29/5/08

Ηλίας Λάγιος

Ηλίας Λάγιος

επιμέλεια Κώστας Βούλγαρης

τχ. 146, 9/10/2005

Σε βιβλίο, έκδοση Αυγή/Ερατώ







ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος

Α’ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΛΑΓΙΟΥ

Εν επαρχιακή χωροδεσποτεία μεσαιωνικού Βασιλείου

Η γλώσσα ως ο άλλος τρόπος του κόσμου

Κριτική για ένα βιβλίο που δεν διάβασα -και προς τι;

Αποκάλυψη και πόλεμος ως πολιτική θεολογία

Νεογνωστικισμός και κομμουνιστική εσχατολογία

Το τετράγωνο της κυρά-Ροδαλίνας

Μανόλης Αναγνωστάκης

Β’ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΩΝ

Κώστας Βούλγαρης, ... την ιστορία της Ιστορίας θα ξαναπώ

Φιλολογικά χρονικά

Γιάννης Δάλλας, Ποίηση και ιστορία

Άγγελος Παπαδημητρίου, [Η γνώμη της Ελένης Βακαλό]

Μάσσιμο Κατσούλο, Η ιστορία της ιστορίας του

Δημήτρης Ελευθεράκης, Από το ιερό κείμενο στην “φρίκη του Θεού”

Γ’ ΧΑΙΡΕ ΠΟΙΗΤΗ

Κώστας Βούλγαρης

Αλέκος Αλαβάνος

Γιώργος Μπλάνας

Βαγγέλης Κάσσος

Μάσσιμο Κατσούλο

Γιώργος Λίλλης

Γιάννης Δάλλας

Γιώργος Βέης

Μαρία Κούρση

Σπύρος Βρεττός

Θανάσης Χατζόπουλος

Αλέξης Ζήρας

Άγγελος Παπαδημητρίου

Χριστίνα Ντουνιά

Χάρης Ψαρράς






Πρόλογος

Ιδού, λοιπόν εγώ, φτασμένος

εκεί που σώθηκαν τα νιάτα μου. Μην έχοντας

τίποτε για δικό μου, μην κατέχοντας

καν υλικά αγαθά. Ν’ αναλογίζομαι το τίμημα

της άλλοτε χαράς. Ζυγίζοντας και κρίνοντας

τις πράξεις και τα έργα μου.

Ζυγίζοντας και κρίνοντας.

Αντίδωρο ο μικρός αυτός τόμος στον ποιητή Ηλία Λάγιο, που τίμησε με την υπογραφή του το ένθετο “Αναγνώσεις” της κυριακάτικης Αυγής: τώρα, τα κείμενα που ο ίδιος είχε γράψει στις σελίδες μας, μαζί με τις κριτικές και τα σχόλια που τον αφορούσαν, καθώς και το αφιέρωμα που τον συνόδευσε στο τελευταίο του ταξίδι, έρχονται να συναποτελέσουν ένα βιβλίο των εκδόσεων Ερατώ, που είχαν την τιμή να είναι το εκδοτικό του σπίτι, αφού μόνο εδώ εξέδιδε ποιήματά του τα τελευταία χρόνια.

Δύο ποιήματα, τρεις βιβλιοκριτικές και δύο δοκίμια αποτελούν τη δική του συμμετοχή στον τόμο αυτό. Όλα κείμενα της ωριμότητάς του, πολυσχιδή και πολυσήμαντα, αποτυπώνουν ευκρινώς το ίχνος του πνευματικού ανθρώπου, δίνουν ένα ισχυρό δείγμα του ποιητικού του λόγου κι ένα ευκρινές στίγμα της δημόσιας παρουσίας του, του δημόσιου λόγου του.

Τα κείμενα που αναφέρονται στο έργο του, γραμμένα από κριτικούς και ομοτέχνους του, ως σύνολο αποτελούν το κύριο σώμα της κριτικογραφίας που αφορά την ποίηση του Ηλία Λάγιου. Γιατί, στα εικοσιπέντε χρόνια που δημοσίευε ο Λάγιος, αλλάζοντας τον ρου της ελληνικής ποίησης, μόνο αυτά τα κείμενα, συν ελάχιστα ακόμη σε άλλα έντυπα, αποτέλεσαν την ανταπόκριση της λογοτεχνικής και της φιλολογικής συντεχνίας στην προσπάθειά του.

Ας είναι∙ εμείς παραδίδουμε τον τόμο αυτό, ως τελευταία πράξη της συγχρονικής κριτικής, επαναλαμβάνοντας, για λογαριασμό του, τους στίχους του Νίκου Εγγονόπουλου:

(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρινό, σε χρόνια, λίγα, πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι αντιμεθαύριο,

Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινίση η Γης να κυλάη άδεια, κι άχρηστη, και νεκρή, στο στερέωμα,

Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,

Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους, αναλογιζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι

Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα.

Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,

Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια,

Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου.)

Κώστας Βούλγαρης










Α’

Κείμενα του Ηλία Λάγιου
























Εν επαρχιακή χωροδεσποτεία μεσαιωνικού Βασιλείου













[Το 2003 συμπληρώθηκαν 70 χρόνια από τον θάνατο του Καβάφη και οι “Αναγνώσεις” της Αυγής τίμησαν τον αλεξανδρινό με ένα αφιέρωμα που αποτελείτο από ποιήματα δεκατεσσάρων νεωτέρων ποιητών, καλύπτοντας το ηλικιακό φάσμα από τα 47 έτη του Βαγγέλη Κάσσου μέχρι τα 21 του Χάρη Ψαρρά.

Ο Ηλίας Λάγιος συμμετείχε με αυτό το ποίημα, όπου οι καβαφικές απηχήσεις συναρθρώνονται με τον σχολιασμό της πολιτικής επικαιρότητας.

Είναι λοιπόν απαραίτητο να σημειώσουμε πως, μια εβδομάδα πριν τη δημοσίευση του ποιήματος, οι δυνάμεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας έχουν καταλάβει τη Βαγδάτη, παρά την αντίθεση του γαλλογερμανικού άξονα και άλλων χωρών, όπως η Ρωσία και η Κίνα. Επίσης, την εβδομάδα που έπεται, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρόκειται να συναντηθούν στην Αθήνα, εν μέσω των προγραμματιζόμενων αντιπολεμικών διαδηλώσεων. Όπως προβλέπει το ποίημα, η αίγλη της υψηλής διεθνούς παρουσίας θα καταλήξει σε μπούμερανγκ για την ελληνική κυβέρνηση, που προσδοκούσε πολιτικά οφέλη.

Τα πρόσωπα του ποιήματος: Κώστας Σημίτης, Τζώρτζ Μπους, Τόνι Μπλερ, Σαντάμ Χουσεΐν, Γιωργάκης Παπανδρέου, Ευάγγελος Βενιζέλος, Βάσω Παπανδρέου, Κώστας Λαλιώτης, ο πατήρ Μπους...]


Του Κωνσταντίνου Άρχοντος είναι μεγάλη η στενοχώρια.

Αλλοιώς τά ‘χε γνωρίσει στο μυαλό του, αλλοιώς τα βούλονταν.
Πως θα συνάζονταν στην χωροδεσποτεία οι υψηλοί Αυθέντες,
κι οι σκεπασμένες στο μετάξι Κύρισσες κι' όλο το Αρχοντολόι,
πως θα γενόνταν εορτές λαμπρές και τελετές και τα παρόμοια
που κολακεύουν και φαιδρύνουνε τον γραίκικο λαό της βαρωνείας,
να ξεχαστή με πανηγύρεις και βεγγαλικά η πίκρα κι' η ανέχειά του.


Και πάνω που ‘σταιναν περίλαμπρο διάκοσμο, και πάνω
που ξεσκονίζανε τ' αρχαία αγάλματα, των εθνικών τ' ανάγλυφα,
που γυάλιζαν τ' ασημικά και τα εικονοστάσια της Ορθοδοξίας,
πήγε και του καρφώθηκεν του Βασιλέως άψα τρανή για πόλεμο
-θα την συνδαύλισε, ασφαλώς, κι' ο κονστουλάτωρ του, ο Αντώνιος της

Ιγγλιτέρας.

και σύναξαν φουσάτα σιδηρόφρακτα και κίνησαν για πού;
στις ξεραϊλες και στις ερημιές της απωτάτης Μεσοποταμίας,
κηρύχνοντας σταυροφορία, να ξεμπερδεύουνε με τον τρελλό Χαλίφη

Χουσεϊνη,

για να λυτρώσουν, λέει, απ' τα δεινά και τα μαρτύρια, ποιους; τους

άπιστους!


Τι τα ‘θελεν κι αυτός και δέχθηκε του φέουδου την επιτροπεία;
Ήταν σαν πέθαινεν απ' τις ακολασίες και τις ασωτείες του ο Βαρώνος,

πού ‘χε ρημάξει κι ερημώσει, τρώνοντας τον πλούτον της, την

επικράτεια

αυτός φουσκώνοντας πολιτικές κι οι σύμβουλοί του το πουγκί τους,

και μέχρι που να ενηλικιωθή ο Γεωργίτζης, ο πρωτότοκος
(αναθρεμμένος, σπουδαγμένος στην Αυλή, θεληματάρης του Ηγεμόνος),
φορτώθηκε στους ώμους του διακυβέρνηση κι ευθύνες,
τους τσακωμούς των ευγενών, τις διαβολές, τα σπιουνέματα,
τον Κυρ Ευάγγελον με του ερπετού τα μάτια, της Κυράς Βασιλικής
πέρλες κακόγουστες και μάνητες, και την λυκίσια όψη του Κωνστάντιου.

Βέβαια, σωστά τα λογαριάσαν ο Γεώργιος ο Δεύτερος κι ο Αντώνιος
οπού με τ' αρπαγμένο του Σαρακηνού χρυσίον θα γονατίσουν τους

Αυθέντες,

κι οι κομητείες και τα δουκάτα τους κατ' όνομα θα τους ανήκουν μόνον

και θά ‘ναι ξένοι, παρεπίδημοι και δούλοι στην δικιά τους γη.
Μα τι τον νοιάζει αυτόν; Ήταν, ποτέ του, παραπάνω από ήσκιος ήσκιου;


Και τώρα, παν περίπατο οι ετοιμασίες κι οι λόγοι οι καρναβαλικοί,
οπού ξιππάζουν, εύμορφα, ομιλητές κι ακροωμένους∙
και τώρα, παν περίπατο κι οι λιγοστές ελπίδες του
να επιλύση, ειρηνικά, το θέμα του καστέλλου της Τζυπρίας.

Όχι πως δεν το ξέρει που, κρυφίως, συνωμοτούν ο Δούκας της Φραγκιάς

κι ο Δούκας της Αλαμανίας. Που πιάσαν κι έστειλαν γραφή προδοτική
στην παγωμένη Μοσκοβία, στον Τσάρο Βόριδα. Κι άλλη γραφή,

προδοτικότερη,
στον αινιγματικό Μεγάλο Χάνο του Πεκίνου και στους μανδαρίνους του

(φόρου υποτελείς, Τσάρος και Χάνος του Ηγεμόνος, μα, ωστόσο...).
Και πού το ξέρεις, τι; Όταν καλπάζουν τ' άλογα, μεριάζει το χορτάρι.


Και έτσι, αντί να τήνε προσδοκά, τώρα την Σύναξη την τρέμει,
που θά ‘ρθουν, υπό τον Αντώνιον, οι πιστοί του Βασιλέως να βγάλουνε

Βουλή,

πως χρέος όλοι, Αυθέντες κι Άρχοντες, τον Ηγεμόνα να συνδράμουνε.
Και σαν ν' ακούη (κουτός δεν είναι) και τους Δούκες να ψελλίζουνε
για του πολέμου τα δεινά, για πόνο ανθρώπινο, κι άλλα χριστιανικώς

ψυχωφελή.


Τάχα που τους εμπόδισαν αυτά σαν συστρατεύθηκαν με τον παλιό

Ηγεμόνα,

(πατέρα του σημερινού) και ξεθεμέλιωναν την Μεσοποταμία,
και σκότωναν, και δήωναν, και βιάζανε, και διαγουμίζανε την χώρα,

μόνο που τότε, ο γέροντας, μοίρασε σ' όλους μερδικό απ' τα λάφυρα.

Κι όμως, μ' αυτά κι εκείνα θέριεψαν τον Θρόνο κι ο Γεώργιος το

ξεκαθάρισε

μαζί θα πολεμήσουνε, το βιός δικό του -εξόν την λεία του Αντωνίου.

Μα πού, στο διάβολο, θυμήθηκαν την Μεσοποταμία;

Και θα βρεθή στην μέση αυτός, ο ταπεινός κι αδύναμος,
κι από την μια θα τον τραβούν και θα τον σέρνουν απ' την άλλη.
Και πες, συντάσσεται με τον Αντώνιο. Θα του κόψουνε
οι Δούκες, παρευθύς, τα λίαν γενναία δοσίματα,
και τότες θα του λείψουν ως και τα χρειώδη για την Βαρωνεία
και θα επακολουθήσουν στάσεις χωρικών και γκρίνιες των εμπόρων.

Και πάλι, πες, βρίσκει κουράγιο, στέκεται στο πλάι Φραγκιάς κι

Αλαμανίας.

Τότες οργίζεται ο Βασιλιάς κι ο Αντώνιος, πρόθυμος, αμέσως ξαμολάει

επάνω του

τον άγριο Κόμη της Τουρκιάς, παλιό του εχθρό, που μανιωμένος τον

λιανίζει

Κι έπειτα; Βάζουνε στο πόδι του, ως λύση σωτηρίας και πειθούς τον

Γεωργίτζην,

ανήλικος ξανήλικος, τεμπελχανάς και άνους, μα πιστός του Γεωργίου.
Και χάνονται για πάντα πλέον, οι γλύκες οι αξεστόμιστες, της

εξουσίας και της δυνάμεως.


Τώρα τις νύχτες, ολομόναχος και κατηφής, περιπατεί στα ολάδεια

δώματα,

αυτά που φανταζόταν στολιγμένα θριαμβικώς με θυρεούς κι οικόσημα της

Σύναξης,

βαδίζει στα ψηφιδωτά πατώματα, μηχανικά τους πίνακες κυττά
αφηρημένος ένα αντίγραφο του Σκόπα, σύμπλεγμα Νύμφης και Σατύρων,
κι εδώ το πάει, κι εκεί το πάει, δεν βγάνει απόφαση.


Τι τό ‘θελεν ο Παντοδύναμος κι επήγε κι έπλασε την Μεσοποταμία;

“Αναγνώσεις”, τχ. 26, 13/4/2003














Η γλώσσα ως ο άλλος τρόπος του κόσμου


ΣΑΚΗΣ ΣΕΡΕΦΑΣ, Αποστολή στη Γη, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2003 σελ. 80.

Δύο εξωγήινοι, (ο) Κας και (η) Φος, μεταμορφωμένοι (αδήλως πώς και πόσο) σε ανθρώπινα όντα, εφοδιασμένοι με λεξιλόγιο, σύνταξη και γραμματική (όπως φαίνεται μέσω βιβλιογραφίας -ή και ηχητικών καταγραφών;), "πληροφορημένοι" για ορισμένες πτυχές της Ανθρωπολογίας, για κάποια κοινωνικά ήθη και ένιες ατομικές συμπεριφορές, διακτινίζονται στην σημερινή Θεσσαλονίκη για να μελετήσουν, εκ του σύνεγγυς, τον homo sapiens. Παραμένουν επί επτά ημέρες -οι πρώτες έξι καλύπτονται από ωρολογιακές, επάλληλες και κάποτε σύμπτωτες καταγραφές των "υποκειμένων" (αν είναι τέτοια) Φος και Κας, η εβδόμη, στο κύριο μέρος της, από έναν τρίτο εξωγήινο ο οποίος, εξοπλισμένος με τις, προ της αποστολής των δύο, γνώσεις καταγράφει και σχολιάζει τα της εσχάτης ημέρας. Αυτά, και τροχάδην, τα δρώμενα της Αποστολής στη Γη.
Να δηλώσω, εξ αρχής, την γνώμη μου. Είναι ένα εξίσου καλό όσο και ανεπιτυχές βιβλίο. Καλό γιατί ο Σερέφας διαθέτει την χάρη της αφήγησης, την αίσθηση του χιούμορ (το οποίο, ενίοτε, εγγίζει την ιερή ειρωνεία), γιατί μπορεί με ανάλαφρες πινελιές να στήσει τις καρικατούρες των χαρακτήρων που χρειάζεται. Είναι, ακόμη, ένα καλό βιβλίο επειδή ο συγγραφεύς του αποφεύγει την γραφική και παραμυθητική παραλογοτεχνική περιπέτεια, αυτήν την Χάρυβδι του είδους της Επιστημονικής Φαντασίας, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στον τρόπο αντίληψης του Κόσμου, τον οποίον (πολύ σωστά) συναρτά με την Γλώσσα, που, ξεκινώντας ως δομή καθ' εαυτήν, επιστρέφει στην ανθρώπινη κοινότητα για να μεταμορφωθεί μέσα στην συνάφειά της και διά της χρήσεως. Είναι ένα καλό βιβλίο, διότι χειρίζεται με δεξιότητα μιαν παρωδική ανάγνωση της Μαντάμ Μποβαρύ, η οποία καθώς διαβάζεται από (την) Φος όχι απλώς διεισδύει στην ομιλία της αλλά και την οργανώνει ως ανθρώπινο ον, σε μια (ανεπιτυχή, κρίνω) προσπάθεια να γεφυρωθούν τα χάσματα της απόλυτης Διαφοράς.
Ο Σερέφας παραθέτει μια (ασύμμετρη) διαδοχή έξυπνων περιστατικών, απολαυστικών διαλόγων "α-νοησίας" όπου η βεβαιότητα της σημασίας των λέξεων έχει αρθεί, εκεί όπου και η στοιχειώδης ικανότητα της κινήσεως προς τον άλλον ισοδυναμεί με σχοινοβασία ατζαμή πάνω από τον Τάρταρο. Είναι, προσέτι, για να τελευτήσω την συνηγορία μου, η Αποστολή στη Γη, ένα βιβλίο "ενδιαφέρον" -στους χαλεπούς, πεζογραφικούς καιρούς μας, τούτο είναι έως και πολύ.
Για όλους αυτούς τους λόγους για τους οποίους και το εγκωμίασα είναι ένα βιβλίο ανεπιτυχές. Ο πήχυς των αξιώσεων στήθηκε παραψηλά (υποπτεύομαι, ερήμην των προθέσεων του συγγραφέα). Πίσω από την νουβέλλα του Σερέφα διαγράφεται, βαρύ, ογκώδες, απειλητικό και απαιτητικό, ένα άλλο πόνημα, ένα μυθιστόρημα κάποιου μήκους, του οποίου τα θραύσματα ατάκτως ερριφθέντα και αμηχάνως συρραφθέντα απαρτίζουν την Αποστολή στη Γη. Όμως, αυτό το κείμενο, για να καλύψει όλα τα μέτωπα που άνοιξε ο Σερέφας, θα προϋπέθετε την χρήση, όχι μόνο των παραδοσιακών Επιστημών του Ανθρώπου, αλλά και της Κυβερνητικής, της Βιολογίας, της νέας Γλωσσολογίας, της Φυσικής. Ακόμη, μια εξονυχιστική πληροφόρηση προκειμένου περί της φιλολογίας του είδους. Η "λινγκουιστική" Φαντασία, λόγου χάριν, μας έχει δώσει υψηλά επιτεύγματα σε όλα τα δυνατά επίπεδα, από τα υπερρεαλιστικά παίγνια του Τζακ Βανς στις Γλώσσες του Πάο στην λελογισμένη ανάλυση της αντωνυμίας στο Αριστερό χέρι της σκοτεινιάς της Λε Γκεν, από την γλωσσική αναρχία του Ντηλέννη στην Βαβέλ-17 στην δημιουργία ενός καινοφανούς ομιλείν στα Ξωτικά του Τόλκιν.
Τέλος, το βιβλίο δικαιώνεται εάν το διαβάσουμε ως μία κεντροευρωπαϊκού τύπου "έλλειψη", μιαν υπόγεια τραγωδία διάστικτη από φαρσικά στοιχεία. Έτσι, ως αλυσίδα γεγονότων που δεν τείνουν προς, το κείμενο παραιτείται τμήματος (σημαντικών) προθέσεών του για να στρογγυλέψει ως σάτιρα αυτού του κόσμου. Όπως και να έχει, καλό, ανεπιτυχές ή προσχηματικό, το βιβλίο του Σερέφα είναι ασύνηθες και αξιομνημόνευτο. Και θέτει ένα κρίσιμο ερώτημα, έστω και πλαγίως: Υπάρχει νόημα και προοπτική στην εντόπια Λογοτεχνία του Φανταστικού; Αλλά γι' αυτό θα χρειαστεί να επανέλθουμε -και όχι άπαξ.

“Αναγνώσεις”, τχ. 33, 1/6/2003






















Κριτική για ένα βιβλίο που δεν διάβασα

-και προς τι;

ΤΖ. Κ. ΡΟΟΥΛΙΝΓΚ, Ο Χάρρυ Πόττερ και το τάγμα του Φοίνικα, μετ. Καίτη Οικονόμου (συμπεραίνω), Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα, Νοέμβριος 2003 (πιθανολογώ) σελ. εννιακόσιες τόσες (υπολογίζω).


Ο αναγνώστης θα έχει ασφαλώς εννοήσει, ότι αναφέρομαι στο πέμπτο και άρτι κυκλοφορήσαν (Σάββατο 21 Ιουνίου), βιβλίο της σειράς των περιπετειών του εφήβου (πλέον) και χαρισματικού (εκ γενετής) μαθητευόμενου μάγου -η φήμη του οποίου, τα μάλλα υπερέβη αυτή των ενηλίκων (και πραγματικών, εν τόπω και χρόνω) προκατόχων του Μέρλιν, Νοστράδαμου, Καλλιόστρο, οι οποίοι δεν ευτύχησαν να πράξουν στους μεταμοντέρνους καιρούς της Μαζικής Κουλτούρας και της μαζικότατης αμηχανίας. Η δόξα τους στηρίχθηκε στα γεροντικά, τρέμοντα χέρια του θρύλου και της παράδοσης και όχι, όπως στην περίπτωση του ανήλικου διοπτροφόρου Χάρρυ, στα κραταιά, ρομποτικά μέλη των media. Θα τα δούμε αυτά. Εκείνο το οποίο οφείλω να δηλώσω είναι ότι το κείμενο αυτό γράφεται Δευτέρα, 23 Ιουνίου, και δεν έχω πρόβλημα να πάρω στα χέρια μου το αγγλικό (και αμετάφραστο) κείμενο -μήτε που χρειάστηκε και δεν γνωρίζω αν προτίθεμαι να το κάμνω εκ των υστέρων. Η ανάγνωση των τεσσάρων πρώτων πονημάτων υπήρξε υπεραρκετή και αποδεικτική -ου μην και αποκαλυπτική. Τέλος, έχω (στο μέτρον του δυνατού) παρακολουθήσει τόσο το μοντέλλο διαφημιστικής επιβολής όσο και τον μηχανισμό παραγωγής εμπορικών προϊόντων-σημάτων, και πώς αυτά τα δύο ατρέπτως συγχέονται.
Εδώ ο βιβλιοκριτικός σηκώνει απελπισμένος τα χέρια. Εργασία του είναι ό,τι η λέξη δηλοί -ήγουν να κρίνει βιβλία. Όμως ο εκάστοτε Χάρρυ Πόττερ, είναι κείμενο κατά έναν μικρό εναρκτήριο (χρονικά) πυρήνα και μόνον -το όλον συμπληρούται από σενάριο, ταινία, ασμάτια και μουσικές της ταινίας, βιντεοπαίχνιδα, κούκλες, επιτραπέζια, νταβαντούρι των ΜΜΕ και τούμπαλιν. Γιατί, ο ήρωας της Ρόουλινγκ, ο οποίος ξεκίνησε τη διαδρομή του στις απλοϊκές μανιχαϊστικές σελίδες τού Ο Χάρρυ Πόττερ και η Φιλοσοφική Λίθος σχημάτισε προοδευτικώς ένα πραγματικό υπερ-κείμενο (και μας φανέρωσε ότι αυτό μπορεί να λάβει υπόσταση μόνον με τη μορφή του αντι(-)κειμένου). Η ίδια η γραφή είναι προς κατανάλωσιν, η κατανάλωση είναι η διαδικασία παραγωγής της. Ένα σιβυλλικό, ανερμήνευτο ιδεόγραμμα ερήμην των λέξεων, απόντων των συναισθημάτων του βάθους, φράσεις που αρθρώνουν συλλαβιστά μια, εκεί και ως έτυχεν, παροραματική δράση. Θα έλεγα το λαοκόντειο σύμπλεγμα μιας αφήγησης, η οποία περισφίγγει και συνθλίβει γράφουσα, ήρωες, αναγνώστες.

Ο Χάρρυ Πόττερ συνελήφθη στο γόνιμο έδαφος της λαχτάρας των παιδιών για το υπερφυσικό, το παράλογο, το παραμύθι. Δυστυχώς, γονιμοποιήθηκε με τον ρασιοναλισμό της παραμεταφυσικής. Αποτέλεσμα; Ένα ισόπεδο ύφος, όπου στην υψίστη θερμοκρασία της η συγκίνηση δεν επαρκεί καν για να βράσει αυγό, όπου η μηχανιστική αντιπαράθεση Καλού και Κακού εκφυλίζει την επιλογή του αναγνώστη-παιδιού σε καταναγκαστική ταύτιση με τη, στερημένη ελευθερίας και ηθικής επιλογής, μικροαστική αντίληψη του Καλού ως Κυρίαρχου. Ταυτίζεσαι με τον "καλό" Χάρρυ Πόττερ δίχως τίποτε να συλλογιστείς, να θυσιάσεις, να αποφασίσεις. Η τράπουλα είναι εξ αρχής σημαδεμένη -και για να αποφευχθούν τυχόν λοξοδομίες και αμφιταλαντεύσεις, η Ρόουλινγκ παρεμβαίνει συνεχώς στην υποτυπώδη αλληλουχία γεγονότων για να μας υπενθυμίζει, φορτικά και ανιαρά, ποιος ο όφις και ποιος ο Κύριος.

Ο Χάρρυ Πόττερ και οι άθλοι του εξελήφθησαν ως έργο του Φανταστικού. Δεν είναι. Στα βιβλία τής, πολύ αμφιβόλου ταλάντου, συγγραφέως του δεν υφίσταται Μαγεία, η βαθιά συγγένεια, συνάφεια και συμπάθεια των Όντων, παρά ταχυδακτυλουργία, ο χειρισμός των πάντων ως αψύχων. Πρόγονος της Ρόουλινγκ δεν είναι ο Μπάρρυ με τον Πήτερ Παν ή ο Μπάουμ με τον Μάγο του Οζ, έργα τα οποία στηρίζονται στον αποχωρισμό και στη νοσταλγία, βυθισμένα σε μια αστραφτερή υπερρεαλιστική λίμνη. Και, συνιστά ύβριν το να εφεύρουμε ομοιότητες με τις μεγάλες, ωραίες και υψηλές, τις γεμάτες ποίηση και ρεαλισμό, θεολογικές φαντασίες του Τζ. Ρ.Ρ. Τόλκιν στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και του Κ.Σ. Λιούις στη Νάρνια ή, την αρνητική, αντίνομη Θεολογία του Πούλμαν στην Τριλογία του Κόσμου. Η σχέση της Ρόουλινγκ με το Φανταστικό είναι επίπλαστη και επιφανειακή, μικρότερη από ό,τι αυτή του Χουντίνι με τους Ησυχαστές, τους Καρθουσιανούς, τους Σούφι και τους Δασκάλους του Ζεν.

Τα πρότυπα της Ρόουλινγκ βρίσκονται στην αγγλοσαξωνική παράδοση της παιδικής λογοτεχνίας τού "ορθώς παιδαγωγείν" (και ουχί ψυχαγωγείν): Η Αλκοττ με τις Μικρές Κυρίες, τους Μικρούς Κύριους και τα συνεπακόλουθά τους, η ψυχικώς και πολιτικώς ορθή (από τότε) Πολυάννα, είναι οι γιαγιάδες του Χάρρυ Πόττερ. Και, εξ αίματος μητέρα του η Ένιντ Μπλάυτον με το Κολλέγιο του Σαιν Κλαιρ και, ευθέως, με τις Έξι χρονιές στο Μάλλορυ. Οι αυτές, και χειρότερες, μονότροπες φιλίες, έχθρες, συνάψεις και ψευδοαντιπαραθέσεις, οι μονοδιάστατοι χαρακτήρες-ανδρείκελλα, η εξ ανάγκης (λόγω της ελαχιστότητός της) διογκούμενη πλοκή, ο μέγας πατερναλιστικός ίσκιος των Δασκάλων. Και αν οι αταξίες έχουν πυκνώσει, μην ανησυχείτε: είναι αταξίες παιδικές που τις διαπράττουν έφηβοι. Μόνον που ο αποπνικτικός αέρας του πουριτανισμού και του ευσεβισμού της Μπλάυτον κρατούσε μιαν υποψία οσμής λεβάντας παλαιάς -ο αποπνικτικότερος αέρας της Ρόουλινγκ είναι άχρους, άγευστος και άοσμος. Κάπως σαν την ατμόσφαιρα των διαστημοπλοίων του Τζωρτζ Λούκας, της Μαζικής Κουλτούρας, του αμερικανικού μη-πολιτισμού. Γιατί Φως και Σκοτάδι στον Χάρρυ Πόττερ δεν γεννιούνται από τη μνήμη, τον φόβο και την ελπίδα του ανθρώπου, παράγονται τεχνητά και ανιστορικά από την εκκολαπτική μηχανή του Χόλλυγουντ.
Η εκδίκηση είναι δικαιοσύνη. Εμείς οι μεσήλικες που χαυνωνόμαστε με τον Μποντ, προς τι ψέγουμε μια νεότητα που προσκυνά τον Μάτριξ και μια (θα μπορούσε να ήταν, λιγάκι έστω, ευτυχέστερη) αποσαθρωμένη παιδική ηλικία, η οποία αφού της στερήσαμε το παραμύθι κατρακύλισε στο παραμύθιασμα;

“Αναγνώσεις”, τχ. 37, 29/6/2003
























Αποκάλυψη και πόλεμος ως πολιτική θεολογία

ΦΡΑΝΚ ΧΕΡΜΠΕΡΤ, Dune, μετ. Ορέστης Μανούσος, Εκδόσεις Anubis, Αθήνα 2003, σελ. 638.

Η έκδοση του πρώτου μέρους τής, κατά Χέρμπερτ, "Εξαβίβλου του Ντιουν" στη χώρα μας καθιστά προσιτό στο ελληνικό κοινό ένα κείμενο το οποίο (και ορθώς) αποτελεί ήδη αναπόσπαστο τμήμα του Κανόνα του Φανταστικού. Μιαν άλλη εμφάνιση του βιβλίου στα ελληνικά, το 1989, καλό θα ήταν να την ξεχάσουμε άπαντες -με πρώτους τους συντελεστές της. Πάντως, η παρούσα μας προσφέρει μιαν επαρκή και προσεγμένη (αν και όχι "εμπνευσμένη") μετάφραση σε μια καλαίσθητη έκδοση, με το σύνολο των "Παραρτημάτων" στη διάθεση του αναγνώστη. Επί του προκειμένου τώρα.
Η παράδοση στην οποία εγγράφεται το έργο του Χέρμπερτ είναι αυτή της, λαϊκής καταναλώσεως και εύπεπτης, "Όπερας του Διαστήματος", τους κανόνες της οποίας ο συγγραφέας σέβεται στο έπακρον. Μια Γαλαξιακή Αυτοκρατορία, ένας πλανήτης-έρημος (ο Ντιουν), με τους σκληροτράχηλους κατοίκους του (τους αδούλωτους νομάδες Φρέμεν) ελιξήρια μακροζωίας και θρησκευτικά τάγματα, η έλευση ενός λυτρωτή Προφήτη-Μεσσία (του Πωλ Ατρείδη Μουάντ' Ντιμπ), ο καταληκτικός θρίαμβος των "καλών". Είναι απόδειξη της ιδιοφυίας του Χέρμπερτ ότι, όλων αυτών παρόντων, δεν έδωσε απλώς μια συναρπαστική αφήγηση αλλά μια στοχαστική ανάλυση της πολιτικής διάστασης του θρησκευτικού φαινομένου.
Λίγα χρόνια μετά τη δημοσίευση του Ντιουν (1963-1964) μια (έστω και ψευδώς) εξεγερμένη νεολαία έσπευδε να λατρέψει το βιβλίο, διαβάζοντας όπου "Αυτοκρατορία": ΗΠΑ, όπου "Οίκος των Χαρκάννεν": Ισραήλ, όπου "Φρέμεν": Παλαιστίνιοι. Η ανάγνωση δεν ήταν εσφαλμένη (πόσο μάλλον σήμερα, όταν η Μέση Ανατολή και το Ισλάμ βυθίζονται στην έκσταση του Τζιχάντ, όταν η ονοματοθεσία ενός "Μάχντι" είναι πλέον ή αναμενόμενη), όμως περιόριζε τον Ντιουν, σε μια απλή πολιτική αλληγορία, σταθμεύοντας σε κειμενικές νησίδες και, αφήνοντας αχαρτογράφητες, αντίστοιχες ηπείρους.
Οι θρησκειολόγοι, αλλά και τα ορφανά της "Νέας Εποχής", εκστασιάστηκαν με το βιβλίο, αναγνωρίζοντας οι μεν μιαν ευθεία και δραστική αναγωγή στους κορανικούς χρόνους, στον Μωάμεθ και στις συνθήκες ίδρυσης μιας θρησκείας, οι δε ερμηνεύοντάς το ως εξαγγελία μιας Αποκάλυψης με όρους θεοκρασίας. Στη σημερινή "Δύση", όπου ο νεοσυγκρητισμός ανθεί παράλληλα, αντιστικτικά και συμπληρωματικά προς τη χριστιανική "παραδοσιαρχία" (φουνταμενταλισμό), καθίσταται προφανές ότι αυτή η "γνωστική" αποκρυπτογράφηση είναι δημοφιλέστατη. Όμως ο Χέρμπερτ δεν ευαγγελίστηκε τη "Νέα Παρουσία" -τη διέκρινε ως πιθανότητα και της άσκησε οξύτατη κριτική.
Ακόμη, οι οικολόγοι (οι οποίοι ήσαν τόσο οδυνηρά λίγοι τα κρίσιμα χρόνια της δεκαετίας του ‘60) αναγνώρισαν στον Ντιουν όχι μόνο την εσωτερική ερμηνεία ενός πλανητικού οικοσυστήματος αλλά και τον καθολικό σεβασμό προς την εντελέχειά του. Τούτο αλήθευε (και αληθεύει), όμως παρεβλέφθη το ότι ο Χέρμπερτ αφ' ενός μεν μίλησε για "τροποποιήσεις" (σύμφωνες με τη δυναμική του οικοσυστήματος, δεν λέω, πλην όμως) προορισμένες να πληρώσουν ανθρώπινες ανάγκες και επιταγές, αφ' ετέρου δε συνέδεσε τη δυνατότητα της οικολογικής παρέμβασης με την ανάληψη της εξουσίας, υποστηρίζοντας ότι η όποια περιβαλλοντική αντίληψη είναι συνδεδεμένη με τον τρόπο της διακυβέρνησης.
Τέλος, οι κριτικοί επαίνεσαν (και με το δίκιο τους) τόσο την Πολιτειολογία όσο και την Ανθρωπολογία του Ντιουν. Γιατί ο Χέρμπερτ, κάτω και πίσω από ημιαναγνωρίσιμα στο παρελθόν ονόματα (Αυτοκράτορας Πατισάχ, Μείζονες Οίκοι, Εντιμότατη Γαλαξιακή Κοινοπραξία για την Προώθηση του Εμπορίου), προβάλλει το απειλητικό φάσμα της μερκαντιλιστικής Παγκοσμιοποίησης, ένα πολύπλοκο (στέρεο και εύθρυπτο -γίνεται) πλέγμα σχέσεων, ανταγωνιστικών και παραπληρωματικών συνάμα, κέντρων ισχύος, όπου η παραγωγή, η κατοχή και η διαχείριση πόρων (σαφώς κεχωρισμένες) ισορροπούν με τη στρατιωτική δύναμη και την κυρίαρχη θρησκευτική ιδεολογία στη σφαίρα του Πολιτικού. Και οι άνθρωποι οι οποίοι εποικούν αυτό το σύμπαν δεν είναι στοιχειακές προβολές των σημερινών, είναι ζώσες υπάρξεις, προσαρμοσμένες στις αναλογίες του, σκέπτονται και δρουν με τους όρους που ανέκυψαν από το ιστορικό γίγνεσθαι.
Ο Ντιουν (η "φιλοσοφία" του οποίου αποκαλύπτεται στον αναγνώστη εν προόδω, σελίδα τη σελίδα, κεφάλαιο το κεφάλαιο -το σημαντικότερο: βιβλίο το βιβλίο), είναι, όπως κάθε έργο του ύψους του, ανοιχτό σε πλήθος εκδοχών. Θεωρητικά. Γιατί, στην πραγματικότητα (όπως πάλι κάθε άξιο έργο) ο Ντιουν υπόκειται σε δύο μόνον αντικειμενικές αναγνώσεις. Αυτήν η οποία υπακούει στη λογική της Αφήγησης, και την έτερη, η οποία προκρίνει την πολιτική θέασή της (της Αφήγησης). Εδώ θα σταθώ για να κάμνω μία (την οποία θεωρώ ουσιώδη) επισήμανση.
Ο Χέρμπερτ συλλογίστηκε πολύ την ουσία του θρησκευτικού φαινομένου. Αναγνώρισε την προσωπική έκσταση της ψυχής (την οποία εξηγεί μέσω τεχνικών -άλλη κουβέντα) όμως εκείνο που πραγματικά τον ενδιέφερε ήταν ο προσηλυτισμός των μαζών, η υπακοή τους, η κάθαρση του κόσμου διά του Τζιχάντ. Υπέδειξε ότι υπάρχει ένα σημείο πέραν του οποίου το Σύστημα Κυριαρχίας παραιτείται του αυτοπροσδιορισμού του ως μεταφυσικού (όπου Μεταφυσική βάλτε Ιδεολογία -ίδιο πράγμα) και εκπίπτει στον οικονομισμό. Η αύξηση της καταπίεσης θα αντικρουστεί, διαπιστώνει ο Χέρμπερτ, όχι με αντίστροφες οικονομίστικες προϋποθέσεις αλλά διά της αναδύσεως, νομοτελειακά, ενός μεσσιανικού οράματος. Τότε ο Τζιχάντ αποκαλύπτεται ως η επανεγκαθίδρυση του Πολιτικού. Και, σημειώνει μελαγχολικά ο Χέρμπερτ, κάθε μεθοδική εποχή θα συναντηθεί με τον Μουάντ' Ντιμπ της.
Σε αυτόν τον κόσμο του Ντιουν, καταδικασμένοι να ζούμε, μπορούμε να αναρωτηθούμε: Ποιος ιερός άνεμος θα αναπετάσσει τις σημαίες του νέου Τζιχάντ;

“Αναγνώσεις”, τχ. 42, 14/9/2003


























Νεογνωστικισμός και κομμουνιστική εσχατολογία

Εισίν αστέρες πονηροί της ασεβείας.

Ελκεσάι

Πέρασαν πάνω από τριάντα χρόνια απ' όταν πρωτοδιάβασα τα Ποιητικά του Βάρναλη (στην πρώτη έκδοση του "Κέδρου", αυτήν του 1956) και διαπιστώνω έκτοτε, διαρκώς και εξακολουθητικά, ότι οι δύο ζωηρές εντυπώσεις μου, οι δύο έντονες, καλά κρατούν και καλύτερα ισχύουν. Η πρώτη: Ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των δύο (και μοναδικών -ας λησμονήσουμε τα μεταθανάτια ευρήματα για το καλό όλων, προ πάντων δε του Βάρναλη) "κομμουνιστικών" συλλογών του συνιστά μίαν αρνητική Θεολογία, γραμμένη λες προς απάλειψιν της "δόξης του Κυρίου". Η δεύτερη: Ότι τα μακράν κραταιότερα και ομορφότερα, τα "καλύτερα" ποιήματα αυτών των συλλογών, "Η μάνα του Χριστού", "Η Μαγδαληνή", "Οι πόνοι της Παναγιάς", "Το Όραμα ήτοι η Δέφτερη Παρουσία" όχι απλώς εγγράφονται σε αυτήν την περιοχή της νοήσεως, αλλά αυτά τα τέσσερα μόνα τους επιφέρουν ένα περίεργο, απροσδόκητο αποτέλεσμα. Να, πώς να το κάνουμε, νιώθουμε να ελαττώνουν, να ελαχιστοποιούν τη βαρναλική αθεϊα, να ξαναβάζουν από το πισωπόρτι όσα η δυσεβής (και, πετυχημένα, "καρναβαλική" κατά Δάλλα) Μαϊμού και ο, δόκιμα, αρνησίθεος Μώμος ιδρωκόπησαν να ξωπετάξουν από εξώθυρα και παραθύρια. Πιστεύω ότι τα πράγματα και η τάξη τους είναι και έτσι, όπως τα νιώθουμε, αλλά και κάπως αλλιώς, να συντίθενται με τους όρους μιας διάφορης διαλεκτικής και, προς απόδειξιν των γραφομένων μου, σπεύδω να φανερώσω τα χαρτιά που δήλωσα στον τίτλο αυτού του κειμένου.
Λοιπόν, το Φως που καίει εκδίδεται το 1922 και οι Σκλάβοι πολιορκημένοι το 1927, σε μιαν εποχή όπου ο Βάρναλης (όπως και όλοι οι Έλληνες κομμουνιστές) δεν οφείλει να διαπαιδαγωγηθεί από ένα συγκροτημένο ΚΚΕ (απλούστατα, διότι δεν υπάρχει τίποτε τέτοιο) αλλά αφήνεται να αποκτήσει επαναστατική συνείδηση κατά μόνας, συνθέτοντας παριζιάνικες επιρροές, διαβάσματα και συζητήσεις, πληροφορίες και παραπληροφόρηση, με μπούσουλα τα κινήματα της ψυχής του. Ομιλώ γι' αυτά τα ανδραγαθήματα της φαντασίας και τα σκιρτήματα της καρδιάς που απαρτίζουν (ετούτα, καμιά ιστορική αναγκαιότητα, καμιά φιλοσοφία) την άφθαρτη ύλη του παναρχαίου ονείρου -ασφαλέστατα οπού είναι ο Κομμουνισμός. Δεν είναι διόλου παράδοξο το λοιπόν πώς, μέσα σε αυτό το περιβάλλον αχαλίνωτης ελευθερίας, ο Βάρναλης θα αναπτύξει τα ιδιώματά του στο έπακρον, πώς, χωρίς να προσεγγίσει (παρά επιφανειακά) την μαρξιστική τελεολογία θα βρεθεί πολιτικά στην εμπροσθοφυλακή και, για να μην ξεχνιόμαστε, πώς αυτό θα εξαργυρωθεί (φεύ! άπαξ) σε λαμπερά, ασπαίροντα ποιήματα. Γιατί ο ποιητής του Φωτός που καίει και των Σκλάβων πολιορκημένων, ο συντεταγμένος στο πλευρό της μπολσεβίκικης επανάστασης, επ' ουδενί πρέπει να νομισθεί ως μαρξιστής (προσπάθησε, προσπάθησε σκληρά να γίνει, αλλά δεν του έβγαινε). Υπήρξε (ναι, ο άνθρωπος που έγραψε το Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική) βαθύτατα μεταφυσικός, βυθισμένος στην παράδοση της Σοφιστικής (που τόσο καλά γνώριζε, γιατί εδώ εγγράφεται και το περί Σολωμού πόνημά του όπως, ηλίου φαεινότερον, και Η αληθινή απολογία του Σωκράτη) και στην παράδοση του Γνωστικισμού (την οποία δεν νομίζω, και μήτε χρειαζόταν, να κάτεχε κειμενικά). Μόνον που ο Βάρναλης ήταν ένας οξύς όσο και οξυδερκής ποιητής και υλιστής μεταφυσικός (γίνεται! γίνεται!) -όχι μια χυδαία και μυστικιστική απομίμηση του Γοργία και του Ουαλεντίνου παρά μία ζώσα, σύγχρονη και δραστική συνέχειά τους. Λοιπόν, η βαρναλική ανάγνωση του Κόσμου υπέκειτο σε μια τριπλή ασυνέχεια. Η Σοφιστική, θέσει ελέγχοντας, αμφιβάλλει∙ η γνώση, φύσει συγκριτιστική, τα έτερα και αντίθετα συνεπικυρώνει∙ και είναι εξουσία και δίκαιο των ποιητών, άδοντας και παλινωδώντας, να νομοθετούν.
Εδώ, όμως, ο περί Νεογνωστικισμού χαρακτηρισμός μου. Υποθέτω ότι ο αναγνώστης μπορεί να αποσυνδέση την Γνώση από την θρησκευτική κατηγοριοποίησή της -αυτό το αλφαβητάρι κατοπτρισμού/χαρτογράφησης του Όντος δυνατόν να παιχνιδίσει και ως θρησκεία και ως φιλοσοφικό σύστημα, πλην που πραγματικά υπάρχει μόνον ως τρόπος. Τρόπος να υποφέρεις την Πραγματικότητα, να την αρνείσαι και, ταυτοχρόνως, να καταφάσκεις, τρόπος του οποίου η πληρέστερη, η "αγνότερη" έκφραση είναι η Ποιητική. Ας δούμε το ποίημα του Βάρναλη "Ο Θείος Λόγος", δεύτερο και στερνό της ενότητας "Το Όραμα, ήτοι η Δέφτερη Παρουσία", τέταρτης από τις πέντε των Σκλάβων πολιορκημένων.
Δεν είναι κόσμοι χωριστοί Παράδεισο και Κόλαση,
-έτσι στα μάτια φαίνονται του φόβου και της πεθυμιάς.
Αλλιώς δεν είν' ο αληθινός κι αλλιώς ο ψέφτικος ντουνιάς.
Ένα βασίλειο Γη, Ουρανός και Δυνατοί κι Αδύνατοι
κ' ένας κρατεί, ο αιώνιος, νόμος της Βίας και της Φθοράς.

Στου κάτου κόσμου πλάστηκε τ' αχνάρ' η Αιωνιότητα.
Δε σας προσμένει εσάς φωτιά της Γέενας, μάβροι αμαρτωλοί,
και δικιοσύνη εσάς, πικρή των πονεμένωνε φυλή.
Όσ' είσαστε πάνω στη Γης σκλάβοι και τυφλοί και θύματα
κ' εδώ θενά στε θύματα και σκλάβοι, ως άλλοτε, τυφλοί.

Οι Δυνατοί κρατήσανε ψηλά την άγια φλόγα μου,
που των αλλών ο θάνατος δικιά τους είτανε ζωή,
και της Φθοράς στεριώνανε στα πέρατα την προσταγή.
Αυτοί μονάχα τίμησαν παράξια την εικόνα Μου
και σβήνανε των ουρανών τη δίψα, όπου ανοιχτή πληγή.

Πάντα στο κλάμα τ' αλλουνού το γέλιο θα ποτίζεται.
Κ' εδώ ναι χρεία ο πόνος σας για τη δική τους τη χαρά.
Και θα χιλιάσει, ό,τι ποτέ σας πόνεσε για μια φορά:
πλάι στο δικό σας τον ιδρό και την καρδιά την άγονη
να φέγγει ο άνεργος ο νους στου Ωραίου λουσμένος τα νερά.

Κι όταν σε κάποια ώρα καλή σας έστειλα το Σπλάχνο μου,
να δοκιμάσω θέλησα, σε ποια θα φτάνατε ηδονή,
σε ποια σκληράδας κορυφή, -χαρά δική μου αλαργινή.
Οι σταβρωτήδες άξια μου παιδιά κι όποιος ανήμπορος,
καθ' ώρα θα σταβρώνεται, θα πάσκει και θα λησμονεί.

Της θέλησής Μου οι Δυνατοί καλοί πρωτάρχοι στάθηκαν.
Τη δόξα μου θεμέλιωσαν πάνου στα πέλαα των παθώ,
-δεν έχει ο πόνος τελειωμό, δεν έχ' η άβυσσο βυθό!-
Αν μια στιγμή βασίλεβε κάτω στη Γης ισότητα,
η βασιλεία Μου θά παβε, δε θά χα εγώ, πού να σταθώ.

Ένα μοναδικό κείμενο των Γνωστικών λέει τούτο, ότι βεβαιότατα και υπάρχει η μετά θάνατον Κόλαση και αυτήν ζούμε. Το ποίημα του Βάρναλη είναι ζοφερότερο, προσέτι άγριο, μιας και καταδεικνύει και ονομάζει έναν προαιώνιο τόπο καταδίκης και ειρκτής, εκ γενέσεως στερημένον την ζωή, όπου το Κακό (με κεφαλαιότατον κάππα) ανασαίνει ως η αναγκαία συνθήκη, η Αιωνιότητα της Βίας, της Φθοράς, μιας Γέενας πλουσιότερης της άλλης "του πυρός". Στην βαρναλική σκληρότητα μπροστά, στον εμπύρετο πανικό τής εσαεί τυραγνισμένης παρουσίας μπροστά, όλα τα προαναγγελθέντα μαρτύρια, όλες οι βάσανοι των Γνωστικών προπατόρων παρομοιάζουν φαιδρό τοπίο, θέρετρο αναψυχής, κάτι σαν το σολωμικό "αγέρι" που με τόσην ωμότητα (και με πιότερη δικαιοσύνη) περιέπαιξε και καταγέλασε ο ποιητής στην Επιστολή της μαϊμούς. Και, ο ων ή μη ων (αδιάφορο) Θεός, προτείνεται και δικαιώνεται ως η μόνη ερμηνεία της μονοσήμαντης και άλαλης Επικράτειας (το "ανείπωτο και αμετάφραστο" που θα έλεγαν οι μεταμοντέρνοι φίλοι μου --ίσως-ίσως κι οι οχτροί μου). Λιγότερα από αυτά οδήγησαν τον Βιζυηνό στο τρελάδικο και τον Καρυωτάκη στον επαναληπτικό και, άρα, ατέρμονο θάνατο.
Τώρα να καταλαγιάσουμε και να παρατηρήσουμε ένα απλό "ζήτημα ύφους". Το ποίημα "Ο Θείος Λόγος" είναι (διόλου τυχαία, καθώς είδαμε) αυτό το ποίημα των δύο (και ποτέ πλέον) "κόκκινων" συλλογών του Βάρναλη στο οποίο εμφαίνονται τα γνωρίσματα της "μεταβολής του ρυθμού του Κόσμου". Ενδιαφέρει το "ποιόν" της μεταβολής.

“Αναγνώσεις”, τχ. 52, 23/11/2003

Αφιέρωμα στον Κώστα Βάρναλη




















Το τετράγωνο της κυρά-Ροδαλίνας

ήγουν, στοιχήματα γύρω από το ριγκ των πολλαπλών υποδύσεων

Α. Μια ένσταση, μια αναγνώριση και παλάβρες

Στο "Άλλο του Πράγματος" η Βακαλό συστεγάζει τη Γενεαλογία και Του Κόσμου με τις δύο "Ροδαλίνες" κάτω από τον τίτλο "Τα Κοινά". Θεωρώ τη δήλωση ψευδεπίγραφη -η Βακαλό, μάλλον για "να διασκεδάση", έπαιξε με τις σημασίες και τις αποχρώσεις της λέξεως. Γιατί οι πρώτες δυο συλλογές αναφέρονται στην "κοινότητα" αλλά και στο "κοινό" στο οποίο φύσει μετέχουμε (η ζωή και ο θάνατος είναι μέρη του), ενώ οι "Ροδαλίνες" παραπέμπουν αφ' ενός μεν στο "κοινό το φιλοθέαμον" αφ' ετέρου δε στο "κοινό" στο οποίο θέσει συμμετέχουμε (δηλαδή στο δημόσιο). Ας πούμε ότι οι δύο πρώτες συλλογές αναφέρονται στην αγαπημένη σύζυγο, ενώ οι δύο τελευταίες στην πόρνη -έστω στην ιερή πόρνη του ναού.
Εκείνη, με το χειρόγραφο
Αναγνωρίζει
Στο ράμφος του παμφάγου των λέξεων
Και ο αναγνώστης πως είναι
Ερωμένος και αυτός και αυτή
Άλλου, του αντιβοώντος
Ερώτημα, κύριο. Είναι η Βακαλό, η Ροδαλίνα; Ή, από την άλλη, είναι η Ροδαλίνα η Βακαλό; Ας περάσουμε να δούμε τι δηλώθηκε (αλλά από ποιον) στα ποιήματα. Αυτή η ώρα είναι της απογραφής. Ας αριθμήσουμε τις πιστοποιήσεις ταυτότητας.
I. Είμαι ένα πρόσωπο που λυπάται τον εαυτό του
Σας παρουσιάζω τον εαυτό μου
Η κυρά Ροδαλίνα

II. Για την κυρά-Ροδαλίνα γράφω

III. Μέσα μου γυρνάει τ' αδράχτι
Μία άλλη από μένα
............................
Την ταφή της στην καρδιά μου
Με τον τάφο μου ενώνει

IV. Περπατώ περπατώ
Η κυρά Ροδαλίνα κι εγώ

Εγώ είμαι η Ροδαλίνα
Αλλά η κυρά Ροδαλίνα δεν είναι εγώ

V. παράξενο ένα πράμα
η Ροδαλίνα που έβλεπα ήταν μονάχα όμοια στη Ροδαλίνα,
αλλά ανάμεσά τους είχανε διάστημα και περνούσαν και
άλλοι

VI. Κι η Ροδαλίνα έγινε και περπατεί τον κόσμο
Η Ροδαλίνα εύθυμη

Ποια Ροδαλίνα τώρα;

VII. Μια Ροδαλίνα είχαμε
Γινήκαν δυο και παραδυό
Και καθεμιά μονάχη
Βγήκε στη θύρα του σπιτιού και έδιωξε την άλλη.

VIII. Επομένως τη Ροδαλίνα γράφοντας
Έχω μπροστά μου δρόμο
Εδώ εγώ που κάθομαι
..........................
Κι αν μαθευτεί ποια ήτανε
Η Ροδαλίνα μια ή δυο

IX. Τη Ροδαλίνα την ακολούθησα που ενηλικιώθηκε σε νερά μαύρα

X. Σε τόση απόσταση μάτι δεν φτάνει και ούτε το δικό μου
που τώρα εγώ πριν γίνουν τα γράφω, ζήτησε λοιπόν το βιβλίο
της να τα μάθει όσα θα κυβερνούσε

XI. Κι απαθής στη θέση της και
στη σειρά της (εγώ για κείνην γράφω)

Επομένως, η Ροδαλίνα, πρωταγωνίστρια και ηρωίδα μιας μπαλλάντας κάποιου μήκους ή, ενός προτεινόμενου (και ανοιχτού) έπους, μεσαιωνικής τεχνοτροπίας (η Βακαλό δεν εντάσσει τον Μεσαίωνα στον "Ευρωπαϊκό πολιτισμό" -συμφωνώ) δεν είναι η γράφουσα. Η Ροδαλίνα είναι ένα πρόσωπο το οποίο μας προτείνεται να παίξουμε -όχι θεατρικά, υποκριτικά, αλλά με τη μέθοδο των παιδιών, την ταύτιση (Εγώ θα είμαι ο Ταρζάν, εσύ η Τζέην, εσύ ο κυνηγός...).
Τέλος, ούτε η γράφουσα είναι ακριβώς η Βακαλό. Οι παλάβρες συνεχίζονται.


Β. Εγώ, η γράφουσα, ο γράφων


Το αίτημα της Βακαλό φρονώ πως είναι να την υποκαταστήσουμε στη συν-γραφή της Ροδαλίνας. Να μείνη το όνομα, ν' αλλάξη το χέρι.
Προσωπικά αποδέχομαι την πρόκληση -αλλά πώς; Παίρνω δύο τετράστιχα του Γρυπάρη και αντικαθιστώ το όνομα "Μαντελένια" με το "Ροδαλίνα". Βάζω ένθετους και δύο στίχους του.
Λοιπόν, το επόμενο επεισόδιο της κυρά-Ροδαλίνας είναι αυτό:

Στον ήσκιο της καρυδιάς

Ποιος έχει τρίζωστα τρανά νεφρά
Και σιδερένιους γόφους να τον πάρω;
Η Ροδαλίνα λέει. Κι ο Δράκοντας
Δίχως παπά την παίρνει και κουμπάρο

Πρόβαλε μέρα κοίμισε την υπνοφαντασιά μου

Τρικάταρτο, τρικούβερτο
Προσκυνητάδες πεντακόσοι
Μαζί κι η Ροδαλίνα η αμαρτωλή
Πάει την ψυχή της για να σώσει

Σαν άστρου τρεμοφέγγισμα ψυχή στη σκοτεινιά σου

Έτσι. Το easy to be real.


Γ. Χώρος για να γράψει ο αναγνώστης τη δική του συνέχεια, της κυρά Ροδαλίνας -κατά το δοκούν








Δ. Δίδαγμα ηθικόν -και μια ομολογία


Προϋποθέτοντας ότι ο αναγνώστης έχει γράψει τη δική του, ίσως την πλέον συναρπαστική, εκδοχή της Ροδαλίνας (το παιχνίδι, αν έχει τον εφευρέτη του, δεν έχει κτήτορα) μένει να δηλώσω ότι οι ποικίλες εκδοχές δεν αναιρούν, μήτε συμπληρώνουν το ποίημα της Βακαλό. Είναι ένα άλλο ποίημα, όπως, υποπτεύομαι, κάθε απόσπασμα της Βακαλικής Ροδαλίνας είναι αυτόνομο, ανεξάρτητο, αν μην αναιρετικό ως προς το έτερο.
Το παιχνίδι-ποίημα Ροδαλίνα μάς επιστρέφει στο παιδικό όνειρο, την προσδοκία και τη μαντεψιά τού "τι θα γίνης, όταν μεγαλώσης;" -Θα γίνω αστροναύτης -Εγώ θα ερωτευθώ με έρωτα μεγάλο το στοιχειό Ισίδωρος -Εγώ θα γράψω κριτική στο έργο της Βακαλό.
Πέρα από το τελευταίο, αυτιστικό και προβληματικό, παιδάκι, όλες οι άλλες απαντήσεις ενυπάρχουν ήδη, ενσωματωμένες στην τετελεσμένη Ροδαλίνα -θα έλεγα ότι την προϋποθέτουν ως αναγκαίο όρο για την ύπαρξή τους, όσο αυτές είναι ικανός όρος για τη δική της ύπαρξη.
Δεν θα το ονόμαζα "ανοιχτό έργο" -η Ροδαλίνα δεν είναι η συγκατανεύουσα προς τη συνέχιση και την ολοκλήρωσή της αλλά το ποίημα-Βακαλό που σε καλεί να το ακυρώσης. Και αυτό όμως είναι θεατρικό τέχνασμα, ταχυδακτυλουργικό τρυκ, μιας και το ίδιο έχει αυτοαναιρεθεί. Πέρα από την κατάλυση του μύθου και της συνεχείας, η Ροδαλίνα, κυρίως αυτό, μας αφήνει τη γεύση μιας σειράς γοητευτικών, κρυπτομεταφυσικών ποιημάτων. Έτσι, και η ίδια, η βαθειά αποθυμιά τής Βακαλό αυτοϋπονομεύτηκε. Η Ροδαλίνα, η οποία ξεκίνησε ακριβώς για να μην γίνη, είναι ένα εξαίρετο, άρτιο, παραδοσιακό ποίημα.
Να κλείσω με μια απολογία. Το κείμενό μου, εν τω συνόλω του, ξεδιάντροπα και εκουσίως βακαλίζει. Σκέφτομαι ένα άλλο κείμενο, ένα κείμενο το οποίο θα μιλούσε για πρωθύστερες συντάξεις και υπερβατά, για τη διαλεκτική σώματος και όλου, για τη σύζευξη ιάμβων και αναπαίστων. Θα ήταν εξίσου έγκυρο και άκυρο με το παρόν -χρήσιμο ως τυπική και κατ' έθος αναγκαία εισαγωγή σε μια άτυπη και άπελπι προσευχή.

“Αναγνώσεις”, τχ. 111, 13/2/2005

αφιέρωμα στην Ελένη Βακαλό





















Η τρομερά ελευθερία


Ποίημα βαθύτατα πολιτικό, "φιλελεύθερο τραγούδι" και άσμα πατριωτικό, ο "Ύμνος εις την Ελευθερίαν" του Διονυσίου Κομ. Σολωμού εγγράφεται σε μία διπλή φιλολογική παράδοση και αναγιγνώσκεται τόσο στην επικαιρότητα του χρόνου της Επαναστάσεως του 1821 όσο και στην αχρονία της αενάου πανανθρώπινης αποθυμιάς για την Ελευθερία. Όντας, ταυτοχρόνως, ποίημα καρμπονάρικο (καλά, ορθά και φρόνιμα κυοφορημένο στα σπλάχνα της "Μασσαλιώτιδος" και των στίχων του Σενιέ, του Βύρωνος, του Μόντι -έως να προαναγγέλλει τα λιμπρέτα του Βέρντι, του Βίκτωρος Ουγκώ και του Χάινε) και εφύμνιο του ελληνόφρονος κινήματος (σπορά του Ρήγα και του Μαρτελάου, των κλέφτικων τραγουδιών και του "Ερωτόκριτου" -να προφητεύει και να υπόσχεται τους Σούτσους και τον Ζαλοκώστα και τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Ελύτη και τον "Μπολιβάρ"), ο "Ύμνος εις την Ελευθερίαν" ορίζεται και κυβερνάται από τη δυναμική και φοβερή εικόνα της ενόπλου, αμείλικτης και αιματοβαμμένης Ελευθερίας -εικόνα φυσική, εικόνα δικαία, εικόνα την οποίαν επί ματαίω προσπαθεί να παραχαράξει η παγκοσμιοποιημένη "ειρήνη" και η μεταμοντέρνα φενάκη επαγγελλόμενες την "Δικαιοσύνη" (τι είναι αυτό;) και την "Συνύπαρξη" (ξεχνώντας να μας δηλώσει ότι θα συνυπάρχουμε με τον Τύραννο υπό αυτόν).
Όμως ο Σολωμός, ζώντας σε κόσμο πραγματικό, γνώριζε στο ακέραιο τη φύση της Ελευθερίας. Ακούστε, καμαρώστε και αισθανθείτε δέος με τον τρόπο που την φανερώνει στους πρώτους στίχους του:
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
Σε γνωρίζω από την όψη
Που με βία μετράει την γη.

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά. (στρ. 1-2)
Κρατώντας στο χέρι της τη θανατηφόρο σπάθη, βγαλμένη από τα ιερά, προγονικά οστά, όραση τρομακτική και θέαση κινδυνώδης -ιδού την η αναστημένη, Αυτή που σεβασμός και διπλό το "χαίρε" της αρμόζει. Και, προϊούσης της εξέλιξης του ποιήματος, αυξαίνει η βιαιότης και η ένταση της εικονοποιίας.
Δυστυχία του, ω δυστυχία του,
Οποιανού θέλει βρεθή
Στο μαχαίρι σου από κάτου
και σ' εκείνο αντισταθή.

Το θηρίο π' ανανογιέται
Πώς του λείπουν τα μικρά,
Περιορίζεται, πετιέται
Αίμα ανθρώπινο διψά∙

Τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,
Τα λαγκάδια, τα βουνά,
Και όπου φθάση, όπου περάση,
Φρίκη, Θάνατος, ερμιά∙

Ερμιά, θάνατος και φρίκη
Όπου επέρασες κι εσύ∙
Ξίφος έξω από τη θήκη
Πλέον ανδρεία σου προξενεί. (στρ. 31-34)
Οι στίχοι είναι επιθετικοί, άγριοι, ανθρωποκτόνοι. Η Ελευθερία παρασταίνεται στην λαμπρότητα και στην ολότητά της ωσάν μανιασμένο θηρίο που διψά για ανθρώπινο αίμα, το αίμα των δυναστών, ανδρεία και ανοικτίρμων. Και, έτσι σοφά ο Σολωμός μας εισάγει στο γεμάτο βιαιότητα, ανελεήμονη σφαγή και εξεγερμένο μίσος επεισόδιο της Αλώσεως της "αθλίας Τριπολιτσάς" (στρ. 35-74), επεισόδιο το οποίο τελειώνει με την επανάληψη της δεύτερης στροφής, ένας εκ νέου χαιρετισμός, μια καινούργια δοξολογία της Μητέρας Ελευθερίας. Και το χυμένο αίμα δικαιώνεται και το φονικό καθαγιάζεται -γιατί υπάρχει ένα τίμημα για να κερδηθεί το οτιδήποτε Μεγάλο και Υψηλό, και αυτό το τίμημα εδώ κατεβλήθη στο ακέραιο.
Ο Θωμάς Τζέφφερσον, ένας Αμερικάνος, που εδικαιούτο να αξιωθεί μιαν άλλη πατρίδα, είχε γράψει ότι "οι ρίζες του δέντρου της Ελευθερίας πρέπει συχνά να ποτίζονται με το αίμα των πατριωτών, ώστε το δέντρο να ανθοβολά, εσαεί". Τούτη την αλήθεια την κάτεχε ο Σολωμός, όπως την κατέχουν οι Αθηναίοι εν Μαραθώνι, οι αλύγιστοι Μακαββαίοι, ο Αννίβας και οι Καρχηδόνιοι, ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος και οι ελάχιστοι συνυπερασπιστές της Πόλης, οι Σουδανοί του Μάχνι, και οι Γαριβαλδινοί, οι Σοβιετικοί μαχητές του Στάλινγκραντ, οι Βιετκόγκ. Την κατέχουν σήμερα οι Παλαιστίνιοι και οι Ιρακινοί, οι αδούλωτοι Αφγανοί. Και, έχοντας πράξει το χρέος τους, όλοι, νικητές ή ηττημένοι, αδιάφορο, αυτοί θα εννοούσαν την Ελευθερία -έτσι:
Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
Που ό,τι θέλεις ημπορείς,
Εις τον κάμπο, Ελευθερία,
Ματωμένη περπατείς. (στρ. 82)


“Αναγνώσεις”, τχ. 117, 25/3/2005

Αφιέρωμα για το 1821




Μανόλης Αναγνωστάκης













[Πέμπτη, 23 Ιουνίου 2005, προς το μεσημέρι, πληροφορούμαστε τον θάνατο του Μανόλη Αναγνωστάκη. Το ίδιο απόγευμα, όπως και κάθε εβδομάδα, οι “Αναγνώσεις” σελιδοποιούνται -η τρέχουσα ύλη είναι έτοιμη.

Αποφασίζουμε ένα αποχαιρετιστήριο αφιέρωμα στον ποιητή, με αναβολή της σελιδοποίησης κατά 24 ώρες. Αρχίζω τα τηλέφωνα. Στις 1 το μεσημέρι τηλεφωνώ στον Λάγιο, και του ζητάω να γράψει ένα κείμενο για τον Αναγνωστάκη, μέχρι το επόμενο πρωί. Τον πιάνει πανικός. Κλείνουμε το τηλέφωνο, με την υπόσχεση ότι θα προσπαθήσει. Στις 2.30 με παίρνει αυτός. Μου διαβάζει το ποίημα που έγραψε...

Το πρωί της επομένης, τα κείμενα καταφθάνουν, με mail ή με fax, στα γραφεία της Αυγής. 19 εν όλω, συν η βιβλιογραφία, η εικονογράφηση κλπ. Όμως η ΕΣΗΕΑ έχει κηρύξει στάση εργασίας. Ο διευθυντής της εφημερίδας Κώστας Κάρης κρατά το τηλεφωνικό κέντρο, ενώ εγώ κάνω ταυτόχρονα τον επιμελητή ύλης, τον διορθωτή, αλλά και τον στενογράφο: ο Μάριο Βίττι μου υπαγορεύει το κείμενό του τηλεφωνικά απ΄ τη Ρώμη...

Έρχεται ο Ηλίας να παραδώσει το ποίημα, βλέπει την κατάσταση, κάθεται στο διπλανό γραφείο και αρχίζει να διορθώνει τα δοκίμια... ]



Λυγμός των φθόγγων. Πλέον, μακαρισμένη η λέξη,

κλίνει σεμνά, ως τής ετάχθη, να σιγήση.

Των ήσκιων ήσκιος, συναντά την άωρη δύση

ν' αναπαυθή στο φως που Αυτός έχει επιλέξει.


Ποιημάτων στέφανος, που ο λόγος έχει πλέξει,

σβήνεται στην σιωπή που εδόμησεν την κτίση.

Αν, υστερόγραφο θανάτου έχει ομιλήσει,

σε χρόνου υπομονής θ' αναστηθή την φέξη.


Φωνή, Ποιητή, Κοιμώμενε! Την έσχατη ώρα,

χέρι απαλό Σου προσκομίζει άρρητα δώρα,

και, μες στο μέγα πένθος, κελαηδάει το αηδόνι.


Ιδού, η ψυχή Σου τον Εαυτόν Της κατοπτρίζει.

Ω, νέα ψυχή! σαν πρόσφορο, σαν γάμου ρύζι,

το ρήμα Σου, την νύχτα μ' άστρα θεμελιώνει.


“Αναγνώσεις”, τχ. 131, 26/6/2005














Β’ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΩΝ

από τις σελίδες

των “Αναγνώσεων” της Αυγής
























… την ιστορία της Ιστορίας θα ξαναπώ



ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ, Φεβρουάριος 2001, εκδόσεις Ερατώ, Αθήνα 2002, σελ. 56.

Η διάκριση ανάμεσα σε μείζονες και ελάσσονες ποιητές είναι βέβαια μια "παραδοσιακή" διάκριση, ιδιαίτερα ταλαιπωρημένη από την εργαλειακή χρήση της, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι κάθε φορά πολιτικές αναγκαιότητες, αλλά κατά τη γνώμη μου παραμένει χρήσιμη, αν κάποιος προσπαθήσει να ορίσει το εύρος μιας ποιητικής, να διαπιστώσει αν ένα έργο ή ένα σύνολο έργων δημιουργεί μια ορισμένη ανθρωπολογία, κομίζει ένα αισθητικό πρόγραμμα, συνιστά μια τομή στη ροή των ποιητικών μας πραγμάτων, δημιουργεί μια ευρύτερη πολιτισμική σύναψη, έχει μια καθαυτό σημαντική λογοτεχνική αξία, κρινόμενη με τα κριτήρια που το ίδιο καθιερώνει αλλά και με όσα συνιστούν μια συνεκτική διαχρονική αισθητική, δηλαδή μια ισχυρή αφήγησή της.

Από αυτή την άποψη, βέβαια, μόνο ο Σολωμός θα μπορούσε να θεωρηθεί μείζων νεοέλλην ποιητής, χωρίς να υπάρξουν ουσιαστικές διαφωνίες, ενώ όταν προσπαθήσουμε να περάσουμε σε μεταγενέστερες περιόδους, ποιητές και γενιές, τότε μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η διερεύνηση των αναγκαιοτήτων και των όρων κάτω από τους οποίους η εκάστοτε εποχή αναζήτησε το πρόσωπό της στο έργο ενός ή περισσοτέρων ποιητών, προσδίδοντάς τους απλόχερα τις διαθέσιμες τιμές. Πρόκειται λοιπόν για μια διαδικασία διόλου αυτονόητη και συναινετική, όπως φάνηκε και από την δημιουργία του βραβείου Λένιν, ως αριστερό αντίπαλο δέος του Νόμπελ, με το οποίο τιμήθηκε και ο ημέτερος Γιάννης Ρίτσος. Βέβαια, σε βάθος χρόνου, δηλαδή με βάση τα συγκερασμένα κριτήρια περισσότερων της μιας εποχών και περιόδων, αυτές οι αναγορεύσεις δεν αντέχουν πάντα, γιατί αναδεικνύονται άλλες ποιητικές αξίες, περισσότερο συμβατές με το άνυσμα της αφήγησης της λογοτεχνικής διαδρομής, όπως γίνεται στα καθ' ημάς τα τελευταία χρόνια με τον Καρυωτάκη, ή τελείως ασύμβατες, όπως η ποίηση του Καβάφη.
Ο Καβάφης λοιπόν είναι μείζων ποιητής, ακριβώς γιατί συγκρότησε την ποιητική του έξω από τα συμφραζόμενα της εθνικής φιλολογίας, δημιουργώντας, διά και εντός της ποίησής του, έναν δικό του τόπο (μόνο σχηματικά μεσογειακό ή έστω αλεξανδρινό), όπου έχει θέση μια μεγάλη γκάμα αισθητικών και ανθρωπολογικών εκδοχών, αφού ενσωματώνει με χαρακτηριστική άνεση πολλαπλά κοσμοείδωλα, και μια δικιά του χρονικότητα, που μόνο προσχηματικά εδράζεται σε μια ακολουθία μεταιχμιακών ιστορικών στιγμών.

Μείζων ποιητής είναι σήμερα και ο κάποτε ελάσσων Καρυωτάκης, όχι μόνο γιατί υπερέβη τον ρομαντισμό του 19ου αιώνα και τον άτολμο συμβολισμό του αρχομένου 20ού και κατάφερε να εισαγάγει την ποίησή μας οριστικά στην αστική εποχή της, κόβοντας βίαια τους δεσμούς με το δομημένο ως δεκαπεντασύλλαβος νεοελληνικό συλλογικό ασυνείδητο, αλλά γιατί, επιπλέον, δεν ορρώδησε μπροστά στη δυναμική της τομής που η φορά της ποίησής του δημιουργούσε. Η απόλυτα προσωπική διάσταση της ποίησής του την οδήγησε στις ακρότατες συνέπειές της, την έφθασε στα όρια της απόσυρσης του ποιητικού υποκειμένου. Όταν γράφει «Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει / από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής, / κι ας τραγουδήσουμε το τραγούδι να μοιάσει/ νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής- / τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης / και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει», ο ποιητής πού βρίσκεται;

Εν τω μεταξύ, όμως, ζούμε μια νέα πραγματικότητα, όπου η εποχή μας δεν φαίνεται να αναζητά το πρόσωπό της σε ένα ποιητικό έργο, ενώ οι πλέον προνοητικοί σπεύδουν να αγκιστρωθούν πάνω στην επιφύλαξη, πως, ίσως, δεν υπάρχουν ποιητικά έργα που θα μπορούσαν να την εκφράσουν. Ζώντας όμως σήμερα, με τους όρους μάλιστα που δημιουργούν τη μεταμοντέρνα συνθήκη, η διάκριση σε μείζονα και ελάσσονα ποίηση θα μπορούσε να μας επαναφέρει στον πυρήνα της συζήτησης, όσον αφορά τα αισθητικά αιτούμενα της εποχής; Νομίζω πως ναι, γιατί τομές δεν υπάρχουν παρά διά του έργου σημαντικών ποιητών, θεματικά μειζόνων ή ελασσόνων αλλά οπωσδήποτε με μείζονα διάθεση, έργο που όχι μόνο ξεπερνά τον μέσο όρο της ποίησης της εποχής του, αλλά και φωτίζει διαφορετικά το σύνολο της μέχρι τώρα διαδρομής. Αυτά που τηλεγραφικά είπα για τον Καβάφη και τον Καρυωτάκη δεν είναι μια έξυπνη σύλληψη ή ένα ρηξικέλευθο σχήμα, λιγότερο ή περισσότερο παρακινδυνευμένο, αλλά προϋποθέτουν, πως η ποίηση που ήταν συμβατή με το κυρίαρχο ποιητικό παράδειγμα των τελευταίων δεκαετιών έχει ολοκληρώσει τον δημιουργικό της κύκλο, δηλαδή η ανάγνωση του παρελθόντος που είχε συγκροτήσει δεν αντέχει πλέον, η διαμορφούμενη σήμερα εικόνα δεν αντιστοιχεί στην εικόνα που το ίδιο το παράδειγμα επέβαλε για τον εαυτό του. Κυρίως όμως τη συζήτηση την ανοίγει μια επόμενη ποίηση, που μας υποχρεώνει να αναλάβουμε τα ρίσκα και τους κινδύνους της είσπραξής της:

...καταστροφή παντός του συνήθους, Ελένη πικραγάπη, μοναγάπη μου,

την ιστορία της Ιστορίας θα ξαναπώ, με κόλπα της διαλέκτου μου.

Ποια είναι αυτή η ποίηση; Κατά πρώτο λόγο, αυτή που με σημείο αναγνώρισής της το παγκόσμιο ‘89 ψαύει τις εστίες μιας νέας οργανικότητας και συγκροτεί μια σαφή ανάδραση στη σχεδόν γραμμική πορεία συρρίκνωσης του ποιητικού λόγου απ' τον Β' παγκόσμιο πόλεμο και μετά. Οι ποιητικές ιδιοσυγκρασίες που αναδεικνύει ως πλέον επίκαιρες και ανθεκτικές είναι οι δύο προαναφερθείσες, ενώ η γόνιμη συνομιλία μαζί τους τείνει να γίνει ένας από τους πιο ευδιάκριτους κανόνες της. Στο έδαφός της επανεγγράφεται η διάκριση μείζων και ελάσσων ποίηση, με καινούριους όμως όρους. Η δημιουργία μιας νέας ποιητικής γλώσσας είναι το μείζον αιτούμενο, αυτή η γλώσσα περιλαμβάνει μια γκάμα φωνών, συντίθεται από συνεκτικότερες αλλά και ευρύτερες ποιητικές προθέσεις, στο έδαφός της νομιμοποιούνται όλες.

Κάνε αποφασιστικά το τελευταίο βήμα σου, καταποντίσου στις μίνες του υπάνθρωπου χαμού. Μη φοβού, ελαφρούτσικε, αυτός εδώ δεν είναι ο δικός σου προορισμένος χαλασμός. Αλλού, μα ποιος να ξέρη πού, θα συναντηθής με το πικρό σου δίκιο.

Το ποιητικό σχέδιο του Ηλία Λάγιου είναι μείζον. Ανεξάρτητα από το αν θα αποδειχθεί επιτυχημένο ή ανεδαφικό, μόνο ως μείζον σχέδιο μπορεί να αντιμετωπισθεί. Ακούγεται βέβαια προκλητικό, αλλά μόνο και μόνο γιατί ο μεγάλος κύκλος που άνοιξαν οι ποιητές της γενιάς του ‘30 βαίνει στην ολοκλήρωσή του, χωρίς μέχρι στιγμής στο έδαφός του να βλαστήσουν άλλες μείζονες απόπειρες. Ταυτόχρονα, μέσα στο μεταπολεμικό σκηνικό, απωθήθηκε και ανακόπηκε η σύνδεση των πολλαπλών συμβολιστικών εκφάνσεων με τη μεσοπολεμική μήτρα τους, ενώ οι πιο αξιόλογες λυρικές φωνές των πρόσφατων δεκαετιών υπονόμευσαν την ωρίμανσή τους αναπαράγοντας την περιρρέουσα αμφισβητησιακή αυταρέσκεια και μόλις τα τελευταία χρόνια κάποιες απ' αυτές δείχνουν να ξεπερνούν την παρατεταμένη αμφιθυμία της επιγονικότητας και προχωρούν, όχι πάντα χωρίς ανακυκλώσεις, στη σύνθεση ισχυρών ποιητικών προφίλ. Όμως, η απουσία μειζόνων ποιητικών σχεδίων και η μη άρθρωση ευρύτερων συνάψεων, επέβαλαν και μια καταστατικά ακυρωτική συνθήκη για την κριτική, ανεξάρτητα από τις δυνατότητες των προσώπων που την άσκησαν, οι οποίες μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις υπερέβαιναν την συγχρονική τους ποίηση: μέσα σε μια κοινωνική συγκυρία αποθέωσης του μικροαστισμού, η απαξίωση της ιδιοτυπίας και του πειραματισμού, η πρωτοφανής ισοπέδωση και η απουσία του δημιουργικού ρίσκου, νομιμοποίησαν και έναν ανάλογο, δηλαδή απολύτως μικροαστικό κώδικα συμπεριφοράς. Έτσι, η κριτική, αντί να δικαιούται να οργανώσει τη δικιά της αφήγηση, υποχρεούται να υπηρετεί την δημόσια θέση ή αξίωση του ποιητή -ούτε καν το όποιο ποίημα-, ώστε φθάσαμε και σε ακραίες πρακτικές, αφού οι ίδιοι οι ποιητές απέκτησαν λόγο όχι μόνο στην αξιολόγηση του έργου τους, αλλά ακόμα και στην παρατιθέμενη κριτικογραφία των ανθολογιών, όπου αφαιρούν κατά βούληση όσα κείμενα δεν συνάδουν με την ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους. Τι άλλο, για να πεισθεί κανείς πως δεν υπάρχει πια, για τους ίδιους τους ποιητές (αναφέρομαι στη μεγάλη πλειοψηφία), κανένας ορίζοντας προσδοκιών ως προς την τύχη του έργου τους; Τι άλλο, ώστε το αυτονόητο να φαντάζει προκλητικό;

Ας επανέλθουμε όμως στον Λάγιο. Το ποιητικό του σχέδιο είναι μείζον, γιατί διατρέχει, ανακαλεί και διαλέγεται με ολόκληρη την ιστορία της ποίησής μας. Δεν είναι μια διανοητική διαδικασία, δεν είναι ο Λάγιος αλλά η ποίησή του που ξαναδιαβάζει, αφηγούμενη, τη διαδρομή της νεοελληνικής ποίησης. Η επιστροφή στον παράδεισο, δηλαδή στην αυτάρκεια και την πειθαρχία των παραδοσιακών μέτρων (Τριώδιο, 1991, και Ανθοδέσμη, 1993), δεν αποτελεί παρά μια στιγμιαία εντύπωση, ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό επεισόδιο, γιατί η ποίηση του Λάγιου έφθασε εκεί μετά από μια υπερδεκαετή διερεύνηση των λύσεων που προσέφεραν οι αφηγηματικές φόρμες και ενώ είχε ήδη συναντήσει τα όρια της προσπάθειας αναζωογόνησης του ελεύθερου στίχου εκ των έσω –έφθασε, αλλά δεν έμεινε εκεί. Δεν ωφελεί, επίσης, να απομονώσουμε κάποιες στιγμές της που, αποκομμένες από το σύνολο, δεν αποτελούν παρά υφολογικούς πειραματισμούς, ακραίες ερωτικές αποστροφές, απογυμνωμένες μάλιστα από την εμπειρίκεια μυθολογία τους, ή και αυτοκαταστροφικές κινήσεις. Η ποίηση του Λάγιου δημιουργεί τους όρους μιας μεγάλης λυρικής αφήγησης, όπου η ανασύνθεση τεχνοτροπιών και η εκ νέου επίσκεψη μυθολογικών τόπων αποτελούν κρίσιμες πλευρές της, ενώ έχει την πολυτέλεια να τα βάζει και με τον εαυτό της, δηλαδή να αυτοαναιρείται, εντάσσοντας εντός του κειμένου και τις αδυναμίες του προσώπου το οποίο γράφει. Παρ’ ότι όμως πολυστρωματική και πολυφωνική, δεν έχει καμιά σχέση με ό,τι θεωρήθηκε ως μεταμοντέρνο παστίς, γιατί υπερβαίνει και εν τέλει αρνείται την απομίμηση και τον εκλεκτικισμό. Δεν προϋποθέτει τον μοντερνισμό ως μοναδική βάση ή φίλτρο της, ως χώρο άντλησης νομιμοποίησης, μα πηγαίνει κατευθείαν στις πηγές του, και ακόμα πιο πίσω, φτιάχνοντας εξαρχής μια νέα ποιητική, δηλαδή ένα εν προόδω διαμορφούμενο νέο τραγούδι. Ένα τραγούδι, που η διαύγασή του δεν προκύπτει με τρόπο μονοσήμαντα θετικό και εξελικτικό, δηλαδή σε τελική ανάλυση τυπικά μοντερνιστικό, αλλά μέσω μιας θεμελιώδους για την ποίηση του Λάγιου αντίστροφης κίνησης: με αφετηρία το κάθε φορά παρόν, διαχέεται προς το όλον παρελθόν. Ένα τραγούδι φασματικό, χωρίς αυτοαναφορικό χαρακτήρα ούτε περιχαρακωμένο στην ανά-αφήγησή του, αλλά διαρκώς και ουσιωδώς ανοιχτό.

Το ποιητικό σχέδιο του Λάγιου είναι μείζον, γιατί ξεπερνά τον ορίζοντα της ποίησης των ημερών μας -αυτής που περιφέρεται ως ποίηση των ημερών μας, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος αυτής που γράφεται. Όμως, για να μιλήσει κανείς περί του ποιητικού σχεδίου του Λάγιου, είναι υποχρεωμένος να το σπουδάσει, να ταξιδέψει μέσα του και μαζί του, δηλαδή να αλλάξει ο ίδιος. Φτάνει να το θέλει και να το αντέχει, δηλαδή να μην του αρκούν οι υπόλοιπες προσφερόμενες λύσεις. Σίγουρα κάτι τέτοιο θέλει χρόνο, αλλά, παρακαλώ, ας σταματήσουν οι ανεπίσημες ψυχοσωτήριες κορώνες, του τύπου "μεγάλο ταλέντο", "εξαιρετική περίπτωση" κ.λπ., γιατί ο Λάγιος έχει ήδη διανύσει μια εικοσαετή διαδρομή: ή είναι, ή δεν είναι. Πάντως, δεν είναι ο μόνος και δεν είναι μόνος του.

Ελένη είναι ο τρόπος, να περιπατής στο άγριο δάσος

να μη φοβάσαι τον λύκο, τ' αγκάθια να μην σε τρυπάνε

ν' ακολουθής στο τρέξιμο το πιο γοργό ζαρκάδι, να το προφτάνης

να το κυττάς κατάματα, στα μάτια της Ελένης


Θα χρειαστεί όμως να επανέλθουμε, ο δε αντίλογος θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμος.

Κώστας Βούλγαρης

“Αναγνώσεις”, τχ. 19, 23/2/2003

























Φιλολογικά χρονικά

Με τον Τάσο Γουδέλη είμαστε φίλοι, συναντηθέντες εν λογοτεχνία. Μάλιστα έχουμε πιει ικανές ποσότητες τσίπουρου και προβλέπεται να πιούμε κι άλλες. Ταυτόχρονα, ο Γουδέλης είναι επιμελητής ύλης του έγκριτου λογοτεχνικού περιοδικού Το δέντρο. Με αυτή του την ιδιότητα, προσφάτως έκρινε ως μη δημοσιεύσιμο, καθ' ότι άτεχνο, ποίημα του Ηλία Λάγιου το οποίο είχε παραγγείλει το περιοδικό. Σε σχετική συζήτηση δε, μου δήλωσε πως εκτιμά βαθύτατα τον Λάγιο, όχι όμως ως ποιητή αλλά ως δοκιμιογράφο.
Το περασμένο Σάββατο, τα Νέα φιλοξένησαν ένα διθυραμβικό δισέλιδο, το οποίο υπέγραφε η πανεπιστημιακή φιλόλογος Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, για το τελευταίο ποιητικό βιβλίο του Λάγιου Η αρπαγή της Κούτας (εκδόσεις Ερατώ), που το χαρακτήριζε «έργο ενός ασυνήθιστα προικισμένου τεχνίτη».

Προφανώς, ούτε ο Γουδέλης είχε κάτι προσωπικό απέναντι στον Λάγιο (και με αυτόν πίνει τσίπουρα), όταν εξέφραζε την απαρέσκειά του προς το ποίημα και το εν γένει έργο του, ούτε η Αμπατζοπούλου είχε να κερδίσει τίποτα από ένα τέτοιο δημοσίευμα, το οποίο άλλωστε δεν μπαίνει καν στον υπηρεσιακό φάκελο με τις επιστημονικές της ανακοινώσεις.
Θέμα γούστου, λοιπόν; Υπερβολές εκατέρωθεν; Μια χαώδης διαφορά μεθοδολογικών εργαλείων; Όχι, τίποτα απ' όλα αυτά. Μάλιστα, στην πρώτη περίπτωση δεν επρόκειτο για ένα πρόχειρο στιχούργημα ενός κατά τα λοιπά ικανού ποιητή, όπως μπορώ να διαβεβαιώσω, όπως και η διεύθυνση του Δέντρου πιστεύει (το ποίημα τελικά απεσύρθη). Επιπλέον, όμως, η Αρπαγή της κούτας δεν είναι καν το κορυφαίο βιβλίο του Λάγιου. Άρα;

Από πού προκύπτει αυτή η όντως χαώδης διαφορά; Κατά τη γνώμη μου, μια νέα ποίηση, μια νέα λογοτεχνία έχει αρχίσει ήδη να υπάρχει, δίπλα στην προηγούμενη. Και είναι φυσικό να μη λέει σχεδόν τίποτα ή έστω να λέει στρεβλά πράγματα, σε όσους διαμόρφωσαν, αλλά και έκλεισαν την αισθητική τους μέσα στην προηγούμενη φάση, σε όσους, ανεξαρτήτως προθέσεων, δυνατοτήτων και ταλέντου, συνεχίζουν να ταυτίζονται, μερικοί απελπιστικά, με την ακόμα κυρίαρχη αλλά φθίνουσα πια αισθητική, που αντιστοιχεί σε μια οριστικά παρελθούσα εποχή, έστω κι αν καλλιεργούν με επιτυχία κάποιες έσχατες απολήξεις της ή απλώς ολοκληρώνουν τον κύκλο και το έργο τους.

Τίποτα το δραματικό και το καινοφανές: ακόμη και μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τα βιβλία του Σεφέρη πουλούσαν λίγες δεκάδες αντίτυπα, ενώ όταν ο προεξάρχων της γενιάς του '30 άρχισε να ετοιμάζει τις αποσκευές του για το ταξίδι στη Στοκχόλμη, η λόγια κοινή γνώμη δεν είχε αποδεχθεί την ήδη συντελεσθείσα αλλαγή παραδείγματος. Μάλιστα, οι θεατρικές επιθεωρήσεις, γραμμένες από κατά τα λοιπά όντως σοβαρούς ανθρώπους των γραμμάτων, διακωμωδούσαν τους Μπιρμπιρίκους και Δισεγγονόπουλους... Πάνω κάτω έτσι συνέβη πάντα στην ιστορία, ανεξάρτητα από το μέγεθος της κάθε φορά αλλαγής. Και μάλλον έτσι θα συνεχίσει να συμβαίνει.

Πριν από αρκετό καιρό (“Αναγνώσεις”, τχ. 19, 23/2/2003), έγραφα για το προηγούμενο βιβλίο του Λάγιου, που επιγράφεται Φεβρουάριος 2001 (εκδόσεις Ερατώ), και τόλμησα να υποστηρίξω πως «το ποιητικό σχέδιο του Λάγιου είναι μείζον». Φράση που επέσυρε την μήνιν κάποιων ομοτέχνων του, διατάραξε φιλίες και σχέσεις, εμού αλλά και αυτού. Το μόνο που θα είχα να πω τώρα, ξαναγράφοντας για τον Λάγιο, είναι πως οι “Αναγνώσεις” διαθέτουν μια πολυφωνία, νομίζω εντυπωσιακή για τα εφημεριδογραφικά δεδομένα, πως η εκδοτική παραγωγή, και κυρίως η ποιητική, παρακολουθείται χωρίς αποκλεισμούς και τις τόσο διαδεδομένες σκόπιμες αποσιωπήσεις, η δε παρουσία της προσωπικής μου άποψης για την ποίηση και εν γένει τη λογοτεχνία είναι σαφώς υποτονισμένη μέσα στο όλο φύλλο, όπως και αυτή του Γιάννη Παπαθεοδώρου. Και έτσι θα συνεχίσουμε, όπως αρμόζει στο ένθετο βιβλίου μιας αριστερής εφημερίδας: με απόψεις και διάλογο.
Καμιά αλλαγή βέβαια δεν πραγματοποιείται αβρόχοις ποσίν, αναίμακτα. Το γίγνεσθαι της λογοτεχνίας, η τρομακτική αυτή πάλη με το λόγο, με τη μορφή, δεν επιφυλάσσει υγιεινούς απογευματινούς περιπάτους σε όσους μπαίνουν στη δίνη του. Το τραγικό όμως είναι άλλο: η βιβλιοκριτική της Αμπατζοπούλου είναι, τώρα, μόλις η τέταρτη που γράφεται για ποιητικό βιβλίο του Λάγιου, παρά την εικοσιπενταετή διαδρομή του, παρά τις επιμέρους αναφορές, τις πάμπολλες προφορικές συζητήσεις, παρά, ακόμη, την έντονη παρουσία του, για συναπτά έτη, στην οδό Σόλωνος και τις παρυφές αυτής. Ο Λάγιος πληρώνει, ως όφειλε βέβαια, τα βήματα που έκανε μέχρι τώρα, όμως κινδυνεύει να τα πληρώσει διπλά, χωρίς να φταίει σε τίποτα.

Γιατί στην Αρπαγή της κούτας δεν έχουμε να κάνουμε με μια εξαίρεση, με κάποια ουρανοκατέβατη περίπτωση Λάγιου, με «ένα αιρετικό κείμενο», με ένα «σάλτο μορτάλε» και μάλιστα «μπροστά στη βία της εξουσίας». Ο τρόπος που η Αμπατζοπούλου προσεγγίζει το βιβλίο του Λάγιου, παραπέμπει στον Μεγάλο Ανατολικό του Ανδρέα Εμπειρίκου. Και η Αμπατζοπούλου ανήκει σε έναν κύκλο ανθρώπων, δηλαδή σε μια αντίληψη για τη λογοτεχνία, που σίγουρα προσέφερε πολλά μέχρι τώρα, όμως αυτή ακριβώς η αντίληψη, μέσα από το αναντίστοιχο πια σχήμα της avant-guard, έφτιαξε μια λάθος εικόνα για τον Μεγάλο Ανατολικό. Προσέδωσε στο αχανές αυτό έργο του σουρεαλιστή ποιητή ένα βαρύ φορτίο περιττών προσδοκιών, το περιέβαλλε με μια τρομακτική μυθολογία, με αποτέλεσμα, ο Μεγάλος Ανατολικός να εκδοθεί, με τον τρόπο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε, ως το magnus opus του Εμπειρίκου και όχι ως πάρεργο ή έστω ως παραλειπόμενο. Έτσι, το έργο διέψευσε παταγωδώς τις προσδοκίες και καταστράφηκε, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, τόσο η σχέση της ποίησης του Εμπειρίκου με το κοινό της, όσο, το κυριότερο, η σχέση της με τους νεώτερους ποιητές.

Βεβαίως αυτή είναι μια άλλη συζήτηση, τις δε απόψεις μου επί του θέματος τις έχω καταθέσει, αναλυτικά αλλά νομίζω με τον πλέον αθόρυβο τρόπο (περιοδικό Δυτικές Ινδίες, τχ. 5, Νοέμβριος 2001), ώστε να μη χαλάσω την εορταστική ατμόσφαιρα του εν εξελίξει τότε "έτους Εμπειρίκου".
Τώρα όμως, τα ίδια διακυβεύματα επανέρχονται, με την εμφάνιση στο προσκήνιο της ποιητικής γενιάς του '89, στην οποία ανήκει ο Λάγιος. Έχω την εντύπωση, ότι η Αμπατζοπούλου διαβάζει το σώμα αλλά και τον υπότιτλο της Κούτας, "Λαϊκόν αφήγημα. Τεύχος πρώτον", σαν τον πρώτο τόμο του Μεγάλου Ανατολικού: έναν τέτοιο ορίζοντα προσδοκιών έχει, αλλά και δημιουργεί το κείμενό της (τι θα κάνει στη συνέχεια ο ποιητής είναι άλλη ιστορία).

Η αρπαγή της κούτας είναι όντως μια μεγαλειώδης άσκηση του Ηλία Λάγιου, ένα εντυπωσιακό ταξίδι στις εκτάσεις της ελληνικής γλώσσας και της ποιητικής παράδοσης. Ναι, ένα ταξίδι άνευ ορίων και όρων. Για παράδειγμα, στους 423 μακρόσυρτους στίχους της δεν επαναλαμβάνεται πουθενά η ίδια λέξη, παρά μόνο οι αναπόφευκτοι παρίες της γλώσσας, δηλαδή άρθρα, σύνδεσμοι, προθέσεις κλπ. Μάλιστα, ο Λάγιος αποδεικνύει πως έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει με αρκετά ακόμη τεύχη. Και;

Η Κούτα βέβαια δεν είναι άνευ περιεχομένου, όπως άλλωστε και ο Μεγάλος Ανατολικός. Υπάρχουν δε πολλαπλοί συσχετισμοί αυτού του βιβλίου του καθενός, με το υπόλοιπο έργο του. Όμως μια ανάγνωση της Κούτας, αντίστοιχη με αυτή του Μεγάλου Ανατολικού, («η ιστορία αυτή δεν έχει ούτε συγκεκριμένη αρχή ούτε τέλος»), δεν έχει τίποτα να προσφέρει. Μια συνέχεια αυτού του τύπου, όπως την αναμένει, την προτρέπει και προετοιμάζει την ανάγνωσή της το κείμενο της Αμπατζοπούλου, δεν έχει να προσθέσει, παρά ελάχιστα, στη διαδρομή που όντως προδιαγράφει και εν προόδω συγκροτεί η ποίηση του Λάγιου, στη μεγάλη αφήγηση που συνθέτει το όλο έργο της γενιάς του '89. Και είμαι βέβαιος, πως ο ποιητής μπορεί να μας δώσει και άλλες, μοναδικές ψηφίδες, ανεξάρτητα ή ακόμα και μέσα από τεύχη "λαϊκών αφηγημάτων", όμως πια άλλου είδους και προοπτικής. Πάντως, το ζητούμενο είναι η ολοκλήρωση αυτής της διαδρομής, αυτής της μεγάλης αφήγησης, η είσπραξή της από τον αναγνώστη, η οργανική της σχέση. Όχι η καταστροφή της, έστω και με τις καλύτερες των προθέσεων.

Ο ποιητής Λάγιος μπορεί να προχωρήσει, αρκετά πιο πέρα. Έχει άλλωστε διαψεύσει πολλούς -ίσως και τον ίδιο του τον εαυτό-, έχει ακόμη απογοητεύσει κάποιους, που σε μια ορισμένη φάση του έργου του θεώρησαν ότι αυτή, και μόνο αυτή είναι πια η ποιητική του, όπως π.χ. τη στιγμή του περάσματός του από τις παραδοσιακές έμμετρες μορφές.
Εν κατακλείδι, εκτιμώ πολύ το θάρρος της γνώμης σου, φίλε Τάσο Γουδέλη, αλλά πιστεύω πως ο Λάγιος είναι μείζων ποιητής. Μέλλει να αποδειχθεί ποιος έχει δίκιο. Όμως ο Λάγιος δεν είναι Ζορρό, αγαπητή Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου. Δεν μεταφέρει την περιούσια Κούτα, «ένα κιβώτιο, μια κιβωτό της ελληνικής γλώσσας». Και, δεν είναι ο μόνος που ανανεώνει σήμερα την ποίησή μας, δεν είναι μόνος του.

Κώστας Βούλγαρης

“Αναγνώσεις”, τχ. 92, 3/10/2004



Σημείωση

Την επόμενη Κυριακή (10/10/2004), με αφορμή αυτό το κείμενο, στις σελίδες των “Αναγνώσεων” δημοσιεύθηκε επιστολή του Τάσου Γουδέλη και απάντηση του Κώστα Βούλγαρη.




Ποίηση και ιστορία

(απόσπασμα)

...Το ’89, με τη σημασία καταρχήν ενός ορόσημου ιστορικού: πτώση του τείχους του Βερολίνου και ό,τι έκτοτε ακολούθησε: κατάρρευση των καθεστώτων του ανατολικού μπλοκ, αδυναμία του σοσιαλιστικού συστήματος να περιμαζέψει τις πληγές του και από άλλη βάση να ανασυνταχθεί, μονοπώληση του καπιταλισμού. Πολυσημικού λοιπόν ορόσημου: ιδεολογικού και υπαρξιακού, πολιτισμικού και “φιλοσοφικού” ακόμη προβληματισμού. Η επενέργειά του επηρέασε άμεσα ή έμμεσα την ποίηση των τελευταίων χρόνων. Άμεσα με τη σημασία της ρητής θεματικής αναφοράς, και έμμεσα με τα “υπονοούμενα” μιας ιστορικής παραβολής. Ποιητών ξεκινημένων από άλλη –ανιστορική- αφετηρία. Και περνώντας βαθμιαία –πάντως ύστερα απ’ το ’89- στην ”ιστορική” ποιητική τους: Ο Σπύρος Βρεττός, από τους πρώτους με ποιήματα σχετικής θεματικής αναφοράς (π.χ. “Σαρκασμός 1997”, “Αλβανός;”, “Παρείσακτος ηθοποιός”, “Προετοιμασία ηγέτη για απολογία”), με γλώσσα μεταϋπερρεαλιστική (και μεταμαγιακοφσκική, θα έλεγα), ιδιαίτερα στις συλλογές του Ανιστόρητο (1999) και Πράξη απλή (2003). Και, με άλλα ανοίγματα πνευματικά ο Γιώργος Μπλάνας, με την τέχνη των δραματικών του μονολόγων, μέσα από την πολιτική “παθολογία” στο Επεισόδιο (2002) και από μια στοχαστική διαχρονία στην πολυδιάστατη Η απάντησή του (2000). Είναι επίσης ο Δημήτρης Χουλιαράκης, που από μετρητής και αυτός της επικαιρικής διασποράς στις πρώτες συλλογές του, φτάνει στη Ζωή κλεισμένη (2002), όπου διεκτραγωδεί στιγμές ακραίες προσωπικοτήτων, από την ποιητική του περιήγηση στην ιστορία. Σημειώνω, για παράδειγμα, το ποίημα “Η Άννα Αχμάτοβα μπροστά στη Λουμπιάνκα”, γιατί ως πιο κοντά στο θέμα μας κατέχει μια ηθικοπολιτική διάσταση, συμπίπτοντας με την ποιητική ενότητα “Αχμάτοβα” της συλλογής Μετά το τέλος της ομορφιάς, που επιτηδεύεται ένας άλλος ποιητής κοσμοπολίτης, και μεταφραστής από τους παραγωγικότερους αυτής της συντεχνίας, ο Χάρης Βλαβιανός. Είναι εξ αποστάσεως επίσης ο Βαγγέλης Κάσσος, που με τις δικές του ιστορικοπνευματικές βολές μας δίνει, στη συλλογή Αδιαπέραστο φως (1998), υπό τύπον όχι μονολόγων αλλά θα έλεγα απολόγων, σε μικρές αλλά πυκνές και καίριες φόρμες, «παραδείγματα» μιας διϊστορικής επικαιρότητας. Και κάτω απ’ όλους, σαν σε περιμετρική υπόγεια με πολλές επισταθμίες σπινθηρίζει, πάντα απρόβλεπτη και ανατρεπτική η ποίηση του Ηλία Λάγιου. Και εξίσου περιμετρική στην επιφάνεια, αντλώντας από την παράδοση του πιο γνήσιου ευρωπαϊκού συμβολισμού, σχεδιάζεται η γραφή του Στρατή Πασχάλη, με ένα πέρασμα από τον Ελύτη στον Σεφέρη, και η ανοιχτή αισθητική παραγωγή, με ποιητική και δοκιμιακή στοχαστικότητα του Θανάση Χατζόπουλου. Και ως μια ανάδραση του κερματισμού της προηγούμενης γενιάς, τα λυρικά παλίμψηστα της Μαρίας Κούρση.

Μια πολυφωνική γενιά που ωριμάζει και ωριμάζοντας κατακυρώνει και ταυτόχρονα μπορεί να ξεπερνά τα ορόσημα που βάλαμε...

Γιάννης Δάλλας,

“Αναγνώσεις”, τχ. 99, 21/11/2004











[Η γνώμη της Ελένης Βακαλό]

...Η Βακαλό υπήρξε ανέκαθεν πολύ αυστηρή με τις επιλογές της, ως άνθρωπος και ως δασκάλα. Το έζησα αυτό πραγματικά, εγώ που έγινα στο σπίτι της καλλιτέχνης και που είχα μια πολύ ιδιαίτερη, μοναδική σχέση μαζί της. Εκτιμούσε πολύ τον Γουναρίδη που ανέδειξε τη σχολή, που ήταν η ίδια της η ζωή, αγαπούσε πάρα πολύ τον Τέτση. Αγαπούσε πολύ και στήριζε όλα τα μοντέρνα πράγματα. Και, μία από τις μεγάλες της αγάπες ήταν ο Ηλίας Λάγιος, που τον θεωρούσε μεγάλο ποιητή.

Άγγελος Παπαδημητρίου

(συνέντευξη στη Λήδα Καζαντζάκη)

“Αναγνώσεις” τχ. 111, 13/2/2005


















Η ιστορία της ιστορίας του

ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ, Ο Άνθρωπος από τη Γαλιλαία (Ένα πόνημα θεολογικόν), Εκδόσεις Ερατώ, Αθήνα 2004, σελ. 11-55


Από μία και πλέον δεκαετία και με ρυθμό περίπου ετήσιο, ο Ηλίας Λάγιος εκδίδει ποιητικά έργα που πάντα εκπλήττουν για την λυρική και εκφραστική τους τόλμη. Από τις συλλογικές εμπειρίες του Τριώδιου (1991) και της Ανθοδέσμης (1993) -που μπορούν μεν να θεωρηθούν τετράδια γυμνασμάτων, αλλά και σημαντικά δείγματα της νεότερης πορείας της ελληνικής ποίησης- μέχρι το τελευταίο του συνθετικό ποίημα Ο Άνθρωπος από τη Γαλιλαία (Ένα πόνημα θεολογικόν), περνώντας μέσα από τα εξίσου σημαντικά βιβλία Η έρημη γη (1996), Μουζικούλες (1997), Πράξη υποταγής (2000), Φεβρουάριος 2001 (2002), ο Λάγιος διασχίζει όλο το λογοτεχνικό, ιστορικό, πολιτισμικό και, τώρα, θρησκευτικό φάσμα του ελληνισμού, με την πυξίδα της γλώσσας. Ο ποιητής γίνεται ο ερμηνευτής και ο αναδημιουργός της ιστορίας του τόπου του, αρμενίζει στα πελάγη και στα ρηχά του δικού του πολιτισμού «με τα κόλπα της διαλέκτου του» ξέροντας ότι το παρελθόν μπορεί να γίνει παρόν μέσω της ποίησης.
Στο έργο Ο Άνθρωπος από τη Γαλιλαία, διάφορα αποσπάσματα των Ευαγγελίων, των Ομιλιών και των θεολογικών έργων των Πατέρων, από τον Φώτιο, τον Γρηγόριο της Νύσσης, τον Ανδρέα της Κρήτης, τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τον Απόστολο Παύλο (του οποίου παρουσιάζεται μια λατινική επιστολή προς Κορινθίους), μέχρι τα κοντάκια και τις Ωδές του Κανόνος, παρατίθενται με φιλολογική ακρίβεια, και, ταυτοχρόνως, μεταμορφώνονται σε ποιήματα που εκφράζουν τον διάλογο με το μήνυμα του χριστιανισμού, καθώς και νέες ερμηνευτικές προοπτικές του. Και, όπως πάντα, αυτό γίνεται με ένα λεκτικό μείγμα εντεταγμένο σε προσωδικές δομές που υπονοούν αιώνες λογοτεχνίας, φιλοσοφίας, σκέψεων, ποίησης. Να, φερ' ειπείν, πώς ο Λάγιος ξαναδιαβάζει τον λόγο του Ματθαίου περί των μακαρισμών (Ματθ. ε-ζ):

το ξέρω που η αθλία ψυχή σας σέρνεται στα ροζιασμένα πόδια μου ικέτισσα.
το φως μου, εκπαρθενεύον, με τι άλλο; παρά με ορυκτότατο σκοτάδι θα σας ανανήψει.
μην προσδοκάτε αλλά θερμοπαρακαλέστε, όπως εγώ δεν εδιακόνεψα∙ απαίτησα.
μονόπετρη αντιπαροχή σας, στου πατέρα τις μονές, η άπαυστη θλίψη σας κι η τύψη.

Και να, πώς ερμηνεύεται το πασίγνωστο επεισόδιο της Μαγδαληνής ("Η Μαγδαληνή κατά τον θρύλο"), όπου ο ποιητής συνομιλεί με τον Ρωμανό τον Μελωδό και τη μακρά λογοτεχνική παράδοση περί αυτής της γυναικός:

Απ' το σκοτάδι το πυκνό, τερπνά νερά αξημέρωτα,
να χύνουνται σα λειτουργία προς τ' αυγινό τ' αστέρι,
χαίρονται με τη νιότη τους και παίζουν με τον έρωτα,
στη δροσινή, στη θερμική, σε λαύρας μεσημέρι.

που ένα κρατεί στα μάτια της, και χίλια μύρια λήγει τα,
προβαίνει η κόρη της ντροπής με στάμνα μυροφόρο,
όσα κατέχει το κορμί δε μίλησαν τ' αξήγητα,
κι είν' το βυζί της προσφορά, κι ειν' η κοιλιά της δώρο.
Η ομοιοκαταληξία, η μετρική, το λεκτικό, εκσυγχρονίζουν τα επεισόδια, τα ξαναγράφουν.
Ο Λάγιος είναι ένας γλύπτης των λέξεων, τις τορνεύει, τις λαξεύει, πλάθει την γλώσσα με ακρίβεια και υπομονή. Κάποτε έχεις την εντύπωση (και το τελευταίο του έργο έρχεται να μας το βεβαιώσει), ότι το περιεχόμενο γίνεται αφορμή για τη γλώσσα και τα σημαίνοντα καθρεφτίζονται στο ποίημα σαν τον εαυτοερωτόληπτο Νάρκισσο στα γαλήνια νερά της λίμνης. Ο εκφραστικός του μετακλασσικισμός (για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του Βαγγέλη Κάσσου περί της γενιάς του '80) ή, αν θέλουμε, ναρκισσισμός, μεταμορφώνει συχνά τον λόγο σε μετα-λόγο, την ποίηση σε μετα-ποίηση. Μ' αυτό δεν εννοώ ότι τα ποιήματα του Λάγιου δεν έχουν περιεχόμενο ή πως δεν εκφράζουν ιστορίες, προσωπικά βιώματα και τις (κάποτε οδυνηρές) εμπειρίες του συγγραφέως. Άλλωστε, στην ποίηση (και γενικά στη λογοτεχνία) η γλώσσα δεν είναι μόνο το μέσο, αλλά μπορεί και να γίνει το τέλος, ο στόχος, μέσο διακειμενικότητας ή αναφορικότητας. Θέλω απλά να πω ότι ο Λάγιος ό,τι θίγει το κάνει ποίηση, πως, εάν ακολουθήσουμε τη διάκριση του Ελύτη μεταξύ πρισματικής και επίπεδης ποίησης, το έργο του Λάγιου ανήκει στην πρώτη κατηγορία, σ' εκείνο το ποιητικό είδος όπου: «Δεν ξέρεις τελικά εάν η γοητεία προέρχεται απ' αυτό που λέει ο ποιητής ή από τον τρόπο που το λέει» (Εν λευκώ). Και να μη λησμονούμε ότι σ' αυτήν την κατηγορία ο Ελύτης συμπεριλαμβάνει και τους αρχαίους λυρικούς.
Όλα αυτά δίνουν μία πρώτη σημαντική ένδειξη: ότι η επαναμάγευση της ποίησης, την οποία προγραμματικά επιδιώκει ο Νάσος Βαγενάς, όχι μόνο βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο, αλλά στον Λάγιο βρίσκει μια κορύφωση, επειδή, όπως σημείωσε σωστά ο Κώστας Βούλγαρης, ο Λάγιος δεν απομιμείται την παράδοση αλλά συνάπτει μ' αυτή μία γόνιμη συνομιλία που τρέφεται απ' το παλαιό ύφος, μα συνάμα τροφοδοτεί αυτό το ύφος με καινούργιους εκφραστικούς χυμούς.

Άρτιο παράδειγμα μας δίνουν κάποιες στροφές της "Ελένης" (από τη συλλογή Φεβρουάριος 2001):

πέρ' από νέκυιες, γουρούνια, ασκούς αγέρηδων, μονόφθαλμους και τα λοιπά ...
Πηδάω μπροστά, σε χρόνους ελληνιστικούς, να πω το τι με τρώει.
Αφήγησες που πλέξαν άνθρωποι κακόψυχοι (καλού γούστου ένεκα, δήθεν),
τολμούν να ισχυρίζονται ότι σε κάποιο κωλονήσι, την Λευκή,
η Ελένη, η δικιά μου Ελένη, ξενογαμιόταν με τον Αχιλλέα.
Ψέματα, ψέματα, ψέματα. Εγώ είμαι ο άντρας που στ' αλήθεια αγάπησε.
Και όλων των επών περίλαμπρα τα ονόματα, ηρώων και άστεων,
γράμματα ιωνικά και δωρικά κι αιολικά...

στιχαριθμήσεις αλεξανδρινών...

Να, οι γερο-Τρώες, βαθειά συφιλιασμένοι
διαμαρτυρούνται για των παιδιών τους τον χαμό,
μη βρίσκοντας μιας ξανθομούνας τσούλας τη δικαιοσύνη σε κανέναν τάφο.


Μπροστά σε τέτοιους στίχους, ένας σχολαστικός φιλόλογος θα αναζητούσε (και θα εύρισκε, βεβαίως) πηγές και υπαινιγμούς, θα προσπαθούσε να ξετυλίξει με προσοχή τον μίτο της λογοτεχνίας και, ίσως, θα συνέκρινε την τέχνη του Λάγιου με εκείνη των αλεξανδρινών ποιητών, ή θα ερευνούσε τις πολλαπλές παραλλαγές του ομηρικού μύθου (σοβαρές ή παρωδιακές), από την αρχαιότητα κι έπειτα.

Όμως, εάν από τη φιλολογία περνάμε στην ποίηση, το κυριότερο εδώ είναι ότι μ' αυτούς τους στίχους ο Λάγιος ούτε απομιμείται ούτε παρωδεί τον πασίγνωστο μύθο, αλλά τον ξαναγράφει με μοντέρνο γλωσσικό υλικό και τον εμπλουτίζει με άλλες, απρόοπτες και συμβολικές διαστάσεις. Κι αυτό χάρη στη διακειμενικότητα, που γεφυρώνει και συνοψίζει τις εμπειρίες άλλων ποιητών, άλλων εποχών, άλλων νοοτροπιών.

Αυτοί οι στίχοι, όπως πάντοτε συμβαίνει στον Λάγιο, προϋποθέτουν όλες τις εποχές του ελληνισμού μα συγκεκριμένα ουδεμία: που σημαίνει ότι η συνομιλία έγινε μέσω «της επαφής του τρέχοντος λόγου με του παλιού» (Βούλγαρης), ότι το εξ απροόπτου πέρασμα «από τον υπερσυντέλικο στο άκρο μέλλοντα» είναι πλέον δεδομένο.

Αυτές οι ελάχιστες παρατηρήσεις μάς οδηγούν σε ένα δεύτερο συμπέρασμα: ο Λάγιος δεν είναι μεταμοντέρνος. Γιατί ο συγγραφέας δεν χρησιμοποιεί τις αρχαϊζουσες μορφές, την παλιά προσωδία, τη ρομαντική ομοιοκαταληξία, σαν νεκρό υλικό, για να εκφράσει την ήττα της λέξης ή για να παρωδήσει το παρελθόν∙ κι ούτε νοσταλγεί «δενδροφυτεύοντας κερασιές στην οδό Σίνα». Τουναντίον, μεταπλάθει τη γλωσσική κληρονομιά για να εκφράσει τη δική του ποιητική αντίληψη, για να συμπυκνώσει σε λίγους στίχους χιλιάδες χρόνια πολιτισμού, φιλολογίας, λογοτεχνίας, ούτως ώστε να υπογραμμίσει τη διαχρονικότητα όχι μόνο του ποιητικού μηνύματος αλλά της ελληνικής γλωσσικής παράδοσης.

Τα ποιήματα του Λάγιου συνιστούν μια φιλολογική περιήγηση στις επιστρώσεις του ελληνικού πολιτισμού, ένα ταξίδι που μας οδηγεί όμως και στο μέλλον της ελληνικής ποίησης, και δείχνουν (κάτι που προκύπτει φανερά και από τα έργα άλλων συνομηλίκων του ποιητών, από τον Βρεττό έως τον Μπλάνα, από τον Κάσσο έως τον Χουλιαράκη) ότι η νεότερη ποιητική γενιά έχει υπερβεί τη γλωσσική κληρονομιά της γενιάς του '30 και πως έχει διαφύγει τον κίνδυνο να φτάσει «στα όρια της σιωπής», πάντα όμως εκμεταλλευόμενη την παράδοση.


Μάσσιμο Κατσούλο

“Αναγνώσεις”, τχ. 123, 30/4/2005















Από το ιερό κείμενο στην «φρίκη του Θεού»


Η τελευταία συλλογή του Ηλία Λάγιου, Ο άνθρωπος από την Γαλιλαία (Ένα πόνημα θεολογικόν), ανήκει στην παράδοση εκείνη της χριστιανικής τέχνης που αναπαριστά την τραγικότερη πράξη του χριστιανικού δράματος: την πτώση. Κι ενώ ένα τεράστιο μέρος της δυτικής τέχνης διερευνά την τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης ως συνέπεια της πτώσεως, υπάρχει στο βιβλίο του Λάγιου κάτι που ξενίζει: πρόκειται για την σχολαστική προσήλωση του ποιητή στο γράμμα του Ευαγγελίου, που μοιάζει με την προσήλωση ενός πιστού ο οποίος εντούτοις καταλήγει να υπονομεύει την αλήθεια της πίστης του:

τους οίκους σας εγκαταλείψτε να ερειπώσουν, παρατήστε τα χωράφια αγεώργητα.
σφάξτε τους γιους σας, δώστε στα σκυλιά σας τους γονείς, κι ας ατιμάσετε τις θυγατέρες.
εγώ είμαι η γαλήνη, η απραξία, η αταραξία. μετά από μέναν του πατρός μου η όργητα.
με τ' Άγιο Πνεύμα νύφη σας, στης βασιλείας τον προθάλαμο, θα σας αλλάξω βέρες.

Το εγχείρημα του Λάγιου παραπέμπει στο πρόγραμμα της “απομύθευσης”, του μεγάλου Γερμανού θεολόγου Rudolf Bultmann. Ο Bultmann διερωτάται για την αξία της Καινής Διαθήκης, ενός κειμένου με μυθολογικό χαρακτήρα, για τον σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος δυσκολεύεται «να πιστέψει στον κόσμο των πνευμάτων και των θαυμάτων που παρουσιάζει η Καινή Διαθήκη» (Neues Testament und Mythologie). Στόχος της απομύθευσης του Bultmann είναι η κριτική του μυθικού κοσμοειδώλου της Καινής Διαθήκης, αλλά και η ερμηνεία του μηνύματός της, ώστε να αποκαλυφθεί το εσχατολογικό μήνυμα του Λόγου και η νέα δυνατότητα που προσφέρει στον σύγχρονο άνθρωπο. Ωστόσο, το κείμενο του Λάγιου μάλλον κλονίζει παρά αποκαθιστά την αλήθεια του Ευαγγελίου και τις μεταφυσικές της συντεταγμένες. Θα έλεγε κανείς ότι ο Λάγιος αναλαμβάνει να μας αφηγηθεί την ιστορία του Ιησού, με τον δογματικό τρόπο του Claudel και την αγωνία του Baudelaire.

Αλλά γιατί επιλέγει ο Λάγιος να μεταγράψει ποιητικά, και μάλιστα σε παραδοσιακή μορφή, ορισμένα επεισόδια της ζωής του Ιησού όπως τα αφηγούνται τα Ευαγγέλια; Ίσως η απάντηση να βρίσκεται σε εκείνη την αξία που ο Paul Ricoeur αποδίδει στην ανάγνωση των (ιερών) κειμένων: η επαφή με τους κειμενικούς κόσμους της θρησκείας και της λογοτεχνίας επιτρέπει στον άνθρωπο να ανακαλύψει νέους τρόπους ύπαρξης, είναι μια πράξη ενδοσκόπησης, ένα ταξίδι στον εαυτό. «Μία αυθεντική απάντηση στο ερώτημα ποιος είμαι; βρίσκεται εν μέρει στην ανασύσταση του ιερού μέσα από την περιδιάβαση στους κόσμους της μυθοποιητικής λογοτεχνίας, όπως είναι η Βίβλος». Κατά τη γνώμη μου, η εμπλοκή του Λάγιου με το βιβλικό κείμενο είναι ένα κομβικό σημείο της προσωπικής διαδρομής του στην ποίηση. Αποτελεί την ακραία άρθρωση μιας αγωνίας που άλλες στιγμές έχει καταλήξει στην οξύτητα της ειρωνείας και τη σκληρότητα του σαρκασμού:

Στην κάποτε Άρτα. Στους ηδονικούς τριγμούς του μεταμεσονυκτίου.
Στα βέβηλα ονόματα όλων των γυναικών. Στον διαμερισμό της ψυχής.
Στην βεβαιότητα μόνο του νυν. Στο θεϊκό κατηγόρημα. Στην Smirnoff.
Στην πρόσκαιρη ώρα που μ' αγάπησεν η μάνα μου.

(Από τη συλλογή Πράξη υποταγής, 2000)

Ο δίκαιος

αναπαύθηκε εν ειρήνη. Κι ο άδικος το ίδιο.

(Από τη συλλογή Μουζικούλες, 1997)

Στο έργο, εντούτοις, του Λάγιου υπάρχει πάντοτε και η άλλη όψη∙ υπάρχει η λαχτάρα για την αισθητή υπόσταση της πραγματικότητας και η υποψία ότι πίσω από την υλική πλευρά των πραγμάτων βρίσκεται μια άλλη συνθήκη, την οποία αποκαλύπτουν τα ορατά κατά τη στιγμή της ευλογίας:
Πρωί τώρα. Διαβάζω Σικελιανό. Το δωμάτιο γύρω μου διάφανο σαν κρύσταλλο, μια υποψία από άρωμα τσαγιού. Ευχαριστώ τον Μεγάλο Αδιάφορο για τις ολίγες τούτες ώρες: την υπόκωφη, μαλακή τέρψη, την βιαστική χαρά, την αποστήθιση του βίου.

(Πράξη υποταγής)

Η δυσπιστία του Λάγιου απέναντι στη μεταφυσική, όπως παρουσιάζεται στον Άνθρωπο από τη Γαλιλαία, δεν είναι η αποκήρυξη της μεταφυσικής εν γένει. Αναγνωρίζοντας «την βεβαιότητα μόνο του νυν», το έργο του Λάγιου επιχειρεί ένα κειμενικό άνοιγμα στον τόπο και τον χρόνο του επέκεινα, δηλαδή μία πράξη που σαρκώνεται γλωσσικά. Και ως τέτοια αμφισβητεί την μεταφυσική πίστη στην ικανότητα του λόγου να καθιστά εφικτή την παρουσία. Το βιβλίο, η ιερή γραφή της Βίβλου, είναι μία ενιαία και κλειστή οντότητα. Απεναντίας, το κείμενο, δηλαδή το ποίημα που είναι πάντοτε ένα έργο εν προόδω, είναι ανολοκλήρωτο, ανοιχτό στην έρευνα, την αμφισβήτηση και την πρόκληση. Αυτή ακριβώς η "ανοιχτότητα" του ποιήματος είναι που καθιστά την πίστη επισφαλή. Το ποίημα εξαρθρώνει τους αρμούς του ιερού βιβλίου. Κατ' αναλογία, ο ποιητής, κοιτάζοντας πίσω από τα ορατά σαν να αντικρίζει ένα τυφλό σημείο, έρχεται αντιμέτωπος με την αβεβαιότητα της άλλης πλευράς των πραγμάτων. Στο ερώτημα του Αλέξανδρου Μπάρα «Άραγε η πίσω πόρτα βγαίνει / σ' άλληνα μυστική μιαν οικουμένη;», ο Λάγιος έχει απαντήσει με τον δικό του, σκληρό αλλά και παρήγορο τρόπο:

Αυτός ο κόσμος, καστανιά μου, είναι ένα απέραντο Νταχάου.
Ο άλλος κόσμος θα είναι κατοικημένος απ' την φρίκη του Θεού.
(Από τη συλλογή Το εικοσιτετράωρο της Δηούς, 1998)


Δημήτρης Ελευθεράκης

“Αναγνώσεις”, τχ. 123, 30/4/2005




Ηλίας Λάγιος (1958-2005)

Χαίρε ποιητή








Το αφιέρωμα,

των “Αναγνώσεων” της Αυγής,

(τχ. 147, 16/10/2005)














Ο Ηλίας Λάγιος είναι ένας από τους σημαντικότερους νεοέλληνες ποιητές.

Πρόγονοί του, μεταξύ άλλων, ο Κώστας Βάρναλης και ο Ρώμος Φιλύρας, όμως ο Λάγιος πήρε τη σκυτάλη απευθείας απ’ τον Καρυωτάκη, με τον πλέον απρόσμενο τρόπο: μέσω Νίκου Εγγονόπουλου.

Αυθεντικό παιδί της Μεταπολίτευσης, βρέθηκε μέχρι το λαιμό μέσα σε όλη την τότε και την μετέπειτα περιπέτειά της. Συμμετείχε, με όλο του το είναι, σε κάθε έκφανση και διακύβευμα της εποχής του, με τρόπο απόλυτο, σωματικό. Ένα παράδειγμα, ας πούμε φιλολογικό: ήταν ένας από τους νεαρούς που έπαιζαν γροθιές πάνω στον ανοικτό τάφο του Βάρναλη, προς δόξαν του ποιητή. Για την ιστορία του πράγματος, ας σημειωθεί ότι η αντιδικία αφορούσε ποια από τις δύο εφημερίδες της Αριστεράς θα συνόδευε τον Βάρναλη στο τελευταίο του ταξίδι...

Ο Ηλίας Λάγιος ολοκλήρωσε τον κύκλο της ζωής και της δημιουργίας στα 47 του χρόνια, αφού πρώτα μας έδωσε ισχυρά δείγματα της ποιητικής του δυνατότητας, διέγραψε τους βασικούς άξονες του μείζονος ποιητικού του σχεδίου, μας άφησε ποιήματα και βιβλία άρτια, ψηφίδες και στιγμιότυπα μιας εγγενώς ανοικτής ποιητικής διαδρομής.

Ο Λάγιος είναι ο κορυφαίος της ποιητικής γενιάς του ’89, που εδώ και λίγα χρόνια αλλάζει το τοπίο της λογοτεχνίας μας, εκφράζοντας μια μεγαλειώδη ανάδραση, απέναντι στον κατακερματισμό, τη διάλυση, την ήττα του λόγου, των ιδεών, της ίδιας της τέχνης. Ανάδραση στη φθίνουσα τροχιά της ποίησης, πενήντα χρόνια τώρα.

Αλλά αυτή η ώρα δεν είναι κατάλληλη για επαίνους και επικήδειους. Ο εκλιπών τα απεχθάνετο. Η ώρα δεν είναι ούτε και για φιλολογικά σχήματα. Αυτά κατετέθησαν τότε που έπρεπε. Η στιγμή απαιτεί να σταθούμε, με πλήρη συναίσθηση, μπροστά στο στίχο του: Ζυγίζοντας και κρίνοντας.

Ζυγίζοντας και κρίνοντας τον ποιητή, γιατί αυτή η τιμή του πρέπει. Μα και όλους αυτούς, που επί σειρά ετών εσιώπησαν. Είναι οι ίδιοι, και οι διάδοχοί τους, σε αυτή την απελπιστικά προβλέψιμη διαιώνιση κοινωνικών τύπων και ρόλων, που θα έρθουν αύριο και μεθαύριο, με βαρυσήμαντες ανακοινώσεις σε φιλολογικά συνέδρια, με αφιερωματικά τεύχη περιοδικών, με άρθρα και πικάντικες βιογραφικές αναμνήσεις, να καλύψουν την απουσία του λόγου τους.

Και είναι πολλοί, πάρα πολλοί, αυτοί που ήξεραν. Ποιος είναι ο Λάγιος, τι παλεύει να φτιάξει και να εκφράσει, τα ρίσκα που παίρνει, την κόλαση της δημιουργίας που ζούσε. Αλλά σιωπούσαν, επειδή τρόμαζαν μπροστά στα ερέβη της ποίησής του, στην έκκεντρη φορά της, μα και προ των συνεπειών της μίας κουβέντας που όφειλαν. Γιατί, όσο μεγαλύτερα είναι τα μεγέθη, τόσο σκληρότερες και αλυσιδωτές είναι οι αντιδράσεις στο αυτονόητο.

Η σιωπή τους ήταν σκληρή για τον ποιητή, αλλά είμαι σε θέση να τους διαβεβαιώσω, πως δεν κρατούσε κακία σε κανέναν. Γιατί ήταν σίγουρος για το έργο του. Απολύτως σίγουρος. Ο ίδιος δεν έχασε τίποτα απ’ τη σιωπή τους. Έχασαν όσοι δεν μίλησαν, τότε που ήταν καιρός. Και, βέβαια, έτσι θα γίνει πάλι, με τον επόμενο Λάγιο, έτσι έγινε με τους προηγούμενους, με όλους αυτούς που εκόμισαν εις τέχνην. Έτσι γίνεται σήμερα, με τους συνοδοιπόρους του ποιητές, τους ομότιμους συνεχιστές μιας προσπάθειας κοινής.

Παρ’ όλα αυτά, τον τελευταίο χρόνο τα πράγματα είχαν αγριέψει. Από τη μια το “θέμα Λάγιου” άνοιγε κάθε τόσο από κει που δεν το περίμενε κανείς, κι απ’ την άλλη ο ποιητής εισέπραττε ιταμές προσβολές, εντός της συντεχνίας, κάποιες μάλιστα έφταναν μέχρι την πρόκληση: «Όπου κι αν σπάσης/ όσο κι αν σπάσης, Ηλία…». Μα ο Ηλίας δεν έσπαζε. Κλεινόταν, όλο και πιο πολύ, στους ελάχιστους φίλους του, στη γειτονιά του. Σπανίως πια κατέβαινε στο κέντρο της Αθήνας, πόσο μάλλον στην οδό Σόλωνος, την οποία δόξασε με την παρουσία του, εργαζόμενος εκεί επί σειρά ετών.

Εδώ, θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στον Νάσο Βαγενά, που βρέθηκε δίπλα του με κάθε τρόπο, στην Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, που έγραψε στα Νέα για τις δύο τελευταίες ποιητικές του συλλογές, στους εκδότες των βιβλίων του, που τον πίστεψαν και τον εμπιστεύθηκαν, στις γυναίκες που αγάπησε και έζησε μαζί τους, αφιερώνοντάς τους έξοχα ερωτικά ποιήματα ή και ολόκληρα βιβλία, στους οικείους του που τον πόνεσαν και του συμπαραστάθηκαν.

Μεγάλο μέρος από τα κριτικά κείμενα και έντιμες αναφορές, από τα ελάχιστα που έχουν γραφτεί για την ποίηση του Λάγιου, βρίσκονται στις σελίδες των “Αναγνώσεων”, με την υπογραφή του Γιάννη Δάλλα, του Μάσσιμο Κατσούλο, του Δημήτρη Ελευθεράκη, του Άγγελου Παπαδημητρίου, τη δική μου, και άλλων συνεργατών. Το θεωρώ ως τη μεγαλύτερη τιμή για το ένθετο. Και, ταυτόχρονα, ένα μεγάλο κέρδος. Γιατί εμείς κερδίσαμε, όσοι μιλήσαμε για τον Λάγιο, όσοι τον γνώρισαν, όσοι με οποιονδήποτε τρόπο συνδέθηκαν μαζί του, όσοι τον διάβασαν. Του οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ.

Αλλά η συμμετοχή του ίδιου του Λάγιου στις “Αναγνώσεις”, με ποιήματα, βιβλιοκριτικές και δοκίμια, είναι πολύ ευρύτερη απ’ ό,τι θα φανεί σε μια ενδεχόμενη αποδελτίωση. Επί τρία χρόνια, σχεδιάζαμε τεύχη και αφιερώματα, θέματα που θα άνοιγε ο ίδιος με σειρά κειμένων (π.χ. το θέμα της παραλογοτεχνίας), έστω κι αν τα περισσότερα απ’ αυτά δεν βρήκε τη δύναμη να τα πραγματοποιήσει. Μοιραζόμασταν όμως την αγωνία του όλου εγχειρήματος, αυτός έκανε κρίσιμες κινήσεις υποστήριξης, συμμετείχε σε όλα τα βήματα που έγιναν μέχρι εδώ, με πλήρη ενημέρωση, επίγνωση, πολιτική συνείδηση και συμπόρευση. Και, με όλα αυτά, προσέδιδε στις “Αναγνώσεις” εγκυρότητα. Γιατί, όσον αφορά τη λογοτεχνία, από πού αλλού μπορεί να προκύψει η περιλάλητη αυτή ιδιότητα; Μόνο με τη συμμετοχή των κορυφαίων δημιουργών της εποχής.

Καθυστερήσαμε να γράψουμε για τον ποιητή, για να κλάψουμε το φίλο μας. Όπως σημειώναμε την προηγούμενη Κυριακή, «Η Αυγή κάλυψε το χρέος της άμεσης ανταπόκρισης στην είδηση του θανάτου του Ηλία Λάγιου. Όμως, οι “Αναγνώσεις” θα καθυστερήσουν την αναφορά διά κειμένων στον ποιητή, κατά μία εβδομάδα, ώστε να μην υπάρχει για κανέναν, γράφοντα ή αναγνώστη, το άλλοθι ή η λανθασμένη εντύπωση της εν θερμώ αντίδρασης». Έτσι, ό,τι γράφεται εδώ, έχει απόλυτα δεσμευτικό χαρακτήρα.

Στην τιμητική ακολουθία κειμένων, που συνοδεύει σήμερα τον ποιητή στις σελίδες των “Αναγνώσεων”, περιλαμβάνονται σύντομα σημειώματα κριτικών και ομοτέχνων του και, φυσικά, η δήλωση του προέδρου του Συνασπισμού Αλέκου Αλαβάνου, επισημαίνοντας όχι μόνο το σαφέστατο πολιτικό στίγμα του ποιητή, αλλά, με τον πλέον επίσημο τρόπο, και την οργανική σχέση τέχνης και Αριστεράς, που υπηρέτησε και προώθησε αποφασιστικά ο Λάγιος.

Γιατί θα ήταν παράλειψη ασυγχώρητη, αν στην εικόνα του δεν συνυπολογίσουμε πως ήταν μάχιμος αριστερός, ορκισμένος κομμουνιστής. Γι’ αυτό και επέμενε να δημοσιεύει, κριτικά και πολιτικά κείμενα, σχεδόν αποκλειστικά στην Αυγή και στο Αντί. Μάλιστα, μέχρι και πριν από λίγο καιρό, του είχαν απευθυνθεί επανειλημμένες προτάσεις από μεγάλες εφημερίδες, για να γράφει τακτικά, πολιτιστικά άρθρα. Τις απέρριψε όλες. Μαζί και το σεβαστό ποσό που τις συνόδευε, προτιμώντας την αριστοκρατική του λιτότητα.

Όμως, φίλοι μου, όταν ένας ποιητής φθάνει στο μεταίχμιο και κάνει το τελευταίο βήμα, το ωστικό κύμα αγγίζει και αφορά όλους μας. Και τους καλούς και τους κακούς. Και τη ζωή και την τέχνη. Γι’ αυτό, το μόνο που αρμόζει είναι να υποκλιθούμε στην απόφασή του, με τον τρόπο που μόνο ο Βάρναλης ήξερε να το κάνει μπροστά στον Καρυωτάκη.

Χαίρε ποιητή.

Κώστας Βούλγαρης

Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος, ένα μεγάλο ποιητικό ταλέντο της εποχής μας, άφησε την τελευταία του πνοή στα 47 του χρόνια.

Πρωτοποριακός Ποιητής και μάχιμος Αριστερός, κόσμησε με τα κείμενά του τις σελίδες των περιοδικών και των εφημερίδων της Αριστεράς.

Αφήνει το έργο του, ως σημαντική παρακαταθήκη για όλους μας.

Αλέκος Αλαβάνος

5/10/2005




















Η απάντησή του

Δεκαεπτά “Πράξεις” —όπως ο ίδιος χαρακτήριζε την συγγραφή και έκδοση ενός κειμένου— πέντε “Συμπράξεις”, σημαντικό αριθμό άρθρων, σχολίων, επικαιρικών παρεμβάσεων και πλήθος χειρογράφων άφησε πίσω του —και μπροστά μας— ο Ηλίας Λάγιος, ποιητική μορφή ιλιγγιώδης, λόγιος από τους λίγους, προσωπικότητα του πνεύματος μοναδική.

Η εκτίμηση όλων αυτών αποτελεί βαρύ έργο για τον κριτικό. Το σύνολο της προσφοράς του παραμένει άγνωστη γη. Ωστόσο, η προσφορά αυτή δεν αποτελεί μια σκοτεινή, ιδιάζουσα περιοχή, ενός “καταραμένου” ποιητή. Καμία από τις πτυχές του έργου του δεν χαρακτηριζόταν από εσωστρέφεια. Αντίθετα, η σκέψη του ενήργησε δραστήρια γύρω στο ζωτικότατο ζήτημα της διαφοράς ανάμεσα στο “Υπάρχειν” και την “Ύπαρξη”. Οι τύχες του ανθρωπίνου προσώπου, ο διασκορπισμός του στις πράξεις του ερωτεύεσθαι, του θνήσκειν, του κοινωνείν, αλλά και η απαρτίωσή του μέσω αυτών των πράξεων, διατρέχουν τον επιθετικό ή και εξτρεμιστικό λυρισμό του.

Ο Ηλίας Λάγιος απάντησε στο ερώτημα της πάλης της ψυχής με την ιστορία, αλλά δεν υπήρξε ούτε για μια στιγμή ρομαντικός, υπό την έννοια της απόρριψης του υλικού στοιχείου, της ίδιας της ιστορίας. Στο πλέον πρόσφατο ποίημά του, Ο Άνθρωπος από τη Γαλιλαία, έπραττε μιαν αναδιατύπωση του προστάγματος της ανάληψης από τον άνθρωπο των ιστορικών ευθυνών του, εισηγούμενος την σαρκικότητα ως προέλευση του νοήματος της ιστορίας.

Προικισμένος με το σπάνιο χάρισμα του δαμαστή της γλώσσας, γνώριζε πώς να μετατρέπει τα πάθη της, τον ιστορικό φόρτο της, τη δίψα της να πει τα πάντα μέχρι να καταντήσει αλλοπρόσαλλη κραυγή, σε αβρές χειρονομίες που κρύβουν αιχμηρότατα νύχια.

Από την άποψη αυτή —αλλά και από πολλές άλλες— ο Ηλίας Λάγιος υπήρξε ποιητής μιας εξέγερσης. Την εξέγερση αυτή οφείλουμε να μελετήσουμε, σε όλες τις παραμέτρους της. Οι “πράξεις” του Ηλία Λάγιου —πέρα από τη γραφειοκρατική γραμματολογική καταχώρησή τους— σκάλισαν την πληγή της ποίησης. Δεν έχουμε δικαίωμα να “γιατροπορέψουμε”, για μιαν ακόμη φορά, την οδυνηρότατη των συνθηκών ύπαρξής μας. Οφείλουμε να κρατήσουμε ανοιχτή την εξέγερση της ποίησης, «με σκούρο λάδι φως και σκοτεινιά από χιόνι», όπως έλεγε ο ποιητής.

Γιώργος Μπλάνας






















Υπό την στέγην της ψυχής



Σε ένα από τα ποιήματα της ωριμότητάς του, που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο “Agnus Dei”, ο Ηλίας Λάγιος γράφει:
Όχι πλέον τέχνη μολυσμένη από τη διακόσμηση

………

Ας είναι

η διαδοχή των ήχων φυσική καθώς στην καθημερινή ομιλία,

η σύνταξη μονότονη και τυπική,

ο στίχος περικυκλωμένος από πρόζα, το λεξιλόγιο

προσηνές και μετρημένο.

Έτσι συμβαίνει. Με φτενά υλικά

κατασκευάζεται δημιούργημα ευγενικό.

Ο αγέρας, το νερό,

η ζωντανή φωτιά όπου ψένονται τα τούβλα,

τα στοιχεία που σωφιλιάζονται

για να συναπαρτίσουν τη λάσπη, ο

καταβαλλόμενος μόχθος, η θέληση που τα κατευθύνει

και, προπαντός, οι βασικοί κανόνες της αρχιτεκτονικής,

η σύλληψη του οικοδομήματος στους απλούς νόες των δημιουργών.

Η απόσταση που έχει διανύσει ο ποιητής από όσα ο ίδιος έγραφε, δεκαπέντε χρόνια πριν, υπό το ψευδώνυμο Αλέξης Φωκάς, στο καθ΄ όλα μπαρόκ βιβλίο του Ασκήσεις Ι-ΙΧ (1984), είναι μεγάλη. Τότε, σε ηλικία εικοσιέξι ετών, προσπαθώντας να τιθασεύσει ένα ταλέντο πληθωρικό, ο Λάγιος έγραφε:

Όχι, δε φταίει κανείς˙ μονάχος

θρηνώ την προδοσίαν αφράστου χρέους.

Ελάτρευσα τους λέοντας της άμμος,

γιατί λοιπόν η πίκρα τούτη; Τάχα

προς τι των δρόμων η βουή να με σκεπάζει;

Νοιώθω να γυρίζουν

φαύλες των εαυτότροπων ορχήσεις˙

κι εγώ να μην μπορώ να εννοήσω πού ετάχθην…

Και, βέβαια, η απόσταση που έχει διανυθεί από τις Ασκήσεις Ι-ΙΧ έως το “Agnus Dei” δεν είναι εκφραστικής μόνον τάξεως, αλλά και συνολικής ποιητικής θεώρησης: η ποίηση δεν γίνεται με τις λέξεις, αλλά με τον ποιητή.

Η θεώρηση αυτή συνιστά το μεγαλύτερο ποιητικό στοίχημα της γενιάς μας. Ασφαλώς, δεν ήταν ένα στοίχημα που τέθηκε προγραμματικά και ενιαία, με την εμφάνιση της γενιάς μας στα γράμματα, αλλά προέκυψε στην πορεία, μετά από βασάνισμα μεγάλο ψυχής και σκέψης του καθενός από εμάς χωριστά. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και το στοίχημα αυτό, ανεξάρτητα από την τύχη του, για τη γενιά μας, που τίποτε δεν φαινόταν να τη δένει αρχικά, διατηρεί αυτοτελώς την αξία του.

Όσον αφορά ειδικότερα τον Λάγιο, πριν καταλήξει στην ποιητική αυτοσυνειδητοποίηση του “Agnus Dei”, χρειάστηκε και αυτός να ταξιδέψει πολύ. Μεγάλος γι’ αυτόν σταθμός στο ταξίδι του πρέπει να έχει υπάρξει και ο Σεφέρης. Ήδη, στις Ασκήσεις Ι-ΙΧ, ως μότο παρέθετε στίχους σημαδιακούς από τα Τρία Κρυφά Ποιήματα:

Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.

Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη

ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα.

Όπως τα πεύκα

κρατούνε τη μορφή του αγέρα

ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί

το ίδιο τα λόγια

φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου

κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί.

Οι παραπάνω στίχοι παραπέμπουν στις απόψεις του Έλιοτ ότι δήθεν η διάνοια του ποιητή δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ένας υποδοχέας που αποθηκεύει αμέτρητα συναισθήματα, φράσεις, εικόνες…, ότι η ποίηση δεν είναι έκφραση της προσωπικότητας, αλλά φυγή από την προσωπικότητα και ότι, τελικά, η εξέλιξη του ποιητή δεν είναι παρά μία «διαρκής απόσβεση της προσωπικότητας» (βλ. Τ.Σ. Έλιοτ, “Παράδοση και προσωπικό ταλέντο”, στον τόμο Δοκίμια, μετάφραση-επιμέλεια Στέφανος Μπεκατώρος, εκδόσεις Ηριδανός 1983, σελ. 96-107).

Ιδιαίτερα, η έκφραση του Έλιοτ περί «διαρκούς αποσβέσεως της προσωπικότητας» του καλλιτέχνη, που απέβη αξίωμα στα χείλη των οπαδών του μοντερνισμού, σε συνδυασμό με τη θεωρία περί αποδόμησης του υποκειμένου, που γνώρισε φοβερή έξαρση κατά τη δεκαετία του ΄70, πολύ μας έχουν καταπονήσει ως ποιητική γενιά.

Ανάλογη πρέπει να ήταν και η καταπόνηση συνομηλίκων μας ποιητών στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ισπανία, την Ιταλία, για να αναφέρω μόνον τις περιπτώσεις, των οποίων τυχαίνει να έχω άμεση αντίληψη. Διαφορετικά, δεν εξηγείται πώς συμβαίνει και, δίχως καθόλου να έχουν προηγηθεί αλληλεπιδράσεις (όπως κατά κόρον συνέβαινε στο παρελθόν), οι Ευρωπαίοι ποιητές του ΄80, ομόθυμα σχεδόν αντιδρούν στις σειρήνες του μοντερνισμού και του αποδομισμού, ζητώντας επαναδιαπραγμάτευση των όρων του ποιητικού παιχνιδιού, καθώς σπεύδουν να καταστήσουν με κάθε τρόπο εμφανή την προτεραιότητα που δίνουν στον «κόσμο που τρέμει στο βάθος της συνείδησης εκείνου, ο οποίος μιλά και του οποίου η ομιλία αντηχεί στις επισφαλείς λέξεις που χρησιμοποιεί» (βλ. Φιλίπ Ντελαβώ, Η Γαλλική Ποίηση στην καμπή της δεκαετίας του ΄80/ Philippe Delaveau, La Poésie Française au tournant des années 80, Εκδόσεις Librairie José Corti 1988).

Για τους μοντερνιστές υπήρξε ενδεχομένως ανάγκη ζωτική το να ορίσουν τη συγκίνησή τους και σε τελευταία ανάλυση την ίδια την ψυχή τους ως αντικείμενο της ποιητικής δημιουργίας. Και τούτο, προκειμένου να αυτοπροσδιοριστούν έναντι των ρομαντικών που προηγήθηκαν.

Ήταν άραγε ζωτικό και για τη δική μας γενιά να κάνει το ίδιο;

Η αλήθεια είναι ότι, επί αρκετά χρόνια μετά το πρώτο ξεκίνημά μας, έχοντας ενστερνισθεί το “μάθημα Έλιοτ”, τραβήξαμε αντίθετα προς το ρεύμα που η ψυχή του καθενός μας πραγματικά κυλούσε. Όμως, το ρεύμα αυτό ήταν τόσο δυνατό που μας εξάντλησε και μας υποχρέωσε να το ακολουθήσουμε.

Όταν, όμως, εμπιστευθήκαμε την ψυχή μας και αφήσαμε να μας οδηγήσει εκείνη ως το κατεξοχήν υποκείμενο της ποιητικής δημιουργίας, έσπευσαν ορισμένοι να μας χαρακτηρίσουν ως νεορομαντικούς.

Μεταλλάχθηκε, δηλαδή, ξαφνικά ολόκληρη η νεότερη Ευρωπαϊκή ποίηση σε νεορομαντική; Όχι, ασφαλώς. Από τον κίνδυνο της διολίσθησης προς τον ρομαντισμό μας διαφύλαξε όλους ένα άλλο σημείο του “μαθήματος Έλιοτ”, που αφορά την “ιστορική αίσθηση” του ποιητή και που, για την ακρίβεια, είναι δανεισμένο από το “μάθημα (του νεωτερικού) Μπωντλαίρ”.

Σε κάποιον που επιθυμεί να συνεχίσει να είναι ποιητής και μετά το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, παρατηρούσε ο Έλιοτ, είναι απαραίτητο να υπάρχει η “ιστορική αίσθηση”. Θα πρέπει, δηλαδή, σύμφωνα με τον δημιουργό της Έρημης Χώρας, ο ποιητής να αντιλαμβάνεται το παρελθόν όχι μόνον στην “παρελθοντική”, αλλά και στην “παροντική” του διάσταση. Και πιο αναλυτικά: ο ποιητής που επιθυμεί να συνεχίσει να είναι ποιητής και μετά το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του οφείλει να γράφει έχοντας στα κόκκαλά του όχι μόνον την αίσθηση της γενιάς του, αλλά και την αίσθηση ότι ολόκληρη η λογοτεχνία της Ευρώπης, από τον Όμηρο και μετά, και μαζί μ’ αυτήν και ολόκληρη η λογοτεχνία της χώρας του, έχει μια ταυτόχρονη ύπαρξη και συνθέτει μια ταυτόχρονη τάξη.

Θα μπορούσε, βέβαια, κανείς να αντιτείνει ότι οι ρομαντικοί είχαν και εκείνοι “ιστορική αίσθηση”. Αναμφίβολα. Όχι όμως με τον τρόπο που την εννοεί ο Έλιοτ. Στους ρομαντικούς ποιητές, η παράδοση ασκούσε κεντρομόλο επίδραση, ενώ στους μοντέρνους και τους μεταμοντέρνους, η παράδοση προσέρχεται ως φυγόκεντρη.

Ένας ποιητής με “ιστορική αίσθηση”, όπως ακριβώς την περιγράφει ο Έλιοτ, που συνέχισε να είναι ποιητής και μετά τα εικοσιπέντε του, υπήρξε ο Ηλίας Λάγιος. Αυτός δε που είχε στη νεότητά του καταγγείλει τους «εαυτότροπους», κατέληξε να γίνει ένας από τους πλέον “εαυτότροπους” ποιητές της γενιάς μας. Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού κάθε ισχυρού ποιητή κατεξοχήν “εαυτότροπη” είναι η μοίρα.

Βαγγέλης Κάσσος












Αυτές τις μέρες πήρα να ξαναδιαβάσω τις Μουζικούλες, τη συλλογή του Ηλία που αγαπάω περισσότερο και τη θεωρώ ένα από τα μείζονα έργα των τελευταίων χρόνων.

Σκυμμένος στους στίχους, προσπάθησα να τους διαβάσω όχι σαν φιλόλογος αλλά απλά σαν εραστής της ποίησης και προπαντός σαν ξένος που θέλγεται από τους ήχους μιας άλλης γλώσσας, από την εικόνα της.

Προσπάθησα δηλαδή, για μερικές στιγμές, αν λησμονήσω ότι εκεί μέσα πάλλονται αι γενεαί πάσαι του ελληνικού πολιτισμού, για να αφήσω τους τρυφερούς ήχους των λέξεων να διαρρέουν, για να δω συλλαβές και γράμματα να εξελίσσονται μπροστά μου σαν χορικά.

Γιατί όταν διαβάζω τα ποιήματα του Ηλία, θυμάμαι τις πρώτες μου επαφές με την αρχαία γλώσσα, εκείνες τις “ζωγραφιές” που προσπαθούσα να καταλάβω, νιώθοντας όμως ήδη μια βαθύτερη έλξη.

Ο μεγάλος Αραγκόν είχε πει ότι το ελληνικό αλφάβητο είναι χάρμα οφθαλμών: ο Ηλίας έδειχνε τον σεβασμό του στη γλώσσα, με την προτίμησή του σε παλαιικές γλωσσικές μορφές.

Αλλά και με το μάτι του φιλολόγου να αντιμετωπίσω το έργο του, βρίσκω ότι και η συμβολή του Λάγιου είναι κυρίως γλωσσική. Η ποίησή του εδράζεται πάνω σε έναν συνεχή και πρωτότυπο διάλογο με τα λεκτικά και πολιτιστικά στρώματα της ελληνικής λογοτεχνίας, απ’ τον Όμηρο ως τον Καρυωτάκη. Είναι η γεφύρωση μιας πολιτισμικής και φιλοσοφικής διαλεκτικής, ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν. Μέσω της διακειμενικότητας, της ανάκτησης της προσωδιακής παράδοσης, του γλωσσικού ψηφιδωτού που αναμιγνύει λέξεις, φράσεις, ιδέες, παρμένες απ’ όλο το φάσμα του ελληνικού πολιτισμού, ο Λάγιος ανανέωσε την ποιητική γλώσσα, σε μια περίοδο που διακρίνεται από έντονους πειραματισμούς, ένδειξη της αγωνιώδους προσπάθειας να ξεπεραστεί η επίδραση της γενιάς του ’30, ώστε να συνδεθεί με τους μείζονες (Καβάφη, Καρυωτάκη), αλλά και με τους ελάσσονες ποιητές των αρχών του 20ού και του τέλους του 19ου αιώνα.

Ο Λάγιος ήταν ένας διαφορετικός γλωσσο-δημιουργός, που έδωσε νέες διαστάσεις και αναπάντεχες προοπτικές σε μια γλώσσα που από τρεις χιλιάδες χρόνια είναι έκφραση υψηλότατης ποίησης.

Μας έδειξε ότι είναι δυνατόν να εκφράσουμε τα σημερινά μας συναισθήματα (από τη χαρά μέχρι την τραγωδία) και τα μικροπράγματα της καθημερινής μας ζωής χρησιμοποιώντας το γλωσσικό υλικό πασών των γενεών, και μας είπε ότι μιλώντας αυτήν την πολυδιάστατη γλώσσα μπορούμε να μιλήσουμε καλύτερα, ή μάλλον να μιλάμε, για τον εμφύλιο, για το ευαγγελικό μήνυμα, για τη λογοτεχνία, για τον έρωτα, συνελόντι για τη ζωή, χωρίς ρητορείες και με πρωτόγνωρο τρόπο.

Αυτό νομίζω, πέραν από τις αισθητικές αρετές του, οφείλουμε στον Ηλία Λάγιο και αυτό θα του εγγυηθεί μια πολύ σημαντική θέση στη νεώτερη ελληνική ποίηση.

Χαίρε Ηλία, sit tibi terra levis.

Μάσσιμο Κατσούλο














Απάντηση φωτιάς στα σιδηρόφρακτα παραθύρια

O Ηλίας Λάγιος επιδίωξε με τη δραματική μυθοπλασία του ν' αναμορφώσει το περιβάλλον του, να δώσει έναν “χρυσό” -αντί “χάλκινο”- κόσμο, σύμφωνα με τον Μπέικον, την δυναμική της εξιδανίκευσης η οποία αφορμάται από τις πιεστικές επιθυμίες του ανθρώπου για ένα πληρέστερο μεγαλείο.

Ο Ηλίας Λάγιος υπήρξε οραματιστής. Στους στίχους του θέλησε να διασκεδάσει με διάφορες επινοήσεις: στόλισε, ανύψωσε, εξωράισε, χλεύασε αλλά και ύμνησε τον έρωτα. Έγραψε αφηγηματικά ποιήματα και ελεγεία, πειραματίστηκε με τη ρίμα και τα σονέτα. Η μοναδική πρόθεσή του ήταν, με τους στίχους του, να προσδιορίσει την εκλιπούσα έννοια του ωραίου. Το απλό και το οικείο εκπέμπουν το δέος για τον ποιητή. Γι' αυτό τον λόγο ο Ηλίας Λάγιος κατατάσσεται μεταξύ των γλωσσοπλαστών που επιδίωξαν τη διαιώνιση της πλούσιας γλωσσικής κληρονομιάς, έτσι όπως αναπτύχθηκε στο πέρασμα των αιώνων.

Πέρα απ' όλα αυτά, ο ποιητής έχει πετύχει να διατυπώσει τη συγκίνηση. Δεν εκμεταλλεύτηκε τη γλώσσα διακοσμητικά, αλλά στόχευσε στην έκφραση της φαντασίας, στην ανατροπή των συμβάσεων, στην αναδημιουργία του κόσμου με κίνητρο το πάθος. Από τις Μουζικούλες και την αιρετική εκδοχή της Έρημης γης, μέχρι το Εικοσιτετράωρο της Δηούς και την Πράξη υποταγής, είναι αισθαντικά φανερή η ακέραιη αλήθεια του:

Αυτό που μένει να βλέπης, αυτό που εξάπαντος ταιριάζει να βλέπης, είναι ακριβώς απέναντι σου ένα τεράστιο γυμνό δέντρο, ένα δέντρο του χειμώνα, βίαιο, απειλητικό, αδιάφορο. Δεν θέλω να τελειώσω έτσι.

Αυτή η υπέρβαση εκδηλώνεται φανερά στη σημαντικότερη ποιητική σύνθεσή του Φεβρουάριος 2001, όπου η ερωτική εξομολόγηση στον “Τελικό κύκλο” έρχεται σε σύγκρουση με το σκοτεινό και ακριβοθώρητο “Άσυλο”. Σ΄ αυτό το βιβλίο ο Ηλίας Λάγιος μεταμορφώνεται σε προφήτη του έρωτα και του θανάτου. Εκεί κορυφώνεται η αγωνία του, η οποία εκπηγάζει από εκείνο το βλέμμα που, ως άλλος Λυγκέας, με ευκρίνεια, εντοπίζει τον εξοστρακισμό της ύπαρξης στην ευτέλεια:

Είναι πια αργά για να μεταλάβω και να ζήσω μέσα στο θαύμα

αλλά πιστεύω, πιστεύω αληθινά, ότι μπορώ ακόμη να το κατανοήσω.

Γιώργος Λίλλης
























Ο Ηλίας Λάγιος έζησε μια σύντομη αλλά πλούσια ποιητική ζωή, προγεγραμμένη απ’ τον ίδιο αλλά από την ποίηση πολλαπλασιασμένη.

Τα εισόδιά του ήταν σπουδαία, αλλά δεν προσέχθηκαν, δυστυχώς. Είναι η ψευδώνυμη συλλογή του Αλέξης Φωκάς, Ασκήσεις Ι-ΙΧ. Ο σχεδιασμός της ήταν φοβερά φιλόδοξος, αλλά και οργανικός. Ήταν ένας ποιητής που έβγαινε μέσα από την ποίηση, κατάσαρκα. Όπως βγαίνουν οι άνθρωποι απ’ τη ζωή. Δηλαδή δεν βγήκε ως θεωρητικός, έχοντας απέναντί του την ποίηση, ούτε σαν ένας απλός, προικισμένος ποιητής, ο οποίος στιχουργεί καλά. Όχι, ήτανε οργανική και εκρηκτική η παρουσία του.

Και λέω βγήκε μέσα από την ποίηση, γιατί και οι πρώτες Ασκήσεις του αλλά μέχρι και οι τελευταίες συνθέσεις του, Η αρπαγή της κούτας και Ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία, πλουτίζονται από αναφορές σε μεγάλους ποιητές, όπως ο Σαίξπηρ και ο Μπωντλαίρ. Έτσι έδειξε ότι μπορεί να πατά σε δύο πόδια: να έχει μια τρυφερή, καθημερινή φωνή, που ν’ αγγίζει τα πράγματα, και απ’ την άλλη να αγγίζει ποιητές που άλλοι ίσως απαξιούσαν να τους αναφέρουν, όπως ο Δημοσθένης Βαλαβάνης∙ όμως από την ατραπό αυτή περνούσε σε ποιητές γνησιότερους, της μικρής φόρμας και της χαμηλής φωνής, όπως ήταν ο Φιλύρας και ο Καρυωτάκης. Από πάνω όμως σελάγιζαν όλοι οι μεγάλοι, σαν να ήταν αυτοί που τον προβοδούσαν στην ποίηση. Ήταν βέβαια ένας δρόμος που μπορούσε να τον εξοστρακίσει στη ρητορεία, όμως ο Λάγιος κράτησε την οργίλη και την προφητική φωνή τους και, απ’ την άλλη, κράτησε το δαιμονιώδες, δούλεψε δηλαδή ως ένας εκπεπτωκώς άγγελος. Σε πλήρη συνέπεια και με τη ζωή του την ίδια.

Στην νεοελληνική παράδοση, είναι σαν να συνεχίζει την ποίηση του Παλαμά και του Εμπειρίκου. Με τη διαφορά ότι τον Παλαμά τον συνεχίζει στις επιθυμίες του τις βαθύτερες, στις οποίες δεν καρποφόρησε, δεν τις γέμισε παίζοντας τον ασκητή, τον μύστη, τον καλόγερο, τον δαίμονα ή τον γύφτο στον Δωδεκάλογο. Ενώ ο Λάγιος έβαλε τον εαυτό του μέσα στη φωτιά∙ και την ποίησή του. Ο Εμπειρίκος είναι βέβαια ένας συνεχιστής του Παλαμά, στη μοντέρνα μας ποίηση∙ ο Λάγιος είναι σαν να τους συνεχίζει και τους δύο με το δικό του τρόπο. Έχει βέβαια τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί κι εδώ και τα αντίζυγά τους, λ.χ. τον Καρυωτάκη ή τον Εγγονόπουλο. Αυτό κατορθώνει και το δείχνει ήδη με τις Ασκήσεις, αλλά το περπάτημά του δεν τον παρασύρει στη ρητορεία, γιατί καταφέρνει και εσωστρέφεται, όπως φαίνεται καθαρά στις επόμενες συλλογές του. Κοιτάζοντας φερ’ ειπείν Τα κατά Αλέξιον και Μαρίαν, φαίνεται πως είναι μια παρωδία του Άσματος της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου, του Σινόπουλου, παρωδίας τονισμένης καρυωτακικά.

Έζησε και την άγρια μέθη και τον πιο άγριο έρωτα. Αλλά είχε μια τρυφερότητα στο βάθος, παρ’ ότι δείχνει ακόλαστος. Το βιβλίο της Μαριάννας το δείχνει αυτό, όπως και το Τριώδιο ή η Ανθοδέσμη, μαζί με τη δυνατότητά του να βγαίνει από την παράδοση, όπως μια πηγή βγαίνει απ’ τη γη. Μια έμμονη άποψή μου είναι πως μπορεί να υπάρχει ένα μοντέρνος λόγος που να βγαίνει απ’ την παράδοση, όπως έγινε στον Καβάφη, με τα αγγλογραικικά του να πτολεμαΐζει... Ο Σαχτούρης αυτό κάνει με τις Παραλογαίς. Ο Λάγιος την ξέρει καλά την παράδοση, την παίζει στα χέρια, δεν είναι παιχνίδι για αυτόν εξωτερικό, δεν μιμείται αλλά κοντράρει πολλές φορές τα πράγματα.

Όπως και στην τελευταία του συλλογή, Ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία (Ένα πόνημα θεολογικόν), παίζει. Και δεν είναι ύβρις να πούμε ότι μου θυμίζει τη φράση του Ηράκλειτου «Αιών παις έστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη» [Η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής είναι παιδί που παίζει μια παρτίδα με πούλια∙ του παιδιού είναι η νίκη].

Ο Ηλίας Λάγιος, ο Ηλίας μας, πέρασε στη ζωή σαν ένας διάττων, και είναι κρίμα για όλους. Οι ποιητές της γενιάς του παρουσίασαν όλοι ένα δικό τους πρόσωπο, αλλά ο Λάγιος, ιδιαίτερα, έγραψε μια ποίηση κόντρα και εναντίον της ποίησης της γενιάς του ’70. Δεν τη θυμίζει καθόλου, την αφήνει παρασάγγες πίσω, σαν να την αγνοεί, σαν να μην υπάρχει.

Γιάννης Δάλλας

Ανακεφαλαίωση

Τον Ηλία τον συναντούσα σχεδόν κάθε φορά που ερχόμουν στην Αθήνα από το εξωτερικό. Ας πούμε μια-δυο φορές το χρόνο. Προτιμούσε ένα καφενείο, που δεν είναι αμιγές καφενείο, που μοιάζει μάλλον με πιτσαρία χωρίς να είναι ακριβώς πιτσαρία, που δεν είναι όμως ούτε ποτάδικο, ούτε αρχετυπική μπυραρία. Είδος πρωτότυπο, σοφά μεικτό, ελαφρώς ατημέλητο, ασφαλώς νόμιμο, στον πεζόδρομο που φτάνει ως τη στάση του Φιξ του μετρό, στο Κουκάκι. Στέκι που του παρείχε αφειδώς βότκα με χυμό πορτοκαλιού. Ένας χώρος που βγαίνει δηλαδή κατευθείαν μέσα από την παραδοξολόγο, μετωνυμικά απροσδόκητη, σαφώς ανατρεπτική ποίηση του.

Διακωμωδώντας συστηματικά προσφιλείς πτυχές του ανθρώπινου δράματος, ο Ηλίας Λάγιος, από τους ειλικρινέστερους συμμετόχους της πάνδημης οδύνης, ανεδείχθη σε ικανό υπονομευτή της λεγόμενης θετικιστικής προσέγγισης του πάθους που καλείται συλλήβδην ζωή. Οι δραστικές συντμήσεις τού διαρκώς αυτοσχεδιάζοντος δημιουργικού λόγου, οι αιφνίδιες μεταπτώσεις, οι ομιλητικές σιωπές, οι θαρραλέες συντακτικές εγκοπές και οι συναφείς αλληγορικές συνεκδοχές δρουν συναινετικά: η επιδιωκόμενη αρμονία είναι υπόθεση εσκεμμένων πλην όμως ανανεωτικών αποκλίσεων. Πολλών δραστικών αποκλίσεων. Αποτέλεσμα: το αναποδογύρισμα του κοσμοειδώλου καθίσταται ανέκκλητο. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που «ξέρουμε», τα ψευδεπίγραφα όντα που παριστάνουν τους φορείς της οριστικής «γνώσης», απλώς δεν υπάρχουν, διατείνονται εμμέσως οι περισσότερες ποιητικές εργασίες του Ηλία Λάγιου. Κλείνοντας καλοσυνάτα το μάτι στους ύστερους νεωτερισμούς του λόγου εν γένει, ο στίχος ενεργεί συνήθως ανεξάρτητα από το νόημά του.

Η αυτονομία μιας ρηξικέλευθης λογοτεχνικής βούλησης επιβάλλεται στις συνειδήσεις μας. Ένα παραμορφωμένο elan vital, μια συγγνωστή ζω(τ)ική παρόρμηση, ανακατανέμει πεισματικά τα ονόματα του κόσμου. Η παρετυμολογική, κρατυλικών διαθέσεων λεκτική κινητικότητα είναι ασίγαστη. Αλλά και εντέχνως συγκροτημένη, κατά γενική ομολογία. Ο απώτερος κειμενικός σκοπός παραμένει βέβαια ο ίδιος και αφορά στην πλήρη διερμηνεία ορισμένων καταστατικών εμμονών μας, αλλά και της γενικότερης εγγενούς υπαρξιακής διχοστασίας, όπως την έχουμε γνωρίσει σε τόσες και τόσες περιπτώσεις. Εκμεταλλευόμενος μάλιστα στο έπακρον το οραματικό id του λεξιμανούς υποσυνειδήτου του, o ποιητής κυριολεκτεί καθ΄ υπερβολήν, δηλαδή παρωδεί ανενδοίαστα. Και η σαφής αυτή προαίρεση θα τον συνδέει πάντα με τους αιρετικούς, ή μη, του υπερρεαλισμού.

Η πρόθεσή του είναι σε ύστερη ανάλυση αγαθή: o ριζικός, ακαινοτόμητος εννοιολογικός αναπροσδιορισμός των φαινομένων, αφού πρόλαβε να επεκταθεί και στον ένδον χώρο, επιτρέπει στον ίδιο τον ποιητή να αυτοπροσδιορισθεί. Αν και οι συγκρουσιακές συνθήκες είναι καταλυτικές, το εγώ διεκδικεί το δικαίωμα μιας οριακής αυτογνωσίας. Οι δείκτες επισημαίνουν βέβαια το απόλυτο, δηλαδή την ουσία του τραγικού. Γι΄ αυτό και το αλλόφρον ποιητικό ρήμα διέρχεται αναγκαστικά και από την σημειολογία της ζωολογίας. Η διάσωση της ύπαρξης είναι υπόθεση λεκτικών αντιμεταθέσεων. Το αποτέλεσμα δικαιολογεί το εύρος των αντιστροφών της δεδομένης ρητορείας της αγοράς. Τα μέτρα υπάρχουν για να ακυρωθούν. Διακρίνω ενδεικτικά στο σημαδιακό εκείνο “Γυψ Δεσμώτης”: Να κατεβαίνω κάθε ημέρα, φτερούγες ισιάζοντας […] ο κάθε γύπας έχει και τον άνθρωπό του, mr. Eliot. / Εγώ είμαι ο δικός μου. […] Με τρώει, όπως τον τρώω κι εγώ. Ματιά στα μάτια μου. Η μη–τρέλα διεκπεραιώνεται μέσα από τη γλώσσα: το μάθημα του Ηλία Λάγιου.

Γιώργος Βέης





Το πέρασμα

[Ένας αθώος άνθρωπος να συμφωνεί

Του κάνω νεύματα απεγνωσμένα

Όπως πάντα έφτασα αργά]

Το πέρασμα στον θάνατο

Είναι μια κόκκινη στρογγυλή γουλιά

Τη σκουπίζεις στα χείλια

στο πάτωμα ή στο μαξιλάρι

Τα ίχνη φεύγουν λίγο αργότερα.

Μαρία Κούρση













Ο εκ της γλωσσικής μάχης υπάρχων

Τεντώνει τη γλώσσα με αξιοθαύμαστη μαεστρία μέχρι την άκρη της και την υποσκάπτει ειρωνικά ώστε να βρει την πραγματική της διάσταση. Αυτή δηλαδή που ταιριάζει πρώτα στον ίδιο.

Η πράξη της γραφής του Ηλία Λάγιου, που ξεκίνησε ως πράξη μεταγραφής ποιημάτων άλλων ποιητών, ισοδυναμούσε αρχικά με πράξη αναγνώσεως της ποίησης των άλλων. Είχε πει: «Το να γράφεις, είναι την σήμερον, η εσχάτη, η πλέον ηρωική, η μόνη δυνατή πράξις αναγνώσεως. Προς τούτο και έγραψα».

Ο Λάγιος, συνεχίζοντας να δίνει ηρωικές μάχες γραφής μέχρι το τέλος, με σύμμαχο και αντίπαλό του ταυτοχρόνως το τεράστιο και απύθμενο διαχρονικά υλικό της γλώσσας και των κειμένων, επαληθεύεται ως ο ποιητής ο μαχόμενος γλωσσικά και εξ αυτής της μάχης του υπάρχων. Ο Λάγιος ανήγαγε σε ύψιστο βίωμά του τη γλώσσα και τη διαδικασία της γραφής. Τα μέσα που μετέρχεται τον οδηγούν στον γενικότερο συνθετικό σχεδιασμό του, ο οποίος δεν δείχνει να αναιρείται όταν οι στίχοι του παρεκβαίνουν, λοξοκοιτώντας, από αγάπη, προς άλλα θέματα.

Για τον Λάγιο πρέπει όλα να μπουν στο ποίημα και το ποίημα πρέπει να ειπωθεί με όλους τους δυνατούς τρόπους, για να υπάρξει και αυτό και αυτός. Με προαπαιτούμενο της ποιητικής του ύπαρξης τη διαρκή και προς κάθε κατεύθυνση ποιητική ιχνηλασία, και με απαιτούμενο της ποίησής του όχι την αποποίηση μα τον "εντοιχισμό" όλων των ποιητικών ιχνών μέσα στο ποίημά του, ο Λάγιος δίνει στην ειρωνία τον ρόλο που της αξίζει, ώστε να αναιρέσει όσο πρέπει το ξένο ποιητικό ίχνος και να το κάνει να λειτουργήσει ως δικό του.

Τούτη η διαρκής γλωσσική μάχη είναι που θα τον φέρει και στην τελευταία του συλλογή Ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία (Ένα πόνημα θεολογικόν). Εδώ θα αντιμετρηθεί με πατερικά και λειτουργικά κείμενα που θα τον φέρουν ειρωνικά αντιμέτωπο με τον "Κύριο των Δυνάμεων". Γράφει σε σημείωση, που μου θυμίζει το ειρωνικό ύφος της αποχαιρετιστήριας επιστολής του Καρυωτάκη: «Κλείνοντας αυτό το βιβλίο, με κάποιαν (ολίγη όμως) ειρωνεία, αναλογίζομαι αν ο Κύριος των Δυνάμεων μπορέσει, κάποτε (πού; πώς; πότε; γιατί και άραγε;) να με συγχωρήσει. Γνωρίζω, όμως, μετά από σαράντα έξι χρόνια καθημερινής οδύνης ενός συνήθους, κοινοτάτου βίου, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι εγώ δεν θα συγχωρέσω, ποτέ, Αυτόν». Λίγο νωρίτερα, σε ένα από τα ποιήματα του βιβλίου, είχε κάνει την εμφάνισή του, γι' ακόμη μια φορά, ένα άλλο καρυωτατικό ίχνος:

όταν θα φτάσω, ολόγυμνος, στης ερημιάς τα σύνορα,

μ' εσέναν, γύψινο στεφάνι μου, πολύ θ' αρέσω.

Η ειρωνεία του Λάγιου διπλασιάζοντας πλέον και όχι αναιρώντας την ειρωνεία του Καρυωτάκη.


Σπύρος Λ. Βρεττός















Στο κατευόδιο

Να του παρασταθούν στο κατευόδιο: οι νεκροί το δίχως άλλο (τους ύμνησε, τους κανάκεψε), ένα κυπαρισσόμηλο, «πλημμυρισμένη στάχυα η λέξη δρεπάνι», ένα σκούρο κοστούμι, «θυμωμένα μέλισσας φτερά», το φως του Οκτωβρίου του 2005, οι «ερημώνες από κιμωλία», μια άκουα μαρίνα να ομοιοκαταληκτεί με τη Μαρίνα που τον περίμενε και θα αδημονούσε όπως πάντα, οι «πλούσιες σε συναισθηματικό ορυκτό φλέβες που κείνται μέσα στα στίλβοντα (ιρίδιο; τιτάνιο; χρυσάφι του τρελού;) πετρώματα», ένα νεράντζι από τις «σκονισμένες νεραντζιές» που έμεινε υπομονετικά επάνω στο κλαδί του να πέσει περιμένοντας με την επόμενη σοδειά, «κρυφός γενέθλιος ουρανός» αλλά όχι απ’ τα βάθη της θαλάσσης, λιγάκι πιο ψηλά από τον ουρανό τον άλλον, το «γυαλί του ποτηριού που τόσο αγάπησα», ένα στραβό χαμόγελο που τάχα γνωρίζει κι απατάται (ανθρώπινη πλάνη), μια «παιδική ηλικία από γλώσσα και θάνατο κατοικημένη», η αγορά που τόσο την περπάτησε, φτιαγμένη σε μικροκλίμακα πανηγυριού με εκτυφλωτικά χρώματα, πηλό και μαστορική ειρωνεία από τον Άγγελο Παπαδημητρίου, «τα πιο ξεχασμένα ονόματα» (εκείνος έλεγε, εμείς να θυμηθούμε), σκεύη εμαγιέ που ντιντινίζουν, ένα γεφύρι που ως φαίνεται με τους τρόπους των ποταμιών μάς συνέδεε ερήμην μας, ένα κομμάτι σπασμένο κεραμίδι (παγώνει πιο δύσκολα από ένα σκέτο σβώλο χώμα γιατί έχει ψηθεί μες στη φωτιά), ο Αλέξης Φωκάς και ο Ηλίας Λάμβδα, η έλξη της γης, λίγα γκαζάκια, ένας λεπτοδείχτης, ο Σαιν Τζων Περς με όλα τα ονόματα ορυκτών, ζώων και υπαρκτών για προσφορά του, ένα μπλε στυλό διαρκείας που δεν γράφει πια ότι του πάγωσε το μελάνι. Να του παρασταθούν για κατευόδιο τώρα που έγινε αυτός –αυτός χωρίς τους άλλους.

Κι από μακριά κιόλας εμείς (παγώνουν οι ώρες κι οι μέρες και δεν αντέχονται κι αποχωρούμε), όσοι ακόμα μέσα στη ζωή μας ζωντανοί, πομποί και δείκτες μνήμης αυριανής –οι μηδέ φωνασκούντες, μηδέ είρωνες. Από μακριά, με το μακριά που βάζουν τάχα για εγγύηση οι λέξεις. Με όλες τις λέξεις που πήρε δανεικές και έκανε δικές του –χρησιδάνειο. Όσες μιλούσαν, κι όσες παραμιλούσαν μέσα σε ό,τι ακατανόητο του καθενός για τον καθένα. Με από κοντά τις λέξεις να τον χαιρετούν. Τις λέξεις που λάμπρυνε με τη σπίθα της θλίψης και το γέλιο της αγαθιλαρότητας. Ακόμα κι εκείνες που τραύλιζαν. Όλες αυτές τις λέξεις που μάταια μιλούν και όμως συνεχίζουν να το προσπαθούν και λένε. Αυτές να παραστέκουνε στο κατευόδιο. Αυτές σιωπηρά να υγραίνουν το χώμα, τη σποδό. Αυτές και να του τραγουδούν τον ήχο πλάγιο. Τώρα που πάει κι αυτός σέρνοντας σε ένα πλουμιστό υφάδι, ένα αλφάβητο καημούς που δεν τους πρόλαβε το φως του ήλιου, καθώς διαβαίνει στο Ζυγό σκορπίζοντας εδώ, στη γη αυτή, μήλα, σταφύλια, ρόδια και καρύδια.

Θανάσης Χατζόπουλος
















Η γεωμετρία του πάθους

Θα έμοιαζε ίσως με ιεροσυλία να σπεύσω να δηλώσω εδώ ότι βρισκόμουν κοντά στον Ηλία Λάγιο. Καταλάβαινα όμως στα αρκετά χρόνια που τον παρακολουθούσα -σχεδόν είκοσι πέντε- ότι οι αξιωματικές θέσεις που συχνά έπαιρνε, οι θορυβώδεις παρεμβάσεις του, τα όσα πολλοί από μας τα εκλάμβαναν ως γραφικότητες, αυτά τα κάπως αυτοματικά του ποιήματα που κουβαλούσαν και ανακάτευαν συμβατικά και ασύμβατα μέσα στην έντονη ροή τους, σπαράγματα από διαχρονικά ποιητικά ιδιώματα, ήταν όλα θυσίες σε μια άπληστη, ρομαντική ψυχή -εδώ και ο Όμηρος, εδώ και τα δημώδη, εδώ και οι μεγάλοι Επτανήσιοι. Καταλάβαινα εν τέλει πως όλα αυτά τα ετερόκλητα ήταν δωρήματα ή μοιρασιές (για να μην απομακρυνθώ πολύ από το λαϊκό σύμπαν του λατρεμένου του ποδοσφαίρου) του ίδιου ξεχωριστού πάθους. Με ποιον τρόπο αυτό το πάθος άλλαζε μορφές και γινόταν συνάμα οδηγητικό και σπάταλο, δεν είναι κάτι το ακατανόητο. Άλλωστε τη σπατάλη ποιος μπορεί να τη δεχτεί ως κάτι που αντιβαίνει στο δημιουργικό πάθος; Και μήπως το ίδιο πάθος δεν κυρίευε και δεν σπάραζε κάποιους από τους ποιητές που ο Λάγιος ονειρευόταν τη συμπεριφορά του λόγου τους -ο Σολωμός, ο Σικελιανός, ο Βάρναλης, ο Ρίτσος, ο Καρούζος, ο Σαχτούρης; Αυτή η συνέχεια ήταν το όνειρό του. Η γεωμετρία ενός πάθους που δεν ήταν κοσμοθεωρητικό με την έννοια ενός συστήματος∙ ίσως ούτε καν πολιτικό με την τρέχουσα σημασία της πολιτικής, μια και ο οδηγητικός χαρακτήρας της ποίησης, όταν και όπου υπάρχει ως χρέωση ψυχής και όχι ως χρέωση κάποιας δουλείας, κάνει την πολιτική που ξέρουμε να κρύβεται, φθονώντας αυτό που ποτέ της δεν είχε: τη δίψα της διαύγειας. Λέω πως το όνειρο του Λάγιου από τα νεανικότερα χρόνια του κάπου εκεί φώλιαζε, και αρκεί προς τούτο να θυμηθώ πόσο εύστροφα είχε καταφέρει την Ελένη Βακαλό, σε μια πρώιμη συζήτησή τους, το 1982, να έρθει στα νερά του, σημειώνοντας, για μένα τελείως απροσδόκητα, ότι: αν στη «γενιά του '70, στο έργο της ως τώρα, λειτούργησε ένας λόγος απόληξης (...) οι νεώτεροι βλέπω ότι αποδέχονται ξανά τον μεγάλο ρόλο, τον ανοιχτό καλύτερα»!

Ερχόταν κάπου κάπου στα πρώτα χρόνια του '80, ιδίως τα Σάββατα, στην οδό Τοσίτσα, εκεί όπου με το "Πλέθρον" προσπαθούσαμε πάση θυσία να κρατήσουμε ψηλά την ουτοπική μας έπαρση. Βέβαια, τα στέκια του ήταν στη Σόλωνος∙ εκεί ξεχυνόταν ακόμα ο κύριος όγκος του φοιτηταριού, τρυπώνοντας στα μικροβιβλιοπωλεία που άνοιγαν και έκλειναν συνεχώς στους γύρω παραδρόμους, τα ουζερί, τα σκοτεινά και αστόλιστα καφενεία. Ως δίπλα, στα Εξάρχεια. Βρισκόταν διαρκώς σε κίνηση, λες και πηγαινοερχόταν σαν σβούρα σε μια δική του, φανταστική επικράτεια, με σταθμούς τα σημεία εκείνα όπου πίστευε πως μπορεί ανά πάσα στιγμή να ξεπηδήσει το άλλο, το διαφορετικό. Δηλαδή ποιο άλλο και ποιο διαφορετικό; Ίσως αυτό που στεκόταν έξω από τις δεδομένες διαβαθμίσεις, "προοδευτικό"-"αντιδραστικό”, "παραδοσιακό-"μοντέρνο" κ.ο.κ. Ψηλός και κάπως ανοικονόμητος, γελώντας πολλές φορές με τα λεγόμενά του, ήταν πάντα προικισμένος με την ικανότητα όσων "κολυμπούν" στις συζητήσεις∙ όσων έχουν τη διάθεση ενός παίκτη που του αρέσει να παίζει αλλά και να μη χάνει τα πέριξ, δηλαδή την αίσθηση του γηπέδου. Συνήθως ακόμα και με τις πόζες που έπαιρνε, μιλώντας ή σιωπώντας, κατόρθωνε να σπρώχνει τις κουβέντες εκεί που ήθελε. Μου είχαν τότε κάνει εντύπωση δύο σχόλιά του που είχα διαβάσει στην Ωλήνα (το περιθωριακό αλλά, τώρα όπως το ξαναθυμάμαι, αξιόλογο περιοδικό που έβγαζαν για κάμποσο εκείνος και η παρέα του). Τα σχόλιά του, κάτω από τη ρουμπρίκα "Terra nostra" είχαν αφορμή την πρόσφατη, τότε, επανέκδοση της συλλογής του Θεόδωρου Ντόρρου, Στου γλυτωμού το χάζι∙ ωστόσο, αυτό που μου είχε μείνει ήταν κυρίως η ευθύβολη και άκρως θαρραλέα θέση του, σε μια στιγμή που η φιλολογία και η λογοτεχνική κριτική είχαν αρχίσει να βαφτίζουν πρωτοποριακό και αυτόχρημα σπουδαίο ό,τι περίσσευε από τις ταξινομήσεις τους. Υποθέτω ότι μιλώντας για τον Ντόρρο, όπως και για άλλους αργότερα: τον Καρυωτάκη, τον Φιλύρα, τον Μητσάκη, τον Βιζυηνό, ο Ηλίας Λάγιος υπερασπιζόταν τη γνησιότητα κάθε φωνής, που τη διεκδικούσε ο φιλολογικός κανόνας για να την αποχυμώσει και να την κάνει ένα αδρανές κειμενικό σώμα. «Όχι, δεν ήταν μεγάλος ποιητής ο Θεόδωρος Ντόρρος. Ήταν μονάχα ένα μεσοπολεμικό πονεμένο σχήμα, λίγο ευγενικό, λίγο αναιρετικό και πολύ-πολύ αδύναμο (...) Ο Θόδωρος Ντόρρος δεν ανήκει στην ιστορία κανενός κινήματος, είναι έξω και πέρα από τους τόμους της λογοτεχνίας» -εννοώντας εδώ μάλλον τη λογοτεχνία ως γραμματολογική σύνθεση.

Αυτή τη δυστροπία του απέναντι στους μικρούς και στους μεγάλους κανόνες της λογοτεχνίας δεν την έχασε ποτέ. Και για να λέμε την αλήθεια, η δυστροπία του, η πεποίθησή του ότι πρέπει να κατονομάζονται τα πάντα, η απιστία του απέναντι σε ό,τι υποδυόταν τη θετική του πλευρά των πραγμάτων, όλα αυτά που οι κειμενοπαθείς νομίζουν ότι βρίσκονται πέρα από τη γραφή, στα ποιήματά του αποτελούν στην κυριολεξία την ίδια τη γραφή, το ύφος και το ήθος της. Ήταν απρόβλεπτος και συνειδητά αντιφατικός, όσο απρόβλεπτα ρυθμικά ή απρόβλεπτα άρρυθμα κινούνταν οι πληθωρικές ενότητες των βιβλίων του. Νομίζεις ότι συναντάς τα ίχνη μιας επικής μπρεχτικής όπερας, που διεκτραγωδεί την απαξίωση της ζωής στις πόλεις, και ξάφνου αναποδογυρίζουν τα πάντα∙ αλλάζει εντελώς ο τόνος και να 'σου η πληθυντική φωνή του χορού που μοιάζει να βγαίνει απευθείας από μια αισχύλεια τραγωδία. Γι' αυτό και αν με ρωτούσε κανείς σήμερα πόσο μεγάλος ποιητής είναι ο Λάγιος, δεν θα μπορούσα να του απαντήσω~ άλλωστε τι σημαίνει "σημαντικός" και “μεγάλος” για κάποιον που ο θάνατός του ήταν ένα είδος ειρωνικής απάντησης στην ίδια τη ζωή;

Αλέξης Ζήρας




Αφήνω άλλους, πιο ειδικούς, να θρηνήσουν τον ποιητή Ηλία Λάγιο. Εγώ θρηνώ το ομορφότερο παιδί που γνώρισα ποτέ, τότε στα δεκαεννιά του, άναυδος από την αθωότητά του, το ταλέντο του, την ορμή του, και την επιμονή του να τον παντρέψω με την γλυκιά Μίτσα. Στο πρόσωπο της κόρης τους Φένιας, ο Ηλίας θα μου χαμογελά πάντα.

Άγγελος Παπαδημητρίου























Η βασίλισσα λέξη

Θα μπορούσαμε να έχουμε συναντηθεί με τον Ηλία Λάγιο στους δρόμους της Άρτας, αν δεν ήταν μικρότερός μου –εγώ γυμνάσιο κι αυτός δημοτικό- και αν δεν αφήναμε κι οι δυο την πόλη στις αρχές της εφηβείας μας. Λέγαμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό, την πατρίδα με το ποτάμι και τις πορτοκαλιές, κι όλο τ’ αφήναμε γι αργότερα. Ούτως ή άλλως τον Ηλία τον απασχολούσε περισσότερο η συνάντησή μας με τον αυτόχειρα της Πρέβεζας. Μια νέα φιλολογική έκδοση των ποιημάτων του με τη φροντίδα και των δυο μας∙ είχε ήδη κάνει την περισσότερη δουλειά, «γράψε τουλάχιστον την εισαγωγή», μου έλεγε, κι εγώ όλο να διστάζω, με τις υποχρεώσεις και τις ισορροπίες μου. Τώρα που και αυτή η συνάντηση έχει οριστικά ακυρωθεί, πέρα από τις αυτονόητες συσχετίσεις, σκέφτομαι ότι αυτό που έφερνε τον Ηλία Λάγιο κοντά στον Κώστα Καρυωτάκη ήταν το κοινό πάθος τους για «τη βασίλισσα λέξη του κόσμου». Εκεί που το νόημα της ύπαρξης θηλυκώνει με το νόημα της έκφρασης.
Χριστίνα Ντουνιά











Κτήματα και δώρα

Ο πρόωρος χαμός του Ηλία Λάγιου θέτει απροσδόκητα τέλος στο μεγάλης πνοής, εν προόδω εγχείρημα, στο οποίο αφιέρωσε την αυθύπαρκτη και πέραν κάθε είδους ταπεινής στοχοθεσίας δύναμη της γραφής του. Δοκίμασε να πιάσει το νήμα του λόγου με την πνευματική εγρήγορση ενός κυνικού που ασφυκτιά, και τη συγκίνηση ενός αλαφροϊσκιωτου που θέλει να μαρτυρήσει. Ένα έργο του οποίου τις ευγενώς υψηλές προσδοκίες δεν δυσκολευόμαστε να ομολογήσουμε, ακόμα και αν θελήσουμε να μείνουμε μακριά από αξιολογικές κρίσεις, απαιτεί από την κριτική μια εφ’ όλης της ύλης συστηματικά τεκμηριωμένη και εμπνευσμένα καλόπιστη προσέγγιση.

Μένοντας μακριά από τον χώρο των αξιολογικών κρίσεων, που ανήκει δικαιωματικά στους μελετητές του έργου του, θα ήθελα να επιφυλάξω στη μνήμη του αγαπητού μου Ηλία κάτι παραπάνω από μια ασθμαίνουσα συντήρηση συγκινήσεων, μια προσωπική εντύπωση, που θα ΄ναι ωστόσο εις θέση να σεβαστεί τους όρους, που έθεσαν η πίκρα και η περηφάνια της ζωής του. Θα ήθελα να αναφερθώ συνοπτικά σε ό,τι εγώ εξέλαβα ως συγκλονιστικό και καινοτόμο διαβάζοντας το έργο του και να δώσω μια εκδοχή της πλούσιας υποθήκης που φυλάσσει μέσα στους στίχους του για τους ποιητές του μέλλοντος.

Έχω την εντύπωση πως ο Λάγιος συνέβαλε με το έργο του, ανεπίγνωστα ενδεχομένως, στην ανανέωση του προβληματισμού για την πάλη του υποκειμένου με τον κόσμο, που διαμείβεται εντός της ποίησης. H ελληνική νεωτερική παράδοση, αφομοιώνοντας τα διδάγματα του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, αναπροσδιόρισε τη σχέση του ποιητικού υποκειμένου με την πραγματικότητα, εξαλείφοντας το κληρονομημένο από τους ρομαντικούς πλάσμα εαυτού και καθιστώντας τον ποιητή μέσο, είτε για την ανάδυση μιας θρυμματισμένης πραγματικότητας είτε για μία, μέσω καταβυθίσεων στο υποσυνείδητο, ανάπλασή της.

Στόχος της ήταν μια νέα μέθοδος αντίληψης του πραγματικού, μια νέα συστοιχία που προσαρμόζει το υποκείμενο ως καθρέφτη στα μέτρα ενός κατακερματισμένου κόσμου. Είτε μέσω των αιτημάτων για καθαρότητα είτε μέσω της διάλυσης της παραδοσιακής φόρμας, το υποκείμενο κατορθώνει να απαλλαγεί από την φορτική μυθοποίηση του εαυτού, παραμένει όμως συγκροτημένο από τις νοητικές κατηγορίες που διαμόρφωσαν τους όρους της σύλληψής του.

Η αύρα ορισμένων δυνατών στίχων του Λάγιου έχω την αίσθηση πως μας αγγίζει, επειδή πνέει προς άλλη κατεύθυνση. Στις ευτυχείς αυτές στιγμές του, ο Λάγιος δεν συνδιαλέγεται με την πραγματικότητα αλλά με τις μεταφορές της, στις οποίες, μέσω μιας τολμηρής ονοματοδοσίας που τις γειώνει γλωσσικά, επιφυλάσσει ευκρίνεια και ζωντάνια, χωρίς να κάνει την παραμικρή παραχώρηση στην αληθοφάνεια, που ματαιώνει συχνά τις προσδοκίες των ποιητών για μια αβίαστη γλωσσική έκφραση. Γράφει:

Κάτι ηλιαράχνη υφέρπει στο γυαλί του ποτηριού που τόσο αγάπησα.

(Πράξη υποταγής)

Άει, και να σ΄ έβλεπα, σαν γατοδέντρο αχνό

καρδούλα του θυμού, ισιότερη, να μεγαλώνεις.

(Το εικοσιτετράωρο της Δηούς)

Έτσι ο Λάγιος ενίοτε επαναπροσδιορίζει όχι μόνο την πραγματικότητα αλλά και το είδος εκείνο του υποκειμένου που αποτελεί σε σχέση με αυτήν ένα κατασκευασμένο σημείο αναφοράς. Γράφει:

Αν κάποιος δεν υπάρχω να μου αφηγηθώ τα μάτια τους.

ή

Κανείς δεν είμαι, πλην που επικαλούμαι την μορφή σου

(Πράξη υποταγής)

Αναζητώντας τη στιγμή, κατά την οποία το άτομο αποσπάται από τον κόσμο, ο Λάγιος επιστρέφει συχνά στους αφετηριακούς μύθους του ανθρώπινου γένους, εκεί όπου τα υποκείμενα δεν αφηγούνται, διότι δεν έχουν καν συγκροτηθεί. Εκεί όπου το άτομο νοείται μόνο ως ιδεότυπος ή κορύφωση των γνωρισμάτων, που σε σύγκρουση με την κατασκευασμένη από την κοινότητα εκδοχή του ιερού ως άβατου χώρου αποδίδονται στον εξόριστο από αυτήν καθιστώντας τον ατελή και κακιωμένο, όπως αρμόζει σε μια απομονωμένη, τολμώσα να απευθυνθεί στον Θεό πεπερασμένη φύση. Γράφει:

όμως ο Λόγος, ο οποίος ην προς τον Θεό, του εαυτού του σκώμμα γίνεται και κώλυμα

(Ο άνθρωπος από την Γαλιλαία)

Της μοναξιάς σκοτάδι

Όχι πως σου παραπονιέμαι

Μονάχα που ΄μαι λίγο φοβισμένος

Από τα τόσα σου φαντάσματα.

(Αλέξη Φωκά, Ασκήσεις Ι-ΙΧ)

Ο Λάγιος ανασύρει τα πρόσωπα του αρχαίου δράματος και της Αγίας Γραφής, στρέφεται εκεί όπου πρωταγωνιστής δεν είναι το σκεπτόμενο υποκείμενο αλλά το ίδιο το ανθρώπινο σώμα ως αταξινόμητη δυνατότητα, δέσμιο των ορέξεων που το κινητοποιούν και του ανέφικτου Θεού που το ματαιώνει. Ο ποιητής γνέφει στην Ελένη και στον Ιούδα, στην Αντιγόνη και στον Κάιν, για να αρθρώσει το φονικό, την ιεροσυλία, την αιμομιξία, με γλώσσα που ιδρώνει και κλαίει. Γράφει:

Δεν έφαγα την μάνα μου, κομμάτι το κομμάτι, τρεις μέρες κρατώντας την ζωντανή και τα ουρλιαχτά της εύφραιναν τις πλησίον συνοικίες;

(Φεβρουάριος 2001)

Τώρα εγώ. Κόρη, αδελφή, σκυλί και τσούλα του πατέρα μου,

σκούξιμο μέσα του πατέρα μου.

(Θεατρολογία)

Πώς κατορθώνει ο Λάγιος να μιλήσει μια τέτοια γλώσσα; Θα αρκεστώ προς το παρόν σε δυο σύντομες παρατηρήσεις. Η γλώσσα του Λάγιου, σε ορισμένους στίχους του, κουβαλάει την ύλη προς την οποία απευθύνεται, αν και έχει παραιτηθεί από τη λειτουργία της μίμησης και της εκπραγμάτωσης, που εξασφαλίζουν συνήθως στην ποιητική γλώσσα την επαφή με ό,τι κείται εκτός αυτής. Η τολμηρή αυτή παραίτηση, όποτε την επιχειρεί ο ποιητής, συνοδεύεται από την υιοθέτηση ενός ιδιώματος, που απευθύνεται όχι πλέον ευθέως στην ύλη, αλλά στις πολλαπλές εικόνες της, που εγκλείονται σε ισάριθμες εκδοχές της γλώσσας. Η γλώσσα του Λάγιου είναι γλώσσα γραμμένη πάνω στη γλώσσα. Γράφει:

H απεραντοσύνη, η ναναρίστρα, του σιγανοτραγουδά φιλοστόργως

το συντακτικό σμάραγδον και θύος και ίον, ρίον και μέλισμα ανεκλάλητο την γραμματική

(Η αρπαγή της κούτας)

Από εδώ ο Λάγιος κερδίζει στους σπάνιους στίχους του∙ και κάτι ακόμη. Παρατά την οπτική φαντασία, για να την αντικαταστήσει με την επίκληση αυτού που είναι ήδη γλώσσα και δεν δύναται να καταστεί πλέον αντικείμενο αναπαράστασης. Γράφει:

Ό,τι ακουμπώ προς σε υποκείμενο είναι

(Το εικοσιτετράωρο της Δηούς)

και μεριμνά ούτως ώστε το υποκείμενο του λόγου να διατηρηθεί εναργές στην εκφορά της επίκλησης.

Κλείνω με μια κουβέντα που μου είπε κάποτε ο Ηλίας: «Η γλώσσα κάθεται εκεί και μας κοιτάει». Ας παρακαλέσουμε τη γλώσσα, αυτήν τη συντεταγμένη ψύχρα, της οποίας το βλέμμα ο Ηλίας διεκδίκησε και έλαβε σπαρταρώντας μπροστά της, να τον φυλάξει εντός της και να τον παραδώσει αλώβητο στις γενιές του μέλλοντός του.

Χάρης Ψαρράς





ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Γενναιοδωρία


Μερικά εικοσιτετράωρα μετά την ανακοίνωση του καταλόγου με τα επικρατέστερα προς διάκριση έργα με Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία του 2005, ο Γιάννης Δάλλας, σε μια μάλλον πρωτόγνωρη για τα λογοτεχνικά ήθη κίνηση, γνωστοποίησε χθες ότι αποσύρει την ποιητική του συλλογή Γεννήτριες από τη διαδικασία βράβευσης, προς χάρη ενός άλλου ποιητή, του Ηλία Λάγιου, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή:

"Ευχαριστώ την Επιτροπή Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων που περιέλαβε το βιβλίο μου Γεννήτριες στα υποψήφια προς βράβευση ποιητικά βιβλία. Επειδή όμως η συντυχία το έφερε να είναι συνυποψήφιο με το βιβλίο του Ηλία Λάγιου Ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία (Ένα πόνημα θεολογικόν), ένα βιβλίο σημαντικό αλλά και το τελευταίο του ποιητή, παρακαλώ να εξαιρεθεί από την κρίση το δικό μου βιβλίο".

Μια αράδα όλη κι όλη η ανακοίνωση του Γιάννη Δάλλα. Δεν χρειάζονται άλλωστε πολλά λόγια όταν έχεις τη γενναιοδωρία να αναγνωρίσεις δημόσια το μέγεθος ενός ομοτέχνου, αποτίοντας την οφειλόμενη τιμή, χωρίς να διστάσεις για τούτο να "θυσιάσεις" το δικό σου έργο.

Πόλυ Κρημνιώτη

Η Αυγή, 15/11/2005

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου