27/11/16

Σαν χτυπήσαμε την πόρτα του θαλερού σπιτιού των παιδικών μας χρόνων,
που το ’χαμε θαμμένο πίσω απ’ τους αιώνες,
τα βουνά και τους χειμώνες·
οι οικοδέσποινα μας προϋπάντησε φορτωμένη η ίδια απ’ τα χρόνια.
Όλα εξέπεμπαν μίαν εξαίσια ευωδιά και ομορφιά παλαιικής αφέλειας,
που ανέδυε μια σφριγηλή ανάμνηση.
Ο κούκος πρόβαλλε απ’ το ρολόι να σημάνει τρεις με μιαν ανέγγιχτη από το χρόνο
βεβαιότητα και μία τάση αιώνιας προθυμίας
– κάτι τόσο ερωτικό και τόσο περισπούδαστο.
Ώρα για το σεργιάνισμα στο δάσος με τις αναμνήσεις.
Κι ενώ όλα σαλεύανε στην αεικίνητη φθορά τους,
εκείνος ο κούκος ‒ νέος ακόμα ‒ σήμαινε την ώρα στο ρολόι του κόσμου και του θανάτου
με μια στιλπνή ανιδιοτέλεια
που ερέθιζε της πέτρας και του δειλινού το θυμικό.
Μέχρι που μάθαμε πως και ο ίδιος είχε αναστηθεί προς τιμή ενός νοσταλγού κι αθάνατου επισκέπτη.

Δημήτρης Σανταμούρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου