29/5/08

Διαδρομές εθνικού προσδιορισμού

επιμέλεια Μάρθα Πύλια

τχ. 222, 24/3/2007

Γράφουν; Μάρθα Πύλια, Αγγελική Κωνσταντακοπούλου, Μαρία-Χριστίνα Χατζηϊωάννου, Φικρέτ Αντανίρ (συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Σφοίνη, και την Αγγελική Κωνσταντακοπούλου), Νίκος Σιγάλας, Ηρακλής Μήλλας, Μαρία Ρεπούση, Ειδικό ένθετο: Γιώργος Μπλάνας, |Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη|


Η Ιστορία ως άθροισμα

Στην ονομαζόμενη "μετα-νεωτερική" ή αλλιώς "δι-εθνική" εποχή -που εν πολλοίς καθιερώθηκε και με τη δύναμη των media- αποφασίσαμε να αντιμετωπίσουμε την αρχιτεκτονική των εθνικών μας μύθων χωρίς φόβους και πάθη. Προχωρήσαμε γι' αυτό στη σταχυολόγηση πηγών και απόψεων για τη συγκρότηση της εθνικής ιδιοπροσωπίας, έτσι όπως εκδηλώθηκε στην ελληνική περίπτωση, αλλά και σε εκείνη των "Άλλων" που, ευθέως ή πλαγίως, χαρακτηρίζουμε αντιπάλους -και εδώ, εννοούμε βέβαια τους Τούρκους. Επιχειρήσαμε να ανιχνεύσουμε τη δική μας εικόνα στο αρνητικό ή ελλειπτικό αποτύπωμα της "άλλης" επιχειρηματολογίας, με πρόθεση να διακρίνουμε τους κοινούς και αλληλοεξαρτώμενους μηχανισμούς κατασκευής ταυτότητας και ετερότητας. 
Μακριά από μας οι απλοϊκές γενικεύσεις για τη γενέθλια εποχή των εθνισμών, καθώς είναι τόπος κοινός πως "κάθε είδους επικαιρότητα συγκεντρώνει κινήσεις καταγωγής, ρυθμών διαφορετικών: το σήμερα κρατάει συνάμα από το χτες, από το προχτές, από το άλλοτε" (Fernad Braudel). 
Εμπλεκόμενοι εν ταυτώ ως υποκείμενα και ως αντικείμενα της ίδιας Ιστορίας, προσπαθήσαμε να διατρέξουμε κάποιους από τους σταθμούς της δικής μας εθνικής αυτοσυνείδησης, να ζυγίσουμε την αντίληψή μας για τον "Άλλο" μέσα από την δική του απάντηση, να στοιχίσουμε τις απόψεις μας δίπλα στις δικές του, να ανιχνεύσουμε μερικές από τις συγκλίσεις αλλά και τις διαφορές του δικού μας εθνικισμού και εκείνου των "αντιπάλων", να αποκαθηλώσουμε, εμμέσως ή αμέσως, κάποιες από τις ένοχες σιωπές και τις ένοχες πλάνες. 
Αντίθετα με τους συνήθεις πανηγυρικούς, οργανώσαμε μια στοιχειώδη αντιπαράθεση που συμπεριέλαβε απόψεις και θέσεις και από την "απέναντι όχθη", έτσι ώστε μέσα από τις εκατέρωθεν εθνικιστικές κατασκευές και την αναλογία των επιχειρημάτων να οριοθετήσουμε το πεδίο της δικής μας κριτικής και να ξεχωρίσουμε την Ιστορία από την χρήση της. Η προσέγγισή μας είναι αναγκαστικά ελλειπτική και περιορισμένη. Οι "Αναγνώσεις" και οι συνεργάτες τους σκοπεύουν να συνεχίσουν αυτή τη διαπραγμάτευση που συνεπαίρνει προς συγκρουόμενες κατευθύνσεις το εθνικό και το επιστημονικό ακροατήριο. 
Τα κείμενα που ακολουθούν, γραμμένα από τους "καθ' ύλην αρμόδιους", γνωστούς στο ελληνικό και το διεθνές επιστημονικό κοινό ιστορικούς, είναι πρωτότυπα, πρωτοποριακά και πλουραλιστικά. Μερικές από αυτές τις απόψεις έχουν προκαλέσει και συνεχίζουν να προκαλούν, σε Ελλάδα και Τουρκία, την ταραχή των κατεστημένων κύκλων που παρασιτούν ακόρεστα πάνω στο σώμα του λαϊκισμού και της αμάθειας που υποκαθιστούν εξ' επαγγέλματος το έλλογο με το συγκινητικό. 
Στο σημείο αυτό, ας μου επιτραπεί η προσφυγή στις πηγές. Θα ήταν χρήσιμο να προσγειώσουμε τις απόψεις μας στον "λόγο" δύο υπηκόων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που αποτυπώνουν, εντός του πλαισίου της, τη δική τους αντίληψη για τον εαυτό τους και τον ετερόδοξο, τη δική τους ερμηνεία για τα πράγματα~ που σκιαγραφούν μερικές από τις νοοτροπίες της εποχής, αποκρυπτογραφούν μερικές από τις λειτουργίες του συστήματος. 
Πρόκειται για τον παπα-Συναδινό, πρόκριτο Σερρών τον 17ο αιώνα και τον Σουλεϊμάν Πενάχ Εφέντη, αξιωματούχο στην προεπαναστατική Πελοπόννησο. Και οι δύο, εκκινώντας αντίστοιχα από τις απολύτως διακριτές θέσεις του κατακτημένου και του κατακτητή, συμμερίζονται την ίδια προνοιακή αντίληψη για την "Ιστορία" ως θέλημα θεού, και οι δύο επικαλούνται την προστασία της οθωμανικής δικαιοσύνης: 
|"Εν μηνί Σεπτεβρίω [1623], εγίνην νέος βασιλεύς ο Σουλτάν Μουράτης [...] και εβασίλευσεν χρόνους 16 και μήνας 5. Και εις τους πρώην βασιλείς ήτον μεγάλη αδικία εις όλον τον κόσμον και πολυαρχία~ και αυτός εχάλασεν τους καφενέδες εις όλον τον κόσμον, ομοίως και το τιτούνι| [τον καπνό],| και δεν το έπινεν τινάς το καθόλου, διότι πολλούς έχασεν άνδρες και γυναίκες έως ου να παύσουν. Ομοίως και όσοι ήτον τύραννοι καν τε βεζύρηδες καν τε πασιάδες καν τε μουφτήδες καν τε κατιλεσκέρηδες καν τε κατήδες καν τε πέγηδες καν τε αγάδες καν τε γιανιτζάραγαι και οταμπασήδες καν τε ζορμπασήδες, όλους έκοφτεν [...] Και έτζι τον ετρόμαξαν όλοι οι Τούρκοι και ήτον πάσα ημέρα αποθαμένοι από τον φόβο τους [...] και έτζι έπαυσαν οι αδικίες~ και τότες ήτον να ιδής το πώς επεριπάτειν το πρόβατον με τον λύκον. 
Πρέπον είναι και εις ημάς, ω αδελφέ, να τον κλαύσωμε το πώς τον εχάσαμε τοιούτον βασιλέα."| 
(παπά-Συναδινός) 
|"Τα σπίτια των ρεγιάδων της Ρούμελης τα έκανα φωλιές τους οι κουκουβάγιες και τα κοράκια. Εάν τύχει και ξεσπάσει πόλεμος, δεν έχει απομείνει χάλι και δύναμη του ρεαγιά για να υπηρετήσει το Υψηλό Κράτος... Καθότι οι χώρες φεύγουν από το χέρι μας και δεν σφάλλω ποσώς στα φτωχά μου λόγια [...] Από τον περασμένο χρόνο όλοι οι ρεαγιάδες δραπετεύουν με τις οικογένειές τους [...] χρόνο με τον χρόνο η σκλαβιά γίνεται μεγαλύτερη. Και ο ύψιστος βοηθός."| 
(Σουλεϊμάν Πενάχ Εφέντη) 
Οι παραπάνω απόψεις παρότι, εδώ και καιρό, έχουν κατατεθεί στη διαθέσιμη βιβλιογραφία, δεν έτυχαν ποτέ της προσοχής όσων περιφέρουν τα περιχαρακωμένα, εύληπτα μοντέλα τους προς δημόσια χρήση~ δεν συμπεριελήφθησαν ποτέ στον δημόσιο διάλογο που επιχείρησε να στοιχειοθετήσει τα χαρακτηριστικά "της λαϊκής ψυχής" του Έλληνα και του Τούρκου, του χριστιανού και του μουσουλμάνου, μέσα στη μακρά διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης. 
Καταληκτικά, οφείλω να αναφερθώ και στην επιλογή να συμπεριληφθεί, στην παρούσα επετειακή έκδοση, και σε πρώτη δημοσίευση, το ποίημα |Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη|. Ο Γιώργος Μπλάνας, ανατρέχοντας με συνέπεια τους δρόμους των πηγών και των πλέον σύγχρονων κεκτημένων της ιστοριογραφίας, αφηγείται εδώ "|την ιστορία της Ιστορίας με τα κόλπα της διαλέκτου του|". Το βήμα αυτό εγγράφεται στην μακρά διαδρομή των σχέσεων λογοτεχνίας και Ιστορίας, και ως τέτοιο |"δικαιωματικά τους ανήκει"|. 


Μάρθα Πύλια


Μια πρώιμη εκδοχή της εθνικής ιδεολογίας

|Δοκίμιον περί Πατριωτισμού|

Της Αγγελικής ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ


Η διαμόρφωση των εθνικών συνειδήσεων και γενικότερα η ανάπτυξη του εθνικού φαινομένου, αν και συνήθως περιγράφεται από τον 19ο αιώνα ως φυσικό φαινόμενο, είναι γνωστό ότι αποτελεί έναν κεφαλαιώδη νεωτερισμό, σφραγισμένο αρχικά από την ιδεολογία του Διαφωτισμού και των ναπολεόντειων πολέμων. Μέσα σ' αυτό το ιστορικό πλαίσιο, η έννοια της πατρίδας, που σήμαινε ως τότε τη γενέτειρα, διευρύνθηκε γεωγραφικά και προσέλαβε ιερό χαρακτήρα, ενώ οι νεολογισμοί "πατριωτισμός" και "εθνικό πνεύμα" προσδιορίστηκαν από την κυρίαρχη ιδεολογία του φυσικού δικαίου και του κοσμοπολιτισμού. Αυτό το αρχικό περιεχόμενο, με το οποίο ο πατριωτισμός πρωτοεμφανίστηκε, δεν έμεινε αμετάβλητο. 
Στο α' μισό κιόλας του αιώνα, μέσα στο αντεπαναστατικό κλίμα της "Ευρώπης των συμμαχιών", της ανάπτυξης του γερμανικού ρομαντισμού και της ίδρυσης εθνικών κρατών, η εθνική ιδέα περιβλήθηκε με νοήματα και βιώματα που συνέβαλαν στην υποχώρηση του κοσμοπολιτισμού και του "λογικού", και στην ανάπτυξη, στη θέση τους, μιας συναισθηματικής και μυστικιστικής φόρτισης. Έτσι π.χ. η παρομοίωση του κοινωνικού συστήματος με "μηχανή", την οποία πρότειναν οι Διαφωτιστές, αντικαταστάθηκε από εκείνη που αναπαριστούσε τις εθνικές ομάδες ως ζωντανό οργανισμό. Η εξέλιξη αυτή, που κυριάρχησε και στα Βαλκάνια, είναι σήμερα η πιο διαδεδομένη, με αποτέλεσμα να θεωρείται πως η πρώιμη (προ-ρομαντική) φάση δεν υπήρξε ποτέ. 
Το |Δοκίμιον περί Πατριωτισμού προς τους κατοίκους των Ιονικών Επτά νήσων|, του οποίου αποσπάσματα ακολουθούν, αποτελεί ένα σπάνιο αλλά χαρακτηριστικό δείγμα πρώιμου πατριωτικού λόγου, που είδε το φως της δημοσιότητας το 1815 [β' έκδ. ψευδοχρονολογημένη εν Φιλαδελφεία (=Μόναχο) 1817, αντί Ναύπλιο 1828]. Συγγραφέας του |Δοκιμίου| θεωρείται ο γερμανοσπουδαγμένος σμυρνιός Νικόλαος Σκούφος, που διετέλεσε από το 1817 γραμματέας του Αλ. Σούτσου και διευθυντής του θεάτρου του Βουκουρεστίου. Στο |Δοκίμιον| αποτυπώνεται το ηθικό και πολιτικό/ αντιμοναρχικό περιεχόμενο, με το οποίο αρχικά προσδιορίστηκε η έννοια του πατριωτισμού, στον απόηχο της γαλλικής επανάστασης και του ναπολεόντειου μύθου. Οι δύο μεταφράσεις του στα ρουμανικά (1821 και Ιάσι 1829) χαρτογραφούν την παρουσία ανάλογων κύκλων εκτός Ελλάδας και Επτανήσων. 
Παρότι το κείμενο δεν μας επιτρέπει να ανιχνεύσουμε αντιλήψεις ευρύτερων στρωμάτων που συμμετέχουν σε επαναστάσεις (σέρβοι 1804 και 1813, μολδοβλάχοι και έλληνες 1821), μάς δίνει τη δυνατότητα να εντοπίσουμε τις, γαλλικής προέλευσης, πολιτικές έννοιες, με τις οποίες συγκροτήθηκε αρχικά η εθνική ιδέα στο ευρύ πλαίσιο του κοσμοπολιτισμού των Φώτων -ακόμα και η χριστιανική θρησκεία προβάλλεται εδώ συνδεδεμένη με την πολιτική. Πρόκειται για την τάση που προηγήθηκε από την περίοδο κατά την οποία κυριάρχησε, τουλάχιστον στα Βαλκάνια, ο γερμανικός ρομαντισμός, σύμφωνα με τον οποίο το έθνος / οργανισμός μπορούσε να εννοηθεί μέσα από διαισθητική διαδικασία, ενώ η εθνική / λαϊκή ψυχή χανόταν σε ένα απώτερο παρελθόν πλήρες μυστικισμού και λαϊκής θρησκευτικότητας. 
Η σημερινή μελέτη του |Δοκιμίου| μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο οι πιο συνειδητοποιημένοι από τους υπόδουλους, που δρούσαν έξω από τον τουρκοκρατούμενο ή τον αγγλοκρατούμενο χώρο, αντιλαμβάνονταν την Πατρίδα και το Έθνος. Επειδή οι πολιτικο-ιδεολογικές μεταβολές του εθνικού φαινομένου στον χρόνο και τον χώρο αποδείχτηκαν αρκετά σύνθετες για την κατανόηση των σημερινών μεταβολών του, είναι χρήσιμο να ξαναδούμε την προβληματική του κειμένου, γιατί μάς απομακρύνει αφενός από τη στατική εθνικιστική αντίληψη, που ευρύτατα προβάλλεται στις μέρες μας για να ερμηνεύσει ομοιόμορφα ολόκληρο το φάσμα του "βίου του ελληνικού έθνους", και αφετέρου από την αναχρονιστική χρήση σύγχρονων όρων γύρω από το εθνοτικό φαινόμενο, οι οποίοι τείνουν να προσδώσουν σε προγενέστερες ιστορικές φάσεις μεταψυχροπολεμικό επίχρισμα. 

Προοίμιον 
"Μιλλιόνια στόματα ανθρώπων προφέρουσι την λέξιν Πατριωτισμός, πλην πολλά ολίγων πνεύματα εννοούσιν την κυρίαν της λέξεως σημασίαν. Όλοι βεβαιούσιν, ότι εις τα ψυχάς των εμφωλεύει ο Πατριωτισμός, αλλ' ...εις τα ώτα των περισσοτέρων το όνομα Πατρίς, Πατριωτισμός είναι ήχος ασήμαντος~ καθότι η ευγενεστέρα αύτη των αρετών πολλά ολίγας κρίνει αξίας να εκλέξη ως κατοικητήριόν της• είναι ευγενής, και διά τούτο αγενών ψυχάς αποστρέφεται, και γενναία, και διά τούτο των φιλαργύρων ούτε την ύπαρξιν να ακούη δεν υποφέρει~ κοινωφελής τέλος, και δια τούτο ιδιοφελείς μισεί. 
Εις μάτην ήθελε ζητήσει τις να εύρη το αειθαλλές του Πατριωτισμού δένδρον εις πάσαν γην και χώραν, διότι αι ρίζαι του εκεί μόνον φυτρόνουσιν, όπου Έθνος ελεύθερον και πεφωτισμένον κατοικεί, όπου γενική ομόνοια και αγάπη συνδέει τα μέλη του Έθνους, όπου το κοινόν συμφέρον ενόνει τους πολίτας προς ένα και τον αυτόν σκοπόν, όπου τάξις και νόμοι βασιλεύουσι. Και τέλος, όπου το ιερόν των φυσικών χρεών αίσθημα οδηγεί τας διαφόρους κλάσεις των πολιτών... 
Τί εστιν αληθής Πατριωτισμός 
...Αλλά κοινωνία ούτε κατά φαντασίαν δύναται να υπάρξη άνευ συνθήκης τινός~ κοινωνικήν συνθήκην λοιπόν ονομάζω την μυστικήν εκείνην συμφωνίαν όλων των ατόμων ενός έθνους, ήτις υποχρεοί έκαστον εις το να συντρέχη εις το γενικόν καλόν της κοινωνίας εκείνης, της οποίας μέρος είναι: τούτο απαιτεί το ιδιαίτερον εκάστου συμφέρον, τούτο το κοινόν~ ευθύς οπού η αμοιβαία αύτη βοήθεια παύσει, γενική σύγχυσις καταλαμβάνει το έθνος, ήτις σύρει μεθ' εαυτής την παντελή εξουδένωσιν εκάστου ατόμου. 
Εις μάτην ήθελε ζητήσει τις να εύρη την συνθήκην αυτήν εις τους κώδηκας των Εθνών, ή εις τα κατάστιχα των Επικρατειών~ το πρότυπόν της είναι εγκεχαραγμένον εκ χειρός αυτής της φύσεως εις τας πλάκας της ανθρωπίνου καρδίας~ αρκεί να ερευνήση τις τα ενδόμυχα της ψυχής του, και εκεί την ευρίσκει λέξιν προς λέξιν. Η φύσις υπαγόρευσε δικιώματα εις τον άνθρωπον, αλλ' ενταυτώ και χρέη~ τα πρώτα είναι αδύνατον να διατηρήση, χωρίς τα δεύτερα να εκπληρώση~ εκ της αμοιβαίας λοιπόν σχέσεως των φυσικών δικαιωμάτων και χρεών υπαγορεύθη η κοινωνική συνθήκη, ήτις υποχρεοί τα μέλη μιας κοινωνίας να βοηθώνται προς άλληλα... 
Ως άνθρωποι λοιπόν... χρεωστούμεν να κάμνωμεν καλόν εις όλον τον Κόσμον... Ημείς ζώμεν μεταξύ των συμπολιτών μας~ ήθη, έθιμα, θρησκείαν, νόμους έχομεν κοινούς, και όχι μόνον πνέομεν επίσης τον αυτόν ατμοσφαιρικόν αέρα, αλλά και της ευτυχίας και δυστυχίας, εξίσου συμμετέχομεν~ φυσικώ λοιπόν τω λόγω ο άνθρωπος εκ φύσεως επιθυμεί την ευδαιμονίαν και ευτυχίαν των συμπολιτών του... Πατριωτισμός λοιπόν δεν είναι άλλο τι, παρά η φυσική προσπάθεια του ανθρώπου υπέρ της ευδαιμονίας της Πατρίδος και του Έθνους του. 
Αλλ' οι άνθρωποι, αν και εκ φύσεως ήναι όλοι προικισμένοι με τα αυτά χαρίσματα, με τας αυτάς δυνάμεις, πλην και όλοι επίσης δεν λαμβάνουσι τας αυτάς εκτυλίξεις των δυνάμεών των... Διά τον αυτόν λόγον και ο Πατριωτισμός, αν και φυσικός εις τον άνθρωπον, δεν είναι όμως και ισοδύναμος εις τας καρδίας όλων, καθώς ούτε αι ψυχικαί των ανθρώπων καταστάσεις δεν είναι όμοιαι. Η αρετή, είπομεν, είναι δαπάνη των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου, όθεν και ο Πατριωτισμός ως αρετή απαιτεί θυσίαν των ιδίων δικαιωμάτων, και, ως φαίνεται, τούτο μόνον δεν δύναται να πράξη μία αγενής ψυχή. ...Ο αληθής λοιπόν Πατριωτισμός δεν είναι απλή φυσική κλίσις, ...ως η κορονίς όλων των της πολιτικής κοινωνίας αρετών, προϋποθέτει εκούσιον λογικήν κλίσιν προς την πατρίδα, και επομένως προς το έθνος... 
Ο αληθής Πατριώτης ηξεύρει να εκτιμά την αξιότητα των λοιπών ομογενών του, να σέβεται τας προσωπικάς των άλλων αρετάς... προσπαθεί με τα όπλα του λογικού, και με το ίδιόν του παράδειγμα να οδηγήση εις την ευθείαν οδόν των χρεών των, και από σεσηπότα μέλη να τ' αποκαταστήση εύτονα και χρήσιμα εις την ευκινησίαν της όλης μηχανής του εθνικού σώματος... 
Αλλά το υψηλόν τούτο του Πατριωτισμού πνεύμα, του οποίου τα αποτελέσματα είναι τόσο λαμπρά και μεγάλα, δεν έχει τάχα και άλλην υψηλοτέραν παραγωγήν; Είναι μόνον κλόνος της πολιτικής αρετής, και δεν είναι υπαγόρευμα και μιας υψηλοτέρας, ιερωτέρας, και θειοτέρας ηθικής: της Χριστιανικής, λέγω, διδασκαλίας; Και ποία άλλη είναι η βάσις του Χριστιανισμού... παρά η προς τον πλησίον αγάπη; ...Η Χριστιανική Θρησκεία, αυτό το Παλλάδιον της ανθρωπίνου ευδαιμονίας δεν απαιτεί ...να θυσιαζώμεθα υπέρ της ευδαιμονίας των αδελφών μας συμπολιτών, ομοθρήσκων και ομογενών; Δεν είναι αυτό το πνεύμα της Θρησκείας, οπού μάς απαγορεύει την ιδιοκέρδειαν, φιλαυτίαν, εχθροπάθειαν, διχόνοιαν κ.τ.λ δηλαδή όλας τας μη Πατριωτικάς πράξεις~ ...Και ούτως οι θρησκευτικοί νόμοι δεν είναι στενά συνδεδεμένοι με τους πολιτικούς;... 
Αλλ' όχι μόνον προς τους ομογενείς του είναι δίκαιος ο αληθής Πατριώτης, αλλ' ούτε ποτέ το παραμικρότερον μίσος δεικνύει κατά των άλλων Εθνών (εκτός κατά των εχθρών ή τυράννων της Πατρίδος του)... Ο Κόσμος ολόκληρος εις τον ευγενή Πατριώτην είναι ένας Ιερός Ναός, ένδον του οποίου η Πατρίς του επέχει τόπον θυσιαστηρίου και εις αυτό προσεγγίζει διά να προσφέρη μετ' ευλαβείας τας λατρείας του...". 

Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων



Ο Φιλελληνισμός ως επιχείρημα κατά του "Ασιάτου"

Της Μαρίας-Χριστίνας ΧΑΤΖΗΪΩΑΝΝΟΥ


Η ιστορία των φιλελλήνων, είτε ατομικά είτε συλλογικά, καταγράφηκε και αποτιμήθηκε στις περισσότερες εξιστορήσεις της ελληνικής επανάστασης. Σιγά-σιγά ο φιλελληνισμός άρχισε να συνδέεται με σύγχρονα γεγονότα, ορίζοντας πάντα τη φιλική προς την Ελλάδα στάση των Ευρωπαίων. Για παράδειγμα, στο μεσοπόλεμο ο Κωστής Παλαμάς, στον πανηγυρικό που εκφωνεί στις 25 Μαρτίου του 1930, στην επέτειο από τα πρώτα εκατό χρόνια της εθνικής ανεξαρτησίας, αποτυπώνει τη σύνδεση του ρομαντισμού με τον φιλελληνισμό: "Οι φιλέλληνες εις τον παλαιόν και νέον κόσμον μυριόργανος συμφωνία. Προεξάρχουν, ως να φαντάζωνται πατρίδα των τους δελφικούς βράχους οι φοιβόληπτοι ποιηταί. Εμεσουράνει τότε ό,τι ονομάζεται εις την ιστορίαν ρωμαντισμός. Το πολυσύνθετον επαναστατικόν παγκοσμίως τότε διαδεδομένον ηθικόν και καλαισθητικόν φαινόμενον, εις το οποίον προέχει της υποταγής εις τον κανόνα η ορμή προς την ελευθερίαν του αισθήματος. Από την γωνίαν αυτήν η Ελλάς του 1830 προσβλεπομένη, φαίνεται ως να εξεφύτρωσεν από τα σπλάχνα του ρωμαντισμού"^1^. Μια πρώτη επισήμανση εδώ είναι η κυριαρχία του συναισθήματος που συγκίνησε τον Παλαμά, μέσα από την παρουσία των φιλελλήνων στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία. Η φαντασία, η ελεύθερη υποκειμενική έκφραση, ήταν μερικά από τα χαρακτηριστικά του ρομαντικού κινήματος που είχαν χρησιμοποιηθεί στην ερμηνεία του φιλελληνισμού. 
Η επανάσταση του 1821 και ο φιλελληνισμός ακολούθησαν μια νέα ιστοριογραφική πορεία, ιδιαίτερα μέσα στον 20ό αιώνα, όταν τα θέματα της ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, αλλά και η αντιμετώπιση απειλών, όπως ο μεταπολεμικός κομμουνιστικός κίνδυνος, υπαγόρευαν την επίκληση της φιλελεύθερης ευρωπαϊκής ενότητας. Με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Kοινοβουλίου το 1947, και συνακόλουθα του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως και το 1961 -την εποχή της σύνδεσης της Ελλάδας- αναπτύχθηκε μια δημόσια ρητορική γύρω από το θέμα της ένταξης της Ελλάδας στην Ε.Ε. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, που στη Δυτική Ευρώπη καλλιεργούνταν η ιδέα της δημιουργίας της Ε.Ε., παράλληλα κάποιοι ηγέτες με ισχυρή επιρροή, όπως ο W.Churchill, καλλιεργούσαν την ιδέα της Ε.Ε., και ως προμαχώνα στη σοβιετική απειλή. Ο αστικός πνευματικός κόσμος στην Ελλάδα, με πρωτεργάτες τον πολιτικό-διανοούμενο Κ. Τσάτσο, τον πολιτικό-διανοούμενο Π. Κανελλόπουλο και τον λογοτέχνη-διανοούμενο Γ. Θεοτοκά, περιγράφουν την ευρωπαϊκή ταυτότητα και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με ιδεολογικά και πολιτισμικά κριτήρια και προσδοκούν στο ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για την Ελλάδα. 
Στον ευρωπαϊκό πολιτικό χώρο δρομολογούνται μια σειρά από συμφωνίες, με στόχο την πολιτική και οικονομική ευρωπαϊκή ένωση, ξεκινώντας με τη συνθήκη των Βρυξελλών (1948). Λίγα χρόνια αργότερα, ο P.-H. Spaak, πρόεδρος της Ε.Ε. και πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου, επισκέπτεται την Ελλάδα. Στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, στην προσφώνηση κατά την υποδοχή του από τον πρύτανη Μ. Δένδια, εξαίρεται το έργο του στην Ε.Ε., αλλά και το φιλελληνικό έργο του επισκέπτη^2^. Ένα μήνα πριν από την υποδοχή του P.-H. Spaak στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, στον ίδιο χώρο, ο ίδιος πρύτανης στον πανηγυρικό λόγο για την επέτειο της ελληνικής επανάστασης στις 25 Μαρτίου, είχε τιμήσει την μνήμη των φιλελλήνων που είχαν αγωνιστεί και είχαν θυσιαστεί για την Ελλάδα. Παράλληλα, είχε ευχαριστήσει και όλους του ξένους που στήριζαν και ενίσχυαν την Ελλάδα του 1953 "στους δύσκολους αγώνες υπέρ της ελευθερίας"^3^. Μετά από 14 χρόνια, ο ίδιος καθηγητής, πάλι στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με αφορμή την εικοστή επέτειο από το δόγμα Τρούμαν (1947) που οδήγησε στο σχέδιο Μάρσαλ και στην στρατιωτική και οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα, αναφερόταν στους "φιλέλληνες αγωνιστές". Τονίζοντας την εθνική ευγνωμοσύνη για την συμπαράσταση των ξένων φιλελλήνων, που κατά καιρούς είτε με το μολύβι, είτε με την περιουσία τους, είτε με το αίμα τους, είχαν εκδηλώσει την αγάπη τους για την Ελλάδα και είχαν προσφέρει βοήθεια στους αγώνες της^4^. 
Η μεγάλη τομή στην ιδεολογική χρήση του φιλελληνισμού συνδέεται με την ένταξη των Ελλήνων στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Αυτό το αίτημα της ένταξης απαιτούσε συγκρίσεις με την ευρωπαϊκή πολιτική, αλλά και ιστορικές αναγωγές και ρίζες. Ο φιλελληνισμός του 1821 ήταν μια υπόθεση με σημαντικές επιπτώσεις στη νεοελληνική ζωή, ένα ιδεολόγημα που χρησιμοποιήθηκε και στην προετοιμασία της ισότιμης ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα το 1981. 
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά την ξένη κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο, (και) στην Ελλάδα διανύουμε την περίοδο του ψυχρού πολέμου. Πολιτικοί, διανοούμενοι, ακαδημαϊκοί οραματίζονται μια ευρωπαϊκή ταυτότητα με σαφή αντισλαβικό και αντικομμουνιστικό χαρακτήρα. Μέσα σε αυτό κλίμα της μεταπολεμικής Ελλάδα, στις 25 Μαρτίου 1951 ο καθηγητής της Νομικής σχολής και ακαδημαϊκός, Γεω. Μαριδάκης θα εκφωνήσει τον πανηγυρικό με τίτλο: "Η ελληνική επανάστασις ως έκφρασις του ευρωπαϊκού πνεύματος". Σε αυτό τον λόγο προκειμένου να τονίσει τη φιλελληνική, φιλοευρωπαϊκή και αντιασιατική προοπτική, θα απομακρύνει την έννοια του φιλελληνισμού από τον ρομαντισμό: "Ο Φιλελληνισμός είχεν ουσιαστικόν περιεχόμενον, και δεν ήτο φαινόμενον αιωρούμενον εις τον κόσμον του ρωμαντισμού και του συναισθήματος. Ο ομόθυμος και αυθόρμητος ούτος συναγερμός όλων των ευρωπαϊκών λαών υπέρ των Ελλήνων και κατά του Ασιάτου, επιτράποι μοι να φρονώ, ότι αποτελεί την πρώτην έμπρακτον εκδήλωσιν της ευρωπαϊκής ιδέας". Ο φιλελληνισμός εδώ χρησιμοποιείται σαν ομογενοποιητικό στοιχείο των Ευρωπαίων, εναντίον του κινδύνου των Βαρβάρων Τούρκων. "Ο φιλελληνισμός έχει ουσιαστικώτερον περιεχόμενον", τονίζει ο Μαριδάκης. Πράγματι, ο λόγος του εκφωνείται στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, το 1951, στην εποχή της ελληνικής ανασυγκρότησης, και τονίζεται η συμμαχία Ευρώπης και Αμερικής, μια συμμαχία που περιγράφεται και με γεωγραφικά όρια: "ο Ατλαντικός να αποτελέσει την εσωτερικήν των θάλασσα και την προέκταση της Μεσογείου, τα δε σύνορά των να μετατοπισθούν εις τα εδάφη ένθα υψούται το ούτω κληθέν "σιδηρούν παραπέτασμα". Με πρόσχημα λοιπόν τα ιστορικά γεγονότα, η αλληγορία του εξωτερικού κινδύνου θα κατονομάσει τον "Βάρβαρον", "οι Έλληνες πάτριον έχουν να καταπολεμούν τον 'Βάρβαρον', ως 'Βάρβαρον' δεν εννοούν τον Τούρκον. Εννοούν τον κόσμον της Ασίας, αδιαφόρως τις είναι ο εκάστοτε φορεύς της νοοτροπίας αυτού". 
Ο εξ Ανατολών κίνδυνος ήταν πλέον ορατός, και η Ελλάδα έπρεπε να επιλέξει στρατόπεδο, το ευρωπαϊκό-φιλελληνικό με ισχυρό σύμμαχο τις ΗΠΑ. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την καταλυτική δύναμη του παρόντος και την προβολή του στο ιστορικό παρελθόν. Στο ερώτημα μήπως ήταν μια τυχαία αναφορά, θα απαντήσω με την επανάχρηση της άποψης του Μαριδάκη με νέες προεκτάσεις. 
Στην περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα, το 1972, ο καθηγητής της Νομικής και ακαδημαϊκός Γρηγ. Κασιμάτης εκφωνεί τον πανηγυρικό της 25ης Μαρτίου. Η πορεία της Ελλάδας προς την Ενωμένη Ευρώπη έχει προδιαγραφεί και είναι έντονο το όραμα του εκδημοκρατισμού μέσω της ενωμένης Ευρώπης. Ανέφερε λοιπόν τότε ο Γρ. Κασιμάτης: "ο σεβαστός μας συνάδελφος κ. Γεω. Μαριδάκης, εκφωνών προ είκοσι ενός ακριβώς ετών από τον ίδιον τούτο βήμα τον πανηγυρικό της 25ης Μαρτίου, ετόνιζεν ότι η Ελληνική Επανάστασις έδωκεν αφορμήν εις την ιδέαν της Ευρωπαϊκής Ενότητος. Είναι η Ευρωπαϊκή Ενότης μία μορφή πατριωτισμού. Αλλά δεν έχει μόνον η μορφή αυτή του πατριωτισμού την αρνητικήν όψιν που είχε άλλοτε και ίσως, από τινών πλευρών, έχει και σήμερον δια πολλούς την άμυναν κατά των βαρβάρων της Ασίας ή της Ανατολής". Με το πέρασμα των χρόνων το σημαινόμενο της σχέσης φιλελληνισμός-ελληνική επανάσταση-ευρωπαϊκή ιδέα και ενότητα, μεταλλασσόταν και έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε και αυτή την εξέλιξη. 
Αυτές οι ενδεικτικές αναφορές στον φιλελληνισμό, ως ισχυρής ευρωπαϊκής ιδέας που αντιμάχεται τους βαρβάρους της Ασίας και άλλους, ανοίγουν ένα ενδιαφέρον πεδίο έρευνας με θέμα: τη χρήση του φιλελληνισμού από την ελληνική επανάσταση του 1821 έως την ελληνική προσάρτηση στην Ενωμένη Ευρώπη, αναζητώντας ουσιαστικά την ιδεολογική χρήση του όρου. 

Η Μαρία Χριστίνα Χατζηιωάννου είναι ιστορικός, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών / Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών 


1. Χάρης Π. (επιμ.) |Το Εικοσιένα. Πανηγυρικοί λόγοι Ακαδημαϊκών,| Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, αρ. 4, 1977 
2. Μ. Δένδιας (πρυτανεία), "Προσφώνησις...", 10 Απριλίου 1953, |Πρυτανικοί λόγοι και λογοδοσία,| Αθήνα 1954, σ. 27- 31 
3. Μ. Δένδιας (πρυτανεία), "Λόγος εν τη Μεγάλη Αιθούση των Τελετών επί τη Εθνική Εορτή της 25ης Μαρτίου 1953", |Πρυτανικοί λόγοι και λογοδοσία,| Αθήνα 1954, σ. 22-25. 
4. Μ. Δένδιας, "Το δόγμα Τρούμαν και η ελληνική ελευθερία", |Επίσημοι λόγοι εκφωνηθέντες κατά το έτος 1966-1967,| τ. ΙΑ, Αθήνα 1967, σ. 201.




Οθωμανική αυτοκρατορία και εθνικά κινήματα

Συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Σφοίνη και την Αγγελική Κωνσταντακοπούλου


Ο Fikret Adanir (Φικρέτ Αντανίρ) είναι Τούρκος ιστορικός, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπόχουμ στη Γερμανία, όπου διδάσκει ιστορία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, με έμφαση στην οθωμανική-τουρκική ιστορία. Έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με ζητήματα εθνικισμών, οικονομικών δομών και κοινωνικών εξεγέρσεων στις αγροτικές κοινωνίες των Βαλκανίων. Το βιβλίο του |Το Μακεδονικό ζήτημα| (|Die Makedonische Frage|, 1979) έχει μεταφραστεί στα τουρκικά και τα βουλγαρικά. Ο Αντανίρ, ο οποίος γνωρίζει όλες σχεδόν τις γλώσσες των λαών που ενεπλάκησαν, χρησιμοποιώντας με άνεση τις σχετικές πηγές και τη βιβλιογραφία, ελεύθερος από εθνικιστικές επιταγές, πέτυχε να αποδώσει τη συνθετότητα του ζητήματος. Πρόσφατα συμμετείχε στην ομάδα πρωτοβουλίας Τούρκων και Αρμένιων πανεπιστημιακών και διανοουμένων, για να ανοίξει η συζήτηση περί Αρμενικού στην ίδια την Τουρκία, σπάζοντας το φράγμα σιωπής που είχε επιβάλει η επίσημη τουρκική θέση. Η πρόταση για μια νηφάλια, μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες και χωρίς αποσιωπήσεις διαπραγμάτευση των γεγονότων του 1915 -ενός ζητήματος που παραμένει "ταμπού" για την επίσημη τουρκική ιστοριογραφία- ερχόταν ασφαλώς σε αντίθεση με τον βαθύτατα ριζωμένο τουρκικό εθνικισμό και με την ευρέως διαδεδομένη άγνοια την οποία υπέθαλπε συστηματικά ο επίσημος λόγος και η εκπαίδευση στην Τουρκία. Ταυτόχρονα, κρατούσε αποστάσεις από τις πολιτικές πιέσεις που ασκούσε η ισχυρή αρμενική διασπορά για την αναγνώριση της "γενοκτονίας", διεκδικώντας την αυτονομία ενός πολυφωνικού ιστορικού λόγου. 
Η συνέντευξη που ακολουθεί αποτελεί μία από τις πρώτες του επικοινωνίες με το ελληνικό κοινό και ελπίζουμε πως θα επακολουθήσει μακρά και γόνιμη συνέχεια. 
Αλεξάνδρα Σφοίνη 

* Η ελληνική και η σερβική επανάσταση σηματοδότησαν την 
έναρξη των εθνικών κινημάτων στα Βαλκάνια. Σε ποια φάση 
βρισκόταν τότε η οθωμανική κοινωνία; Τι προκάλεσε την 
έκρηξη στα εδάφη αυτά; 

Η βαριά ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο με τη Ρωσία (1768-74) από τη μια πλευρά οδήγησε σε μια μακρά και διαρκή κοινωνική και πολιτική κρίση στο εσωτερικό της, ενώ από την άλλη πλευρά οι Μεγάλες Δυνάμεις ενεπλάκησαν στο πλαίσιο του λεγόμενου ανατολικού ζητήματος, με στόχο την εδαφική επέκταση και οικονομικο-πολιτική επιρροή στα Βαλκάνια και στην εγγύς Ανατολή. Κατ' αρχάς με τον Σελίμ Γ' (1789-1807), σημαντικό μεταρρυθμιστή σουλτάνο, οι Οθωμανοί επιδίωξαν να εκσυγχρονίσουν τον στρατό και τον στόλο τους, με τη συνδρομή Γάλλων εμπειρογνωμόνων. Ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις αυτές ήταν απλώς διοικητικά μέτρα. Σε μια εποχή όπου όλη η Ευρώπη βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό, η οθωμανική ελίτ -και αυτό το διαπιστώνει κανείς με έκπληξη- δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει την πραγματική σημασία των αλλαγών. Οι Οθωμανοί ήταν ευχαριστημένοι με τις νίκες των Γάλλων, ιδίως όταν οι ηττημένοι ήταν Ρώσοι και Αυστριακοί. Όταν όμως η ηττημένη Αυστρία υπέγραψε τον Οκτώβριο του 1797 την ειρήνη του Καμποφόρμιο, αίφνης αντελήφθησαν την επισφαλή θέση τους. Ο Βοναπάρτης ήταν πλέον σε θέση να επιτεθεί εναντίον των οθωμανικών κτήσεων στα Βαλκάνια, από τα γαλλοκρατούμενα Ιόνια νησιά. 
Την εποχή αυτή, η κυριαρχία του σουλτάνου επί των ευρωπαϊκών του κτήσεων ήταν μόνο ονομαστική. Μετά τον πόλεμο του 1768-74 η επιρροή των επαρχιακών αρχόντων |αγιάνηδων| είχε αυξηθεί σημαντικά. Επιπλέον, ο Βοναπάρτης ανέπτυξε στενές σχέσεις τόσο με τον Αλή πασά όσο και με τον Πασβάνογλου. Ακριβώς το έτος 1797, ενόσω οι Γάλλοι βρίσκονταν σε στενή γειτνίαση με τους Οθωμανούς, ανατολικά μέχρι τη Σόφια και τη Βάρνα και δυτικά μέχρι το Βελιγράδι, προέλασαν οι λεγόμενες ορδές του Κιρτζαλί, για λογαριασμό του Πασβάνογλου. Αν και ο Πασβάνογλου υπέστη τελικώς σημαντικές καταστροφές, η απόβαση του Βοναπάρτη στην Αίγυπτο υποχρέωσε τον σουλτάνο όχι μόνο να του απονείμει χάρη, αλλά και να τον ονομάσει βεζίρη με διοικητική δικαιοδοσία σε όλη τη βόρεια Βουλγαρία. 
Τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν το υπόβαθρο της σερβικής Επανάστασης του 1804. Ενώ ο Πασβάνογλου βρισκόταν ακόμη σε εξέγερση εναντίον του σουλτάνου, επιτέθηκαν οι γενίτσαροί του στο πασαλίκι του Βελιγραδίου. Ο Χατζή Μουσταφά πασάς, τοποτηρητής του σουλτάνου στο Βελιγράδι, εξόπλιζε στο εξής τους Σέρβους. Από κοινού απέκρουσαν το 1798 τα στρατεύματα του Πασβάνογλου. Οι αντίπαλοι των μεταρρυθμίσεων, αρνούμενοι να αποδεχθούν μια τέτοια ήττα, υποχρέωσαν τον Χατζή Μουσταφά να επιτρέψει στους γενιτσάρους να επιστρέψουν στη Σερβία. Αυτοί τρομοκρατούσαν στο εξής τους πληθυσμούς, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το θρήσκευμά τους, δολοφόνησαν μάλιστα και τον ίδιο τον Χατζή Μουσταφά. Οι γενίτσαροι ήταν προπαντός εναντίον της τοπικής αυτονομίας των Σέρβων προκρίτων |knezes|, μάλιστα δολοφόνησαν δολίως 70 απ' αυτούς στις αρχές του 1804. Μια ομάδα |knezes| διασώθηκαν στα δάση και άρχισαν να πολεμούν εναντίον των Σέρβων μαζί με τους ληστές |hayduk|. Επίσης, κάποιοι μουσουλμάνοι πολεμούσαν μαζί με τους Σέρβους εναντίον των γενιτσάρων. Παρόλο που η Πύλη στη φάση αυτή ήταν έτοιμη να επεκτείνει την αυτονομία των νομοταγών Σέρβων, δεν έκανε αποδεκτό το αίτημα των τελευταίων να δοθεί αυστριακή εγγύηση για τις οθωμανικές υποσχέσεις. Έτσι ξέσπασε η σερβική Επανάσταση. 
Η Πύλη βρισκόταν εσωτερικά και εξωτερικά σε δύσκολη θέση, ώστε δεν είχε την ευχέρεια να κινητοποιήσει μεγάλες δυνάμεις εναντίον των Σέρβων και μάλλον επιζητούσε συμβιβασμό. Τελικώς, το 1806, παραχώρησε στη Σερβία το καθεστώς αυτόνομης ηγεμονίας. Όταν όμως τον Δεκέμβριο του 1806 ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και την Πύλη, η συμφωνία ακυρώθηκε και οι Σέρβοι άρχισαν να πολεμούν τους Οθωμανούς ως σύμμαχοι των Ρώσων, ελπίζοντας σε πλήρη ανεξαρτησία. Ως το τέλος του 1810 κατόρθωσαν να εκδιώξουν όλους τους μουσουλμάνους από τη Σερβία. Τότε όμως άλλαξε η κατάσταση. Ο Αλέξανδρος Β', περιμένοντας τη γαλλική επίθεση, διαπραγματεύθηκε κατεπειγόντως με την Πύλη την ειρήνη του Βουκουρεστίου (1812). Οι Σέρβοι απλώς αφέθηκαν στην τύχη τους. Το 1813 ο οθωμανικός στρατός προέλασε στη Σερβία. Οι αρχηγοί της Επανάστασης διέφυγαν χωρίς να προβάλουν καμιά αντίσταση και η πρώτη σερβική Επανάσταση έλαβε τέλος. 
Τι ρόλο έπαιξε στο διάστημα αυτό η εθνική συνείδηση για τους Σέρβους; Κανένα, αν λάβουμε υπόψη μας τις έρευνες του W. S. Vucinich, του R. Paxton ή του G. Stokes. Ακόμη και η Γαλλία υπό τον Ναπολέοντα την εποχή αυτή δύσκολα μπορούσε να λειτουργήσει ως υποστηρικτής της εθνικής απελευθέρωσης στη Νότια Ευρώπη. Μεταξύ Τιλσίτ (Ιούνιος 1807) και Ερφούρτης (Οκτώβριος 1808), ο Ναπολέων προώθησε τη διανομή της περιοχής ανάμεσα στη Γαλλία, τη Ρωσία και τους Αψβούργους. Η Γαλλία θα κρατούσε τη Βοσνία, τη Μακεδονία, την Αλβανία, την Ελλάδα και τη Θράκη. Για τη Ρωσία προβλεπόταν η κατοχή των παραδουνάβιων ηγεμονιών και της βόρειας Βουλγαρίας. Η Σερβία θα μετατρεπόταν σε επαρχία της Αυστρίας. Μετά την Ερφούρτη, ωστόσο, αυτό το σχέδιο ακυρώθηκε. Ο Ναπολέων ήθελε να κρατήσει τη Ρωσία μακριά από τη Μεσόγειο θάλασσα. Ως εκ τούτου, επιζητούσε τη φιλία της Υψηλής Πύλης, την οποία ωθούσε να τελειώνει σύντομα με τους επαναστάτες στη Σερβία, προσφέροντας για τον λόγο αυτό γαλλικά στρατεύματα. 
Παρατηρώντας την ελληνική Επανάσταση του 1821-29, πρέπει να διακρίνουμε καθαρά πέντε επίπεδα:  
1) Οι ελάχιστοι διανοούμενοι, όπως ο Ρήγας Βελεστινλής, οι οποίοι είχαν επηρεαστεί από τον Διαφωτισμό και είχαν εντυπωσιαστεί από τα επαναστατικά γεγονότα στην Ευρώπη, δεν είχαν κατά νου ένα εθνικά ομοιογενές κράτος, αλλά την ίδρυση μιας πολυεθνικής Δημοκρατίας, στην οποία θα συμμετείχαν εγχώριες μουσουλμανικές ομάδες. 
2) Οι λεγόμενοι Φαναριώτες, οι οποίοι από τις αρχές του 18ου αιώνα είχαν αποκτήσει αξιοσημείωτη επιρροή στην Πύλη και, ως εκ τούτου, είχαν επιτύχει να έχουν τον de facto έλεγχο στα αξιώματα των οσποδάρων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες Μολδαβία και Βλαχία, αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα στην ευγνώμονα νομιμοφροσύνη στον ισχυρό Αυθέντη τους στην Κωνσταντινούπολη και στα μεγαλεπήβολα όνειρα για την αναβίωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η ελληνική "αστική τάξη" στα σημαντικά εμπορικά κέντρα όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη ή η Θεσσαλονίκη, καθώς και η ελληνορθόδοξη ηγεσία της Εκκλησίας, ακολουθούσαν κατά το μάλλον ή ήττον την πολιτική γραμμή που υποδείκνυαν οι Φαναριώτες. 
3) Οι τρόπον τινά στρατιωτικές δυνάμεις στον Μωριά (Πελοπόννησο), οι οποίες τελούσαν υπό την ηγεσία "οπλαρχηγών" όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γρηγόριος Δικαίος ή ο Πετρόμπεης από τη Μάνη, είχαν εκάστοτε το δικό τους πρόγραμμα. Έτσι η Επανάσταση εξελισσόταν ασυντόνιστη, οι αντίπαλες ομάδες πολεμούσαν συχνά με τις γροθιές και η χώρα βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο. 
4) Το φιλελληνικό κίνημα στην Ευρώπη: τον 18ο αιώνα, την εποχή του Διαφωτισμού, εμφανίστηκε στην Ευρώπη ένας φιλολογικός και πολιτιστικός ενθουσιασμός για τους Έλληνες, ενίοτε ως φαινόμενο συνοδευτικό της "πόλης των ιδεών". Μετά τους ναπολεόντειους πολέμους, ο φιλελληνισμός αυτός χρησίμευσε και στην άρθρωση προσπαθειών χειραφέτησης, οι οποίες δύσκολα μπορούσαν να προωθηθούν στο πλαίσιο της Παλινόρθωσης (σύστημα του Μέττερνιχ) που επιχειρήθηκε μετά το συνέδριο της Βιέννης (1814/15). Η συμβολή στο πεπρωμένο των Ελλήνων εγκαινίαζε στη συνάφεια αυτή νέες προοπτικές, εφόσον την ίδια στιγμή γινόταν αντιληπτή ως "αναστοχασμός των Ευρωπαίων στην κοινή πολιτιστική τους κληρονομιά". Έτσι, η ακμάζουσα φιλελληνική πολιτιστική κίνηση έβρισκε κατανόηση και συμπάθεια, ακόμη και στο εσωτερικό της ιθύνουσας τάξης, έχοντας ως προϋπόθεση τη θρησκευτική υποστήριξη των χριστιανών ομοπίστων αδελφών και την ανθρώπινη αλληλεγγύη προς τους υποδούλους. 
5) Η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων: ως την άνοιξη του 1826, οι Οθωμανοί με τη βοήθεια των αιγυπτιακών στρατευμάτων είχαν καταπνίξει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Εν τω μεταξύ, έχει μεταβληθεί και η κατάσταση στην Ευρώπη. Από τον Δεκέμβριο 1825 η Ρωσία έχει έναν νέο τσάρο. Σε αντίθεση με τον Αλέξανδρο Α', ο Νικόλαος Α' δεν ήταν έτοιμος να σεβαστεί τις συντηρητικές αρχές της Ιερής συμμαχίας. Ενόσω η Μεγάλη Βρετανία προσπαθούσε ακόμη να εμποδίσει έναν ρωσοτουρκικό πόλεμο και την αναμενόμενη περαιτέρω επιρροή της Ρωσίας στο ανατολικό ζήτημα, η Ρωσία ασκούσε πίεση στις ευρωπαϊκές Δυνάμεις να επέμβουν προς όφελος των Ελλήνων επαναστατών, ώστε να επιτευχθεί η ίδρυση ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους με τη μεσολάβηση ανάμεσα στην Πύλη και στους επαναστάτες. Μετά την απόρριψη της πρότασης για μεσολάβηση του Λονδίνου στην ελληνική υπόθεση από τον Μαχμούτ Β', η μεγάλη Βρετανία, η Ρωσία και η Γαλλία αποφάσισαν με το σύμφωνο του Λονδίνου να επιβάλουν στρατιωτικά τις προτάσεις τους σχετικά με την Ελλάδα. Από κοινού επιχείρησαν θαλάσσιο αποκλεισμό για να διακόψουν τον ανεφοδιασμό των Οθωμανών (Ιούλιος 1827). Στις 20 Οκτωβρίου 1827, χωρίς να κηρύξουν τον πόλεμο, οι σύμμαχοι κατέστρεψαν τον οθωμανικό-αιγυπτιακό στόλο στον κόλπο του Ναβαρίνου. Αυτή η καταστροφή προκάλεσε την οργή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και εξώθησε την Πύλη, η οποία εξαιτίας της στρατιωτικής αδυναμίας της -το σώμα των γενιτσάρων καταργήθηκε το 1826- δεν ήταν σε θέση να λάβει δραστικά μέτρα, και παρόλα αυτά ακολουθούσε πεισματική συμπεριφορά απέναντι στους συμμάχους: ο σουλτάνος απαιτούσε συγνώμη και αποζημίωση. Οι απαιτήσεις του απορρίφθηκαν, με αποτέλεσμα την κήρυξη πολέμου από τη Ρωσία προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία. 
Συμπερασματικά, ας κρατήσουμε το εξής: Ούτε στη σερβική ούτε στην ελληνική περίπτωση έχουμε εν τέλει να κάνουμε με φιλελεύθερο αστικό απελευθερωτικό κίνημα εναντίον ενός κυρίαρχου φεουδαρχικού συστήματος. Και στις δύο περιπτώσεις, η πολιτική των Δυνάμεων, η οποία περιέλαβε μια άμεση στρατιωτική επέμβαση, έπαιξε τελικά αποφασιστικό ρόλο. Ωστόσο, η ευρωπαϊκή πολιτική δεν πριμοδότησε εξαρχής την απελευθέρωση μεμονωμένων βαλκανικών λαών. Παραδείγματος χάριν, η έναρξη της στρατιωτικής κατοχής και του αποικισμού της Αλγερίας από τη Γαλλία συνέπεσε με την αποστολή ενός γαλλικού εκστρατευτικού σώματος για την υποστήριξη της απελευθέρωσης της Ελλάδας. Ας σταθμίσουμε επίσης ότι η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία επενέβαιναν για τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν το απαιτούσαν τα συμφέροντά τους, καθώς συνέβη στον πόλεμο της Κριμαίας (1853-56). Τι ρόλο έπαιξαν στο πλαίσιο αυτό τα έθνη στα Βαλκάνια; Έθνη σε κατάσταση ύπνωσης, τα οποία περίμεναν την "αφύπνισή" τους ή ήταν ημιδιαμορφωμένα, δεν υπήρχαν στην υπό οθωμανική κυριαρχία Νοτιοανατολική Ευρώπη. Κατασκευάστηκαν σταδιακά "εκ των άνω", από τα νέα κράτη κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα (Π. Μ. Κιτρομηλίδης). 

* Πως σχετίζεται το Τανζιμάτ με τις εθνικές επαναστάσεις που εκδηλώθηκαν εντός του οθωμανικού κράτους; 

Ο "εκδυτικισμός" της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο οποίος είχε ήδη ξεκινήσει από τις αρχές του 18ου αιώνα, έφτασε στο απόγειό του κατά την περίοδο του Τανζιμάτ (1839-76). Οι μεταρρυθμίσεις αποσκοπούσαν στην προσαρμογή των μεσαιωνικών δομών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις απαιτήσεις της αστικής εποχής. Μορφές έγγειας ιδιοκτησίας, ένα ορισμένο κράτος δικαίου, ένας σύγχρονος στρατιωτικός κανονισμός, καθώς και μια αποτελεσματική διοίκηση αποτελούσαν τα κύρια σημεία του προγράμματος των μεταρρυθμιστών. Εντούτοις, ο κύριος στόχος του οθωμανικού εκδυτικισμού δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί: Οι μεταρρυθμίσεις επρόκειτο, με τη δημιουργία των προϋποθέσεων μιας αστικής κοινωνίας, να καθηλώσουν τις χωριστικές τάσεις στο εσωτερικό του μη μουσουλμανικού μεσαίου στρώματος. Εξάλλου κηρύχθηκε ισότητα όλων των υπηκόων, χωρίς διάκριση εθνικής ή θρησκευτικής ταυτότητας. Η εκκοσμίκευση των πολιτικών δομών και εν ταυτώ η υπέρβαση του παραδοσιακού συστήματος των |μιλλέτ| ήταν προφανώς ένας σημαντικός στόχος των μεταρρυθμιστών. Οι προσπάθειές τους απέβλεπαν τελικά στο ότι η νομική ισότητα όλων των υπηκόων εντός των συνόρων τής -για πρώτα φορά εδαφικά προσδιορισμένης- κοινής πατρίδας θα ευνοούσε την ανάπτυξη μιας οθωμανικής κρατικής-εθνικής συνείδησης και έτσι θα αναχαίτιζε εμμέσως τις εθνικές χωριστικές τάσεις. Το σύνταγμα του 1876 και η εισαγωγή του κοινοβουλευτικού συστήματος αντιστοιχούσαν σ' αυτό το "οθωμανιστικό" πνεύμα. 
Εντούτοις, ο "οθωμανισμός" αυτός δεν μπορούσε να επιβληθεί ως ιδεολογία ενσωμάτωσης της πολυεθνικότητας, παρά την κρατική υποστήριξη. Επειδή η πραγμάτωσή του θα συνέπιπτε, καθώς φαίνεται, με την ταυτόχρονη αντικατάσταση των παλαιών θρησκευτικών κοινοτήτων από ένα κοσμικό και δημοκρατικό έννομο εδαφικό κράτος, πράγμα που πιθανότατα δεν ενδιέφερε τους χριστιανικούς λαούς της Αυτοκρατορίας, των οποίων οι ελίτ προσέβλεπαν στην "αναγέννηση" των δικών τους εθνικών κρατών. Αγνοήθηκε ότι το έδαφος της Αυτοκρατορίας, στο οποίο εθνο-θρησκευτικά κράματα έζησαν επί αιώνες, ήταν πρακτικά αδύνατο να διαμοιρασθεί "δίκαια" με βάση τις εθνικές βλέψεις. Ένα έθνος απαιτούσε, με βάση το ιστορικό του δίκαιο, να περιλάβει περιοχές των οποίων οι κάτοικοι ανήκαν στην πλειονότητά τους σε άλλη εθνική ομάδα. 
Η αντιφατικότητα της εθνικής προβληματικής εκείνη την εποχή έγκειται στο ότι από τη μια πλευρά εθνικά, γλωσσικά και εδαφικά προσδιορισμένες κοσμικές ελίτ ασκούσαν κριτική στο παλιό σύστημα των θρησκευτικών κοινοτήτων, ενώ από την άλλη πλευρά δεν ήταν έτοιμες να παραιτηθούν από το θρησκευτικό σύστημα, επειδή εντέλει η κυριαρχία των |μιλλέτ| στην εκπαίδευση διευκόλυνε την εθνική συγκρότηση. Μια παρόμοια αντίφαση διαπιστώνεται στη στάση των ευρωπαϊκών Δυνάμεων, στο πλαίσιο του "ανατολικού ζητήματος": πίεζαν για μεταρρυθμίσεις και απαιτούσαν προπαντός την εξίσωση των χριστιανών με τη μουσουλμανική πλειοψηφία. Ωστόσο, μια συνεπής μεταρρύθμιση της Αυτοκρατορίας θα έβλαπτε τα συμφέροντα της Ευρώπης σε διαφορετικά επίπεδα: Θα καθιστούσε αβάσιμη τη βασιζόμενη ετεροδικία των Ευρωπαίων επί του συστήματος των |μιλλέτ|. Οι αξιώσεις προτεκτοράτου των μεγάλων Δυνάμεων σε σχέση με τους χριστιανούς της Ανατολής, πράγμα το οποίο νομιμοποιούσε την πολιτική επιρροή τους στην εγγύς Ανατολή, θα ήταν πλέον άνευ αντικειμένου. Αλλά και η οικονομική "open-door" πολιτική στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την οποία οι ευρωπαϊκές Δυνάμεις περιφρουρούσαν από κοινού, θα ετίθετο υπό αμφισβήτηση. 
Οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις καταδικάστηκαν σε αποτυχία, εξαιτίας και της αντίδρασης του μουσουλμανικού πληθυσμού. Οι μουσουλμάνοι από τη μια πλευρά εμφανίζονταν ως ο λαός που στήριζε το κράτος, από την άλλη πλευρά όμως ένιωθαν οικονομικά και κοινωνικά σε υποδεέστερη θέση από τους μη μουσουλμάνους. Από τη σκοπιά τους, το οθωμανικό κράτος -παρά το γεγονός ότι στην κορυφή του βρισκόταν ένας σουλτάνος χαλίφης- έχανε τον ισλαμικό του χαρακτήρα. Η αντίδραση εναντίον του κοινωνικά και πολιτικά ισοπεδωτικού συστήματος του Τανζιμάτ έλαβε μια επιπρόσθετη όξυνση σε περιοχές όπως η Αλβανία, η Βοσνία και το Κουρδιστάν, οι οποίες διατηρούσαν ακόμη τις φυλετικές κοινωνικές δομές και αισθάνθηκαν ότι απειλούνταν σε μεγάλο βαθμό από τον διοικητικό συγκεντρωτισμό του οθωμανικού εκσυγχρονισμού. 

* Τα εθνικά κινήματα και ο εθνικισμός έκλεισαν έναν κύκλο. Με ποιον τρόπο σχετίζονται με τις σημερινές εθνοτικές κινήσεις; 

Από σημερινή σκοπιά, δεν έχει νόημα να αμφισβητήσουμε την πραγματικότητα της εθνικής απελευθέρωσης στην ύστερη οθωμανική Αυτοκρατορία. Εκεί όπου υπήρχαν συμπαγείς εθνικές μειονότητες υπήρξε αποτελεσματική. Στην περίπτωση που μια εθνική ομάδα ζούσε διασκορπισμένη σε περισσότερες περιοχές, η εναλλακτική λύση ήταν η αφομοίωση ή ο διωγμός. Η ιστορική επιστήμη χρησίμευσε στη νομιμοποίηση της εθνικής κρατικής υπόστασης εντός ορισμένων συνόρων απέναντι στο πολυεθνικό "Imperium", καθώς και στην απόκρουση ανάλογων αξιώσεων των μειονοτήτων στο εσωτερικό αυτών των συνόρων. Ιστορικοί και δάσκαλοι στάθηκαν ανάδοχοι κατά την εξέλιξη της εθνικής συνείδησης και των εθνικών κινημάτων, και δεν παραλείπουν, ακόμη και σήμερα όταν ανακύπτει το ζήτημα, να θεμελιώνουν ιστορικά εθνικές εδαφικές αξιώσεις. Ιδίως η κατάρρευση της πρώην Γιουγκοσλαβίας περί το τέλος του 20ού αιώνα, οδήγησε σε μια αναδιανομή εθνικών αντιθέσεων. Επιπλέον, τα νεοπαγή καθεστώτα προσανατολίζονται, εν τέλει, προς δοκιμασμένα εθνικά πρότυπα, ώστε να διασφαλίσουν την αναπαραγωγή και τη νομιμοποίησή τους στο παρόν. 
Ποια θα ήταν άραγε η εναλλακτική λύση; Δεν μου είναι εύκολο να απαντήσω. Μπορώ μόνο να μεταφέρω την εντύπωσή μου ότι οι παλαιές εχθρικές αναπαραστάσεις και τα στερεότυπα που αναπτύχθηκαν ιστορικά στα Βαλκάνια προφανώς δεν έχουν ακόμη χάσει τη λειτουργικότητά τους στην πολιτική κινητοποίηση του έθνους. Επιπλέον, αυτές οι εχθρικές αναπαραστάσεις φέρουν, ακόμη και στις αρχές του 20ού αιώνα, με εκπληκτικό τρόπο το αποτύπωμα της θρησκείας. Οι εθνικοί μύθοι, τους οποίους η έρευνα συμπεριέλαβε κάτω από τον τίτλο "επινόηση της παράδοσης" (Έ. Χομπσμπάουμ) ή ταξινόμησε με τη βοήθεια της έννοιας "φαντασιακές κοινότητες" (Μ. Άντερσον), μοιάζει να είναι ακόμη επιθετικοί. 
Οπωσδήποτε σε πολλά μέρη ανακαλούνται ενθυμήσεις από παλαιές δοξασίες. Ωστόσο οι παλαιοί εθνοτικοί-εθνικοί στόχοι, οι οποίοι επαναδιατυπώνονται, συγκρούονται κατά κανόνα με τα συμφέροντα των γειτόνων. Μένει να ελπίσουμε ότι η σύγχρονη ιστορική επιστήμη, η οποία επιχειρεί, αντί να παρέχει μονοδιάστατες εθνικές ιστορικές ερμηνείες να φωτίζει την πολυπλοκότητα των ιστορικών γεγονότων βάσει της πολυπρισματικής αφετηρίας της, θα είναι σε θέση να συμβάλει στον περαιτέρω φωτισμό των αληθινών ιστορικών αιτίων των κρίσεων του παρόντος και στη διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων με σκοπό την κατανόηση και τη διαλλακτικότητα προς τον υποτιθέμενο εχθρό. 

Μετάφραση από τα γερμανικά Αλεξάνδρα Σφοίνη




Το Ποντιακό Ζήτημα: Έπος ή Τραγωδία;

Του Νίκου ΣΙΓΑΛΑ


Η Τραγωδία

Σε ένα σημείο των απομνημονευμάτων του, ο οπλαρχηγός του αντάρτικου του Πόντου, Μιλτιάδης Αναστασιάδης, εκφράζει την παρακάτω διαμαρτυρία: "Ένα σχόλιο σχετικά με την αντικειμενική παρουσίαση των χρονικών του ηρωικού λαού του δυτικού Πόντου [...]: σκόπιμα έχουν παραποιηθεί και παρασιωπηθεί, σπουδαίες ηρωικές πράξεις του Ελληνικού Αντάρτικου του Πόντου"^1^. 
Η διαμαρτυρία αυτή μας βοηθά να εστιάσουμε σε ένα μείζον χαρακτηριστικό της πλειονότητας των ελληνικών συγγραμμάτων περί Πόντου: την απόκρυψη ή την ελαχιστοποίηση της σημασίας του ποντιακού αντάρτικου. Αυτό που διαπιστώνει ο σιτιστής των ανταρτών της κορυφής του Τοπ Τσαμ, είναι ακριβώς αυτό που διαπιστώνει ο ερευνητής που στρέφεται στη μελέτη του αντάρτικου του Δυτικού Πόντου: Ελάχιστες είναι οι ελληνικές πηγές που επιτρέπουν την αποκατάσταση των πολεμικών αυτών γεγονότων, την εκτίμηση της τάξης μεγέθους του αντάρτικου, τα σημαντικά πρόσωπα, τις ημερομηνίες κ.λπ. Όλα αυτά δεν υπήρξαν αντικείμενο μελέτης των πολυάριθμων συγγραφέων που ασχολήθηκαν με το Ποντιακό Ζήτημα. Οι αναμνήσεις των πρωταγωνιστών των γεγονότων αυτών δεν έγιναν αντικείμενο συστηματικής καταγραφής, και ακόμα λιγότερο επεξεργασίας από την πλευρά των ιστορικών. 
Η ρητορική της ελληνικής αφήγησης του Ποντιακού Ζητήματος υπήρξε εξαρχής "τραγική". Με τον τρόπο αυτό άρχισε να περιγράφεται ήδη από την άνοιξη του 1919 -περίοδο κατά την οποία διαμορφώθηκαν οι όροι με τους οποίους το ζήτημα αυτό θα ετίθετο στη συνέχεια. Στις 12 Απριλίου του 1919, στην κατεχόμενη από τις δυνάμεις της Entente Κωνσταντινούπολη, δημοσιεύτηκε η |Μαύρη Βίβλος Διωγμών και Μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918)|. Το έργο είναι ένα κατεξοχήν δείγμα του τρόπου της |ρητορικής του θύματος|. Είναι δε κάτι παραπάνω από ένα απλό δείγμα, καθώς εγκαινιάζει ουσιαστικά έναν αφηγηματικό τρόπο που θα ακολουθηθεί κατά γράμμα στα πλαίσια του Ποντιακού Ζητήματος. 
Το αντικείμενο της |Μαύρης Βίβλου| είναι τα θύματα των εκτοπίσεων των ορθόδοξων Χριστιανών του 1916-17, που πραγματοποίησε η κυβέρνηση Ταλάτ. Δεν πρόκειται εντούτοις για μια μεθοδική απόπειρα καταγραφής, αλλά για μια δραματικού ύφους αφήγηση των παθών του συλλογικού υποκειμένου που αποτελεί ο "εν Τουρκία Ελληνισμός". Στη σκηνή ανεβαίνουν ρακένδυτοι άνθρωποι που εγκαταλείπουν τους παράκτιους τόπους κατοικίας τους, βαδίζουν μέσα στα βουνά για να καταλήξουν στα εσωτερικά οροπέδια της Αυτοκρατορίας, όπου μένουν για δυο περίπου χρόνια εξουθενωμένοι από την πείνα και τις λοιμώδεις ασθένειες. Στη σκηνή ανεβαίνει δηλαδή η βία του οθωμανικού κράτους προς τους ορθόδοξους κατοίκους της Θράκης, της Βιθυνίας, της ανατολικής όχθης του Αιγαίου, του Δυτικού Πόντου. Απουσιάζουν οι κάτοικοι ορισμένων σημαντικών περιοχών με ορθόδοξο πληθυσμό: οι ορθόδοξοι της Καπαδοκίας, της περιοχής του Καραμάν και του Ανατολικού Πόντου, στις οποίες δεν πραγματοποιήθηκαν εκτοπίσεις. Το γεγονός αυτό μένει ασχολίαστο από τους συντάκτες του βιβλίου, την Πατριαρχική Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Απουσιάζουν επίσης από τη |Μαύρη Βίβλο| οι φυγόστρατοι ένοπλοι αντάρτες, η δράση των οποίων υπήρξε τις περισσότερες φορές το έναυσμα των εκτοπίσεων. Δεν είναι δυνατόν συνεπώς να αξιοποιηθεί ερμηνευτικά το γεγονός ότι δεν πραγματοποιήθηκαν εκτοπίσεις σε περιοχές όπως ο Ανατολικός Πόντος, όπου δεν υπήρξε αντάρτικο -με την εξαίρεση της περιοχής της Σάντας. Μέσω της απόκρυψης της δράσης των ανταρτών, ιδιαίτερα σε εμπόλεμες ή συνοριακές ζώνες, η βία του κράτους παρουσιάζεται ως εγγενής βία μίας φυλής, έκφραση των βάρβαρων αιμοσταγών της ενστίκτων, ως βία "παράλογη". 
Μένοντας πιστή στην παράδοση της |Μαύρης Βίβλου|, η ελληνική αφήγηση του Ποντιακού Ζητήματος έχει τα εξής χαρακτηριστικά: είναι μια αφήγηση "τραγική", που ελαχιστοποιεί το ζήτημα του αντάρτικου και μεγιστοποιεί το ζήτημα των εκτοπίσεων. Συσκοτίζεται έτσι η σχέση των εκτοπίσεων με τη δράση των ανταρτών, και κατά συνέπεια η στρατιωτική συνιστώσα του όλου ζητήματος. Συσκοτίζεται επίσης το γεγονός ότι δεν πραγματοποιήθηκαν εκτοπίσεις σε ολόκληρο τον Ανατολικό Πόντο, όπου -με την εξαίρεση της ορεινής Σάντας- δεν υπήρξε αντάρτικο. Με τον τρόπο αυτό, μέσα από την αφήγηση και τις σιωπές της μεγιστοποιείται η εικόνα της βίας των αντιπάλων και αφαιρείται κάθε άλλο πλαίσιο ερμηνείας της πέραν του καθαρού σαδισμού, απόρροια ενός "εθνοκαθαρτικού" ή "γενοκτονικού" σχεδίου συνολικής εξόντωσης του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής. 

Το Έπος 

Η ίδια εκείνη άνοιξη του 1919 αναφέρεται στην ηρωική αφήγηση της τουρκικής |Εθνικής Επανάστασης| ως "Η στιγμή που έλαμψε το άστρο". Γιατί αναπόσπαστο μέρος της διαμόρφωσης των όρων του Ποντιακού Ζητήματος αποτελεί το γεγονός ότι υπήρξε η αφετηρία της τουρκικής |Επανάστασης|. Παρόλα αυτά, η διάσταση αυτή απουσιάζει από την επίσημη, επικού χαρακτήρα, αναπαράσταση των γεγονότων. Στις πρώτες σελίδες των βιβλίων που εξιστορούν την |Ιστορία της Επανάστασης|, υπάρχει πάντα βέβαια αναφορά στο γεγονός ότι ο Μουσταφά Κεμάλ στάλθηκε στην Αμάσεια, ως επιθεωρητής της 9ης στρατιάς, για να διερευνήσει τις διαμαρτυρίες για κακομεταχείριση των Χριστιανών της περιοχής από τους Μουσουλμάνους αντάρτες. Παρόλα αυτά, ελάχιστα γράφονται στα εν λόγω έργα για τη δράση του ως προς το ζήτημα αυτό, και ακόμη λιγότερα για τον ρόλο του στην οργάνωση ένοπλων σωμάτων, με αρχικό στόχο την καταστολή των χριστιανών ανταρτών, τα οποία χρησίμευσαν στη συνέχεια στην ανάληψη της εξουσίας από τον Σύλλογο για την Υπεράσπιση του Εθνικού Δικαίου. 
Το ζήτημα των άτακτων ένοπλων σωμάτων είναι από τα απόκρυφα της |Ιστορίας της Επανάστασης|. Αποτελεί εντούτοις ένα από τα βασικά ερμηνευτικά της κλειδιά: είναι το μυστικό της στρατιωτικής της επιτυχίας, κατά την περίοδο που δεν είχε ακόμα καταφέρει να ελέγξει τον τακτικό στρατό. Διότι, παράλληλα με την οργάνωση των εθνοσυνελεύσεων, ο Σύλλογος για την Υπεράσπιση του Εθνικού δικαίου οργανωνόταν στρατιωτικά στη βάση των άτακτων σωμάτων, κάνοντας επαφές με αρχηγούς αντάρτικων ομάδων, αξιοποιώντας την εμπειρία που είχε αποκτηθεί στο ζήτημα αυτό κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Η απόκρυψη της διάστασης αυτής είναι συστηματική, αρχίζει από τον ίδιο τον πολυσέλιδο |Λόγο| (|Nutuk|) του Μουσταφά Κεμάλ στην τουρκική Εθνοσυνέλευση (1927), όπου απαριθμούνται αναλυτικά οι προσπάθειες του για τη σωτηρία του έθνους. Σε κανένα σημείο του |Nutuk| δεν υπάρχει φερ' ειπείν αναφορά στον Τοπάλ Οσμάν, με τον οποίον είναι γνωστό ότι ο Μουσταφά Κεμάλ είχε στενή σχέση κατά την παραμονή του στην περιοχή του Πόντου και ο οποίος, μαζί με τους αντάρτες του, υπήρξαν οι σωματοφύλακές του μέχρι την εξόντωση τους από την Κυβέρνηση. 
Το ζήτημα είναι ακανθώδες, γιατί θέτει ένα πρόβλημα στη ρητορική της νομιμοποίησης της |Εθνικής Επανάστασης|. Αφενός, οι εν λόγω άτακτες ομάδες δρούσαν σε μεγάλο ποσοστό αυθαίρετα, χρησιμοποιώντας "παράλογη" βία κατά των αιχμαλώτων και των άμαχων πληθυσμών, και αυτού του είδους η βία δεν είναι συμβατή στα πλαίσια της ηρωικής αφήγησης. Αφετέρου, η δράση των εν λόγω ομάδων, υπήρξε, λόγω της ίδιας της δομής τους, ανεξέλεγκτη από την κοινοβουλευτική εξουσία που εγκαθιδρυόταν από την Επανάσταση και αποτελούσε την νομιμοποίησή της. Οι ομάδες αυτές ήταν δομημένες στη βάση της απόλυτης αφοσίωσης στον αρχηγό τους και η δράση τους αποτελούσε ευθεία συνάρτηση των προσωπικών σχέσεων του αρχηγού με τον ηγέτη της Επανάστασης. Το αποτέλεσμα ήταν ότι στη διαδικασία της μετατροπής της Επανάστασης σε οργανωμένο κράτος, της απόκτησης ελέγχου του τακτικού στρατού και της εγκαθίδρυσης του κοινοβουλίου, οι σημαντικότερες από αυτές τις ομάδες βρέθηκαν σε διαμάχη με την κυβέρνηση της Άγκυρας και εξοντώθηκαν από αυτήν. Αυτό ισχύει τόσο για τον Τοπάλ Οσμάν όσο για τον Τσερκέζ Ετχέμ, χωρίς τη στρατιωτική συμβολή του οποίου η Άγκυρα δεν θα είχε περιέλθει στην κυριαρχία του εν λόγω πολιτικού κινήματος. Υπήρξε λοιπόν ακόμα πιο δύσκολο στη συνέχεια να αποκατασταθεί, στο πλαίσιο της |Ιστορίας της Επανάστασης|, ο ιστορικός ρόλος αυτών των ανταρτών και το επίπεδο των προσωπικών σχέσεων που είχαν συνάψει με τον ηγέτη της, Κεμάλ Ατατούρκ. 
Στο σημείο αυτό έγκειται το μεγαλύτερο ερμηνευτικό πρόβλημα της επίσημης τουρκικής ιστοριογραφίας, σε σχέση με το |Ποντιακό Ζήτημα|, καθώς οι βιαιότητες, που όντως συντελέστηκαν, δεν ήταν ο στόχος των αποφάσεων των εκτοπίσεων, που υπάκουαν σε μια στρατιωτική λογική, ούτε συντελέστηκαν κατά κύριο λόγο από τον τακτικό στρατό. Τελεστές τους ήταν κυρίως τα άτακτα σώματα, το γενικό πρόσταγμα των οποίων είχε ο Τοπάλ Οσμάν. Υπεύθυνη ήταν η ωμή βία και η αναλγησία των τσετών, που παρενέβησαν στη διαδικασία των εκτοπίσεων, ενεδρεύοντας στα περάσματα και εξοντώνοντας αλύπητα τους εκτοπισμένους άντρες, γυναίκες και παιδιά. Η πραγματικότητα αυτή, που αποκρύπτεται από την τουρκική ιστοριογραφία, αποδίδεται καθ' υπερβολήν αντι-συμμετρικά από την ελληνική ιστοριογραφία περί Πόντου, η οποία παρουσιάζει την επαναστατική κυβέρνηση στο σύνολό της, και ιδιαίτερα τον ηγέτη της, να φέρεται σαν ένας ληστής, καταφεύγοντας σε μια παράλογη εξοντωτική βία κατά του συνόλου του ορθόδοξου πληθυσμού του Πόντου. Νομίζω δε ότι η τουρκική απόκρυψη του ρόλου των τσετών συντελεί στην ελληνική υπερβολή. 
Σε ένα άλλο επίπεδο, η υπόθεση του Πόντου παρουσιάζεται στην επίσημη τουρκική ιστοριογραφία μέσα από το πρίσμα της συνωμοσιολογίας. Το στοιχείο αυτό αποτελεί ένα από τα εγγενή χαρακτηριστικά της τουρκικής |Ιστορίας της Επανάστασης| και έχει για μια ακόμη φορά την αφετηρία του στο |Nutuk|. Από τις δυο πρώτες σελίδες του |Νutuk|, το Ποντιακό Ζήτημα παίρνει τον χαρακτήρα μιας εκτεταμένης συνωμοσίας με κέντρο το Πατριαρχείο: |"Όπως διαπιστώνεται εκ των υστέρων από σίγουρες πληροφορίες και έγγραφα, ο Σύλλογος Μαύρη Μοίρα ασχολείται με την ίδρυση και τον συντονισμό, μέσα στις επαρχίες, αντάρτικων ομάδων (cete), την πραγματοποίηση συναρθροίσεων και την προπαγάνδα. Στις προσπάθειες της, η Μαύρη Μοίρα δέχεται την αρωγή της επίσημης Επιτροπής Προσφύγων και του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού"|. 
Εκ πρώτης όψεως, οι αναφορές του Nutuk δεν φαίνονται να απέχουν τόσο πολύ από την πραγματικότητα. Αν τουλάχιστον λάβει κανείς υπόψη του την οργανωμένη, από τον Σύνδεσμο Ποντίων της Πόλης, αποστολή του ελληνικού Ερυθρού Σταυρού στη Μαύρη Θάλασσα, στα τέλη Απριλίου του 1919, με στόχο τη διερεύνηση του ζητήματος των ένοπλων ομάδων^2^. Για την έμφαση της συνωμοτικής δραστηριότητας της ελληνικής πλευράς κατά την περίοδο της Άνοιξης του '19 μαρτυρά δε, σε μεγαλύτερο βαθμό, η αποστολή του συνταγματάρχη Καθενιώτη μαζί με δύο πόντιους αξιωματικούς. Ο Καθενιώτης, σε τηλεγράφημά του στις 14 Αυγούστου 1919, προτείνει στον Βενιζέλο την οργάνωση των αντάρτικων σωμάτων στον Πόντο. Στο ίδιο όμως τηλεγράφημα αναφέρεται ότι προϋπόθεση της ανάληψης μιας τέτοιας δράσης αποτελεί η κατοχή της περιοχής από τον συμμαχικό στρατό. Στην προσπάθεια πρόκλησης μιας τέτοιας συμμαχικής παρέμβασης αντιστοιχεί, εξάλλου, η εκτεταμένη ελληνική προπαγάνδα περί μουσουλμανικών επιθέσεων σε χριστιανικά χωριά, που αποτελεί αντιστροφή της πραγματικότητας και της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ των αντάρτικων ομάδων κατά την περίοδο εκείνη στην περιοχή. Η προπαγάνδα αυτή απέβη τελικά ολέθρια για τα ελληνικά συμφέροντα, καθώς αποτέλεσε το έναυσμα της αποστολής του Μουσταφά Κεμάλ στην περιοχή. 
Πρέπει, εντούτοις, να τονιστεί ότι οι προσπάθειες αυτές έμειναν άκαρπες, καθώς το σχέδιο της επιτόπιας στρατιωτικής οργάνωσης απορρίφθηκε λόγω της αναποφασιστικότητας των συμμάχων να εμπλακούν στην κατοχή της περιοχής. Τα μυστικά αυτά σχέδια έμειναν ουσιαστικά στα χαρτιά. Καμία ελληνική ή τουρκική πρωτογενής πηγή δεν τεκμηριώνει την εφαρμογή τους. Καμία ελληνική ή τουρκική πρωτογενής πηγή -πέρα από το μεταγενέστερο κατά 8 χρόνια από τα γεγονότα |Nutuk|- δεν αναφέρεται εξάλλου στην περίφημη οργάνωση Μαύρη Μοίρα. Το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει εντούτοις τη συνεχή αναφορά σε αυτήν σε όλα σχεδόν τα τουρκικά -καθώς και σε πολλά ευρωπαϊκά και, μέσω αυτών, σε λίγα ελληνικά- συγγράμματα σχετικά με το Ποντιακό Ζήτημα, ορισμένα από τα οποία καταφεύγουν σε μια ακραία και αστήρικτη συνωμοσιολογία. 
Η έμφαση στον συνωμοτικό χαρακτήρα του αντάρτικου των ορθόδοξων Ποντίων, η υπερβολή του εσωτερικού κινδύνου που συνιστούσαν, η δαιμονοποίησή τους, διογκώνουν ακόμα περισσότερο, στα πλαίσια της τουρκικής ιστοριογραφίας του Ποντιακού, την, κατά αντι-συμμετρικό τρόπο αγνοημένη από την ελληνική ιστοριογραφία, σημασία του ποντιακού αντάρτικου. Υπογραμμίζεται έτσι η επιτακτική ανάγκη ριζικής αντιμετώπισης των ανταρτών και νομιμοποιείται η βία που χρησιμοποιήθηκε γι' αυτό, ενώ διευκολύνεται η απόκρυψη του ρόλου του Τοπάλ Οσμάν και των ανταρτών του. 
Υπογραμμίζοντας τη σχέση αντι-συμμετρικής απόκρυψης/ υπερβολής των δυο ιστοριογραφικών εκδοχών του Ποντιακού Ζητήματος, το παρόν άρθρο φιλοδοξεί να αποτελέσει μια εισαγωγή σε μια πιο ισορροπημένη, αληθέστερη, περαιτέρω πραγμάτευσή του. 


Ο Νίκος Σιγάλας είναι ιστορικός, ερευνητής στο Γαλλικό Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών στην Κωνσταντινούπολη

1. Ιωάννης Αναστασιάδης |Το τελευταίο κράτος των Ελλήνων του Πόντου μέσα από τα απομνημονεύματα του οπλαρχηγού Μιλτιάδη Αναστασιάδη|, Ερωδιός, Αθήνα, 2002, σ. 91. 
2. Χρήστος Σαμουηλίδης, |Μαύρη Θάλασσα. Χρονικό από την Τραγωδία του Πόντου|, Αθήνα 1970, σ. 182.




Ο καθρέφτης της ετερότητας στα τουρκικά εγχειρίδια

Του Ηρακλή Μήλλα


Είναι ειρωνεία το ότι οι πρακτικές των εθνικιστών διαφόρων χωρών μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους, την ίδια στιγμή που ο εθνικισμός τονίζει την "ιδιαιτερότητα του έθνους". Η ανωτερότητά "μας" και η σχετική κατωτερότητα του "Άλλου" είναι κοινός λόγος σε όλες τις εθνικές αφηγήσεις. Έτσι και η ομοιότητα στα σχολικά βιβλία της Ελλάδας και της Τουρκίας πριν 20-30 χρόνια ήταν ιλαροτραγική:  
|"Ο Αλέξανδρος δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος κατακτητής... αλλά και ένας μεγάλος εκπολιτιστής (της Ανατολής)... Σεβάστηκε τη θρησκεία τους, τα ήθη και τα έθιμά τους"|, γράφει το ελληνικό σχολικό βιβλίου της Δ' Δημοτικού του 1976, διευκρινίζοντας ότι σεβάστηκε τους "βάρβαρους" (SIC). Εκείνα τα χρόνια, στα αντίστοιχα βιβλία της Τουρκίας διαβάζουμε ότι ο Μωάμεθ (ο Πορθητής) αποτελεί ένα παράδειγμα του μεγαλείου και της ανθρωπιάς του τουρκικού έθνους. Επέτρεψε στους κατοίκους της Κων/πολης να ζήσουν |"όπως και πριν την άλωση, σεβόμενος τη θρησκεία τους, τα ήθη τους και τα έθιμά τους."| 
Οι Τούρκοι για τους μεν ήταν οι |"άγριοι και απολίτιστοι που έσπερναν την καταστροφή"| και οι Έλληνες, για τους δε, ήταν απόγονοι |"βάρβαρων φυλών"| και ικανοί |"να σκοτώνουν χωρίς οίκτο ακόμη και τα βρέφη μέσα στην κούνια τους (το 1821)|".^1^ 
Αυτός ο λόγος που διαπαιδαγώγησε τις γενιές που σήμερα είναι πάνω από 30-40 χρόνων, άλλαξε σταδιακά, κάτω από τις πιέσεις τρίτων (της Unesco για παράδειγμα και άλλων οργανισμών) αλλά και σαν "φυσική εξέλιξη" της κοινωνίας. Ήταν αργή η αλλαγή και ήταν πολλές οι αντιδράσεις των συντηρητικών κύκλων. Ακόμη και μέχρι το 2000, οι μαθητές διάβαζαν ότι οι στίχοι |"πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας είναι"| εκφράζουν |"την πίστη και την ελπίδα του λαού μας που τα δημιούργησε."|^2^ 
Δεν υπάρχουν πλέον ούτε στα ελληνικά ούτε στα τουρκικά σχολικά βιβλία υβριστικές εκφράσεις. Άλλα είναι σήμερα τα προβλήματα και οι ελλείψεις στα εκπαιδευτικά εγχειρίδια. Υπάρχουν τα υπονοούμενα, οι επιλεκτικές αφηγήσεις (τα "δικά μας" καλά και τα αρνητικά των "Άλλων"), οι αποσιωπήσεις (τα "δικά μας" αρνητικά και τα καλά των "Άλλων"), ο εθνοκεντρισμός που διαλαλεί ότι "εμείς" αποτελούμε το κέντρο του κόσμου, οι ποικίλοι μύθοι, και η "μοναδική ιστορική αλήθεια" που πρέπει να αποστηθίσουν οι μαθητές. 

* Γιατί είναι δύσκολος ο εκσυγχρονισμός της ιστοριογραφίας; 

Τα σχολικά ιστορικά βιβλία πάντα υστέρησαν σε σχέση με την γενικότερη ιστοριογραφία της κάθε χώρας, επειδή ο ρόλος τους δεν ήταν η "ιστορία" όπως αυτή λειτουργούσε σε κάθε ιστορική περίοδο αλλά επειδή στην ουσία εκπλήρωναν ένα συγκεκριμένο και στενά πολιτικό και ιδεολογικό ρόλο. Ενώ σε κάθε χώρα η ιστοριογραφία ποίκιλλε, έστω και σε περιορισμένο βαθμό μέσα στον ακαδημαϊκό και "ιδιωτικό" χώρο, τα σχολικά βιβλία απηχούσαν τη σταθερότητα και μονολιθικότητα μιας κρατικής πραγματικότητας. Αν παρατηρήσουμε την περίπτωση της Τουρκίας π.χ., θα κατανοήσουμε τους μηχανισμούς που παράγουν και συντηρούν τη στασιμότητα μέσα στα εθνικά κράτη και στο χώρο των σχολικών εγχειριδίων. Η εμπειρία της Τουρκίας δεν αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση, αλλά ένα δείγμα των πρακτικών και άλλων Βαλκανικών χωρών, δηλαδή εθνικών κρατών που ιδρύθηκαν τον 19ο αιώνα. 
Βλέπουμε ότι το πρώτο μέλημα του νέου τουρκικού κράτους (1923) ήταν η "ενοποίηση της παιδείας", δηλαδή ο απόλυτος έλεγχος της γνώσης από το κράτος, από το υπουργείο παιδείας. Τα σχολικά βιβλία της δεκαετίας του '30 και του '40 προπαγάνδισαν τον νέο εθνικό μύθο, ο οποίος αποσκοπούσε να εδραιώσει μια νέα εθνική ταυτότητα (την "εθνική συνείδηση" όπως λέγεται ως ευφημισμός). Επιστρατεύτηκαν λοιπόν και τα σχολικά βιβλία για αυτόν τον "ιερό" σκοπό. Και ο σκοπός άγιασε τα μέσα. Ο μύθος ότι οι Τούρκοι |"ήταν"| ένας αρχαίος, πολιτισμένος, ανώτερος λαός, αλλά και ότι και |"σήμερα είναι"| έτσι, ανεξάρτητα από το τι είναι στην πράξη αυτός ο λαός, λειτούργησε ως το βασικό ιδεολογικό πλαίσιο του νέου κράτους. 
Η ταυτότητα όμως δεν εδραιώνεται αν δεν υπάρχει και ο "Άλλος", αυτός που θέτει τα όριά "μας" και μας εξασφαλίζει την οντότητά μας. Έτσι αναπτύσσεται ένας φαντασιακός (ιδεατός) εχθρός, απέναντι στον οποίο θα πρέπει να "είμαστε" ενωμένοι, μια και απειλεί την ύπαρξή μας, δηλαδή την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα, την ελευθερία "μας", με άλλα λόγια όλα τα ιδανικά που νομιμοποιούν την ύπαρξη του νέου εθνικού κράτους. 
Όταν αυτό είναι το πλαίσιο που δημιουργεί και αναπαράγει τα σχολικά βιβλία, γίνεται κατανοητό πόσο δύσκολο είναι να πειστεί ο υποστηρικτής αυτού του μηχανισμού για αλλαγές και μάλιστα για κατάργηση ή "υποχώρηση" αυτού το "ιερού σκοπού". Ένας θετικός ή έστω ένας πιο ρεαλιστικά σκιαγραφημένος "Άλλος", κλονίζει το εθνικό ιδεολόγημα. Η ιστορική πραγματικότητα αποκτά έναν δευτερεύοντα ρόλο μπρος τον υποτιθέμενο κίνδυνο να αμφισβητηθεί το όλο οικοδόμημα πάνω στο οποίο στηρίχτηκε μια εθνική ιδεολογία. Για αυτό τα τουρκικά σχολικά βιβλία μέχρι σήμερα, παρά τις μεγάλες αλλαγές που έχουν συντελεστεί, δεν μπόρεσαν να αποκοπούν από ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της εποχής της εθνογένεσης: είναι εθνοκεντρικά, ο Άλλος (ο Έλληνας και η Δύση γενικότερα) παρουσιάζεται ως ένας "αρνητικός ιστορικός αντίπαλος" που και σήμερα αντιμετωπίζεται με καχυποψία, και γενικά οι μύθοι που καλλιεργήθηκαν στην δεκαετία του 1930-1940 συντηρούνται ως εθνικά ιερά.^3^ 

* Τα σχολικά βιβλία πότε αλλάζουν; 

Τα σχολικά βιβλία δεν μπορούν να αλλάξουν όταν είναι το μέσο αναπαραγωγής σκόπιμων εθνικών αφηγήσεων και εφόσον αυτές οι αφηγήσεις θεωρούνται απαραίτητες για την "επιβίωσή μας". Με άλλα λόγια, για να γίνουν αποδεκτά τα σχολικά βιβλία (ειδικά από το ευρύτερο κοινό) θα πρέπει και να επαναπροσδιοριστεί η επικρατούσα ξενοφοβική ταυτότητα. Αλλιώς τα ελληνικά βιβλία θα αφηγούνται την "ανάσταση του έθνους" όταν θα αναφέρονται στην 25 Μαρτίου και τα τουρκικά τον "ξένο δάκτυλο" και την "προδοσία" των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ναβαρίνο. Οι αφηγήσεις θα είναι εθνικές, δεν θα συγκλίνουν, άλλα ούτε θα ενοχλεί ότι υπάρχουν αντικρουόμενες αφηγήσεις στο χώρο της ιστοριογραφίας. 
Η ανάγκη όμως για μια πιο λειτουργική ιστορική αφήγηση είναι πλέον αισθητή, τουλάχιστον μέσα στον Δυτικό Κόσμο, όπου η επικοινωνία των πολιτών έχει αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό. Τα έθνη δεν ζουν σε στεγανά, όπως λίγες δεκαετίες πριν. Οι αντιφατικές αφηγήσεις πλέον δεν συγκαλύπτονται, προκαλούν και μάλιστα γελοιοποιούν αυτές τις αφηγήσεις. Στον κόσμο του σήμερα ο κάθε εθνικιστής δυσκολεύεται να ζήσει μέσα στην ηρεμία της απομόνωσής του. Προκαλείται από την αφήγηση των άλλων. Για αυτό ενδεχομένως πυκνώνουν και οι αναζητήσεις για μια πιο διεθνιστική, επιστημονική ή οικουμενική αφήγηση. 

Ο Ηρακλής Μήλλας είναι πολιτικός επιστήμονας 


1. Βλέπε: Η. Μήλλας, "History Textbooks in Greece and Turkey", στο |History Workshop|, Λονδίνο, Τεύχος 31, Άνοιξη 1991. 
2. Β. Ασημομούτης κ.ά. |Τα Βυζαντινά Χρόνια, Ιστορίας Ε' Τάξης|, Αθήνα: ΟΕΔΒ, 1988, σ. 200-201. 
3. Βλ. Η. Μήλλας, Εικόνες, |Ελλήνων και Τούρκων|, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2001





Ελληνοκυπριακά και τουρκοκυπριακά εγχειρίδια ιστορίας

Της Μαρίας ΡΕΠΟΥΣΗ 

Η Κύπρος δεν ήταν η πατρίδα των κυπριακών βιβλίων ιστορίας της περιόδου 1960-1974, όπως δεν ήταν και για αμφότερες τις εθνοτικές ομάδες που κατοικούν στο νησί, και ανέρχονται την περίοδο αυτή σε 80% ελληνοκύπριους και 18% τουρκοκύπριους. Διχαστικές αφηγήσεις της ιστορίας της αφενός κατόπτριζαν και αφετέρου διαμόρφωναν διχοτομικές κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές. 
Για τα ελληνοκυπριακά εγχειρίδια ιστορίας, πατρίδα παρέμενε και μετά την ανακήρυξη της κυπριακής δημοκρατίας, το 1960, η Ελλάδα και αδιαφιλονίκητο εθνικό κέντρο η Αθήνα. Από την Αθήνα εκπορεύονταν τα προγράμματα σπουδών, τα σχολικά βιβλία ιστορίας^1^, οι καθηγητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και, μέχρι τη δημιουργία του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας, μεγάλος αριθμός του εκπαιδευτικού προσωπικού. Η δημιουργία ανεξάρτητου κράτους το 1960, όχι μόνον δεν εγκαινίασε πολιτικές πολιτειακού εθνικισμού και διαμόρφωση αντίστοιχης ταυτότητας, αλλά αξιοποιήθηκε για να ενισχύσει τον ελλαδοκεντρικό χαρακτήρα της ελληνοκυπριακής εκπαίδευσης και την εξάρτηση από το εθνικό κέντρο. Στο παλμό της Ένωσης, η Κύπρος δεν ανήκε στους Κύπριους, όπως δήλωναν οι κύπριοι πολιτικοί αλλά στον Ελληνισμό. Ακολουθώντας το ελληνικό σχήμα της συνέχειας, υπήρξε πάντοτε ελληνική, από την Μυκηναϊκή ήδη εποχή. Σύμφωνα με την ελληνοκυπριακή αυτή αφήγηση, το νησί υπέστη διαφορετικές κατακτήσεις, εκ των οποίων η χειρότερη ήταν η "Τουρκοκρατία", στην οποία οι Έλληνες βασανίζονταν απάνθρωπα. Η περίοδος αυτή, των ταπεινώσεων και του εξευτελισμού των Ελλήνων, κληροδότησε στο νησί ένα ακατονόμαστο πρόβλημα, το οποίο ισοδυναμούσε με το 18% του κυπριακού πληθυσμού. Για τον πρόεδρο της κυπριακής δημοκρατίας, αρχιεπίσκοπο Μακάριο, όπως και για την πολιτικώς ορθή γλώσσα της εποχής 1960-1974, οι τουρκοκύπριοι πολίτες του κράτους ήταν το "σύνοικον στοιχείον", ένα στοιχείο που, σύμφωνα με τα εγχειρίδια, ήρθε στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης του νησιού το 1571 και ήταν άλλοτε ένας ιδιαίτερα βάναυσος και αιμοσταγής λαός και άλλοτε τεμπέληδες και άπληστοι που ζούσαν εις βάρος των Ελλήνων. Η περίοδος των διακοινοτικών συγκρούσεων, 1963-1974, παρουσιάζεται ως τουρκική ανταρσία. Οι στασιαστές προκαλούν επεισόδια και έρχονται "σε σύγκρουση με τις νόμιμες δυνάμεις του κράτους". Ενώ ύστερα από πρόκληση των Τούρκων σκληρές μάχες διεξάγονται στην περιοχή Μανσούρας, "τουρκικά μαχητικά αεροπλάνα σκορπούσαν την καταστροφή και το θάνατο ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό" (Πολυδώρου 2002, σ. 115-116). 
Για τους τουρκοκύπριους πατρίδα έγινε η Τουρκία. Με καθυστέρηση ενός περίπου αιώνα σε σχέση με την ελληνική πλευρά, σε συσχέτιση με τον ελληνικό εθνοτικό εθνικισμό και το αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα και μετά τη δημιουργία εθνικού τουρκικού κράτους, οι τουρκοκύπριοι σταδιακά μεταβάλλονται από μια μουσουλμανική κοινότητα σε μια δυναμική εθνική κοινότητα. Η κοινότητα αυτή βλέπει πλέον τον εαυτό της ως μέρος του μεγάλου τουρκικού έθνους, αυτού που κατάφερε να εκδιώξει τους Έλληνες από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Η διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας των Τουρκοκυπρίων αποτελούσε εξάλλου στόχο της βρετανικής πολιτικής, ως αντίβαρο στην ανεξαρτησία του νησιού. Για τα τουρκοκυπριακά εγχειρίδια, η Κύπρος ήταν τουρκική γη και οι Ελληνοκύπριοι δεν ήταν καν Έλληνες αλλά υπολείμματα λαών που πέρασαν από την Κύπρο. Στα υπολείμματα αυτά επιβλήθηκε κατά τη βυζαντινή περίοδο η ελληνική γλώσσα και η χριστιανική πίστη. Με τη δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι πληθυσμοί αυτοί ετοίμασαν και θέλησαν να εφαρμόσουν ένα σχέδιο γενοκτονίας των Τούρκων, με σκοπό την Ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Στο σχέδιο αυτό αντιστάθηκαν οι Τούρκοι του νησιού με την υποστήριξη της μητέρας πατρίδας. Στις τουρκοκυπριακές αφηγήσεις της περιόδου 1960-1974, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην εποχή των διακοινοτικών ταραχών, ως εποχή ενός αμείλικτου διωγμού των Τούρκων από τους Έλληνες της Κύπρου. 
Οι παράλληλες και ανταγωνιστικές αφηγήσεις της κυπριακής ιστορίας μεταβάλλονται σταδιακά από το 1974 και εξής. Το πραξικόπημα, ως οριστική αποτυχία της γραμμής της Ένωσης του νησιού με την Ελλάδα, η τουρκική εισβολή και η διαίρεση του νησιού, επιβάλλουν αναθεωρήσεις αφενός ερμηνευτικές της πραγματικότητας του διχοτομημένου νησιού και αφετέρου συμβατές με τους πολιτικούς στόχους και την εξωτερική πολιτική της κάθε πλευράς. 
Στις ελληνοκυπριακές αφηγήσεις της κυπριακής ιστορίας εγκαταλείπεται ο στόχος της Ένωσης και εδραιώνεται σταδιακά η γενεαλογία των Τουρκοκυπρίων ως εξισλαμισμένων Ελλήνων ή απογόνων εξισλαμισμένων Ελλήνων, με τους οποίους οι Κύπριοι μπορούν και θέλουν να συμβιώσουν, ενώ παράλληλα εγκαινιάζεται η διάκριση ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους και στους Τούρκους εποίκους. Οποιεσδήποτε προσπάθειες διαμόρφωσης μιας κοινής κυπριακής πατρίδας διασπούν ωστόσο το κεντρικό πρόσταγμα "δεν ξεχνώ", στις τρεις εκδοχές του: καταρχήν "δεν ξεχνώ", στη συνέχεια "δεν ξεχνώ και αγωνίζομαι" και τέλος "γνωρίζω, δεν ξεχνώ και αγωνίζομαι". Η επιθυμία της ειρήνης, της επανένωσης του νησιού και της κοινής συμβίωσης, με την πολιτική του "γνωρίζω, δεν ξεχνώ και αγωνίζομαι" που διαπερνά όλο το σχολικό σύστημα, από τις αίθουσες των σχολείων και τα εξώφυλλα των σχολικών βιβλίων έως το συνολικό περιεχόμενο της εκπαίδευσης, συνιστούν ωστόσο αντιφατικές μεταξύ τους αφηγηματικές στρατηγικές, εμφανείς και στη συλλογική μνήμη και στις κοινωνικές πρακτικές και στις πολιτικές αποφάσεις της κυπριακής κοινωνίας. 
Στις τουρκοκυπριακές αφηγήσεις της μετά το 1974 περιόδου εμφανίζεται μια σημαντική τομή, καθόλου ανεξάρτητη από σημαντικές πολιτικές εξελίξεις που σημειώνονται και στην Τουρκία και στην τουρκοκυπριακή πλευρά. Τοποθετείται το 2004, με την έκδοση τριών νέων σχολικών βιβλίων κυπριακής ιστορίας για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και συνδέεται με την άνοδο στην εξουσία του Ρεμπουπλικανικού Τουρκικού Κόμματος, ενός κόμματος που τασσόταν υπέρ της επαναπροσέγγισης και ασκούσε κριτική στον τουρκοκεντρικό προσανατολισμό της τουρκοκυπριακής δεξιάς. Τα βιβλία κυκλοφόρησαν το 2004 και παρά τις έντονες αντιδράσεις της ακροδεξιάς και των τουρκικών δυνάμεων κατοχής, οι οποίες αναζωπυρώνονται με διάφορες ευκαιρίες, συνεχίζουν να διδάσκονται με μικρές αναθεωρητικές παρεμβάσεις. 
Η πατρίδα μας είναι η Κύπρος, διδάσκουν τα νέα σχολικά βιβλία, και ασκούν κριτική στις προηγούμενες απαντήσεις των βιβλίων ιστορίας. Την πατρίδα αυτή που κατοικούσαν οι Κύπριοι, έννοια που συμπεριλαμβάνει και τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους, δίχασε ο εθνικισμός και η αγγλική πολιτική "του διαίρει και βασίλευε". Οι δυο ταυτότητες των Κυπρίων, ελληνική και τουρκική αναπτύχθηκαν ανταγωνιστικά μεταξύ τους κάτω από την επήρεια των δυο εθνικών κέντρων της Ελλάδας και της Τουρκίας. Με μικρή προβολή των ελληνικών λαθών της περιόδου 1963-1974, προσπάθεια αποφυγής βιαιοτήτων, εμφάνιση των εσωτερικών διαφοροποιήσεων στο κάθε στρατόπεδο -Μακαρίου και ΕΟΚΑ Β ή κεμαλικών και ισλαμιστών- παρουσίαση της ελληνοκυπριακής οδύνης το 1974 ως ανάλογης της προηγούμενης οδύνης των τουρκοκυπρίων, αλλά και έμφαση σε παραδείγματα συνεργασίας και συνύπαρξης ανάμεσα στις δυο κοινότητες, τα νέα βιβλία ιστορίας εγγράφουν ριζοσπαστικές υποθήκες στη συλλογική μνήμη της τουρκοκυπριακής κοινωνίας και προδιαγράφουν νέες κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές για την συμβίωση των δυο κοινοτήτων. 

Η Μαρία Ρεπούση 
διδάσκει ιστορία και διδακτική της ιστορίας 
στην Παιδαγωγική Σχολή του ΑΠΘ 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία 
Christou M., "A double Imagination: Memory and Education in Cyprus", |Journal of Modern Greek Studies 24| (2006), σ. 285-306 
Kizilyurek N., National Memory and Turkish-Cypriot Textbooks, Christina Koulouri (επιμ.), |Clio in the Balkans|, Center for Democracy and Reconciliation in Southeast Europe, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 431-442 
Mavratsas C., "The ideological Contest between Greek-Cypriot Nationalism and Cypriotism 1974-1995. Political, Social Memory and Identity", |Ethnic and racial Studies 20| (1997), σ. 717-737 
Κουλλαπής Λ., "Ιδεολογικοί προσανατολισμοί της Ελληνοκυπριακής Εκπαίδευσης με έμφαση σο μάθημα της Ιστορίας", |Σύγχρονα Θέματα| 68, 69, 70 (1998-1999), σ. 276-296 
Παπαδάκης Γ., "Ιστορίες για Κυπρίους: Ταυτότητα και Ετερότητα στα Ελληνοκυπριακά και Τουρκοκυπριακά Σχολικά Εγχειρίδια Ιστορίας της Κύπρου", |υπό έκδοση|. 


1. Με εξαίρεση την Ιστορία της Κύπρου που συνοδεύει τα ελληνικά εγχειρίδια ιστορίας. Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, για τις τάξεις 3η και 4η υπάρχουν τρία τεύχη με τον κοινό τίτλο |Ο άνθρωπος και η ιστορία του|. Το πρώτο είναι αφιερωμένο στην εποχή "Από το λίθο στον πηλό". Το δεύτερο "Από τον πηλό στο μέταλλο" και το τρίτο "Από την Κυπρογεωμετρική μέχρι την Ελληνιστική Εποχή". Εκδόθηκαν από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο της Κύπρου το 2004. Για την 5η και την 6η παραμένει σε ισχύ "Η Ιστορία της Κύπρου" του Αντρέα Πολυδώρου. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση υπάρχουν επίσης βιβλία κυπριακής ιστορίας, ένα για το γυμνάσιο και από ένα για τις τρεις τάξεις του λυκείου.Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και στο γυμνάσιο η ιστορία διδάσκεται όμως στη βάση των εγχειριδίων που έρχονται από την Ελλάδα. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις της κυπριακής ιστορίας οι εκπαιδευτικοί κάνουν χρήση των βιβλίων της κυπριακής ιστορίας. Στο λύκειο οι οδηγίες προτείνουν το 20% του διδακτικού χρόνου για τη διδασκαλία της κυπριακής ιστορίας. Η συζήτηση που άνοιξε και στην Κύπρο με το νέο εγχειρίδιο ιστορίας της Στ' Δημοτικού έθεσε και το ζήτημα της ανεξαρτητοποίησης της ιστορικής εκπαίδευσης στην Κύπρο.








Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη

Στον Σπύρο Ασδραχά

Του Γιώργου ΜΠΛΑΝΑ


|Dans la vertu l'audace se ranime,
Et la faiblesse est compagne du crime|.
Louis Antoine Leon de Saint-Just.

1.

Στο ποίημα αυτό προτίθεμαι να τραγουδήσω τον αρχιστράτηγο του μένους των Ελλήνων, Γεώργιο Καραϊσκάκη.
Όχι επειδή επιθυμώ τίποτε αναίμακτα βραβεία, κι ίσως ίσως τη στρίγγλα εκείνη συντριβή του εθνικού ποιητή στη χάμω γλώσσα,
αλλ' επειδή -τουλάχιστον εγώ- ταράζομαι τα βράδια, όταν είναι το φεγγάρι κάποιο είδος τροχαλίας, που ανασύρει απ' το πηγάδι της σιωπής τα όνειρα της πέτρας.
Τότ' επιστρέφει ο νεκρός παλικαράς της γης μου και πελεκάει τεχνικά των ζωντανών τη γλώσσα.
Τότ' επιστρέφει ο φωτεινός και με ξυπνάει, κι είναι απ' ώρα ποτάμια οι φλέβες μου ανοιχτές,
καίγονται οι αρθρώσεις μου σαν τα χωριά, τα πόδια μου τυφλά παραπατάνε τα κόκαλά τους με τριγμούς βαθείς, πέτρα την πέτρα,
κατ' όπου κάποτε δροσιά των λιβαδιών και πόδια παιδιών που χόρταιναν ανατριχίλες,
κι ένα κορίτσι δούλευε των αγοριών τον κήπο μες στα νεράντζια των πλησίστιων στεναγμών του.
Τινάζομαι άξαφνα και λέω: "Τι θέλεις μες στη νύχτα, παλικαρά; Τα σπλάχνα μου απαιτείς;
Δεν πρέπει να 'χει σίδερο καρδιά για να σ' αντέξει αυτός που τρέχει στους γκρεμούς γυρεύοντας τα κρίνα;"
Κι αυτός: "Δεν πρέπει να 'χει τη γλώσσα του ο ποιητής, τρέλα καλά γαλβανισμένη;"
Και χάνεται, με παρατάει μες στη βαθιάν αλήθεια.

2.

Βαθαίν' η αλήθεια κάποτε, και βρίσκεσαι αίφνης ναυαγός στην ίδια σου πατρίδα.
Κι είναι κοράκι η λεμονιά και σκύλος το θυμάρι, το πεύκο τρώει τον άνεμο και το πανί τον γλάρο,
κι ο ναυαγός που δέρνεται δεν έχει πια καθόλου μνήμη: μια φλύαρη Ολλανδή κυρία η πνιγμένη,
των σκοταδιών περίγελος ο γέρος, των βράχων καταπίστευμα ο νέος, δυο φίδια χόρτο ο άνεμος και μια βελάδα λάσπη βασίλισσα στις λεμονιές.
Ναι! Όλ' αυτά ενόσω η θάλασσα καραδοκεί βαθιά σαν την αλήθεια, να κατεβούμε κάποτε στο κύμα του θεού, τα ζώα να φορτώσουμε στο πλοίο, κι εμάς ξοπίσω.
Ναι! Όλ' αυτά ενόσω καν δεν ξέρουμε αν σώζεται ακόμα Ιθάκη.
*
Βαθαίν' η αλήθεια κάποτε, και λες θα πάω στα βουνά, ψηλά~ θα πάω να βρω μια χαρακιά του ήλιου ανάμεσα στα πεύκα,
να στήσω εκεί μια δυο φορές τον ίσκιο μου σκιά, σαν άνθρωπος να ζήσω την εσχατιά του Ανθρώπου.
Μα έρχεται αποβραδίς το ποίημα δριμύ και στέκεται κι ακούει τα κήτη να γυρίζουνε στης πόλης τον βυθό•
"Εγώ, εγώ!" ολολύζουνε, κι η νύχτα, των αστέρων ο ποθοπλάνταχτος πλοηγός, μια σκοτεινή μαρμαρυγή γεμάτη δένδρων και κλαριών και φύλων και καρπών αποκαϊδια.
Έρχεται, λέω, το ποίημα -ο άστεγος των λέξεων- και αγρυπνάει παράφορα ολόκληρη την πρώτη αρχή, σ' έναν και μόνο πόθο~
ναι, αγρυπνάει και λέει βραχνά: "Για κοίτα θέσε ριζικά όλο αυτό το μορφικό συναίσθημα εν γένει,
που συγκροτεί του δέοντος τον ειδικό τον χαρακτήρα~ κι ας έχει ήδη αναστραφεί του Εγέλου η κολυμπήθρα".
*
Γι' αυτό, λοιπόν, θα υλοποιήσω την πρόθεσή μου αμέσως.
Τουλάχιστον εγώ δεν θα στερήσω τη Μούσα απ' τους παροξυσμούς που δικαιούται.
Κι όποιος ακούσει άκουσε, κι όποιος στραφεί και φύγει, κακό του κεφαλιού του.
Έτσι κι αλλιώς, ο ποιητής γνωρίζεται απ' τα δόντια, που χώνουν τα κοπρόσκυλα των λέξεων στο θρασύ χέρι της εξουσίας.
Έτσι κι αλλιώς, ο ποιητής τεκμαίρεται απ' τα όνειρα, που γρούζουν τα κοπρόσκυλα των στίχων στο ηλιόλουστο πλατύ της Ιστορίας.
Χώρια ή μαζί, κοπρόσκυλο• εδώ ή εκεί, ο ξένος! Τι έχω να χάσω απ' τη φωνή, του Λόγου ο μετανάστης;


3.

Ρωτάω, λοιπόν, τι ήθελε να πει ο Λακεδαίμων, που τρέλανε τους αριθμούς στο άσυλο των στενών;
Τι σώπαινε, όταν κραύγαζε κι έβρεχε σίδερο πυκνό το ξύλο, εσπευσμένο κατά τον χάμω θάνατο, και χόρταιναν τα πτώματα των ζωντανών το χρέος;
Απ' την στιγμή που η άνοιξη μας βρίσκει κατακούτελα σαν πορτοκάλι, τι έχουν -όλως παραδόξως- να μοιράσουν οι εργατικοί ανεμόμυλοι με τη νωθρή λεκάνη ενός μπαρμπέρη Καστιλλιάνου;
Γλυκός-ξινός ο ουρανός, μπορεί να υπενθυμίζει σ' έναν αστό πως το σκοινί της πνιγηρής ανόδου του κοστίζει.
Οι εργολάβοι της αλήθειας πρέπει, το δίχως άλλο, να βάζουνε τα πράγματα στη θήκη τους, και η χειροτεχνία του κόσμου που γεννάει στο φως όλα σαν στο τσεπάκι της, να δείχνει
-ντροπιαστικά αμείλικτη- στον ευγενή ιππότη, πως η πίστη σ' έναν Θεό δεν είναι καν ένα παράρτημα της πίστης στον άνθρωπο, μια νέα έρευνα (η πρώτη ήτανε μεροληπτική).
Ενώ εσύ σαλτάρισες χλωρά μες στην καλύβα του θυμού απ' το παράθυρο και άνοιξες την πόρτα εν είδει ερμηνείας του αρχαίου ρητού.
Ενώ εσύ κατέδειξες πως τίποτε στον κόσμο δεν είναι μοιρασμένο χειρότερα απ' τον νου.
Βέβαια, εξηγείται. Τη μάνα σου, μόνο τ' αγρίμια την είχαν για κυρά. Αυτό νομίζω αρκεί, αφού είναι πάντα γυναίκα διάφανη η νεράιδα, σαν δροσιά:
λίμνες τα μάτια, λαγκαδιές ανθόσπαρτες τα πόδια, φυλλωσιές στον άνεμο τα ξέπλεκα μαλλιά.
Γυμνώνεται η κρυστάλλινη, φέγγει, μοσχοβολά καν ξέφωτο καν μια σπηλιά, για να γεννήσει ομίχλη πυκνή, σαν το φαρμάκι του φιδιού μες στα σκοτάδια
και νύχτα έναστρη, σαν βλέμμα φιλελεύθερο θηρίου καταπάνω στο παγώνι του αθλίου κυνηγού.
Γυμνώνεται η κρυστάλλινη, κι ένας φωνάζει: "Αχ, η σφαγή των γάργαρων ματιών σου!" Κι άλλος κραυγάζει: "Αχ, η πληγή των εκατοχειλιών σου!"
Μα όλοι δεν φυλάγονται απ' την κλειστή ζωή, τη μισθωμένη τη ζωή και την επιπλωμένη.
Λίγοι είναι αυτοί που παν κοντά στη στοιχειωμένη τη ζωή. Λίγοι απογίνονται παιδιά μες στα παιδιά τους ματωμένοι.
*
Αυτά, λοιπόν, τα ορεινά, τα σύσκια για τη μάνα σου• ο πατέρας είδε γέροντες να μπαίνουν μοναχοί τους στη φωτιά
και νέους απάνω στα παλούκια να πηγαίνουν, σαν χελιδόνια οι γλώσσες τους στην τροπική αλήθεια των εγχώριων παθών
και μόνο για το δίκαιο των αιμάτων βρήκε μια κάποιαν ηδονή στον ταραχώδη βίο,
αφού από νέος ζύγιζε το αυγινό σπαθί των λογισμών του, κάτω από την πανσέληνο άλγεβρα των θυμών του.
Μέχρις εδώ για τους γονείς. Κι αν κάποιος θέλει να ξέρει περισσότερα, θα πρέπει να έχει υπόψη του πως κόβουν και τα λόγια, μα δεν φτιάχνουνε πατρίδα.


4.

Εν πάση περιπτώσει, πλήθος ήταν εκείνοι στον καιρό σου, που αναζητούσαν κήπο και ξαφνικά τα χέρια τους βλάσταιναν αίμα,
κι ακόμα περισσότεροι αυτοί, που δεν απασχολούσαν τα κύμβαλα του δεύτερου εν ζωή αλαλάζοντος πατέρα.
Οι μαρτυρίες των περιηγητών ήσαν λεπτομερείς, και τα κουνάβια αισθάνονταν πως δεν μπορούσαν να κάνουν ήσυχα παιδιά μες στις φωλιές τους.
Κανείς ωστόσο δεν μπορούσε να πει τίποτε σίγουρο, γι' αυτό ίσως η σφοδρή κλαπαταγή της αυτοδιαχείρισης να εκτόπιζε κάτι βαθύ στον κόσμο γύρω,
και -φυσικά- τη δυστυχή συνείδηση την ίδια και τα λοιπά συμπτώματα της εμμενούς ευρυαγγείας των όντων.
Αλλ' είχες γεννηθεί εσύ, κι έγινε απόγευμα επιτέλους, και οι ρίζες των πεύκων σώπασαν με τη βαθιά περίσκεψη της καταχνιάς,
σαν να σχεδίαζαν κρυφά την άμεση δημιουργία μιας νέας λογιοσύνης, πλεγμένης με τρεχάματα παιδιών μέσα στη νύχτα, και κάθιδρες αγρύπνιες των παιδιών μέσα στα χρόνια.
Κι έγινε νύχτα γεμάτη άλογα που έγλυφαν αργά, σαν νυσταγμένα, το παχύ σκοτάδι~ άλογα ασάλευτα σαν κίονες μέσα στο σκοτάδι, και πιο πέρα τα παιδιά
κουρνιασμένα στις μάλλινες φωλιές των μανάδων, να ονειρεύονται κοπάδια χαίτες και γυμνά βυζιά μαστιγωμένα από την μπόρα στην παλάμη του σταριού,
γύρω στα 1700, που ήταν τα σιτηρά τόσο φθηνά στη Θήβα και τόσο πολλά στη Θήβα και πούλημα δεν είχαν.
Κι εσύ, βαθύτατα αυτόχθων, έφτυσες μια στο χώμα και τινάχτηκες, λόγιος και άρχοντας, προσηνής και ποτέ πληβείος,
ίσαμε τα κατάλευκα σφυρά της ντροπαλής εκείνης ξιφομάχου, που βγαίνει μόνο νύχτα, όταν τα στάρια είναι πολλά κι είναι φθηνά και δεν υπάρχουν μονάχα ως δεδομένα
ποσά αξίας που ισούνται με το χρήμα, στο οποίο έχει σβηστεί κάθε αξία κάμπου• κι αυτό λεγόταν ήδη Ελευθερία.
Έσπευσε τότε το τριζόνι να καρφωθεί σαν βόλι στη φλούδα του πλατάνου, κι όταν κατέφθασαν μεσάνυχτα βαθιά σκοτεινιασμένα,
τραγούδησε -ευθέως αυτό προς την κατεύθυνση ενός ιδανικού- τις αρετές που μοιραζόσουν με το φύλλο καταπάνω στον βοριά.
Φυσούσε• κάπου μακριά, ένα δένδρο πάλευε στ' αρχαία του φύλλα μια χάλκινη ψυχή,
κι η νύχτα ερχόταν πορφυρή, στόμα ανοιχτό, κοπάδια δόντια και ανάσες φλογερές του καταπρόσωπο θανάτου.
Κατάμαυρα πουλιά αποσιωπούσαν το σκοτάδι στα ματωμένα ράμφη τους. Τα βράχια διατύπωναν τη γλώσσα των τυφλών
κι απάνω το διάστημα άβολο, ξένο, αιματηρό, απαιτούσε έναν θάνατο ελάφι στα νύχια του αετού.
Γύρισες, κοίταξες: στεκόσουν άσκοπα κι εμπόδιζες μιαν άσκοπη ομίχλη ξεπαγιασμένος μέσα στη σιωπή.
Τα σπίτια έτρεμαν σιγά με τα πορτόφυλλά τους, καθώς η νύχτα έσερνε δύσβατα όνειρα κι απόκρημνους ψιθύρους, στο καλντερίμι τής γερακίσιας γλώσσας σου.
Μα ήσουν ήδη παλικάρι κι είχες προσβάλει, καίρια, το αγέλαστο πνεύμα της σταδιακής επεξεργασίας των λέξεων και ήταν πια μια αρχή.
Ο δρόμος πήγαιν' απ' τον κήπο κατευθείαν στο φεγγάρι, κι ήτανε τριαντάφυλλο σαν φλόγα το σκοτάδι,
απ' όπου οι ψυχές γύριζαν κόκκινες σαν τη φωτιά, κι όταν τις έπιανες καιγόσουν, γιατί όντως ήτανε φωτιά,
και παραπέρα κάτι ψίθυροι, με οχτώ πόδια και δύο κεφάλια, μάτια φωτεινά, που μόλις ένοιωθαν ανάσα ανθρώπου καίγονταν και χάνονταν κάτω απ' το νερό, στον κάτω τόπο των καρπών,
και είχαν βλέμμα σκύλου, πάτημα λιονταριού και δόντια κάπρου να σπαράζουν δυο μέτρα άντρες, απ' τη συνείδηση και πάνω
κι άλογα με πόδια κόκορα από κάτω, και γενειάδες στη βούληση, μαλλιά στην κρίση, μια φωνή γλυκιά σαν το ποτάμι που κυλάει τα νερά του.
Και βγήκαν οι προφήτες: στοιχειά από τη μέση και πάνω κι άνθρωποι, κακήν κακώς πιο κάτω,
και μίλησαν όλες τις γλώσσες του κόσμου κι έφαγαν πολλούς, εκτός απ' τα κεφάλια.

5.

Ωστόσο, συναθροίστηκαν οι σκοτεινοί στον τόπο των δύστυχων βατράχων: ένας με το παλιό το στήθος και την καρδιά τραυλή,
κι άλλος που έσερνε μια χαλασμένη συνείδηση από τα σκουπίδια, τρεις νύχτες ευρωπαϊκές, κι ήταν καθόλου εργατικό επάνω το φεγγάρι.
Κι έλεγαν άνθρωπο το πρόστυχο απέξω, κι έλεγαν μέσα τον πρόστυχο άνθρωπο. Αυτά~
κι ένας που δεν γνώριζε τη γλώσσα, κατάλαβε τα λόγια τους, ώσπου αρρώστησε βαρύτατα σαν ποίημα,
και νήστεψε η γη τον πληθυσμό της, ορμητικά μπροστά στην πόρτα του αετού, και στου φιδιού την τρύπα, εκεί που είχε πλέον τη θάλασσά της η πνιγμένη.
Κι αυτός που γνώριζε τη γλώσσα σου καλά, κι είχε σβηστεί μες στο λιοπύρι των κολάρων, φώναξε: "Τα μάτια μου δεν είδαν τόπο θρασύτερο από τούτο τ' αλωνάκι!"
Έτσι το φώναξε: στεγνά και χάθηκε μες στα βιβλία, που ανοίγουν για να κλείσουν πολύ βαθιά, πολύ βαθιά (και σκοτεινά) τους ποιητές.
Κι ο άλλος, που δεν ήξερε τη γλώσσα, είδε στον πυρετό του ηφαίστεια μεσοπέλαγα, σαν νεκρικές πυρές:
ελπίδες, φόβους, αγωνίες και πάθη (τα υψηλά), τον πόνο μας, που γίνεται περιουσία με τον καιρό,
του έρωτα τη δύναμη• τραγούδησε: "Μόν' άλυσες, δεσμά! Αμ' τι, αμ' τι, για φάγωμ' είμαστ' όλοι!" Και πέθανε να πάει κατ' όπου τα χωριά των αθανάτων.
Απ' τ' ανωτέρω, άνοιξε ο δρόμος για την ανάστροφη γιορτή του πνεύματος, και τα στοιχειά της γης, και του νερού και του αέρα, όλη νύχτα θορυβούσαν στα μεταλλεία της Ιστορίας,
και οι τραχείς σιδηρουργοί των ιδεών δεν χόρταιναν να ρίχνουν στη φωτιά τις αντιφάσεις,
με τις οποίες χόρταινε σάρκα η μορφή ως χρήμα, ως ένα σύνολο αξιών, με την αυτόνομη μορφή της ανταλλακτικής αξίας, με τη χρηματική του έκφραση.
Ω, ναι! Με τη χρηματική του έκφραση, ο αγώνας για επικράτηση, που ήταν λοιπόν ένας αγώνας για κέρδος ή ζημία,
έγινε ξαφνικά ένας αγώνας ανάμεσα στα ερπετά και τη φτέρνα της ζωής: ο εχθρός ο κάτω, μια επιπλέον επιθυμία εδάφους, μια τρυφερή επανάσταση παιδιών και ποιητών. Παιδίων τε Ποιητών!
Ζωή με σχήμα του θανάτου, δηλαδή, ή κι αντιστρόφως.
6.

Συνέβη τότε, όπως ήταν φυσικό, να χάσεις το μέτρο της θηριωδίας, που όφειλες να εκτίσεις για ζωή,
και τσάκισες εν μέρει, αγρίεψες λιγάκι, έγινες ένα μείγμα φιλαργυρίας και γενναιότητας: αρχαίος άνθρωπος σ' έναν αιφνίδιο κόσμο ανθρώπων.
Καλύτερα να κρύβει ο τρομερός την τρέλα που τον δέρνει, είπε ο Ηράκλειτος,
αλλά δεν γίνεται να δει από τρία σημεία ένας άνθρωπος την ίδια κατά μέτωπο φουρτούνα. Κι ο στερημένος, είναι κάπως γενναίος κι αυτός.
Η νύχτα των αιμάτων δεν χαρίζει κάστανα, αν δεν είναι αναμμένα σαν κάρβουνα• νύχτα θα χάσει καθένας την ψυχή του; Νύχτα και το σώμα του.
Λοιπόν, μπορείς να μην πεθάνεις από φόβο κι αγωνία, πριν πεθάνεις από έρωτα και θράσος, από αγάπη για πράγματα εντελώς παράλογα.
Συνεπώς, άλλα χίλια χρόνια να ζούσες, τα ίδια λάθη θ' αγαπούσες.
*
Μα ήσουν νέος ακόμη, κι έπρεπε, το δίχως άλλο, να πιάσεις από τα μαλλιά τον χάλκινο άγγελο της νύχτας, στο αλώνι των ονείρων,
κι αν δεν με τρέλανε εντελώς η αρχαία μηχανή των λέξεων, νομίζω πως είδες έναν κόσμο βουβό, σκιερό, βαρύθυμο, κρυμμένο με ταχύτητα ερπετού σε κάθε φύλλωμα της μέρας,
έτοιμο να πέσει πάνω στην πρώτη αδέξια ψυχή, να τη σπαράξει, να τη σπαράξει κόκκινη, βαθιά, σχεδόν καρδιά και φλέβα.
Και είδες ψυχές βαθύτατες: σκιές μιας σκοτεινής ευημερίας, που κάρπιζε κουρέλια ιστορίας, φορεμένα ή πεταμένα ή κρατημένα σαν ανάσα χαραγμένη με σκληρές του ήλιου μαχαιριές, κατάστηθα των χωραφιών:
κάθε χωράφι και μέτωπο τραχύ: άρχοντας ξεπεσμένος ενός θεού κολίγου, που πάλευε να θρέψει τα σπαρτά με βλέμματα εύφλεκτα, πληγές χειλιών ατίθασων και γρήγορες ανάσες.
Και ξύπνησες, και μύριζε υγρασία ο θάνατος παντού, και λάτρευαν τον θάνατο παντού, και προσκυνούσαν θεούς απόκρημνους, θρεμμένους με παλικάρια της φωτιάς και του τροχού παρθένες.
Και φώναξες: "Τι κάνετε εδώ, ψυχές; Τι κάθεστε μπροστά σε τόσο μαύρο; Φυλάτε η μια την άλλη; Μα πού θα πάει αυτό; Τι να την κάνετε τη γη όταν δεν τρέφει τα παιδιά της;"
Και τα βουνά μαζεύτηκαν κάτω απ' το λίγο φως του δειλινού κι ονόμασαν τον άνεμο αυλή, κι απέκτησε το μένος σου πατρίδα.
Γαλήνη απλώθηκε πλατύφυλλη παντού, κι ήσουν παιδί, στεκόσουνα στη ρίζα μιας λαγκάδας και αργούσες με τον νου σου
κάτι περίφημο, αφού είχες τρέξει ξυπόλητος το ερπετό της άμμου ανάμεσα στις καλαμιές,
κι ήξερες πως ο κόσμος υπάρχει μόνο πάντα απ' την αρχή• κι ερχόταν καταπάνω σου
μια διάφανη, με τα μαλλιά να ρίχνουν ρίζες φωτεινές στο φρέσκο απόγευμα, κι ερχόταν πελεκώντας τα λόγια της:
"Ανέβα τη λεπίδα της ψυχής, ποτέ μη στρέψεις το βλέμμα προς τα κάτω. Τρέχα στο φως που πελεκάει τα λόγια κοφτερά.
Μόνο τα λόγια κόβουνε, τα λόγια μοναχά ξέρουνε το πάνω και το κάτω, μια λέξη είναι ο άνθρωπος, μια λέξη: τραγουδώντας".
*
Κι ως εκ τούτου, ήσουν Έλλην. Κι η προσδοκία σου, αρχαίο ζώο τη στιγμή που θα χιμούσε καταπάνω στην πεδιάδα
-και τ' άλογα θα τρόμαζαν, θα παρατούσαν το τριφύλλι στην προαιώνια κρύπτη του, πέτρωσε.
*
Τι συνέβη, παλικαρά, κι αυτή η αιχμηρή χερσόνησος έμεινε μια ωραία στιγμή του σπαραγμού;
Λοιπόν, αφού ερεύνησα θάμνους και δένδρα, ποταμούς. Λοιπόν, αφού ερμήνευσα πουλιά και φίδια και θορύβους μες στη νύχτα κοφτερούς,
κατέληξα πως θέλησες να πιάσεις τον αετό απ' το νύχι, για να τον κάνεις σήμα κλειστής αριστερής στροφής σε δρόμο ορεινό,
ενώ η βροχή βαράει τον ταμπουρά, για να χορέψει η αρχαία σημασία των ανθρώπινων γκρεμών:
σκύλα ουράνια, νύμφη σκοτεινή, θεά αιμοβόρα: ένα μάτι, ένα δόντι, έρημη, μόνη, μ' ένα χαμόγελο ειρωνικό στα τρομαγμένα χείλη της,
να πρήζονται τα γόνατα, συνέχεια να μακραίνουν τα νύχια της, να γδέρνει τα μάγουλα από την απελπισία,
να τρέχει ακατάσχετα το αίμα της στη γη, λάσπη να γίνεται το δάκρυ στα μαγουλά της~ όμως σημασία.
*
Επί δεν τούτο αδιάκοποι και φοβεροί υετοί κατέκλυσαν της ιστορίας τους πρωταγωνιστάς. Και είχες αδικηθεί.


7.

Ω, ναι! αδικήθηκε το όνομα και η μνήμη σου, Καραϊσκάκη. Το μεγάλο, εύφορο έργο σου δεν βρήκε χέρια να το κάνουν κήπο,
αφού τα αίματα δεν έπαψαν να λένε τον ήλιο τυμβωρύχο και το φεγγάρι ρόγχο.
Σου το 'χε πει δασύτριχα ο γέρος: "Μαθαίνω, στρατηγέ, πως μπαίνεις κατ' ιδίαν σε μάχες κι ακροβολισμούς.
Δεν είν' αυτό δικό σου έργο. Τραβήξου, υπόμενε, για να εμψυχώνεις τους άνδρες. Ειδαλλιώς βρικόλακα σε βλέπω, να τους τρως με την ψυχή σου".
Όμως ήσουν αυθαίρετος, μια φωτεινή τρέλα που έπρεπε να τελειώσει. Μόνο έτσι θα μάθαινες ακέραιο τον φόβο που μας κάνει λογικούς.
Και ρίχτηκες αστόχαστα στα δόντια εκείνης της αλύπητης μέρας, που γλειφόταν για ιδρώτα και ψυχορραγητό.
Πού να 'ξερες πόσο σκοτάδι εφημέρευε η νύχτα των αχρείων; Πού να 'ξερες το τι πληγές διανυκτέρευε η μέρα των χυδαίων;
Πιάστηκες στην παγίδα του μηρυκαστικού, που πνέει τα μένεα των νωθρών δοντιών του, αθώε κυνόδοντα, παλικαρά!
Ίσως νόμισαν, πως πλάστηκες για να ταϊζεις τα όνειρά σου με ουρλιαχτά και βρώμικες πληγές.
Ίσως νόμισαν, πως ό,τι ήλπισες απ' τη ζωή σου ήταν ένας κουβάς ασβέστης στη νύχτα των πτωμάτων.
Αγνοούσαν, παλικαρά, τα βασικά της σκονισμένης απελπισίας σου.
Γι' αυτούς ο θάνατος εξείχε, σαν παλιός σελιδοδείκτης απ' το βιβλίο της ζωής.
Δεν ήξεραν πως καθένας ξυπνάει τον δικό του εφιάλτη, απ' τα χαράματα της προσδοκίας του.
Δεν ήξεραν πως όλοι είναι κάπως δίχως μάτια, δίχως στόμα, στο χώμα, λίγο χώμα, κι ίσως ίσως
εκείνοι που νομίζουν πως είναι δυνατοί, να νοιώθουν πιο βαθιά τη χαρακιά του μηδενός, όταν λυγίζουν.
Κανείς δεν είναι από σίδερο, ούτε καν το σίδερο. Όλα μαλακώνουν στον καιρό τους,
κι έρχεται η νύχτα, και ο γκιώνης μετρά, κόψη την κόψη, το βύθισμα της νύχτας, το σκοτάδι
πνίγει τους τοίχους, στραγγαλίζει τα παράθυρα, τις πόρτες των αισθήσεων.
*
Ας ξυπνούν τον ύπνο τους, λοιπόν, για τα καλά. Αν το καλοεξετάσεις, η τάξη είν' ένα είδος σφαγής που δεν ματώνει.
*
Ω, ναι! αδικήθηκες, παλικαρά. Εσύ που γνώριζες την ποίηση απ' την ανάποδη,
και είχες μάθει να διαβάζεις τον κόσμο ανάποδα, για να κρατιέσαι όρθιος μες στο μακελειό τού εδώθε όντος, βγήκες μπροστά και κραύγασες:
"Για δείτ' εκεί μιαν εξουσία, οπλισμένη μ' όλη της την αναίδεια! Τσογλάνια, κερδοσκόποι, πώς να πείσετε τους άντρες να σας ακολουθήσουν;
Γιατί να πάρουνε τα βράχια και να τραφούνε με ρακένδυτο μολύβι;
Νομίζετε πως ήρθαμε για σας μέχρι την άκρη της οργής; Για το περβόλι της πατρίδας, αχρείοι, ήρθαμε, γι' αυτό -δυο τριαντάφυλλα κι ένα γεράνι ταπεινό- ιδρώσαμε σφαγή.
Μέχρι εδώ ήταν. Φεύγω για την παραφορά. Με συμφέρει να προσφέρω στην πατρίδα τη δική μου αυθαιρεσία.
Με τη δική σας με χωρίζουνε βουνά οι κερασιές. Δεν έχω άλλο γαλάζιο να σκορπίσω στα λαγούμια σας".
Τότε έπρεπε να έρθει τάχα μια Αθηνά, για να σωπάσει τον θυμό σου, να δώσεις πίσω τη λεπίδα των λόγων μες στη θήκη της, κι όχι να βρυχηθείς:
"Μεθύστακες, κοπρόσκυλα, λαγών ψοφίμια, πότε σας ένιωσε κοντά του στο τραγούδι ο πατριώτης;
Πότε σας είδε δίπλα του ο ήρωας στο χορό; Τι κατορθώσατε; Να τρέμετε στην όψη τής ζωής!
Τι λέω; Εσείς δεν είστε οι πόρφυρες, που τριγυρνάτε στα ρηχά, κι αρπάζετε τα νιάτα των κολυμβητών;
Αυτό θα πει κατόρθωμα: μυροβόρα εξουσία! Μα έχετε χάρη που κυβερνάτε ουτιδανούς,
αλλιώς τα δόντια σας θα τέλειωναν εδώ~ ένα σας λέω, θα 'ρθεί στιγμή που θα ενσκήψει στην πολιτεία των λαγουμιών η πείνα του αυθαιρέτου,
και τότε εσείς -υπόλογοι ή συγγραφείς- δεν πρόκειται να πάρετε απ' τα χέρια του μέλλοντος φονιά παρά μονάχα παρελθόν.
Έτσι, να τρώτε τα σπλάχνα σας και να θυμάστε, πως τους πρώτους ανάμεσά σας δώσατε στους άρχοντες των σκοταδιών".
*
Βέβαια, βέβαια, παλικαρά, υπήρξες Αχιλλέας κι άλλοι πολλοί γενναίοι μαζί, συμπεριλαμβανομένου του γεωπόνου Άρη Βελουχιώτη.
Βέβαια, βέβαια, παλικαρά, η πράξη της εξέγερσης είναι όπως πάντα μία~
όμως, εκείνο που εκτίθεται σε μεγαλύτερο κίνδυνο, έχει τη μεγαλύτερη χάρη. Άρα, δύο τα σκοτάδια.

8.

Άτροπος, τότε, ο Μέγας Αλβιών, που τον τραγούδησε καχύποπτος ο Ουίλλιαμ Μπλαίηκ
-γιατ' ήξερε πως κάποτε θα έρθουν πολλοί πανάθλιοι στους γάμους του παραδείσου με την κόλαση- θέλησε χάρτινος να κλείσει την ατραπό των ημερών σου.
Κι ενώ υπήρχες έφιππος, ανοίγοντας τον δρόμο των κομμουνάρων παριζιάνων, έγινες στόχος κολάρων σαρκοβόρων.
Κι επειδή έγινε τότε όλο πάστρα το πέλαο της ζωής σου, μουρμούρισες:
"Συστρατηγοί, αδέλφια και στρατιώτες, εγώ πεθαίνω μια χαρά, γιατί εκπλήρωσα το χρέος μιας πατρίδας σαν δέντρο καταπάνω στην αυγή.
Ε, τι να κάνουμε; Πηγαίνω τώρα να κρεμάσω την κάπα μου στον καφενέ του Άδη.
Μη λυπηθείτε, Έλληνες! Κοιτάτε εσείς να γίνεστε πιο τρομεροί στην εξουσία των λαγουμιών.
Κοιτάτε να ποτίζετε τους κήπους σας συχνά. Καύχημα των παλικαριών είναι να λέγονται κοψίδια, όχι ψοφίμια,
και καύχημα του ελεύθερου να τον φωνάζουν ποταμό, όχι λακκούβα".
*
Α! τετραπέρατε παλικαρά! Ενώ η πληγή σου μαινόταν στο υπογάστριο του φωτός,
και οι θεράποντες των έλλογων κραυγών δεν είχαν ν' αντιτάξουν μια νέα πειθαρχία στο κοινό γλωσσάρι του αίματός σου,
και καταπιάνονταν ν' αφήσουν τη χρήση του λαού στην ιστορία του έθνους,
κι όχι -ως όφειλαν- ν' αρθρώσουν κανένα λόγο σκιερό, καμιά πηγή λαλίστατη, με δίχως τα αίματα βαθιά και σκοτεινά της,
-ενώ όλα αυτά- κατέφυγες στον θάνατο, κι απάντησες καθέτως τον ήλιο, τροπαιοφόρο στην κεφαλή του λόγου.
Δεν είχες άλλωστε καμιά θεωρία για το έθνος, που να μην έβγαινε κρυφά να δει, πού πάνε οι ψυχές μονάχες μες στη νύχτα, κι είναι τα όνειρα μες στα νερά μέχρι το πρώτο φως,
κι ώσπου να πιάσει λιμάνι το τρικάταρτο εκείνο μεσημέρι των κιτρολεμονιών,
να 'ναι η γνώση τάμπαρο, ψόφια κάτω απ' τον ήλιο, η πρώτη γνώση, που έπρεπε να είναι άμεση γνώση ή γνώση του ενθάδε.
*
Α! εντιμότατε παλικαρά! Μα, φυσικά, δεν ήσουν αρχηγός. Προμηθευτής των αναγκαίων σκευών της άνω βύθισης, που φέρνει το πεύκο μέχρι τον γκρεμό,
ήσουν και νόμιζες ταχύτατο στη ρίζα του πλατάνι τον γενναίο, όχι τεμπέλη άνεμο στον ύπνο μιας γολέτας.
*
Α! Πολυμήχανε παλικαρά, που έφερες βόλτα τα ριζά του όντως όντος και βρήκες στα σκοτάδια των δασών τις απαντήσεις, στο πλέον βαθύ ερώτημα περί του είναι, να καμαρώνουν ξέφωτες σαν τσαλαπετεινοί απάνω στα λιθάρια
και σκέφτηκες: "Αυτά, λοιπόν, που ξέρατε ξεχάστε τα. Κάθε σας λέξη, τώρα, σωπαίνει χίλιες λέξεις.
Μάταια σκέφτεστε, μάταια ψάχνετε τα λόγια σας στα λόγια σας. Ο κόσμος δεν είναι αντικείμενο γραφής, είναι αποτέλεσμα χεριού που γράφει.
Το σκέφτηκες, το ξέρω, μα... σκοτάδια.


9.
Πάει καλά, παλικαρά, πάει καλά! Το ποίημα ήδη το 'φτιαξα, και σε τραγούδησα. Μα, πες μου, θα μπορέσω να κοιμηθώ τον ύπνο μου επιτέλους;
Οι άνθρωποι με ζώνουν, φωνάζουν, τρίζουν δόντια και χτυπούν τα πόδια, σαν μεγάλα επικίνδυνα παιδιά.
Διαπραγματεύονται, επηρεάζουν, στοχεύουν στη μεγιστοποίηση, απαλλαγμένοι από έννοιες,
αφήνοντας σε άλλους να γυρεύουν, ποιος σκόρπισε όλο αυτό το αίσθημα της απόλυτης κυριαρχίας, την αποσύνθεση καθεαυτή, και τα στοιχεία δεν είναι πια σε ησυχία,
όλα μαζί ενωμένα, και καθένα στον τόπο του, καθένα παντού, και στη φωλιά του,
κι έξω πέρα, σε κάθε πηγάδι, κάθε σκιά, τη νύχτα με το άρωμα, τη λάμψη του αυθύπαρκτου, και τα νερά δεν ποτίζουν τη γη, τα φυτά, και ο ήλιος καίει τη γη, τα φυτά,
η θάλασσα δεν είναι ένας καθρέφτης, και μάτια του βυθού στοχαστικά μες στον καθρέφτη.
Δεν είναι παιδιά, παλικαρά, δεν είναι παιδιά. Είναι παιδιά του φονιά, που δεν ήταν παιδί, ούτε όταν ήταν παιδί, κι η θάλασσα δεν λάμπει απ' την κορφή των ημερών σου.
*
Πες μου, λοιπόν! Θα κοιμηθώ τον ύπνο μου; Τι, τέλος πάντων, είν' εκείνη η παρουσία κατ' όπου ανοίξω
το στόμα μου -τόσο, μα τόσο δυνατή-που λέω πως οπωσδήποτε κάπου την έχω ξαναδεί,
κάπου τη γνώρισα, περάσαμε μαζί καιρό πολύ κι ύστερα ξέχασα πως την θυμάμαι;
Δεν έχει το ίδιο πρόσωπο, τα ίδια μάτια, χείλη, μαλλιά και χέρια -ιδίως χέρια- όμως κάθε φορά,
στα χέρια μου, στα χείλη μου, στα μάτια μου, το σχήμα της ισχύει με τρόπο γνώριμο, πάντα τον ίδιο.
Έτσι που ίσως -λέω- δεν είναι παρά πλάσμα του σχήματός μου~ φυσικά μ' εκείνον τον τρόπο τον δενδρόφυτο, που πλάθει ψυχές ενσώματες το σώμα, φροντίζοντας ν' αμείψει την πεινασμένη του ψυχή.
*
Πες μου, παλικαρά, γυναίκα είναι ή φάντασμα, που φέρνει γύρους πάνω απ' την Ευρώπη;
Σώμα γι' αγκάλιασμα είναι ή κραυγή ελευθέρας βοσκής, και πνεύμα οικόσιτο της αναρχίας;
*
Πες μου και γείρε, ανάπαυσε το μένος σου. Τα υπόλοιπα τ' αναλαμβάνω εγώ,
μόλις τελειώσω αυτό το ποίημα, που απ' ώρα τραγουδάει τον αρχιστράτηγο του μένους των Ελλήνων, Γεώργιο Καραϊσκάκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: