Σαν χτυπήσαμε την πόρτα
του θαλερού σπιτιού των παιδικών μας χρόνων,
που το ’χαμε θαμμένο
πίσω απ’ τους αιώνες,
τα βουνά και τους χειμώνες·
οι οικοδέσποινα μας προϋπάντησε φορτωμένη η ίδια απ’
τα χρόνια.
Όλα εξέπεμπαν μίαν εξαίσια
ευωδιά και ομορφιά παλαιικής αφέλειας,
που ανέδυε μια σφριγηλή ανάμνηση.
Ο κούκος πρόβαλλε απ’
το ρολόι να σημάνει τρεις με μιαν ανέγγιχτη από το χρόνο
βεβαιότητα και μία τάση
αιώνιας προθυμίας
– κάτι τόσο ερωτικό και
τόσο περισπούδαστο.
Ώρα για το σεργιάνισμα
στο δάσος με τις αναμνήσεις.
Κι ενώ όλα σαλεύανε
στην αεικίνητη φθορά τους,
εκείνος
ο κούκος ‒ νέος ακόμα ‒ σήμαινε την ώρα στο ρολόι του κόσμου και του θανάτου
με μια στιλπνή ανιδιοτέλεια
που ερέθιζε της πέτρας και του δειλινού το θυμικό.
Μέχρι
που μάθαμε πως και ο ίδιος είχε αναστηθεί προς τιμή ενός νοσταλγού κι αθάνατου
επισκέπτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου