31/12/16

Ο Νικόλαος Γ. Πολίτης, τα σχολικά βιβλία και η Εκκλησία της Ελλάδος

ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΗΣ ΝΤΑΤΣΗ

Μάριος Φούρναρης, Το κουτί της Πανδώρας, 56 x 34 x 47 cm, ξύλο, μετρονόμος, χαρτί


«...Η ιερά λοιπόν Σύνοδος έχει και άλλον καθήκον οφείλει δηλαδή να απαιτήση και την παύσιν του τμηματάρχου, όστις απεδείχθη δι ών λέγει και συγγράφει και πράττει εις φανερός αντίχριστος, δια παν άλλο ίσως χρήσιμος, προς συλλογήν βεβαίως παραμυθίων ..»[1]
Ο τμηματάρχης στον οποίον αναφέρεται η επιτακτική υπόδειξη προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι ο Ν. Γ. Πολίτης. Βρισκόμαστε στο τελευταίο και ταραγμένο τέταρτο του 19ου αιώνα. Ο Χαρίλαος Τρικούπης, για τέταρτη φορά πρωθυπουργός, επιχειρεί με δυσδιαχείριστα δάνεια τον εκσυγχρονισμό της χρεωμένης Ελλάδας. Το πρόγραμμα ανασυγκρότησης περιλαμβάνει έργα υποδομής και έργα αναδιοργάνωσης της διοίκησης και της παιδείας. Το τελευταίο εγχείρημα ανατίθεται στον υφηγητή Ν. Γ. Πολίτη, που διορίζεται τμηματάρχης Μέσης Εκπαίδευσης ( Απρίλιος 1884-Απρίλιος 1885).
Η ανάθεση της αναδιοργάνωσης του εκπαιδευτικού προγράμματος της Μέσης Εκπαίδευσης στον Ν. Γ. Πολίτη ανέδειξε τη βαθύχρονη, άλλοτε ληθαργούσα και άλλοτε γρηγορούσα σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικά συστήματα σκέψης, και συγκεκριμένα ανάμεσα στην κριτική σκέψη που κληροδότησε στην ανθρωπότητα η ελληνική αρχαιότητα και στη δογματική αλήθεια της χριστιανικής Ορθοδοξίας. Από το ένα μέρος το Εν οίδα ότι ουδέν οίδα και η απρόσκοπτη διά του διαλόγου αναζήτηση της γνώσης και από το άλλο η αντίληψη της αποκαλυπτικής αλήθειας συμπυκνωμένη στο: Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου.
Από το ένα μέρος η ελληνική γραμματεία με τον ειδολογικό πλούτο που εκείνη επινόησε και καλλιέργησε με αιχμή την κριτική γνώση-σοφία διαμεσολαβημένη λυτρωτικά με την πραγματικότητα από όλες τις μορφές τέχνης, και από το άλλο η σοφή μωρία της αποκαλυπτικής αλήθειας επικεντρωμένη στην έκτιση της επίγειας ποινής του ανθρώπινου είδους με απώτερο στόχο τη μεταθανάτια λύτρωση.

