26/8/11

Ο σαρανταπόδαρος

ΔΙΗΓΗΜΑ
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗ

Δημήτρης Καλόγηρος- Η αίσθηση του χρώματος 
Τον καιρό εκείνον, κάπως έτσι γίνονταν τα πράγματα. Πολλά τα στόματα, μικρός ο κλήρος. Ακόμη πιο μικρό το χωριό κι είχαν ήδη αρχίσει να ακούγονται διάφορα. Ότι μίλησε με τον έναν ή ότι την είδαν στο δρόμο αγκαζέ με τον άλλον ή ότι κοίταξε λίγο παραπάνω τον τρίτο. Τα πιο πολλά ψέματα και κακίες του κόσμου, αλλά έφταναν για να βλάψουν την ίδια και την οικογένειά της.
Τρία προξενιά στη σειρά τα γύρισε αμέσως πίσω. Δεν θα έτρωγε, όπως η μάνα της, όλη τη ζωή της στα καπνά, στα βαμβάκια και στα αμπέλια. Στο τέταρτο άρχισε να το καλοσκέφτεται. Μπορεί να είχε τα διπλά της χρόνια ο ενδιαφερόμενος, αλλά θα γλίτωνε μια και καλή από το χωριό. Είχε κι ένα ωραίο τσιγκελωτό μουστάκι, ίδιο με του πατέρα της.
Τη μέρα του γάμου την πήρε παράμερα η μάνα της. Πέντε χρόνια αφότου είδε αίμα ανάμεσα στα πόδια της, πρώτη φορά την άκουγε να της μιλάει για τέτοια πράγματα. Φόβος, ανάγκη, περιέργεια και ντροπή, όλα μαζί ένα χαρμάνι που έπηζε ακατέργαστο, θολό μες την ψυχή της.
Την ώρα του μυστηρίου τής φάνηκε ότι είδε το τσιγκελωτό μουστάκι να ξεκολλάει από τα χείλη του γαμπρού και να τσουλάει από το πηγούνι του, για να φτάσει μέχρι τον ώμο του και από εκεί να παίρνει θέση για να της ορμήσει. Το ένιωσε να σέρνεται ύπουλα κάτω από το λευκό της νυφικό, να τρυπώνει ανάμεσα στα στήθη, να γλιστράει πάνω από την κοιλιά και να διεισδύει ανάμεσα στους μηρούς της. Έκλεισε τα μάτια λιγωμένη και μια πρωτόγνωρη γλύκα διέτρεξε από άκρη σε άκρη όλο το κορμί της, ενόσω ο ιερέας τη συμβούλευε «να φοβείται», όπως κάθε άλλη γυναίκα, «τον άντρα». Κατακόκκινη από τη ντροπή, έδωσε μεγάλη δύναμη στο πόδι, σαν να ’θελε να λειώσει ένα ενοχλητικό έντομο ή ένα απειλητικό ερπετό. Έσκουξε από τον πόνο ο γαμπρός και ένα χαμόγελο ικανοποίησης απλώθηκε σε όλο το σόι της νύφης.
Αργά τη νύχτα στο δωμάτιο, όταν αποφάσισε να πάρει πρωτοβουλία για να τον βγάλει από τον δισταγμό και την αμηχανία, την άρπαξε δυνατά από τα μαλλιά, την τράβηξε κάτω από το κρεβάτι και τη μαύρισε στο ξύλο. Μια και καλή, για να το βάλει στο μυαλό της: Αν γύρευε  πουτάνα, ήξερε πολύ καλά πού θα την βρει. Μητέρα για τα παιδιά του ήθελε. Πάει να πει ότι από δω και πέρα θα έπρεπε να είναι υπάκουη, μετρημένη και οικονόμα. Σε όλα της.
Ύστερα από λίγες μέρες, μάζεψε τα πράγματά της και τον ακολούθησε στη Γερμανία. Στην αρχή, που δεν ήξερε ακόμη τη γλώσσα, έβγαζε το μεροκάματο σε ευκαιριακές δουλειές, αλλά στη συνέχεια βρήκε μόνιμη θέση σε ένα εργοστάσιο κατασκευής υαλικών. Παίρνανε την άμμο, την ανακατεύανε με σόδα και ασβεστόλιθο και, αφού την ψήνανε στους 1700 βαθμούς, βγάζανε σε καλούπια γυάλινα μπουκάλια.
Στο χωριό επέστρεφε μια φορά στα δύο χρόνια, πάντα καλοκαίρι, με τον άντρα και τα δυο παιδιά της. Με το που άνοιγε το σπίτι, η πρώτη δουλειά ήταν να θειαφίζει από άκρη σε άκρη όλη την αυλή. Τι το θες, χριστιανή μου, το δηλητήριο αφού δεν έχει φίδια; έλεγαν οι γειτόνισσες. Έχει όμως σαρανταπόδαρους, έκοβε απότομα την κουβέντα. Δεν ήθελε  πολλά πολλά μαζί τους.
Τριάντα ολόκληρα χρόνια έμεινε στη Γερμανία. Κοριτσάκι ήταν όταν έφυγε και όταν γύρισε έμοιαζε γριά, πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο ήταν στην πραγματικότητα, με κλονισμένη την υγεία και τσακισμένα νεύρα.
Τουλάχιστον όμως γύρισε. Θα μπορούσε να ξενοιάσει λίγο, θα μπορούσε να κοιτάξει καλύτερα την οικογένειά της, θα μπορούσε να χαρεί λίγο τη ζωή της. Έτσι νόμιζε.
Στο χρόνο πάνω πέθανε ο άντρας της από καρκίνο. Ο γιος της έμπλεξε στο στρατό με ναρκωτικά και έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του κάπου στην Αθήνα. Η κόρη της κακοπαντρεύτηκε με έναν πολύ μεγαλύτερο από το χωριό και έφυγε μαζί του στη Γερμανία, αφού προηγουμένως πούλησαν κοψοχρονιά τα τελευταία χωραφάκια της οικογένειας. Της έμεινε μόνο το σπίτι και μια ψωροσύνταξη, για να τα βγάλει πέρα.
Στο χωριό δεν είχε κανέναν. Μια πρωτοξαδέλφη τής κρατούσε μούτρα από παλιά για κάτι κληρονομικές διαφορές και με τις γειτόνισσες δεν είχε ποτέ πάρε-δώσε. Κανείς δεν την νοιαζόταν και κανείς δεν την επισκεπτόταν, εκτός από τα πιτσιρίκια του χωριού που μαζεύονταν έξω από το σπίτι της για να την πειράξουν. Ότι είδαν πράσινες σαύρες στην πόρτα της ή ότι ένα τεράστιο φίδι κρεμόταν στα κεραμίδια της ή ότι μια στρατιά από σαρανταποδαρούσες ετοίμαζε βραδινή έφοδο στην αυλή της.
Τα έπαιρνε δήθεν για αστείο, αλλά κατά βάθος έτρεμε το φυλλοκάρδι της. Με το που βαριούνταν κι έφευγαν τα παιδιά, κούρνιαζε σε μια γωνιά τρομαγμένη κι έκανε ώρες ολόκληρες για να συνέλθει.
Θειάφι όμως σταμάτησε από καιρό να βάζει. Προτιμούσε να κλείνεται από νωρίς στο σπίτι, διπλαμπαρώνοντας με αλυσίδες και σύρτες τις πόρτες και τα παράθυρα.
Κι όμως, δεν το έκανε για να φυλάγεται. Όλο το βράδυ τυραννιόταν στο κρεβάτι με ορθάνοιχτα τα μάτια ή τριγυρνούσε στα άδεια δωμάτια, διαβάζοντας φωναχτά περικοπές από τη Βίβλο και θυμιατίζοντας τις εικόνες των Αγίων, και μόνο κατά τα ξημερώματα, όταν διέκρινε στο ταβάνι της κρεβατοκάμαρας τη σκούρα κι απειλητική μορφή ενός σαρανταπόδαρου, ίδιου με το μουστάκι του άντρα της, κι άλλους πολλούς από πίσω, ίδιους με τα μουστάκια όλων των αντρών που γνώρισε, άρχιζαν να βαραίνουν γλυκά γλυκά τα βλέφαρά της. Μέχρι που να ξυπνήσει, σχεδόν μεσημέρι πια, ένιωθε στον ύπνο της να φιδοσέρνονται πάνω σε όλο το κορμί της μιλιούνια οι σαρανταπόδαροι, πυρακτώνοντας με πονηρές σκέψεις, ένοχα μυστικά και οδυνηρές μεταμέλειες τον τελικό απολογισμό της ζωής της.
Έτσι που το γυαλί να ξαναγίνει λιωμένο θρύψαλο. Καμένη άμμος. Δηλαδή, σκόνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου