αφιέρωμα
Τέχνη και εξέγερση
Της Λήδας ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Το τοπίο που αναδύθηκε στην Ελλάδα μετά το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου του 2008 ήταν ένα τοπίο που υπερέβαινε την καθημερινότητα των πολιτών της.
Ίσως γιατί ετούτη τη φορά η χρήση της βίας της εκτελεστικής εξουσίας στόχευσε την καρδιά της κοινωνίας: είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία ενός εφήβου, με την εικόνα του οποίου μπορούσε να ταυτιστεί η συντριπτική της πλειοψηφία. Όσο κι αν επιχειρήθηκε, με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο, η αποδόμησή της. Και έτσι ανακάλυψε ξαφνικά και η πλειοψηφία των πολιτών τα αλόγιστα χαρακτηριστικά των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους και των εκτελεστικών τους οργάνων. Τα ικανά να ακυρώσουν κάθε έννοια του δικαίου και της ελευθερίας, να θέσουν σε κίνδυνο όχι μόνο τη ζωή του θεωρούμενου περιθωριακού ημεδαπού ή αλλοδαπού συμπολίτη μας, αλλά του καθενός που θεωρεί τον εαυτό του κομμάτι της εθνικής κοινότητας του «εμείς».
Τα παιδιά που κατέβηκαν στους δρόμους δεν μπορούσαν εύκολα να τα πούνε αλήτες.
Το διαστρωματικό υποκείμενο που φτιάξανε δεν μπορούσε εύκολα να κατηγοριοποιηθεί.
Κατέρριπτε τις συνήθεις διακρίσεις μεταξύ των τάξεων των προνομιούχων των βορείων προαστίων και των μη προνομιούχων των λαϊκών συνοικιών, των μαθητών του προωθούμενου μοντέλου της ιδιωτικής εκπαίδευσης και των μαθητών της απορριπτέας δημόσιας παιδείας.
Έριχνε με τη βία της οργής τις μάσκες του μικροαστικού καθωσπρεπισμού και της μιζέριας, της καλυμμένης κάτω από την πιστωτική κάρτα των «απλών» υπερδανεισμένων «νοικοκυραίων», αλλά και της μιζέριας που κρύβεται κάτω από την ακόρεστη κερδοσκοπία των ελίτ της πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας.
Αποκάλυπτε, με τη βία της οργής, την αδιέξοδη πίεση της στείρας αποστήθισης και της βαθμοθηρίας ενός αποτυχημένου εκπαιδευτικού συστήματος. Και την καταστροφική αξία εκμαυλισμού του οποιουδήποτε οράματος.
Γκρέμιζε την ευρέως διαδεδομένη εικόνα της νεολαίας ως «γενιάς του καναπέ».
Και, κατέρριπτε, με τον πιο κραυγαλέο τρόπο, τη φράση του Όσκαρ Γουάιλντ ότι μάλλον η ζωή μιμείται την τέχνη παρά η τέχνη τη ζωή.
«Η τέχνη καθορίζεται από τη σχέση της με την επανάσταση», έγραφε ο Λέο Τρότσκι σε μια επιστολή του στο New Jorker Partisan Review το 1939.
Οι σκαπανείς της σύγχρονης τέχνης, από τον Εντουάρ Μανέ και το λησμονημένο έργο του «Πρόγευμα στη Χλόη», τους εξπρεσιονιστές των αρχών του 20ού αιώνα, τους σουρεαλιστές και τους κυβιστές, μέχρι τους εκφραστές του Φλούξους ή τους Νέους Ρεαλιστές, επιχείρησαν να διαρρήξουν όχι μόνο τις συμβατικές αντιλήψεις του πραγματικού αλλά και τις συμβατικές αντιλήψεις για τον δημιουργό και το έργο του και τη σχέση του με τον θεατή- αναγνώστη του.
Η εξέγερση οργής των εφήβων στην Ελλάδα μετά το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου του 2008 ανέτρεψε, κατ΄ αρχήν, την κενή περιεχομένου εικονική πραγματικότητα που βιώνουμε καθημερινά, σε έναν φθαρμένο κοινωνικό και πολιτικό ιστό. Από τον οποίο δεν είναι δυνατόν να κρατηθούν οι νέοι.
Διαδήλωσε, χωρίς αιδώ, το τρωτό της ύπαρξής τους, που αποκάλυψε η δολοφονία ενός από αυτούς.
Το τοπίο που φτιάξανε στους δρόμους τα παιδιά, που δεν ήταν εύκολο να τα πούνε αλήτες, τρόμαξε την κοινωνία και συντάραξε τη συντριπτική πλειοψηφία της πολιτικής σκηνής, με την αυθαίρετη σύνθεση αταίριαστων στοιχείων. Θα μπορούσε να αποκαλεστεί σουρεαλιστικό, ντανταϊστικό, καταστασιακό.
Ήταν αναμφισβήτητα ένα τοπίο που διαπνεόταν από την άδολη αμηχανία των δημιουργών του.
Γι’ αυτό και άνοιξε, όπως σε άλλες εποχές ένα ειλικρινές έργο τέχνης, το δρόμο για την «επανάσταση ενάντια στον κοινό νου», σε μια διαφορετική θέαση της ζωής και της τέχνης.
Η Λήδα Καζαντζάκη είναι ιστορικός τέχνης
Νέα λουλούδια της τέχνης θ’ ανθίσουν στον κήπο μας
Του Περικλή ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Αυτό που έζησε η χώρα, μετά τη δολοφονία του δεπαπεντάχρονου Αλέξη, διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά μιας εξέγερσης, μιας επανάστασης. Σε χρόνο ρεκόρ, τα κινητά, τα sms και τα e-mail πήραν φωτιά, και την άλλη μέρα, Κυριακή μεσημέρι, χιλιάδες κόσμου, αυθόρμητα και μη καθοδηγούμενα, διαδήλωσαν τη θλίψη τους και την αγανάκτησή τους, αμφισβητώντας τα πάντα. Στο χορό των κινητοποιήσεων μπήκαν σύντομα μεγάλες επαρχιακές πόλεις και πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Πρωταγωνιστές των ημερών ήταν οι μαθητές των λυκείων και των γυμνασίων και οι φοιτητές. Με έξυπνα συνθήματα, χιούμορ και ζωντάνια, αμφισβήτησαν την αστυνομία, έχοντας συνείδηση ότι όχι μόνο δεν προστατεύονται αλλά και απειλούνται από αυτήν. Συνειδητοποίησαν ότι ο προστατευτισμός των γονιών τους δεν θα τους ακολουθεί για πάντα και ότι το μέλλον τους εξελίσσεται σε εφιάλτη, χειρότερο απ’ τη ζωή των μεγάλων. Κατέλαβαν σχολειά και τα ‘βαλαν με το εκπαιδευτικό σύστημα, που αντί να τα μορφώνει, τα αποβλακώνει. Αμφισβήτησαν έντονα και κατάγγειλαν την κυβέρνηση.
Δεκατετράχρονα και δεκαπεντάχρονα παιδιά βαφτίστηκαν από την κυβέρνηση ταραξίες, αναρχικοί, τρομοκράτες και εγκληματίες. Τα φέρανε αντιμέτωπα με τα ΜΑΤ, που έστρεψαν τα όπλα και άδειασαν επάνω τους επικίνδυνα χημικά. Τα έσυραν στα αστυνομικά τμήματα και τα απείλησαν. Αυτά όμως αντιστάθηκαν και συνέχισαν την εξέγερση. Ρίσκαραν και έκαναν την υπέρβαση. Όπως σε όλες τις επαναστάσεις, σε όλες τις εξεγέρσεις.
Κάθε επανάσταση είναι μια υπέρβαση, όπως και κάθε έργο τέχνης. Η επανάσταση απελευθερώνει συνειδήσεις, αλλάζει την κοινωνία, επηρεάζει την τέχνη και επηρεάζεται από αυτήν, ανοίγει δρόμους στη δημιουργία, αφήνει πίσω της καλλιτεχνικό έργο και επηρεάζει τον πολιτισμό των επόμενων γενεών.
Οι δύο προηγούμενοι αιώνες αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. «Μήτρα» όλων των μετέπειτα κοινωνικών αλλά και καλλιτεχνικών οραμάτων υπήρξε η επανάσταση του 1789. Η Παρισινή Κομμούνα του 1871 ανέδειξε, μεταξύ άλλων, τους Ρεμπώ, Βερλαίν, Κουρμπέ, που το έργο τους και οι ιδέες τους αποτέλεσαν σταθμό στην ιστορία της τέχνης. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος γέννησε τη Νέα Αντικειμενικότητα και τον ντανταϊσμό, η Οκτωβριανή Επανάσταση την Ρώσικη Πρωτοπορία, ο Μάης του ’68 τον καταστασιασμό.
Στη χώρα μας, ο πόλεμος του ‘40 και η Εθνική Αντίσταση απελευθέρωσε ένα τεράστιο δυναμικό καλλιτεχνών και ο αντιδικτατορικός αγώνας στάθηκε σταθμός για την ανάπτυξη νέων καλλιτεχνικών ρευμάτων και δημιουργιών σε όλους τους τομείς.
Όλα τα αυταρχικά καθεστώτα -των Χίτλερ, Φράνκο, Στάλιν, Μεταξά, Παπαδόπουλου- προσπάθησαν να εκμηδενίσουν την αληθινή δημιουργία αναδεικνύοντας σκουπίδια, φιμώνοντας καλλιτέχνες, χαρακτηρίζοντας το έργο τους ως «εκφυλισμένη τέχνη» και οργανώνοντας πογκρόμ διώξεων και καταστροφών.
Επανάσταση και Τέχνη σχετίζονται, και επειδή οι καλλιτέχνες βλέπουν τα πάντα σε βάθος, με φαντασία και χωρίς όρια, πολλές φορές η καλλιτεχνική επανάσταση προηγείται της κοινωνικής.
Τα συνθήματα που ακούστηκαν στις πρόσφατες κινητοποιήσεις δεν έχουν καμία σχέση με ό,τι έχουμε συνηθίσει. Τα συνόδευε χιούμορ και φρεσκάδα κι ένας νέος λόγος, που δεν μπορούμε να τον αποκαλέσουμε ποιητικό, έχει όμως τη δική του αισθητική. Ακούστηκαν ήδη τα πρώτα τραγούδια, ενώ σε ποιητικές συνάξεις, σε έντυπες σελίδες και διαδικτυακά περιοδικά ακούστηκαν τα πρώτα ποιήματα.
Είναι ίσως νωρίς να βγάλουμε συμπεράσματα, που σχετίζουν την πρόσφατη κοινωνική εξέγερση με την καλλιτεχνική δημιουργία. Πιστεύω όμως ότι, όπως ξαφνικά ξέσπασε η εξέγερση, έτσι ξαφνικά θα δούμε τα νέα λουλούδια της Τέχνης να ανθίζουν στον κήπο μας. Η άνοιξη δεν είναι μακριά.
Ο Περικλής Αντωνίου είναι φωτογράφος
Ερωτήματα
Του Γιάννη ΒΑΛΑΒΑΝΙΔΗ
Είναι αλήθεια ότι τα γεγονότα του Δεκέμβρη ταρακούνησαν τις συνειδήσεις πολλών ανθρώπων. Απ' ό,τι φαίνεται, κάποιες αυταπάτες και κάποια στερεότυπα κατέρρευσαν, ή τουλάχιστον κλονίστηκαν. Οπωσδήποτε, κάτι έχει αλλάξει. Λέμε ότι το σήμερα, μετά τα γεγονότα, δεν είναι ίδιο με το χθες. Το λέμε, αλλά δεν είμαστε σε θέση, ακόμη, να προχωρήσουμε σε ακριβείς προβλέψεις ή αξιολογήσεις. Μένει να δούμε σε ποια σημεία και σε ποιο βαθμό η νέα πραγματικότητα ανατρέπει όντως την παλιά. Οι ειδικοί στις αναλύσεις τέτοιων καταστάσεων επιχειρούν θεωρητικές προσεγγίσεις, καθένας ανάλογα με την τοποθέτησή του. Εμείς οι υπόλοιποι βιώνουμε το κλίμα, πάλι ανάλογα με την τοποθέτηση του καθενός μας. Από την πλευρά μου, δεν θέλω να προχωρήσω σε βιαστικές ερμηνείες. Δεν μπορώ να έχω σαφείς απαντήσεις, μπορώ μόνο να θέτω στον εαυτό μου ερωτήματα.
Τα πρώτα μου ερωτήματα αφορούν τον ρόλο των κοινωνικών εξεγέρσεων στις ιστορικές εξελίξεις. Κατά πόσο μπορεί η ιστορική γνώση ή η ιστορική μνήμη να δώσει "κλειδιά" για την ερμηνεία των πρόσφατων γεγονότων; Και με ποιες προϋποθέσεις; Πόσο αξιόπιστες είναι οι γνώσεις και οι μνήμες μας, όταν είναι φορτωμένες με συναισθήματα και κάθε είδους στρεβλώσεις; Ο μέσος πολίτης έχει μια μάλλον παραπλανητική ή τουλάχιστον μυθοποιημένη εικόνα για τις ιστορικές "ρήξεις με το παρελθόν". Όσο για τις ρήξεις στο πεδίο της τέχνης και τη σχέση τους με τις κοινωνικές ανακατατάξεις, δύσκολα ξεχωρίζεις τις πραγματικά κορυφαίες στιγμές, μέσα από τους επαναλαμβανόμενους κοινότοπους σχολιασμούς. Η παλιά ιδέα της "επαναστατικής" τέχνης έχει τη γοητεία της, αλλά είναι άσχετη με το σήμερα.
Έρχομαι τώρα στη "θεσμική πραγματικότητα". Οι θεσμοί θεσπίζονται και χρησιμοποιούνται από καθεστωτικούς παράγοντες. Οι θεσμικοί παράγοντες, ως γνωστόν, δεν διακρίνονται για την πνευματικότητά τους, πράγμα που γίνεται ιδιαιτέρως εμφανές στον χώρο του πολιτισμού. Η αντίθεση στη θεσμική πραγματικότητα, κατά τη γνώμη μου, σημαίνει διεκδίκηση για περισσότερη δημοκρατία και διαφάνεια, σημαίνει κριτική στάση απέναντι στο σύστημα. Αλλά αρκεί, άραγε, η δηλωμένη αντίθεση και η κριτική, όταν η πραγματικότητα φτάνει στο σημείο να προκαλεί αγανάκτηση, όταν η διαπλοκή και η διαφθορά αλλοιώνουν την ίδια τη φύση των θεσμών; Μήπως τότε η επιθετικότητα έχει τον λόγο; Αν κάτι είναι έτοιμο να καταρρεύσει, ίσως να θέλει ένα σπρώξιμο. Ο φόβος για τις αβέβαιες εξελίξεις είναι μέσα στο παιχνίδι.
Τα πιο δύσκολα ερωτήματα έχουν να κάνουν με την έμπρακτη συμμετοχή στη νέα πραγματικότητα. Οι καινούργιες μορφές έκφρασης δεν είναι ποτέ δεδομένες εξαρχής, ούτε στην τέχνη ούτε στη γενικότερη στάση μας. Πρέπει να ξέρεις τι ξεπεράστηκε και γιατί. Συνήθως χρειάζεται χρόνος για να αφομοιωθούν οι αλλαγές και να παγιωθεί η όποια "ρήξη". Η εξέγερση, όπως κάθε εξέγερση, είναι σύμπτωμα μιας εκρηκτικής συγκυρίας με πολλές παραμέτρους. Ποια απ' όλες θα καθορίσει το μέλλον; Οι κατεστημένες αξίες δεν πεθαίνουν σε μια νύχτα. Οι εκπρόσωποί τους αμύνονται σκληραίνοντας τη γραμμή τους. Ως προς τις καλλιτεχνικές μορφές, οι θολές και αντιφατικές επιλογές δείχνουν μια ενοχλητική εκμετάλλευση των σημερινών επικοινωνιακών δυνατοτήτων. Είναι άραγε σίγουρο ότι οι "νέες" προτάσεις αντανακλούν μια κοινωνική στάση που έρχεται σε αντίθεση με το παρελθόν; Τι εκπροσωπεί, τελικά, το καινούργιο;
Τα ερωτήματά μου δεν είναι πρωτότυπα. Ασφαλώς απασχολούν και άλλους. Τα κατέγραψα μόνο για να ξεκαθαρίσω κι εγώ τη σκέψη μου.
Ο Γιάννης Βαλαβανίδης είναι ζωγράφος - ομότιμος καθηγητής ΑΣΚΤ
«Η σιωπή της τέχνης ως πράξη επαναστατική»
Του Μάριου ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
«Hic vivimus ambitiosa paupertate omnes» (Εδώ ζούμε όλοι σε μια φιλόδοξη φτώχεια), δήλωσε ο ρωμαίος ποιητής και φιλόσοφος Derimus Junius Juvenalis γύρω στο 200 μ.Χ., όταν τα μέλη της συγκλήτου είχαν ήδη εμπλακεί σε διάφορα σκάνδαλα, επιδίδονταν σε ακατάσχετα όργια και διασπάθιζαν το δημόσιο χρήμα. Προφανώς, ο Juvenalis είχε νιώσει τους κραδασμούς της επερχόμενης κατάρρευσης. Και με τη φράση αυτή θέλησε, ούτε λίγο ούτε πολύ, να μας πει ότι η ευτελής τρυφηλότητα, στην οποία είχαν περιπέσει οι συγκλητικοί, συσκότιζε και ευνούχιζε κάθε αυθεντική φιλοδοξία για τη ζωή και τη δημιουργία. Έτσι ώστε να μην εμπεριέχει ούτε καν το σφρίγος ενός «άξεστου βαρβαρισμού» των φυλών που κατέλυσαν την άλλοτε κραταιή ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Η ευτελής τρυφηλότητα των συγκλητικών θα μπορούσε να μας παραπέμψει και στα δικά μας σκάνδαλα, του Βατοπαιδίου, της Ζίμενς ή ακόμα και της εξαφάνισης των αποθεματικών των δημόσιων ασφαλιστικών ταμείων. Απεικονίζει ανάγλυφα την εποχή που ζούμε στην Ελλάδα σήμερα, κι ας μην είναι τα μεγέθη συγκρίσιμα.
Οι πολιτικοί μας κυβερνούν ως άλλοι συγκλητικοί, σαν η Ελλάδα να ήταν μια αυτοκρατορία. Ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μια βιαίως εξευρωπαϊσμένη ψαροκώσταινα. Μια μεταπολιτευτική Ελλάδα που δεν ξεπέρασε ακόμα τα εμφυλιοπολεμικά της σύνδρομα. Πράγμα που σημαίνει την παραδοχή της διαφορετικότητας του Άλλου. Ότι, για παράδειγμα, οι χιλιάδες μετανάστες είναι συμπολίτες μας.
Το πιο άμεσο βίωμα έχει καταντήσει εικόνα- θέαμα (Γκυ ντε Μπορ). Ο εφησυχασμένος Έλληνας κρεμόταν μέχρι πρότινος από τα χείλη του εκάστοτε τυχάρπαστου, τηλεοπτικού παρουσιαστή, ο οποίος υποκαθιστά τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, νομίζοντας επιπλέον ότι παράγει πολιτισμό και modus vivendi και γίνεται ανώδυνα εισαγγελέας, εξευτελίζοντας ανθρώπινες υπάρξεις. Η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου τον επανέφερε στην ωμή πραγματικότητα και τις πραγματικές διαστάσεις της ζωής, στις αντινομίες και τις σκληρές συγκρούσεις της.
Όλοι μας είχαμε πειστεί ότι η νεολαία είχε ενδώσει στην «ευτελή τρυφηλότητα» για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω. Νομίζαμε ότι ήταν αδιάφορη, καλομαθημένη και κατώτερη των προσδοκιών μας.
Αυτό που έλεγε ο Arthur Danto, αναλύοντας τη σύγχρονη τέχνη, ότι το τέλος αυτού του αιώνα συμπίπτει με μια περίοδο του πολιτισμού μας «μεταϊστορική», βασικό γνώρισμα της οποίας είναι το «everything is possible» (τα πάντα είναι δυνατά), μεταφέρθηκε ξαφνικά στη ζωή.
Κανένας δεν μπορούσε να διανοηθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή ότι στη μεταπολιτευτική μας δημοκρατία, με την ψευδαίσθηση της εύρυθμης ομαλότητάς της, ένα όργανο της τάξης θα πυροβολούσε εν ψυχρώ ένα δεκαπεντάχρονο παιδί, πόσο μάλλον ότι θα το σκότωνε.
Η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 ήταν μια κοινωνική εξέγερση. Ήταν το προϊόν μιας συσσωρευμένης οργής, που γέννησε η ακρίβεια, η ανεργία και προπάντων η έλλειψη οποιασδήποτε προοπτικής και οποιουδήποτε οράματος για τους νέους. Όλα δείχνουν ότι αυτή η γενιά θα είναι η μόνη γενιά που θα ζήσει σε χειρότερες συνθήκες από την προηγούμενη, δηλαδή από εμάς.
Αυτό συνιστά μια τεράστια αντίθεση με την εξέγερση του Μάη του ’68, όπου υπήρχε η ελπίδα ότι η «φαντασία θα ερχόταν στην εξουσία», η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, όπου θα κυριαρχούσε, σε μια περίοδο οικονομικής ανάπτυξης και οικονομικής ευημερίας, η ελευθερία της έκφρασης.
Μια ελπίδα που εμείς οι ίδιοι, εκόντες ή άκοντες, μέσα στην τρομακτική αδράνειά μας και στην αποθέωση του ατομισμού, ως πραγματικοί «επαναστάτες του καναπέ», κουτσουρέψαμε. Χωρίς να έχουμε συναίσθηση της κοινωνικής μας ευθύνης. Όντας υποδουλωμένοι σε μια καταναλωτική μανία, σκεφτόμασταν το τώρα σαν να μην υπήρχε το αύριο. Ζώντας σε έναν τόσο απέλπιδο, μεταχειρισμένο και κακοποιημένο κόσμο, τι νόημα ύπαρξης μπορεί να έχει η τέχνη;
Μέσα στα χημικά, τους ξυλοδαρμούς, τα σκάνδαλα και την καθιέρωση της αυθαιρεσίας, η τέχνη πρέπει να σιωπά. Και αυτή η σιωπή της τέχνης γίνεται τώρα πράξη επαναστατική και επικίνδυνη.
Γιατί η τέχνη αντιστέκεται, όταν πας να την χρησιμοποιήσεις. Είναι κακός αγωγός του συμφέροντος και της σκοπιμότητας. Δεν οφείλει σε κανέναν και δεν ζητάει από κανέναν τίποτα. Απλώς, ξεφλουδίζει το κέλυφος του ανθρώπου, για να φανεί ο κρυμμένος του πυρήνας.
Στους ζοφερούς καιρούς που ζούμε, ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι ο ακρίτας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Να περισυλλέγει σαν σεισμογράφος τις δονήσεις που συντελούνται μέσα στην κοινωνία. Να είναι το αντίδοτο της εύκολης ρητορείας και της φτηνής πολιτικής εκμετάλλευσης.
Πρέπει να μετουσιώνει την οργή σε ελπίδα και δημιουργία. Γιατί η εποχή μας παράγει άεργους και απαθείς. Το ηχηρό μήνυμα της εξέγερσης των νέων το Δεκέμβρη απευθυνόταν σε όλους μας. Σε όσους μπορούν να το ακούσουν.
Η οργή δεν έχει αισθητική. Είναι ζωή που καίγεται. Και η ζωή είναι πιο πολύτιμη από την τέχνη. Ο θάνατος του Αλέξη Γρηγορόπουλου καταργεί αυτόματα τις μέχρι τώρα βεβαιότητές μας.
Η αισθητική του μέλλοντος θα προκύψει από αυτά τα παιδιά που κατεβαίνουν στους δρόμους σε όλη την Ελλάδα. Που αμφισβητούν την ηθική εξαθλίωση. Που αρνούνται να παραδεχτούν ότι η αλήθεια είναι η αντιστροφή του ψέματος, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι ιθύνοντες.
Και ζητούν το δικό τους χώρο, για να υπάρξουν με τους δικούς τους όρους. Που αρνούνται τη δικτατορία της τηλεόρασης και οργανώνονται μέσα στην χαοτική ελευθερία των SMS και του διαδικτύου.
Η τέχνη λοιπόν δεν μπορεί να παριστάνει την εξεγερμένη, όταν υπάρχει ζωντανή εξέγερση.
Ας ακούσουμε τον ποιητή Μιχάλη Γκανά που εδώ και χρόνια κραυγάζει: «Γαζώνουν χαμηλά τα πολυβόλα/ ή σκύβεις ή απογειώνεσαι.»
Ο Μάριος Σπηλιόπουλος είναι ζωγράφος και καθηγητής στην ΑΣΚΤ Αθήνας
«Η οργή δεν έχει αισθητική. Είναι ζωή που καίγεται»
Η εξέγερση της νεολαίας και οι νέοι εικαστικοί καλλιτέχνες
Με αφορμή την εξέγερση της νεολαίας, οι 12 «Ζωγράφοι του μήνα», της χρονιάς που πέρασε, απαντούν στο ερώτημα:
-Η εξέγερση κατά της θεσμικής πραγματικότητας αποτελεί σταθερά το σπουδαιότερο μηχανισμό μεταβολής των κοινωνιών. Δεδομένου ότι η ρήξη με το παρελθόν αποτελεί το σπουδαιότερο μηχανισμό συνεχούς επαναπροσδιορισμού της σύγχρονης τέχνης, κατά πόσο υφίσταται, σήμερα, μια σχέση ανάμεσα στην κοινωνική εξέγερση και την καλλιτεχνική δημιουργία;
Ρούλα Αναγνώστου
Η ανακατάταξη στο χώρο της τέχνης, από το 19ο αιώνα και μετά, είναι ο απόηχος μιας ευρύτερης ανακατάταξης, η οποία ξεκινάει από τις επιστημονικές ανακαλύψεις που κατακερματίζουν τη γνωστή εικόνα του κόσμου. Σηματοδοτεί το πέρασμα από την ενότητα στην πολλαπλότητα, από το εξωτερικό βίωμα στο εσωτερικό, αλλά και τον ενστερνισμό της καπιταλιστικής έννοιας της παραγωγής.
Τα δεινά των παγκοσμίων πολέμων οδηγούν στο μοντέλο του καλλιτέχνη-Μεσσία, που μέχρι το 1960 δημιουργεί μαζικά μοντέλα, τα οποία οφείλουν να ανεβάσουν το επίπεδο του
Η απογοήτευση από την κατάρρευση κάθε αξίας και ιδεολογίας, που ακολουθεί, οδηγεί την κοινωνία στη Μεταμοντέρνα της φάση. Η τέχνη γίνεται μία πράξη εμπορική. Η ελευθερία του καλλιτέχνη είναι μια συγκαλυμμένη εξάρτηση από την αγορά ή, για να θυμηθούμε τον Λένιν, «στην κοινωνία που βασίζεται στην εξουσία του χρήματος, δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική ελευθερία».
Από την αρχή του καινούριου αιώνα, οι κοινωνίες των πολιτών ξαναβρίσκουν τον ιστορικό τους βηματισμό, ανιχνεύοντας τους δρόμους μιας παγκοσμιοποίησης της διακίνησης των αγαθών της εργασίας, της επιστήμης, των Τεχνών και του πολιτισμού, ενάντια στην οικονομική και πολιτιστική εξαθλίωση που προωθεί η τάξη της παγκοσμιοποίησης του Κεφαλαίου. Ο καλλιτέχνης, ως ευαίσθητος δέκτης παγκόσμιων μηνυμάτων, οφείλει να συγχρονίσει το βηματισμό του. Η μοναξιά δεν του ταιριάζει.
Βίκυ Γεωργιοπούλου
Η τέχνη έχει κοινωνική αξία από την στιγμή που το έργο δεν μένει μέσα στους τέσσερις τοίχους του ατελιέ του καλλιτέχνη. Η σχέση του με την κοινωνία είναι διαλογική, γι’ αυτό και αμφίδρομη. Από την άλλη, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι πρόκειται για το έργο ενός δημιουργού, ένα έργο εμπνεύσεως. Με βάση αυτό, θα ήταν επικίνδυνο για ένα αληθινό δημιουργό να μπει στη διαδικασία της καθυπόταξης της έμπνευσης του σε οποιονδήποτε συμβολισμό. Από κει και πέρα, οι κοινωνικές δομές ήταν, είναι και θα είναι πηγή έμπνευσης για τον καθέναν μας –η κριτική τους ωστόσο δεν θα πρέπει να αποτελεί αυτοσκοπό. Κάθε έργο θα πρέπει περισσότερο να αναδεικνύεται και λιγότερο να αναδεικνύει –μόνο έτσι θα μπορέσει να κατοχυρώσει την καλλιτεχνική του αξία. Ειδάλλως, κινδυνεύει να αναλωθεί σε ζητήματα θεματικής και περιεχομένου, που ναι μεν αφορούν τη δημιουργία, σε καμία όμως περίπτωση δεν την αφορούν καθ’ ολοκληρίαν. Το έργο εκφράζει κοινωνική συναίσθηση, σχολιάζει, προβληματίζει, αλλά πάντα αυτονομείται από το χωροχρόνο. Με λίγα λόγια, είναι θεμιτή η σχέση τέχνης και κοινωνικής εξέγερσης, χωρίς όμως η πρόθεση αυτή να υποσκελίζει την έμπνευση, γιατί τότε το δημιούργημα δεν θα είναι ένα έργο τέχνης αλλά ένα έργο τεχνικής.
Λεωνίδας Γιαννακόπουλος
Κατ’ αρχήν, πρέπει να πω ότι για μένα η τέχνη είναι ένας προσωπικός τρόπος έκφρασης. Άρα η μάχη που δίνεται μέσα από αυτήν είναι, κατά κύριο λόγο, μια μάχη που δίνει κανείς με τον εαυτό του. Δεν πιστεύω στη λεγόμενη στρατευμένη τέχνη.
Κατ’ επέκτασιν θεωρώ -μιας και το ερώτημα αναφέρεται και στην ιστορία της τέχνης- ότι τα σημαντικότερα έργα της γεννήθηκαν σε ζοφερούς καιρούς. Οπότε, ο διάλογος που μπορεί να γίνει σήμερα στην Ελλάδα, ο διάλογος που μπορεί ο καλλιτέχνης να έχει με τα πρόσφατα γεγονότα, πρέπει να ξεκινήσει εκ των έσω.
Παρ’ ολ’ αυτά, είτε το θέλουμε είτε όχι, επηρεαζόμαστε από την πραγματικότητα που λαμβάνει χώρα γύρω μας και την αποδίδουμε με το έργο που κάνουμε.
Τις μέρες, για παράδειγμα, που έγιναν οι διαδηλώσεις στην Αθήνα, δούλευα πυρετωδώς κάποια έργα στο εργαστήριό μου, που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ, αλλά δεν ήταν δυνατό να συγκρατήσω τον εαυτό μου από το να κοιτάξει, τουλάχιστον από το παράθυρο, τα όσα διαδραματίζονταν ακριβώς από κάτω. Η ένταση που κυριαρχούσε με συνέπαιρνε κι εμένα και μου έδωσε ήδη κάποια ερεθίσματα τα οποία θα καθορίσουν την πορεία της δουλειάς μου άμεσα.
Κανούτο Κάλλαν
Για μένα η τέχνη σημαίνει την επικοινωνία του καλλιτέχνη με το περιβάλλον και με τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην καθημερινότητά του, τα γεγονότα που τον επηρεάζουν και τον ευαισθητοποιούν. Ο καλλιτέχνης δεν είναι και δεν ζει αποκομμένος από την κοινωνία. Όσον αφορά τα έργα μου, θα έλεγα ότι αντλώ τα θέματά μου από κάποια γεγονότα, που λειτουργούν ως αφορμή αλλά όχι ως δέσμευση. Θα χαρακτήριζα τη δουλειά μου κυρίως ανθρωποκεντρική.
Εναντιώνομαι στην πάσης μορφής βία, κρατική ή ιδιωτική, στις καταστροφές, στα βασανιστήρια, στη διαφθορά, στην αδιαφορία. Οι ουσιαστικές αλλαγές, πιστεύω, μπορούν να επιτευχθούν μέσα από την παιδεία, τη μόρφωση, την τέχνη, τη δημιουργία, αλλά και την ενεργή συμμετοχή όλων μας σε κάθε τι το θετικό.
Χαρά Μαραντίδου
Αν μπορούμε να προσδιορίσουμε αυτό που θέλουμε να αλλάξουμε, τότε μπορούμε να προσδιορίσουμε και το μηχανισμό που θα χρησιμοποιήσουμε για να σταθούμε απέναντί του και να δηλώσουμε τη θέση μας. Συνήθως, κάθε μηχανισμός εξέγερσης έχει μέσα του την έννοια της αντίθεσης, του θυμού και της καταστροφής. Η εξέγερση γίνεται μαζικά και απότομα. Το σύστημα ενάντια στο οποίο εξεγείρομαι μοιάζει με τοίχο του οποίου αμφισβητώ την ύπαρξη, αλλά για να σκεφτώ νηφάλια πρέπει πρώτα να τον γκρεμίσω. Η δημιουργία έχει χαρακτήρα εξέγερσης, όταν ξυπνάει μηχανισμούς αντίστασης. Αν έστω κι ένας θεατής αμφισβητήσει τους θεσμούς της δικής του πραγματικότητας, τότε η καλλιτεχνική δημιουργία είναι η αρχική συνθήκη για μια σειρά ατομικών αλυσιδωτών αντιδράσεων, που μπορούν να προκαλέσουν τη μεταβολή του κοινωνικού μας συστήματος. Η σχέση ανάμεσα στην κοινωνική εξέγερση και στην καλλιτεχνική δημιουργία είναι μια σχέση ευαίσθητης αλληλεξάρτησης, η ένταση της οποίας ορίζεται από τη μαζικότητα στην απήχηση του έργου. Ένα βιβλίο μπορεί να αφυπνίσει, ένα τραγούδι μπορεί να ενώσει, ενώ ένα εικαστικό έργο συνδιαλέγεται ατομικά με τον κάθε θεατή και δέχεται προσωπικές ερμηνείες. Σε περιόδους όπου η ανάγκη για κοινωνική μεταβολή είναι μεγάλη, κάθε καλλιτεχνική έκφραση που διατίθεται στο κοινό οφείλει να επιδιώκει τη γέννηση αντιδράσεων που συμβάλλουν στον επαναπροσδιορισμό της κοινωνίας.
Μανώλης Μεραμπελιώτης
Κάθε κοινωνική εξέγερση έχει ως βασικό της αίτημα την ελευθερία. Η ελευθερία στις μέρες μας είναι δοτή, ελεγχόμενη, σαν να παραχωρείται για να ζούμε την ψευδαίσθησή της. Βασική αρχή της σύγχρονης τέχνης ήταν και παραμένει η χειραφέτηση του ατόμου, ο αποκλεισμός κάθε εξωτερικής αυθεντίας και η περιφρόνηση κάθε φραγμού και απαγόρευσης.
Σήμερα ο καλλιτέχνης μπορεί να γίνει η πιο ευαίσθητη κεραία της κοινωνικής μεταβολής, εφόσον επικοινωνεί με την κοινωνική πραγματικότητα και όχι μόνο με το ναρκισσιστικό κοινό κάποιων κλειστών κύκλων. Επιπλέον, η καλλιτεχνική δημιουργία μπορεί να αποτελέσει το σημαντικότερο ίσως αντίβαρο στον μονοδιάστατο και ετεροκατευθυνόμενο άνθρωπο, στον άνθρωπο χωρίς φαντασία που αποτελεί το θλιβερό προϊόν του ώριμου καταναλωτικού καπιταλισμού και της διαφήμισης. Η γνήσια, δηλαδή η κοινωνικά και πολιτικά προσανατολισμένη συλλογικότητα αποτελεί την προϋπόθεση για κάθε αυτενέργεια και αυτολειτουργία του κοινωνικού σώματος, όπως και για την κοινωνική εξέγερση. Η εποχή μας δε, αποδεικνύει συνεχώς ότι η αποτελεσματικότερη συλλογική δράση προϋποθέτει τη συμμετοχή όλο και πιο συνειδητών και ολοκληρωμένων ατόμων, τα οποία έχουν ξεφύγει από τον μικροαστικό ατομισμό. Και η τέχνη, ως μέσο αυτοέκφρασης και αυτοπροσδιορισμού, μπορεί να συντελέσει ουσιαστικά σ’ αυτήν την απελευθέρωση και τη συνειδητοποίηση.
Νίκος Παπαδημητρίου
Τον περασμένο Δεκέμβρη βιώσαμε πρωτόγνωρα βίαιες αντιδράσεις, με αφορμή το θάνατο ενός μαθητή στο κέντρο της Αθήνας. Η συσσωρευμένη αγανάκτηση του κόσμου σε σχέση με τις παρεκτροπές των αρχούντων και η έλλειψη ηθικής και δικαιοσύνης στη χώρα που ζούμε, μαθηματικά οδηγούν στην οργισμένη αντίδραση μιας κοινωνίας που περιμένει την όποια αφορμή για να ξεσπάσει. Ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης “εξέγερσης” είχε διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά από εξεγέρσεις του παρελθόντος. Αφετηριακό στοιχείο της δεν μοιάζει να είναι η μεγάλη ιδέα ενός κοινού σκοπού ή οράματος, με βάση κάποια συλλογική ευμάρεια, αλλά οι ατομικές οπτικές, με στόχους και αγωνίες άμεσου προσωπικού ενδιαφέροντος. Η κοινωνική εξέγερση προϋποθέτει συλλογική δράση και οργανωμένες ζυμώσεις, σε όλους τους χώρους και σε ένα ευρύ φάσμα πολιτών, διαφορετικά καταλήγει σε ένα δεκαήμερο πάρτι εκτόνωσης, έλλειψης αυτοπροσδιορισμού, και σε ένα φαντασμαγορικό πυροτέχνημα υψηλής τηλεθέασης.
Πιστεύω ότι η τέχνη δεν μπορεί να προκαλέσει την όποια κοινωνική εξέγερση, παρά μόνο να την ακολουθήσει. Ο καλλιτέχνης είναι παρατηρητής. Καταγράφει, με την προσωπική του οπτική, τα στοιχεία της εποχής, συμπορευόμενος με την υπάρχουσα κοινωνική κατάσταση. Στα πρόσφατα γεγονότα, είδαμε ευφάνταστες πρωτοβουλίες και δράσεις καλλιτεχνών, οι οποίοι έδρασαν μαζί και παράλληλα με τους εξεγερμένους πολίτες: Γουρουνοκεφαλές στα δέντρα για στολίδια, συμβολικά περιγράμματα πτωμάτων σε δρόμους και πεζοδρόμια, αντικατάσταση του θείου βρέφους της φάτνης με συσκευή τηλεόρασης. Επρόκειτο για “χάπενιγκ” που λειτούργησαν με τους “mediaκούς” όρους της κοινωνίας του θεάματος και του εντυπωσιασμού. Τι πιο επικοινωνιακό από ένα φλεγόμενο Χριστουγεννιάτικο δέντρο στο Σύνταγμα; Μήπως οι ίδιοι άνθρωποι που κατηγορούν τις αντίστοιχες πρακτικές του “συστήματος” χρησιμοποίησαν τους ίδιους τρόπους και τα ίδια εργαλεία; Μήπως αυτά που λείπουν από την κοινωνία μας είναι ο οραματισμός, η ανάγκη για συμπόρευση σε κοινούς στόχους για το καλό όλων, η σοβαρή ενασχόληση με τον πολιτισμό, την τέχνη, τη φιλοσοφία και τη διανόηση; Μήπως οι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου μας πρέπει επιτέλους να παίξουν ένα πιο ενεργό ρόλο και να δημιουργηθεί ένα βήμα διαλόγου με την κοινωνία;
Βασίλης Παφίλης
Στη σημερινή εποχή, των έντονων κοινωνικών φαινομένων και της αυξημένης ταχύτητας, η τέχνη καλείται να υπενθυμίσει την όποια πνευματικότητα του κάθε ανθρώπου, να σταθεί αρωγός στην αναζήτηση εσωτερικής ισορροπίας και να θέσει ερωτήματα για διάλογο και οραματισμό.
Η τέχνη παραμένει πάντα μια μαρτυρία. Σήμερα, όπως και άλλοτε, εκφράζει την εποχή της, τους ρυθμούς της και τις ανησυχίες της, τις αβεβαιότητες και το μεγαλείο της. Η νέα εκρηκτική κοινωνική πραγματικότητα αναμένει να εκφραστεί, όπως και η υποκειμενική βίωσή της. Όχι εκείνης της πολύχρωμης, αισθησιακής πολυπλοκότητας, που επιβεβαιώνει την κυριαρχία μιας ομογενοποιημένης κουλτούρας, αλλά των δυνάμεων που σιγοβράζουν, όπως μας δείχνουν πρόσφατα γεγονότα στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Η τέχνη που πρέπει να αμφισβητεί και να ανατρέπει σε όλα τα επίπεδα, διέρχεται ολοένα και πιο αισθητά μέσα από μια φάση παρατεταμένης κρίσης, η οποία κατά τη γνώμη μου είναι συνδεδεμένη με μια περίοδο μετασχηματισμού των θεσμικών συστημάτων υποστήριξής της. Δεν είναι λίγοι αυτοί που θα περίμεναν να δουν σε αυτήν μια ριζοσπαστική εστία σκέψης και δράσης, μιαν εστία εναντίωσης σε κάθε κατεστημένη και συντηρητική λογική που υπαγορεύει και επιβάλει η καπιταλιστική βαρβαρότητα. Και αυτό γιατί η τέχνη, που εξ’ ορισμού ασχολείται με τη διερεύνηση της ανθρώπινης ύπαρξης, αποτελεί κατά καιρούς τον αληθινό καθρέπτη της κοινωνίας μας, με τη θέα του ανομολόγητου ειδώλου μιας παράλογης κοινωνίας, με τη θέα μιας αλήθειας που συστηματικά μας αποτρέπουνε να δούμε.
Γιώργος Σπυρόπουλος
Πιστεύω ότι η εξέγερση, και γενικότερα η σύγκρουση του ανθρώπου με το κατεστημένο που του επιβάλλεται, είναι τέχνη. Δεν πρόκειται για μια συγκεκριμένη και αποκρυσταλλωμένη μορφή της, όπως τα εικαστικά, η μουσική ή το θέατρο αλλά για τον πρωταρχικό πυρήνα της οποιασδήποτε δημιουργίας.
Η εξέγερση, η πολιτική ή η κοινωνική, αλλά και η καθαρά προσωπική εξέγερση του δημιουργού ενάντια στον εαυτό του, συνιστά το πνευματικό του απόθεμα.
Ο καλλιτέχνης αφουγκράζεται τα τεκταινόμενα, όποιο και αν είναι το καλλιτεχνικό του σχόλιο. Η εξέγερση ως μορφή τέχνης είναι δυνατότερη, όχι μόνο από τον καλλιτέχνη αλλά και από το ίδιο του το έργο. Γιατί η εξέγερση υπάρχει και χωρίς αυτόν και το έργο του, ενώ το έργο τέχνης είναι ανύπαρκτο χωρίς εκείνη.
Δημήτρης Χαλάτσης
Στις μέρες μας, δεν υπάρχει σχεδόν καμία ουσιαστική σχέση ανάμεσα στην κοινωνική εξέγερση και την καλλιτεχνική δημιουργία. Και αυτό γιατί η πρακτική της σύγχρονης τέχνης, από το εργαστήριο του καλλιτέχνη μέχρι τις μεγάλες εγχώριες και διεθνείς διοργανώσεις τέχνης, τέμνεται από τη λογική της αγοράς, όπως επίσης και το καλλιτεχνικό έργο από τη λογική της αξίας (ή υπεραξίας) του εμπορεύματος. Από την ίδια λογική, δηλαδή, που επιβάλλει την ωμή βία (στον εργαζόμενο, στον πολίτη, στους πολίτες αντίπαλου κράτους), την ίδια λογική που επιβάλλει τις σχέσεις υποταγής, την εκμετάλλευση και την εξατομίκευση των αναγκών μας, σε τέτοιο βαθμό που μετατρέπονται σε απέραντη αδιαφορία προς τη συνείδηση της κοινωνικότητας μας, των συλλογικών αιτημάτων και των κοινών διεκδικήσεων. Η κοινωνία επομένως δυσκολεύεται πολύ να αφουγκραστεί την τέχνη ως μέρος μιας ριζοσπαστικής κοινωνικής διεργασίας σήμερα. Χαρακτηριστικές ήταν οι συνεχόμενες ερωτήσεις σε κείμενα που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Δεκέμβρη («Πού είναι οι καλλιτέχνες ;»)
Η «απουσία» αυτή παρουσιάζεται διότι η τέχνη εξαντλείται στην αυτοαναφορικότητά της. Η κυρίαρχη καλλιτεχνική κίνηση διατρέχεται από την αγωνία να μην απολέσει την ταυτότητά της ως τέχνη, να οριστεί αυστηρά ως καλλιτεχνικό έργο ή δράση. Διατυπώνεται δηλαδή μια επείγουσα ανάγκη να διατηρηθεί πέρα και πάνω από όλα η ταυτότητα του καλλιτέχνη και του καλλιτεχνικού έργου, ως προσπάθεια διάσωσης και κατοχύρωσης της ίδιας της τέχνης, καθώς μέσα σε έναν κατακερματισμένο κόσμο ανταγωνισμών, η ταυτότητα (της άρνησης) δίνει μια ψευδαίσθηση σιγουριάς ενώ ταυτόχρονα παράγει της ουσιοκρατική εικόνα της.
Σε ένα πολιτικό-κοινωνικό πρόταγμα είναι σημαντικό να υπάρχουν διαφορετικές αφετηρίες, πολλές διαφορετικές διαδρομές. Έτσι, ενώ η τέχνη είναι ή μπορεί να αποτελέσει μία από αυτές τις αφετηρίες, δεν προχωρά σήμερα σε ένα μετασχηματισμό του αποτελέσματος της δράσης της σε πολιτική πράξη ή, καλύτερα, η σύγχρονη τέχνη δεν επιτρέπει στο παραγόμενο προϊόν της να αφομοιωθεί από την κοινωνική διαδικασία και να μετασχηματισθεί σε πολιτική συνείδηση. Αντίθετα, παράγει και διακινεί το προϊόν της σύμφωνα με τους νόμους της Αγοράς, δηλαδή κάτω από την ετικέτα «καλλιτεχνικό προϊόν». Στην πραγματικότητα, όμως, μ’ αυτό τον τρόπο ακυρώνει τον πολιτικό της χαρακτήρα και η όποια διαπραγμάτευση ζητημάτων με κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις επιχειρεί, καταλήγει, τις πιο πολλές φορές, στην αισθητικοποίηση της πολιτικής.
Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι να γίνει η τέχνη από μόνη της φορέας αλλαγών, αλλά να δημιουργήσει πεδία αντιπαράθεσης, αντίστοιχα με άλλους κοινωνικούς χώρους, ώστε να παραχθεί πολιτικό αποτέλεσμα, κοινωνική δηλαδή αφύπνιση και εγρήγορση. Να «χαθεί» και να ταυτιστεί η τέχνη μέσα στις κοινωνικές εξεγέρσεις και στα πεδία της κοινωνικής αντιπαράθεσης.
Δημήτρης Χρηστίδης
Ο σύγχρονος καλλιτέχνης χρησιμοποιεί ένα ιδιότυπο, συνεχώς μεταβαλλόμενο αλφάβητο, για να δημιουργήσει το έργο του.
Τα τελευταία χρόνια, κυρίως την προηγούμενη δεκαετία, πολλοί δημιουργοί προσπάθησαν να συνδέσουν το έργο τους με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, κάνοντας χρήση ενός αλφάβητου με σαφείς πολιτικούς υπαινιγμούς. Πιστεύουμε ότι το γεγονός αυτό και μόνο δημιουργεί την ανάγκη ενός κοινού εκπαιδευμένου στο να παρακολουθεί τη σύγχρονη τέχνη. Ενός κοινού που αποκωδικοποιεί, απολαμβάνει, συμμετέχει.
Σε περιόδους κοινωνικής αναταραχής και εξέγερσης, οι εκδηλώσεις οργής του κόσμου έχουν μια τόσο μεγάλη δυναμική, που υπερκαλύπτει οποιαδήποτε άλλη καλλιτεχνική παρέμβαση. Επιπλέον, η έλλειψη συλλογικότητας, ή ακόμη και μαζικότητας στο σχεδιασμό της καλλιτεχνικής δράσης, καθιστά τη σχέση εξέγερσης-τέχνης ακόμη πιο προβληματική. Γιατί αυτό που σποραδικά κάνει την εμφάνισή του, ως έργο-πολιτικό σχόλιο στα γεγονότα, εγγράφεται αυτόματα στη σφαίρα της σύγχρονης τέχνης και ακολουθεί έναν ξεχωριστό δρόμο απ' αυτόν των κοινωνικών εξελίξεων. Αναρωτιόμαστε, αν ποτέ υπήρξε μια ώσμωση, σε περιόδους εξέγερσης, των γεγονότων και της τέχνης.
Ο καλλιτέχνης μπορεί να λαμβάνει τα προσεισμικά κύματα ενός επικείμενου σεισμού και να μπολιάζει με αυτά το έργο του. Πόσο μάλλον στο ξέσπασμα και στην εποχή που ακολουθεί. Μπορούμε, όμως, να ισχυριστούμε ότι κάθε έργο που εμφανίζεται μέσα στη σφαίρα της σύγχρονης τέχνης εμπεριέχει την πολιτική του διάσταση, σε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσοστό, και γίνεται αυτόματα μια πολιτική κατάθεση. Έτσι, αναγκαζόμαστε να καταλήξουμε στην κοινότοπη ρήση: ο καλλιτέχνης "μιλάει" μέσα από το έργο του.
Μια σχέση υπό συνεχή διαμόρφωση
Του Κώστα ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Όλες αυτές τις ημέρες ακούστηκε συχνά το αίτημα για αμεσότερη εμπλοκή των καλλιτεχνών, οι οποίοι, ιδεατά για κάποιους, θα όφειλαν να αφήσουν το βολικό χώρο του εργαστηρίου τους και να συνδράμουν στις κινητοποιήσεις. Με άλλα λόγια, να εγκαταλείψουν την «ομφαλοσκόπηση», να πάψουν να είναι «αυτοαναφορικοί», εμπλουτίζοντας την «εξέγερση» με την επεξεργασία νέων, επιτελεστικών ή όχι, μορφών πολιτικής δράσης. Ένα τέτοιο αίτημα βλέπει στην καλλιτεχνική παραγωγή –«εργασία» θα λέγαμε εδώ- κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που καθίστανται σημαντικά για την πληρέστερη διατύπωση και επίτευξη των αιτημάτων μιας εξέγερσης. Προσδίδει λοιπόν στους καλλιτέχνες, και κατόπιν στη συλλογικότητα που απαρτίζεται απ’ αυτούς, μια ιδιαιτερότητα ικανή να γεφυρώσει τη σχέση του αισθητικού με το πολιτικό, στη στιγμή της έντασής της.
Ας τολμήσουμε να υποστηρίξουμε από την αρχή, πως δεν υπάρχει καμία πλέον διάκριση ανάμεσα στο πολιτικό και το καλλιτεχνικό υποκείμενο. Διαπιστώνει κανείς, πως στα πρόσφατα γεγονότα οι καλλιτέχνες ήταν εκεί. Εκεί όπου ο καθένας έκρινε πως έπρεπε να είναι. Πριν απ’ όλα, ως πολίτης, ως υποκείμενο που φέρει, μεταπλάθει και αναδιατυπώνει το λόγο του στη δημόσια σφαίρα, πριν και πέρα από κάθε απόπειρα απολαβής κάποιου ειδικού ρόλου, έχοντας ήδη εκούσια απεκδυθεί και εν μέρει απολέσει το προνόμιο του «διαφωτιστή».
Εδώ κρύβεται μια σημαντική αλλαγή αντίληψης όσον αφορά τη σχέση του καλλιτεχνικού δρώντος και του θεατή που ανανεώνει το προηγούμενο καθεστώς. Η εμπέδωση αυτής της νέας διαπλοκής, φέρνει στο προσκήνιο ισότιμα θεατή και καλλιτέχνη. Είναι ο θεατής αυτός που πλέον έχει το λόγο, αυτός που, έχοντας ήδη μεταπλάσει και φέρει στην επιφάνεια όλα τα προτάγματα και τις μορφές δράσης των ιστορικών πρωτοποριών, δεν περιμένει πλέον κάτι, ένα σημάδι, έναν ανατρεπτικό λόγο για να βγει στους δρόμους. Οφείλουμε, λοιπόν, να αναλογιστούμε το νέο τρόπο λειτουργίας της τέχνης, εν μέσω κοινωνικών συγκρούσεων, πέρα και έξω από τα ως τώρα σχηματισμένα δίπολα, ενός κάποιου πομπού και ενός ενδεχόμενου δέκτη αισθητικού υλικού. Όχι απαραίτητα καταλύοντας αυτά τα δίπολα, αλλά εμπλουτίζοντάς τα.
Εξάλλου, μια εξέγερση φέρνει στην επιφάνεια μια μακρά εργασία που έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Τα αποτελέσματά της αναδύονται υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που σε μια εξέγερση διαδηλώνεται είναι το δικαίωμα της ύπαρξης, αλλά, κυρίως, η ανάδειξη ως κυρίαρχου ενός νέου υποκειμένου. Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, ποιος είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη στην εκάστοτε εξέγερση, πρέπει προηγουμένως να εξετάσουμε ποιο είναι το νέο εξεγερμένο υποκείμενο εν γένει, καθώς και το τι αιτείται.
Εφόσον μια ολόκληρη σειρά πραγμάτων δείχνει να έχει κλείσει τον κύκλο της, τα εποπτικά εργαλεία, μέσω των οποίων βλέπουμε τη σχέση τέχνης και εξέγερσης, φαίνονται ξεπερασμένα. Όπως άλλωστε και οι σχέσεις της ουτοπίας και πραγματικότητας, αυτονομίας και ετερονομίας, εμπλοκής (ατομικής και συλλογικής) και αναχωρητισμού, αλλά και προβληματικοί όροι, όπως η «αυτοαναφορικότητα». Οφείλουμε λοιπόν να δούμε τι επακολουθεί.
Είναι πάντως σίγουρο, πως στα έργα του άμεσου μέλλοντος, το σκηνικό των οποίων θα μοιάζει με αυτό της κατεστραμμένης και λεηλατημένης Αθήνας, θα δούμε και, ίσως, θα αναγνώσουμε το νέο εξεγερσιακό υποκείμενο, όπως κι αν υπήρξε αυτό πραγματικά, τον περασμένο Δεκέμβρη.
Ο Κώστας Χριστόπουλος είναι εικαστικός καλλιτέχνης
«Μη φοβού τους σοσιαλρεαλιστές»
Του Κυριάκου ΚΑΤΖΟΥΡΑΚΗ
Τα τέρατα του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού ωχριούν μπροστά στα ατέλειωτα βαρετά χιλιόμετρα της εννοιολογικής τέχνης που έχει εγκαθιδρυθεί. Μια τέχνη που σταματάει εκεί που αρχίζει, χωρίς καμία απολύτως έννοια πλην του εαυτού τού καλλιτέχνη και εν τέλει πετυχαίνει να κατασκευάζει συμβολισμό και τίποτα άλλο.
Ο Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός κατάγεται από την αντίληψη μιας ιδεολογίας που δεν έχει κριτική ματιά, που γρήγορα την οικειοποιήθηκε η οικονομική τάξη που εμπορεύεται την τέχνη. Το ζήτημα της μη ταύτισης με τον Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό απασχόλησε τους ΝΕΟΡΕΑΛΙΣΤΈΣ στη δεκαετία του 70, με έρευνα πάνω στη φόρμα και αποφυγή του μονοδιάστατου ρεαλισμού.
Με μια έννοια, τα όρια της εννοιολογικής τέχνης αγκαλιάζουν αυτή τη στιγμή σχεδόν τα πάντα. Όλοι μπορούν να ισχυριστούν ότι το έργο τους είναι εννοιολογικό, ότι δηλαδή μέσα στο εικαστικό έργο υπάρχει «σκέψη και όχι μόνο αίσθηση», ότι αυτό που φαίνεται ανήκει σε ένα «ευρύτερο πεδίο αντίληψης».
Το τι διαδικασίες προκύπτουν στην τέχνη σε κρίσιμες κοινωνικές καταστάσεις, είναι κάτι δευτερεύον. Προέχουν τα προβλήματα της κοινωνίας και οι αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη. Το μεγάλο ζήτημα είναι η απουσία κριτικής και η απουσία κριτικής προσέγγισης από τους καλλιτέχνες∙ κυριαρχεί ένα κύμα σχετικότητας που δεν επιτρέπει εμβάθυνση και προσήλωση στην κατασκευή του έργου. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην τέχνη.
Δεν υπάρχει πλέον υπομονή. Αυτό που κατακλύζει όλους είναι ένα αίσθημα τεράστιας αδικίας και αναξιοκρατίας, όχι μόνο τους νέους, όλους όσους εργάζονται και παράγουν κάτι. Ελάχιστοι τυχεροί, επιλεκτικά και με διαδικασίες αδιαφάνειας, κυκλοφορούν ανάμεσά μας περιφέροντας την προτομή τους, αδιάφοροι μέσα στην αυτοπροβολή τους. Η αρετή της υπομονής έχει φύγει διακοπές –ίσως–, και στη θέση της κυριαρχεί το αδηφάγο Πρασινογάλαζο τέρας της αρπαχτής. Ο φοροφυγάς, ο μιζαδόρος, ο διεφθαρμένος κοινωνικός λειτουργός, ο ασπάλακας, ο γλύφτης, είναι μερικά από τα κατεστημένα πλέον επαγγέλματα, προστατευμένα από νόμους που ξυρίζουν τα τελευταία δέντρα στην πόλη, που σκορπούν δηλητήριο στις διαδηλώσεις, που αδικούν κατάφορα τους αναμένοντες με υπομονή δικαιοσύνη.
Ένα κύμα ρευστότητας ηθικών αξιών, που θυμίζει το μεσοπόλεμο, τότε που ο κόσμος δεν ήξερε αν θα επικρατήσει ο φασισμός και περίμενε το νικητή για να πάει μαζί του. Μια σούπα αδιαμόρφωτη και κρύα, που δεν σε προκαλεί ούτε να την κοιτάξεις. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον κατοικούμε όλοι μας και μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον νέοι καλλιτέχνες κοιτάζουν ευθεία μπροστά από συνήθεια. Έτσι γινότανε συνήθως κι έτσι γίνεται, δεν τολμούν να σταματήσουν, από φόβο μην παγώσουν και πληγωθούν τα μάτια τους και μολυνθεί η ψυχή τους. Και έτσι, δημιουργούν νέες πρωτοπορίες, νέες ματιές, εφευρέσεις, με άλματα προς τα εμπρός που μόλις ακουμπούν στο έδαφος.
Δεν είμαι σε θέση να κρίνω, γιατί θεωρώ ότι είμαι κι εγώ μέσα στο πρόβλημα, κι εγώ κοιτάζω μπροστά και πάντα βάζω το θέμα της φόρμας στην τέχνη σαν κυρίαρχο ζήτημα και δεν νοσταλγώ καθόλου παλιές καλύτερες μέρες. Ίσως νοσταλγώ την αθωότητα της εποχής που σπούδαζα (1965-80), μάλλον το τέλος της μεταπολεμικής αθωότητας. Είναι μια νοσταλγία προσώπων όμως και όχι καταστάσεων, προσώπων που κοιτάζανε όχι μπροστά αλλά γύρω τους, κι εκεί μέσα στο παρόν βρίσκανε το υλικό τους, αγιασμένα πρόσωπα, Γιάννης Τσαρούχης, Κάρολος Κουν, Γιώργος Λαζάνης, Αντρέι Ταρκόφσκυ, Διαμαντής Διαμαντόπουλος, Αντρέας Εμπειρίκος, Φράνσις Μπέικον, Λούσιαν Φρόυντ, Λευτέρης Ρόρρος, Μάρκος Βαμβακάρης, Μάνος Χατζιδάκης, Τζόζεφ Μπόυς, Κώστας Κλουβάτος, Πήτερ Μπρούκ, Πήτερ Μπλέικ, Πιερ Πάολο Παζολίνι, Φελλίνι, Σταύρος Τορνές... κι άλλοι που το βλέμμα τους ήταν πάντα στο παρόν.
Μέσα στην αναμονή του μεσοπολέμου, στην καρδιά της Ευρώπης γεννήθηκαν ανατροπές στην τέχνη. Η Ρωσική πρωτοπορία έδωσε την απόλυτη ταύτιση «Τέχνης και Εξέγερσης», μεταλαμπάδευσε στην Ευρώπη τη νέα ματιά που ακόμα επηρεάζει όλες τις τέχνες. Εκεί πηγάζουν όλα τα ρεύματα που μας περιτριγυρίζουν σήμερα, αλλά μόνο ένα κρύο ρεύμα πια φτάνει σε μας. Έκλεισε ο κύκλος και δεν επαναλαμβάνεται. Όμως το υλικό είναι ακριβώς το ίδιο, το μόνο καινούριο είναι η απάτη της τηλεόρασης, που έχει κατακλύσει την πληροφορία με τον πιο Γκαιμπελσικό τρόπο. Η πείνα, οι φόνοι των παιδιών σ’ όλον τον πλανήτη, ο αργός θάνατος του Αμαζόνιου, η εξαφάνιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, ο θρίαμβος του χρήματος πάνω σε κάθε άλλη αξία, η κατάρρευση της δημοκρατίας, ο ρατσισμός, οι πόλεμοι, όλα συνιστούν ένα μεγαλειώδες και παράλογο Ντεζαβύ.
Πώς να συνδέσει ο καλλιτέχνης την εξέγερση με την τέχνη;
Δεν συνδέεται, απλά δεν είναι δυνατόν να συνδεθεί.
Η εξέγερση αν είναι εξέγερση εξαφανίζει αυτό που υπάρχει κατ’ αρχάς και θεωρητικά έπονται συνθήκες επαναστατικές, συνθήκες που ποτέ δεν γίνανε πραγματικότητα. Μόνο το παράδειγμα του Μεξικού, που γέννησε το εικαστικό κίνημα με τους Ριβέρα, Ορόθκο κ.ά., γνωρίζουμε κι αυτό δεν έχει επαναληφθεί.
Σήμερα η Ρωσική πρωτοπορία, μαζί με τα απομεινάρια του Μπαουχάουζ, εξυπηρετεί τους ντεκορατέρ και τους ντιζάινερς για να σχεδιάζουν καταναλωτικά προϊόντα στα ΙΚΕΑ και στις εκθέσεις αυτοκινήτων.
Έτσι λοιπόν απλά και πεζά:
Μόλις σήμερα, 30 Ιανουαρίου, ο Κύριος Υπουργός Μεϊμαράκης ανακοίνωσε την αγορά 6 φρεγατών από τη Γαλλία και πολλών άλλων τελείως περιττών φονικών μηχανών, μεσούσης της υφέσεως, των απολύσεων, της ανεργίας, της δολοπλοκίας των παπάδων, της βίας της εξουσίας, την ώρα που κλείνουνε μικρές επιχειρήσεις, μαγαζιά, που το κράτος είναι στο παρά πέντε να ανακοινώσει επτωχεύσαμεν, το ελληνικό κράτος βρήκε τρόπο να ενισχύσει τον Σαρκοζί.
Λίγες μέρες μετά την υπεράσπιση του Χριστουγεννιάτικου ερζάτς δέντρου από τα ΜΑΤ του Κακλαμάνη, ο ίδιος ο Κακλαμάνης έκοψε 52 μεγάλα δέντρα στο κέντρο της Αθήνας -βάλε λύκο να σου φυλάει τα πρόβατα- μάλλον θέλει να εξαφανίσει τα ορίτζιναλ για να μην υπάρχει μέτρο σύγκρισης με το δικό του.
Το άρθρο 16 έχει αντισυνταγματικά καταπατηθεί από την ίδια τη Βουλή με το νόμο πλαίσιο.
Οι αγρότες επιστρέφουν στη ατέρμονη λύπη των χωμάτων τους, στην ουσία εξαπατημένοι. Ένα χώμα τους ανήκει, που είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο, ένα χώμα που σιγά σιγά εξαφανίζεται (το 1/3 του χώματος έχει χαθεί από το δέρμα του πλανήτη μας). Να ένα θέμα κύριοι συνάδελφοι της εννοιολογικής τέχνης, καλλιεργείστε το χώμα που είναι στα αζήτητα!
Η τηλεόραση απτόητη γεμίζει συνεχώς σκουπίδια και διαμορφώνει συνειδήσεις και Μορφώνει νέες γενιές παθητικών πολιτών.
Η αστυνομία παραβιάζει αδιάκοπα τα δικαιώματα των συμπολιτών μας μεταναστών.
Η τερατούπολη θα κοσμηθεί και με άλλα δύο πολυτελή μέγαρα για τα Γκαλά των Βιπς. (Γιατί δεν έχει βρεθεί ένας ευεργέτης να χαρίσει 50 Δημοτικές Πινακοθήκες; Τα ίδια λεφτά θα έδινε και θα λάμπρυνε το όνομά του επί 50. Ναι, δεν είναι για το πόπολο οι ευεργεσίες, εξ άλλου φαντάζεσαι τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να πηγαίνει σε 50 εγκαίνια;)
Αυτά είναι μέρος του υλικού του σύγχρονου καλλιτέχνη.
Τι θα κάνει;
Υπάρχει το ερώτημα.
Η κοινωνική εξέγερση, η πολιτική εξέγερση, η ουσιαστική εξέγερση είναι μακριά, χειμάζει σαν πολική αρκούδα και ίσως τώρα που θα λιώσουν οι πάγοι στους πόλους του πλανήτη να ξυπνήσει, αλλά μάλλον θα είναι αργά.
Μπορεί σήμερα μια εξέγερση να προκαλέσει καλλιτεχνικά ρεύματα, τάσεις έστω, κάποιο διάλογο τουλάχιστον;
Αυτό εν τέλει είναι ένα ερώτημα, που αν κάποιος δεν το έχει ήδη θέσει στον εαυτό του και στο έργο του, δεν θα μπορεί ούτε καν να το καταλάβει.
Ένα κράτος που νοσεί βαθιά, που αυτοαπαξιώνεται, που δεν έχει ούτε καν δάκρια για την τεράστια δυστυχία που εξαπλώνεται παντού από τη συγκέντρωση του πλούτου σε ακόμα λιγότερα χέρια, που κολακεύεται όταν αυτά τα χέρια του δίνουν Βιτρίνα, που δεν έχει θεσμούς με αυτοσεβασμό να στηρίζουν τις τέχνες, που στοχεύει στην καρδιά της νεολαίας και πυροβολεί, που ξεπουλάει τη δημόσια περιουσία σαν να είναι ιδιοκτησία μιας οικογένειας (άντε δύο), που έχει χάσει την ταυτότητά του, που δεν μπορεί να κάνει κουμάντο στα στοιχειώδη, που φορολογεί με πάγια τον φτωχότερο και χαρίζει φόρους στον πλουσιότερο. Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο ενεργεί, συναλλάσσεται, δημιουργεί, αναπαράγει, αμφισβητεί, εξεγείρεται ο σημερινός Έλληνας καλλιτέχνης.
Ο Κυριάκος Κατζουράκης είναι ζωγράφος και διδάσκει στην ΑΣΚΤ Θεσσαλονίκης
«Η κοινωνική εξέγερση, η πολιτική εξέγερση, η ουσιαστική εξέγερση είναι μακριά, χειμάζει σαν πολική αρκούδα και ίσως τώρα που θα λιώσουν οι πάγοι στους πόλους του πλανήτη να ξυπνήσει, αλλά μάλλον θα είναι αργά»
Η διάρρηξη του ρήγματος
Του Δημήτρη ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ
Εικαστικές προθήκες
Στο χώρο των εικαστικών, η μακροσκελής και «διονυσιασμένη» επαφή με την ρήξη εντάθηκε μετά την θεωρησιακή ανομία που νομοθέτησαν οι κονσεπτσουαλίστες μεταντυσσανικοί ή οι ποπαρτίστες και ο ιδρυματισμός τους. Η δημιουργία του καλλιτεχνικού έργου απελευθερώθηκε από οποιαδήποτε εμμένεια, είτε προς τη μορφή είτε προς το αφηγηματικό ή το αναφορικό πεδίο. «Ελεύθερη» η δημιουργία του έργου, από οποιοδήποτε συντακτικό σύστημα ή, έστω, γλωσσικό πρότυπο, μπορεί να «πετάει» στο οπουδήποτε, άρα να αποδεσμεύει τον αναγνώστη-θεατή και τον δημιουργό από κάθε συνέπεια και πειθαρχία ως προς εκφραστικούς ή ηθικούς κώδικες. Τον αποενοχοποιεί ως προς τις δεξιότητες και τις παραδόσεις αλλά συγχρόνως αντικαθιστά τις αναφορές σε εκφραστικούς κώδικες με αναφορές σε πολιτιστικά πρότυπα. Ένας ιδιώνυμος πολιτιστικός ιμπεριαλισμός στη θέση της γλώσσας και των εμμονών. Νομίζω πως αυτό το ρηξιακό πάχος, θεμελιώνει την πιο οχληρή και δυσώδη ιστορική ψευδολογία: η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, από συντακτικό γεγονός υπαρκτικής τάξης, μεταπίπτει προς ένα απλό οπτικό ή επιτελεστικό, περιστατικό. «Monument to now». Ακριβώς αυτό αποσυναρμολογεί τη σχέση μεταξύ εξέγερσης και καλλιτεχνικού γεγονότος. Η νέα και διευρυνόμενη ιστορική δυνατότητα της τέχνης, να μπορεί επιτέλους να συμβαίνει χωρίς να εννοεί –αφού, όπως προείπα, η αποδέσμευση από εκφραστικούς, διατυπωτικούς κώδικες μετατοπίζει από το εκφραστικά αναγκαίο προς στο ανέκφραστο και ανέκφορο, δηλαδή προς ένα είδος πανσημίας- δεν είναι απλή ανανέωση τρόπων, αλλά ήθους. Δεν συστήνεται ο καλλιτέχνης με άλλο Τρόπο, αλλά στέκεται σε άλλο Τόπο. Έτσι μπορεί, με ηθική άνεση, κάθε καλλιτέχνης να είναι ρηξιακός και παράλληλα να εντάσσεται στις στρατηγικές του συστήματος, ή συστημικός, που όμως αποσυναρμολογεί συστημικές δομές. Το χειρότερο είναι ότι μπορεί να μεταμφιέζεται στον ένα ή στον άλλο τύπο, δηλαδή να αφομοιώνεται από το σύστημα ανέξοδα, ως ένα ρευστό μοντέλο (γοητευτικών και διασκεδαστικών) αντιφάσεων.
Πολιτικώς ορθή και παχύδερμη επανάσταση
Η τερατώδης και παχύδερμη πολιτιστική χωρητικότητα της (εκπαιδευμένης και συγκροτημένης από το πρώιμο, πολεμικό μοντέρνο) κυρίαρχης ελίτ, μπορεί να αισθητικοποιεί το άπαν, αρκεί να μη διακυβεύεται κάποιο δομημένο οικονομικό-θεσμικό συμφέρον της ίδιας της δεσπόζουσας τάξης ή κάποιας υποομάδας αυτής της τάξης (π.χ. τους δημοσιογράφους, τους στατιστικούς αναλυτές, τους επιτελικούς καθηγητές Πανεπιστημίου κλπ). Έτσι, μπορεί κανείς να δει, ένα εύρωστο πολιτιστικό ίδρυμα να χρηματοδοτεί καλλιτέχνες των (εξημερωμένων) γκράφιτι ή θεάτρου του δρόμου π.χ., αλλά αν τολμήσει κάποια ομάδα καλλιτεχνικού ακτιβισμού να απειλήσει το προφίλ ή την επικοινωνιακή στρατηγική του συγκεκριμένου ιδρύματος, «εξαφανίζεται» από τους σεκιουριτάδες, ή τους υπαλλήλους δημοσιογράφους. Η αγανακτισμένη ανασφάλεια του θιγμένου πολιτιστικού εργολήπτη μπορεί να ενδυθεί περιστασιακά τον μανδύα της αντισυμβατικότητας ως επαναστατικού υπονοούμενου, αλλά μόλις θιγεί, τακτικά ή στρατηγικά, τότε ο «δράστης» καλλιτέχνης ή ο διανοούμενος «συντρίβεται».
Η σύγχρονη τέχνη, ή πολλές εκδηλώσεις της, μέσα σε ένα πλεόνασμα ελεγκτικού πάθους και λιγόψυχης αυτοσυγκρότησης, προφασίζονται τα ξόρκια στην εθιμοτυπία για να επανεφεύρουν, εντέλει, μια αυστηρότατη και ανελαστική ανακωδικοποίηση. Ακαδημαϊκή και πολιτικώς ορθή ρήξη με το παρελθόν. Να η συντριπτικά υπέρτερη, σύγχρονη εκδοχή, και της ρήξης αλλά και της εξέγερσης.
Η προαποφασισμένη «επανάσταση», οδήγησε το συλλογικό βλέμμα στην αιματηρή μετάβαση από τη νεωτερικότητα στη σύσταση ενός χρονικού προτύπου που κατηγοριοποιεί το «παλαιό» και το «καινούριο» ως ηθικές κατηγορίες και όχι ως οντολογικές ποιότητες χρόνου. Σιγά σιγά, οι καλλιτέχνες, «οι επαγγελματικά» και αεί σχετιζόμενοι με την (τάχα μου) ρήξη, ταύτισαν την «επανάσταση» με κάθε μικρή και μεγάλη μορφολογική ή συμπεριφορική αταξία. Η αναθέσμιση που εκφράζει μια τέτοιου είδους στυλιστική -εκπτωτική βεβαίως- ρήξη, μπορεί κατά περίπτωση να αποτελεί τη μορφολογική ανακαίνιση του παλιού, την αναβίωση ιστορικά ξεπερασμένων νομικών–κανονιστικών προτύπων (όπως συμβαίνει με τις εργασιακές σχέσεις, τις σχέσεις νομικού πλαισίου και ιδιοκτησίας κλπ) ή μορφότυπων, δηλαδή εφαρμοσμένων εκδοχών του «ωραίου» (π.χ. την Ποπ αρτ, την κακέκτυπη βιντεοαναβίωση του πρωτοποριακού, σημειωτικού σίνεμα κλπ).
Η εξέγερση έχει ανάγκη την εξέγερση στο εσωτερικό της
Αυτό είναι ο όρος για να γίνει η εξέγερση επαναστατική πράξη, δηλαδή να ανατρέψει αντιληπτικά και θεωρησιακά καθεστώτα και να μη μείνει απλή δυσφορία ή αταξία. Η Τέχνη χρειάζεται να αποδεσμευτεί από τις κουρασμένες αφηγήσεις, που συγχέουν την ανορθοδοξία με την ανατροπή. Οι περιοχές που ορίζει το συλλογικό φαντασιακό πρέπει να αποθέσουν με ριζικό τρόπο τα κλιμακτηριακά τους κληροδοτήματα.
Οι παλιοί κομμουνιστές έφτασαν να ελπίζουν στην εξαθλίωση ως το γονιμοποιό κίνητρο της επανάστασης. Σήμερα, ξέρουμε ότι η γενική αισθητικοποίηση, η διαρκής εφεύρεση νέων αφηγηματικών κελυφών, μπορεί να χωνέψει ακόμα και την εξαθλίωση. Ένα καινούριο κινητό αρκεί για να πιεις τον καημό σου.
Οι πολιτικές τεχνικές που μεταχειρίζεται το σύστημα, για να μεταβάλλει το απελπισμένο άκρο, τον ακτιβισμό κλπ σε μια συστημική νοστιμιά, είναι το Καλλιτεχνικό Άλλοθι, η Καταναλωτική Φιλανθρωπία και η Καταστολή...
(το κείμενο συνεχίζεται σε άλλη οργή).
Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος και διδάσκει στη Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
Δεν εχετε αναρωτηθει ποτε οτι ζειτε μεσα σε εναν μικροκοσμο σας. απ την μια μιλατε για μια επανασταση στην τεχνη οπου ουσιαστικα αναφερομαστε στο εγώ και την σχεση μας με το αντικειμενο που ειναι απεναντι μας και απο την αλλη για επαναστατικη ζωη στην οποια δεν υπαρχει.
ΑπάντησηΔιαγραφήτο παραδειγμα ειναι οτι ολοι οσοι γραφεται στο συγκεκριμενο σαιτ μιλατε για εναν νεο κοσμο ανοιχτο και πολυπολιτισμικο στο οποιο οι ιδιοι φτιαχνεται . παραδειγμα εχετε αναρωτηθει ποτε γιατι δεν υπαρχουν εγχρωμοι ή κιτρινοι ή πορτοκαλοι μεσα στα πανεπιστημια?
διοτι ο καθε μπαμπας που δουλευει στο πανεπιστημιο ή οικογεννεια(που λεμε απο σοι) εβαζε τον γιο ή την κορη.Αυτο ομως δεν ειναι επανασταση κυριοι.και ποτε η τεχνη δεν ειχε σχεση με την ολικη επανασταση ή επανασταση ηταν προσωπικη βιωματικη.
δειτε τον ευατο σας και πειτε μου