 Η σοφή μωρία των Ιουδαίων, ως γνώση καταγραμμένη σε ιερά βιβλία (Παλαιά και Καινή Διαθήκη), όπως την όρισε ο Απόστολος Παύλος ήρθε σε σύγκρουση με το πολιτισμικό κληροδότημα της ελληνικής αρχαιότητας: αφενός με τη γραπτή παράδοση και αιχμή τη φιλοσοφική σκέψη και αφετέρου με την προφορική, πολιτισμική παράδοση των αναλφάβητων στρωμάτων, εντοπισμένη σε όλες τις εκφάνσεις του γιορταστικού χρόνου. Φαίνεται πως το δεύτερο μέτωπο αποδείχτηκε πιο ατίθασο από εκείνο του ανώτερου πολιτισμού∙ ήταν το μέτωπο στο οποίο δοκιμάστηκαν οι μηχανισμοί πολιτισμικής βίας που οργάνωσε και εφάρμοσε σε άμεση συνεργασία με την πολιτική εξουσία, η νέα γραφογνωστική θρησκεία, καθώς: «Δεν υπήρχε μόνο το πρόβλημα της καταστροφής του λαϊκού πολιτισμού –της εκθεμελίωσης των ναών, των τοπικών θεών, καθώς και της λατρείας και των τελετών που συνδέονταν με αυτούς– μια προσπάθεια που αποδείχτηκε εν τέλει σχεδόν αδύνατη, καθώς, μολονότι το εποικοδόμημα του λαϊκού παγανισμού ήταν δυνατό να συντριβεί μέσω κρατικών νόμων και βίαιων πράξεων, ούτε η Εκκλησία αλλά ούτε και το κράτος μπορούσαν να ξεριζώσουν τελείως τις μυστικιστικές αντιλήψεις του λαού. Διατηρούνταν εν ζωή στους κόλπους της λαϊκής παράδοσης ή ενσωματώθηκαν στον χριστιανισμό. Είναι γεγονός ότι οι πρώτοι Πατέρες της Εκκλησίας επιδίωξαν σχεδόν σκόπιμα τη μεταμόρφωση των ειδωλολατρικών πνευμάτων σε χριστιανικά. Δεν μπορούσαν άλλωστε να κάνουν αλλιώς.»[2] Μετά τον 4ο αιώνα χωρίς κρατική υπόσταση, το κατά την Εκκλησία ορθόδοξο γένος της ρωμιοσύνης, αναλφάβητο στη συντριπτική του πλειοψηφία, οδοιπόρησε με τον μόχθο της χειρωναξίας του στο καταπατημένο λατρευτικό τοπίο της πολιτισμικής του παράδοσης∙ σε αυτή τη διαδρομή το σιωπηλό ποίμνιο όφειλε να ενστερνισθεί τον επιτακτικό και απειλητικό λόγο του χριστιανικού κηρύγματος: Δεν είστενε Έλληνες αλλά χριστιανοί.
 Τον 19ο αιώνα, με τη συγκρότηση του εθνικού κράτους των Ελλήνων, η Εκκλησία αντιμετώπισε το ενδεχόμενο να απωλέσει την κατεστημένη, και στους αιώνες της Οθωμανικής δουλείας, οικονομική και ιδεολογική ηγεμονία της. Με δεδομένο ότι οι λειτουργοί της δεν ξέχασαν ποτέ ότι αυτοί που εργάζονταν, το πλείστον ως πάροικοι στην τεράστια γαιοκτησία της «δεν μπορούσαν να είναι παρά οι αναγκαίοι κομπάρσοι μιας ιστορίας που εκτυλισσόταν πάνω από αυτούς και της οποίας πρωταγωνιστές ήταν «αυτοί που προσεύχονται» και «αυτοί που πολεμούν» καθώς και ότι, αυτές οι δύο ordines διεκπεραίωναν «τις θεμελιώδεις και κατευθυντήριες λειτουργίες που συνιστούν σε όλες τις κοινωνίες ο πόλεμος και η χριστιανική μεσιτεία».[3]
Και προπαντός οι εκκλησιαστικοί ταγοί δεν μπορούσαν να απεμπολήσουν το κεκτημένο να «καθορίζουν παντού το δημόσια δεσμευτικό περιεχόμενο του δόγματος, που έχει γίνει κρατική υπόθεση καθώς και τις αρχές που θα πρέπει να ακολουθεί η κοινωνία στα ζητήματα της συγγένειας και του γάμου. Παντού είναι εγγυητές των όρκων. Έτσι παντού προκύπτουν παρόμοιες χριστιανικές πρακτικές – οι δωρεές για τη σωτηρία της ψυχής του δωρητή και των δικών του που έχουν ήδη εμφανιστεί στους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους∙ το αίτημα για επιμνημόσυνη μεσιτεία που ενισχύεται από την ανάπτυξη αριστοκρατικών οικογενειών...κλπ., κλπ.» [4]
 Η συγκρότηση του εθνικού κράτους των Ελλήνων, ύστερα από αιώνες πολιτικής αφάνειας, επανακαθόρισε τα μέτωπα σύγκρουσης της Εκκλησίας με την Πολιτεία. Πρώτος στόχος ο λαϊκός πολιτισμός: στο υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαιδεύσεως ανατίθεται: «η επιτήρηση της θείας λατρείας και ο περιορισμός ή η ακύρωση μη ουσιωδών εκκλησιαστικών πανηγύρεων και σχετικών εορτών». [υπ. αρ. 5 διάταξη του διατάγματος 3/15 Απριλίου 1833]. Διάταξη που ηχεί ως απόηχος των εδίκτων των πρώτων χριστιανών αυτοκρατόρων: «Επιθυμούμε να κλείσουν αμέσως όλοι οι ναοί σε όλους τους τόπους και σε όλες τις πόλεις και να απαγορευθεί η είσοδος σε αυτούς έτσι ώστε να μην έχουν τη δυνατότητα οι απολωλότες να διαπράξουν αμαρτία. Θέλουμε επίσης να απέχουν όλοι από τις θυσίες. Αν όμως τύχει και κάποιος διαπράξει το αδίκημα θα τιμωρηθεί με αποκεφαλισμό. Διατάσσουμε ότι η περιουσία όποιου τιμωρηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο θα περιέλθει στο αυτοκρατορικό ταμείο. Η ίδια τιμωρία θα επιβληθεί και στους διοικητές των επαρχιών αν αμελήσουν να τιμωρήσουν τέτοια εγκλήματα». [παρεδόθη κατά τις καλένδες του Δεκεμβρίου το έτος της τέταρτης υπατείας του Αυγούστου Κωνσταντίου και της τρίτης υπατείας του Αυγούστου Κώνσταντα - 1 Δεκεμβρίου 346 ή 344 ή 356].[5]
Στο δεύτερο μέτωπο, αυτό της Δημόσιας Εκπαιδεύσεως, η Εκκλησία διεκδικούσε καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση της διδακτέας ύλης, ιδιαίτερα του μαθήματος Νεοελληνικών κειμένων που εισήγαγε ο Ν. Γ. Πολίτης το 1884. Η ιδέα ότι η Δημόσια Εκπαίδευση στο εξής θα στόχευε στην διαπαιδαγώγηση Ελλήνων πολιτών και όχι στην κατήχηση ποιμνίου πιστών, ήταν για την Εκκλησία ένα σήμα κινδύνου. Φυσικά δε ήταν κάτι καινούργιο, αλλά κάτι πολύ παλαιό, αφού όπως βεβαιώνει η επιστημονική έρευνα: «η ενεργός συμμετοχή του Πατριαρχείου στα της εκπαίδευσης χρονολογείται με σχετική ασφάλεια κατά το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα.... »..[6]
Η «ενεργός συμμετοχή στα της εκπαίδευσης» ενεργοποιήθηκε και στην περίπτωση Ν. Γ. Πολίτη όταν υπηρετούσε ως τμηματάρχης στο υπουργείο Εκκλησιασιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως∙ και συγκεκριμένα όταν με δική του πρωτοβουλία το μάθημα της Ιεράς Ιστορίας μετονομάστηκε σε θρησκευτικά και όταν στα Νεοελληνικά Αναγνώσματα της γ΄ τάξης του Ελληνικού Σχολείου ανθολογήθηκε το ποίημα «Ποιηταί» του Δημ. Παπαρρηγόπουλου. Και τα δύο ονόματα ανήκαν σε άτομα με εναργή και ενεργή αγωνία για τον Ελληνισμό και τις κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές προοπτικές του. Ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος [1843-1873, γιος του ιστορικού Κων. Παπαρρηγόπουλου] ποιητής αλλά και πρώιμος κοινωνικός ακτιβιστής, βιώνει απέλπιδα την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της εποχής του. Στο επίμαχο ποίημα «Ποιηταί», διεκτραγωδεί τις αυταπάτες της ποιητικής παρακαταθήκης της ανθρωπότητας, με στίχους όπως :
 Η ανθρωπότης έκλαιε∙ τροφοί της οικουμένης
 Οι ποιηταί εκοίμησαν με άσματα τον θρήνον
Αστικής, αλλά με τάσεις αποστασιοποίησης από τις κατεστημένες αξίες της καταγωγής του, υπερασπίστηκε με 37 ημερών απεργία πείνας τους φυλακισμένους εργάτες του Λαυρίου∙ στο συγκεκριμένο ωστόσο ποίημα τολμά κάτι κρισιμότερο και αδιανόητο: αξιολογεί ως παραμυθητικές αυταπάτες όχι μόνο τις αλήθειες του κοσμικού ποιητή Ομήρου αλλά και τις Θεϊκές αλήθειες της Παλαιάς Διαθήκης. Τολμά να υπερασπιστεί τη σοφία της οδυνηρής πραγματικότητας και όχι τη σοφή μωρία των Ιερών Γραφών. Με σημεία αναφοράς τον Μωυσή και τον Όμηρο, οι Ποιηταί προκάλεσαν, την κλιμακούμενη σε χυδαιότητα επίθεση της εμπροσθοφυλακής [εν προκειμένω του Τύπου] του χριστεπώνυμου ποιμνίου εναντίον του Ν. Γ. Πολίτη. Αίτημα: η απόσυρση του βιβλίου και η εκδίωξη του τμηματάρχη με την ετυμηγορία ότι «η εκπαίδευσις είναι πλέον ουχί εις χείρας χριστιανών, αλλ’ εις χείρας φανερών υλιστών, δαρβινιστών, απογόνων των πιθήκων, παραμυθολόγων» [471].
Τι εκπροσωπούσε ο Ν. Γ. Πολίτης στη συγκεκριμένη συγκυρία; Όπως και ο Δημ. Παπαρρηγόπουλος ανήκε στην πνευματική πρωτοπορία της εποχής του. Με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία (1876-1880), οι αναζητήσεις του, εξαιρετικά νωρίς τον συνέδεσαν, αφενός με τις ιδέες του γαλλικού διαφωτισμού και αφετέρου με τις αρχές της εξελικτικής θεωρίας όπως τις διαμόρφωσε και τις εφάρμοσε στο υλικό της νεοσύστατης Ανθρωπολογίας ο Ed. B. Tylor. Ήδη στον Εισιτήριο λόγο εις το μάθημα της Ελληνικής Μυθολογίας, που εκφώνησε κατά την ανάληψη των υφηγητικών καθηκόντων του [1882] διατυπώνει με σαφήνεια τις θεωρητικές του προκείμενες. Σε αυτές αναγνωρίζονται αρχές του διαφωτισμού όπως: το αίτημα της καλλιέργειας της κριτικής σκέψης και η απελευθέρωση της ανθρώπινης διάνοιας από την τροχοπέδη της μαγικής σκέψης των εξ αποκαλύψεως αληθειών∙ η συναρτημένη με την επιστημονική έρευνα μεταβλητότητα γενικά των φυσικών φαινομένων και η προοπτική της προόδου που μπορεί να κατορθωθεί με την καλλιέργεια του ορθού λόγου.
 Παράλληλα το εθνολογικό υλικό έθετε και νέα ερωτήματα στην επιστημονική έρευνα, όπως: πού οφείλεται η ομοιότητα του παγκόσμιου, αφηγηματικού υλικού; Η εβραϊκή μυθοποιία διαμορφώθηκε καθ’ υπαγόρευσιν του Θεού; ή είναι απότοκος αντικειμενικών συνθηκών διαβίωσης; Αυτά τα ερωτήματα είχαν ήδη προκαλέσει έντονο διάλογο στη Γερμανία, όπου ο Ν. Γ. Πολίτης είχε πραγματοποιήσει τις μεταπτυχιακές σπουδές του. Εκεί αυτονομήθηκε ως ξεχωριστός επιστημονικός κλάδος η Ιστορία των θρησκειών, Σχολή που μελετούσε τη θρησκεία όχι ως δεδομένη θεόθεν αλήθεια αλλά ως ανθρώπινο φαινόμενο που απαιτούσε κοινωνιολογική, ανθρωπολογική, ιστορική και φιλολογική εξέταση. Ανάμεσα στους πρωτοπόρους αυτού του κινήματος ξεχωρίζουν τα ονόματα των Julius Wellhausen και Herman Gunkel. Ο Gunkel μάλιστα υποστήριζε ότι υπάρχει άμεση ανταπόκριση ανάμεσα στις μορφές έκφρασης και στις συνθήκες της ζωής των κοινωνικών ομάδων, ενέτασσε δηλαδή τις Ιερές Γραφές στα πολιτισμικά τους συγκείμενα. Με αυτή τη θεωρητική συγκρότηση, αλλά και σαφείς πολιτικές θέσεις, ο Πολίτης των 32 χρονών αποπειράθηκε με ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες να αναδιαμορφώσει την διδακτέα ύλη των τριών τάξεων του Ελληνικού Σχολείου. Η Εκκλησία όμως υπενθύμισε στην Πολιτεία ότι εκείνη έχει τον τελικό έλεγχο της διδακτέας ύλης.
Έτσι η Ιερά Σύνοδος, με την υπ’ αριθ. 639/1139 εγκύκλιο, παρεμβαίνει στα της Παιδείας, κοινοποιώντας στον υπουργό ότι: «Η Σύνοδος λαβούσα και διεξελθούσα του Τρίτου Τόμου του ενταύθα εκδοθέντος και υπό του Υπουργείου εγκριθέντος βιβλίου, επιγραφομένου ‘Νεοελληνικά αναγνώσματα’ προς χρήσιν των μαθητών της Γ΄ τάξεως του Ελληνικού Σχολείου και ευρούσα ότι το εν αυτώ ποιημάτιον του Δ. Παπαρρηγοπούλου, επιγραφόμενο ‘Οι Ποιηταί’ είναι άντικρυς εναντίον εις την θεμελιώδη της ορθοδόξου Εκκλησίας διδασκαλίαν, παρακαλεί το υπουργείον, όπως μεριμνήσει να διαγραφώσιν εκ του βιβλίου αυτού τα κακόδοξα και βλάσφημα μέρη, άτινα είναι τα εξής:....». [465]
Στη συνέχεια απαριθμούνται οι λογοκρινόμενοι στίχοι. Έως την παραίτηση του Ν. Γ. Πολίτη θα ακολουθήσει πολύμηνη διαμάχη, με δημοσιεύματα, συναντήσεις Εκκλησίας και πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου, κατευναστικές υπαναχωρήσεις της Πολιτείας αλλά και ανενδοίαστες προτάσεις πολιτικού εκμαυλισμoύ από την άλλη πλευρά. «...Εάν έκαμε πολλά και άλλα σφάλματα η κυβέρνησις του κ. Τρικούπη, το πρώτον και μέγιστον είναι ότι ουδόλως φροντίζει περί της θρησκευτικής και εκπαιδευτικής μορφώσεως του έθνους, αλλά μάλλον ενσπείρει την διαφθοράν, διότι άνθρωπον άπιστον και αντίχριστον διατηρεί ως τμηματάρχην του Υπουργείου της Παιδείας... Εις πάσαν πόλιν οι πολίτες συνελθόντες να συντάξωσιν εν υπό τοιαύτην έννοιαν πρόγραμμα και να είπωσιν εις του υποψηφίους : τότε θα σας δώσωμεν την ψήφον μας όταν παραδεχτήτε το πρόγραμμα τούτο...»[474]
Η άλλως: αν θέλουμε ρίχνομε την κυβέρνηση. Ο νοών νοείτω!

Η Ευαγγελή Ντάτση είναι συνταξιούχος καθηγήτρια Λαϊκού πολιτισμού του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

[1] Εφημερίς Νέον Κήρυγμα Αθηνών, αρθ. 113, 23 Απριλίου 1885. Τα παραθέματα από τον Τύπο της εποχής στο: Δημ. Θ. Κατσαρής , Ο «‘Άθεος’ Νικόλαος Γ. Πολίτης». Βλ. Πρακτικά διεθνούς επιστημονικού Συνεδρίου: Ο Νικόλαος Γ. Πολίτης και το Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, τομ. Α΄ Αθήνα 2012, σ. 469
[2] J. H. Plump, O θάνατος του παρελθόντος (1η 1969 ), Αθήνα «Μεταίχμιο» 2007, σ. 103
[3] Evelyn Patlagean, Ο Ελληνικός Μεσαίωνας. Βυζαντιο 9ος-15ος αιώνας (μτφρ. Δέσποινα Λαμπαδά, «Πατάκης», 2014, σ. 465
[4] E. Patlagean, ό.π., σ. 103
[5] Η αντιπαγανιστική νομοθεσία της Ύστερη Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αυτοκρατόρων: μέσα από τους κώδικες. Εισαγωγή-μετάφραση: Αφροδίτη Καμάρα «Κατάρτι» 2003, σ. 51
[6] Αθανάσιος Μαρκόπουλος, «Βυζαντινή εκπαίδευση και οικουμενικότητα» στο Το Βυζαντιο ως Οικουμένη, έκδ. Ε.Ι.Ε., Αθήνα 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια: