29/5/08

Λουτσιάνο Κάνφορα

Λουτσιάνο Κάνφορα

Επιμέλεια Κώστας Βούλγαρης

τχ. 160, 15/1

Γράφουν; Σπύρος Ασδραχάς, Άλκης Ρήγος, Νίκος Κουνενής, Μάσσιμο Κατσούλο, Μάρθα Πύλια, Λήδα Καζαντζάκη, Κώστας Γαβρόγλου, Κώστας Βούλγαρης∙ ανέκδοτο κείμενο του Λουτσιάνο Κάνφορα



Τρία βιβλία του Λουτσιάνο Κάνφορα και μια ευρωπαϊκή συζήτηση για τη Δημοκρατία και την Αριστερά



Του Κώστα ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Το μικρό αυτό αφιέρωμα σε βιβλία του Λουτσιάνο Κάνφορα δεν προέκυψε από τον προγραμματισμό κάποιας πλευράς ή τάσης της ιστορικής ή της φιλολογικής κοινότητας, μέσα δηλαδή από την επιστημονική ιδιότητα και τα αντίστοιχα πεδία ενδιαφερόντων του κορυφαίου Ιταλού ιστορικού της κλασσικής εποχής. Προέκυψε κυριολεκτικά εκ των πραγμάτων, θα έλεγα ως πολιτική αναγκαιότητα, η οποία ενεργοποίησε και τα αντίστοιχα ανακλαστικά.
Εν αρχή, η ισχυρή εντύπωση που μας έχει δημιουργήσει μια σειρά από δοκίμια που εκδόθηκαν στα ελληνικά τα τελευταία χρόνια, όπου ο Κάνφορα, με λόγο έντονα αφηγηματικό, διατρέχει τους αιώνες, προσεγγίζοντας, με σπάνια διαύγεια, τα πιο επίκαιρα και κεντρικά, ιδεολογικά, πολιτικά και θεωρητικά αιτούμενα των ημερών μας. Καθ' όσον με αφορά, δηλαδή με βάση τα εργαλεία που χρειάζομαι ως λογοτέχνης, θα έλεγα πως τα εν λόγω βιβλία του Κάνφορα αποτελούν μια όαση μέσα στη σύγχρονη, πληθωρική ιστοριογραφική παραγωγή: περιέχουν σκέψεις πρωτότυπες που παράγουν άλλες σκέψεις, ενεργοποιούν εκ νέου μύριες όσες κατακτήσεις της ιστορίας, της πολιτικής και της φιλολογίας, βγάζοντάς τες από τη ναφθαλίνη της ακαδημαϊκής ρουτίνας και της εγκυκλοπαιδικής τακτοποίησης, ξεκλειδώνουν στερεότυπα καθιστώντας τα προσιτά και κυρίως ανοικτά σε προσεγγίσεις από μια σημερινή οπτική γωνία. Ταυτόχρονα όμως, ο λόγος του δεν είναι δημοσιογραφικός. Μιλά με βάση αυτά που γνωρίζει ως ιστορικός, συζητά αυτά που τον αφορούν, τον καίνε θα έλεγα, ως πολίτη.
Κατά δεύτερον, το τελευταίο από τα δοκίμια αυτά, που εκδόθηκε στα ελληνικά πριν από λίγο καιρό, φέρει τον τίτλο |Κριτική της δημοκρατικής ρητορείας| και διαπραγματεύεται το ζήτημα με τρόπο τουλάχιστον πρωτότυπο ή και ερεθιστικό. Απόδειξη, πως στο παρόν αφιέρωμα για το βιβλίο δεν γράφει μόνο ο κατά την πολιτική επιστήμη αρμόδιος Άλκης Ρήγος, αλλά και ο πεζογράφος Νίκος Κουνενής, που εξέφρασε τη πρόθεσή του να μιλήσει γι' αυτό, αμέσως μετά την ανάγνωσή του. Η επείγουσα ανάγκη για αυτή τη συζήτηση περί Δημοκρατίας, και το συνακόλουθο ενδιαφέρον, εκκινεί βέβαια, δια του βιβλίου του Κάνφορα, από την ιταλική πραγματικότητα, όπου ο καναλάρχης Μπερλουσκόνι κατέχει και την κυβερνητική εξουσία, όμως αφορά μια συνθήκη γενικευμένη στις μέρες μας.
Τρίτος λόγος, για το σημερινό αφιέρωμα, είναι η μεγάλη συζήτηση που έχει ανοίξει στη Γερμανία, την Ιταλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με αφορμή ένα άλλο, παρεμφερές βιβλίο του Κάνφορα, με τίτλο |Δημοκρατία. Η ιστορία μιας ιδεολογίας|, η έκδοση του οποίου ματαιώθηκε στη Γερμανία, κι ας ήταν ένα από τα βιβλία της σειράς "Δημιουργώντας την Ευρώπη", την οποία διευθύνει ο Ζακ Λε Γκοφ και περιλαμβάνει βιβλία που εκδίδονται, σχεδόν ταυτοχρόνως, στις πέντε μεγαλύτερες γλώσσες της δυτικής Ευρώπης, από εκδοτικούς οίκους των αντίστοιχων χωρών. Έτσι, η Λήδα Καζαντζάκη παρουσιάζει τη συζήτηση στις γερμανικές εφημερίδες, καθώς και τα χαρακτηριστικά επιχειρήματα που κατετέθησαν, ενώ ο Λουτσιάνο Κάνφορα παραχώρησε στις "Αναγνώσεις" τον πρόλογό του στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου στην Ιταλία, που θα γίνει τους επόμενους μήνες, όπου απαντά στις αιτιάσεις των γερμανών εκδοτών. Σε αυτό ακριβώς το γεγονός αναφέρονται οι παρεμβάσεις της Μάρθας Πύλια και του Κώστα Γαβρόγλου, ανοίγοντας τη συζήτηση στα κρίσιμα συμφραζόμενά της.
Τέταρτος λόγος, ένα ακόμα βιβλίο του Κάνφορα, μόλις εκδοθέν στην Ιταλία: |Ο πάπυρος του Ντόγγου|, όπου διαπραγματεύεται τη συνεργασία κορυφαίων ιταλών αρχαιοελληνιστών του μεσοπολέμου με το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι. Όπως και στα προηγούμενα, η εγρήγορση του τακτικού συνεργάτη μας Μάσσιμο Κατσούλο, κλασσικού φιλόλογου και μεταφραστή νεοελληνικής λογοτεχνίας, υπήρξε καθοριστική, δίνοντάς μας μια άρτια παρουσίαση του βιβλίου.
Να θυμίσω την πρώτη συμμετοχή του Κάνφορα στις σελίδες των "Αναγνώσεων", πριν ενάμισι χρόνο, στο αφιέρωμα "Μετά το '89, στους δρόμους της ιστορίας και της λογοτεχνίας" (μέχρι το τέλος μήνα το αφιέρωμα θα κυκλοφορήσει σε βιβλίο από τις εκδόσεις "Γαβριηλίδης"). Η αφετηρία εκείνης της συζήτησης ήταν η ίδια με τη σημερινή, όπως κοινός είναι και ο χαρακτήρας τους: δεν περιορίζονται στα όρια των ειδικοτήτων ή από τα στεγανά της κάθε επιμέρους θεματολογίας, αλλά εστιάζονται στα μείζονα ζητήματα της εποχής μας, δημιουργώντας κρίσιμες οσμώσεις. Θα έλεγα μάλιστα, πως η τροπή και η ευρωπαϊκή διάσταση που έχει πια αυτή η αντιπαράθεση στο χώρο των ιδεών, επικυρώνει την άποψη πως το '89 αποτελεί σημείο τομής, αφού από εκεί εκκινούν οι μεγάλες συζητήσεις, προκύπτουν τα σημαντικά διακυβεύματα του παρόντος. Και επιπλέον, προβάλλει σε μια ευρύτερη προοπτική τις παντοειδείς αντιθέσεις που διατρέχουν την καθημερινότητα, που δεν μπορεί πια να ερμηνεύεται με την αδράνεια, δηλαδή "μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας", ούτε βέβαια με την αλαζονική αφασία της ιδεολογίας του "κοινωνικού κέντρου".
Νομίζω ότι με τις σελίδες που σήμερα αφιερώνουμε τιμούμε -ως οφείλουμε- με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον Λουτσιάνο Κάνφορα, δεξιωνόμενοι τη σκέψη του, επιμένοντας στις πλευρές του που τον κάνουν να ξεχωρίζει μέσα στη χορεία των σημαντικών επιστημόνων του καιρού μας, μιλώντας δηλαδή για τον αριστερό διανοούμενο Κάνφορα, ο οποίος, αν μου επιτρέπεται η γνώμη, είναι ένας απ' τους λίγους που δικαιούται να φέρει επάξια αυτόν τον τίτλο.
Εδώ όμως θα πρέπει να σταματήσω, με έντονο το φόβο πως υπερέβην τα εσκαμμένα, σπεύδοντας να δώσω το λόγο σε κάποιον που βρίσκεται πολύ πιο κοντά σε όλες τις ιδιότητες του Κάνφορα, στον ιστορικό Σπύρο Ασδραχά.


Ιστορία και παρόν



Του Σπύρου ΑΣΔΡΑΧΑ

|ΛΟΥΤΣΙΑΝΟ ΚΑΝΦΟΡΑ|, Κριτική της δημοκρατικής ρητορείας. [Ιταλική έκδοση Laterza, 2002] μτφρ. Παναγιώτης Σκόνδρας, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2005, σελ. 140

Το οξυδερκές βιβλίο του Λουτσιάνο Κάνφορα, που το έχουμε τώρα σε μια καλή ελληνική μετάφραση, δεν έρχεται να μας προτείνει άγνωρα πράγματα, αλλά να συνθέσει τα γνωστά σε ένα τολμηρό σχεδίασμα πολιτικού προβληματισμού με βάθος και νήμα την ιστορία. Η έννοια (και συνάμα η οιονεί ιστορική σταθερά) που διατρέχει το βιβλίο και εδραιώνει τη σκέψη του συγγραφέα είναι εκείνη των ενεργητικών μειοψηφιών. Η ίδια η δημοκρατία, αρχαία και σύγχρονη κοινοβουλευτική, υπακούει σ' αυτές και απ' αυτές αυτοαναιρείται. Εξυπακούεται ότι οι ενεργητικές μειοψηφίες δεν είναι αθροίσματα ατομικών βουλήσεων, αλλά εκφραστές ενός είδους λογικής της ιστορίας, αλλιώς μιας δυναμικής που δεν συμπίπτει αναγκαστικά με τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουν τους όρους της ζωής τους οι πλειοψηφίες. Οι μειοψηφίες ως δρώσες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις έχουν τα όριά τους: η δυναμική που εκφράζουν στομώνεται από κεντρομόλες εξισορροπήσεις ή απολήγουν σε συστήματα ελέγχου που αναιρούν την ίδια τη δημοκρατία, με ακραία μεθόδευση την επιβολή του τρομοκρατικού ελέγχου.
Οι δημοκρατίες δεν έχουν την ίδια χρονικότητα και φυσικά την ίδια γεωγραφία: η σημερινή μορφή του κόσμου δεν εικονογραφεί μόνο τη διαιώνιση της χρονικής και γεωγραφικής ασυνέχειας των δημοκρατικών καθεστώτων, αλλά εικονογραφεί επίσης το είδος των συγκρούσεων που, αν ήδη υπήρχαν, έχουν τώρα ανασηματοδοτηθεί. Πρόκειται ανάμεσα στα άλλα για τους θρησκευτικούς "θεμελιωτισμούς" ή "ζηλωτισμούς" όπως θα ήθελε μια παλαιά ορολογία. Όλα αυτά δεν αποτελούν ιστορικούς ή κοινωνιολογικούς νεωτερισμούς και το ίδιο ισχύει για τη χειραγώγηση των συλλογικών συνειδήσεων με την αλλοτρίωσή τους που είναι σύνδρομο της ατομοκεντρικής έννοιας του πολίτη: έκφρασή της τα υψηλά ποσοστά πολιτικής αδιαφορίας στις ΗΠΑ, αλλά και στις ευρωεκλογές. Βεβαίως οι συμπεριφορές αυτές δεν είναι τελεσίδικες, όπως τουλάχιστον δείχνουν, ώς ένα βαθμό, τα αποτελέσματα των εκλογών για το ευρωπαϊκό Σύνταγμα, αλλά τα αποτελέσματα αυτά δεν προδικάζουν τη συγκρότηση μιας νέας πολιτικής ιδεολογίας~ αναδεικνύουν τους όρους της πιθανής διαμόρφωσής της και, οπωσδήποτε, αναδεικνύουν τις αντιθέσεις και αντιφάσεις μέσα από τις οποίες αυτή η διαμόρφωση είναι ενδεχόμενη. Καίρια συμβολή του βιβλίου του Κάνφορα είναι ακριβώς η ανάδειξη των αντιθέσεων και των αντιφάσεων του σύγχρονου κόσμου.
Δεν θα συνοψίσω τα περιεχόμενα αυτού του βιβλίου, που η ακριβόλογη βραχυλογία του δυσκολεύει κάθε απόπειρα σύνοψης και, πολύ περισσότερο, ανασύνθεσης. Πριν αποπειραθώ να διατυπώσω με το δικό μου τρόπο την πολιτική του εμβέλεια, θα ήθελα να θυμίσω δύο-τρία πράγματα. Ο Λουτσιάνο Κάνφορα είναι ελληνιστής. Αυτό σημαίνει ότι γνωρίζει πρωτογενώς την ελληνική αρχαιότητα και τις ιστοριογραφικές της χρήσεις, με αποτέλεσμα να συνενώνει τη μια με την άλλη. Διαβάζοντας κανείς τα κείμενά του, όσα υπερακοντίζουν το πεδίο της ειδίκευσής του, αναθυμιέται μια ρήση του Ανρί Μαρού, στην οποία αναφέρθηκε σε κάποιο από τα γραφτά του ο Πιέρ Βιντάλ Νακέ: ένας ιστορικός που γνωρίζει, σύμφωνα με τα κατηγορήματα της επιστήμης του, μια ιστορική περίοδο, είναι έτοιμος να αναχθεί σε οποιαδήποτε άλλη, γιατί προφανώς είναι σε θέση να γνωρίζει τις προϋποθέσεις μιας ιστορικής ανάλυσης, ανεξαρτήτως του χρονικού ή νοηματικού πεδίου της ανάλυσης αυτής. Ο Πιέρ Βιντάλ Νακέ και ο Λουτσιάνο Κάνφορα έχουν κοινά χαρακτηριστικά: και οι δυο τους είναι ιστορικοί, ειδικοί μάλιστα της ελληνικής αρχαιότητας~ και οι δυο τους είναι πολιτικά πρόσωπα που συμμετέχουν στο σύγχρονο δράμα δεσμεύοντας την πνευματική τους ευθύνη~ και οι δυο χρησιμοποιούν την ιστορία ως εργαλείο κατανόησης του παρόντος και όχι ως δικανική συνηγορία των πολιτικών τους απόψεων~ και οι δυο τους ανήκουν στη μαρξική πρόσληψη της πνευματικής ευθύνης. Μολονότι συμπίπτουν ως προς την υιοθέτηση του δοκιμιακού λόγου, νομίζω ότι ο Κάνφορα τον επεκτείνει σε πεδία όπου ο Βιντάλ Νακέ θα προέκρινε τον λόγο της πραγματείας: και οι δυο τους όμως ενεργοποίησαν την ιστορία ως μέσο για την κατανόηση της συγχρονικότητας, όπως ενεργοποίησαν τα υπόρρητα της ιστοριογραφικής παράδοσης για την κατανόηση της ιστορικής οντολογίας, στην οποία η τελευταία αναφέρεται. Ο ιστορικοκρατούμενος πολιτικός Κάνφορα εικονογραφεί τον σύγχρονο κόσμο για να δείξει το πολύπλεγμα από το οποίο είναι δυνατό να ανακύψει η σύγχρονη πιθανή επαναστατική πράξη. Οι ταξινομήσεις των φαινομένων μπορεί να φαίνονται ευχερείς, τα συμπεράσματα όμως στα οποία εκβάλλουν δεν είναι ανώδυνα: δεν είναι ανώδυνα, γιατί τα σφραγίζει το βάρος μιας μακραίωνης ιστορικής διάρκειας, στην οποία φάνηκε ότι μπορούσε να έχει θέσει τέρμα η ορθολογική ανάλυση του καπιταλισμού του 19ου αιώνα και η λογικά θεμελιωμένη υπέρβασή του. Ο Κάνφορα μάς θυμίζει τα αδιέξοδα της υπέρβασης αυτής, όπως εξατομικεύονται στη λεγόμενη σταλινική εκδοχή της ανατροπής του καπιταλιστικού κόσμου, κι αυτό στο όνομα της διήκουσας αρχής της εγγενώς μεταβλητής λειτουργίας των ενεργητικών μειοψηφιών. Επανερχόμαστε έτσι στην επικαιροποίηση προκαπιταλιστικών, διαχρονικών, αναγκών και επιθυμιών, αλλά τη φορά αυτή κάτω από τη δύναμη ενός καπιταλισμού που μπόρεσε να μεταλλάξει την οικονομική του λογική σε λογική εθνική, αφού προηγουμένως είχε κατορθώσει να υπαγάγει την εθνικότητα σε οικονομικότητα, ελευθερώνοντας τους δούλους και καταργώντας την οικονομική λογική της δουλοκτησίας και έχοντας ταυτίσει την έννοια του συνόρου με τη φυσική εξουθένωση των ιθαγενών κατοίκων της Βορείου Αμερικής. Το κορύφωμα της βορειοαμερικανικής καπιταλιστικής ανάπτυξης το αποκαλούμε σήμερα παγκοσμιοποίηση: ο Λουτσιάνο Κάνφορα μάς καλεί να αναλογιστούμε τις συνέπειές του και τις νέες μορφές επαναστατικής σύνθεσης που μπορεί να προκύψουν απ' αυτές. Αυτό νομίζω ότι είναι το βαθύτερο νόημα του βιβλίου του, που μέσω της υπόδειξης των ορίων της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μάς αναγκάζει να επικαιροποιήσουμε τη σκέψη του Αντόνιο Γκράμσι για τις δυνατότητες της μεταλλαγής ενός συλλογικού ηγεμόνα σε μια συλλογική δημοκρατικότητα. Έχει ήδη καταδικάσει τη σοσιαλδημοκρατική εκδοχή, κι αυτό με ιστορικούς όρους: το έδρασμά της ωστόσο δεν έχει χάσει την ηθική του τονικότητα~ απομένει να ανασηματοδοτηθεί ως συστατικό στοιχείο της σοσιαλιστικής πολιτικής πράξης. Η κριτική κατανόηση του παρελθόντος αποτελεί κι εδώ την αναγκαία προϋπόθεση.
Προς την κατεύθυνση αυτή ο Κάνφορα, με το σύντομο και συνεκτικό του βιβλίο, προσφέρει την κριτική του συμβολή, μάλιστα ως προς την αυτοαναίρεση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, συμβολή υπερκαθοριζόμενη ίσως από την αντίληψη για τη λειτουργία των μειοψηφιών. Από την ανάλυσή του επισημαίνω χαρακτηριστικά τις λίγες περιεκτικές σελίδες που αφιερώνονται στην ανάδυση από το σοβιετικό σύστημα των ιδιότυπων οικονομικών ολιγαρχιών που στοιχειοθετούν τη μετάπτωση των εξουσιαστικών λειτουργιών σε λειτουργίες οικονομικές, μετάπτωση που αντί να ανακόψει συνέτεινε να διαμορφωθεί το τρομοκρατικό σύστημα ελέγχου. Το τελευταίο είχε και έχει μια γενικεύσιμη πιθανότητα ανεξάρτητα από τους κοινωνικούς σχηματισμούς στους οποίους εκτρέφεται. Ριζωμένο στον ιστορικό χρόνο, αυτό το βιβλίο είναι μια ερμηνευτική περιγραφή του παρόντος, ικανή να αναχθεί σε πολιτική θεωρία και να υποδείξει τα σημερινά όρια της πολιτικής πράξης.

|Ο Σπύρος Ασδραχάς είναι ιστορικός|.


Κριτική της δημοκρατικής ρητορείας



Του Άλκη ΡΗΓΟΥ

Δεν πρέπει να περάσει, έχω την αίσθηση, απαρατήρητο τούτο το μικρό μαχητικό βιβλίο, με τον προκλητικό τίτλο και την ακόμη πιο προκλητική γραφή, του Ιταλού καθηγητή κλασικής φιλολογίας και ενεργού αριστερού πολίτη, μέλους της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης Λουτσιάνο Κάνφορα.
Πρόκειται για 140 σελίδες που σε αναγκάζουν να τις διαβάσεις και να τις ξαναδιαβάσεις, όχι γιατί είναι δυσκολονόητη η γραφή τους ή προβληματική η μετάφραση τους -κάθε άλλο μάλιστα- αλλά γιατί η λογική του επιχειρήματος ξενίζει σε μια πρώτη ανάγνωση την, σε μεγάλο βαθμό αλλοτριωμένη, από την κυριαρχούσα αλλά όχι πια ηγεμονεύουσα ιδεολογία, σκέψη, ακόμη και κριτικά σκεπτόμενων Αριστερών. Αυτό συμβαίνει άλλωστε πάντα με την κυρίαρχη ιδεολογικά σκέψη.
Μ' ένα λόγο αδρό, καθάριο, και βαθιά ιστορικά κατασταλαγμένων γνώσεων, ο Κάνφορα επιχειρεί μέσα από ένα τεράστιο πλούτο παραδειγμάτων από το απώτερο χθες -κυρίως το αρχαιοελληνικό, αλλά όχι μόνο, "μια που το παρελθόν μας βοηθά να βλέπουμε μακριά" (119) μα και να θέτουμε νέα ερωτήματα- μέχρι το πιο πρόσφατο γίγνεσθαι, να κλονίσει κυρίαρχους μύθους περί δημοκρατικής νομιμότητας των σύγχρονων, κοινοβουλευτικών στην ουσία όμως ολιγαρχικών πολιτευμάτων.
Να αναδείξει αυτονόητα αξιακά προτάγματα, που η αχλύς της κυρίαρχης την τελευταία δεκαπενταετία ιδεολογίας, αλλά και κάποια λενινιστικά κατάλοιπα, μας κάνουν "να μην βλέπουμε". Άρα και "να μην καταλαβαίνουμε την πολλαπλότητα του κόσμου", γεγονός που οδηγεί σε "ζημιά κατ' αρχάς πολιτισμική, άρα και πολιτική" (27).
Δεν πρόκειται για ένα λόγο αντιδημοκρατικό, όσο κι αν η χρήση των μεθοδολογικών εργαλείων της θεωρίας των ελίτ ορισμένες φορές φαίνεται σαν να ακολουθεί. Το αντίθετο μάλιστα, πρόκειται για ένα λόγο ενάντια σε κάθε φονταμενταλισμό, αριστερό και δεξιό, και κύρια, δανειζόμενος τον όρο από τον Garcia Marguez, τον "δημοκρατικό" φονταμενταλισμό. Όρο αδόκιμο, που χρησιμοποιεί με πλήρη επίγνωση, γιατί "δείχνει την αλαζονική χρήση μιας έννοιας (δημοκρατία) που η εφαρμογή της εμπεριέχει το αντίθετο απ' ότι ετυμολογικώς εκφράζει και μαζί τη δυσανεξία προς κάθε άλλη μορφή πολιτικής οργάνωσης, πέραν του κοινοβουλευτισμού, την αγοραπωλησία της ψήφου, την πολιτική 'αγορά'"( 27).
Στόχος του να αποδείξει πως όπου δεν υπάρχει ισότητα δεν μπορεί να υπάρχει και ουσιαστική δημοκρατία, και ότι σήμερα, με τα διάφορα μικτά εκλογικά συστήματα, τα εκλογικά πραξικοπήματα του τύπου της πρώτης εκλογής G. Bush Jr. (33), την καθημερινή παραίτηση των κυβερνήσεων από θεμελιώδεις εξουσίες και τη μεταβίβασή τους σε νομισματικούς εμπειρογνώμονες (47), τις μεθόδους χειραγώγησης των ΜΜΕ, τις διόλου ευκαταφρόνητες εκλογικές δαπάνες κάθε επίδοξου "αντιπροσώπου του λαού" (39), τις κενές περιεχομένου, αν και του συρμού, ρητορείες περί συναίνεσης (57), δεν υφίσταται πολιτική ισότητα πολύ περισσότερο τα ομόλογα της σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο.
Στην εναγώνια προσπάθεια αυτής της ανάδειξης, ορισμένες φορές η κριτική του -όπως εκείνη για την Αθηναϊκή Δημοκρατία- φαντάζει εκτός χρόνου, χωρίς την αναγκαία σύγκριση με τα άλλά πολιτεύματα της εποχής της. Τούτο συμβαίνει όχι προφανώς γιατί τα αγνοεί όλα αυτά, αλλά ακριβώς γιατί εκείνο που ουσιαστικά τον ενδιαφέρει είναι να δείξει τις αντιφάσεις που περικλείει, έτσι και αλλιώς, κάθε πολίτευμα στην πράξη, ακόμη και το πιο επαναστατικό. Μια που "στο τέλος η αλλαγή γεννά κάτι απρόβλεπτο, το αποτέλεσμα δεν μοιάζει με κανένα από τα αρχικά σενάρια του δράματος" (119).
Απόδειξη η πορεία και της Αστικής και της Μπολσεβίκικης Επανάστασης. "Πρόθεσή μας, τονίζει, δεν είναι να συναγάγουμε έναν γενικό νόμο~ απλώς διαπιστώνουμε ένα οφθαλμοφανές δεδομένο. Ας μην παρεξηγηθούν οι 'ορθόδοξοι μαρξιστές' (φυλή με αμφίβολο επιστημονικό κύρος και μάλλον μακριά από την σκέψη του Μαρξ)" (68)!
Στην κριτική των Επαναστατικών εμπειριών, ο λόγος του γίνεται ακόμη πιο οξύς και συνάμα δυναμικά ωραίος, όταν μιλά για την "ηθική ένταση" του επαναστάτη, "αυτό το άλμα που δεν έγινε ποτέ ελαφρά τη καρδία από κανέναν (πέρα από οπερετικούς επαναστάτες που στην ουσία ενθουσιάζονται μόνο στα λόγια) ...επειδή είναι μια επιλογή ριζοσπαστική που συνταράσσει ολόκληρη την ύπαρξη και απαιτεί ηθική ώθηση και ένταση πολύ μεγαλύτερη του μέσου όρου, που συχνά απαντούν υπό συνθήκες εξαιρετικές όπως είναι ένας καταστρεπτικός πόλεμος (1917) ή η ξαφνική αποκάλυψη πως η εξουσία είναι απίστευτα αδύναμη (1789). Αλλά η ηθική ένταση που οδηγεί στην ακραία επιλογή... δεν μεταδίδεται ούτε δια της 'γενετικής' ούτε δια της παιδαγωγικής οδού. Απλώς χάνεται... Γι' αυτό και όλες οι επαναστάσεις σβήνουν και τις διαδέχονται αργά ή γρήγορα, οι θερμιδοριανοί" (69). Και αυτό διαπιστώνεται σ' όλες τις επαναστατικές διεργασίες της Δύσης, από τον 17ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας. Το ίδιο συμβαίνει και στις αντιαποικιακές επαναστάσεις.
"Υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι ιστορίας καμωμένο από προελάσεις και ήττες, από την Αλγερινή Επανάσταση, κορυφαία στιγμή του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, φτάνουμε είκοσι χρόνια μετά στη χομεϊνική επανάσταση, σκοταδιστική και τώρα πια σαρωτική" (116).
Τα δεκαπέντε χρόνια, από την Γαλλική Επανάσταση ως το Συνέδριο της Βιέννης, κλείνουν όλη αυτή την επαναλαμβανόμενη τραυματικά διαδρομή.
Και εδώ η δεύτερη ανάγνωση καθίσταται ιδιαίτερα αναγκαία. Από τα προηγούμενα ο Κάνφορα δεν οδηγείται σε αδιέξοδα συμπεράσματα, ούτε σε βολονταριστικές διαφυγές. Παρ' όλο που χρησιμοποιεί, κατά την άποψη μου λανθασμένα, ως ελιτιστική την σκέψη του Γκράμσι, όσον αφορά την Καουτσικική ανάλυση που ακολούθησαν και η Β' και η Γ' Διεθνής (ο ίδιος άλλωστε ομολογεί στη σελ. 82 ότι στη σκέψη του τελευταίου δεν υπάρχουν οι ελίτ αλλά οι περίφημες "ενεργές μειοψηφίες"), παρ' όλο που δεν εμπλουτίζει την προβληματική του με την Λουξεμπουργιανή και Πουλαντζική ανάλυση περί Δημοκρατίας -γεγονός που του στερεί πλούτο διεξόδων στα σημερινά αριστερά αιτούμενα, επιμένει:
Ότι είναι ανάγκη ως αριστεροί, ως μειοψηφικοί στην κοινωνία αριστεροί, "να καταλάβουμε ποια αιτήματα, ποιες νοοτροπίες και πολιτικές είναι δεξιές και ποίες αριστερές" (43). Ότι η ένταξη και αποδοχή του άλλου, του διαφορετικού, του αποκλεισμένου, μας καθιστούν αριστερούς, αντίθετα, ο ρατσισμός είναι η πεμπτουσία της δεξιάς. Ότι η "αριστερά πρέπει να γίνει ο πυρήνας μιας ευρείας παράταξης που θα προασπίζει αξίες διαμετρικώς αντίθετες από αυτές που η δεξιά υπηρετεί και υποστηρίζει" (45).
Μια που "σήμερα η παμπάλαιη έννοια του κομμουνισμού, η οποία δύσκολα εξορκίζεται, μ' όλο της το ουτοπικό φορτίο αποκτά αμεσότητα και πειστικότητα, μόνο εάν κοιτάξει κανείς λίγο μακρύτερα". Γιατί μπορεί ο καπιταλισμός να "ζει και να βασιλεύει επειδή κατάφερε να εκφυλίσει και να οικειοποιηθεί τον δημοκρατικό μηχανισμό" (120), αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει, στον ιστορικό χρόνο, την πορεία όλων των προηγούμενων τρόπων παραγωγής: την κατάρρευση.
Απέναντι σ' αυτή την ιστορική πραγματικότητα, τις νέες αντιθέσεις σε παγκόσμιο επίπεδο που γενούν νέες αντιστάσείς, νέα κινήματα αλλά και νέες μορφές αλλοτρίωσης, "περισσότερο παρά ποτέ χρειαζόμαστε έναν νέο Μαρξ και έναν νέο Δαρβίνο". Χρειαζόμαστε μια νέα κριτική που να κατακτήσει πρωταρχικά "τα νευραλγικά κέντρα στις χώρες που ασκούν την ηγεμονία του κόσμου", δηλαδή τους διανοουμένους, εξηγώντας τους ότι και αυτοί είναι αντικείμενα εκμετάλλευσης στο μέγιστο αγαθό που διαθέτουν την |ευφυία|. Γιατί η καινούργια κρίση θα ξεσπάσει στην καρδιά του συστήματος. "Δεν έχει σημασία -καταλήγει- αν θα είσαι παρών, σημασία έχει να το ξέρεις".
Γιατί η γνώση, η αλύπητη κριτική γνώση/ στάση για όλα, ιδιαίτερα εκείνα που ασπαζόμαστε, αποτελεί την υλική αριστερή δύναμη, όπως θα έλεγε και κείνος ο απέθαντος Μαρξ.


Οι δημοκρατικές επιφάσεις μιας ολιγαρχικής πραγματικότητας



Του Νίκου ΚΟΥΝΕΝΗ

Σημαντικός μελετητής του πολιτισμού της κλασικής αρχαιότητας αλλά και μάχιμος διανοούμενος της Αριστεράς ο Λουτσιάνο Κάνφορα, στο δοκίμιο |Κριτική της δημοκρατικής ρητορείας| καταπιάνεται με ένα θέμα ταμπού, αυτό της "δημοκρατικότητας" των σύγχρονων εκλογοκεντρικών-αντιπροσωπευτικών πολιτικών θεσμών.
Εκκινώντας από το "καθαρότερο" ιστορικά δημοκρατικό μοντέλο, αυτό της Αρχαίας Αθήνας, ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι η οικονομική και κοινωνικοπολιτική ισχύς των "κατασκευαστών της συναίνεσης" -ρητόρων, οιονεί επαγγελματιών πολιτικών κ.ά.- σημάδεψε εξαρχής και εν τοις όροις το αμεσοδημοκρατικό πλαίσιο άσκησης της πολιτικής, προσδένοντάς το στο άρμα της εξυπηρέτησης των προσδοκιών συγκεκριμένων ελίτ, που αξιοποίησαν το καινοτόμο αυτό πλαίσιο ως πάγια και άκρως προνομιακή πηγή νομιμοποίησης των βλέψεών τους, έναντι των αντίρροπων επιδιώξεων των παραδοσιακών ολιγαρχικών αντιπάλων τους.
Στην εποχή μας, επισημαίνει ο Κάνφορα, μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την, πανταχόθεν σχεδόν, προβαλλόμενη απόλυτη υπεροχή του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτικού συστήματος, ως μοναδικού "δημοκρατικού" πλαισίου νομιμοποίησης των κυρίαρχων επιδιώξεων των σύγχρονων ελίτ, η αλήθεια αυτή είναι ακόμη πιο φανερή, σε όσους τουλάχιστον αρνούνται να κλείσουν εντελώς τα μάτια μπροστά σε μια κραυγαλέα πραγματικότητα. Το έμμεσο αντιπροσωπευτικό σύστημα, οι ταγοί του οποίου μόλις προς τα τέλη του 19ου αιώνα ήγειραν την πρωτοφανή απαίτηση να χαρακτηριστεί ως "δημοκρατία", αποτέλεσε εξαρχής το πλαίσιο νομιμοποίησης των άκρως ολιγαρχικών ιδεολογικών προταγμάτων και πολιτικοκοινωνικών διακυβευμάτων της κυρίαρχης τάξης, εγκλωβίζοντας τις πολιτικά απαίδευτες και ανοργάνωτες κοινωνικές πλειοψηφίες σε επιλογές άκρως αντίθετες από αυτές στις οποίες θα κατέληγαν, αν δεν φυλακίζονταν στα περιοριστικά πλαίσια των συναινετικών εργαστηρίων των διαμορφωτών της κοινής γνώμης: των κομμάτων εξουσίας, των διεθνών και εγχώριων χρηματοπιστωτικών κέντρων, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και πάει λέγοντας.
Αν τα προαναφερθέντα αποτελούν θεμελιώδη και ευκόλως αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του αντιπροσωπευτικού "δημοκρατικού" συστήματος της νεώτερης και νεώτατης ιστορίας του πλανήτη (και, κυρίως, της καθ’ ημάς "ευνομουμένης Δύσεως") τα δεδομένα των απαρχών του "παγκοσμιοποιημένου" 21ου αιώνα είναι ακόμη πιο αποκαλυπτικά, μέσα στην προφανή ζοφερότητά τους: οι ιεροί και ανέγγιχτοι επί δεκαετίες αντιπροσωπευτικοί θεσμοί του κοινοβουλευτικού status των προηγουμένων δεκαετιών, παραχωρούν οικειοθελώς και χωρίς τσιριμόνιες τα πρωτεία στις σφύζουσες, από τη χρηματοσυλλεκτική απληστία των μετεχόντων, αίθουσες συσκέψεων των υπερεθνικών επιχειρήσεων. Οι οργανωτές των παντοδύναμων "δημοψηφισμάτων των αγορών", που υποδύονται πλέον, χωρίς τη παραμικρή αιδώ, την "εκκλησία του δήμου" της μετανεωτερικής πλανητικής πραγματικότητας, καθοδηγούν στο εξής απροκάλυπτα τους πολιτικούς συνεταίρους τους της "πραγματιστικής διαχείρισης του μόνου δυνατού κόσμου". Οι τελευταίοι δεν έχουν παρά να συμμορφωθούν, ώστε να εξασφαλίζουν στο διηνεκές την κάλπειο -και επί της ουσίας κάλπικη- δημοκρατική τους νομιμοποίηση. Διότι, τονίζει ο Κάνφορα, "είναι αδόκιμο να ορίζει κανείς ως 'δημοκρατία' ένα πολιτικό σύστημα όπου η ψήφος είναι εμπόρευμα και η είσοδος στο κοινοβούλιο προϋποθέτει μια διόλου ευκαταφρόνητη εκλογική 'δαπάνη' εκ μέρους του επίδοξου αντιπροσώπου του λαού. Αυτή η θλιβερή (σε ηθικό επίπεδο πρώτα και έπειτα σε δημοκρατικό) θεμελιακή όψη του κοινοβουλευτικού συστήματος παραμένει επί το πλείστον στη σκιά. Όμως είναι ο στυλοβάτης του συστήματος (...) Αλλά θεωρείται αντικοινοβουλευτικό το να πει κανείς ανοιχτά την ολοφάνερη αυτή αλήθεια".
"Την ολοφάνερη αυτή αλήθεια", ενισχυμένη από το γεγονός ότι η προαναφερθείσα εκλογική δαπάνη δεν επιβαρύνει βεβαίως μόνο "τον επίδοξο αντιπρόσωπο του λαού" αλλά και ποικίλους "χορηγούς", που ευλόγως αδημονούν για τη είσπραξη συγκεκριμένων πολιτικοοικονομικών ανταποδοτικών τελών, τοπικής ή/ και υπερεθνικής εμβέλειας, παρακάμπτει, μεταξύ πολλών άλλων, στις αναλύσεις της και η Αριστερά, πότε θεωρώντας το ζήτημα της δημοκρατίας ως ελάσσονα διάσταση του κοινωνικοπολιτικού διακυβεύματος και πότε συρρικνώνοντάς το σε αιτήματα περιορισμού του "δημοκρατικού ελλείμματος". Ακυρώνει έτσι ή ευτελίζει, μέσω της ποσοτικής της ερμηνείας, μια θεμελιακή απαίτηση, άρρηκτα συνδεδεμένη με το κοινωνικοαπελευθερωτικό αίτημα, που σφραγίζει ιστορικά την ίδια την ύπαρξή της Αριστεράς, ως προς την υλοποίηση του οποίου ο Κάνφορα καταθέτει εμφατικά τις δύο, επί του θέματος, ισχυρές του πεποιθήσεις: πρώτον, την κατηγορηματική άρνηση κάθε ντετερμινιστικής βεβαιότητας περί του "αναπόφευκτου φωτεινού μέλλοντος της ανθρωπότητας", και δεύτερον, την τεκμηριωμένη αισιοδοξία του ως προς την πιθανότητα πραγμάτωσής του.

Ο Νίκος Κουνενής είναι πεζογράφος


και λογοκρισία



Το κείμενο που παρουσιάζεται εδώ είναι ένα απόσπασμα από την εισαγωγή στην ιταλική επανέκδοση του βιβλίου |Η Δημοκρατία. Ιστορία μίας ιδεολογίας| του Luciano Canfora. Το εν λόγω δοκίμιο ανήκει στην πανευρωπαϊκή σειρά "Δημιουργώντας την Ευρώπη", ο διευθυντής της οποίας είναι ο διάσημος Γάλλος ιστορικός Ζακ Λε Γκοφ. Το σχέδιο προβλέπει ότι πέντε εκδοτικοί οίκοι (στην Ιταλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Αγγλία) να εκδώσουν συγχρόνως, σε μετάφραση, τα βιβλία της σειράς, ούτως ώστε να διαβαστούν από το ευρωπαϊκό κοινό σχεδόν συγχρόνως και να κυκλοφορήσουν όσο είναι δυνατόν ευρύτερα οι σημαντικότερες ιδέες περί της κοινής πολιτισμικής και φιλοσοφικής ουσίας της Ευρώπης. Όμως, ο Γερμανός εκδότης C.H. Beck του Μονάχου αρνήθηκε να εκδώσει την ήδη προετοιμασμένη γερμανική μετάφραση του βιβλίου του Κάνφορα, παρόλο το συμβόλαιο και το γεγονός ότι στις άλλες τέσσερις χώρες το δοκίμιο είχε ήδη μεταφραστεί με επιτυχία και καλές βιβλιοκρισίες~ μια πράξη που από πολλούς θεωρήθηκε κατάδηλη λογοκρισία.
Συνελόντι, ο εκδότης κατηγόρησε τον Κάνφορα ότι δεν υπογράμμισε αρκετά (και μάλιστα αποσιώπησε) τα κομμουνιστικά εγκλήματα του Στάλιν και παρατήρησε ότι υπάρχουν κάποια ιστορικά λάθη (σημειωτέον ότι τα μοναδικά λάθη που θέτει ο Μπεκ οφείλονται σε λανθασμένη μετάφραση του ιταλικού κειμένου). Όμως η καθαυτό αιτία που προέτρεψε τον Μπεκ να λογοκρίνει τη μετάφραση, φαίνεται να είναι το γεγονός ότι ο Κάνφορα αποδεικνύει, με τεκμήρια και πειστήρια, την ανακύκλωση πολλών ναζιστών στη δημοκρατική κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας επί του Αντενάουερ.

Μάσσιμο Κατσούλο


Ασυνέπεια ενός λογοκρίτου

Αυτό το βιβλίο, ήδη εκδοθέν στην Αγγλία (Blackwell), στην Ισπανία (Critica), στη Γαλλία (Seuil) δεν έγινε δεκτό (παρά την κατ' αρχήν έγκριση) από τον εκδότη Beck του Μονάχου. Τα επιχειρήματα που προφασίζεται για να δικαιολογήσει μια τόσο βαριά επιλογή είναι τρία: 1) "Η απόλυτη σιωπή γύρω από τα GULAG". 2) "Η δική σας περιγραφή της συνθήκης Χίτλερ-Στάλιν". 3) "Εσύ βάζεις την κυβέρνηση Αντενάουερ στο ίδιο επίπεδο με τη δικτατορία του στρατηγού Φράνκο". Τα δύο πρώτα σημεία είναι "Τα κρίσιμα" ("The crucial points").
Αναφέρω τέτοιες κατηγορίες στα αγγλικά*, γιατί έτσι μου τις ανακοίνωσαν, δια επιστολής, την 22η Ιουλίου 2005. Όταν ξέσπασε η διαμάχη στις εφημερίδες στη Γερμανία, την Ελβετία, την Ιταλία και τις ΗΠΑ, η δεύτερη κατηγορία έγινε: "Ο Κάνφορα ισχυρίζεται ότι είναι μύθος πως η Πολωνία διαμελίστηκε ως συνέπεια της συμφωνίας Χίτλερ-Στάλιν" (|Frankfurter Allgemeine Zeitung|, 16.10.2005, σελ. 35).
Είναι παράξενο, αλλά ίσως συμπτωματικό, ότι δεν μου ανακοίνωσαν κατ' ευθείαν τέτοια ευτελή επινόηση (ποτέ μου δεν έγραψα τέτοια αρλούμπα), αλλά την έμαθα μέσω των εφημερίδων. Θα επιστρέψουμε σε λίγο σ' αυτό το σημείο. Τώρα φτάνει να πούμε ότι η γερμανική φράση ("den Mythos einer Aufteilung Polens zu konstruiren") είναι μια λανθασμένη μετάφραση του ιταλικού κειμένου ("construire un mito intorno alla Polonia spartita") και αυτό το λάθος είναι στη ρίζα της αβάσιμης κατηγορίας. Να σημειωθεί, προσέτι, ότι ολόκληρη η σελίδα στην οποία βρίσκεται η εν λόγω φράση αφιερώνεται στην εξακρίβωση ότι η Πολωνία διαμελίστηκε και λέω επανειλημμένα ότι η συμφωνία του 1939 ήταν καταστροφική και για το κομμουνιστικό κίνημα και για τον ευρωπαϊκό αντιφασισμό.
Πριν προχωρήσουμε, πρέπει να σημειώσω ακόμη ένα σημαντικό φαινόμενο. Το 1993, στην ίδια αυτή σειρά "Ποιείν την Ευρώπη" εκδόθηκε το βιβλίο |Οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις| (1492-1992) του Τζαρλ Τίλλυ, με την καθιερωμένη παρουσίαση του Ζακ λε Γκοφ και τη σύγχρονη μετάφραση στις άλλες γλώσσες της σειράς. Το δοκίμιο αυτό περιέχει, από τη σελίδα 301 έως την 320, μια σύντομη ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης. Λοιπόν: σ' αυτό το κεφάλαιο όχι μόνο δεν υπάρχει ποτέ η λέξη GULAG, (ούτε καν η ιδέα του) αλλά η μόνη αναφορά στις σταλινικές καταστολές είναι το εξής: "Στη δεκαετία του '30 το πολιτικό σύστημα σταθεροποιήθηκε. Ωστόσο, οι καθάρσεις του 1937 και του 1938 φανερώνουν τη βία που ελλόχευε πίσω από τη σταθεροποίηση" (σελ. 309). Και, στην ίδια τη σελίδα, διαβάζουμε: "Επί του Στάλιν η Σοβιετική Ένωση σχημάτισε ένα γοητευτικό σύνθετο σύνολο". Και λίγο πριν: "Ο Στάλιν ξεκίνησε ένα είδος επανάστασης από τα πάνω, με αμυδρή μόνο υποψία επαναστατικής κατάστασης -δηλαδή μια αληθινή ρήξη του σοβιετικού συνόλου" (είναι ακριβώς ό,τι ισχυρίζομαι κι εγώ, στη σελίδα 343 του δικού μου βιβλίου). Κι ακόμα: Ο Τίλλυ ερμηνεύει το σχίσμα της Πολωνίας στο πλαίσιο "των πολιτικών συγκρούσεων μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των νέων ανεξάρτητων κρατών στα βορειοδυτικά της σύνορα" (σελ. 308). Σκέτος ευφημισμός μου φαίνεται ότι, τέλος πάντων, διαβάζουμε στην ιστορία της μεταπολεμικής Ανατολικής Ευρώπης: "Σημαντική ήταν η χρήση του σοβιετικού στρατού για την καταστολή των αντιφρονούντων κινημάτων στην Ουγγαρία, την Τσεχοσλοβακία και την Πολωνία" (σελ. 313), έστω και αν πρέπει να σημειωθεί ότι ο σοβιετικός στρατός δεν επενέβη ποτέ στην Πολωνία.
Αυτό το βιβλίο λοιπόν εκδόθηκε χωρίς προβλήματα από τον Μπεκ, στη σειρά "Δημιουργώντας την Ευρώπη", αμέσως μετά την αγγλική και την ιταλική έκδοση, επίσης το 1993, με τον τίτλο |Europaische Revolutionen|.
Γίνεται λοιπόν φανερό, ότι η απόφαση κατά του δικού μου βιβλίου έχει άλλες αιτίες, δεδομένου ότι η δική μου κρίση επί των ίδιων γεγονότων έχει λιγότερο Ολύμπια νηφαλιότητα από εκείνη του Τίλλυ.

Λουτσιάνο Κάνφορα


* Ο Κάνφορα παραθέτει τα λόγια του Μπεκ στα αγγλικά και αποσπάσματα της λογοκριμένης μετάφρασης στα γερμανικά. Από εκεί τα μεταφράσαμε στα ελληνικά.


Ο τεχνολογικός μεσαίωνας



Της Μάρθας ΠΥΛΙΑ

Αμέσως μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και εν μέσω της γενικής πολιτικής ευφορίας, ο François Mitterrand είχε εκφράσει το φόβο ότι οδεύουμε προς τεχνολογικό μεσαίωνα. Τότε βέβαια, κανείς δεν σκέφτηκε να αποδώσει στον Mitterrand φιλοσταλινικές προθέσεις.
Έκτοτε η διαδρομή που διανύσαμε, με εκπρεπείς σταθμούς την πολτοποίηση των πρώην σοσιαλιστικών χωρών και τους "δημοκρατικούς" πολέμους των ΗΠΑ και της Ευρώπης, συγκεκριμενοποίησε τον παραπάνω ζοφερό χρησμό και αποκαθήλωσε τα πολιτικά κεκτημένα της νεωτερικότητας. Εξοικειωθήκαμε λοιπόν με την αποδόμηση των πάντων και, μέσα από ένα διεθνές σκηνικό που επεξεργάζονται τα ΜΜΕ, συναινέσαμε στην αναθεώρηση όχι μόνο της ιστορίας, αλλά και αυτών των αρχών της καθημερινής κοινής λογικής: λατρέψαμε τα επικοινωνιακά είδωλα όλων των ειδικοτήτων, αποδεχθήκαμε τη διαφθορά στο δημόσιο βίο και, κυρίως, τις ντιρεκτίβες που αποστέλλουν τα διευθυντήρια του λεγόμενου νεοφιλελευθερισμού.
Αναπόφευκτο σύμπτωμα, σε αυτό το "μετα-νεωτερικό" τοπίο, αποτελεί η πρόσφατη εκδοτική διαμάχη για το θέμα Κάνφορα "που μαίνεται στην Ευρώπη". Πρόκειται για την άρνηση της έκδοσης του βιβλίου του με τίτλο |Η δημοκρατία. Ιστορία μιας ιδεολογίας|, από γερμανικό εκδοτικό οίκο με πρόσχημα τη φιλοσοβιετική παρουσίαση της ιστορίας.
Όσο και αν επιστρατεύθηκαν επιστημονικά κριτήρια και υπογραφές καθ' ύλην αρμόδιων, όσο και αν πέπλο σιωπής καλύπτει σχετικά την ακαδημαϊκή κοινότητα και τις δημοκρατικές μας ευαισθησίες, ένα γεγονός παραμένει αμετακίνητο: στη μακρά πορεία της ιστορίας των ιδεών, μέτρα αυτού του τύπου κάλυπταν πάντα σαφείς πολιτικές επιλογές κατασταλτικού περιεχομένου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ουσιαστικοί λόγοι αυτής της απροκάλυπτης λογοκρισίας παρουσιάζονται με αφέλεια σε μεταφρασμένη επιφυλλίδα στο |Βήμα|, με τον εύγλωττο τίτλο "Η επιστροφή του Ιωσήφ Στάλιν" (Ρόμπερτ Κόνκουεστ, 11/12/2005): "ο κ. Κάνφορα απαλύνει τον κομμουνισμό, ...και η λέξη γκουλάγκ δεν εμφανίζεται ούτε μία φορά στη γερμανική μετάφραση, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες δέχονται έντονη επίθεση για την υποστήριξη φασιστικών καθεστώτων σε όλον τον κόσμο".
Το ζήτημα είναι λοιπόν η ιδεολογική απογύμνωση της αυτοκρατορίας των Ηνωμένων Πολιτειών και όχι η παραχάραξη των ιστορικών εργαλείων. Χρειάζεται πράγματι περίσσιο θράσος, το θράσος της εξουσίας, για να ανακινεί κανείς το ζήτημα των γκουλάγκ κάθε φορά που ασκείται κριτική στους πρόσφατους "δημοκρατικούς" πολέμους των ΗΠΑ και στις ανοχές των κοινωνιών που τους επέτρεψαν.
Από την εποχή της πτώσης του Βερολίνου μέχρι σήμερα, από τότε δηλαδή που οι ΗΠΑ απέμειναν, χωρίς αντίπαλο, ο μοναδικός ρυθμιστής του κόσμου τούτου, ραγδαίες ιδεολογικές μετατοπίσεις παραχαράζουν "αυτές καθαυτές τις διαπιστώσεις της εμπειρίας και την αλληλουχία που τις διέπει".
Από την εποχή που ο Ρομπέρτο Μπενίνι σάρωνε τα βραβεία σε Ευρώπη και Αμερική με την ταινία του "Η ζωή είναι ωραία", όπου στο Άουσβιτς ελευθερωτής εισέβαλε ο αμερικανικός στρατός, μέχρι το σχέδιο απόφασης της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, που θα συζητηθεί στις 24-27 τρέχοντος, με τίτλο "Ανάγκη διεθνούς καταδίκης των εγκλημάτων των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων", η διαδρομή είναι γραμμική και αποκαρδιωτική: στην πολιτική, την τέχνη, την επιστήμη και τη ζωή, μια καθώς πρέπει νωθρότητα ακινητοποιεί τις αντιδράσεις και επιτρέπει την επιβράβευση τής κάθε εύχρηστης μετριότητας~ οποιαδήποτε παρέκκλιση από τον παραπάνω χρυσό κανόνα περιθωριοποιείται ακαριαία. Άραγε ποιος θα συναντήσει τους Αργείους για να τους πει ότι πρέπει να ντρέπονται;


Μέρες λογοκρισίας στη Γερμανία;



Της Λήδας ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Η ελευθερία της έκφρασης στην νεωτερική Ευρώπη χτίστηκε πάνω στη θεμέλιο λίθο της περίφημης φράσης του Βολταίρου "Δεν συμφωνώ με ό,τι λες, αλλά θα αγωνιστώ για να μπορείς να το λες ελεύθερα". Ο καθένας μπορεί να υποστηρίζει τις απόψεις του, δημοσίως, ακόμα και όταν πρόκειται για απόψεις εθνικιστικές, ξενοφοβικές, σεξιστικές. Ακόμα και όταν πρόκειται για απόψεις που αναθεωρούν την ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με μονομερείς ή νεφελώδεις πραγματείες και μυθοπλασίες. Η λογοκρισία, ταυτισμένη με τις φαιές σελίδες της ευρωπαϊκής ιστορίας, αποτελεί το έσχατο μέσο της υπόδειξης των ορίων της ελευθερίας της έκφρασης.
Στη μεταπολεμική Γερμανία η αναθεώρηση τη ιστορίας του ναζισμού ξεκίνησε, στην πράξη, λίγο μετά με την ίδρυσή της, το 1949, επί καγκελαρίας Άντεναουερ. Με την ψήφιση νόμων και διαταγμάτων το 1950, που, αφενός επιτάχυναν την διαδικασία ενσωμάτωσης πρώην ναζί υπαλλήλων στον δημόσιο τομέα, αφετέρου απαγόρευαν τις προσλήψεις κομμουνιστών στο δημόσιες υπηρεσίες. Με τη δρομολόγηση της απαγόρευσης του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας δια ποικίλων ρυθμίσεων. Η οποία απαγόρευση επιτεύχθηκε έξι χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβρη του 1956, με απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Επρόκειτο για την λεγόμενη "πολιτική του roll back", της συγκράτησης του κομμουνιστικού κινδύνου, που υποστήριζαν οι συμμαχικές δυνάμεις των αμερικανών. Στόχος τους, και με τη βοήθεια του σχεδίου Μάρσαλ, η διάπλαση του αντιπάλου δέους, της βιτρίνας της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας, έναντι της ελεγχόμενης από την Σοβιετική Ένωση "Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας". Το κίνημα του "Μάη του '68" αποκάλυψε μεν κάποιες πτυχές της σιωπηρής συμμαχίας της ομοσπονδιακής δημοκρατίας με τους πρώην υποστηρικτές του εθνικοσοσιαλισμού στην πολιτική, την οικονομία και κυρίως στην Ανωτάτη Παιδεία. Ο ένοπλος αγώνας της "Φράξιας Κόκκινος Στρατός" συνέβαλε όμως, μεταξύ άλλων, στην αναστολή της κάθαρσης που τότε προβλήθηκε ως κυρίαρχο αίτημα. Οι δολοφονίες πρώην στελεχών των Ες-Ες και ευυπόληπτων πολιτών της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, όπως ο πρόεδρος των εργοδοτών Χανς Μάρτιν Σλάιερ, έδωσαν στο κράτος το απαραίτητο πρόσχημα να συνεχίσει, με τη συναίνεση της τρομοκρατημένης πλειοψηφίας του κοινωνικού σώματος, την αντικομουνιστική πολιτική του Άντεναουερ με τις απαγορεύσεις προσλήψεως και τις απολύσεις αριστερών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Επί της ουσίας, το μαχαίρι δεν έφτασε ποτέ στο κόκαλο. Ακόμα και στα κείμενα της Ουλρίκε Μάινχοφ, ο μύθος του χαρισματικού Φύρερ παρέμενε αλώβητος και ο γερμανικός "λαός" ένα "θύμα" του.
Ακολούθησε στα μέσα της δεκαετίας του '80 η "διαμάχη των ιστορικών" υπό τον καθηγητή της ιστορίας Έρνστ Νόλτε. Ο οποίος, ως γνωστόν, προέβη σε μια υποβάθμιση της εγκληματικής πολιτικής του ναζισμού, μέσω της σύγκρισής της με τα εγκλήματα του σταλινισμού. Οι θέσεις των αναθεωρητών, που στηρίχτηκαν από την |πολιτική συμφιλίωσης| με το παρελθόν, του χριστιανοδημοκρατικού καγκελαρίου Χέλμουτ Κολ, έμελλαν, μετά την πτώση του τείχους το '89, να κυριαρχήσουν.
Χαρακτηριστικό τους σημαίνον είναι ο βομβαρδισμός της Δρέσδης από τους συμμάχους. Η καθιέρωση του εορτασμού της επετείου, επισκίασε τα εγκλήματα της Βέρμαχτ και των ναζί, στην πολιτική. Η μεταρσίωση του συναισθήματος του πόνου που προκάλεσε στους Γερμανούς, μετέπλασε όχι μόνον στην κοινωνία αλλά και στη λογοτεχνία, ακόμη και πρώην αριστερών συγγραφέων, το γερμανικό λαό από θύτη σε θύμα.
Χαρακτηριστική είναι η σθεναρή αντίδραση, από την πλειοψηφία της κοινότητας των γερμανών ιστορικών, στα βιβλία των ιστορικών Ντάνιελ Γκόλντχαγκεν και Γκέτς Άλυ, |Οι πρόθυμοι εκτελεστές του Χίτλερ| και |Το λαϊκό κράτος του Χίτλερ| αντίστοιχα. Στα οποία τεκμηριώθηκε, με διαφορετικές μεθόδους, η ενεργός ή παθητική συμμετοχή των απλών γερμανών πολιτών στη ναζιστική θηριωδία.

***

Μέσα σ' αυτό το αναθεωρητικό κλίμα, που δεν πρέπει να παραβλέψουμε, αποφασίστηκε η άρνηση της γερμανικής έκδοσης του δοκιμίου |Δημοκρατία. Ιστορία μιας ιδεολογίας| του καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Μπάρι, καταξιωμένου διεθνώς γνώστη της αρχαίας ιστορίας και λογοτεχνίας και της ιστορίας των ιδεών Λουτσιάνο Κάνφορα, από τον εκδοτικό οίκο του Μονάχου C.H. Beck Verlag. Σημειωτέον ότι η έκδοση συμπεριλαμβάνεται στην σειρά "Οικοδομώντας την Ευρώπη", υπό την αιγίδα του γάλλου ιστορικού Ζακ Λε Γκοφ. Σημειωτέον επίσης ότι στον ίδιο εκδοτικό οίκο και στην ίδια σειρά έχει μεταφερθεί στα γερμανικά η βιογραφία του Καίσαρα, γραμμένη από τον Λουτσιάνο Κάνφορα.
Σημειωτέον, τέλος, ότι ο εν λόγω εκδοτικός οίκος του Καρλ-Χάινριχ Μπεκ, εκδίδει εκτός από ιστορικά βιβλία, και όλους τους ψηφισθέντες, στο γερμανικό κοινοβούλιο, νόμους, σε συγγράμματα.
Η πραγματεία του Κάνφορα, όπως επεσήμαναν οι γερμανοί αρθρογράφοι, δεν αποτελεί μια γραμμική αναδρομή στην ιστορία της έννοιας της δημοκρατίας στη Δύση. Ο Κάνφορα φωτίζει το παρελθόν με στοιχεία του παρόντος και τανάπαλιν. Εκκινώντας από την αρχαία Αθήνα και φθάνοντας μέχρι τις μέρες μας, επιχειρεί μια προκλητική αποδόμηση της καθιερωμένης ερμηνείας της δημοκρατίας και δη της δυτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, εντάσσοντάς την σε μια σειρά συστημάτων καταπίεσης. Παράλληλα αρνείται να συνταχτεί με την κυρίαρχη άποψη ότι η "|Σοβιετική Ένωση του Στάλιν αποτελούσε ένα μοναδικό και γιγαντιαίο στρατόπεδο κρατουμένων|". Και υποστηρίζει επιπλέον την ιστορική του αναγκαιότητα του κομμουνισμού.
Ο Κάνφορα "|ωραιοποιεί τον κομμουνισμό χρησιμοποιώντας αυθαίρετα τα ιστορικά πραγματικά δεδομένα|", ήταν μια από τις βασικές ενστάσεις που ήγειρε και δημοσιοποίησε στον τύπο ο βασικός επιμελητής του εκδοτικού οίκου Detlef Felken. Και διευκρίνισε: "|Ο Κάνφορα αποκαλεί 'μύθο' την άποψη ότι το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο προετοίμασε τον διαμελισμό της Πολωνίας. Δεν αναφέρει ούτε το πρόσθετο μυστικό πρωτόκολλο, ούτε τα θύματα του Στάλιν στη Ρωσία, ούτε τη δολοφονία των πολωνών αξιωματικών στο Κατύν|". Ανέφερε επίσης ότι ο ιταλός ιστορικός "|είναι ιδιαίτερα αυστηρός στην κριτική που ασκεί στις δυτικές δημοκρατίες και στην Αμερική και ιδιαίτερα ευμενής απέναντι στις πρώην "Λαικές Δημοκρατίες του ανατολικού μπλοκ και στην πρώην Σοβιετική Ένωση|". Επί τούτοις "|προβαίνει σε μια γενική καταδίκη της κυβέρνησης Άντεναουερ την οποία χαρακτηρίζει εκδικητική και μάλιστα ναζιστική (...) Ο Άντεναουερ μπήκε φυλακή επί Χίτλερ, δεν ήταν ναζί|". Για να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι "|Εξωτερικοί πραγματογνώμονες μας συμβούλευσαν να ακυρώσουμε την έκδοση του δοκιμίου που θα έβλαπτε το καλό όνομα του εκδοτικού οίκου|".
Ένας από αυτούς που αναφέρονται και αποτελεί, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, και τον βασικό υποκινητή της απόσυρσης της γερμανικής μετάφρασης, είναι ο αποκαλούμενος Νέστωρ της γερμανικής ιστοριογραφίας, ο Χανς Ούλριχ Βέλερ. Στην πραγματογνωμοσύνη του, της 6ης Οκτωβρίου του 2005, ο Βέλερ δήλωσε ότι το δοκίμιο αποτελεί "|όχι μόνον για μια ακραία δογματική έκθεση αλλά και μια τόσο βλακώδη, που δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε κανένα σημείο στις απαιτήσεις τη δυτικής ιστοριογραφίας|".
O Βέλερ, που κι αυτός εκδίδει τα βιβλία του στον οίκο Καρλ-Χάινριχ Μπεκ, συγκαταλέγεται στους πιο φανατικούς υποστηρικτές του "μύθου του πανίσχυρου λαοπλάνου Χίτλερ". Συγκέντρωσε τα φώτα της δημοσιότητας στην αντιπαράθεσή του με τον ιστορικό Γκετς Άλυ, όταν ο τελευταίος εξέθεσε λεπτομερώς, στο ήδη αναφερθέν |Λαϊκό κράτος του Χίτλερ|, τα οικονομικά πλεονεκτήματα του απλού γερμανού πολίτη στο εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς.
Ο Βέλερ υπήρξε ακόμα εκείνος που ζήτησε δημοσίως, μέσω της εφημερίδας |Der Tagesspiegel| (8.12.1998), την κατανόηση για τη γενιά των καθηγητών της ιστορίας που συνεργάστηκαν στα νεανικά τους χρόνια με τους ναζί και καθόρισαν τη γερμανική ιστοριογραφία από τη δεκαετία του '50 μέχρι τη δεκαετία του '80, ενώ οι εν λόγω καθηγητές είχαν συντάξει, μεταξύ άλλων, πραγματογνωμοσύνες που επικροτούσαν τους εκτοπισμούς πληθυσμών και μιλούσαν για την απαραίτητη εκκαθάριση των πόλεων από το εβραϊκό στοιχείο...
Η πλειοψηφία των αρθρογράφων στο γερμανικό και γερμανόφωνο τύπο, που ασχολήθηκαν με το ζήτημα και διαβάσαμε, συντάσσεται ευθέως και ακρίτως με τις απόψεις των Βέλερ και Φέλκεν, παρ' ότι δεν προσυπογράφουν όλοι την άρνηση της έκδοσης, στο όνομα της ελευθεροτυπίας. Στις γνωστές αριστερές εφημερίδες δεν μπορέσαμε μέχρι σήμερα να ανακαλύψουμε κάποια μνεία επ' αυτού.
"Το γεγονός πως ένας εκδοτικός οίκος δεν θέλει να τυπώσει ένα τέτοιο βιβλίο, στη σειρά "Oικοδομώντας την Ευρώπη", δεν είναι μόνον κατανοητό αλλά και χαίρει κάθε υποστήριξης", γράφει στην πολεμική του ο Johan Schloemann (|Sueddeutsche Zeitung|, 17.11.2005).
"Εμείς κάναμε τη δοκιμή" δηλώνει ο Joahim Guenther στη |Neue Zuericher Zeitung|, (21.11.2005). "Η λέξη γκούλαγκ δεν εμφανίζεται πουθενά. Αντ' αυτού, οι ΗΠΑ γίνονται στόχος μιας δριμείας επίθεσης για την στήριξη των φασιστικών καθεστώτων ανά τον κόσμο, από την Ινδονησία μέχρι την Λατινική Αμερική, και για τον αντίθετο με το Διεθνές Δίκαιο πόλεμο του Ιράκ. Είναι ο συγγραφέας τυφλός στο αριστερό του μάτι;"

***

Ο επιφυλλιδογράφος Dirk Schummer, της συντηρητικής πλην όμως γνωστής για την ποιοτική λογοτεχνική κριτική της |Frankfurter Allgemeine Zeitung| (25. 11.2005) είναι ο μόνος που προσπάθησε να ασκήσει μια ευρείας αντιλήψεως προσέγγιση του θέματος.
Καταρχήν, χαρακτηρίζει τη μέθοδο ανάγνωσης της ιστορίας από τον Κάνφορα μεροληπτική μεν αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Τον συγκρίνει με τον Θουκυδίδη και την ερμηνεία του της αθηναϊκής δημοκρατίας ως μιας μορφής δικτατορίας. Δηλώνει ότι έτσι ο Κάνφορα ανατρέπει τον "προσφιλή μας άξονα, Ελλάδα - Δημοκρατία – Ελευθερία".
Επισημαίνει ότι ο ιταλός διανοητής εστιάζει τη ματιά του στον ρόλο της δημοκρατίας, μέσα στον ιδεολογικό πόλεμο μεταξύ 1914 και 1989. Και βάλλει ευθέως εναντίον των μικρονοϊκών γερμανών επικριτών του, υποστηρικτών μιας |συναινετικής| ιστοριογραφίας, οι οποίοι δεν αντέχουν να αγγίξουν τους τύπους των ήλων στο σώμα της παγκόσμιας και ιδιαίτερα της γερμανικής ιστορίας: "Εδώ όπου οι γκρίζες σκιάσεις των συμμαχιών, ανατροπών και στρατιωτικών καθεστώτων δυσφημούν ιδιαίτερα τις "δυτικές δημοκρατίες", οι γερμανοί συνάδελφοί του δεν θέλουν και δεν μπορούν να ακολουθήσουν τον δεδηλωμένο κομουνιστή. "Και βέβαια", συνεχίζει, "θα πρέπει να μπορεί να αναρωτηθεί κανείς πώς μια μορφή όπως ο Χανς Γκλόμπκε, που συνεργάστηκε στην έκδοση του σχολίου των ρατσιστικών νόμων της Νυρεμβέργης, επιτρεπόταν υπό τον Άντενάουερ να φθάσει μέχρι την καγκελαρία και να συν-καθορίζει από εκεί την βορειοαντλαντική πολιτική".
"Δεν πρόκειται για ένα ζήτημα χρησιμοποίησης δεδομένων", αντιτίθεται στον Βέλερ, αλλά για "έναν διαφορετικό τρόπο αξιολόγησης των δεδομένων", σύμφωνο με την ιταλική κουλτούρα. "Όπου αφήνεται περισσότερος χώρος στην υποκειμενική κρίση απ' ότι στην κανονιστική εκδοχή ενός βιβλίου τσέπης".
Ο Κάνφορα, τονίζει ο επιφυλλιδογράφος, "δεν συμμετέχει στο φθηνό μαγικό κόλπο της απαλλαγής των δυτικών δημοκρατιών από τις ευθύνες τους στην ανάδυση του φασισμού και του στιγματισμού του κομουνισμού ως απόλυτου κακού". "Γι' αυτόν, η τρίτη δύναμη, δηλαδή το καπιταλιστικό σύστημα, πυροδότησε την κόλαση του 20ού αιώνα. Γι' αυτό μπορεί ως ένας γνήσιος αντι-Νόλτε να διεκπεραιώσει με εξυπνάδα την ανοησία του γερμανού συναδέλφου του. Με την οποία ο Νόλτε προσπάθησε να φορτώσει στην πλάτη των μπολσεβίκων, ως 'ασιατική πράξη', το Άουσβιτς."
Αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ως τεκμήριο την αρχική συμπάθεια του Τσώρτσιλ για τα κτηνώδη καθεστώτα των Χίτλερ και Μουσολίνι, που δεν ήταν εις θέση, σε βάθος χρόνου, να επηρεάσουν τις σχέσεις ιδιοκτησίας. Αλλά και την αγγλοαμερικανική υποδαύλιση του εμφυλίου και την εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα σχέδια της C.I.A, έτσι ώστε να αποτραπεί η ανάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές.
"Στο ένα μάτι τυφλός, αντιλαμβάνεται με το άλλο με ιδιαίτερη οξύτητα ιστορικά πραγματικά δεδομένα και καταστάσεις που έχουμε συνηθίσει να παραβλέπουμε" συμπεραίνει ο Σούμμερ.
Με την ενδεικτική αυτή φράση αλλά και με μια τελευταία είδηση θέλουμε να κλείσουμε την αναφορά στο "ζήτημα Κάνφορα στη Γερμανία". Ο μικρός αριστερός εκδοτικός οίκος Pappy Rossa Verlag, στην Κολωνία, ανακοίνωσε ότι την άνοιξη του 2006 θα εκδώσει το δοκίμιο του Λουτσιάνο Κάνφορα.

Τα ιερά και όσια



Του Κώστα ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ

Στις σκέψεις, που διατυπώνονται σήμερα σε διπλανές στήλες, θα ήθελα να προσθέσω με τη σειρά μου μερικά σχόλια.

***
Η συγκυρία των επιθέσεων στις απόψεις του Κάνφορα, σχετίζεται εν πολλοίς με το πλαίσιο που διαμορφώνεται -με αφορμή τα ψηφίσματα που πρόκειται να συζητηθούν στην ολομέλεια του Συμβουλίου της Ευρώπης- καταγγελίας των εγκλημάτων του φασισμού και του κομμουνισμού. Η εξίσωση κομμουνισμού και φασισμού αρχίζει πια να ορίζεται ως η κανονιστική αρχή στις αγωνιώδεις αλλά και συχνά βίαιες διαδικασίες συγκρότησης της "Ευρωπαϊκής" ταυτότητας. Οτιδήποτε αμφισβητεί αυτήν την εξίσωση επιβάλλεται να χτυπηθεί αλύπητα, διότι η ιστορία του 20ού αιώνα πρέπει να γραφτεί με βάση αυτή την εξίσωση. Ή μάλλον, πρέπει πρώτα να εξοικειωθούμε μαζί της, ώστε αργότερα να ανατραπεί, καθιερώνοντας αυτό που ο Νόλτε είχε ήδη διατυπώσει πριν πολλά χρόνια: ο ναζισμός δημιουργήθηκε μέσα από την απειλή που συνιστούσε ο κομμουνισμός. Ήταν ένα είδος άμυνας απέναντι στον κομμουνισμό, ο οποίος αν δεν ήταν τόσο απαίσιος, δεν θα είχαμε και τους ναζί, οι οποίοι προσπαθώντας να προστατεύσουν τη Γερμανία από τους κομμουνιστές, παρεκτράπηκαν. Πρώτο μέλημα, λοιπόν, είναι να καθιερωθεί σήμερα η εξίσωση φασισμού και κομμουνισμού. Για το μέλλον, υπάρχουν άλλα σχέδια: ο πολιτικός συσχετισμός στην Ευρώπη είναι ευνοϊκός για να δημιουργηθούν οι απαραίτητες εκείνες συνθήκες που θα μετατρέψουν την εξίσωση σε ανισότητα, και τότε ο κομμουνισμός στον 20ό αιώνα θα φαντάζει σαν το μοναδικό και απόλυτο κακό.
***
Η απόφαση να μην εκδοθεί το βιβλίο του Κάνφορα από τον εκδοτικό οίκο Beck, ελάχιστη σχέση έχει με τις αδυναμίες του βιβλίου που επικαλούνται οι εκδότες ή με την ανησυχία τους μήπως μία τέτοια έκδοση κάνει κακό στη φήμη τους. Είναι γνωστό ότι οι μεγάλοι και γνωστοί εκδοτικοί οίκοι έχουν καθιερώσει τη φήμη τους με τις, αναμφισβήτητης ποιότητας, εκδόσεις τους, τη μακροχρόνια παρουσία τους, και τις σχέσεις τους με σημαντικούς διανοούμενους και προβεβλημένα άτομα από τον ακαδημαϊκό χώρο. Δεν υπάρχει, όμως, μεγάλος και γνωστός εκδοτικός οίκος που να μην έχει εκδώσει και βιβλία απίστευτης προχειρότητας. Θα αναρωτηθεί κανείς καλοπροαίρετα: μα δεν είναι σωστό να προλαβαίνει ένας εκδοτικός οίκος τέτοια ατοπήματα; Γενικά, ναι. Όμως, οι κατά καιρούς πρόχειρες εκδόσεις δεν υπονόμευσαν ποτέ το κύρος κανενός μεγάλου οίκου. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες εκδοτικοί οίκοι στο εγχείρημα (Blackwell για την αγγλική έκδοση, Critica για την ισπανική και Seuil για την γαλλική), υπό τον Λε Γκοφ, είναι πασίγνωστοι και μεγάλου κύρους. O Beck, με την απόφασή του, εκτίθεται στους υπόλοιπους και επιβαρύνει τη φήμη του πολύ περισσότερο, παρά αν δεχόταν να προχωρήσει στην έκδοση του βιβλίου που έχουν ήδη εκδώσει οι υπόλοιποι. Αλλού, νομίζω, πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια της απόφασης: ο Beck είναι ένας οίκος που διαφέρει από τους άλλους (όπως σημειώνει εδώ η Λήδα Καζαντζάκη). Η απαγόρευση της έκδοσης αποτελεί μια συνειδητά προκλητική κίνηση, αφού τα εκδοτικά σκάνδαλα δεν προκαλούν μονάχα συζητήσεις. Κάνουν κάτι πιο σημαντικό. |Αναγκάζουν| διάφορους να συμμετάσχουν στις συζητήσεις, που μπορεί και να ήταν αδιάφοροι αν ένα βιβλίο είχε εκδοθεί "κανονικά". Το "σκάνδαλο της μη έκδοσης του Κάνφορα" θα αποτελέσει το έναυσμα για να αναγκαστούν να συμμετάσχουν στη συζήτηση οι δεξιοί, οι κεντρώοι |και το σημαντικότερο|, οι λογής σώφρονες της αριστεράς. Οι θέσεις πού θα διατυπωθούν, ιδιαίτερα από τη συμπαθή κατηγορία των "υπευθύνως σκεπτόμενων" της αριστεράς, είναι νομίζω δεδομένες, αλλά και επιδιωκόμενες από τη σημερινή πολιτική εξουσία. Η άρνηση της έκδοσης, λοιπόν, αναγκάζει |όλους| να πάρουν θέση, ώστε να καυτηριαστεί η ασέβεια του συγγραφέα που αρνείται την εξίσωση. Αφού σήμερα, πάνω απ' όλα, στόχος είναι να γίνει κοινή συνείδηση στην Ευρώπη η ισχύς της εξίσωσης.
***
Οι |Θέσεις| του Μαρξ για τον Φόιερμπαχ δεν εξαντλούνται στην τόσο ταλαιπωρημένη 11η θέση, περί της εμμονής που πρέπει να έχουν οι φιλόσοφοι για να αλλάξουν τον κόσμο. Ας τις (ξανα)θυμηθούμε όλες και, κυρίως, την 8η, που είναι τόσο πολύ χρήσιμη στις κοινωνικές αλλά και ακαδημαϊκές ζυμώσεις των ημερών μας: |"Η κοινωνική ζωή είναι στην ουσία πρακτική. Όλα τα μυστήρια που παρασέρνουν τη θεωρία προς τον μυστικισμό βρίσκουν τη λογική τους λύση στην ανθρώπινη πράξη και στην κατανόηση αυτής της πράξης"|. Κάτι τέτοιο περίπου προτείνει ο Κάνφορα στο δοκίμιο του |Η Κριτική της Δημοκρατικής Ρητορείας|, για το φαινόμενο του κοινοβουλευτισμού: Ο "βίος και η πολιτεία" του κοινοβουλευτισμού καθιέρωσαν λειτουργίες που βαθμιαία έχουν εγκαταστήσει βαθιά αντιδημοκρατικές δομές. Η συγκεκριμένη πραγματικότητα του κοινοβουλευτισμού, ολοένα και περισσότερο απομακρύνει το ενδεχόμενο μιας δημοκρατικής και ενάρετης διακυβέρνησης. Κι εδώ, τίθεται ένα δύσκολο ερώτημα στην αριστερά και στους αριστερούς: Πιστεύουμε πραγματικά ότι μπορεί να μεταρρυθμιστεί ο κοινοβουλευτισμός; Εγγυάται η |ιστορία| του κοινοβουλευτισμού τη δυνατότητα μεταρρύθμισής του; Μήπως η ίδια η ιστορία του έχει πια ακυρώσει τέτοιες δυνατότητες; Το ζητούμενο, προφανώς, δεν είναι τόσο οι απαντήσεις, όσο η νομιμοποίηση τέτοιων ερωτημάτων στις συζητήσεις της αριστεράς.
***
Ο Κάνφορα διατυπώνει μία σειρά από πειστικά επιχειρήματα που μας αναγκάζουν να ξανασκεφτούμε το πρόβλημα των |ορίων| του Διαφωτισμού, και το κατά πόσο το |πρόγραμμα| του Διαφωτισμού έχει χρονικό ορίζοντα. Όχι επειδή έχει ολοκληρωθεί αλλά επειδή έχει (αυτό)υπονομευτεί λόγω των εγγενών αντιφάσεών του. Δεν είναι μία καινούργια θέση~ την είχαν διατυπώσει, πριν περίπου πενήντα χρόνια, έστω και λίγο διαφορετικά, οι Αντόρνο και Χορχάιμερ στη |Διαλεκτική του Διαφωτισμού|. Και μέσα από αυτήν την έμμεση αλλά κατηγορηματική αναφορά του Κάνφορα, εκφράζεται ένας μη γνώριμος για εμάς, αλλά σίγουρα ευπρόσδεκτος, ριζοσπαστισμός ενός κομμουνιστή διανοούμενου: τίποτα στην κουλτούρα της αριστεράς δεν (πρέπει να) είναι τόσο ιερό ώστε να μείνει έξω από την κριτική αποτίμηση της ιστορίας του. Ακόμη και ένα θέμα ταμπού, όπως είναι η κοινοβουλευτική δημοκρατία.


Οι ελληνιστές και ο Μουσολίνι



Του Μάσσιμο ΚΑΤΣΟΥΛΟ

LUCIANO CANFORA, |Il papiro di Dongo|, Adelphi, 2005

|Ο πάπυρος του Ντόγγου| είναι ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου του Λουτσιάνο Κάνφορα. Αποτελείται από 760 σελίδες που, παρά το δύσκολο θέμα τους, διαβάζονται ευχάριστα γιατί είναι γραμμένες με συναρπαστικό ύφος, απόδειξη ότι είναι δυνατόν να γράψει κανείς επιστημονικά βιβλία απευθυνόμενος συνάμα σ' ένα ευρύτερο κοινό, χωρίς να γίνεται Νταν Μπράουν και σεβόμενος την ιστορική αλήθεια.
Προτού εισέλθουμε στον θεματικό πυρήνα, ας δούμε τι σημαίνει ο παράξενος τίτλος. Ντόγγο είναι το χωριό στα σύνορα με την Ελβετία, όπου το πρωί της 27ης Απριλίου 1945 συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν από μια ομάδα ανταρτών ο Μουσολίνι και άλλα ανώτατα στελέχη του Φασισμού. Μεταξύ αυτών και ο Γκοφρέδο Κόππολα, διάσημος ελληνιστής, παπυρολόγος (να γιατί ο πάπυρος του τίτλου) πρύτανης, κατά τη γερμανική κατοχή, του Πανεπιστημίου της Μπολώνια, αλλά και στενός συνεργάτης του Μουσολίνι και δωσίλογος των ναζί στην Ιταλία, από τον Σεπτέμβρη του '43.
Με το βιβλίο του ο Κάνφορα φωτίζει την ακαδημαϊκή και επιστημονική κοινότητα κατά τη φασιστική εικοσαετία και απεικονίζει τη στάση των διανοουμένων μπροστά στη δικτατορία. Ως παραδείγματα επιλέγονται κάποιοι διάσημοι ελληνιστές της εποχής~ όχι μόνο γιατί ο ίδιος ο Κάνφορα είναι κλασικός φιλόλογος αλλά γιατί οι καθηγητές κλασικών (ελληνικών και λατινικών) αποτελούν τυπικό δείγμα της στάσης της διευθυνούσης ιταλικής τάξης ενώπιον του φασισμού. Τρεις είναι οι πρωταγωνιστές του βιβλίου: ο προαναφερθείς καθ. Κόππολα, ο καθ. Αχιλλέας Βολιάνο και η Μήδεια Νόρσα, η καλύτερη παπυρολόγος της εποχής, κατ’ αρχήν θύμα των ρατσιστικών νόμων και, μετά την Απελευθέρωση, των συναδέλφων της, που της αρνήθηκαν μια θέση στο πανεπιστήμιο γιατί ήταν γυναίκα.
Ο Κάνφορα, με εξονυχιστική και ακριβέστατη έρευνα προς κάθε κατεύθυνση, ψάχνοντας τα μυστικά ντοκουμέντα της εποχής, στα πρακτικά των πανεπιστημιακών διαγωνισμών (κονκόρσι), εκατοντάδες επιστολές θαμμένες στ' αρχεία, στα συρτάρια και στις βιβλιοθήκες, και ερευνώντας οποιοδήποτε στοιχείο, ιδιωτικό και δημόσιο, έγραψε ένα πολυσχιδές βιβλίο που φωτίζει το θέμα από πολλές όψεις: ιστορική, φιλολογική, κοινωνική, ανθρωπιστική... Ιστορική, αφού ο Κάνφορα ερευνά βαθιά μια κρίσιμη και τραγική περίοδο της πρόσφατης ιταλικής ιστορίας, μέσω του καθρέφτη των κλασικών σπουδών, βγάζοντας το συμπέρασμα ότι η ομαδική προσχώρηση των διανοουμένων και προπαντός των ελληνιστών στον φασισμό οφείλεται στο γεγονός ότι το καθεστώς προστάτευε τις κλασικές σπουδές, ότι για πρώτη φορά στην ιστορία οι ελληνομαθείς και οι λατινομαθείς απέκτησαν μια τόσο ισχυρή θέση μέσα στη διευθύνουσα τάξη, ότι στις φιλολογικές σχολές και στα κλασικά ιδρύματα εισέρεαν πολλά χρήματα από το κράτος και οι παπυρολογικές αποστολές στην Αίγυπτο χρηματοδοτούνταν απλόχερα για τη μείζονα δόξα της Ιταλίας. Τα παραδείγματα της κατάστασης αυτής που εκθέτει ο Κάνφορα είναι πολλά, αλλά αρκεί ένα ενδεικτικό: Στο |Πόπολο ντ' Ιτάλια| και στην |Κορριέρε ντέλλα Σέρα,| τις δημοφιλέστερες εφημερίδες της εποχής, σχεδόν καθημερινά έβρισκαν θέση στις πρώτες σελίδες εκτενή φιλολογικά άρθρα. Αλλά ακόμη πιο ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μουσολίνι (χωρίς την έγκριση του οποίου ούτε μία αράδα δεν γραφόταν) υπέθαλπε τέτοια άρθρα, και έφτασε στο σημείο να απαιτήσει από τον διευθυντή του |Ποπόλο ντ' Ιτάλια| να δημοσιευθεί στην πρώτη σελίδα η ανακάλυψη 16 στίχων ενός αγνώστου ποιήματος της Σαπφούς, ισχυριζόμενος ότι η Ιταλία θα αποκτούσε μεγάλο πρεστίζ στο εξωτερικό.
Όμως (κι εδώ προκύπτει η ανθρώπινη πλευρά του βιβλίου), μετά την πτώση του καθεστώτος και την εκτέλεση του διάσημου ελληνιστή Κόππολα, οι πρώην φασίστες έγιναν εξ απροόπτου αντιφασίστες. Ο Κάνφορα δημοσιεύει ανέκδοτες επιστολές, όπου πολλοί καθηγητές, φοβούμενοι μήπως χάσουν τις θέσεις στα πανεπιστήμια και τις κρατικές χορηγίες για τα μαθήματά τους, ή, θέλοντας να κατακτήσουν μια ακαδημαϊκή έδρα, φθάνουν στο σημείο να πλαστογραφήσουν τα βιογραφικά τους, ισχυριζόμενοι, λ.χ., ότι βοήθησαν Εβραίους, ότι συμμετείχαν στον ανταρτοπόλεμο και πάει λέγοντας με τα ψέματα. Φαίνεται, όμως, ότι αυτή η τακτική απέδωσε καρπούς, επειδή, με την τραγική εξαίρεση του Κόππολα, οι περισσότεροι κατόρθωσαν να ξεπλύνουν και τα βιογραφικά και τη συνείδησή τους, και χωρίς πολλά προβλήματα συνέχισαν να είναι καθηγητές, να εξετάζουν τους υποψηφίους καθηγητές, χάρις στην αναπάντεχη βοήθεια που τους προσέφεραν οι αντιφασίστες συνάδελφοί τους και το ιταλικό κράτος, που δεν ήταν σε θέση να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς με το παρελθόν του. Έτσι η προσπάθεια της αποφασιστικοποίησης της ιταλικής κουλτούρας απέτυχε εξ αρχής, όπως εξάλλου έγινε και στον πολιτικό κόσμο (όχι μόνο στην Ιταλία...), όπως φαίνεται και από την μετέπειτα εξέλιξη της ιταλικής κοινοβουλευτικής ζωής.
Η τρίτη κατεύθυνση του βιβλίου, που προέρχεται κατ' ευθείαν από τον κεντρικό άξονα που μόλις είδαμε, είναι καθαρά φιλολογική. Δεδομένου ότι οι κλασικές σπουδές ήταν το κλειδί για ν' αναδειχθεί κανείς και ν' ανέβει κοινωνικά και πολιτικά, η επιστήμη του αρχαίου πολιτισμού (die Althertumswissenschaft) χρησιμοποιήθηκε μεν ως κλίμακα προς την εξουσία και τις επιστημονικές έδρες, αλλά ταυτοχρόνως, και μοιραία, απέκτησε έναν ξεκάθαρο πρωτεύοντα ρόλο και προωθήθηκε πολύ. Είναι αναμφισβήτητο ότι εκείνη η φιλολογική γενιά παραμένει η σπουδαιότερη στην ιταλική ιστορία των κλασικών σπουδών, ακόμη και σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς. Ο Κάνφορα επιλέγει ενδεικτικά παραδείγματα (άρρηκτα συνδεδεμένα με το θέμα που εξιστορεί), για να δείξει πως ο αγώνας των διανοουμένων δεν έδωσε μόνο μικροψυχίες και άθλια επεισόδια, αλλά και κρίσιμα φιλολογικά έργα, που διαμόρφωσαν πολλές γενεές φοιτητών. Μεταξύ αυτών των έργων να σημειώσουμε τα περί των |Διηγήσεων| του Καλλιμάχου, χάρη στις οποίες πληροφορούμεθα για το χαμένο επύλλιον |Εκάλη|), ή περί των |Ελληνικών της Οξύρριγος,| ένα σημαντικό ιστορικό έργο (αγνώστου συγγραφέως), που συνεχίζει τις |Ιστορίες| του Θουκυδίδη, ξεκινώντας από τα γεγονότα του 411-410 π.Χ. Ο Κάνφορα ακολουθεί με φιλολογική ακρίβεια, βήμα με βήμα, την ανακάλυψη των παπύρων των |Ελληνικών,| σχολιάζει τις προτάσεις των διαφόρων καθηγητών, την αποκρυπτογράφηση, τις συμπληρώσεις των χαμένων γραμμάτων και την ανασύνθεση των αποσπασμάτων που ευρέθησαν στις παπύρους. Αλλά, συνάμα, ο συγγραφέας σχολιάζει τα τεκταινόμενα γύρω από τους παπύρους, τον τρόπο με τον οποίο η ιταλική αποστολή στην Αίγυπτο τους... αγόρασε (η προπαγάνδα έλεγε, όμως, πως τις έφεραν στο φως με επιστημονικές ανασκαφές).
Η διήγηση είναι πάντα πολύ ζωηρή, ξεγυμνώνει τα κάποτε παράνομα μέσα των παπυρολόγων, το διεθνές εμπόριο των παπύρων, τις σχέσεις ανάμεσα στην επιστήμη και την πολιτική κατά τις δεκαετίες 1920-1940. Το βιβλίο, από αυτή την πλευρά, έχει τα χαρακτηριστικά των αστυνομικών μυθιστορημάτων, και ο αναγνώστης οδηγείται στα παρασκήνια ενός κόσμου που γνωρίζει μόνο έξωθεν, από τα βιβλία των πρωταγωνιστών. Το αποτέλεσμα είναι ένα βιβλίο που εδράζεται με επάρκεια στο φιλολογικό και ιστορικό επίπεδο, αλλά που διαβάζεται ως μυθιστόρημα, με τη λεπτή ηδονή να δούμε τα ιερά τέρατα της αρχαίας φιλολογίας χωρίς μάσκα, μπροστά στις σημαντικές τους έρευνες, αλλά και στις αδυναμίες και μικροψυχίες τους.

|Ο Μάσσιμο Κατσούλο είναι κλασσικός φιλόλογος και μεταφραστής νεοελληνικής λογοτεχνίας|


Αποσπάσματα



Το εγώ σκέφτεται - και αφηγείται

Ποια πρότυπα γνώρισε η αρχαία ιστοριογραφία στην εμφάνισή της στον δυτικό κόσμο; Το σημείο εκκίνησης βρίσκεται στη μοναδικότητα της ομιλούσας φωνής, δηλαδή εκείνης του βασιλιά Δαρείου. Η Ιστορία γεννιέται ως αφήγηση ενός μόνο προσώπου, του βασιλιά που διηγείται τα επιτεύγματά του. Ο Δαρείος μιλά, και ο λόγος του είναι η μεγάλη επιγραφή στο Mπεχιστούν, που ακόμη τη θαυμάζουμε στην Περσία, γραμμένη στα ακκαδικά, στα αραμαϊκά και στα ελαμιτικά: τις γλώσσες με τις οποίες εκφραζόταν η πολυεθνική και πολυγλωσσική αυτοκρατορία όπου κυριαρχούσε ο Δαρείος. Αυτή είναι η ιστοριογραφία στον αρχικό της και πιο δογματικό σχηματισμό, πιο ομόφωνη. Σε μια πολύ μεταγενέστερη εποχή, η χαρισματική μορφή του Αυγούστου μιλά διαμέσου των Res Gestae, γραμμένων και εκτεθειμένων σε διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας σε δύο γλώσσες, ελληνικά και λατινικά, σύμφωνα με το πρότυπο της επιγραφής του Mπεχιστούν.
Η γέννηση ενός νέου προτύπου είναι αποτέλεσμα του δημοκρατικού ατομικισμού. Ο ατομικισμός του κόσμου στις μικρές ελληνικές κοινότητες διασπά τη μοναδικότητα του ομιλούντος. Ο πρώτος που θα μπορούσαμε να πούμε ότι διαφωνεί, με την ιστοριογραφία των βασιλιάδων και των βασιλικών επιγραφών, είναι ένας Έλληνας από την Ιωνία, ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, ο οποίος αρχίζει το βιβλίο του, μια περιγραφή του κόσμου εμπλουτισμένη με στοιχεία για τις προηγούμενες γενεές, άρα μυθική αλλά και ανθρώπινη Ιστορία, με μία φράση της εποχής: "Aυτά γράφω, όπως φαίνεται σε εμένα η αλήθεια" ["Τάδε γράφω, ως μοι δοκεί αληθέα είναι" (Jacoby - F 1α, 1)]. Αυτή η πρόταση στην πρώτη αράδα ενός σκεπτόμενου ατόμου, και όχι της αλήθειας του μονάρχη, σηματοδοτεί τη γέννηση της λαϊκής ατομικιστικής δυτικής ιστοριογραφίας, ούτε βασιλικής ούτε αυταρχικής. Είναι η πράξη γέννησης ενός εντελώς διαφορετικού προτύπου, κατατμημένου, ατέλειωτου. Τη στιγμή κατά την οποία διασπώ την εξουσία και αρνούμαι εκείνον που την προσωποποιεί, η ομιλία του δεν είναι πια μοναδική, οι λέξεις γίνονται άπειρες. Κάθε υποκείμενο είναι φορέας μιας ιδέας της αφήγησης για ένα γεγονός που θα αφηγηθούμε, μιας εικόνας των αφηγούμενων γεγονότων. Αμέτρητα υποκείμενα είναι εν δυνάμει ιστορικοί.
Διασπώντας τη μοναδικότητα του προτύπου, διασπάται και η μοναδικότητα του θέματος. Ο Δαρείος αφηγείται τα εγχειρήματά του και θεωρεί δεδομένο ότι είναι τα μοναδικά που αξίζουν να γίνουν αντικείμενα αφήγησης. Σε έναν κονιορτοποιημένο κόσμο, όπου ήδη οι κοινότητες είναι πάρα πολλές και καθεμία αποτελεί έναν κόσμο, μέσα στις οποίες υπάρχουν άπειρα υποκείμενα που όλα σκέφτονται και αφηγούνται, προφανώς και οι δυνατότητες αφήγησης είναι άπειρες. Το γεγονός αυτό καθορίζει μια πληθώρα προσεγγίσεων, η οποία είναι γνωστή σε μας με υποδείγματα...

Λουτσιάνο Κάνφορα, |Εμείς και οι αρχαίοι|, 2002, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 156




[Οι υποσημειώσεις...]

O Elias Bickerman (ή Bikerman ή Bickermann) γεννήθηκε το 1897 στο Κίσινεφ της Βεσσαραβίας, υπό τον τσάρο Νικόλαο Β'~ φοιτητής στην Πετρούπολη το 1915, κατατάχθηκε το 1916 και συμμετείχε στη θύελλα που ξέσπασε στη Ρωσία με την Επανάσταση και τον εμφύλιο πόλεμο (στον οποίο συμμετείχε) μέχρι το 1921~ στη συνέχεια πρόσφυγας-φοιτητής και μετά καθηγητής στο Βερολίνο με τη δημοκρατία της Βαϊμάρης~ φυγάς εκ νέου, επειδή ήταν Eβραίος, το 1933 και ξανά πρόσφυγας στη Γαλλία, μέχρι την άφιξη των χιτλερικών στρατευμάτων και, τέλος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, είναι ένας από τους μεγάλους της ιστοριογραφίας αυτού του αιώνα, δίπλα στον Finley, στον Momigliano και σε ελάχιστους άλλους. Είναι περιοριστικό να πούμε ότι αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη του ιουδαϊκού-ελληνιστικού πολιτισμού: οι ατέλειωτες γνώσεις του για τον αρχαίο πολιτισμό, όχι μόνο τον κλασικό, τον οδήγησε να αφήσει τα ίχνη του στα πιο διαφορετικά πεδία, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του ελληνικού δικαίου και, κυρίως, του διεθνούς δικαίου στην κλασική εποχή. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της γραφής του είναι ότι κατέχει ολοκληρωτικά τις αρχαίες πηγές, ακόμα και τις πιο μακρινές ή σπάνιες, ενώ συνάμα κρατά μια ευγενική απόσταση από την πλημμυρίδα των σύγχρονων δημοσιεύσεων, που διαδέχονται η μία την άλλη συχνά επαναλαμβανόμενες. Γνωστή είναι η αφοπλιστική απάντησή του σε κάποιον εκδότη περιοδικού που του ζήτησε εξηγήσεις για τις ελάχιστες "υποσημειώσεις": τον παρότρυνε να προσθέσει ο ίδιος κι άλλες.
Σε ένα έξοχο δοκίμιο, |The Jews in the Greek Age| (|Οι Eβραίοι την ελληνική εποχή|), που εμφανίστηκε μετά το θάνατό του στο Χάρβαρντ το 1988, οι υποσημειώσεις δεν μπήκαν κατόπιν επιθυμίας του συγγραφέα, κάτι που είναι επιζήμιο για κάθε μη παθητικό αναγνώστη...

Λουτσιάνο Κάνφορα, |Εμείς και οι αρχαίοι|, 2002, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 156


Περί μεταφράσεων

Ο στοχασμός για τη |μετάφραση| καταλήγει, υποχρεωτικά, στο πιο γενικό πρόβλημα του |αποσπάσματος|, της αποσπασματικότητας με την οποία ένας μακρινός κόσμος φτάνει ως εμάς.
Απόσπασμα είναι, προφανώς, το κομμάτι της ποίησης (της Σαπφούς ή άλλων, υπολείμματα από σύνολα που χάθηκαν) για το οποίο ξοδεύουμε ποταμούς λέξεων, αυταπατώμενοι ότι εξηγούμε το ελάχιστο τμήμα ενός συνόλου που έγινε κομμάτια.
Απόσπασμα όμως είναι κι ένα "ολόκληρο" κείμενο που ταξιδεύει στο χώρο που οι φιλόλογοι καμιά φορά αυταπατώνται ότι τον γεμίζουν βάζοντας να συνομιλήσουν τα κείμενα μεταξύ τους, "πάνω" από μια ενδιάμεση και περιβάλλουσα πραγματικότητα, γνωστή μόνο σε μικρό βαθμό. [Το παρατήρησε με εκπληκτική οξύνοια παλλά χρόνια πριν ο Angelo Brelich, στο αξέχαστο κείμενό του |Ad philologos|).
Είναι αποσπασματικός, τέλος, |ο ίδιος ο ιστός| ενός ολόκληρου κειμένου, επειδή η κάθε γλώσσα έχει τις σιωπές της, τις οποίες ο μεταφραστής με δικό του ρίσκο τις γεμίζει. "Οι σιωπές του κειμένου", χαρακτηριστικές κάθε γλώσσας, σύμφωνα με την πετυχημένη διατύπωση του Ortega y Gasset. "Κάθε γλώσσα, έγραφε ο Gasset, είναι μια διαφορετική εξίσωση ανάμεσα στην έκφραση και στις σιωπές. Κάθε λαός αποσιωπά ορισμένα πράγματα |για| να πει άλλα, γιατί είναι αδύνατον να τα πει όλα. Από εδώ πηγάζει η τεράστια δυσκολία της μετάφρασης που έγκειται στο να εκφράσεις σε μια γλώσσα ό,τι η άλλη επιχειρεί να αποσιωπήσει". Αυτό ισχύει πρωταρχικά για τα αρχαία κείμενα...

Λουτσιάνο Κάνφορα, |Εμείς και οι αρχαίοι|, 2002, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 156

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου