26/8/11

Ταξίδια στα Βαλκάνια (4)

Σόφια  (Σαρδική) 1173

ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Γρηγόριος Αντίοχος (1125; - μετά το 1196), από νεαρός στο δικαστικό σώμα υπό τον μεγάλο δρουγγάριο Ανδρόνικο Καματηρό μέλος της αριστοκρατίας των Κομνηνών, στάλθηκε στην περιοχή της Σόφιας, στο πλαίσιο στρατιωτικής κινητοποίησης μετά το θάνατο του Στεφάνου Γ΄ της Ουγγαρίας (1162-72). Από εκεί γράφει στον παλαιό δάσκαλό του Ευστάθιο, μετέπειτα μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, μια επιστολή, της οποίας το τέλος δεν έχει σωθεί.
Δημήτρης Καλόγηρος-
Η αίσθηση του χρώματος
Βρισκόμαστε στα χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ Κομνηνού (1143-1180) που καλλιέργησε τους δεσμούς της αυτοκρατορίας και της φαμίλιας του με τη Δύση και ειδικά τους Ούγγρους. Παρόλα αυτά, εξηγείται εύκολα γιατί χρειάστηκε να αντιμετωπίσει στρατιωτικά τόσο τους Ούγγρους όσο κυρίως τους Σέρβους που προσδοκούσαν ευνοϊκές συγκυρίες για να συγκροτήσουν τη δική τους πολιτική οντότητα. Στην επιστολή του ο Γρηγόριος, διατυπώνει, όπως κι ο Θεοφύλακτος Αχρίδος, κοινότοπα παράπονα που δεν παρέλειψαν να εκφράσουν κι άλλοι φορείς εξουσίας που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Πόλη. Νεότεροι μελετητές κάνουν λόγο για «τη ‘θεατρική’ ρητορική» και «την ‘επιδεικτική’ ευγλωττία» της περιόδου των Κομνηνών. Το κύριο ερώτημα ωστόσο είναι τι παρατηρεί γύρω του ο συγκεκριμένος υπάλληλος/διανοούμενος και τι επιλέγει να περιγράψει. Ο λόγος του, που βρίθει από υπερβολές, ρητορικά σχήματα και αρχαϊσμούς (ακόμα και τα νομίσματα, με τα οποία συναλλάσσεται, τα ονομάζει δραχμές, οβολούς και ασσάρια), στόχο έχει απλώς να εκφράσει τη δυσαρέσκεια εξαιτίας της εξορίας του και την απαξίωσή του για τον ξένο τόπο ή μήπως να σκιαγραφήσει έμμεσα μια θεμελιώδη αντίθεση, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα την πολυμάθειά του;
Η ανάλυση περιεχομένου του λόγου αυτών των φορέων εξουσίας, στενά εξαρτημένων από αριστοκράτες πάτρωνες, επιτρέπει να ανιχνεύσουμε μια ρητή ή υπόρρητη ρητορική της απαξίωσης του υλικού κόσμου (π.χ., μέσα από σχεδόν αδιόρατα πατερικά δάνεια με υπερβατικό περιεχόμενο), που βρίσκεται σε φανερή συνάφεια με τις όλο και πιο επεξεργασμένες λεκτικές και εικονικές αποτυπώσεις του κακού (διάβολος), που κατακλύζουν την καθημερινή ζωή μετά τον 11ο αιώνα. Στην ουσία όλοι αυτοί οι εκφραστικοί τρόποι φαίνεται να συγκροτούν μια υπόρρητα θεολογική ρητορική, ενδεικτική της ευρείας διάχυσης της θεοκρατικής κοσμολογίας (πνεύμα-ύλη) και στην κοσμική σφαίρα. Ακριβώς όμως, εξαιτίας του υπερπροσδιορισμού τής τελευταίας από μια παρα-θεολογική ρητορική, συσκοτίζονται οι κοινωνικές αντιπαλότητες και τα ιδεολογικο-πολιτικά διακυβεύματα για τα οποία η εκκλησία αντιπαλεύει τόσο τους αιρετικούς (δυιστές, μονοφυσίτες, Δυτικοί κ.ά.) όσο, κάποτε, και το κράτος.
Όπως και να ‘χει, η παρακάτω επιστολή, παρά τις ρητορικές συμβάσεις και τους αρχαϊσμούς, είναι ενδιαφέρουσα για τις πληροφορίες γύρω από τους ανθρώπους, το κλίμα της βόρειας Βαλκανικής, τα λιγοστά φρούτα και λαχανικά, τα άφθονα και γι’ αυτό φτηνά κτηνοτροφικά προϊόντα, τα παστά ψάρια κ.λπ., όπως τα βίωσε και –με a priori αρνητικό τρόπο– περιέγραψε ένας ανώτατος βυζαντινός υπάλληλος.

Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 


Ο «άκηπος» τόπος

Πρώτο αυτό το γράμμα σε σένα γράφω και διεκτραγωδώ όσα υφίσταμαι στη Σαρδική, θεσπέσιε δέσποτα. Ή τε γαρ παροικία μου εμακρύνθη, που λέει κι ο προφήτης, και μέχρι τώρα είμαι αποξενωμένος από την αγαπημένη μου πατρίδα, ο δυστυχής, απ’ τον γλυκύτατο πατέρα μου […] απ’ τους υπόλοιπους δικούς μου και τους αγαπημένους συνομήλικούς μου κι ακόμα από τα βιβλία, τους λόγους και τις αναγνώσεις όπου με καθοδήγησες εσύ ιερή κεφαλή.
Και δεν με στενοχωρούν μόνο αυτά· σ’ αυτή την αναθεματισμένη Βουλγαρία είμαι απαρηγόρητος με την ακανόνιστη εναλλαγή των εποχών, που, ως φαίνεται, είναι το μόνο μέρος της οικουμένης όπου δεν έρχεται καλοκαίρι και φθινόπωρο και άνοιξη αλλά μόνο ο χειμώνας, η πιο δύσκολη κι οδυνηρή εποχή. Όταν σ’ εμάς είναι καλοκαίρι, εδώ ψύχος, πάχνη και πάγος, το κρύο του χειμώνα είναι σαν στα Τάρταρα. Ο ουρανός πάνω απ’ τα κεφάλια μας πάντα συννεφιασμένος και η ατμόσφαιρα γύρω μας συνέχεια μουντή· δεν νιώθεις κανένα χαμόγελό της, μόνο πενθεί με τη βροχή και  νεροποντή πέφτει, σα δάκρυα που κλαίνε την ξεραΐλα και την ακαρπία της γης, μου φαίνεται. […] Κι αν ποτέ τύχει και φανεί ροδοδάκτυλη αυγή, αμέσως σα να φθονεί που άφησε να τη δουν –όπως οι αλαζόνες συνοφρυωμένοι και ανέραστοι έφηβοι– προκαλεί με τα δάχτυλά της νεφελώδες χιτώνιο και καλύπτει το ωραίο της σώμα.
Κι οι κάτοικοι της χώρας, τους έβλεπες πάντα τυλιγμένους στην κάπα τους και με αρνίσια δέρματα εφοδιασμένους και καπέλα που καλύπτουν εντελώς τα κεφάλια τους κι, όπως λέει ο Απόστολος, μες στα δέρματα των μικρών προβάτων και των κατσικιών, και, πάλι σύμφωνα με τον ίδιο, ο νους μου πρέπει να αιχμαλωτιστεί στους Βουλγάρους. Έτσι, λοιπόν, επειδή η  θέση της Σαρδικής έτυχε να είναι σε τόπο με βαρύ κλίμα, δεν είναι καλή στα ούτε κηπευτικά, στα λαχανικά και στα οπωροφόρα δέντρα· ούτε ευδοκιμεί η αμπελοκαλλιέργεια ώστε από πυκνές σειρές ριζών να παραχθούν πολλά σταφύλια. Εξάλλου, η Δήμητρα δεν μου φαίνεται να πάτησε αυτόν τον τόπο, όταν περιπλανήθηκε σ’ ολόκληρη τη γη, αναζητώντας την κόρη της, και σκόρπαγε τα αγαθά της στους λαούς που συνάνταγε· κι ούτε ο Διόνυσος να έσεισε εδώ το θύρσο του, κάνοντας να φυτρώσουν πλοκάμια αμπελιών και χορεύοντας με τον Πάνα και τους Σατύρους βακχικό και μανικό χορό. Γι’ αυτό και στη χώρα δεν ευδοκιμούν οπωροφόρα δέντρα ούτε αμπέλια χαμηλά ούτε κληματαριές αναρριχόμενες σε στέρεα κοντάρια. Αν τύχει και βρεις φρούτα, αυτά που φέρνουν από μακριά όσοι οδηγούν αιχμαλώτους, είναι ξεραμένα και αρρωστημένα με όψη κιτρινωπή. Και τα μήλα είναι κατσιασμένα και σαν να γέρασαν στα δισάκια και τα πανέρια –όπως σε δεσμωτήριο–, με λίγο ή καθόλου κόκκινο (σαν αυτό των φρεσκοκομμένων) χρώμα στην όψη τους, σε βαθιά γηρατειά και παλιοκαιρίσια. Τ’ αχλάδια φαίνονται να τάχουν άτεχνα χρησιμοποιήσει στη μάχη τους οι πυγμάχοι, εξού κι έχουν μωλωπισμένη και μπλαβιά τη μούρη τους. Τα σύκα, με το περισσότερο μέλι βγαλμένο, είναι σαν ξεραμένα και σαν λιποθυμισμένα από μεγάλη πεζοπορία. Τα σταφύλια, με μικρές ρόγες και περίλυπα σαν να συνθλίφτηκαν στα πατητήρια και σαν να ’ρθαν κι αυτά από μακριά, απ’ την ταλαιπωρία μίκρυναν και στα κόκαλα και στο δέρμα.
Τα ωραία, λοιπόν, της Σαρδικής δεν τα κατέφαγε η φωτιά –όπως λένε– αλλά το αντίθετο, το κρύο κι ο πάγος. Κι ούτε, αν περιδιαβαίνεις στο δρόμο, θα σε ευχαριστήσει αηδόνι που κελαηδεί και χελιδόνι που τιτιβίζει και οι μουσικές των πουλιών κι όσα αρέσκονται να κελαηδούν και φορούν στο στήθος τους το βάρβιτο· όχι με τις νεκρές χορδές του αλλά τις έμψυχες, που δονούνται μόνες τους και που έχουν την κίνηση μέσα τους. Προφανώς. Σε ποιο άλσος θα μπορούσαν να κελαηδήσουν; Σε ποια λιβάδια θα ξεδίπλωναν τα φτερά τους; Σε ποια δέντρα να κοιμηθούν; Σε ποια να βρουν ανάπαυση με τα νεογνά τους; Σε ποιο φύλλωμα να φυλαχτούν από τη βροχή και τον καύσωνα; Άδεντρος και «άκηπος» είναι ο τόπος και μέρος όχι μόνο αφανισμού, όπως λέει κι ο προφήτης. Κι αν ποτέ θες να ξεκουραστεί τ’ αυτί σου, από ’δω το βέλασμα των προβάτων σ’ ενοχλεί, από ’κει ο μηκασμός των κατσικιών κι απ’ αλλού των βοδιών κι αλλού το γρύλισμα των μικρών γουρουνιών.
Κι η διατροφή είναι δυσάρεστη κι ακόμα χειρότερη. Γιατί το ψωμί είναι από πίτουρο και κεχρί κι αυτό μισοψημένο, […] σταχτόπιτα με καπνιά και γεμάτη σκόνη. Και το κρασί οξύ και χαλασμένο, εχθρός του στομαχιού, θα ’λεγε κανείς, αιχμηρό δόρυ που το χτύπησε. Και τα παστά ψάρια είναι σαπισμένα κι έχουν τραφεί με πολύ βρώμα. Υπάρχουν και φρέσκα λιμνίσια και ποταμίσια ψάρια που είναι γεμάτα βόρβορο και ακαθαρσία κι έρχεται αηδία σ’ όποιον πάει να τα φάει. Γιατί, πως θα μπορούσαν τα λιμνάζοντα νερά να εκθρέψουν κάτι καλύτερο από τα βατράχια και τις βδέλλες που μεγαλώνουν σ’ αυτά; Και –κάτι που είναι χείριστο, επειδή είναι ευτελέστατο– απ’ τα ψάρια περισσότερο εκτιμάται το βόδι, το ογκωδέστερο απ’ τα τετράποδα. Το μόνο φτηνό που έχει ο τόπος είναι οι γεμάτες με γάλα καρδάρες και ξύλινα, από κισσό, ποτήρια, που πουλιούνται για λίγες δραχμές· τα καλαμωτά, για λίγα κέρματα κι οβολούς, γεμάτα με φρέσκο τρεμουλιαστό τυρί που βρωμάει τραγίλα και σου προκαλεί δυσάρεστη αίσθηση.
Δεν θα μιλήσω για τις πνιγηρές καλύβες με τις «χορτωροφές» και τα μικρά κελιά φτιαγμένα από καλάμια, πάπυρους κι άχυρα, έργα οικοδόμων φειδωλών, θαρρώ, και ταπεινών που αγνοούν εντελώς το μέτριο, ή πάρεργα μάλλον πρόχειρα κι όχι σπουδαία. …».

Πηγή: J. Darrouzès, Deux lettres de Grégoire Antiochos écrites de Bulgarie vers 1173, Byzantinobulgarica 23, 3 (Σόφια 1962). Μετάφραση Α.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου