29/5/08

Παιδικό βιβλίο

Παιδικό βιβλίο

επιμέλεια Σταυρούλα Τσούπρου

τχ. 156, 18/12/2005


Γράφουν: Χρήστος Τριανταφύλλου, Σταυρούλα Τσούπρου, Αντώνης Δελώνης, Νένα Κοκκινάκη, Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Λήδα Καζαντζάκη, Κάρμεν Ρουγγέρη, Άλκη Ζέη (συνέντευξη), Σοφία Φίλντιση, Γιώργος Ρωμανός, Γιώργος, Δήμητρα, Κατερίνα (μαθητές, συνέντευξη), Ευγενία Κριτσέφσκαγια, Λουτσάνο Κομίντα (συνέντευξη), Θανάσης Χατζόπουλος, Μαρία Κούρση


Όνομα ουσιαστικό




Του Χρήστου ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

Ξύπνημα, πηγαιμός, αυλή, κουδούνι, είσοδος, μάθημα, καθηγητής, μαθητής.
Βιβλία, τετράδια, μολύβια, εξέταση, κατάλογος, γραπτό, μελέτη, επιβράβευση, τιμωρία, διευθυντής, επιτυχία.
Φίλοι, παρέα, αστεία, διάλειμμα, σχόλια, φόβοι, χαρές.
Αγάπη, πλήξη, κατεύθυνση, απόφαση, βάρος, αγωνία.
Σχέσεις, ώρες, γνώση, πολιτισμός, αλληλεγγύη, ζωή.
Ωριαίο, επιείκεια, βοήθεια, βαθμός, αυστηρότητα, χαρακτήρας, αποτυχία, αισιοδοξία, άποψη.
Σημασία, φασαρία, όριο, ταπεινότητα, έπαρση, χαμόγελο, μέλλον.
1. |Ουσιαστικά στη σειρά|
Αν τα ενώσουμε με άλλα μέρη του λόγου, είναι φανερό ότι μιλάμε για το σχολείο.
2. |Άλλες χρήσιμες λέξεις|
Ονειρεύεσαι, γιατί, χαίρονται, άλλος, πληγώνεται, τρέχεις, καθημερινά, και μεγαλώνουμε.
3. |Σημεία στίξης|
Η τελεία. Ύστερα αρχίζει με κεφαλαίο γράμμα η ζωή. Με την τελεία αποχαιρετάμε οριστικά μια πρόταση. Για λόγους τιμής, η επόμενη πρόταση αρχίζει πάντα με κεφαλαίο γράμμα.
Η άγνοια σε θέματα "στίξης" δεν επιτρέπεται. Ισοδυναμεί με απείθεια. Η άγνοια συγχωρείται. Η απείθεια ποτέ.
Η λύση της άνω τελείας είναι βολική. Είναι όμως και αλαζονική. Γιατί όταν μεγαλώσει, θέλει να γίνει τελεία. Μια τελεία κανονική, υποχόνδρια, που δεν ανέχεται δίπλα της άλλο γράμμα παρά μόνο κεφαλαίο.
Μια μικρή ξιπασμένη κουκκίδα ανάμεσα στις λέξεις με μια τεράστια δικαιοδοσία να καθορίζει τα πάντα και να επιβάλλει τη γνώμη της.
4. |Τα υπόλοιπα μέρη του λόγου|
Έχουμε τα ουσιαστικά. Διαλέγουμε τα ρήματα, τα επίθετα και ό,τι άλλο θέλουμε και Τα τοποθετούμε μαζί. Οι δόσεις είναι έτοιμες. Και σωστές.
Τώρα, αν θελήσουμε να τις αλλάξουμε, θα προκύψουν προβλήματα.
Άλλος το αντέχει, άλλος όχι.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι αν οι λέξεις ανακατευτούν και πετάξουν, θα ξαναβρεθούν μαζί.
Αν όμως μένουν στατικές και απείραχτες, θα πεθάνουν.
5. |Συμπέρασμα|
Ας αφήσουμε τις λέξεις να ζήσουν ελεύθερες. Θα βρουν τον δρόμο τους. Και την τελεία τους.

|Ο Χρήστος Τριανταφύλλου είναι μαθητής πρώτης Λυκείου|


Υποτιμώ αυτό που καταλαβαίνω



Της Σταυρούλας ΤΣΟΥΠΡΟΥ

Στην ταινία "Καλά Χριστούγεννα", με υπόθεση τοποθετημένη στον Α' Παγκόσμιο, ο γάλλος σκηνοθέτης βάζει ως εισαγωγή τρία παιδιά διαφορετικών εθνικοτήτων να απαγγέλλουν ένα ποιητικό απόσπασμα για τον πόλεμο. Βάζουμε τα παιδιά να μαθαίνουν ποιήματα, να διαβάζουν Λογοτεχνία, να διδάσκονται από τα παραμύθια. Η "ενήλικη" κοινωνία χρησιμοποιεί την Τέχνη, και καλώς, ως μέσο κοινωνικοποίησης. Ιδιαίτερα η Τέχνη που απευθύνεται στα παιδιά είναι ακριβώς μία βαθμίδα τής κλίμακας~ άπαξ όμως και την ανέβεις, το φυσιολογικό είναι να μην την κατέλθεις πια. Το φυσιολογικό; Και οι συγγραφείς για παιδιά, που "επιστρέφουν", ή μήπως αυτοί δεν είναι "κανονικοί" ενήλικες; Μήπως γι' αυτό και η κοινωνία μας τους κρατά σ' έναν χώρο γκρίζο, μήπως γι' αυτό δεν ακούει τη γνώμη τους, μήπως γι' αυτό δεν τους δίνει βήμα; Μήπως γι' αυτό τα περιοδικά και τα ένθετα δεν αντιμετωπίζουν αυτό το είδος της Λογοτεχνίας ισότιμα (ή καθόλου);
Η Ιατρική, ως ανήκουσα στις Επιστήμες, εμπνέει δέος~ εξ ου και οι λειτουργοί της, που ειδικεύονται στις παιδικές ασθένειες, χαίρουν του ιδίου σεβασμού με τους υπολοίπους. Η Λογοτεχνία, ως ανήκουσα στις Τέχνες, και δη στις Τέχνες με κώδικα κοινόχρηστο, όπως είναι η γλώσσα, δεν κερδίζει πάντα εύκολα τον σεβασμό, κι αυτό δεν είναι καινούργιο. Είναι αναμενόμενο, λοιπόν, η Λογοτεχνία για παιδιά να τοποθετείται στην κατηγορία "για όλους τους λύτες". Αν ο θεράπων έχει να επιδείξει έργο και για ενήλικες, τυγχάνει μεγαλύτερης προσοχής~ αν όχι, τότε μ' αυτόν θ' ασχοληθούν τα ειδικά περιοδικά, τα παιδικά και νεανικά, και οι ειδικοί άνθρωποι, συνήθως γονείς και εκπαιδευτικοί. Αλλά η κοινωνία των ενηλίκων δεν θα τον περιλάβει στους κόλπους της στις σοβαρές στιγμές της.
Όλοι, όμως, παραδέχονται ότι η παιδική Λογοτεχνία είναι ζήτημα μεγάλο και, σε ώρες αυστηρής αυτοκριτικής, υπόσχονται να την αξιολογούν με λιγότερη προχειρότητα. Αλλά, αλίμονο, οι ώρες της αυστηρής αυτοκριτικής είναι τόσο λίγες. Αντ' αυτής, οι "μεγάλοι" περιορίζονται στο να επιλέγουν ποια ταινία ή ποια θεατρική παράσταση θα παρακολουθήσουν τα παιδιά τους, ποιο βιβλίο θα διαβάσουν. Και, φυσικά, επικροτούν τις προσπάθειες των εκπαιδευτικών (διότι αυτοί επιμένουν, παρά τη γενική κατακραυγή, οφειλόμενη στο ότι ο κλάδος τους δεν περιλαμβάνει μόνο "αγίους", να βγάζουν το φίδι απ' την τρύπα) για την ενίσχυση της βιβλιοφιλίας~ τέτοιες προσπάθειες γίνονται, αλλά είναι μεμονωμένες. Αφού επιλέξουν ή επικροτήσουν, συνοδεύουν τα παιδιά τους, όσο είναι ακόμα μικρά, στην ώρα της διασκέδασης, με την αντίληψη ότι "η ώρα του παιδιού" είναι κάτι ανάλαφρο, και, κυρίως, εύκολο. Κάποιες φορές, βρίσκουν πως χρειάζεται μεγαλύτερη διανοητική προσπάθεια, όπως με τον φετινό |Όλιβερ Τουίστ| του Ρόμαν Πολάνσκι, ενώ έχουν πάντα κατά νου ότι, ακόμα και τα παραμύθια τού Άντερσεν, μπορούν ενίοτε να δώσουν τροφή και στην ενήλικη σκέψη. Αλλά, γενικά, η "ώρα του παιδιού", όπως είπαμε, στις σοβαρές στιγμές, στις σοβαρές ενήλικες εφημερίδες, στα ενήλικα περιοδικά, ως κάτι ευνόητο, παραλείπεται.
Αυτό όμως που η Λογοτεχνία δεν μπορεί να κερδίσει μόνη της για τον εαυτό της, ίσως να της το προσφέρει ως χείρα βοηθείας η Επιστήμη. Το παράδειγμα φαίνεται να το δίνουν οι εικαστικοί, μιας και αυτοί έχουν το προνόμιο του μη κοινόχρηστου κώδικα. Το 1ο Επιστημονικό Συνέδριο "Παιδική Τέχνη - Σύγχρονη Τέχνη", που οργανώθηκε τον Οκτώβριο από το Μουσείο Ελληνικής Παιδικής Τέχνης, περιλάμβανε στους θεματικούς του άξονες τη "σχέση της Φιλοσοφίας με την πρωτογενή έκφραση της Τέχνης", ενώ στους σκοπούς του ήταν και "η κατανόηση της συγγένειας μεταξύ της γλώσσας της παιδικής Τέχνης και της σύγχρονης εικαστικής έκφρασης" - στην ίδια γραμμή πλεύσης δραστηριοποιείται και το "Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για παιδιά και νέους", καθώς και η παράλληλη διοργάνωση Camera Zizanio/ Ευρωπαϊκή Συνάντηση Νεανικής οπτικοακουστικής δημιουργίας.
Ας αναλάβει, λοιπόν, η Επιστήμη την παιδική Λογοτεχνία, γραμμένη είτε από ενήλικες είτε από παιδιά και εφήβους. Ας δημιουργήσει μια ορολογία ειδική και, γιατί όχι, δυσνόητη. Ας γραφτούν άρθρα στα περιοδικά και στις εφημερίδες, που δεν θα μιλούν με λόγια απλά για τους συγγραφείς παιδικών και νεανικών βιβλίων. Εξάλλου, οι ίδιοι οι δέκτες, τα παιδιά, και, κυρίως, οι έφηβοι, δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν τη δουλειά του συγγραφέα που απευθύνεται σ' αυτούς ως κάτι εύκολο. Τότε μπορεί να πάρουμε την παιδική Λογοτεχνία στα σοβαρά. Γιατί πρέπει να την πάρουμε στα σοβαρά.
Η "ωραία συνήθεια του διαβάσματος", απαραίτητη όσο και το έρμα στα καράβια, όπως έγραφε ο Όμηρος Πέλλας, αποχτιέται στην παιδική ηλικία. Αλλά η παιδική και η εφηβική ηλικία ούτε ήταν, ούτε είναι, και, πολύ περισσότερο, δεν θα είναι ποτέ κάτι εύκολο. Γιατί να θεωρείται εύκολη η Λογοτεχνία που τους απευθύνεται;

|Η Σταυρούλα Γ. Τσούπρου είναι διδάκτωρ φιλολογίας|


Το ερωτικό μυθιστόρημα για παιδιά και νέους



Του Αντώνη ΔΕΛΩΝΗ

Ήδη στη δεκαετία του '30 έχουμε μυθιστορήματα τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν προπομποί του σύγχρονου ερωτικού μυθιστορήματος, π.χ. |Λεμονοδάσος| και |Eroica| του Κοσμά Πολίτη, |Ταξίδι με τον Έσπερο| του Άγγελου Τερζάκη. Αλλά είναι χαρακτηριστικό ότι αυτά οι κριτικοί της εποχής και οι ιστορικοί τής Λογοτεχνίας, δεν τα θεωρούσαν "για νέους", καθώς τότε υπήρχε μια απαξιωτική στάση για ό,τι γραφόταν γι' αυτούς. Το ελληνικό ερωτικό μυθιστόρημα για νέους, ουσιαστικά ως είδος φαίνεται να ανθεί στη δεκαετία του '90. Το φαινόμενο αυτό ίσως να έχει την εξήγησή του σε μια γενικότερη - άδικη, πάντως - στάση εκδοτών και φορέων του παιδικού βιβλίου (Κύκλος Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά), μια στάση αιδήμονος σιωπής για ό,τι φανερά ερωτικό, μια στάση επιφυλακτική.
Μιλάμε πάντα για το Ερωτικό (Αισθηματικό) μυθιστόρημα για παιδιά και νέους -πάντως όχι το ροζ. Το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα απαιτητικό είδος γραφής. Προϋποθέτει, πέραν των γνωστών προσόντων (ταλέντο, κατοχή γλώσσας), και γνώση της ψυχολογίας της ηλικίας προς την οποία απευθύνεται~ έναν ρεαλισμό, ο οποίος χωρίς να υπερβαίνει την ευπρέπεια, να μην είναι "δήθεν", αλλά να αγγίζει τη σύγχρονη πραγματικότητα των σχέσεων ενός νέου με μια νέα~ να λαμβάνει υπ' όψιν την περιρρέουσα κοινωνική πραγματικότητα της εποχής στην οποία ζουν οι νεαροί ήρωες~ να ομιλεί τη γλώσσα της ειλικρίνειας στους νεαρούς αναγνώστες και όχι να εξωραϊζει τα προβλήματα, δικά τους ή κοινωνικά~/ ο συγγραφέας στους διαλόγους να βάζει στο στόμα των ηρώων του τη νεανική γλώσσα της εποχής, με όλη την αμεσότητά της, βρίσκοντας, όμως, τρόπο να πείθει τους νεαρούς αναγνώστες του πως αυτή είναι μια "περιθωριακή" μορφή της γλώσσας, την οποία οφείλουν ν' αφήσουν πίσω τους όταν ωριμάσουν.
Κοντά σ' αυτές τις συντεταγμένες οι συγγραφείς πρέπει να προβάλλουν: τις νεανικές ευαισθησίες, δείχνοντας την υγιή πλευρά του έρωτα, την προώθηση του διαλόγου ανάμεσα στα δύο φύλα, την απόρριψη του ρατσισμού οποιασδήποτε μορφής (ισότητα των δύο φύλων, δικαίωμα στον έρωτα όλων των ατόμων). Τέλος, ο συγγραφέας οφείλει να μην ξεχνά ότι το happy end, χωρίς να επιβάλλεται, βοηθά στην άμβλυνση των ψυχολογικών εντάσεων. Και, φυσικά, ο συγγραφέας δεν πρέπει να ξεχνά το χιούμορ, που δεν πρέπει να λείπει ποτέ και από κανένα παιδικό ή νεανικό βιβλίο.
Από τη δεκαετία του '90 και ως σήμερα έχουν εκδοθεί πολλά και σημαντικά βιβλία για παιδιά και νέους με άξονα τον έρωτα. Συγγραφείς που έχουν δώσει έργα σ' αυτό το είδος είναι: ο Μάνος Κοντολέων, η Λ. Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, η Λ. Ψαραύτη, η Νένα Κοκκινάκη, η Ελ. Μερίκα, ο υποφαινόμενος κ.ά.

|Ο Αντώνης Δελώνης είναι συγγραφέας και ιστορικός της Λογοτεχνίας για παιδιά και νέους και Διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού| Αργοναύτης.


Το παιδί στη χώρα του βιβλίου (Γαλλία)



Της Νένας Ι. ΚΟΚΚΙΝΑΚΗ

Ένα ερώτημα που θα έπρεπε να απασχολήσει τους ειδικούς της παιδικής λογοτεχνίας, η οποία ως τέχνη (λογοτεχνία) εμφανίστηκε όψιμα μέσα στη διαδρομή των αιώνων, θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: υπάρχει άραγε μια συγκεκριμένη αισθητική του παιδικού βιβλίου, ένα ιδιαίτερο αισθητικό πρότυπο που να ορίζει πώς πρέπει να παρίσταται ο κόσμος του παιδιού ή ο κόσμος που εμφανίζεται στο παιδί μέσα από τα βιβλία; Και αν εν τέλει υπάρχει μια τέτοια συγκεκριμένη αισθητική, τότε ποιες είναι οι αρχές και ποιοι οι κανόνες που τη συγκροτούν;
Το ερώτημα μοιάζει μάλλον παράδοξο, αφού ακόμα και για τον ορισμό ενός βιβλίου ως παιδικού ο ρόλος των ενηλίκων είναι καθοριστικός: εκείνοι το γράφουν, εκείνοι το εκδίδουν και το διακινούν, το βραβεύουν, το αγοράζουν, το διδάσκουν! Όσο για τα παιδιά, που αποτελούν το αναγνωστικό κοινό του βιβλίου που προορίζεται γι' αυτά, είναι απόλυτα εξαρτημένα από τις επιλογές των μεγάλων. Αν οι μεγάλοι, γονείς και δάσκαλοι, αγαπούν τα βιβλία, αν ασχολούνται μαζί τους υπεύθυνα και σοβαρά, τα παιδιά τους έχουν μεγάλες πιθανότητες να αποκτήσουν αναγνωστικές εμπειρίες που θα βελτιώσουν και θα ομορφύνουν τη ζωή τους.
Είναι γνωστό ότι η παιδική λογοτεχνία έκανε τα πρώτα της βήματα τον 18o αιώνα, όταν αναγνωρίστηκε η παιδική ιδιαιτερότητα με το κίνημα του Διαφωτισμού. Μέχρι τότε οι άνθρωποι αγνοούσαν ότι το παιδί δεν μπορεί να είναι ομοίωμα ενός μεγάλου, αλλά βρίσκεται στην ηλικία της μάθησης. Κανείς δεν σκεπτόταν τον τρόπο που θα μετέτρεπε το παιδί σε σωστό ενήλικα. Ο |Αιμίλιος| του Ρουσσώ (1712-1788) ήρθε να ταράξει τα νερά. Ο Ρουσσώ εξομολογείται ότι επιλέγει να παραμένει στη σκιά αφοσιωμένος στο γράψιμο. Μέσα στην επιβαλλόμενη στον εαυτό του σιωπή, σκέπτεται ότι η εκπαίδευση που δεν στρέφεται στην ανάπτυξη των αισθήσεων, αλλά προβάλλει αυτή της λογικής, δεν προωθεί τη μάθηση. Η μάθηση που προέρχεται από την εμπειρία είναι πολύ σπουδαιότερη από τη μάθηση που προσφέρουν τα βιβλία. "Θέλετε να έχετε μια ιδέα της δημόσιας εκπαίδευσης;", έγραφε ο Ρουσσώ, "δεν έχετε παρά να διαβάσετε την |Πολιτεία| του Πλάτωνα. Δεν πρόκειται για πολιτικό βιβλίο, όπως ισχυρίζονται οι κριτικοί που κρίνουν συνήθως τα βιβλία από τον τίτλο τους. Πρόκειται για ένα εκπαιδευτικό δοκίμιο που κανείς δεν έγραψε ποτέ".
Αν η Γαλλία είναι η χώρα του βιβλίου για το παιδί, είναι γιατί έχει πρώτα από όλους αναγνωρίσει την άμεση σχέση της παιδείας με αυτή της Παιδικής Λογοτεχνίας. Η είσοδος, ωστόσο, της λογοτεχνίας στα σχολικά προγράμματα της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης άργησε να γίνει. Το γεγονός προωθούσε μια τεράστια αλλαγή στη σχολική πραγματικότητα και μια ανανέωση, της οποίας η φιλοσοφία αφορούσε τη συνολική ανάπτυξη του παιδιού μέσα στο χώρο του σχολείου, αξιοποιώντας τόσο τις δημιουργικές του ικανότητες όσο και τη φαντασία και την ευαισθησία του. Μέχρι τότε, η λογοτεχνία ήταν κάτι "χρηστικό" -βοηθούσε στην εκμάθηση της γλώσσας. Το σημαντικό βήμα ήταν να αναγνωριστεί η ίδια ως "τέχνη" και να μπει στο σχολείο ως τέτοια. Το παιδί μαθαίνει πια να "απολαμβάνει" τα λογοτεχνικά κείμενα ως αναγνώστης, να ανακαλύπτει τη διαφορετικότητα, τόσο στη γαλλική όσο και στην ξένη λογοτεχνία, ποίηση, θέατρο, παραμύθι, μυθιστόρημα. Νέοι ορίζοντες ανοίγονται. Ενθουσιασμένη η Henriette Zoughebi, που ίδρυσε το σαλόνι του βιβλίου στο Montreuil και μέχρι το 2002 συμμετείχε ως σύμβουλος του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας στα νέα προγράμματα του Δημοτικού Σχολείου, γράφει: "Η Λογοτεχνία στο Δημοτικό σχολείο ήταν ανέκαθεν βοηθητική του γλωσσικού μαθήματος, ενώ στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο υπηρετούσε την κριτική εργασία πάνω στα βιβλία. Η θέση της ανάμεσα στις τέχνες αποτελεί ένα είδος επανάστασης στη νοοτροπία, πράγμα που σημαίνει ότι αποκτά την αυτονομία της και δεν στηρίζεται πάνω σε κάποιο μάθημα ανάγνωσης".
Οι δάσκαλοι βρίσκονται πια μπροστά στην αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι το λογοτεχνικό φαινόμενο, έχοντας την ίδια ηλικία με την ιστορία του ανθρώπου, θα συνεχίσει να κάνει την πραγματικότητα προσιτή μέσω της αναπαράστασης (αφήγηση) και μέσω της έκφρασης (ποίηση). Αν η ψυχολογία της αντίληψης έχει καταλήξει στο συμπέρασμα πως σκεφτόμαστε με παραστάσεις (εικόνες), αυτό ισχύει πάνω απ' όλα για το παιδί που σκέφτεται με εικόνες, αντικαθιστώντας με αυτές στοιχεία της ίδιας του της πραγματικότητας. Το μυστικό μιας ωραίας εικόνας, που κρύβεται μέσα σ' ένα πρόσωπο αλλά και σ' ένα αντικείμενο, ένα ζώο που μιλά με ανθρώπινη φωνή, αλλά και ένα ξύλο ή ένα μάρμαρο, βρίσκεται μέσα στο μαγικό μετασχηματισμό που μόνο ο καλλιτέχνης μπορεί να αποδώσει. Εκείνος θα δώσει υπόσταση στην ποιητική εικόνα που εκφράζει την υπαρξιακή απορία και που υπάρχει από μόνη της, αν κάποιος μπορεί να την συλλάβει με τις αισθήσεις του. Μια τέτοια μαγική διαδικασία δεν μπορεί αφ' εαυτού της να είναι υποβοηθητική οποιουδήποτε "μαθήματος".
Η προσπάθεια που γίνεται σήμερα, από όλους τους φορείς που εμπλέκονται με το παιδικό βιβλίο στη Γαλλία, εντοπίζεται κυρίως στην αναβάθμιση της ποιότητάς του. Σημαντικό εργαλείο αποτελούν οι κατάλογοι βιβλίων αναφοράς, πολύ αυστηρά επιλεγμένων, που γίνονται ο σύνδεσμος ανάμεσα στα έργα που διαβάζονται στο σχολείο και σε εκείνα που θα επιλεγούν αργότερα για ανάγνωση. Το σημαντικό είναι να ανοίξουν οι πόρτες της γνώσης, μέσα από την καλλιέργεια της τέχνης, υποστηρίζει η Henriette Zoughebi. Η λογοτεχνία, η ποίηση, το θέατρο, θα αποτελέσουν διαύλους επικοινωνίας των παιδιών με τον τόσο σύνθετο κόσμο μας και η Παιδική Λογοτεχνία, η μεγάλη απούσα των εκπομπών λογοτεχνικού περιεχομένου στη γαλλική τηλεόραση, θα βρει επιτέλους τη σωστή της θέση στη συνείδηση όλων.

|Η Νένα Ι. Κοκκινάκη είναι συγγραφέας και Συντονίστρια Εκπαίδευσης στην Ελληνική Πρεσβεία στο Παρίσι|


Η ανάγκη για κριτική και η αξιολόγηση του παιδικού βιβλίου για μικρά παιδιά



Του Βαγγέλη ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

Σήμερα είναι πλέον σαφές, ότι ούτε η ύπαρξη χιλιάδων παιδικών βιβλίων μπορεί να αμφισβητηθεί, ούτε και η συμμετοχή τους στη διαμόρφωση του σύγχρονου πολιτισμού. Τα παιδιά αναγνώστες στην Ελλάδα, αλλά και στις άλλες χώρες, διαβάζουν στα παιδικά βιβλία κείμενα που τα διαμορφώνουν, τα επηρεάζουν και συμβάλλουν στην μελλοντική τους σχέση με το βιβλίο.
Είναι ωστόσο γνωστό σε όσους ασχολούνται με τον χώρο δεν υφίσταται ουσιαστική κριτική και αξιολόγηση, ειδικά των βιβλίων για μικρά παιδιά, από τα ΜΜΕ (τις μεγάλες εφημερίδες, τα λογοτεχνικά περιοδικά, τις εκπομπές της τηλεόρασης), γεγονός που αφήνει αβοήθητους γονείς και εκπαιδευτικούς στην επιλογή βιβλίων για τα παιδιά τους.
Με τον νόμο 2557/1997 η πολιτεία, αναγνωρίζοντας την αξία του παιδικού βιβλίου, καθιέρωσε βραβεία σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου, Βιβλίου Γνώσεων για παιδιά και Εικονογράφησης Παιδικού Βιβλίου
Με αυτό τον τρόπο το ελληνικό κράτος κάλυψε από τη μεριά του την ανάγκη για αξιολόγηση, κριτική και επιβράβευση. Αρκεί όμως αυτό; Και πόση δημοσιότητα δίνεται στα βραβευμένα βιβλία; Πολλές φορές δεν φτάνουν καν στα σχολεία, ούτε και περιλαμβάνονται στις λίστες σχολικών βιβλιοθηκών!
Από την άλλη πλευρά, ποιο ρόλο όμως παίζει η μεγάλη παραγωγή στη γενικότερη αντίληψη της κοινωνίας για την Παιδική Λογοτεχνία; Σίγουρα το ότι κυκλοφορούν πολλά, πάρα πολλά παιδικά βιβλία, και το ότι πολλά από αυτά είναι εξαιρετικά χαμηλής ποιότητας και αισθητικής, επηρεάζει αρνητικά τη γενικότερη αντίληψη. Ο "καθένας" γράφει και ένα βιβλίο για παιδιά: |"Λίγη φαντασία, κάποια χοντροκομμένη πλοκή, σκιαγράφηση μονοδιάστατων τύπων, μια γραφή γλυκερή -να πώς κάποιοι νομίζουν πως μπορεί να δημιουργηθεί ένα παραμύθι ή ακόμη κι ένα μυθιστόρημα για παιδιά κυρίως και ίσως λιγότερο για νέους"| (Μάνος Κοντολέων, "Σύγχρονα λογοτεχνικά κείμενα για παιδιά και νέους" στο συλλογικό τόμο: |Η διδακτική της λογοτεχνίας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση,| Αθήνα, 1992, σ. 64). Γράφει, γιατί το θεωρεί εύκολο ή γιατί θέλει να εκμεταλλευτεί τη δημοσιότητα που έχει από άλλη του δραστηριότητα ή γιατί επιθυμεί να εκδώσει τις ιστορίες και τα παραμύθια που λέει στα παιδιά του ή στα εγγόνια του, αλλά και το ότι βρίσκει εκδότη (ο οποίος μάλιστα μπορεί να κάνει μια ακριβή έκδοση, με έναν διάσημο και ταλαντούχο εικονογράφο, να κάνει εκδηλώσεις σε βιβλιοπωλεία, να προκαλέσει παρουσιάσεις σε περιοδικά, στρεβλώνει την άποψη που έχει η κοινωνία για τον συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας και την ίδια την παιδική λογοτεχνία, μπερδεύει τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι καλούνται να επιλέξουν καλά παιδικά βιβλία χωρίς κριτήρια. Κι αν η προηγούμενη γενιά συγγραφέων είχε το πρόβλημα της ανεύρεσης εκδότη, σήμερα το πρόβλημα που όλοι οι συγγραφείς αντιμετωπίζουμε είναι πώς να ξεχωρίσει το καλό βιβλίο ανάμεσα στα τόσα που κυκλοφορούν. Μια βόλτα στα βιβλιοπωλεία θα πείσει κάθε δύσπιστο αναγνώστη.
Όμως κάτι αντίστοιχο δεν συμβαίνει και σε άλλες τέχνες; |"Είναι γεγονός ότι έχουμε πολλά μέτρια 'παιδικά' βιβλία. Αυτό δε σημαίνει ότι η παιδική λογοτεχνία δεν είναι τέχνη. Έχει αναλογιστεί κανείς πόσα απαράδεκτα λογοτεχνήματα για μεγάλους κυκλοφορούν; Ιδιαίτερα ποιητικές συλλογές; Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι εκεί. Η παιδική λογοτεχνία είναι μέρος της λογοτεχνίας και αποτελεί καλλιτεχνική έκφραση που έχει όπως όλες οι τέχνες την αξία της εφόσον είναι "αισθητικά δικαιωμένη". Αυτό υποστηρίζει και η θέση της διάσημης Σέλμας Λάγκερλεφ που λέει ότι 'Το παιδικό λογοτέχνημα είναι αληθινό όταν αρέσει τόσο στους μεγάλους όσο και στους μικρούς'",| (Άντα Κατσίκη- Γκίβαλου, στην εισαγωγή του τόμου |Παιδική Λογοτεχνία, Θεωρία και πράξη,| εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1993, σ. 14
Συγγραφείς και θεωρητικοί του είδους προσπάθησαν να κωδικοποιήσουν τα σημεία αναγνώρισης της λογοτεχνίας για παιδιά και των δημιουργών της, τα σημεία εκείνα που μας βοηθούν και στην κριτική και αξιολόγησή της.
Η Λότη Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου, η οποία κατέχει σπουδαία θέση ανάμεσα στους συγγραφείς και τους ερευνητές του είδους, αναφέρει: |"Μιλώντας για Παιδική Λογοτεχνία θα εννοούμε τα αισθητικώς δικαιωμένα κείμενα, τα πραγματικά λογοτεχνήματα, και όχι το σύνολο των βιβλίων που κυκλοφορεί για παιδιά, όπου περιέχονται αναγνώσματα άσχετα με τη λογοτεχνία ή κείμενα χαμηλής ποιότητας, με κύριο στόχο το εμπορικό κέρδος ή κάποια προπαγάνδα ή την ικανοποίηση κάποιας φιλοδοξίας του συγγραφέα [...] Λόγος λιτός - Βωμολοχία και σαρκασμός σπανίζουν - Σύντομες και καίριες περιγραφές - Αμεσότητα στην αφήγηση - Ταύτιση αναγνωστών με χαρακτήρες - Έντονη και γρήγορη πλοκή σε ξεκάθαρο πλαίσιο - Ύπαρξη κάθαρσης - Αγάπη του συγγραφέα για τον αναγνώστη"| (Λότη Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου, στο άρθρο της "Σημεία αναγνώρισης της λογοτεχνίας για παιδιά και των δημιουργών της", περιοδικό |Διαδρομές στην παιδική λογοτεχνία,| τεύχος 11, Φθινόπωρο 1988, σσ. 225-229).
Για να κρίνει τελικά κάποιος ένα λογοτεχνικό βιβλίο για παιδιά, πρέπει ουσιαστικά να οδηγηθεί στη σχέση κειμένου-αναγνώστη. Ακριβώς εκεί βρίσκεται και η αξία του κάθε βιβλίου, και αυτό δεν θα μπορέσουν να το εκφράσουν ορισμοί, που οδηγούν συνήθως σε αντιγνωμίες τους ειδικούς μελετητές αλλά και τους ίδιους τους δημιουργούς. Ο Χαντ ξεκάθαρα τονίζει |"Τι συμβαίνει κατά την επαφή μας με ένα κείμενο; Πρέπει να καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει όταν διαβάζουμε και αξιολογούμε κάθε στάδιο σύμφωνα με το τι μπορεί να ισχύει για το παιδί [... υπάρχουν] δυο ερωτήσεις που συνήθως δεν αποτελούν αρμοδιότητα της κριτικής: Πώς αντιμετωπίζεις το βιβλίο και τι αισθήματα σου προξενεί; Τι νιώθει ο αναγνώστης; Και προχωρώντας ακόμη περισσότερο και στα δυο ερωτήματα: Ποιο είναι το υπόβαθρο του βιβλίου; Ποιο είναι το υπόβαθρο του αναγνώστη; Τι ικανότητες απαιτεί το βιβλίο; Τι ικανότητες πρέπει να έχει ο αναγνώστης; Κάτω από ποιες συνθήκες διαβάζει το βιβλίο; Αυτό το τελευταίο μας οδηγεί στη σχέση του παιδιού με το βιβλίο"| (Πίτερ Χαντ |Κριτική, Θεωρία και Παιδική Λογοτεχνία,| μτφρ. Ευγενία Σακελλαριάδου-Μένη Κανατσούλη, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2001, σ. 67).
Κριτική και αξιολόγηση, λοιπόν, του βιβλίου για μικρά παιδιά, που διερευνά την ουσιαστική σχέση παιδιού-βιβλίου, για να αποφύγουμε τους σκοπέλους της υπερπαραγωγής, τις παγίδες της εμπορευματοποίησης του είδους, την ίδια την υποτίμηση και υπονόμευση της παιδικής λογοτεχνίας, αλλά και για να βοηθήσουμε γονείς και εκπαιδευτικούς να χαρίσουν στα παιδιά τους αληθινά υπέροχα βιβλία που θα τους συντροφεύουν σε ολόκληρη τη ζωή τους.

|Ο Βαγγέλης Ηλιόπουλος είναι συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας - Γενικός Γραμματέας του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου|


Το λαϊκό παραμύθι και ο γερμανικός ρομαντισμός



της Λήδας ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Το λαϊκό παραμύθι είναι πρώτα απ' όλα ένα δημιούργημα της ανθρώπινης φαντασίας. Αποκαλύπτει έναν κόσμο όπου υπερβαίνονται τα όρια του τόπου και του χρόνου και οι φυσικοί νόμοι. Όπου το μαγικό ραβδάκι της νεράιδας και η μαγική επωδός της μάγισσας ρυθμίζουν τη ροή του.
Το "λαϊκό παραμύθι" ξεχωρίζει με την προφανή στερεοτυπία του από το "καλλιτεχνικό παραμύθι" του ενός δημιουργού, του Άντερσεν ή του Χόφμαν. Η έκτασή του είναι ορισμένη, η δομή του απλή, σαφείς οι χαρακτήρες και ο ταξικός διαχωρισμός των ηρώων του, ξεκάθαρη η αντίθεση μεταξύ του καλού και του κακού, πανομοιότυπο το αίσιο πάντα τέλος που φέρνει την "κάθαρση". Οι αυτοσχέδιοι δημιουργοί του δεν είχαν ως κύριο στόχο να διδάξουν το ευρύ κοινό τους, όπως οι μυθοποιοί, αλλά να το τέρψουν, και έτσι να δώσουν έμμεσα μιαν απάντηση στα καθημερινά προβλήματα της γονιμότητας και της σεξουαλικότητας, της φτώχειας και της ανεργίας. Γι' αυτό και η περίοδος της μεγάλης ακμής του λαϊκού παραμυθιού στη δύση υπήρξε ο μεσαίωνας. Γι' αυτό και η περιθωριοποίησή του ξεκίνησε με την αναγέννηση και τη σταδιακή επικράτηση ενός αριστοκρατικού προτύπου κλασικής παιδείας και του ορθού λόγου. Μέχρι ο ρομαντισμός, και ιδιαίτερα ο γερμανικός ρομαντισμός, να ανακαλύψει ξανά τη δύναμη της αυθεντικής πνοής του. Να το καταγράψει και να το προβάλλει ως αυτόνομο είδος "λαϊκής ποίησης".
Τα γερμανικά λαϊκά παραμύθια, και ειδικότερα τα |Παιδικά και Σπιτικά Παραμύθια| των αδερφών Γκριμ, ταυτίστηκαν έτσι, διόλου τυχαία, στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού ανά τον κόσμο, με την έννοια του παραμυθιού. Όταν λέμε σήμερα παραμύθι, η μνήμη αναπλάθει σχεδόν αυτόματα τις μαγικές ιστορίες με την "Κοκκινοσκουφίτσα", τον "Λύκο και τα επτά κατσικάκια" την "Ωραία Κοιμωμένη", τη "Χιονάτη με τους επτά νάνους", τη "Σταχτοπούτα", τον "Κοντορεβιθούλη".
Οι αδελφοί Γκριμ δεν ήσαν βέβαια ούτε οι πρώτοι ούτε οι μόνοι που κατέγραψαν και εξέδωσαν τον 19ο αιώνα στη Γερμανία συλλογές παραμυθιών. Ήταν όμως εκείνοι που προέβησαν σε μια επιστημονική μελέτη και τεκμηρίωσή τους με σημειώσεις. Συγκρίνοντας μεθοδικά γραπτές και προφορικές πηγές, έθεσαν τις βάσεις για τη γερμανική φιλολογία και τη γλωσσολογία εν γένει. Τα |Παιδικά και Σπιτικά Παραμύθια,| που έφεραν στο φως σε δυο τόμους την πρώτη φορά, το 1812 και 1815, αποτελούσαν ένα τμήμα μόνον της ενδελεχούς ενασχόλησής τους με τη γραμματική, την ιστορία της γερμανικής γλώσσας και της γερμανικής μυθολογίας. Η ενασχόληση αυτή εντασσόταν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο πολιτικής δράσης των διανοούμενων αστών Γκριμ, εναντίον των ηγεμόνων των γερμανόφωνων κρατιδίων, εμπνευσμένης από το κίνημα του ρομαντισμού.
Μέσα στο ρομαντικό αυτό πνεύμα της αφυπνιζόμενης εθνικής συνείδησης πρέπει λοιπόν να θεωρηθεί η συλλογή και καταγραφή των λαϊκών παραμυθιών τους, και η εμμονή τους να εντάξουν το γερμανικό λαϊκό παραμύθι στον ινδογερμανικό πολιτισμικό χώρο, με επίκεντρό του τους γερμανικούς μύθους. Παρά το γεγονός ότι αυτός ο ισχυρισμός αμφισβητήθηκε ήδη στη εποχή τους από άλλους μελετητές του παραμυθιού, όπως ο ινδολόγος Benfey.
Μέσα σε αυτό ακριβώς το πνεύμα πρέπει να ιδωθεί και το έντονα λυρικό ύφος των παραμυθιών, το λαξευμένο από έκδοση σε έκδοση με τη γραφίδα του Βίλχελμ Γκριμ. Κι ας υπάρχουν διάσπαρτα τα ίχνη των τοπικών διαλέκτων, κι ας μας διαβεβαιώνουν οι αδερφοί Γκριμ στο σχολιασμό τους ότι έχουμε να κάνουμε με "μια γνήσια, ζωντανή και αυθεντική λαϊκή ποίηση".
Η προσθήκη του επιθετικού προσδιορισμού "παιδικά" στις συλλογές τους και η ρομαντικά χρισμένη εικονογράφηση των κειμένων, από τη δεύτερη ήδη έκδοσή τους, περιόρισαν την ηλικιακή κλίμακα του αναγνωστικού τους κοινού και προκαθόρισαν την κοινωνική λειτουργία του παραμυθιού στη νεωτερικότητα ως αναγνώσματος αποκλειστικά για παιδιά.
Παρ' όλα αυτά, οι αδελφοί Γκριμ ήταν οι πρώτοι που διέγνωσαν ότι το λαϊκό παραμύθι κουβαλά μέσα του τον απόηχο αρχαίων μύθων και καθρεφτίζει πραγματικές εμπειρίες περασμένων εποχών. Έτσι, προετοίμασαν το έδαφος για την ανίχνευση των πολλαπλών επιπέδων των συμβολισμών του και την αναγνώριση της οικουμενικότητάς τους. Για να συντάξει ο ρώσος στρουκτουραλιστής Βλαντιμίρ Προπ, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, μια γραμματική του μαγικού παραμυθιού, με τυπικούς και απαράβατους κανόνες για τη δομή της δράσης σε κάθε ξεχωριστό είδος του. Για να αναγνώσουν, στη λανθάνουσα γλώσσα του, οι μεν ψυχαναλυτές την ονειρική γλώσσα του ασυνείδητου, οι δε ανθρωπολόγοι τις ξεχασμένες αρχαϊκές τελετές λατρείας και μύησης. Και να αποκαλύψουν οι ιστορικοί και οι κοινωνιολόγοι τις δομές της φεουδαρχίας στη θεματική του.
Το λαϊκό παραμύθι αναδείχτηκε, έτσι, όχι μόνον ως ένα δείγμα μιας ρομαντικά μυθοποιημένης "λαϊκής ποίησης" αλλά και ως πολύτιμη πηγή για την έρευνα του ανθρώπινου πολιτισμού.

Πηγές:
1. Brueder Grimm, "Ausgewaehlte Kinder-und Hausmaerchen", Reclam, 1980
2. www.grimms.de
3. Friedrich Panzer, "Maerchen", Deutsche Volkskunde, 1926, in: www.maerchen lexikon.de/archiv/panzer
4. Vladimir Propp, "Die Morphologie des Maerchens" in: www.uni-Essen.de
5. Erich Fromm, "Maerchen Mythen, Traeume", Rowohlt, 1982
6. Otto Graf Wittgenstein, "Maerchen, Traeaume, Schicksale", Kindler, 1981

|Η Λήδα Καζαντζάκη είναι ιστορικός τέχνης και συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας|



Η ευτυχία στα μάτια τους



Της Κάρμεν ΡΟΥΓΓΕΡΗ

Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του '90. Ήμουν μέλος τότε της Επιτροπής του Υπουργείου Παιδείας. Ξέρετε, υπάρχει μια επιτροπή που βλέπει τις θεατρικές παραστάσεις για να τις εγκρίνει, ώστε να πηγαίνουν τα σχολεία στο θέατρο. Τότε κυρίως το θέατρο πήγαινε στο σχολείο, και όχι το σχολείο στο θέατρο, με αποτέλεσμα να χάνεται η μαγεία. Ευτυχώς διορθώθηκαν τα πράγματα. Τώρα έχει γίνει πια θεσμός. Όλα τα σχολεία πηγαίνουν στο θέατρο δυο φορές το χρόνο τουλάχιστον, σε διδακτικές ώρες.
Τότε λοιπόν είχα τη δυστυχία να βλέπω πολύ κακές παραστάσεις. Το επίπεδο ήταν πολύ χαμηλό. Γίνονταν εκ των ενόντων, με ανύπαρκτο σχεδόν κείμενο, χωρίς σκηνικά, χωρίς φωτισμούς, χωρίς κοστούμια, με άλλα λόγια οι παραστάσεις ήταν παιδαριώδεις. Ήταν καθαρά "παιδικές" και όχι για παιδιά. Τι εννοώ;
Συνηθίζω να παρομοιάζω το παιδικό θέατρο με ένα παιδικό δωμάτιο. Το παιδικό δωμάτιο είναι εκείνο που έχει ροζ τοίχο και έπιπλα αν είναι για κοριτσάκια, και γαλάζια έπιπλα αν είναι για αγοράκια. Εγώ θεωρώ πως το δωμάτιο για το παιδί (και όχι το παιδικό δωμάτιο) πρέπει να επιπλώνεται και να στολίζεται σα να επρόκειτο να κατοικήσει μέσα ένας ενήλικος, έτσι ώστε να μην χρειαστεί ν' αλλάξει η επίπλωση του όταν το παιδί μεγαλώσει. Έτσι θέλω να είναι οι παραστάσεις μου, όμορφα επιπλωμένα δωμάτια για όλους.
Εκείνες οι παραστάσεις λοιπόν που βλέπαμε τότε, μόνο μιζέρια προκαλούσαν. Όμως πολλές φορές δεχόμασταν πιέσεις να εγκρίνουμε τις παραστάσεις για να δώσουμε "ψωμί" στους "καημένους" τους ηθοποιούς. Αυτό βέβαια ήταν απαράδεκτο κι εγώ πάντα διαφωνούσα. Τότε θυμάμαι ότι συμβουλεύτηκα το σωματείο των ηθοποιών, αν θα 'πρεπε να κάνω τα στραβά μάτια ή αν θα 'πρεπε να είμαι αυστηρή, ώστε τα παιδιά να βλέπουν σωστό θέατρο. Προς τιμήν του το σωματείο μου ζήτησε να είμαι πολύ αυστηρή. Βέβαια υπήρχαν και οι εξαιρέσεις, τα επιχορηγούμενα θέατρα όπως της Καλογεροπούλου, του Ποταμίτη, του Θιάσου 81, του Θεάτρου του Ήλιου και ίσως κάποιου άλλου που δεν θυμάμαι.

***

Οι "Ρακοσυλλέκτες"
Οι παιδικές σκηνές του Εθνικού Θεάτρου και της Λυρικής Σκηνής δεν υπήρχαν τότε. Εκείνη την εποχή δημιούργησα τους "Ρακοσυλλέκτες", μια θεατρική ομάδα από 30 παιδιά όλων των ηλικιών, μέσα στα οποία ήταν και τα δικά μου παιδιά. Σκοπός της ομάδας; Να περνάμε καλά τα Σαββατοκύριακα. Μ' αυτή την ομάδα κάναμε πολύ προσεγμένες παραστάσεις, με σκηνικά και κοστούμια που βρίσκαμε κυριολεκτικά από δω κι από 'κει.
Η ομάδα θέριεψε, γρήγορα πήρε βραβεία. Οι παραστάσεις μας μεταδίδονται από τα κρατικά κανάλια, μία μάλιστα παράστασή μας, οι "Εκκλησιάζουσες", πουλήθηκε και στο παζάρι των Κανών.
Η ενασχόλησή μου με αυτά τα 30 παιδιά θεωρώ ότι μου χάρισε ένα ντοκτορά, γιατί σίγουρα κάνοντας παρέα με τόσα παιδιά έμαθα πολλά, και βέβαια το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας με έμαθε ότι αν κάποιος έχει μεράκι και όρεξη για δουλειά, μπορεί ακόμα και χωρίς χρήματα να κάνει θαύματα.

***

Στο Εθνικό
Χριστούγεννα λοιπόν, (ανήκα στο δυναμικό του Εθνικού ως ηθοποιός) δίναμε παραστάσεις με τους "Ρακοσυλλέκτες" για τα παιδιά των εργαζομένων, και αφήναμε τις καλύτερες εντυπώσεις. Το Εθνικό τότε είχε ανεβάσει μια παιδική παράσταση, τον "Ανδροκλή και το λιοντάρι" του Σω, με πολύ γνωστούς ηθοποιούς, μα δυστυχώς με μεγάλη αποτυχία. Είπαν, λοιπόν, κάποιοι συνάδελφοι στον Αλέξη Σολομό: "γιατί δεν αναθέτεις στην Ρουγγέρη να σου φτιάξει μια παράσταση για παιδιά;" Έτσι κι έγινε~ ο Σολομός μου ανέθεσε να ανεβάσω ένα έργο μου, ήταν "Η Αντζελίνα η Σταχτοπούτα" βασισμένη στην Σταχτοπούτα του Ροσίνι. Και βέβαια παραιτήθηκα από την Επιτροπή, μια που έμπαινα στον επαγγελματικό χώρο πια.
Η παράσταση έκανε πάταγο, θυμάμαι ότι η ουρά έφτανε μέχρι την Ομόνοια για τα εισιτήρια. Δυστυχώς όμως υπήρχαν μεγάλες δυσκολίες. Οι τεχνικοί δεν δέχονταν ν' αλλάζουν τα σκηνικά, οι παραστάσεις ματαιώνονταν, κι εγώ έκλαιγα γιατί διώχναμε τον κόσμο. Τότε ο Κούρκουλος μου υποσχέθηκε πως αν γινόταν ποτέ διευθυντής θα μου έδινε ένα θέατρο να το κάνω ό,τι θέλω. Έτσι κι έγινε~ μόλις πήρε τη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου, μου ανέθεσε τη δημιουργία της Παιδικής Σκηνής, το Παιδικό Στέκι που όλοι πια ξέρουν. Το Παιδικό Στέκι πέτυχε απόλυτα, τόσο που δύσκολα εύρισκες εισιτήριο. Έκανε περιοδείες σε όλη την Ελλάδα, άνοιξε τις πόρτες του Ηρωδείου στα παιδιά και έφτασε στο σημείο να έχει 180.000 σε λίστα αναμονής. Τότε ακριβώς, και τη στιγμή που το Εθνικό Θέατρο βρισκόταν σε πλήρη άνθιση, αποχώρησα για λόγους που δεν χρειάζεται να αναφέρουμε τώρα.

***

Στη Λυρική
Παράλληλα με το Εθνικό, και ενώ εκεί η παιδική σκηνή βρισκόταν στο δεύτερο χρόνο λειτουργίας της, ξεκίνησε σιγά-σιγά και η αντίστοιχη σκηνή της Λυρικής. Ο Ανδρέας Κουλουμπής, ο σύζυγός μου, ήταν αναπληρωτής διευθυντής της Λυρικής τότε και πρότεινε στον διευθυντή Άλκη Μπαλτά να ανεβάσουν μια όπερα για παιδιά. Χρήματα δεν υπήρχαν στον προϋπολογισμό. Μας πρότεινε λοιπόν να δουλέψουμε χωρίς να πληρωθούμε και βέβαια δεχτήκαμε. Ξεκινήσαμε με τη Χριστίνα Κουλουμπή την προετοιμασία της παράστασης "Βαστιανός και Βαστιανή", μια όπερα που συνέθεσε ο Μότσαρτ στα 12 του χρόνια. Σπάσανε τα ταμεία. Επί διεύθυνσης όμως Περικλή Κούκου, σταματάω τη συνεργασία μου με τη Λυρική και την ξαναρχίζω όταν γίνεται διευθυντής ο Λουκάς Καρυτινός, ο οποίος και ιδρύει την παιδική σκηνή στο θέατρο Ακροπόλ και σε καθημερινή βάση. Τότε ήταν που άνοιξαν και οι πόρτες του Ηρωδείου στην Όπερα για παιδιά.

***

Ποιότητα και ποσότητα
Τιμώ και σέβομαι τον κόσμο, όπως με τιμά και με σέβεται κι εκείνος, και χαίρομαι όταν υπάρχουν πολλές καλές παιδικές σκηνές. Διότι, αν ένα παιδί πάει σε μια παράσταση και δεν του αρέσει, δεν θα ξαναπάει στο θέατρο. Ενώ, αν του αρέσει, θα έρθει και σε μένα. Προσωπικά κάνω ότι μπορώ για να μη χάσω ούτε έναν θεατή~ είναι πολύ σημαντικό για το παιδί ν' αγαπήσει το θέατρο, και εμείς που ασχολούμεθα μ' αυτό πρέπει να 'μαστε πολύ προσεκτικοί.
Πολλοί αναρωτιούνται πώς τα προλαβαίνω όλα. Τα προλαβαίνω γιατί είμαι μεθοδικός άνθρωπος και μου αρέσει η δουλειά. Προλαβαίνω ακόμα και να μαγειρεύω. Προφταίνω γιατί έχω σύστημα και ξέρω τι ακριβώς να ζητήσω από τους συνεργάτες μου, οι οποίοι είναι μοναδικοί. Και ακόμα ούτε λόγος για διακοπές. Γιατί; Γιατί προς το παρόν δεν τις χρειάζομαι.

***

Θέατρο και βιβλίο
Δεν θέλω να συγκρίνω το θέατρο με το βιβλίο. Είμαι λάτρης του βιβλίου. Αλλά άλλο το ένα, άλλο το άλλο.
Το θέατρο πρώτα απ' όλα είναι πηγή γνώσης~ ύστερα, αφήνει τη φαντασία των παιδιών να δουλέψει, τους δίνει υλικό. Το βλέπω κι από τις ζωγραφιές που μου στέλνουν μετά τα παιδιά. Αυτό που βλέπουνε στο θέατρο δεν το ξεχνάνε ποτέ. Μια θεατρική παράσταση μπορεί να περάσει πολλά μηνύματα στα παιδιά. Το σωστό θέατρο όμως, πρέπει να δίνει τα μηνύματά του πάντοτε έμμεσα και ποτέ άμεσα, γιατί αλλιώς μπορεί να φέρει εντελώς αντίθετα αποτελέσματα.

***

Τι άλλο μπορεί να προσφέρει μια παράσταση; Αφορμή για διάλογο μέσα στην οικογένεια ή μέσα στην τάξη. Τίποτα πιο ωραίο από το διάλογο. Ύστερα καλλιεργεί το γούστο, μια πολύ φροντισμένη εικαστικά παράσταση. Ακόμα, μπορεί να δώσει μουσικά ερεθίσματα σ' ένα παιδί.
Μια παράσταση Όπερας το φέρνει σ' επαφή με κλασικούς συνθέτες. Είναι καλό να μάθει το παιδί ότι υπάρχει κι ο Μότσαρτ και ο Ροσίνι κι ο Βέρντι και να μπορέσει αργότερα να κάνει τις επιλογές του, ν' αγαπήσει ή ν' απορρίψει ένα μουσικό είδος. Αλλά για κάτι τέτοιο πρέπει να μάθεις ότι υπάρχει αυτό το είδος.
Τελειώνοντας, μ' αρέσει να φτιάχνω θέατρο για τα παιδιά, γιατί εισπράττω μεγάλη ευτυχία απ' αυτά. Κι αν θα έπρεπε να διαλέξω μια απ' όλες μου τις δραστηριότητες να 'στε σίγουροι ότι αυτό θα διάλεγα: το θέατρο για παιδιά.



\* Θα μας πείτε για τις φετινές σας δουλειές, οι οποίες είναι μάλιστα αρκετές; \

Ναι, πρώτα απ' όλα ο \"Ορφέας"\ του Όφφενμπαχ, στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Η ιστορία του Ορφέα και της Ευρυδίκης με χιουμοριστικό τρόπο και για όλες τις ηλικίες. Πάντα οι παραστάσεις μας είναι για όλη την οικογένεια, δεν βάζω ηλικία. Κι ένα μωρό μπορεί να κοιμηθεί σε ένα ωραία επιπλωμένο δωμάτιο, για να θυμίσω αυτά που λέγαμε στην αρχή.
Δεύτερον, \"Η στρίγκλα που έγινε αρνάκι"\ του Σαίξπηρ, στο θέατρο Κιβωτός. Μια παράσταση που την υπογράφω με τα δυο χέρια, την πιστεύω και είμαι πολύ υπερήφανη γι' αυτήν. Δίνω έμφαση εδώ γιατί, όσο να ναι, η συγκεκριμένη επιλογή έργου είναι έκπληξη. Κανείς δεν το περίμενε ότι θ' αρέσει στα παιδιά. Εγώ όμως ήμουν από την αρχή σίγουρη.
Τρίτον, \"Η Κοκκινοσκουφίτσα, ο μπαμπάς, η μαμά, η γιαγιά και ο λύκος με όλο του το σόι",\ στο θέατρο "Πειραιώς 131", μια παραγωγή της "Ελληνικής Θεαμάτων". Να το ξεκαθαρίσω: εγώ δεν είμαι παραγωγός, εγώ απλώς γράφω και σκηνοθετώ. Μου αρέσει, πάντως, να είμαι παρούσα σε όλες τις παραστάσεις, γιατί λατρεύω την επαφή με τα παιδιά, μ' αρέσει να τα βλέπω να βγαίνουν ευτυχισμένα από την παράσταση. Είμαι πολύ τυχερός άνθρωπος, γιατί μπορώ να βλέπω την ευτυχία στα μάτια των παιδιών.
Επίσης, η \"Οδύσσεια"\ του Ομήρου από τις "Αθηναϊκές Μαριονέτες". Αυτές τις ίδρυσε ο Βασίλης Αθανασάκης και πρόκειται για ένα είδος πολύ δύσκολο και καθόλου διαδεδομένο, αν κι έχει τις ρίζες του στην αρχαία Ελλάδα. Πρόκειται για μια πολύ προσεγμένη δουλειά, που φιλοξενείται από τον παραγωγό Βίλλυ Ανδρέου στο καινούργιο θέατρο "Άλμα". Για το σκοπό αυτό έχει φτιαχτεί κι έχει έρθει ειδικά από το εξωτερικό μια τεράστια εξέδρα, όπου ανεβαίνουν οι μαριονετίστες για να κινήσουν τις συνολικά 105 κούκλες, φτιαγμένες από τον Αθανασάκη και ζωγραφισμένες από τη Χριστίνα Κουλουμπή. Το έργο είναι η παλιά μου διασκευή της |Οδύσσειας| του Ομήρου, διαμορφωμένη για μαριονέτες και είναι πολύ τεκμηριωμένο. Έχει ενδιαφέρον, διότι τα παιδιά φεύγοντας από την παράσταση θα έχουν μάθει για τον Οδυσσέα μας και τις περιπέτειές του.
Τέλος, η \"Σταχτοπούτα",\ το πρώτο έργο που ανέβασα στο Εθνικό, το ανεβάσαμε τώρα στο θέατρο "Εγνατία" στη Θεσσαλονίκη. Μια παράσταση για την οποία υπερηφανευόμαστε όλοι πάρα πολύ.

\* Οι συνεργάτες σας ποιοι είναι;\

Οι συνεργάτες μου –ομάδα επιτυχίας όπως μου αρέσει να τους αποκαλώ: Χριστίνα Κουλουμπή (σκηνογράφος, ενδυματολόγος), Πέτρος Γάλλιας (χορογράφος), Γιάννης Μακρίδης (μουσικός), Κων/νος Μπουμπούκης, (ξιφομάχος-όποτε χρειάζεται), Ανδρέας Κουλουμπής (ο πρωταγωνιστής της Λυρικής – στιχουργός).

|Στ.Τσ.|



Άλκη Ζέη



Συνέντευξη στη Σταυρούλα Τσούπρου

\* Κυρία Ζέη, έχει γραφτεί για σας ότι, μέσω της ιδιαίτερα ευδόκιμης θητείας σας στον χώρο της παιδικής λογοτεχνίας, αποδείξατε περίτρανα ότι η λογοτεχνία που απευθύνεται σε παιδιά είναι μια τέχνη πολυσύνθετη, και ίσως πιο δύσκολη από εκείνη της πεζογραφίας για ενήλικες. Ποια είναι, τελικά, τα προσόντα που απαιτούνται;\

Να σας πω. Αυτό το ανακάλυψα κι εγώ σιγά σιγά, γιατί όταν έγραφα το πρώτο μου βιβλίο, |Το Καπλάνι της βιτρίνας,| δεν ήξερα ότι γράφω βιβλίο για παιδιά. Είπα, θα γράψω ένα βιβλίο που θ' αφηγούμαι τα παιδικά μου χρόνια, έτσι όπως τα διηγιόμουνα στα παιδιά μου. Και το πρώτο βιβλίο, ομολογώ, ότι δεν ήταν δύσκολο να το γράψω, διότι ήτανε ακριβώς η ζωή μου στην παιδική μου ηλικία, κι ήταν ιστορίες που τις είχα πει τόσες φορές στα παιδιά μου, που τις ήξερα απέξω. Όταν βγήκε, και είδα τον αντίκτυπο που είχε στα παιδιά, μετά συνειδητοποίησα ότι μ' αρέσει να γράφω και ν' απευθύνομαι στα παιδιά, κι εκείνο που ανακάλυψα περισσότερο είναι ότι αυτά τα παιδιά πρέπει να είναι αληθινά παιδιά. Στη μεν αυτοβιογραφία ήταν αληθινά παιδιά, γιατί ήταν η αδερφή μου κι εγώ, στο μετέπειτα βιβλίο έπρεπε να το φτιάξω εγώ το αληθινό παιδί.

\* Ανατρέχω σ' ένα ακόμα σχόλιο για το έργο σας, συγκεκριμένα στο ότι αλλάξατε τη θεματική και το ύφος του είδους. Κατά πόσον θεωρείτε ότι συνέβη κάτι τέτοιο;\

Κοιτάξτε, εγώ άλλαξα τη θεματική γιατί ήθελα να γράψω για άλλη εποχή. Ήθελα να γράψω για την Κατοχή και την Αντίσταση~ φυσικά το θέμα ήτανε άλλο κι έτσι άλλαξε η θεματική. Μετά ήθελα να γράψω, όπως στη |Μωβ ομπρέλα,| για το τελευταίο καλοκαίρι πριν τον πόλεμο, τότε που υπήρχε η ξενοιασιά και ο κόσμος δεν πίστευε ότι ερχότανε ένα τόσο μεγάλο κακό. Ε, και πριν τρία χρόνια, αποφάσισα ότι ωρίμασα κι ότι μπορώ να γράψω βιβλίο για τη σημερινή εποχή, κι έγραψα την |Κωνσταντίνα και τις αράχνες της.|

\* Ανάλογα με το για ποιο βιβλίο πρόκειται, άλλοτε βλέπετε την ιστορία σας μέσα από τα μάτια ενός κοριτσιού, άλλοτε μέσα από τα μάτια ενός αγοριού, άλλοτε μέσα από τα μάτια ενός άψυχου παιδικού παιχνιδιού. Πώς γίνεται να αλλάζετε με τόση επιτυχία την εστίασή σας αλλά, σ' ένα βαθμό, και το ύφος σας κάθε φορά; \

Είναι όπως με τον ηθοποιό. Κι ο συγγραφέας σε κάθε ρόλο πρέπει να 'ναι διαφορετικός. Ο ένας χαρακτήρας είναι έτσι, ο άλλος χαρακτήρας είναι αλλιώς, και πρέπει εσύ, όπως ο ηθοποιός μπαίνει μέσα σε κάθε ρόλο, έτσι κι εσύ να μπαίνεις μέσα σε κάθε χαρακτήρα.

\* Είναι φανερό ότι προτιμάτε την παιδική από τη λογοτεχνία ενηλίκων, από την οποία έχουμε μόνο ένα δείγμα, την |Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα|. Τι δικό σας εκφράζετε καλύτερα εκεί;\

Και με την |Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα| εκφράζω και τη ζωή μου και την εποχή και πράγματα που ήθελα να τα καταθέσω. Μετά ίσως δεν με τράβηξε τίποτε άλλο από τη σημερινή εποχή να γράψω, ενώ σκέφτηκα, είδα δηλαδή, ότι στα παιδιά έχω να πω πολλά, πιο πολλά πράγματα. Και ίσως, απ' την άλλη μεριά, γιατί το κοινό μου το βλέπω. Δηλαδή, στα σχολεία που πάω, συναντώ τα παιδιά, τα βλέπω, βλέπω τις αντιδράσεις τους, ενώ τους μεγάλους αναγνώστες σου, ε, τους συναντάς, αλλά δεν έχεις την επαφή που έχεις με τα παιδιά.

\* Το |Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της| πήρε φέτος το γαλλικό "Βραβείο των Βιβλιοφάγων". Η ηρωίδα εδώ δεν γίνεται το ίδιο γρήγορα ή εύκολα συμπαθής, όπως οι προηγούμενες ηρωίδες ή οι ήρωές σας, που ζουν, όμως, σε προγενέστερες εποχές. Ωστόσο, τα σημερινά παιδιά δείχνουν να μη συμφωνούν με τη δική μου γνώμη ή, μήπως, δεν είναι αναγκαίο γι' αυτά να είναι ο ήρωας συμπαθητικός;\

Όχι, εγώ νομίζω ότι η Κωνσταντίνα γίνεται συμπαθητική. Δηλαδή, αν παρακολουθήσεις την πορεία της και συμπονάς μαζί της, αμέσως σου γίνεται συμπαθητική και απασχολείσαι με το τι την απασχολεί, τι είναι ο ψυχικός της κόσμος, τι έχει περάσει ένα μικρό κοριτσάκι και πώς βγαίνει απ' τον εφιάλτη των ναρκωτικών.

\* Και η ίδια παραδέχεται πάντως κάποια στιγμή πως είναι πολύ "ανάποδη".\

Ένα παιδί που έρχεται μες σ' έναν ξένο τόπο γι' αυτή, με γονείς που δεν το περίμενε ποτέ ότι θα είναι χωρισμένοι, και πέφτει σε μια γιαγιά, η οποία γιαγιά έχει παρωπίδες και είναι στον κόσμο της, εκεί έρχεται η αντίθεση της μικρής με τη γιαγιά. Γιατί αν ήταν κι αυτή μια γλυκιά γιαγιά... Έχει κι αυτή τον χαρακτήρα της. Αλλά έρχονται στο τέλος και συγκλίνουν και δίνουν τα χέρια, γιατί έχει καταλάβει πια η μια την άλλη.

\* Από τις μεταφράσεις σας, που είναι όλες επιλεγμένες προσεκτικά, ξεχωρίζω τον |Σεριόζα,| της Βέρα Πανόβα, από τις εκδόσεις Θεμέλιο, το οποίο θεωρώ ένα καταπληκτικά ευαίσθητο και εξαιρετικά πρωτοποριακό ως προς την τεχνική του βιβλίο. Έχετε, επίσης, διασκευάσει ξένα βιβλία, όπως γίνεται με το |Κοντά στις ράγιες,| ενώ έχετε "κατασκευάσει" θεατρικά έργα από ξένα μυθιστορήματα^1^...\

Δηλαδή, τους έχω αλλάξει τα φώτα. Έχω απλώς πάρει την ιδέα, όπως στον |Ματία.|

\* Βρίσκετε πως αυτός είναι ένας τρόπος να κάνουμε τα παλιά κείμενα να ξαναζούν;\

Όχι. Αν πάρουμε τις |Ράγιες,| το έχω κάνει με πονηρό σκοπό. Ήτανε επί Χούντας και ήθελα να γράψω τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Ε, δεν γινόταν να τα γράψω. Πήρα, λοιπόν, σαν βάση το παλιό αυτό μυθιστόρημα^2^, που το διάβαζε η κόρη μου όταν ήταν μικρή, και έβαλα αυτά που ήθελα εγώ. Ας πούμε, έχει μια σκηνή που μπαίνουνε, επί Τσάρου, με τα άλογα στο Πανεπιστήμιο. Εγώ έχω πάρει από την εφημερίδα ακριβώς τα γεγονότα του Πολυτεχνείου που μπαίνουνε τα τανκς, και είναι το ίδιο. Ύστερα, στα σχολεία της Ρωσίας, μέσα στο μυθιστόρημα, συμβαίνουνε πράγματα που συνέβαιναν στα σχολεία εδώ και τα έχω ανασυνθέσει όλα μαζί.

\* Έχουν τα παλαιότερα βιβλία να πουν κάτι στα σημερινά παιδιά; Μερικοί λένε πως όχι.\

Αναλόγως. Αν εννοούν παλιά βιβλία τον |Δον Κιχώτη,| τον |Πινόκιο,| αυτά είναι βιβλία κλασικά που πάντα έχουν να πούνε κάτι και ίσαμε σήμερα τα παιδιά τα λατρεύουν. Υπάρχουν άλλα βιβλία που δεν διαβάζονται.

\* Αρκετοί συγγραφείς εφηβικών μυθιστορημάτων κάνουν λόγο μέσα στο έργο τους για την ίδια τη συγγραφή. Εσείς το αναφέρετε μόνο στο |Καπλάνι της βιτρίνας|\.

Αυτό είναι αυτοβιογραφικό, γι' αυτό το βάζω εκεί, αφού από 8 χρονών εγώ είχα αποφασίσει ότι θα γίνω συγγραφέας.

\* Το μεταφραστικό σας έργο είναι αρκετά μεγάλο. Μεταφράσατε και Τζάνι Ροντάρι, ο οποίος υπήρξε κορυφαίος για την παιδική λογοτεχνία...\

Βέβαια. Για την εποχή που έγραφε ο Ροντάρι, αυτά που έλεγε και έκανε ήταν πρωτοποριακά.

\* Σε ποιο ποσοστό θεωρείτε πως επηρεάζεται στην πρωτότυπη δημιουργία του ένας συγγραφέας από τις μεταφράσεις του;\

Να σας πω. Εγώ έχω μεταφράσει μόνο ό,τι βιβλία ήτανε μέσα μου. Δεν μετέφραζα σαν επάγγελμα. Βέβαια, το έκανα στην αρχή που ήρθαμε απ' τη Ρωσία, γιατί ήτανε δύσκολα τα πράγματα, αλλά πάλι διάλεγα βιβλία που να μου μιλάνε. Δηλαδή, την |Τζαμίλια| του Αϊτμάτοφ τη μετάφρασα με την ψυχή μου. Τώρα δεν θα μπορούσα να μεταφράσω αυτό το βιβλίο, γιατί έχω απομακρυνθεί απ' τα ρωσικά πολλά χρόνια, και το βλέπω καμιά φορά και λέω "εγώ το μετέφρασα αυτό;".

\* Μέσα από τις μεταφράσεις σας (αλλά και από τις διασκευές σας) έχετε έρθει σε επαφή με πολλές και διαφορετικές ξένες λογοτεχνίες για παιδιά: της Ρωσίας, της Σκανδιναβίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας, της Πολωνίας, της Νότιας Αμερικής. Ποιες είναι οι διαφορές ή οι ομοιότητες που παρατηρείτε με τη δική μας;\

Διαφορές υπάρχουν μεγάλες με τη δική μας λογοτεχνία, αλλά, όσον αφορά στα παιδικά βιβλία, βρίσκω ότι σ' όλον τον κόσμο τα παιδιά έχουνε κοινά σημεία. Ο ψυχικός τους κόσμος μοιάζει, άλλο αν ζούνε τελείως διαφορετικές ζωές.

\* Η τελευταία σας μετάφραση, που κυκλοφορεί από τον Κέδρο, είναι |Τα μάτια της Άνα Μάρτας,| και λέγεται ότι η συγγραφέας του βιβλίου, η Αλίς Βιέϊρα, είναι η Άλκη Ζέη της Πορτογαλίας.\

Κι εγώ όταν το πήρα και το διάβασα αισθάνθηκα σαν να το έχω γράψει εγώ. Κι ένα άλλο πολύ ωραίο βιβλίο που έχω μεταφράσει είναι |Ο Νυχτερινός μπαμπάς,| της Μαρία Γκρίπε. Κι αυτό το βιβλίο το αισθάνθηκα πολύ κοντά μου.

\* Τελειώνοντας, θα ήθελα να μου πείτε την άποψή σας για τη λογοτεχνία για παιδιά στην Ελλάδα σήμερα.\

Έχει κάνει μεγάλο βήμα, γιατί στην αρχή δεν τολμούσανε να θίξουνε θέματα πιο γενικά, όπως είναι το διαζύγιο των γονιών, τα ναρκωτικά~ τώρα μιλάνε για όλα τα θέματα. Βέβαια, βγαίνουνε και πάρα πολλά βιβλία και δυστυχώς δεν μπορώ να πω ότι είναι καλά όλα όσα βγαίνουνε. Δεν ξέρω~ αν πάει μια μητέρα, ιδίως για τα πιο μικρά παιδιά, σ' ένα βιβλιοπωλείο και κοιτάξει όλα αυτά τα βιβλία με τις εικονογραφήσεις, δεν ξέρει τι να διαλέξει. Και αυτό, βέβαια, κάνει τα πράγματα πολύ δύσκολα για τους κριτικούς, που πρέπει να καθοδηγήσουν τους γονείς στις επιλογές τους.


1. Η Άλκη Ζέη έχει γράψει 2 θεατρικά έργα για παιδιά: τον |Κεραμιδοτρέχαλο,| ελεύθερη διασκευή από το μυθιστόρημα της Άστριντ Λίντκρεν |Ο Κάρλσον| και |ο Μπόμπιρας στη στέγη| και το |Ματίας ο πρώτος,| ελεύθερη διασκευή από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Πολωνού συγγραφέα Γιάννους Κόρτσακ.
2. Πρόκειται για το μυθιστόρημα της Αλεξάνδρας Μπρουστέιν Ο δρόμος που ξανοίγεται μπροστά.



Γράφοντας ποίηση για παιδιά



Της Σοφίας ΦΙΛΝΤΙΣΗ

Δεν μου είναι εύκολο, απλό, να μιλήσω για την ποίηση που απευθύνεται στα παιδιά. Δεν αισθάνομαι ειδική, τώρα μάλιστα που τα παιδιά, τόσο πριν από την ώρα τους, μεγαλώνουν, ενηλικιώνονται από όσα παράγουμε οι ενήλικες (εξουσία, πολέμους και οτιδήποτε για το απ' έξω όλων μας, και κυρίως των παιδιών, τόσο φανταχτερό και καταιγιστικά προβαλλόμενο) αφήνοντας μακριά, άγνωστα της ψυχής τους, το κανάκεμα και τα καλούδια.
Γι' αυτό το κανάκεμα, γι' αυτά τα καλούδια τολμώ να μιλήσω, θα προσπαθήσω να μιλήσω. Καθώς η γνωριμία μου με την ποίηση για παιδιά έγινε στα παιδικά μου χρόνια. Και βιάζομαι να πω, ότι δεν τη γνώρισα από τα βιβλία. Τη συναντούσα κάθε μέρα, με διάφορες αφορμές, στον προφορικό λόγο των ανθρώπων τής κάθε μέρας εκείνου του καιρού. Ο καιρός, η μετεμφυλιακή περίοδος στον γενέθλιο τόπο μου. Ο τόπος μου, το κομμάτι που ακουμπά στο Ιόνιο, ξεκινώντας από τα ορεινά. Από τις πηγές της Νέδας, που και κείνη πλαταίνοντας στην ίδια θάλασσα ακουμπά τους μύθους της. Εκεί λοιπόν γνώρισα την ποίηση για παιδιά, από τα νανουρίσματα. Έχω την εικόνα της μάνας σε ώρα δειλινή στην ξώπορτα, με τρυφεράδα να κλείνει το παιδί της στην αγκαλιά της... τον ήχο της φωνής, τον ρυθμό που ακολουθούσε και το σώμα της... και τον λόγο. Το παρακάλιο και το τάξιμο να κοιμηθεί: "Κοιμήσου που παρήγγειλα στην πόλη τα καλά σου" ή "Χήνα μου άπλωσ' τα φτερά, να πλύνω του παιδιού μου".
Και αποστήθισα τα νανουρίσματα, δίχως ιδιαίτερη προσπάθεια, δίχως εξήγηση τότε. Πιο μετά συνάντησα την ποίηση για παιδιά στα παιγνίδια. "Περνάει, περνάει η μέλισσα, με τα μελισσόπουλα/ και με τα παιδόπουλα". Και είμαστε εμείς, πολλά παιδόπουλα, σε κείνη την αλησμόνητη άπλα. Εμείς που ψάχναμε το δαχτυλίδι... που ως να το βρούμε... χαιρόμαστε, ιδρώναμε... Γελούσαμε. Συνάντησα την ποίηση στα κάλαντα, γιατί εμείς, με το τραγούδι μας φέρναμε το μήνυμα της γιορτής. Και ένας από εμάς έβγαζε τα ριζικάρια από τ' αμίλητο νερό του Κλήδονα κι ακούγαμε τα στιχάκια. Εμείς, τα παιδιά είμαστε που παιδευόμαστε να λύσουμε τα αινίγματα. Εκείνο το χελιδόνι που κρυβότανε κάτω από το: "Από πάνω σαν τηγάνι/ από κάτω σαν μπαμπάκι/ και από πίσω σαν ψαλίδι" σπαθίζει ακόμα στον αέρα. Και την ποίηση που μιλούσε για την ξενιτιά -μετανάστευση τώρα- τη γνώρισα: "ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο". Γνώρισα την ποίηση για παιδιά, σε βαφτίσια, γάμους και σε νυχτέρια. Κι ήταν αυτή η ποίηση του λαού μας, η Δημοτική μας ποίηση.
Αργότερα γνώρισα την άλλη ποίηση, των βιβλίων, αλλά και πάλι με λόγο προφορικό. Ένας ενήλικας της γειτονιάς μας, "ο μορφωμένος, ο κοσμογυρισμένος", μας νοιαζόταν, μ' έναν άλλο τρόπο, κι έλεγε ποιήματα δίχως να τα διαβάζει. Βγαίνανε οι λέξεις από τα χείλη του, τόσο όμορφες, αλλά μιλούσαν και τα μάτια και τα χέρια του. "Πόσα χρόνια πέρασαν/ και άσπρισα και γέρασα/ πάνω στα ψηλώματα/ βόσκοντας τα πρόβατα". Και "Στα καϊκια τ' αραγμένα, τα δεμένα/ Στα καϊκια που δεν πάνε πουθενά/ Θα μπούμε να γυρίσουμε τα ξένα". Μας είχε πει τ' όνομα του ποιητή. Δεν μας ενδιέφερε κείνες τις στιγμές, τις ώρες. Ύστερα μάθαμε τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, και τον Κώστα Χατζόπουλο από τα "Φύλλα" του. Ακόμα και τώρα που τα μιλώ μέσα μου το φθινόπωρο, με μια τρεμούλα πάντα μνημονεύω εκείνο τον ενήλικα, τον "μορφωμένο, τον κοσμογυρισμένο", που μιλούσε στην ψυχή μας με ποιήματα.
Η σχέση των παιδιών με την ποίηση, σήμερα, γνωρίζω ότι περιορίζεται στο μάθημα "Η γλώσσα μου" και ο μαθητής βαθμολογείται απαντώντας στις "ασκήσεις" που αφορούν σε ένα ποίημα. Και σπανίως συναντώ παιδιά που να θυμούνται ένα ποίημα. Γιατί, δεν είναι αναγνώστες της ποίησης, που κάτι θα τα συγκινούσε, θα τους φαινόταν καινούργιο, τρυφερό, για να το θυμούνται. Και δεν είναι τυχαίο που, σε σχολικές εορτές και εθνικές, τα παιδιά διαβάζουν το ποίημα, δεν το απαγγέλλουν. Ακόμα κι έτσι, λείπει ο ρυθμός, δεν συμμετέχουν τα μάτια, τα χέρια.
Θα γυρίσουμε πίσω, ζητώντας από το παιδί να κατανοήσει, όσα (και πώς;) εισπράξαμε εμείς σε χρόνο μακρινό από την ομορφιά της ποίησης; Ασφαλώς όχι. Θα γράφουμε πολεμώντας όσα όλο και πιο πολύ κατακτούν το παιδί; Θ' αποτύχουμε. Θα διαλέξει, από διαχειριστής της τεχνολογίας που είναι, να ψάξει το όνειρο, να φανταστεί εικόνες, να συνομιλήσει μα δέντρα, ζώα, να αισθανθεί χαρά, λύπη; Και πάλι όχι. Και θα πάψουμε να γράφουμε ποίηση για παιδιά; Όχι, μόνο που φοβάμαι, ότι όλο και πιο πολύ θα περνά απαρατήρητη. Αφού, της ψυχής τα καλούδια: τρυφερότητα, αγάπη, συγκίνηση, έκπληξη, αρμονία, ομορφιά, συνομιλία, έννοια για τον άλλο, τους άλλους, αγάπη για τη φύση, δεν θα ‘ναι αξίες ζωής.
Όσο για την ηλικία της αθωότητας... Ξεπεράστηκε. Από τη μια η παιδεία που είναι εκπαίδευση για επαγγελματική σταδιοδρομία, και από την άλλη οι γονείς, που πολλοί, πιεσμένοι από τη δύσκολη καθημερινότητα, και άλλοι, απασχολημένοι με την κατάκτηση της οικονομικής επιφάνειας, δεν έχουν χρόνο για τα παιδιά και την ψυχή τους. Να μιλούμε, πεισμώνω, για ποίηση, να μιλούμε τη γλώσσα της ποίησης που γεννά εικόνες ανθρώπινου μέλλοντος, με κάθε αφορμή του βίου μας. Να μιλήσουμε τα υποκοριστικά της ποίησης, γιατί αυτά, έχουν λατρευτικό χαρακτήρα της ομορφιάς. Να μιλούμε ποιήματα. Ο βραχύς χρόνος διάρκειάς τους, η ομοιοκαταληξία, γοητεύουν τα παιδιά, δεν κουράζονται. Να επιμείνουμε σε μια ποίηση για παιδιά, ελπίζοντας σ' ένα λόγο -σπόρο μιας ποιητικής συνέχειας των πραγμάτων...
Επειδή στον τόπο μου γνώρισα την ποίηση για παιδιά, στον τόπο μου θέλω να τελειώσω τούτη την κουβέντα καρδιάς, με κάτι που μας άφησε ο συντοπίτης μου, δάσκαλος φωτισμένος, συγγραφέας Όμηρος Πέλλας: "Ωραία είναι η συνήθεια των παιδιών να διαβάζουν ποίηση. Οξύνει την ευαισθησία τους, ευχαριστεί με τη συντομία της και δίνει αναντικατάστατη αισθητική χαρά με τη μορφή της και μορφοποιεί κατά τρόπο θελκτικό τα αισθήματά τους που τα βασανίζουν με το χάος και το ανέκφραστό τους στην προεφηβική και προπαντός την εφηβική τους ηλικία. Θα προχωρεί παράλληλα με τα ενδιαφέροντα του παιδιού. Από τα στενώτερα οικογενειακά αισθήματα, στην ηρωική ποίηση, για να καταλήξει στις ευρύτερες ποιητικές συνθέσεις που εκφράζουν κοινωνικούς πίνακες και πλατιά ανθρωπιστικά οράματα" ("Το βιβλίο και το παιδί", |Τριφυλιακή Εστία,| τρίμηνη περιοδική έκδοση, Περίοδος Β', τ. 87, Ιούλιος - Αύγουστος - Σεπτέμβριος 1994, σ. 164).

|Η Σοφία Φίλντιση είναι συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας|


Ο παιδικός "μύθος"



Του Γιώργου ΡΩΜΑΝΟΥ

Η πρώτη έννοια του παιδικού βιβλίου που σχηματίζεται στο μυαλό του καθενός στον τόπο μας, κατ' ελάχιστον, είναι η συγγραφή ενός ψυχαγωγικού ή |παιδευτικού| μύθου, ο οποίος συχνά συνοδεύεται με εικόνες, κυρίως ζωγραφιές. Στο θέμα όμως υπάρχουν μερικές διπολικές σχέσεις, όπως και μερικά απτά στοιχεία της νεοελληνικής πραγματικότητας.
Η σχέση παιδιού-αναγνώστη και συγγραφέα διαφέρει από την σχέση ενήλικα-αναγνώστη και συγγραφέα, στο ότι ο χρόνος των σταδίων της παιδικής ηλικίας (νηπιαγωγείο έως λύκειο) ολοκληρώνεται μέσα σε δεκαπέντε, το πολύ, χρόνια, ενώ ο ενήλικας-αναγνώστης, θεωρητικά τουλάχιστον, έχει μια ζωή μπροστά του για να εξελιχθεί. Παράλληλα, ο συγγραφέας παιδικού βιβλίου καθορίζει το παιδί-αναγνώστη περισσότερο από ότι καθορίζει έναν ενήλικα ο συγγραφέας που απευθύνεται σε ενήλικες. Έτσι ένας |δοτός κόσμος,| με τους τρόπους, τις ιδεολογίες, ιδεοληψίες, εμμονές, πολιτικές προκαταλήψεις, ακόμα και σκοπούμενες δόλιες συμπεριφορές, καταλαμβάνει εξ εφόδου το παιδί-αναγνώστη, για την περιφρούρηση του οποίου είναι υπεύθυνος ένας |άλλος ενήλικας,| γονιός ή κηδεμόνας. Βλέπουμε δηλαδή πως τόσο ο χρόνος όσο και ο |δοτός τρόπος| είναι μεγέθη άνισα κατανεμημένα μεταξύ παιδιού και ενήλικα αναγνώστη, και ευκολότερα μπορούν να αποβαίνουν εις βάρος του αδυνάτου.
Στη χώρα μας, επί γενεές ολόκληρες, κυριάρχησε -ως προθάλαμος του αντίστοιχου βιβλίου ενηλίκων- το παιδικό βιβλίο ως υπόθεση και μύθος, συνήθως κοινωνικοπολιτικός, αλλά με τη |γλώσσα,| την |ποιητική| της και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της "μορφής" να μην αποτελούν τον κύριο φορέα δημιουργίας. Έτσι, σήμερα πια, επικράτησε ο |μύθος για τον μύθο,| σε βαθμό που τα περισσότερα παιδικά βιβλία να αποτελούν ακατέργαστα σενάρια συγγραφικών προθέσεων, και να ανταποκρίνονται μόνο στον ρόλο προϊόντων μαζικής παραγωγής, τον οποίο τόσο πολύ έχει ανάγκη η μονοδιάστατη οικονομική παγκοσμιοποίηση. Απόδειξη αυτού είναι τα βιβλία με ήρωα τον Χάρυ Πότερ, τα οποία οδήγησαν την συγγραφή πίσω στους τρόπους γραφής του Μεσαίωνα, σαν να μην υπήρξε ποτέ εξέλιξη -ούτε καν ο Θερβάντες!

|Ο Γιώργος Ρωμανός είναι λογοτέχνης, ζωγράφος, και εκδότης του περιοδικού| Πανδώρα


Τρία παιδιά απαντούν



(Ο Γιώργος, η Δήμητρα και η Κατερίνα, μαθητές Λυκείου, δέχτηκαν να απαντήσουν, ξεχωριστά ο καθένας, στις ερωτήσεις της Σταυρούλας Τσούπρου)

\* Ποια βιβλία διάβασες τελευταία;\

Δ: Τελευταία διάβασα το |Ρωμαίος και Ιουλιέτα,| του Σαίξπηρ.
Γ: Το |1984| του Όργουελ, το |Ο λευκός δρόμος| του John Konolley (αστυνομικό), το |Ο Χάρι Πότερ και το Τάγμα του Φοίνικα| της Ρόουλινγκ και το |Illuminati| του Dan Brown.
Κ: Το |Λογική και ευαισθησία| της Τζέην Ώστεν, στα αγγλικά.

\* Έχεις κάποιο αγαπημένο βιβλίο;\

Δ: Όχι, αλλά με έχει εντυπωσιάσει το |Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά| της Φωτεινής Τσαλίκογλου. Πάντως η κολλητή μου είναι φανατική θαυμάστρια του Αντώνη Δελώνη, έχει όλα τα βιβλία του.
Γ: Όχι, δεν το έχω σκεφτεί.
Κ: Όχι.

\* Γιατί σ' αρέσει να διαβάζεις βιβλία;\

Δ: Δύσκολη ερώτηση. Γιατί φεύγεις, ξεφεύγεις απ' την καθημερινότητα.
Γ: Από ενδιαφέρον, από περιέργεια.
Κ: Εκτός του ότι διαβάζω καινούργιες ιστορίες και διασκεδάζω, όταν τελειώσω το βιβλίο, αισθάνομαι ότι έμαθα κάτι περισσότερο.

\* Πώς επιλέγεις τα βιβλία που διαβάζεις;\

Δ: Θα πάω στο βιβλιοπωλείο, θα κάτσω εκεί με την ησυχία μου, θα διαβάσω τις περιλήψεις -κάποια εξώφυλλα μου τραβούν την προσοχή- και όποια υπόθεση μου αρέσει περισσότερο αυτήν επιλέγω. Εκτός αν έχω υπ' όψιν μου κάποιον συγκεκριμένο συγγραφέα και ψάχνω και άλλα βιβλία του.
Γ: Είτε ξέρω τον συγγραφέα από κάπου, ή στην τύχη, διαβάζοντας την περίληψη στο οπισθόφυλλο. Σπάνια μετά από σύσταση γνωστού. Όχι λόγω διαφήμισης.
Κ: Μέσω φιλικών συζητήσεων, άλλοτε από το κείμενο στο οπισθόφυλλο. Το αγοράζω κι ό,τι βγει.

\* Σ' αρέσει ή θα σ' άρεσε να διαβάζεις βιβλία στο Διαδίκτυο;\

Δ: Όχι, γιατί το βιβλίο είναι άλλη αίσθηση. Ο Υπολογιστής είναι κρύο πράγμα. Τα βιβλία, άλλωστε, μερικές φορές παίρνουν τη μυρωδιά μας, το άρωμα που φοράμε. Α, και μπορούμε να σημειώνουμε κιόλας απάνω.
Γ: Τελευταία διάβασα τον πρόλογο απ' το Ο |Μάγος της Φωτιάς| της Τσιαμπόκαλου, της τραγουδίστριας του συγκροτήματος Active Member. Όμως η ανάγνωση στο διαδίκτυο δεν με εντυπωσιάζει ιδιαίτερα. Μου φαίνεται ψυχρό πράγμα.
Κ: Όχι, γιατί το βρίσκω πιο ωραίο να έχω το βιβλίο μπροστά μου, να πηγαίνω πίσω μπρος με την ησυχία μου, να υπογραμμίζω τις πιο ωραίες εκφράσεις.

\* Πώς φαντάζεσαι τη ζωή ενός συγγραφέα παιδικών και εφηβικών βιβλίων;\

Δ: Βασικά, για να γράψεις βιβλία για παιδιά, πρέπει να είσαι κι εσύ λίγο παιδί στην ψυχή, γιατί, αλλιώς, πώς θα μπεις στην ψυχολογία τους; Φαντάζομαι ότι θα συναναστρέφεται με παιδιά και εφήβους.
Γ: Συνηθισμένη. Όπως όλων των άλλων ανθρώπων.
Κ: Είναι λογικό να τον απασχολεί η ψυχολογία των εφήβων, να ενδιαφέρεται να τους περάσει ένα μήνυμα.

\* Ποιο είναι το αγαπημένο σου συγκρότημα ή η αγαπημένη σου μουσική;\

Δ: Δεν έχω κάτι συγκεκριμένο. Ακούω αρκετά είδη μουσικής.
Γ: Από ελληνικό, οι Active Member. Από ξένο, ο Carlos Santana. Από είδος, γενικότερα το ελληνικό ροκ (Τρύπες) και το ελληνικό και ξένο Low Bap (Rodney P).
Κ: Δεν έχω συγκεκριμένο συγκρότημα ή είδος, αλλά μεμονωμένα κομμάτια όλων των ειδών.

\ Έχεις σκεφτεί ποτέ τους στίχους των τραγουδιών που σου αρέσουν; \

Δ: Σε μερικά τραγούδια οι στίχοι είναι ποιοτικοί άρα ποιητικοί. Σε άλλα όχι.
Γ: Βεβαίως. Κάποιοι στίχοι ταιριάζουν με τον χαρακτήρα μου. Με διδάσκουν. Και πολλές φορές λένε δυνατά αυτό που σκέφτομαι.
Κ: Ναι, μερικοί είναι ωραίοι και μιλούν για συναισθήματα και καταστάσεις όχι προχειρολογώντας, όπως γίνεται, ας πούμε, με τα σουξέ.

\* Η μουσική σε κάνει να ονειρεύεσαι; Χρωματίζει τη σκέψη σου; \

Δ: Ναι. Μερικές φορές με τη μουσική εκφράζεις αυτό που δεν μπορείς να πεις. Η μουσική μπορεί να φέρει στην επιφάνεια την κρυμμένη τρυφερότητά σου.
Γ: Φυσικά, και στιχουργικά και ορχηστρικά. Η μουσική μπορεί να μου δώσει το έναυσμα να σκεφτώ κάποια πράγματα. Με βοηθά να ξεφύγω απ' αυτά που με απασχολούν και να δω τα πράγματα και από άλλη πλευρά.
Κ: Ανάλογα με την κατάσταση που βρίσκομαι. Όταν είναι ουδέτερη δεν επηρεάζομαι ιδιαίτερα. Όταν όμως είμαι χαρούμενη ή λυπημένη με επηρεάζει.


Εποχή για σκληρά παραμύθια



Της Ευγενίας ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ

Ένας σοφός άνθρωπος είπε κάποτε, ότι τα ρωσικά παραμύθια είναι κείμενα, γραμμένα για τη μουσική του εθνικού πνεύματος. Και αν διαβάσουμε με λίγη προσοχή το ρωσικό παραμύθι, θα μπορέσουμε ίσως να ανασηκώσουμε το πέπλο που καλύπτει την "μυστηριώδη ρωσική ψυχή", όπως την αποκαλούν οι "μεγάλοι" της κλασικής ρωσικής λογοτεχνίας.
Ένας δυτικός θα μπορούσε να πει ότι το ρωσικό παραμύθι είναι βλαβερό για τη διαπαιδαγώγηση των τρυφερών ψυχών. Γιατί οι ήρωές του δεν είναι ούτε ιδιαίτερα έξυπνοι, "δεν πιάνουν πουλιά στον αέρα", ούτε και εργατικοί -"πέσε πίττα να σε φάω", κάπως έτσι. Είναι, μάλλον, αντιήρωες: τεμπέληδες, χαζούληδες, ονειροπόλοι, από την οπτική γωνία πάντοτε των "νορμάλ", των "προκομμένων" ανθρώπων. Είναι γεγονός ότι οι "νοικοκυραίοι" είναι αρνητικοί ήρωες στο ρωσικό παραμύθι, όπου ο πρωταγωνιστής, ο βλάκας, ονειρεύεται θαύματα και στη πορεία της αφήγησης δεν δοκιμάζεται το μυαλό του, αλλά η ηθική του. Ο ήρωας του ρωσικού παραμυθιού δεν καλείται να είναι έξυπνος ή γενναίος, αλλά ηθικός.
Το ρωσικό παραμύθι δεν είναι ιστορία, δεν είναι μύθος, είναι ένα αθώο ψέμα, ένα άχρηστο μπιμπελό, που όμως θεραπεύει και απαλύνει τον πόνο της ψυχής, όπως ο λόγος του καλού ιερέα, που παρηγορεί έναν βαριά ασθενή.
Από ένα τέτοιο παραμυθένιο κόσμο βγήκε και ένας από τους καλύτερους και αγαπημένους παιδικούς συγγραφείς, ο πολωνός Γιάννος Κόρτσακ, που με το μεγαλύτερο παραμύθι της ζωής του, την ιστορία για τον |Βασιλιά Ματία Α',| έχουν μεγαλώσει γενεές και γενεές. Ίσως και ο ίδιος καταγόταν από τον φανταστικό κόσμο του παραμυθιού: ο ορθολογιστής πατέρας του ακαμάτη τον ανέβαζε, τεμπέλη τον κατέβαζε, και μόνο η σοφή γιαγιά, μυημένη στα παραμύθια, τον θεωρούσε "φιλόσοφο"... Ήταν ένας άνθρωπος που πλήρωσε με τη ζωή του τις δηλώσεις του, κάνοντας όχι έξυπνη αλλά ηθική επιλογή. Και παρόλο που από τον θάνατό του πέρασαν εξήντα και πλέον χρόνια, παραμένει φωστήρας για όσους η παιδαγωγική, η ενασχόληση με τον κόσμο των παιδιών, δεν είναι απλό επάγγελμα, για όσους δεν συστήνονται ως "εκπαιδευτικοί" αλλά αρκούνται στον "ταπεινό" τίτλο των φίλων των παιδιών. Για όσους το παραμύθι δεν είναι αναχρονισμός αλλά πραγματικό κείμενο, γραμμένο για τη μουσική του εθνικού πνεύματος.
Τον Γιάννος Κόρτσακ τελευταία τον μνημονεύουν πολύ συχνά. Ιδιαίτερα μετά από τη φρίκη του θεάτρου Νόρντ-Οστ στη Μόσχα και τον τρόμο του σχολείου στο Μπεσλάν. Ο κόσμος συνειδητοποίησε, ξαφνικά, ότι τα παιδιά δεν είναι πλέον "παράπλευρες απώλειες" μιας τρομοκρατικής πράξης, αλλά καθαυτό στόχος της και καμιά φορά αυτουργοί της (παράδειγμα, η πρόσφατη, ασύλληπτη ιστορία ενός παιδιού στο Ιράκ, ζωσμένου με εκρηκτικά, που έπεσε στις ρόδες του αυτοκινήτου ενός διοικητή). Πώς συμβαίνει αυτό; Ποιος μπορεί και εκτελεί μια τέτοια κτηνωδία; Σε ποιο σημείο η ζωή του τσακίστηκε; Πότε θόλωσε η ψυχή του;
Σ' αυτές, και πάρα πολλές άλλες ερωτήσεις, προσπαθεί να απαντήσει ο λογοτεχνικός διαγωνισμός "Παιδιά και τρομοκρατία", τον οποίο διοργανώνει "Το σπίτι του Γιάννος Κόρτσακ" στην Ιερουσαλήμ, και που έχει για μανιφέστο του τα όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρα λόγια του Κόρτσακ: |"Αν θέλουμε ν' αλλάξουμε τον κόσμο, πρέπει ν' αλλάξουμε μεθόδους διαπαιδαγώγησης των παιδιών".| Οι διοργανωτές του διαγωνισμού -οι λογοτέχνες μετανάστες από την πρώην ΕΣΣΔ, ανάμεσα στους οποίους πολλοί γνωστοί και αγαπημένοι παιδικοί συγγραφείς, όπως ο Ανατόλι Αλέξιν- πρεσβεύουν τις εξής απλές αλήθειες:
|"Κάθε ενήλικας, που αναλαμβάνει την ευθύνη για τη σωματική και ψυχική υγεία του παιδιού, είναι παιδαγωγός. Και στη διαπαιδαγώγηση των αυτοχείρων, που πεθαίνουν δολοφονώντας άγνωστους σ' αυτούς ανθρώπους, έχουμε χρέος να αντιπαραθέσουμε κάτι πολύ διαφορετικό, πολύ πιο δυνατό και πειστικό… Συνειδητοποιούμε ότι τα προβλήματα της παιδικής τοξικομανίας, πορνείας, βίας στην οικογένεια, βλαβερής επιρροής μερικών δασκάλων, καθηγητών, σχολικών προγραμμάτων και τηλεοπτικών εκπομπών, είναι επίκαιρα όσο και πριν. Αλλά άλλαξε το ιστορικό φόντο, το οποίο με τη σειρά του άλλαξε και τον τρόπο αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων. Το πιο θλιβερό είναι, ότι η ζωή του παιδιού αντιμετωπίζεται ως αναλώσιμο υλικό στις πολιτικές διενέξεις, ως αντικείμενο τρομοκρατίας και ως φονικό όπλο".|
Ο Γιάννος Κόρτσακ -ή Genrik Goldszmidt- παιδαγωγός, ιδρυτής εβραϊκού ορφανοτροφείου στη Βαρσοβία, εκτελέστηκε μαζί με τους μικρούς του μαθητές από τους ναζιστές το 1942. Του έγινε μια "έξυπνη" πρόταση να εγκαταλείψει το εκτελεστικό απόσπασμα και να γλιτώσει το θάνατο. Αλλά ο "βλάκας", ο παραμυθάς Κόρτσακ αρνήθηκε και επέλεξε να πεθάνει μαζί με τα παιδιά του.
Το 1978 ο κόσμος γιόρτασε τα 100 χρόνια από τη γέννηση του πολωνού συγγραφέα, ενώ ο ΟΗΕ είχε κηρύξει αυτή τη χρονιά έτος του Γιάννος Κόρτσακ. Ο πολωνός συγγραφέας-παραμυθάς τιμήθηκε, αλλά δεν εισακούστηκε. Οι ιδέες του, όπως και τα παραμύθια του, που μπορεί να μην κάνουν τα παιδιά πιο έξυπνα, αλλά σίγουρα πιο ηθικά, θεωρήθηκαν, απερίσκεπτα, από τις επόμενες γενεές παρωχημένα για την εποχή της καλπάζουσας τεχνολογίας.
Ίσως ήρθε η στιγμή να τα "ξεθάψουμε" από τα πατάρια, να τα ξεσκονίσουμε και ν' αρχίσουμε να τα διαβάζουμε τουλάχιστον στα εγγόνια μας. Το παιδί, μεγαλωμένο με τη Βασιλίνα τη Σοφή και τον Πρίγκιπα-Βάτραχο, και όχι με τους Power Rangers ή τον Γου-γκι-Ο, δεν πρόκειται να γίνει "αντι-ήρωας" ενός θρίλερ, ενός σύγχρονου παραμυθιού με τραγικό τέλος.

|Η Ευγενία Κριτσέφσκαγια είναι κλασική φιλόλογος|


Λουτσάνο Κομίντα



Συνέντευξη στη Σταυρούλα ΤΣΟΥΠΡΟΥ

(Ο Λουτσάνο Κομίντα είναι γεννημένος το 1954 και στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη τρία βιβλία του: |Ένα δέμα με ονοματεπώνυμο Μικέλε Κρισμάνι, Από: Μικέλε Προς: Φώτη| (σε συνεργασία με τον Βαγγέλη Ηλιόπουλο), |Μικέλε Κρισμάνι, έχεις γράμμα!|)

\* Κύριε Κομίντα, τι σημαίνει για σας η παιδική λογοτεχνία; Καλύπτει κάποια συγκεκριμένη ανάγκη που, για παράδειγμα, η λογοτεχνία για ενήλικες δεν θα μπορούσε να καλύψει;\

Κατά τη γνώμη μου, τα εγκλήματα που μπορούν να γίνουν με τα παιδιά μπορούν να γίνουν και με τους μεγάλους. Το πρώτο έγκλημα είναι να τα κάνεις να βαρεθούν. Το δεύτερο έγκλημα που μπορεί να κάνει κανείς είναι να τα δηλητηριάσει και να τους δώσει μια αρνητική εντύπωση για τον κόσμο, για τη ζωή.

\* Εσείς τι προτιμάτε από τα δυο, με δεδομένο ότι γράφετε και για ενήλικες;\

Αν έπρεπε να διαλέξω, θα ήταν πολύ δύσκολο. Θα προσπαθούσα να κάνω και τα δύο. Δεν θα μπορούσα να διαλέξω. Αν κάποιος με υποχρέωνε να διαλέξω, μάλλον θα τον ξεγελούσα.

\* Σας αρέσει συχνά να γράφετε υπό μορφήν επιστολών ή ημερολογίων. Αυτό δεν είναι, βέβαια, ασυνήθιστο, αλλά εσείς γιατί το κάνετε;\

Εγώ ο ίδιος έχω ανταλλάξει πολλές επιστολές και ανταλλάσσω πολλά e-mails, όχι SMS. Διασκεδάζω πάρα πολύ με το να παρουσιάζω το ίδιο πράγμα από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες, κι αυτό μπορώ να το πετύχω με τις επιστολές.

\* Οι άντρες συγγραφείς προτιμούν να δημιουργούν μικρούς ήρωες του δικού τους φύλου. Το ίδιο συμβαίνει συχνά και με τις γυναίκες συγγραφείς, αν και όχι πάντα. Γενικά, πιστεύετε ότι υπάρχει εδώ ένας κανόνας με τις εξαιρέσεις του; Ένας ενήλικας συγγραφέας δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τα παιδικά ή εφηβικά χρόνια του άλλου φύλου περισσότερο απ' όσο δυσκολεύεται με την ενήλικη ζωή του;\

Αν εγώ ήμουν πιο ικανός, θα μου άρεσε να γράφω βιβλία για κορίτσια, αλλά κινδυνεύω να γίνω αστείος.

\* Μα με την ψυχολογία της Μισέλ, της φίλης του Μικέλε, τα καταφέρατε μια χαρά.\

Ευχαριστώ.

\* Είστε και ο ίδιος παρών ως ήρωας στα βιβλία σας. Γιατί επιλέξατε κάτι τέτοιο;\

Ναι, είμαι παρών, αλλά στο βιβλίο παρουσιάζω τον εαυτό μου αρνητικά, γιατί αυτό με κάνει να γελάω.

\* Έχετε επαφή με τους νεαρούς αναγνώστες σας; Νομίζετε πως ένας συγγραφέας μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για τον ανήλικο αναγνώστη του σήμερα;\

Συναντώ συχνά αναγνώστες και πιστεύω πως είναι πολύ ανθρώπινο και πολύ πιθανό να αποτελέσει πρότυπο ένας συγγραφέας που τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να τον γνωρίσουν και από κοντά.

\* Ο ήρωάς σας ο Μικέλε δεν μεγαλώνει, παραμένει δεκατριών χρονών. Αυτό συμβαίνει επειδή η ηλικία αυτή παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, στο μεταίχμιο παιδικότητας και εφηβείας;\

Αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να παρακολουθήσω ένα παιδί από τα δώδεκά του έως τα τριάντα, τριάντα πέντε του χρόνια. Αυτό ήταν και το αρχικό σχέδιο που είχα στο μυαλό μου, ένα βιβλίο για κάθε χρόνο της ζωής του. Αλλά μετά συνέβησαν δύο πράγματα. Το ένα είναι, ότι τα παιδιά άρχισαν να αγαπούνε πολύ τον ήρωα, άρχισε να έχει πολλή επιτυχία και θα τον έχαναν όταν θα άρχιζε να μεγαλώνει πολύ. Το δεύτερο είναι, πως κατάλαβα ότι δεν θα ήμουν ικανός να το κάνω (να ακολουθώ τον ήρωα), διότι θα έπρεπε κανείς να είναι πολύ ικανός για να ακολουθήσει έναν ήρωα σε διαφορετικές ηλικίες. Αλλά, τελικά, μου αρέσει καλύτερα όταν εντρυφώ σε μία ηλικία. Καθώς μιλάμε θυμήθηκα ότι ίσως να υπάρχει κι ένα τρίτο σημείο, ότι τον αγάπησα πολύ. Θα με λυπούσε πάρα πολύ αν ο Μικέλε μεγάλωνε και τον έχανα.

\* Αλλά και οι αναγνώστες σας που έχουν αγαπήσει τον Μικέλε, αν τον δουν να μεγαλώνει μετά, πιθανόν να αισθανθούν ότι τον φυλακίζετε σε ένα μέλλον. Ενώ ο καθένας τον φαντάζεται διαφορετικά.\

Με εκφράζει πολύ αυτό που είπατε.

\* Το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο είναι συχνά παρόν στα βιβλία σας. Η τεχνολογία ευνοεί την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων; \

Εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται. Όπως η τηλεόραση, που μπορεί να φέρει κοντά τους λαούς, αλλά μπορεί και να κάνει να "χαζέψει" όποιος βλέπει πολλές ώρες. Το ίδιο και με το διαδίκτυο: μπορεί να κάνει τα πάντα, είναι ένα εργαλείο δημοκρατίας πάρα πολύ καλό, αλλά είναι και γεμάτο καρχαρίες.

\* Δεν είναι πιο ωραίο, πάντως, όταν αυτό βέβαια είναι δυνατόν, τα παιδιά να βρίσκονται από κοντά;\

Οπωσδήποτε είναι καλύτερο. Αλλά είναι καλό επίσης να κάνουν και τα δύο παράλληλα: και να συναντιούνται και να ανταλλάσσουν ηλεκτρονικές επιστολές.

\* Εσείς γράφετε επιστολές;\

Τώρα πια σχεδόν ποτέ. Το e-mail είναι πιο άμεσο, πιο γρήγορο, δεν κοστίζει. Ωστόσο, το να λαμβάνεις μια επιστολή στο γραμματοκιβώτιο είναι όντως πιο όμορφο. Πάντως, δεν μπορώ καθόλου τα SMS.

\* Είναι συχνό φαινόμενο στη χώρα σας οι συγγραφείς της παιδικής λογοτεχνίας να γράφουν άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά;\

Είναι πάρα πολύ λίγοι εκείνοι που μετέχουν στις κοινωνικές και πολιτικές συζητήσεις. Συνήθως μένουν λίγο πιο μακριά απ' τα πράγματα, ενώ οι συγγραφείς που γράφουν αστυνομικά για μεγάλους, για παράδειγμα, είναι πολύ ενεργοί πολιτικά και κοινωνικά. Αυτοί που γράφουν για παιδιά το επιχειρούν σπάνια.

\* Δεν τους δίνεται η ευκαιρία ή οι ίδιοι δεν θέλουν;\

Δεν θέλουν να εκτεθούν.

\* Έχουν γίνει έρευνες για την αναγνωστική σχέση των παιδιών και των νέων στην Ιταλία; Ή, έστω, γίνονται οργανωμένες προσπάθειες για την ενίσχυσή της;\

Η σημερινή κυβέρνηση έκανε μεγάλες καταστροφές σ' αυτόν τον τομέα, γιατί έκοψε τα χρήματα στα σχολεία, έβγαλε απ' το σχολικό πρόγραμμα την ανάγνωση λογοτεχνικού βιβλίου που υπήρχε από χρόνια. Κι αυτός είναι ένας από τους χιλιάδες λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να φύγει αυτή η κυβέρνηση.

\* Εσάς τι σας αρέσει να διαβάζετε;\

Διαβάζω τα πάντα, από θεολογικά βιβλία μέχρι θρίλερ, από κόμιξ μέχρι ιστορικά, από αρχαιολογία μέχρι ποίηση. Αν το βιβλίο είναι καλό και μου αρέσει, το διαβάζω.

\* Και τα παιδιά στην Ιταλία τι προτιμούν να διαβάζουν; Μυθιστόρημα, διήγημα, ποίηση;\

Τα βιβλία τρόμου είναι αυτά που τους αρέσουν πιο πολύ.

|(Ευχαριστώ πολύ την Βάσω Νίκα, μεταφράστρια των δύο εκ των τριών βιβλίων του Λουτσάνο Κομίντα, που βοήθησε τόσο πρόθυμα στη διεξαγωγή αυτής της συνέντευξης, καθώς ο φοβερός Κομίντα μιλάει μόνο ιταλικά και οι σχετικές γνώσεις της γράφουσας δεν ήσαν επαρκείς).|


Ενήλικες συγγραφείς, παιδιά αναγνώστες



Του Θανάση ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

Ίσως να μην υπάρχει πιο δύσκολη σχέση για τα ανθρώπινα όντα από εκείνη των γονιών με τα παιδιά τους ή των παιδιών με τους γονείς τους. Ίσως να μην υπάρχει άλλη σχέση που να μπήκε τόσο πολύ στο μικροσκόπιο των διαφόρων προσεγγίσεων, ψυχολογικών και άλλων. Κι ίσως να είναι αυτή η σχέση που, κατά την ανιούσα ή την κατιούσα ή και κατά τις δύο κατευθύνσεις της, μάς απασχολεί περισσότερο από κάθε άλλη στη ζωή μας, άμεσα ή έμμεσα. Δεν πρόκειται παρά για την με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σχέση του ενήλικα με το παιδί: το παιδί που ήταν, το παιδί μέσα του, το παιδί μέσα στον άλλον, το παιδί του το ίδιο, τα παιδιά των άλλων. Δεν πρόκειται παρά για τη σχέση του καθενός μας ως ενήλικα με την παιδική ηλικία. Αυτό τον εκ των υστέρων μυθικό χρόνο, μυθικό λόγω της μεγέθυνσης του καλού και του κακού, της ευτυχίας ή της δυστυχίας, αλλά κυρίως λόγω της αβοηθησίας στην οποία βρίσκεται το παιδί σε σχέση με τους ενήλικες, χωρίς τους οποίους δεν μπορεί να μεγαλώσει, να αναπτυχθεί ούτε και να επιβιώσει. Αυτή η συνθήκη καταστατικής εξάρτησης του παιδιού από τον ενήλικα στοιχειώνει κάθε τι που απορρέει από αυτά τα πρώτα χρόνια της ζωής, το σφραγίζει με έναν τρόπο που η ανθρώπινη κατάσταση δεν θα συναντήσει όμοιό της στην πορεία του βίου καθενός.
Αυτή η απλή αλήθεια και τα παρεπόμενά της καθρεφτίζονται σε κάθε μορφή ανθρώπινης δράσης, πολύ περισσότερο όταν αυτή αφορά άμεσα τη σχέση παιδιού - ενήλικα. Και η λογοτεχνία που διαβάζουν τα παιδιά είναι εγγεγραμμένη στην καρδιά αυτής της σχέσης, γράφεται από ενήλικες διαβάζεται από παιδιά κυρίως (και τους ενήλικες γονείς τους). Αυτή είναι η ιδιομορφία της συνθήκης της παιδικής λογοτεχνίας, αυτήν αντιπροσωπεύει κάθε γενιά παραμυθάδων ή (των λεγόμενων) συγγραφέων παιδικής λογοτεχνίας. Μόνο που, όπως ίσως κάθε ανάλογη δράση λόγου, και αυτή απευθύνεται μεν στα παιδιά αλλά απορρέει από την ιδέα που οι ενήλικες ή εν πάση περιπτώσει ο ενήλικας συγγραφέας έχει για τα παιδιά και την παιδική ηλικία, και απευθύνεται στο παιδί που υπήρξε, στο παιδί που υπάρχει ακόμα μέσα του, ως το ακόμα αδιαμόρφωτο, το ακόμα ανοιχτό στον κόσμο κομμάτι του εαυτού του. Όλα ξεκινούν από αυτή τη σχέση και εγγράφονται σε αυτήν.
Έτσι, η λογοτεχνία που έγραψε ο Ιούλιος Βερν αντικατοπτρίζει αφενός τις ταξιδιωτικές επιθυμίες και τον κοσμοπολιτισμό του αταξίδευτου Βερν και προεκτείνει το πνεύμα της προόδου που με αναμμένες τις μηχανές του από τον δέκατο ένατο αιώνα κυριαρχούσε ακόμα στις αρχές του εικοστού. Η σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη της παιδικής αστυνομικής λογοτεχνίας ή παλιότερα εκείνης των ιστοριών μυστηρίου, μάλλον εξόφθαλμα ανατρέχουν στις αντίστοιχες των ενηλίκων. Η λογοτεχνία της Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, που μας κατακλύζει σήμερα ως κοινωνικό φαινόμενο, είναι ένα ξεχείλισμα του φαντασιακού, σφραγισμένο από την επιθυμία μαγικών λύσεων υπό την παντοδυναμία του κακού και τον μανιχαϊσμό κάτω από τον οποίο ζούμε λόγω της μονοκρατορίας ενός απόλυτου υπερατλαντικού κυρίου. Η λογοτεχνία του Ευγένιου Τριβιζά προχωρεί με ευφάνταστες κατασκευές όσον αφορά την ευκινησία του σημαίνοντος και την πολυσημία της γλώσσας, γλιστρώντας συχνά πάνω από τα πράγματα χωρίς να αγκιστρώνεται σ' αυτά, γεγονός που ωστόσο μπορεί να γεννά τη λογοπαικτική διάθεση και το γέλιο εξαιτίας αυτής ακριβώς της αστάθειας στη σχέση σημαίνοντος σημαινόμενου. Όμως μια τέτοια λογοτεχνία θα ήταν δύσκολο να γραφτεί στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, πριν από τα διαβήματα του στρουκτουραλισμού και της γλωσσολογίας.
Θέλω να πω ότι η παιδική λογοτεχνία είναι κι αυτή καθρέφτης του κόσμου των ενηλίκων και του τρόπου με τον οποίο μεγαλώνουμε τα παιδιά μέσα σε αυτόν τον κοινό κόσμο. Αυτό γινόταν πολύ πιο φανερό στα λαϊκά παραμύθια, ή ακόμα σ' εκείνα των Γκριμ ή του Άντερσεν. Εκεί ο ανώνυμος, οι ανώνυμοι και ο κάθε δημιουργός δεν διστάζουν να συμπυκνώσουν κάθε πλευρά της ζωής, κάθε της έκφανση, από την πιο σκοτεινή στην πιο γιορτινή. Εκεί δεν διστάζουν να μιλήσουν για κάθε πλευρά του ανθρώπινου βίου. Έστω και συγκαλυμμένα. Γιατί τότε δεν είχε ακόμα χωριστεί ο δέκτης αυτών των ιστοριών σε ενήλικα και παιδί. Παρόλο που υπήρχαν εξίσου ενήλικες και παιδιά. Καθένας άκουγε την ίδια ιστορία από τη δική του μεριά, τη δική του θέση, σε αναφορά και σε σχέση με τη θέση του άλλου. Καθένας την αποκωδικοποιούσε με τα μέσα που είχε. Την έπαιρνε σαν αυτό που ήταν. Όχι οπωσδήποτε σαν διασκέδαση, όχι πάντα σαν κάτι ευχάριστο. Αλλά σαν κάτι που είχε να μιλήσει με τον τρόπο του παραμυθιού και είχε να πει επίσης κάτι σημαντικό, κάτι που για τη ζωή την ίδια ήταν σημαντικό. Κι αυτό το άκουγαν όλοι, μεγάλοι και μικροί, με το δικό τους ευήκοον ους ο καθένας. Από τη δική τους ιδιαίτερη θέση. Όπως τα μεγάλα και τα μικρά γεγονότα της ίδιας της ζωής. Κοινά αλλά και τόσο διαφορετικά στον τρόπο που τα ζούσε ο καθένας. Αυτός ο κοινός κόσμος αποτελεί το ζητούμενο της λογοτεχνίας, παιδικής ή μη. Σ' αυτόν τον κοινό κόσμο στέκεται και ο μεγάλος και ο μικρός, κι ο καθένας λαμβάνει το δικό του μερίδιο, μοιράζοντάς το αραιά πυκνά και στον άλλον, πράγμα βεβαίως που κάνουν σήμερα οι συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας, όταν γράφουν τις ιστορίες τους και τις διηγούνται στα σημερινά παιδιά, παιδιά που σε πολλά μοιάζουν και σε αρκετά διαφέρουν με τα παιδιά που ήταν κάποτε και οι ίδιοι.


|Ο Θανάσης Χατζόπουλος είναι ποιητής και ψυχαναλυτής παιδιών και ενηλίκων|


Λογοτεχνία και σχολείο



"Μία φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που λεγόταν |κανένας|. Περπατούσε στο |τίποτα| με κατεύθυνση στο |πουθενά|. Καθώς βάδιζε, συνάντησε ξαφνικά έναν παλιό |τίποτα| κι ένιωσε μεγάλο |τίποτα| γι' αυτή τη συνάντηση. Κάθισαν μαζί |πουθενά| για να πιούνε ένα |τίποτα| και να κουβεντιάσουν για |τίποτα|. Όταν χώρισαν, συμφώνησαν για |τίποτα| κι έφυγε ο καθένας για |πουθενά|".


Είναι από τα πρώτα κείμενα που δίνω στα παιδιά. Είναι σαν ν' ανοίγει η αυλαία και τα παιδιά σηκώνονται, ανεβαίνουν στη σκηνή, τακτοποιούν, ονοματίζουν, αποφασίζουν~ εφευρίσκουν, φωτίζουν, κλιμακώνουν, οικειοποιούνται~ ζωγραφίζουν γεγονότα, φωτογραφίζουν, μεταφέρουν, κινούν νήματα, σκέφτονται~ βάζουν αρχή και τέλος~ αφηγούνται. Και χαίρονται.

Ο τρόπος που διδάσκεται η λογοτεχνία στα σχολεία είναι αντιπαθής.
Μια κονσέρβα έτοιμη προς κατανάλωση.

***

Να πετάς ένα σπόρο.
Ν' ανάβεις μια σπίθα.
Ν' αφήνεις και ν' αφήνεσαι.
Να προτρέπεις και να δέχεσαι.

***

Να ισοφαρίσεις (σε ενδιαφέρον) με την κίνηση και τη γοητεία της μπάλας που παίζουν οι άλλοι στο προαύλιο, ενώ εσύ μιλάς για ποίηση.
Ας μη νικήσεις.
Ας ισοφαρίσεις. Είναι μεγάλη υπόθεση.

|Το ερωτηματολόγιο|

Κακή εποχή μάλλον διάλεξα για να δώσω ένα ερωτηματολόγιο στην τάξη σχετική με το λογοτεχνικό βιβλίο. Μιλούσα για συγγραφείς, ρωτούσα για βιβλιοπωλεία, για είδηση βιβλίων, και γύρω μου υπήρχε σιγή. Κάτι πιο πριν από την αδιαφορία. Ώσπου ρώτησα η αφελής: "Ποιο βιβλίο αγοράσατε τον τελευταίο μήνα;". Πριν τελειώσω τη φράση μου, ο Χάρρυ Πότερ κατέφθασε από το υπερπέραν, με όλο του τον εξοπλισμό και τους φίλους του, και εγκαταστάθηκε στην τάξη, κατέλαβε τα πάντα, όλοι έγιναν ξαφνικά ομιλητικοί μέχρι τελικής πτώσεως.
Χάρρυ Πότερ λοιπόν και ξερό ψωμί. Μπροστά μου παρήλασαν μάγοι, μάγισσες, σκουπόξυλα, καλοί μάγοι που νικούν, κακοί μάγοι που τιμωρούνται ανελέητα, μάγοι που πετούν και κινδυνεύουν αλλά δεν πτοούνται~ όχι, μικροί μάγοι που μεγαλώνουν κατ' εξακολούθηση, που χρησιμοποιούν τα χαρίσματά τους για ευγενείς σκοπούς, μάγοι πονόψυχοι και ευγενικοί, με καλούς τρόπους, που όμως διαθέτουν και λίγο τα προσόντα του Ράμπο όταν παρίσταται ανάγκη.
Οι εξαιρέσεις στη λαίλαπα Χάρρυ Πότερ ήταν λίγες, υποτονικές και σοφές. Και με αυτές ελπίζω ότι θα ασχοληθούν οι "Αναγνώσεις" σ' ένα άλλο αφιέρωμα. Όταν θα έχουν περάσει τα Χριστούγεννα, οι αγορές, τα σκουπόξυλα, η φρενίτιδα των πακέτων, η μαζική έξοδος, ο αγώνας για το ψηλότερο έλατο.
Ως τότε... καλές γιορτές.

|Η Μαρία Κούρση είναι ποιήτρια και διδάσκει λογοτεχνία στο Λεόντειο Λύκειο Πατησίων|

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου