24/12/16

Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιές

ΔΙΗΓΗΜΑ

Κατερίνα Ζαφειροπούλου, Αντικειμενικότητα Νο4, 2016, υαλογράφος, γραφίτης σε ρυζόχαρτο και τζάμι φωτογραφικό κολάζ σε κορνίζα, 60 x 117εκ.


ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΕΤΣΕΤΙΔΗ

Σαν έφταναν οι γιορτές, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, άλλαζε χρώμα η γειτονιά. Οι δρόμοι γέμιζαν παιδιά, και όταν δεν μας έβλεπες στους  δρόμους, κρυβόμαστε σε κάποιο καλύβι στους μπαξέδες με τις πορτοκαλιές και παίζαμε τριάντα ένα. Στο προαύλιο της εκκλησίας γίνονταν άγριες ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις, η ομάδα του Πρίτση έπαιζε με την ομάδα του Ποτάκη, συνήθως δεν τελείωνε το ματς, κάπου θα άρχιζε ένας καυγάς, έπεφτε καμιά μπουνιά, ακούγονταν τα σχετικά πουστριλίκια.
Στο βιβλιοπωλείο του Λαδόπουλου γέμιζε η βιτρίνα του με παιχνίδια κι εγώ καθόμουν ώρα πολλή και θαύμαζα εκείνο το αεροπλανάκι, πράσινο με σύμβολα και γράμματα πάνω του, ωραία ζωγραφισμένα, μια μικρογραφία ενός αληθινού μέσσερμιτ ή μήπως μοσκίτο ήταν; Το έλεγα στη μάνα μου, αυτή έκανε τον διαμεσολαβητή, κι ο πατέρας μου τη μόνιμη επωδό του: «Παιχνίδια, πεταμένα λεφτά.»
Μια  Πρωτοχρονιά, ήταν οι δικοί μου στην Αθήνα, ο πατέρας μου πήγε να αγοράσει αυτοκίνητο για τη δουλειά του –είναι παράξενο πως θυμάμαι ακόμη τον αριθμό του κυκλοφορίας, ενώ έχω λησμονήσει όλους τους αριθμούς των αυτοκινήτων που είχα μεγάλος–, τότε, έμεινα στο σπίτι του παπα- Γιάννη, οικογενειακού φίλου μας, και μαζί με τα παιχνίδια που χάρισε ο παπάς στα παιδιά του, μου χάρισε κι εμένα ένα ζευγάρι κάλτσες, μακριές, που έφταναν σχεδόν μέχρι το γόνατο. Τις φορούσα με καμάρι, μαζί με τα κοντά παντελόνια που μου έραβε η θεια-Βασιλική, μεταποιώντας κάτι παλιά του πατέρα μου. Μακρύ παντελόνι φόρεσα στην έκτη τάξη του οκταταξίου.
Κάθε φορά, όταν έφταναν οι γιορτές, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, έβλεπα τα άλλα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα και αγόραζαν κατόπιν τόπια, πιστολάκια φελλού, γκαζόζες γυάλινες, ακόμη και μπάλες  με σαμπρέλα  και δερμάτινο κάλυμμα, όλο αποφάσιζα να βγω κι εγώ στη γειτονιά να τα πω, αλλά πάντοτε την τελευταία στιγμή ανέβαλα για του χρόνου. Έμενα κουκουλωμένος στο κρεβάτι μου και δεν σηκωνόμουν παρά την προτροπή της καημένης μητέρας μου, την οποία αποβραδίς είχα επιφορτίσει να με ξυπνήσει.
Ήμουν μεγάλος όταν αγόρασα εκείνο το αεροπλανάκι μια χιονισμένη Πρωτοχρονιά. Είχε παραμείνει σκονισμένο σε μια γωνιά της βιτρίνας του βιβλιοπωλείου και ο υπάλληλος που το έβγαλε, αφού έψαξε ματαίως να βρει το κουτί του, με ρώτησε αν το θέλω για  δώρο. «Το θέλω για μένα» του είπα και είδα πώς  αλλοιώθηκε η φάτσα του λες και το χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Το πήρα και έφυγα τρέχοντας σχεδόν,  πετώντας από τη χαρά μου.
Ο πατέρας μου ήθελε κάθε χρόνο να μας λέει πρώτος τα κάλαντα ο Νικολάκης της κυρα- Πόλης,  του έφερνε, νόμιζε, γούρι. Γιατί μια χρονιά που μας τα είπε πρώτος ο Νικολάκης, οι δουλειές του πήγαν καλά, και, από τότε, έστελνε τη μητέρα μου να πηγαίνει από την παραμονή στο σπίτι της κυρα-Πόλης για να παρακαλέσει τον Νικολάκη να ξυπνήσει αχάραγα, ώστε να προλάβει να μας τα πει πρώτος. Μπορεί στον πατέρα μου να έφερνε γούρι, αλλά ο ίδιος αποδείχτηκε άτυχος, όταν σε λίγα χρόνια, μετανάστης στην Αμερική, έπεσε θύμα ενός τροχαίου.
Τα κάλαντα γύριζε και τα παιάνιζε και η φιλαρμονική του Δήμου. Μπροστά ο μαέστρος με την μπαγκέτα και τη στολή του, κόκκινη και γαλάζια με τα ολόχρυσα σιρίτια του και πίσω εν παρατάξει οι  μουσικοί κι αυτοί αγνώριστοι μέσα στις αστραφτερές στολές τους και με τα γυαλιστερά κράνη τους, Πάντα ευχόμουν να μην έρθουν στο σπίτι μας, να μας ξεχάσουν, γιατί ο πατέρας μου έφευγει από το πρωί για την πλατεία κι εμείς στο σπίτι δεν είχαμε δραχμή, ποτέ δεν άφηνε χρήματα στη μητέρα μου. Τι να κάναμε, κρυβόμαστε στο χειμωνιάτικο και περιμέναμε αμίλητοι μέχρι να ακουστεί η φιλαρμονική  να παίζει τα κάλαντα σε κάποιο γειτονικό σπίτι.
Ήταν κι ένας- δυο, μεγάλοι αυτοί, που γύριζαν στα σπίτια της γειτονιάς κρατώντας στα χέρια τους ένα γραμμόφωνο  που έπαιζε τα  κάλαντα καθώς γύριζε ο δίσκος των 75 στροφών. Αυτοί ήταν σχεδόν πάντοτε οι τελευταίοι, έρχονταν κατά το μεσημέρι και  αργότερα. Ανταγωνίζονταν κάποιους τσιγγάνους με κλαρίνα και νταούλια που τραγουδούσαν κι αυτοί τα κάλαντα, τρόπος του λέγειν τραγουδούσαν, αφού δεν ξεχώριζε κανείς παρά κάποιες λέξεις σωστές από τα λόγια των εορταστικών  αυτών τραγουδιών.
Έτυχε κάποια χρονιά να βρεθώ τις γιορτές ων Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς στο χωριό της γιαγιάς, ήμουν στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου. Εκεί, το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, άκουσα  μια παρέα παιδιών που τραγουδούσαν τραγούδια της εποχής, τραγούδια για την αγάπη. Ανάμεσά τους είδα το πιο ωραίο πρόσωπο που αντίκρισα στη ζωή μου, να τραγουδάει με τη γλυκιά φωνή της  που ξεχώριζε,  τη Μαρία που ερωτεύτηκα με πάθος, ξεπεταρούδι εγώ κι αυτή πέντε χρόνια μεγαλύτερη. Δεν της μίλησα ποτέ, και τι να πω που κόμπιαζα και κοβόταν η λαλιά μου όταν τύχαινε να βρεθούμε μαζί, αργότερα, τα καλοκαίρια που παραθέριζα στο χωριό της γιαγιάς. Ήταν μια αλλιώτικη, αξέχαστη, γλυκιά Πρωτοχρονιά που έρχεται συχνά στον νου μου και νιώθω την άφατη εκείνη ηδονική διάθεση, λες και βρίσκομαι ξανά  στο σπίτι της γιαγιάς και βλέπω τα παιδιά να τραγουδούν στο δρόμο και ανάμεσά τους το γλυκό πρόσωπο της Μαρίας. 
Τύχαινε κάμποσες  φορές στις γιορτές, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά να γίνει κάποια φασαρία, αν δεν εξελισσόταν σε άγριο καυγά. Ήταν νομίζω η υπερευαισθησία του πατέρα μου και τα νεύρα του που χρόνο με τον χρόνο πήγαιναν προς το χειρότερο. Τον θυμάμαι όμως μια φορά, βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Στο πικάπ είχε βάλει ένα ρεμπέτικο τραγούδι. Ξαφνικά, σηκώθηκε από την καρέκλα του, την πέταξε στο πάτωμα και άρχισε να χορεύει ένα ζεϊμπέκικο, ποτέ άλλοτε δεν τον είχα δει να χορεύει. Ύστερα, άρχισε, σχεδόν σαν παραμιλητό, να διηγείται πόσο όμορφα ήταν την τελευταία Πρωτοχρονιά στο σπίτι τους στη Σμύρνη, ήταν δώδεκα χρόνων παιδί. Δεν είχε πει  ποτέ ούτε μια κουβέντα για τα παιδικά του χρόνια πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή, ούτε ξαναμίλησε για αυτά μέχρι που άφησε την τελευταία του πνοή σε ένα κρεβάτι του νοσοκομείου παραμονές των Χριστουγέννων.
Όταν έφταναν οι γιορτές γέμιζαν οι δρόμοι και οι αυλές των σπιτιών, οι αλάνες και τα χωράφια με τα παιχνίδια των παιδιών. Παίζαμε γκαζόζες στους  λασπωμένους δρόμους, άκουγε κανείς φωνές και διαπληκτισμούς: «Μηνέσκει και σαρωμένα», «μίτζα, στρίτζα με την πρώτη κι οι μπαουλιασμένοι μέσα», «κούζος και πρόκουζος», και άλλα τέτοια πολλά, ακατανόητα για τους αδαείς. Παίζαμε το παιχνίδι «χαρτάκια» με τα καπάκια και τους πάτους από τα χαρτονένια πακέτα των τσιγάρων, τα βάζαμε σωρό στο κέντρο ενός κύκλου και σκοπεύαμε πετώντας από ικανή απόσταση μια πλακουδή πέτρα, την αμάδα. Κέρδιζες όσα χαρτάκια πετάγονταν έξω από τον κύκλο. Βρίσκαμε άφθονα άδεια πακέτα δεν είχαν ακόμη μπει στην αγορά τα αμερικάνικα τσιγάρα, αυτά τα διακινούσαν τότε οι μαυραγορίτες.
Η μάνα μου έφτιαχνε λαλαγγίδες με εκείνη την υπόξινη γεύση την απολαυστική. Τις τρώγαμε με μια ωραία σκληρή φέτα, που πια δεν βρίσκεις πουθενά τη νοστιμιά της. Έφτιαχνε και γαλατόπιτα και τυρόπιτα και τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς ο πατέρας έκοβε την βασιλόπιτα που, κάποιες χρονιές, σε εποχές παχιών αγελάδων, μέσα είχε βάλει μια αληθινή αστραφτερή χρυσή λίρα. Ίσως να μην ήταν όμως χρυσή γιατί ποτέ δεν έτυχε σε μένα ώστε να μπορώ τώρα να βεβαιώσω τη γνησιότητά της. Κάποτε, ύστερα από χρόνια, οι γονείς μου είχαν προ πολλού απέλθει, σε μια άλλη κοπή  βασιλόπιτας. Μου έτυχε το φλουρί. Δεν χρειάστηκε να διαπιστώσω τη γνησιότητά του ήταν πάνω γραμμένη η χρονολογία του νέου έτους. Διαπίστωσα όμως με πόσο πικρά βλέμματα με αντίκρισαν οι οικοδεσπότες.
Μια  Πρωτοχρονιά, είπα τα κάλαντα στη μητέρα μου και στον αδερφό της που φιλοξενούσαμε στο σπίτι και συγκέντρωσα ένα ποσό για να αγοράσω ένα μικρό λαστιχένιο τόπι. Πήγαα στο μαγαζί που πουλούσε παιχνίδια, αγόρασα το τόπι μου και έσπευσα τρέχοντας στη γειτονιά. Φώναξα δυο-τρια παιδιά, μαζεύτηκαν και μερικοί ακόμη και αρχίσαμε το διπλότερμα. Φορούσα κάτι καινούργια παπούτσια που μου είχε φτιάξει, παραγγελία, ο πατέρας μου. Εκείνους τους καιρούς  δεν  υπήρχαν στα υποδηματοποιεία παπούτσια του εμπορίου για όλα τα νούμερα. Πήγαινες  στο μαγαζί, σου έπαιρναν  τα μέτρα, ανυπόδητο,  διάλεγες  ένα  δέρμα για το κυρίως παπούτσι και ένα δέρμα για τις σόλες  και ύστερα από μερικές  ημέρες παραλάμβανες περνώντας από το κατάστημα τα  παπούτσια σου. Έπαιζα με μανία μέχρι το σούρουπο, όταν σε μια στιγμή αντιλήφθηκα τις σόλες των παπουτσιών μου να έχουν τρυπήσει,ποιος ξέρει τι καμένα δέρματα είχε βάλει ο τσαγκάρης. Ήταν και το γήπεδο που παίζαμε σκληρό. Ήταν όμως ακόμη πιο σκληρό το ξύλο που έφαγα, πρωτοχρονιάτικα, από τον πατέρα μου όταν παρατήρησε πώς είχαν γίνει τα παπούτσια μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου