24/12/16

Χιόνι

ΔΙΗΓΗΜΑ

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΤΣΗΜΩΥΣΙΑΔΗ

Μας παίρνουν από την πλατεία. Όλους μαζί. Κοντά στο σχολείο, που ’ναι μια ανοιχτωσιά, μεγάλη σαν αλάνα. Το χιόνι πιο μαλακό εκεί. Είχε και μια στοίβα στη μέση. Εδώ να παίξετε μάς λένε. Πολλά παιδιά μαζί, άλλα εφτά, άλλα οχτώ, άλλα έντεκα χρονών, εγώ σχεδόν στα δώδεκα. Βγάλαμε μάνες, χωρίσαμε ομάδες. Αγόρια-κορίτσια ανακατωμένα. Λέω από μέσα μου, θεούλη μου, να πάρουνε και μένα. Ήταν και ο πατέρας μου με τους μεγάλους, δεν ήθελα ξανά να τον στεναχωρήσω.
Αλλά μου κρατούσαν μούτρα οι φίλοι μου. Γιατί μ’ είδανε την προηγούμενη μέρα με τον Τούρκο. Μουζικάντης, έπαιζε το νταούλι. Τρεις νομάτοι το μπουλούκι, από ένα κοντινό χωριό. Αυτός, ο πατέρας του και κάποιος άλλος. Είχαν έρθει και άλλες φορές, οι πιο πολλοί τους ξέρανε. Παίρνανε σβάρνα τα καφενεία στις γιορτές, παίζανε τα τσιφτετέλια και τους αμανέδες μέχρι να ξημερώσει. Πηγαίνω εγώ να γυρέψω τον πατέρα μου. Μέσα χορεύει κόσμος. Όλοι άντρες. Πουθενά ο πατέρας μου. Έλα γιαβρούμ να χορέψεις. Πρώτη φορά τον έβλεπα. Αψηλός σαν κυπαρίσσι, έλαμπαν τα μάτια του, είχε και ένα ωραίο μουστακάκι. Σαν να έπαθα κάτι από μέσα μου, άναψα ολόκληρη. Τραβιούνται στην άκρη οι άντρες. Ντάγκα-ντάγκα-ντάγκα μέσα στο αυτί μου το νταούλι του. Αρχίζω να κουνιέμαι. Κάποιοι φεύγουνε νευριασμένοι. Τους ακούω να χτυπάνε την πόρτα. Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί.  
Στο παιχνίδι δεν με πήραν. Ούτε η μια ομάδα μ’ ήθελε ούτε και η άλλη. Ντρόπιασα, λέει, το χωριό. Κι έμεινα να κάθομαι μονάχη. Σαν τον κούκο. Στην απέναντι πλευρά μαζεμένοι άντρες. Μαζί τους και ο πατέρας μου. Ούτε να σηκώσω τα μάτια δεν τολμούσα. Έκανα ότι ασχολούμαι με τον Έχτορα. Τριβόταν στην αρχή στα πόδια μου κι ύστερα σαν να τον πείραξε κάτι. Έσκαβε το χιόνι κι έχωνε μέσα τη μουσούδα του γρυλίζοντας λυπημένα. Σουτ, σουτ εγώ. Λακκούσκες το παιχνίδι. Θέλει ησυχία για να σημαδέψεις τη λακκούβα. Ήταν δε το τόπι από μαλλί βοδιού.

Οι μεγάλοι σαν να είχανε αλλού το νου τους. Ποια ομάδα ήτανε μπροστά, μήπως κάνανε τζουχούζια, αν έβρισε ο ένας το σόι του άλλου, δεν έδιναν σημασία. Όλο κάτι έδειχναν στο χιόνι, γυρνούσε ο ένας στον άλλο και μουρμούριζαν, πού και πού ακούγονταν φωνές. Όμως δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγαν. Τελειώνει το παιχνίδι. Χάνει ο πάνω μαχαλάς. Καλά να πάθουνε, που δεν με θέλανε μαζί τους. Από τα σπίτια αρχίζουν να ακούγονται οι μανάδες. Φώτο μ΄ και Αντρέα μ’ και Θυμία μ’ και Παρέσα μ’. Ανήμερα Χριστούγεννα. Κοντεύει μεσημέρι. Σκορπάνε τα παιδιά. Τα τραπέζια γομάτα με σφαχτά. Μοσχοβολάει το χωριό.   
Εγώ είμαι ακόμη στην αλάνα. Στο σπίτι δεν θέλω να γυρίσω. Αποβραδίς με κυνηγούσε η μάνα μου με το σκουπόξυλο, για να με κοπανίσει. Πήγα και κρύφτηκα στην αγκαλιά του πατέρα μου. Με χάιδεψε αυτός στην πλάτη, αλλά σαν έμαθε για τον χορό που χόρεψα στο καφενείο με αρπάζει από τα μαλλιά και με κλειδώνει όλη τη νύχτα στο μαντρί. Παρέα με τη Μόσχα, τη γελάδα μας, και τις δυο μας τις κατσίκες, από κοντά μου και ο Έχτορας. Ξημερώματα έρχονται και με ανοίγουν. Ντυθήκαμε τα καλά μας. Πηγαίνουμε στην εκκλησία. Ο πατέρας μου, η μάνα μου, εγώ και τα τρία μου αδέλφια. Για τα βραδινά κουβέντα. Ανάσανα απομέσα μου, πάει, τέλειωσε, είπα, κι ησύχασα. Καθόμουνα τώρα ήσυχη στην αλάνα και περίμενα τον πατέρα μου. Μαζί να επιστρέψουμε στο σπίτι. Χρονιάρα μέρα. Στρωμένο το τραπέζι.
Ο Έχτορας τον χαβά του. Έσκαφτε και γρύλιζε. Στη μέση της αλάνας, παρατημένο το τόπι. Πάω για να το μαζέψω. Παραπέρα οι άντρες. Αλλά πιο ήσυχοι τώρα. Φτάνουν στα αυτιά μου οι κουβέντες τους. Ήρεμες. Καθησυχαστικές. Μη φοούστουν. Δεν κι φάνθεται. Κανείς κι αγνάβε. Τίνος εν’ αβούτο το κορίτς; Τινάζομαι όρθια. Τα μάτια όλων είναι κολλημένα πάνω μου. Αλλά ειδικά του πατέρα μου με κόβουν φέτες. Γυρνάω την πλάτη, το βάζω αμέσως στα πόδια. Από πίσω μου ο Έχτορας. Το τόπι ξανά παρατημένο.  
Το απόγευμα δεν είχε έξω. Έκαιγε το κουρ’ στο τζάκι. Μαζευόμαστε τριγύρω. Ο πατέρας μου, η μάνα μου, ο παππούς μου, η γιαγιά μου, τα τρία μου αδέλφια και εγώ. Νιώθω μια αδιαθεσία, αλλά δεν ξέρω γιατί. Το χέρι του πατέρα μου χαϊδεύει τα μαλλιά μου. Νιώθω ξανά μωρό-παιδί. Έρχονται και συγγενείς. Ο θείος με τη θεία μου, τα παιδιά τους. Και ο άλλος θείος με τη θεία μου και τα δυο τους τα μωρά. Φέρνει η συγχωρεμένη η μάνα μου, τσουρέκια, πίτες από καλαμποκάλευρο και χασισόλαδο, χριστόψωμα, κατμέρια και τον «πουρμά». Πιάνει ο πατέρας μου τη λύρα. Ζουρ-ζουρ-ζουρ, έρχονται σιγά σιγά όλοι στο κέφι. Ποιανού χωράφι δεν αγιάστηκε στα Αλώα, αν οι καλαντάδες της πρωτοχρονιάς θα αρχίσουνε από τον δικό μας μαχαλά, ποιοι αρραβώνες θα γίνουνε τα Φώτα, πόσα κρασοπότηρα κατεβάζει στην καθισιά του ο παπάς, πότε θα γυρίσουνε ξανά το χωριό οι μωμόγεροι.
Σαν έπεσα να κοιμηθώ, όλα ήταν ταχτοποιημένα στο μυαλό μου. Το σπίτι μου, ο πατέρας μου, η μάνα μου, η καλομάνα μου, τα αδέλφια μου, οι φίλοι μου, και εγώ ξανά μωρό παιδί. Όλα μα όλα ίδια και απαράλλαχτα, εξόν από τον ύπνο μου, που όλο το βράδυ έπαιζα με τον Τούρκο τις λακκούσκες. Σημάδευε αυτός σωστά, πετύχαινε συνέχεια τη λακκούβα. Έστριβε ικανοποιημένος το μουστάκι του κι έλαμπαν από χαρά τα μάτια του. Έβαζα εγώ τα δυνατά μου, για να τον νικήσω. Με το που πετούσα το τόπι, άνοιγε το μαλλί και έβγαιναν από μέσα τού βοδιού τα άντερα.
Πετάγομαι όρθια. Ένας πόνος πονεί την κοιλιά μου. Θα παράφαγα, νομίζω. Κοιτάω κάτω από το κρεβάτι. Άφαντος ο Έχτορας. Λέω να πάω έξω για να δω πού βρίσκεται. Στο μυαλό μου έρχεται το τόπι. Παρατημένο στο κέντρο της αλάνας. Θέλω πολύ να με ξαναβάλουν οι φίλοι μου στο παιχνίδι. Στην πλατεία ή στην αλάνα ή όπου αλλού να ’ναι. Κοιτάω από το παράθυρο. Έχει αρχίσει να ξημερώνει. Φοράω τα πιο βαριά μου ρούχα. Η κοιλιά μου συνεχίζει να πονεί. Διακόσια μόλις μέτρα από το σπίτι η αλάνα. Μαζί και το τόπι.
Φτάνω. Είναι όλα άσπρα. Κάτασπρα. Από μακριά μόνο το παρατημένο τόπι ξεχωρίζει. Σαν κηλίδα. Καθώς και ο Έχτορας. Που είναι δίπλα στο τόπι. Και σκάβει. Πλησιάζω. Μια ολόκληρη τρύπα το σκάψιμό του. Τρέχει προς το μέρος μου. Κουνώντας χαρούμενος την ουρά του. Ένα σύγκρυο με διαπερνά. Χαράματα ακόμη. Πάχνη και παγωνιά. Φτάνω. Είναι η τρύπα του Έχτορα, τρεις λακκούβες. Όπως αυτές που είχαμε στο παιχνίδι μας. Αλλά πιο βαθιές. Σκύβω για να δω. Κάτι κυλάει στα πόδια μου. Ζεστό και υγρό. Ένα πρόσωπο. Κι ένα άλλο πρόσωπο. Θαμμένα στο χιόνι. Αίμα στάζει από τα πόδια μου. Προσπαθώ να καταλάβω. Το τρίτο πρόσωπο έχει ένα στριφτό μουστάκι. Κοκκινίζει από κάτω μου το χιόνι.
Με παντρέψανε αμέσως με τον πρώτο Θρακιώτη πραματευτή. Έξω από την Πόλη το σπίτι του. Στο χωριό δεν ξαναγύρισα. Λακκούσκες δεν ξανάπαιξα με τους φίλους μου. Τα πτώματα θα φάνηκαν ξανά, όταν έλιωσαν τα χιόνια. Μέχρι τα μέσα Μαΐου κρατά ο πάγος στο Απτουραχμανλί της περιφερείας Ακ νταγ Μαντέν. Αλλά προτού ακόμη να φτάσει ο Μάιος, το χωριό ήταν ήδη φευγάτο. Άκουσα ότι η ανταλλαγή τέλειωσε εκεί τον Απρίλιο του ’24.
Και απ’ όσα τώρα ιστορώ, το μόνο που στα αλήθεια λαχταράει η ψυχή μου είναι το παρακάθ΄ μπροστά στο αναμμένο τζάκι, το κουρ’ από ξύλο μηλιάς που έκαιγε τρεις ολόκληρες μέρες και νύχτες, τα παιχνίδια με τους φίλους μου και ο σιροπιαστός πουρμάς. Όλα τα άλλα είναι στο μυαλό μου σαν το χιόνι. Σαν το αφράτο και άσπρο χιόνι. Όσες κοκκινίλες και αν το λεκιάζουν, πέφτουν πάνω του κι άλλες πολλές, πυκνές, χοντρές νιφάδες, για να το ξαναλευκάνουν. 

Κατερίνα Ζαφειροπούλου, Inhabitants No1, 2016, έπιπλα, ρητίνη και εποξικό χρώμα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου