26/8/11

Με αφηγηματική βάση τον Γεώργιο Σκληρό

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΚΟΡΗ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ, Τρυφερός σύντροφος, μυθιστορία, εκδόσεις Άγρα, σελ. 294

Ο τίτλος του έβδομου λογοτεχνικού βιβλίου της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη υποβάλλει τη σύνθετη υπόσταση του κειμένου, γιατί δεν είναι απλώς αμφίσημος∙ εγκιβωτίζει και μία τρίτη, λογοτεχνικά φορτισμένη και υπαρξιακά ουσιωδέστερη, σημασία: αυτήν του θανάτου ως βιώματος, ως απειλής ή και λύτρωσης, που πάντα συνοδεύει την ανθρώπινη οντότητα. Η εκ πρώτης όψεως διαπιστωμένη αμφισημία (τρυφερός συμπαραστάτης του βίου και ευαίσθητος μύστης του σοσιαλιστικού-αριστερού οράματος) δεν αίρεται, αλλά εμπλουτίζεται και με μία τρίτη λειτουργική παράμετρο, που αναδύεται ευκρινώς από την ανάγνωση του βιβλίου.
Η αφηγηματική βάση του κειμένου συγκροτείται από τη ζωή και το θάνατο του Γεωργίου Σκληρού (1878 - 1919). Ο Γεώργιος Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στην Τραπεζούντα, έζησε στην Οδησσό, στη Μόσχα και στην Πετρούπολη, όπου μυήθηκε στην επαναστατική κοινωνιολογική σκέψη και σπούδασε ιατρική, στην Ιένα της Γερμανίας, όπου συνδέθηκε και με Έλληνες διανοουμένους (Αλέξανδρο Δελμούζο, Γιάννη Αποστολάκη, Κώστα Χατζόπουλο, Φώτο Πολίτη κ.ά.). Βίωσε τις συνέπειες της φθίσης και τον εγκλεισμό στο σανατόριο του Ταταρίνο της Ρωσίας.  Τέλος, εγκαταστάθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου, όπου και απεβίωσε νεότατος, θύμα της χρόνιας φυματίωσης που τον βασάνιζε αλλά και των ασφυκτικών υπαρξιακών του αδιεξόδων. Η μελέτη του Το Κοινωνικόν μας Ζήτημα (1907), που την υπέγραψε με το ψευδώνυμο «Γεώργιος Σκληρός» με το οποίο έγινε και ευρύτερα γνωστός, προσέχτηκε αλλά προκάλεσε έντονες αντιθέσεις και ισχυρούς κλυδωνισμούς σε μία κοινωνία, που τη χαρακτήριζαν βίαιες συγκρούσεις, κοινωνικές και ιδεολογικές. Το κείμενο της Δεληγιώργη εκπληροί τις δύο βασικές προϋποθέσεις, που θέτει ως sine qua non το ιστορικό μυθιστόρημα: α) το συγγραφικό υποκείμενο απέχει από τη βίωση της εποχής που περιγράφει, εφόσον ήλθε στη ζωή αργότερα και β) η περί ης ο λόγος εποχή περιγράφεται με όρους ρεαλιστικής πιστότητας, όσον αφορά τη γλώσσα, τα ήθη, τις ιδέες των ανθρώπων, τα γεωφυσικά και πολιτισμικά δεδομένα. Η Δεληγιώργη διαφαίνεται ότι έχει κάνει ενδελεχή έρευνα και των βιογραφικών δεδομένων του ήρωά της και της πρώτης εικοσαετίας του εικοστού αιώνα, αλλά προτιμά για το κείμενό της τον όρο «μυθιστορία» (και όχι «ιστορικό μυθιστόρημα»). Υποθέτουμε ότι η επιλογή της απέρρευσε από το ότι βασικά σημεία του κειμένου χτίστηκαν πάνω στην προσωπική της ευαισθησία, υπό την έννοια ότι αξιοποιήθηκε στην οικοδόμησή τους η υποκειμενική ματιά, που εναρμονίζεται με το ψυχολογικό κλίμα της ζωής και της βιοθεωρίας του Σκληρού, αλλά δεν θεμελιώνεται σε διακριβωμένο ιστορικό υλικό.
Η επιλογή της Δεληγιώργη καλλιτεχνικά δικαιώνεται, γιατί η λογοτεχνία δεν είναι ιστορία, ώστε να υποχρεούται να προσεγγίζει αυτό που διακριβωμένα έχει συμβεί. Η λογοτεχνία –ακόμη και στη ρεαλιστική εκδοχή της– αρκείται σε αυτό που θα μπορούσε να έχει συμβεί με βάση το ψυχολογικό κλίμα και το υπαρξιακό άνυσμα ηρώων και εποχής, επομένως ακόμη και η ρεαλιστική αφήγηση δικαιούται να συνδυάζει τον υποκειμενικό μύθο και την αντικειμενική ιστορία, σκιαγραφώντας αληθοφανώς τη ζωή, χωρίς το άγχος για εξεύρεση της απόλυτα εξακριβωμένης αλήθειας. Ο Τρυφερός σύντροφος, όπως και τα προηγούμενα πεζογραφικά βιβλία της Δεληγιώργη, είναι μία λογοτεχνικά λειτουργική σπουδή οντολογικής αναδίφησης και υπαρξιακής αναζήτησης: τα πρωτογενή σημεία της αφηγηματικής επιφάνειας συγκροτούν την πορεία της ζωής του Γεωργίου Σκληρού, αλλά η σπειροειδής εμβάθυνση στους αφηγηματικούς πυρήνες των ιδεολογικών του περιπετειών και των συναισθηματικών του εντάσεων και δονήσεων, γίνεται με συγγραφική ευαισθησία και πλήρη συναίσθηση των υπαρξιακών ερωτημάτων, που συνοδεύουν αναπόδραστα τη βάσανο τόσο του βίου όσο και της γραφής.
Η υψηλόβαθμη περιπλοκότητα της ζωής, της κοινωνίας, αλλά και της καλλιτεχνικής έκφρασης, καθρεφτίζονται στον αφηγηματικό ιστό του Τρυφερού συντρόφου. Η εναλλαγή πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης, η διαλογική αποτύπωση των συζητήσεων των προσώπων, η χρήση της τεχνικής του εσωτερικού μονολόγου, το επιστολικό υλικό, ερευνητικά διαπιστωμένο ή και ενίοτε φαντασιακά δημιουργημένο, καθώς και τα σημεία αυτοαναφορικότητας του αφηγηματικού υποκειμένου, συγκροτούν μία σύνθετη και ελκυστική πεζογραφική πραγματικότητα, που έχει εκδιώξει την απλοϊκότητα της γραμμικής και μονόπλευρης εξιστόρησης. Τα χρονικά και γεωγραφικά άλματα στοιχειοθετούνται σε έλλογη και λειτουργική αλληλουχία, που επιτρέπει την κάλυψη πραγματολογικών και χρονικών –για την εντελώς παραδοσιακή νοηματοδότηση- «κενών» από τον ενεργό αναγνώστη. Η συνθετότητα του χρόνου ως βιωματικού άξονα και ως φιλοσοφικού ζητουμένου και διακυβεύματος υποφώσκει στο ότι τα γεγονότα της ζωής του Σκληρού παρουσιάζονται με όρους χρονικής διαδοχής, αλλά οι τρεις αυτοαναφορικές συγγραφικές ενότητες (που έχουν μυθοπλαστικώς νόμιμα μεταβάλει την αφηγήτρια της μυθιστορίας σε ερευνήτρια της ιστορίας και όχι της φιλοσοφίας) αντιστρέφουν τη ροή του χρόνου, αφού προηγείται αφηγηματικά η κοντινότερη στο συγγραφικό παρόν αναφορά («Μάρτιος 2008»), ακολουθεί το «Ταξιδεύοντας» του «Αυγούστου 1994» και ως επίλογος του μυθιστορηματικού κειμένου τίθεται η «παλαιότερη» εγγραφή, που απομνημειώνει ταξιδιωτική εμπειρία, βιωμένη στα «τέλη Αυγούστου 1984».
Με τρόπο που κρατά αμείωτο έως το τέλος το αναγνωστικό ενδιαφέρον σκιαγραφείται σε πρώτο πλάνο ο γεμάτος βάσανα, συναισθηματικά περίπλοκος και ιδεολογικά σύνθετος βίος του Γεωργίου Σκληρού (σαφής και η ειρωνική συνδήλωση του ψευδωνύμου «Σκληρός» για έναν υπερευαίσθητο άνθρωπο), αλλά στο φόντο ανορθώνεται η συγκρουσιακή μετεξέλιξη της κοινωνικής κατάστασης και της ιδεολογικής διαπάλης. Το κείμενο, επίσης, κερδίζει πολλά από τη στέρεα φιλοσοφική συγκρότηση της συγγραφέως, γιατί όταν μυθοπλαστικά αναπτύσσονται διάλογοι που αφορούν οντολογικές δοκιμές, φιλοσοφικά συστήματα και κοινωνικές θεωρίες, τα στοιχεία οικοδομούνται με διαύγεια και βρίσκονται πειστικά ενσωματωμένα στο ήθος των λογοτεχνικών προσώπων, χωρίς να γίνεται περιττή επίδειξη γνώσεων και χωρίς να εκπέμπεται από το κείμενο η εξεζητημένη αύρα της λογοτεχνικής πόζας. Αντίθετα, ο λόγος των ηρώων –και όταν μιλούν, και όταν γράφουν, και όταν σκέπτονται– έχει ζωντάνια και φυσικότητα και συνάδει με την κοινωνική τους θέση, την ιδεολογική τους σκευή ή και την καλλιτεχνική τους ταυτότητα, όπως π.χ. στην περίπτωση του Κ. Π. Καβάφη, ο οποίος μαρτυρείται ότι παρακολούθησε στην Αλεξάνδρεια διάλεξη του Γεωργίου Σκληρού. Δειγματοληπτικά ας αναφερθεί ότι στο μυθοπλαστικό σύμπαν του κειμένου και κατά τη συζήτηση του Σκληρού με τον Καβάφη, έντεχνα μορφοποιείται υλικό από το καβαφικό δοκίμιο «Η Συνάντησις των Φωνηέντων εν τη Προσωδία», ώστε να αποδοθούν το γλωσσικό αισθητήριο και η ακριβολογία των δύο διανοουμένων. Ορισμένες ρομαντικογενείς, μάλιστα, πτυχές της ψυχοσύνθεσης του Γεωργίου Σκληρού αξιοποιούνται με τον λειτουργικότερο τρόπο, όταν γίνεται εμπνευσμένη συγγραφική χρήση ενός κατεξοχήν ρομαντικού μοτίβου, της βαθιάς ψυχικής πληγής (την έχουν ανοίξει ο υπαρξιακός καημός και ο αδιέξοδος έρωτας) που καθρεφτίζεται στη βαριά σωματική αρρώστια και οδηγεί αναπότρεπτα στο θάνατο.
Η μυθιστορία της Δεληγιώργη απογειώνεται συν τοις άλλοις και στα σημεία, στα οποία υπογραμμίζεται η αγάπη για τη λογοτεχνία και την ποιητική έκφραση, όταν η τελευταία εκλαμβάνεται ως δραστική πράξη υπαρξιακής δικαίωσης και όχι σαν επίπλαστος φιλολογικός ακκισμός: «Τότε συνέβαινε κάτι το μαγικό∙ ο ποιητής σαν χνάρι χάραζε κι έδινε στους ανθρώπους το σχήμα όσων ήθελαν να μη φοβούνται ή να ποθούν και δεν το γνώριζαν […] Εκατό λέξεις εμείς οι σοφιστικοί, που τις πιο πολλές φορές είναι λίγες ή άστοχες, τρεις ο ποιητής, κι ακριβώς όσες χρειάζονται (ούτε μια παραπάνω) και ω του θαύματος! φσσστ ... από το σκοτάδι γεννιέται φως» (σ. 257-8). Παρότι ο Τρυφερός σύντροφος συσσωματώνει ποικίλες εκδοχές λογοτεχνικής έκφρασης (αφηγήσεις με αναδρομή ή και προοικονομία, εσωτερικούς μονολόγους, ταξιδιωτικά κείμενα, επιστολές, θεατρογενείς σελίδες κ.ά.) δεν πρέπει να εκληφθεί σαν άνευρο «anything goes» μεταμοντέρνας κοπής, αλλά χρειάζεται να αντιμετωπιστεί ως λειτουργικό δείγμα εξελιγμένης νεωτερικότητας, που αποτυπώνει τον αδικαίωτο αγώνα του ανθρώπου για συμφιλίωση της «αλήθειας» που κουβαλά «μέσα του» με την «έξω πραγματικότητα» (σ. 270), δηλαδή εκφράζει την περιπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, τη συνθετότητα της κοινωνικής εξέλιξης και την υψηλόβαθμη αγωνία της υπαρξιακής αναζήτησης.
           

Ο Δημήτρης Κόκορης είναι φιλόλογος και κριτικός, διδάσκων του Α.Π.Θ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου