ρόμπερτ Τέιμπερ, προσχώρησε στο κίνημα και έγραψε ένα
κλασικό βιβλίο για τη δυναμική του ανταρτοπολέμου, του «πολέμου του ψύλλου», όπως τον ονόμασε.
* Ο Β. Τζούκας είναι δρ
Κοινωνιολογίας και διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου