Νίκος Κεσσανλής, Άτιτλο, μικτή τεχνική, 180 x 225 εκ. |
ΤΗΣ ΕΥΗΣ
ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΑΚΗ
Ο Θωμάς
Κοροβίνης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ένας άνθρωπος με πολυσχιδή
δημιουργικότητα. Φιλόλογος, ερευνητής του ελληνικού και του τουρκικού λαϊκού
πολιτισμού, συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών αλλά πάνω και
περισσότερο απ’ όλα γραφιάς. Ο αφηγητής ενός πραγματικά καλειδοσκοπικού
σύμπαντος!
Ενός
σύμπαντος που μέσα σ’ αυτό οικοδόμησε το δικό του “Εικονοστάσι Ανωνύμων Αγίων”,
στο οποίο παρελαύνουν ταυτόχρονα ο Παπαδιαμάντης και η Φαχισέ Τσικά, η Μπέλλου,
η Ζηνοβία και οι τούρκοι ποιητές, η Μαρίκα του 55, ο Αριστείδης Παγκρατίδης με τον Μουσχουντή, ο Καραγκιόζης και ο Κούδας, ο Γιώργος
Ιωάννου, η Ζωή
Καρέλλη με τον Χριστιανόπουλο, ο Αναγνωστάκης με τον Μπεναρόγια και τον Νίκο
Αλέξη Ασλάνογλου, η Κουτουρντού Χανούμ με τους δακτυλοδεικτούμενους αριστερούς
της Τούμπας, τα κουρέλια
του παράδεισου του Κανάλ
ντ΄Αμούρ και τόσοι και τόσοι άλλοι. Όλοι αυτοί και άλλοι τόσοι
σ’ ένα άπατο πηγάδι χωρίς σχοινί, παλεύουν με το σύμπαν, χορεύουν ένα μακρύ
ζεϊμπέκικο στην “Όμορφη Νύχτα”, και η ζωή κυλάει στις φλέβες τους σαν ψέμα.
Μια
πολλές φορές άγρια τοπιογραφία, μα ευφυής και συγκινητική συνάμα, κεντημένη με
λέξεις. Μια αέναη περιπλάνηση των σωμάτων, ένα ταμπλό βιβάν που το συνέχουν
τραγούδια Γιαννιώτικα, Σμυρνιώτικα, Πολίτικα, μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά. Ευλαβέστατος συντηρητής της ζώσας μνήμης, με τη γραφή του διαφυλάσσει παντί σθένει ένα κομμάτι από
την κουλτούρα εποχών που είχαν κάτι να μας πουν. Σ’ αυτή τη ζώσα μνήμη, δύο πόλεις-σταθμοί είναι οι αγιάτρευτες
εμμονές του Θωμά Κοροβίνη.
Η Κωνσταντινούπολη και η
Θεσσαλονίκη. Οι
διαδρομές ατέλειωτες, ίντρα μούρος και έξτρα μούρος. Στη Σελανίκ, στην
Ιστανμπούλ, και τούμπαλιν. Και οι δύο
αυτές πόλεις έχουν αποτελέσει τα τελευταία χρόνια, σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνική
παραγωγή, τον πυρήνα υπολογοτεχνικών πονημάτων που περιγράφουν επιχρυσωμένα
τίποτε, και ατελέσφορες σχέσεις, οι οποίες τεκταίνονται στην ερωτική
Θεσσαλονίκη και στην ηδυσμένη ανατολίτικη Ιστανμπούλ.
Η Πόλη, σε ό,τι αφορά τη σύγχρονη
τουρκική λογοτεχνία, η ανθρωπογεωγραφία της έχει περιγραφεί επαρκώς από τούρκους
συγγραφείς, που στα γραπτά τους αναφέρονται πλειστάκις και στο ελληνικό
στοιχείο. Από ελληνικής πλευράς, η συνεισφορά του Θωμά Κοροβίνη, είναι από τις
λίγες αξιόλογες, υπήρξε δε αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς σαν κάτοικος και
εραστής της, ομοδιηγητικός αφηγητής των νταλγκάδων και των σεβντάδων της, των
μουσικών και των σοκακιών της.
Σε ό,τι αφορά τη Θεσσαλονίκη και
τη μυθοπλασία που την αφορά, στο μυαλό του μέσου Έλληνα έχει καταγραφεί, ως η
“πόλη της χαράς, της ανεμελιάς και του έρωτα”. Αυτήν την αφελή “βεβαιότητα”
ανατρέπει με τη γραφή του ο Θωμάς Κοροβίνης και προβάλλει την πραγματική
Θεσσαλονίκη, που δεν είναι άλλη από την «πόλη των φαντασµάτων», των «ποιητών της
«ήττας», των «πολιτικών δολοφονιών» (σε δύο
δεκαετίες συσσώρευσε πέντε πολιτικές δολοφονίες: Γιάννης Ζεύγος, Τζορτζ Πολκ,
Γρηγόρης Λαμπράκης, Γιάννης Χαλκίδης, Γιώργος Τσαρουχάς), «πρωτεύουσα
των προσφύγων», «πόλη σκοτεινή και βυζαντινή», και «φτωχομάνα» και «ρεμπέτισσα»
και «πολυπολιτισμική». Την καταγραφή αυτού του παλίμψηστου της ανατολίτικης και κοσμοπολίτικης πόλης, που καθώς
σβήνεται το παλιό κείμενο, γράφεται πάνω ένα καινούργιο, κάνει ο Κοροβίνης.
Σε ό,τι αφορά το γενικότερο modus scribendi
και το λογοτεχνικό του τάλαντο, ο Κοροβίνης χρησιμοποιώντας ένα πλούσιο
πραγματολογικό υλικό, καταφέρνει να αναβιώσει κάθε φορά μιαν ολόκληρη εποχή,
χωρίς όμως, εξαιτίας του πραγματολογικού πλούτου, να αποστερεί από τα γραπτά
του τη λογοτεχνική στόφα και κυρίως χωρίς να πνίγει αυτό που αποκαλούμε
λογοτεχνικό ύφος.
Ο Κοροβίνης έχει τη μαγική ιδιότητα να
φτιάχνει, σε προνομιακή σχέση με την πραγματικότητα και χωρίς να κονιορτοποιεί
τους συχνά περιθωριακούς του χαρακτήρες, έναν δικό του μυθιστορηματικό κόσμο,
αποδομώντας και ανασυνθέτοντας το παλίμψηστο του 20ού αιώνα, χωρίς
παρ’ όλα τούτα αυτή η σχέση να κάνει τη λογοτεχνική παραγωγή να υπολείπεται.
Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα γραφής είναι ο “Γύρος του Θανάτου” καθώς και η
“Όμορφη Νύχτα”.
Ο πολυσχιδής αυτός συγγραφέας μετέτρεψε, όπως
χαρακτηριστικά αναφέρει ο Θανάσης Τριαρίδης για τον Κοσμά Πολίτη, τηρουμένων
πάντοτε των αναλογιών, την αστική πεζογραφία σε ένρινη νυχτερινή συμφωνία.
Γιατί είναι τέτοια η αφηγηματική του στόφα, που καταφέρνει χωρίς να είναι
απαραίτητα ομοδιηγητικός ή παντογνώστης αφηγητής να αναβιώνει εποχές (“Γύρος
του Θανάτου”, “55”, “Όμορφη Νύχτα” κ.ά.) ή πρόσωπα. (“Η τελευταία νύχτα του κυρ
Αλέξανδρου”, “Το πρώτο φιλί-Ένα απόγευμα του Γιωργάκη Βιζυηνού στο χαρέμι του
Αμπντουλαζίζ» κ.ά).
Ταυτισμένος με τους ήρωες, εγκολπώνεται τα
πάθη τους, τις μικρές και τις μεγάλες τους έννοιες, σε βαθμό που καθίσταται
δυσδιάκριτο το ποιος παθαίνει περισσότερο, ο συγγραφέας ή οι ήρωές του. Καθισμένος
άλλοτε σε ένα υπόγειο σαν τον Καρούζο ή σε ένα “αυλιδάκι” εκεί ψηλά, όπως θα
έλεγε και η Μαρίνα Καραγάτση, παρατηρεί άλλοτε από ψηλά τα δρώμενα ως
παντεπόπτης αφηγητής ή άλλοτε καταβυθίζεται εντός τους, μόνο και μόνο για να
πιάσει με αγάπη το χέρι των ηρώων του. Των ηρώων του που συχνά παραδέρνουν, που
μια γλυτώνουν από δω και μια τσακίζονται από κει, των ηρώων αυτών με τις
μοιραίες χαρές και τα μοιραία πάθη, αυτών που με γυμνό μάτι φαίνονται συχνά
κατακερματισμένοι. Τα κομμάτια αυτών συρράπτει και συγκολλά με την πένα του ο
Κοροβίνης. Για τούτο το λόγο δεν ανήκει, όπως σωστά παρατηρεί ο Δημοσθένης
Κούρτοβικ, «στους non fiction ή faction novelists». Η
γραφή του, σε μεταφέρει αλλού. Είναι σαν να ζευγαρώνεις με όλους τους ήρωες και
μόνον κοιτάζοντάς τους στα μάτια, ωσεί παρών στα βάσανα, στις χαρές, στα
χαροκόπια, στους έρωτες, στους θανάτους.
Ο Θωμάς Κοροβίνης καταβυθίζεται στον υποδόριο
ιστό των γεγονότων και περιγράφει ταραχές κι αισθήματα που άλλως χρήζουν
ισχυρών διοπτρών. Ξαναθυμίζει σε όλους μας έναν κόσμο που χάθηκε, περιγράφει
όλους τους ανεκπλήρωτους και μαγαρισμένους μας πόθους. Μετατρέπει κοντολογίς
την εγκαταφωλευμένη ανάμνηση σε παρόν και αναδεικνύει την ξεχασμένη ομορφιά
της. Κι όλα αυτά με μια γλώσσα
ασθμαίνουσα. Μια γλώσσα που τρέχει, που λαχανιάζει, που ξεκουράζεται, που
ξαναξεκινά, αλλά πάντα παραμένει στο ύψος της.
Ένα πράγμα είναι απολύτως βέβαιο, ότι δηλαδή
ξέρει καλά και χειρίζεται τη γλώσσα, ή ακόμη καλύτερα τις γλώσσες, και τις
αφήνει να τον οδηγούν. Γιατί τη γλώσσα δεν την επινοείς, της παραδίνεσαι. Όπως
παραδίνεσαι και στην παράδοση. Αρκεί να έχεις, όπως αναφέρει και ο Κωστής
Παπαγιώργης στον “Αλέξανδρο Αδαμαντίου Εμμανουήλ”. Συχνά, αυτή η γλώσσα είναι
μια γλώσσα κασετόφωνο, που με τη χρήση της οι ήρωες του -ανάλογα με το ιδιόλεκτο
της κοινωνικής τάξης και τα κοινωνικά συμφραζόμενα στα οποία ζουν- μιλούν,
γελούν, βρίζουν, σχολιάζουν ή φιλοσοφούν.
Η χρήση της γλώσσας αυτής καθίσταται το βασικό
εργαλείο της αναπαράστασης, όχι μόνο σε επίπεδο προσωπικό, σε ό,τι αφορά τους
ήρωές του, αλλά και σε επίπεδο κοινωνικό, αναβιώνοντας έτσι το συλλογικό
χωροχρόνο και κινητοποιώντας τη Μνημοσύνη, γιατί. όπως σοφά δηλώνει ο Γιώργος
Ιωάννου, αν δεν υπάρχει μνήμη δεν υπάρχει και γλώσσα.
Με εργαλείο αυτή τη γλώσσα έστησε αυτό το
σπουδαίο καλειδοσκοπικό σύμπαν ο Θωμάς Κοροβίνης, επιχειρώντας να βαθύνει τα
αβαθή της μνήμης, εφευρίσκοντας ή αναβιώνοντας ανθρώπους που “είναι σκοποί και
γύρω τους χορεύουν τσομπανόσκυλα” [Από το ποίημα “Στρατόπεδο Παύλου Μελά” της
συλλογής του Γιώργου Ιωάννου “Τα Χίλια Δένδρα”], υπεραμυνόμενος με τα γραπτά
του όλους εκείνους που είναι έμπλεοι παθών. Γιατί, εν τέλει, οι πράξεις που απορρέουν από
τις αισθήσεις σώζουν ψυχές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου