6/11/16

Τα αμετάδοτα

«Έλα στους δύσκολους δρόμους, αυτούς που χρόνια τώρα γεννάνε πράγματα ενδιαφέροντα». Αυτήν την πρόκληση απηύθυνε το ξανθό αγόρι στον ερημίτη. Και εκείνος χαμογέλασε – δεν ήθελε άλλο αυτούς τους δρόμους. Τους είχε περπατήσει, μόνος ή συντροφιά με την αγαπημένη του φίλη κάποιες φορές ιδιαίτερες. Δεν ήταν μόνο οι δρόμοι του αγώνα, όπως τους είχαν ονομάσει για να τους κλείσουν μέσα σε ένα μουσείο ομοιωμάτων. Ήταν οι δρόμοι των παθών, των λαθών και των συναισθημάτων. Αυτούς τους τελευταίους είχε περπατήσει με την φίλη του. Αλλά όλα αυτά δεν μπορούσε να τα πει στο αγόρι. Η εμπειρία δεν μεταδίδεται. Απλώς κείται στον ήλιο όπως ο θεϊκός οκτάπους.
Δεν μπορούσε όμως να απογοητεύσει το αγόρι. Οι δρόμοι, ναι, έτσι νόμιζε, γεννούσαν νέα πράγματα. Όμως τίποτε δεν είναι εντελώς νέο. Παραλλαγές ενός αρχετυπικού δράματος ζούμε και νομίζουμε ότι όλα είναι ή γίνονται πρώτη φορά. Απλώς οι λεπτομέρειες διαφέρουν. Το αγόρι είχε συνέλθει από την ταλαιπωρία του και ήθελε να μάθει. Διψούσε για την γνώση. Πώς να του πει ο ερημίτης ότι η μεγαλύτερη γνώση είναι η άγνοια, ώστε να ξαναγίνεις παρθένος; Πώς να του πει ότι αυτή είναι μια πορεία δύσβατη, γιατί είσαι υποχρεωμένος να πετάς πράγματα, κομμάτια του εαυτού σου, ακόμη και πληγές;
Όπως τότε, πριν από κάποια χρόνια που η αγαπημένη του φίλη του είχε βγάλει τα ρούχα για να μετρήσει στο σώμα του τις πληγές του και να αρχίσει να τις αφαιρεί. Να τις πετά μακριά σαν κάτι άχρηστο, βαρύ. Και πως ο ίδιος ξεγύμνωσε την ψυχή της, μόνο και μόνο για να βγάλει από μέσα της έναν κόμπο που την βασάνιζε χρόνια τώρα, από τότε που θυμόταν τον εαυτό της.
Ακόμη μια δύσβατη πορεία επίμονη. Αλλά όλα αυτά μόνο τα ζεις, δεν τα μεταδίδεις. Δεν μπορούσε να δεχτεί την αγωνία του παιδιού για το αύριο, αυτό το άγχος του να γνωρίσει τη ζωή. Την ζωή, του είπε, δεν την γνωρίζεις, την ζεις. Στάλα, στάλα, μέρα, μέρα.

Πήρε τις κυριακάτικες εφημερίδες που του τις έφερνε πάντα ο ταχυδρόμος, πέταξε από μέσα τους τα διάφορα στολίδια που τις βάραιναν και άφησε μόνο τα σώματα με τα κείμενα. Μπορείς αυτό να το κάνεις κάθε μέρα; ρώτησε το παιδί. Το κάνω κάθε μέρα, είπε ο ερημίτης, αυτό θα ’θελα να κάνεις και εσύ. Γιατί κάπως έτσι θα καταλάβεις την αξία του πόνου του γραπτού κειμένου. Θα καταλάβεις τον μόχθο του συντάκτη, όχι μόνο να γράψει, αλλά να ξεχωρίσει από το σωρό των στολιδιών που έχει η εφημερίδα.
 Το αγόρι τον άκουγε σκεφτικό. Του φαίνονταν περίεργα πράγματα αυτά. Μάλλον και ο Ιησούς έτσι αθώος θα ήταν, όταν ήταν μικρός. Αλλά δεν έχουν σημασία αυτά, ένοιωθε πως έλεγε στο παιδί μόνο λόγια. Δεν μπορούσε να του πει τίποτε άλλο.
Τώρα ήθελε να το πάει μια βόλτα, εκεί που τελειώνει η γη και αρχίζει η θάλασσα. Να βγάλουν τα παπούτσια τους και να βάλουν τα πόδια τους στο αλμυρό νερό. Να αφεθούν στο άγγιγμα του ήλιου και να σκεφτούν πάνω στα ανθρώπινα. Αλλά και αυτό δεν μπορούσε να το κάνει. Γιατί απλώς θα ήταν μια πράξη μηχανική, που το παιδί θα την έκανε από ευγένεια και μόνο.
Σκεφτόταν τους "θεσμούς". Άλλωστε οι εφημερίδες ήταν γεμάτες από αυτές τις ειδήσεις. Πόσο φτηνοί ήταν οι "θεσμοί". Πόσο λίγοι. Γι' αυτό προσπέρασε όλες αυτές τις ειδήσεις και πήρε το παιδί από το χέρι για να τον πάει στην Καισαριανή. Αυτά, του είπε, είναι τα ιερά σκηνώματα. Αυτών που ζήσαν στάλα στάλα την ζωή τους με ενδιαφέρον, μέχρι τη στιγμή που τους έστησαν στον τοίχο. Αυτοί που δίδαξαν. Το παιδί κοιτούσε τα ονόματα και προσπαθούσε να καταλάβει. Να καταλάβει το μέγεθος της βίας.
Ο ερημίτης έκανε τον σταυρό του, πήρε το παιδί από το χέρι και κίνησαν κατά τον Πειραιά. Είμαι πάντα κοντά σου να το ξέρεις.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ

Λυδία Δαμπασίνα, Gini coefficient, 2016, Γενί Τζαμί, Θεσσαλονίκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: