29/5/08

Θεωρία, Λογοτεχνία, Αριστερά [Β]

Θεωρία, Λογοτεχνία, Αριστερά

επιμέλεια Κώστας Βούλγαρης

τχ. 271, 9/3/2008 -


[Συνέχεια]



Αριστερά, θεωρία και κοινωνική κίνηση

Του Ανδρέα ΚΑΡΙΤΖΗ


1. Η αριστερά είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορική φάση στην οποία αναδύθηκε. Εξελίσσεται και μετασχηματίζεται, με μια διαλεκτική σχέση με την ευρύτερη κοινωνική πραγματικότητα. Παρομοίως, η αριστερά αρθρώνεται και μετουσιώνεται σε λόγο, στη βάση των ιδεών που είναι διαθέσιμες σε κάθε ιστορική φάση. Οι ιδέες και οι έννοιες που χρησιμοποιούνται για τη σύλληψη της αριστερής σκέψης δεν μένουν ίδιες, αλλά η αριστερά επενεργεί ως πρακτική και θεωρητική διεργασία πάνω τους και ανοίγει νέους ορίζοντες κατανόησης και πράξης.

2. Η γενική αυτή παραδοχή βοηθάει στην προσπάθεια προσδιορισμού του πού βρισκόμαστε σήμερα. Πού βρίσκεται η αριστερά, τόσο ως κοινωνική όσο και ως θεωρητική διεργασία. Και τούτο, διότι οφείλουμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα αυτό όχι ως μια προσπάθεια εντοπισμού της αριστεράς που ξέραμε μέχρι χθες, μέσα στις νέες συνθήκες, αλλά ως μια προσπάθεια εντοπισμού των διεργασιών εκείνων που σχετίζονται με την εκ νέου ανάδυση του χειραφετητικού προτάγματος. Προφανώς, η ανάδυση αυτή δεν συνιστά παρθενογέννεση, αλλά η κόκκινη γραμμή που συνδέει τα χειραφετητικά προτάγματα διαφορετικών περιόδων –και συγκροτεί την ιστορική κατηγορία της αριστεράς- οφείλει να αναγνωρίζεται εκ των υστέρων. Σε διαφορετική περίπτωση, η εμμονή στη συνέχεια εμποδίζει την κυοφορία του νέου τρόπου συνάρθρωσης που χαρακτηρίζει το νέο πολιτικό υποκείμενο που είναι το ζητούμενο σήμερα.

3. Ζούμε σε μια εποχή που κατακλύζεται από πολύ διαφορετικές φιλοσοφικές στάσεις, νέα θεωρητικά εγχειρήματα και μεθοδολογίες. Όλα αυτά συνυπάρχουν και πορεύονται πολλές φορές με συγκρούσεις. Υπόγεια, και παρά τον φαινομενικό πλουραλισμό, η ανθρώπινη σκέψη συνεχίζει να ταλανίζεται μπροστά σε προαιώνια διλήμματα: αντικειμενικότητα–σχετικισμός, κοινωνική χειραφέτηση–δογματισμός, και άλλα πολλά που χαρακτηρίζουν τα όρια του εννοιολογικού μας ορίζοντα. Ένας ορίζοντας που καταστατικά συγκροτείται πάνω σε τραυματικές, όσο και θαυμαστές συναντήσεις, όπως αυτή του πεπερασμένου της ανθρώπινης ύπαρξης με την αυτοσυνειδησία και τη δυνατότητα σκέψης που υπερβαίνει το εδώ και τώρα. Με αυτή την έννοια, η εποχή μας διέπεται από κάποιους βασικούς αρμούς, που παραμένουν αναλλοίωτοι και χαρακτηρίζουν κάθε ιστορική περίοδο.

4. Ωστόσο, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ιστορικής φάσης που διανύουμε είναι ότι το βέλος της κοινωνικής κίνησης είναι στραμμένο προς τα πίσω. Και εξηγούμαι. Όταν κάποια νέα προσέγγιση των πραγμάτων ή ένα νέο παράδειγμα κάνει την εμφάνισή του, συνήθως δεν καταφέρνει στην αρχή να επιβληθεί και περνά μια περίοδος όπου βρίσκεται υπό την κυριαρχία της προηγούμενης κατάστασης. Για παράδειγμα, όταν ο Γαλιλαίος υποστήριξε ότι η Γη γυρίζει γύρω από τον Ήλιο και όχι το αντίθετο, η θεώρηση αυτή ηττήθηκε πολύ εύκολα και πέρασαν 100 χρόνια μέχρι να επικρατήσει. Κατά την περίοδο αυτή, ακούγονταν και λέγονταν πράγματα για τη θεώρηση του Γαλιλαίου, όπως αυτά που ακούμε σήμερα για τον σοσιαλιστικό τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας (για μια κοινωνία δηλαδή που παράγει αυτά που της χρειάζονται, χωρίς την απαίτηση κάποιος να κερδίζει από αυτή τη διαδικασία). Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, μέσα από μια πληθώρα διεργασιών -και πάντοτε υπό την κυριαρχία του προηγούμενου παραδείγματος- τα πράγματα άλλαξαν. Υπάρχουν λοιπόν βραχείες ιστορικές περίοδοι, όπου το βέλος της κίνησης των πραγμάτων κοιτάει προς τα πίσω. Κατά τις περιόδους αυτές, το παλιό εμφανίζεται ως καινούριο και το καινούριο ως παλιό. Σε μια τέτοια περίοδο ζούμε και εμείς. Η θεώρηση ότι δεν χρειάζεται μια εκμεταλλευτική σχέση (και άρα το κέρδος) για την παραγωγή των αγαθών, έχει ήδη εμφανιστεί, υποχωρήσει και λοιδορηθεί ως ξεπερασμένη, αλλά ταυτόχρονα έχει αρχίσει να διαχέεται στις ζωές των ανθρώπων, παρόλο που βρίσκεται υπό την κυριαρχία των ιδεολογημάτων του καπιταλισμού. Το δίκαιο εμπόριο, το ελεύθερο λογισμικό κλπ αποτελούν ενδεικτικά ψήγματα αυτής της διάχυσης.

5. Στο πεδίο των ιδεών, η κατάσταση σφραγίζεται έντονα από αυτή την παλινδρόμηση. Η κοινωνική κίνηση έχει μπλοκαριστεί, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν πρακτικές που να γεννούν νέο εννοιολογικό περιεχόμενο, ενώ αναβιώνουν ξεπερασμένες αντιλήψεις και θεωρητικές προσεγγίσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν νέα πράγματα που γίνονται ή διατυπώνονται στο πεδίο της θεωρίας, αλλά ότι αυτά είναι διάσπαρτα, αποσπασματικά, και δεν συνιστούν ένα νέο ισχυρό αντιπαράδειγμα. Είναι ριγμένα μέσα σε ένα συνονθύλευμα ιδεών και αντιλήψεων, έναν ορυμαγδό «νέων» συμπεριφορών και στάσεων, που αναπαράγουν στο επίπεδο της θεωρίας μια ακατάσχετη φλυαρία, ενδεικτική της συνολικής αμηχανίας που προκαλεί η κοινωνική στασιμότητα. Και δεν μπορεί να συμβεί κάτι διαφορετικό, όσο η κοινωνική κίνηση παραμένει μπλοκαρισμένη.

6. Αν κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε γίνεται σαφές ότι η ριζοσπαστική στάση απέναντι στη θεωρητική παραγωγή που παρατηρείται σήμερα οφείλει να έχει έναν εκλεκτικό χαρακτήρα. Τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται εκ των προτέρων άχρηστο, αλλά και τίποτα δεν πρέπει να υιοθετείται, αν δεν περάσει από μια πολύ σοβαρή κριτική εξέταση. Επίσης, η χρήση νέων ιδεών και ο πειραματισμός με νέα σχήματα και μεθοδολογίες, επιβάλλεται στο βαθμό που με αυτό τον τρόπο δίνουμε στην πραγματικότητα τη δυνατότητα να μας καθοδηγήσει, μέσα από την επιτυχημένη ή αποτυχημένη έκβαση τέτοιων ενεργειών. Μόνο με αυτό τον τρόπο, θα είμαστε σε θέση να βγούμε από το ομιχλώδες τοπίο, έχοντας συλλέξει εκείνα τα στοιχεία που φαίνεται να συνάδουν με τη νέα κατάσταση. Με τον όρο νέα κατάσταση δεν αναφέρομαι στην υπάρχουσα κατάσταση, αλλά σε αυτή που είναι δυνατόν να γεννηθεί, αν καταφέρουμε να αντιστρέψουμε ξανά το βέλος της κοινωνικής κίνησης. Όπως είναι προφανές, η εν λόγω στάση στη θεωρία είναι σύστοιχη με τη στάση που οφείλουμε να έχουμε και στο χώρο της πολιτικής και κοινωνικής πρακτικής.

7. Μέχρι εδώ δεν αναφέρθηκα καθόλου στο περιεχόμενο των θεωρητικών αναφορών της νέας αριστεράς. Και το έκανα σκόπιμα, καθώς το κρίσιμο στοιχείο δεν είναι τόσο η προσωπική μου τοποθέτηση επί των θεωρητικών διαμαχών και ανοιχτών προβλημάτων, αλλά η μεθοδολογία προσέγγισής τους. Και συγκεκριμένα, η κατάδειξη του γεγονότος ότι δεν υπάρχουν καλά και κακά πλαίσια για την ανάπτυξη χρήσιμων ιδεών για το χειραφετητικό πρόταγμα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, σε μια περίοδο που η συζήτηση τείνει να εξαντλείται στην υπεράσπιση φιλοσοφικών παραδόσεων ή σχολών ή συγκεκριμένων θεωρητικών στάσεων έναντι άλλων, ως οι μοναδικές που έχουν κάτι να προσφέρουν στην υπόθεση της αριστεράς. Μια τέτοια προσπάθεια δικαιολόγησης επιλογών και εντάξεων, που δεν προχωράει στην ουσία του θεωρητικού παραγόμενου αλλά μένει στην εκ των προτέρων απόδειξη της ορθότητας της επιλογής ενός θεωρητικού στρατοπέδου, δεν έχει τίποτα να προσφέρει. Με άλλα λόγια, δεν υποστηρίζω ότι πρέπει να μένει κανείς ουδέτερος, αλλά ότι η όποια επιλογή δεν καθιστά ανούσιο οτιδήποτε δεν περιέχεται σε αυτή. Και αν μια τέτοια στάση αποτελεί μια ορθή μεθοδολογία σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι αυτή την περίοδο αποτελεί μια αναγκαιότητα.

8. Συνοψίζοντας, βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου οι νέες ιδέες και πρακτικές έχουν εμφανιστεί, ηττηθεί, υποχωρήσει και απαξιωθεί. Η σοσιαλιστική σύλληψη για την κοινωνική οργάνωση όμως υπερέχει αντικειμενικά, έναντι των ιδεολογημάτων της αγοράς και του καπιταλισμού. Όπως συνέβη τα επόμενα χρόνια μετά τον Γαλιλαίο, ό,τι και να λεγόταν τότε, η αντίληψη ότι η Γη γυρίζει γύρω από τον Ήλιο ήταν αντικειμενικά ορθότερη από την αντίληψη ότι ο Ήλιος γυρίζει γύρω από τη Γη. Οι συνέπειες αυτής της αντικειμενικής ισχύος είναι ότι, παρά την κυριαρχία των παλιών ιδεών, διαχέεται υπόγεια, σιωπηλά και ασυνείδητα, η πεποίθηση ότι δεν είναι λογικό αυτό που συμβαίνει και ότι είναι πολύ φυσιολογικό να μην παράγεται κέρδος στην παραγωγή των αγαθών, δηλαδή να μην υποτάσσεται ο παραγωγός στον έμπορο. Έχοντας αυτά κατά νου, μπορούμε να επιδοθούμε σε μια τολμηρή κοινωνικοπολιτική αλλά και θεωρητική προσπάθεια διαμόρφωσης των απαραίτητων ρηγμάτων, που από τη μια θα ενισχύσουν την κοινωνική –και κατ’ επέκταση θεωρητική– κίνηση, και από την άλλη θα φέρουν στην επιφάνεια τη συνοχή και υπεροχή του νέου παραδείγματος. Μια προσπάθεια δηλαδή να αφαιρέσουμε τις βλέννες του νέου που γεννιέται. Και αυτό αφορά, πρωτίστως, τόσο την πρακτική και τη μεθοδολογία των αριστερών όσο και το εννοιολογικό τους πλαίσιο.


Ο Ανδρέας Καρίτζης είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας και υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου του ΣΥΝ



Η Ποίηση και η Θεωρία στο «τέλος» της Ιστορίας

Του Γιώργου ΜΠΛΑΝΑ


«|Αλλά προβάλλων απλώς το σύγγραμμα τούτο ως ιστορίαν ή αν αγαπάς καλύτερα ως μύθον, εις τον οποίον, μεταξύ τινών αξιών μιμήσεως παραδειγμάτων, θέλουν ευρεθή ίσως και άλλα δικαίως φευκτά, ελπίζω ότι αυτό θέλει ωφελήσει τινάς, χωρίς να βλάψει κανένα, και ότι όλοι θέλουν με ομολογήσει χάριν δια την ειλικρίνειάν μου|».

ΡΕΝΑΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΟΥ: |ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΜΕΘΟΔΟΥ|

Διαθέτει άραγε η «μετα-μοντέρνα» ή «μετα-βιομηχανική» εποχή μας το προνόμιο που υπαινίσσεται αυτό το άκρως αντι-μεταφυσικό «μετα-»; Συνιστά μήπως -για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας- μια εποχή (με την φιλοσοφική έννοια) εντός της οποίας έχουμε το δικαίωμα να σχολιάζουμε το παρελθόν ως έναν ήδη αρτιωμένο κύκλο ανάπτυξης, ή πρόκειται για μιαν ακόμα έξαρση πνευματικής αλαζονείας, από εκείνες που έχουμε εντοπίσει προ πολλού στον εγκυκλοπαιδισμό του Θωμά Ακινάτη, στο «Υπέρτατο Ον» του Ροβεσπιέρου, στο αυτάρκες «Πνεύμα» του Χέγκελ; Και αν ισχύει το δεύτερο, είναι μόνο αλαζονεία η βιασύνη να διακηρύττεις το τέλος όλων των θεμελιωδών εννοιών, με τις οποίες η ανθρωπότητα προσπάθησε να συλλάβει τον εαυτό της καθοδόν προς τον εαυτό της, ή ένα ακόμα πρόγραμμα ορθολογικής διαχείρισης του «ανθρωπίνου δυναμικού», από αυτά που τόσο συχνά εκπόνησαν τα τελευταία 60 χρόνια οι περίφημες Σχολές Στελεχών της Σοβιετικής Ένωσης αλλά και τα τμήματα Στρατηγικού Μάρκετινγκ Μη Κερδοσκοπικών Οργανισμών των ΗΠΑ;

Ας θυμηθούμε πώς ξεκίνησε αυτή η παράδοξη ιδέα για το τέλος της Ιστορίας, η οποία έλαβε διαστάσεις κωμικής απομίμησης επιστημολογικού μοντέλου. To 1989, η αμερικανική συντηρητική επιθεώρηση διεθνών υποθέσεων |The National Interest| δημοσίευσε το δοκίμιο «The End of History», του διεθνολόγου Yoshihiro Francis Fukuyama. Εκεί, ο Fukuyama, μέλος της ομάδας πανεπιστημιακών οι οποίοι εμπνεόμενοι από τις πολιτικές απόψεις του Leo Strauss επεξεργάστηκαν θεωρητικά την πολιτική παγκόσμιας ηγεμονίας των Bush, διακηρύσσει το «τέλος» της Ιστορίας ως αντιπαράθεσης ιδεολογιών και την αρχή μιας περιόδου που θα χαρακτηρίζεται από την επικράτηση του κλασσικού φιλελευθερισμού, έχοντας να επιλύσει μόνο τα προβλήματα που προκύπτουν από τις ανθρωπολογικές ορίζουσες του ανθρωπίνου είδους. Για να δώσει κύρος στον ισχυρισμό του, επικαλείται τα σχόλια στη |Φαινομενολογία του Πνεύματος| του Χέγκελ, που πραγματοποίησε ο Ρώσος φιλόσοφος Alexandre Kojeve. Στην πραγματικότητα, οι απόψεις τού Fukuyama δεν ήταν παρά μια χοντροκομμένη αναπαραγωγή των παράδοξων απόψεων του Kojeve, ο οποίος εγκλωβισμένος ανάμεσα στις απάνθρωπες συνέπειες της «μαρξιστικής» ορθοδοξίας και τις αποτυχημένες προσπάθειες της φαινομενολογίας να θεμελιώσει μια στοχαστική επαφή με την Ιστορία, θεώρησε πως τα προβλήματα που θέτουν τα διαρκώς επανερχόμενα ιστορικά προτάγματα μπορούν να λυθούν στο επίπεδο της ανθρωπολογίας· μιας ανθρωπολογίας, όμως, ήδη μολυσμένης από την ασθένεια του φιλοσοφικού συστήματος, που οι Marx και Engels είχαν θέσει στο στόχαστρο της κριτικής από το 1845, με τη |Γερμανική Ιδεολογία|. Με αυτήν την κίνηση, ο Fukuyama προσδοκούσε τη σιωπή των Ευρωπαίων πανεπιστημιακών οι οποίοι, ήδη αμήχανοι από τα αλλεπάλληλα κύματα σχετικισμού που παρήγαγαν οι εργασίες τους, στέκονταν απέναντι στα καταλυτικά ιστορικά γεγονότα του τέλους του 20ού αιώνα, δίχως να μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα στο χρέος τους να θέτουν σε αναστολή κάθε βεβαιότητα και την -επί δεκαετίες- ένοχη οικοδόμηση των σχέσεών τους με την πολιτική. Και η αλήθεια είναι πως τη σιωπή αυτή την εξασφάλισε ο Αμερικανός μάνατζερ του συντηρητισμού, αν εξαιρέσουμε την κριτική ορισμένων διανοουμένων που -ούτως ή άλλως- κινούνταν πάντα στον χώρο της αντι-δογματικής Αριστεράς και, φυσικά, τον πολύχρωμο νεο-γνωστικισμό της Αποδόμησης, ο οποίος τρέκλιζε ανάμεσα στον θεωρητικό εξτρεμισμό και τον νευρωτικό ακαδημαϊσμό. Η ευρωπαϊκή διανόηση δέχθηκε εξαιρετικά εύκολα τις έντεχνα απλουστευτικές απόψεις ενός Αμερικανού συμβούλου. Τα αποτελέσματα αυτών των απόψεων, που δεν ήταν παρά ένα είδος γκρίζας διαφήμισης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, αποτελούν σήμερα το πλαίσιο εντός του οποίου η αποκατεστημένη ιεράρχηση των «σταθερών» αξιών της αστικής κοινωνίας, όπως την φαντάστηκε ή την επιθύμησε ο Hobbes -ως προστασία της ατομικής ύπαρξης με τη δημιουργία ενός αδέκαστου κράτους, που αντλεί το δικαίωμα της αποκλειστικής βίας από την αδυναμία του ατόμου να ελέγχει τη βιαιότητά του!- προσπαθεί να «ανατάξει» τις στρεβλώσεις της ανθρώπινης φύσης που δημιούργησαν μερικοί αιώνες αμφισβήτησης.

Ο νέος αυτός |Λεβιάθαν|, θέλοντας ν’ αποφύγει την αναμέτρηση στο επίπεδο της θεωρίας ως στοχαστικής υπέρβασης κάθε δόγματος, πραγματοποιεί μιαν ιδιότυπη στροφή προς την πλατωνική πολιτική θεματολογία, αλλά με αριστοτελικούς ελιγμούς. Πρόκειται, εν πολλοίς, για το ίδιο είδος στροφής που πραγματοποίησε τον 19ο αιώνα ο Έμερσον, ο οποίος ωστόσο είχε έναν εντελώς διαφορετικό αντίπαλο: τον ευρωπαϊκής προέλευσης ακαδημαϊκό ηγεμονισμό. Στην προκειμένη περίπτωση, η λογική μετατρέπεται σε έναν μηχανισμό παραγωγής εκείνου του συναισθήματος εσωτερικής πληρότητας, το οποίο περιέγραψε ο Ουήλιαμ Τζέημς, δίνοντας τροφή στην στοχαστική ραθυμία των Αμερικανών διανοουμένων. Η κοινοτοπία έχει ήδη καταστεί κάποιο είδος πανίσχυρης λογικής προκείμενης. Η αυτονόητη πρόταση «Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σκοτώνει ατιμωρητί» αρκεί για να δικαιολογήσει ένα άλλο, συντονισμένο, οργανωμένο από έθνος -και μάλιστα «πολιτισμένο»- λουτρό αίματος. Πουθενά δεν φαίνεται καλύτερα αυτή η πλευρά του πραγματιστικού συντηρητισμού, από τη διαφήμιση: «Θα βάζατε στο σπίτι σας έναν άγνωστο;» ρωτά ο εκφωνητής κάποιου τηλεοπτικού μηνύματος. «Τότε γιατί να αγοράζετε άγνωστα προϊόντα;»

Όσο μακριά κι αν βρίσκεται από τα κέντρα άσκησης πολιτικού, οικονομικού και πολιτιστικού ιμπεριαλισμού αυτό το ασήμαντο μήνυμα, διαθέτει τη δομή των μηνυμάτων με τα οποία πρόκειται να βομβαρδιστούν τα υποκείμενα άσκησης κάθε σύγχρονου προγράμματος κυβερνητικής: Θα μπορούσατε ποτέ να ζήσετε στο Ιράκ; Τότε γιατί να δεχθείτε την ύπαρξή του;

Ωστόσο, αυτό που φοβάται ο νεο-συντηρητισμός είναι αυτό ακριβώς που φοβόταν ο Πλάτων, όταν επιτίθετο στην ποίηση: όχι την ικανότητά της να διαδίδει ψεύδη, χρησιμοποιώντας τη γοητεία του ηδυσμένου λόγου, αλλά την ικανότητά της να δημιουργεί αμφιβολίες για την τάξη του κόσμου και της κοινωνίας, αμφιβολίες οι οποίες την φέρνουν πολύ πιο κοντά σε αυτό που αργότερα οι φιλόσοφοι θα ονομάσουν «εποχή»: μια κατά μέτωπο σύγκρουση με το αυτονόητο, που όμως δεν διαδραματίζεται σε έναν μη ανθρώπινο, υπερβατικό χώρο, αλλά στην έδρα τής ικανότητας του ανθρώπου να αυτοπροσδιορίζεται.

Σαν να λέμε, πως επειδή η Ιστορία δεν υπήρξε ποτέ απλά ως σύγκρουση ιδεολογιών, αλλά ως σύστημα πολύπλοκων διαδικασιών |πράττειν, λέγειν και τεύχειν|, επειδή ο Κομμουνισμός, ο Φιλελευθερισμός, ο Εθνικισμός, ο Φασισμός, ο Αναρχισμός, όπως και πλήθος άλλα στοχαστικά μορφώματα: Χριστιανισμός, Βουδισμός, Μωαμεθανισμός, Κομφουκιανισμός, Σουφισμός, Αποκρυφισμός... δεν υπήρξαν απλά «ιδεολογίες» αλλά πόλοι συγκέντρωσης τεράστιας θεωρητικής δραστηριότητας, ενδέχεται η δραματική επίλυση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στη «φιλελεύθερη» Δύση και την «κομμουνιστική» Ανατολή να δημιουργήσει -όπως εν μέρη δημιούργησε- ένα ρεύμα θεωρητικής επαναξιολόγησης στοχαστικών μορφωμάτων, τα οποία θεωρήθηκαν ιστορικά «ξεπερασμένα» από μια θετικιστική προσέγγιση της Ιστορίας. Έτσι, η περιβόητη νίκη του φιλελευθερισμού θα μετατρεπόταν σε πανωλεθρία, αφού η Λερναία Ύδρα της θεωρίας θα αντικαθιστούσε κάθε κομμένο κεφάλι με δύο, τρία ή τέσσερα άλλα, που θα εκχωρούσαν στο |ιστορείν| τον παραδοσιακό του ρόλο, συνδέοντάς το με την Ιστορία. Αλλά ο κίνδυνος αυτός είχε εν μέρει ήδη προβλεφθεί με την ανάπτυξη των Cultural Studies, ενός υπερφίαλου τομέα των Human Sciences, ο οποίος ανέλαβε να θεμελιώσει μια πολιτισμική «γενετική γραμματική», που θα μπορούσε να περιγράψει με τους ίδιους όρους τον Αισχύλο και τους Gun n’ Roses! Προφανώς, μόνον έτσι η παραγωγή επικοινωνιακών (διαφημιστικών, δημοσιογραφικών, πολιτικών, ψευδο-λογοτεχνικών) κειμένων θα μπορούσε να πατήσει στο στέρεο έδαφος της διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού.

Όσο για το ρόλο που επιφυλάσσει το υποτιθέμενο «τέλος» της Ιστορίας στην ποίηση, αρκεί η πανάρχαια αυτή στοχαστική πρακτική να αποδεχθεί τον ρόλο του παραγωγού και διαχειριστή συναισθημάτων, τον οποίο ετοίμασε ο θετικισμός των αρχών του 20ού αιώνα και αποδέχθηκε ο αγοραίος μοντερνισμός, παραγνωρίζοντας το μερίδιό της στον στοχασμό. Αρκεί ο ποιητής να ασχολείται με τα συναισθήματά του, παράγοντας διακοσμητικά μοτίβα, τα οποία εύκολα ελέγχονται ως ρητορικοί τρόποι και ακόμα ευκολότερα μπορούν να ενσωματωθούν στις τεχνικές επικοινωνίας που αναπτύσσει το σύγχρονο πελατοκεντρικό μάρκετινγκ. Φυσικά, ο ποιητής ως πολίτης, ως πατριώτης, ως πιστός, ως επαναστάτης, ως αρνητής, ως μέλος ενός πολιτιστικού ορίζοντα, εξαιρείται. Ο ποιητής πρέπει να είναι απλά ένα υποκείμενο σημειωτικής δραστηριότητας ορισμένης από τους κανόνες που υποτίθεται πως ανέδειξε ο «χρόνος», αλλά στην πραγματικότητα ανέδειξαν τριακόσια χρόνια παραγωγής στελεχών για την αναπτυσσόμενη κεφαλαιοκρατική λογική. Και η σημειωτική αυτή δραστηριότητα υποτίθεται πως οφείλει να ασχοληθεί με τον άνθρωπο ως αρτιωμένο ζωικό είδος, το οποίο δεν έχει πια Ιστορία: η χρονική του διάσταση -η ίδια η σύσταση της ύπαρξής του- ολοκληρώνεται με τον σχηματισμό των γνωσιακών τύπων που θα ορίζουν στο εξής τις αντιδράσεις του εντός ενός πλαισίου αυστηρά οργανωμένης παραγωγικότητας και αναπαραγωγικότητας. Μέχρι να παρουσιάσουν οι τρόποι σημείωσης εκείνον τον βαθμό εντροπικότητας που θα καταστήσει την ίδια την ποίηση ανενεργή ως στοχαστική πρακτική. Άλλωστε, γιατί χρειάζονται οι στοχαστικές πρακτικές σε έναν κόσμο γενικευμένης κατανάλωσης των προϊόντων που επιλύουν τις συνειδησιακές μικροσυγκρούσεις μας; Μήπως, σε τελευταία ανάλυση, δεν είμαστε άτομα ελεύθερα από κάθε προσδιορισμό; Μήπως ο Δυτικός Πολιτισμός δεν κατέβαλε κόπο πνευματικό για να χειραφετήσει το υποκείμενο; Μήπως αυτό δεν θέλαμε: να ικανοποιήσουμε στο μέγιστο βαθμό τις επιθυμίες μας; Ίσως, αλλά υπάρχουν μόνο δύο τρόποι για να γνωρίζουμε αν αυτές οι επιθυμίες είναι δικές μας και σε ποιον βαθμό: να κάνουμε θεωρία και ποίηση ως αναπόσπαστο μέρος της θεωρίας, να εποπτεύουμε τα φαινόμενα, να καταυγάζουμε τις δομές και τις λειτουργίες τους, να αναπαριστούμε το δράμα της διαφοράς ανάμεσα στη συνείδηση και την πραγματικότητα, επιζητώντας με θεωρητική διαύγεια και ποιητική διορατικότητα τη συνεχή διαμόρφωση και αναδιαμόρφωση ενός κόσμου αισθητικά, λογικά και ηθικά άρτιου. Όχι λειτουργικού ή αποτελεσματικού, αλλά αρτιωμένου. Αυτό το δράμα τής διαρκώς ελλειπτικής -αλλά πλήρους νοήματος- αρτίωσης μπορεί να ανέβει -με όλες τις συνέπειες- μόνο στην ορχήστρα της Ιστορίας ως συνεχούς επινόησης του ανθρώπου από τον άνθρωπο.

Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής



Το παγόβουνο

Χωρίς Λογοτεχνικό κανόνα και κριτήρια κριτικής;

Του Γιώργου ΡΩΜΑΝΟΥ

Ας κάνουμε δύο υποθέσεις εργασίας. Η πρώτη, ότι μας ενδιαφέρει αληθινά σήμερα ο Λογοτεχνικός κανόνας και ό,τι τον ορίζει. Και η δεύτερη, ότι ανάλογο ενδιαφέρον μας προκαλεί η κριτική· την οποία εννοούμε ως διαρκή κριτικό αναστοχασμό, ως έλεγχο δηλαδή που, μέσω της λογοτεχνικής ιστορικότητας και της θεωρίας, θα μας αποτρέψει από το να γλιστρήσουμε στο δογματισμό, αλλά και να γίνουμε θύματα της εμπορικής εκμετάλλευσης στο χώρο της λογοτεχνίας.

Ξεκινώντας μια σειρά συλλογισμούς από το χώρο του μεταμοντερνισμού, ας υπενθυμίσουμε πως προβλήθηκε ως «κριτική» στάση και θέση απέναντι στην «τυραννία που ασκούσαν οι μεγάλες αφηγήσεις», οι γνωσιολογικές, θρησκευτικές, φιλοσοφικές και κοινωνικοπολιτικές θεωρίες, όπως π.χ. ο μαρξισμός, αλλά και άλλες. Γενικότερα, μεταμοντέρνες τάσεις, εφαρμοσμένες ως «κριτική», υποσχέθηκαν πως θα μας απάλλασσαν από τα «δεσμά» του Λόγου. Σύγχρονες με αυτό και οι πολυποίκιλες «πολιτισμικές σπουδές», που ανθούσαν στα πανεπιστήμια. Παράλληλα, στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο, αναπτύχθηκαν και έννοιες που επενδύθηκαν με θεωρητικό και πολιτικό μανδύα, όπως η πολυπολιτισμικότητα, η παγκοσμιοποίηση, κ.ά.

Μια πρώτη παρενθετική επισήμανση είναι πως, όταν γίνεται λόγος για την παγκοσμιοποίηση, ποτέ δεν αναφέρεται η μονοδιάστατη οικονομική μορφή της, αυτή που έχει επιβάλει ο νεοκαπιταλισμός. Αντίθετα, οι ταγοί της αφήνουν να πλανάται γύρω από τον όρο «παγκοσμιοποίηση» μια παραδείσια έννοια, ότι δηλαδή, δι’ αυτής, θα θεραπευθεί ανά τον κόσμον πάσα νόσος... Ανάλογη ασαφή αχλύ, ως προς τη δημιουργική της κοινωνική πρακτική και τις αισθητικές παραμέτρους που την περιβάλλουν, διατηρεί και η πολυπολιτισμικότητα· έννοια, η οποία φυσικά πρέπει να είναι διαρκές ζητούμενο σε μία ειρηνική παγκόσμια κοινωνία. Όμως, η πολυπολιτισμικότητα, ως δούρειος ίππος νεοκαπιταλιστικής πρακτικής, είναι προφανές ότι φθείρει την έννοιά της, την κατά τα άλλα ειρηνική, ουμανιστική και, έτσι, γενικώς αποδεκτή.

Με κάθε μέσο λοιπόν (θεωρία, οργανωμένες τάσεις και πρακτική) οδηγούμεθα στο κύριο σώμα του |παγόβουνου| των προβλημάτων της εποχής μας, που είναι η οικονομική ή, ορθότερα, η παγκοσμιοποιημένη μεταπρατική σημερινή πραγματικότητα, η οποία φυσικά αφορά και στα της λογοτεχνίας. Ας κάνουμε λοιπόν πως δεν γνωρίζουμε τίποτε για αυτό, το κυρίως σώμα του |παγόβουνου|, και ας ασχοληθούμε με μια κορυφή του, χθαμαλή, συγκριτικά με άλλα μείζονα κοινωνικά προβλήματα του καιρού μας, που αποτελείται από τις δύο εναρκτήριες υποθέσεις εργασίας, σε τούτο το κείμενο.

Επιστρέφοντας, λοιπόν, σε αυτά που κυρίως αφορούν στη λογοτεχνία, ας θέσουμε δύο βασικές παραμέτρους, που έρχονται σε αντίθεση με απόψεις που παρουσίασε η μεταμοντερνιστική επιχειρηματολογία. Πρώτον, η ορθολογική σκέψη ποτέ δεν ταυτίστηκε με το θετικισμό και, φυσικά, ούτε με το δογματικό επιστημονισμό. Και δεύτερον, κάθε υλοποίηση οποιασδήποτε θεωρίας, ή «μεγάλης αφήγησης», μέχρι σήμερα, έγινε και μέσα από τις αντιφάσεις και τα μειονεκτήματά της, πράγμα που προσέφερε αναστοχασμό, πρόοδο, ή και προσωρινή οπισθοδρόμηση, αλλά τελικά σύνθεση και ανέλιξη.

Μπορεί, κατά τον Διαφωτισμό, να αναπτύχθηκε η αυτονομία του Λόγου, αλλά, και το κάθε |υποκείμενο| υπήρξε κριτικό ως προς τον Λόγο, και κυρίως |αυτοπροσδιοριζόμενο υποκείμενο|. Κοινώς αποδεκτά παραδείγματα είναι οι έννοιες του αυτοπροσδιορισμού του ατόμου και, φυσικά, της αυτοδιάθεσης.

Μέχρι «χθες», γνωρίζαμε πως η κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα και το κορυφαίο αγαθό της ελευθερίας αποτελούσαν κριτήρια και ασκούσαν καταλυτική κριτική σε συστήματα ή θεωρίες. Συνακόλουθα, ο κάθε |κανόνας|, όπως τον έθετε ο θεωρητικός λόγος, πειθαρχούσε και σε άλλα γνωστικά κριτήρια. Αυτά τα κριτήρια αποτελούσαν λαϊκό, ίσως και καθολικό, πάντως ευρύτατο αίτημα, που προέκυπτε μέσα από την κοινωνία. Ζητούμενο ήταν, και είναι, η διαρκής κριτική αναδιάταξη και οι νέες ανά–θεωρήσεις κάθε |κανόνα|. Γιατί, τίποτε δεν γίνεται αποδεκτό, όταν έχει τσιμεντένια πόδια.

Ειδικότερα στη λογοτεχνία, είχε, και έχει, μεγάλη σημασία η ανάδειξη της ιδιοπροσωπίας του δημιουργού και, κατ’ επέκταση, η αυθεντικότητα της |αισθητικής έκφρασης|. Μιας έκφρασης που, πολλές φορές, καταπιέζεται από την ορθολογική φιλοσοφική γνώση και αυθεντία. Φυσικά, η αυθεντία αυτή ισχύει μόνο σε φιλοσοφικά μοντέλα που ενέχουν την αυταπόδεικτη αλήθεια τους. Υπ’ αυτή την έννοια, αποτελούσαν πάντοτε ζητούμενο οι κανονιστικές θεωρητικές αρχές, γιατί έτσι θεωρείται πως διαρθρώνεται η στοιχειώδης έλλογος επικοινωνία και, κατά μείζονα λόγο, η πειστική έκφραση της θεωρίας.

Και εδώ εισέρχεται το πρώτο μεγάλο ερώτημα: είναι δυνατόν να ασκείται οποιασδήποτε μορφής κριτική, χωρίς ένα κανονιστικό πλαίσιο; Και αυτό το πλαίσιο μπορεί να μην έχει κριτήρια ανανεούμενα, ελεγχόμενα και διαρκώς (συν τω χρόνω) βελτιούμενα;

Στο βαθμό που η λογοτεχνική θεωρία και η κριτική αναζητούν γνωστικούς στόχους, πώς είναι δυνατόν αυτό να γίνει χωρίς στοιχειώδεις κανονιστικές αρχές και κριτήρια; Με ποιο μέτρο άραγε (και το μέτρο–Άνθρωπος είναι γνωστό από τον Πρωταγόρα), θα μετρήσουμε το ορθό ή το λάθος; Ή μήπως αποτελεί μέτρο και συνιστά κανόνα κάθε οικονομική ή άλλη ολιγαρχία, και κάθε κοινωνικά πανίσχυρη μειονότητα που υπηρετεί ή εκφράζει αυτήν την ολιγαρχία; Αν αυτά τα δύο, ολιγαρχία και πανίσχυρες κοινωνικές μειονότητες, τα αντιστοιχίσουμε με ό,τι συμβαίνει σήμερα γύρω μας, τότε το πράγμα παίρνει ξεκάθαρη μορφή. Με την ολιγαρχική λογική, όλα καθίστανται θεμιτά, και φυσικά ο εκφερόμενος κριτικός λόγος υποδουλώνεται και μετατρέπεται σε απόλυτη έκφραση του δογματισμού. Γιατί, τι μπορεί να σημαίνουν, και ποιους εξυπηρετούν άραγε στην πράξη, τα συνθήματα περί «πληθυντικού αριθμού» της αλήθειας, περί κορυφαίας αξίας της |υποκειμενικής| αλήθειας, η οποία μάλιστα απαντά στην «τυραννία της δεσποτείας του ορθολογισμού»;

Για τους και ελάχιστα γνωρίζοντες τα του Θουκυδίδη, η έννοια της |εκλογίκευσης| έχει τεθεί επί των ημερών του. Που θα πει πως, μέσα από το παμπάλαιο παιχνίδι των λογικοφανών συλλογισμών, μπορούν να αναχθούν τα πάντα σε «βολικά μέτρα», και οτιδήποτε να αποδειχθεί ή και να καταρριφθεί. Μ’ αυτή τη λογική, αφού κάθε κανονιστική αλήθεια, αρχή και κριτική θα έχει ταυτιστεί με την επιβολή, και δη τη βίαιη επιβολή, τότε θα πρέπει να καταργήσουμε την κανονιστική αλήθεια, αρχή και κριτική, γιατί περιττεύουν. Και τούτο, σαν να είμαστε άγραφο χαρτί το γένος των ανθρώπων και να μην γνωρίζουμε πως, εκτός από τις θεωρητικές ατέλειες, πάντοτε υπήρξε τεράστια ευθύνη των κοινωνικών συνόλων, για την αποτυχία της εφαρμογής της θεωρίας και των συστημάτων της. Δηλαδή, αντί να εγκαλείται η αυθαιρεσία των ατόμων, και να ελέγχονται οι θεωρητικές ατέλειες, αντιθέτως εγκαλείται η κριτική, όποτε αυτή τείνει να υπακούσει σε κανονιστικές αρχές και στον ορθολογισμό. Αλλά, ας δούμε το προφανές και από μια άλλη πλευρά: αν κάτι είναι αληθές και αυταπόδεικτο, και αυτό επιβληθεί δια της βίας, θα φταίει το αληθές και αυταπόδεικτο ή η μέθοδος, δηλαδή η βία;

Στην περίπτωση που ακόμα είναι ζητούμενα ο ριζοσπαστισμός, η αδογμάτιστη αναζήτηση της αλήθειας, η αξιολόγηση και η αιτιολόγησή της, τότε θα πρέπει να αναζητηθεί και να συντηρηθεί η έννοια των κριτηρίων. Κι αυτά να ελέγχονται διαρκώς, ορθολογικά και αισθητικά, και να ανατροφοδοτούνται, πάνω στον άξονα: λογοτεχνική ιστορικότητα – λογοτεχνικός κανόνας – κριτική. Γιατί, καμία συλλογική ή ατομική |αφήγηση| δεν θα μπορέσει ποτέ να υπάρξει πειστικά, εάν δεν υπόκειται σε αξιολογικές κρίσεις και σε διαρκή γνωστικό και αισθητικό έλεγχο.

Μόνο έτσι θα οδηγηθούμε σε κανονιστικές έννοιες, αρχές και, εξ’ αυτών, στη διαρκή αναζήτηση της αλήθειας. Μιας αλήθειας που μπορεί και να υπάρχει ως ενδεχόμενο, ως ουτοπία, ακόμα κι ως φενάκη. Ενώ, αντίθετα, εάν από την αρχή την αποκλείσουμε, με τον άκρατο σχετικισμό των |πληθυντικών αναγνώσεων|, τότε θα πρέπει να εθιστούμε και στην «αξία» των παρα–αναγνώσεων, παραισθήσεων, και σιγά σιγά στις συλλογικές παραισθήσεις. Έτσι όμως, δεν θα μπορούμε να ελπίζουμε πως θα μειώσουμε την επικίνδυνη διαδικασία κάθε αξιωματικής, δηλαδή ολιγαρχικής συνανάγνωσης και επιβεβλημένης συναίνεσης, με ό,τι αυτό σημαίνει και πολιτικά. Και τούτο σίγουρα συνιστά βίαιη επιβολή.

Ο Γιώργος Ρωμανός είναι συγγραφέας και εκδότης

του λογοτεχνικού περιοδικού Πανδώρα




Για «το κιβώτιο» της θεώρησης της τέχνης
(με αφορμή ένα βιβλίο)

Της Λήδας ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ


Ο λόγος για την κριτική θεώρηση της τέχνης, που στην Ελλάδα εν πολλοίς παραμένει, μέχρι και σήμερα, αποσπασματική και ομιχλώδης, επιδερμική και αδιάφορη. Η πλειοψηφία των κριτικών της ερμηνεύει τα έργα τέχνης σαν να έχουν γεννηθεί εν κενώ, αποκομμένα από την ιστορία και το θεωρητικό προβληματισμό περί τέχνης, τις όποιες αισθητικές ή ιδεολογικές αξίες διαμορφώθηκαν στη διάρκεια του χρόνου, τα όποια ερωτήματα γεννήθηκαν ή ακόμα και απαντήθηκαν. Οι φωτεινές εξαιρέσεις, όπως αυτές του Αλέξανδρου Ξύδη στο παρελθόν ή του Χριστόφορου Μαρίνου στο παρόν, για να σταθώ σε δύο μονάχα παραδείγματα, απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Ο λόγος λοιπόν για έναν κυρίαρχο, εξουσιαστικό εν τέλει λόγο, που επιζητεί την καθοδήγηση του κοινού σύμφωνα με τις επιταγές της αγοράς ή, στην καλύτερη περίπτωση, σύμφωνα με το θυμικό ή και την ιδεοληψία του κρίνοντος. Και δεν αναζητεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που μορφώνουν το έργο τέχνης, την ιδιαίτερη χροιά που αναδίδει η πνοή του, τα σημεία επαφής ή ρήξης του με την παραδοσιακή εικονογραφία. Εύληπτο προϊόν οφείλει να είναι το καλλιτεχνικό έργο, αντικείμενο αδιαφανών συναλλαγών ή ορατών ιδεολογισμών, που περιορίζουν τον ορίζοντα της τέχνης.

Την αφορμή για τον σχολιασμό αυτό, μάς έδωσε η επανέκδοση κειμένων του Γιώργου Σίμου, που τα δημοσίευε με το ψευδώνυμο Γιώργος Πετρής, ως τεχνοκρίτης και μέλος της συντακτικής επιτροπής εκείνου του περιοδικού που ταυτίστηκε με την ανανέωση της αριστερής κριτικής θεώρησης της τέχνης, της |Επιθεώρησης Τέχνης| (Γιώργος Πετρής, |Επιθεώρηση τέχνης, Τεχνοκριτικά κείμενα 1953-1986|, AICA Ελλάς-Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Πρόκειται για κείμενα που επέλεξε με επιμέλεια και μεθοδικότητα ο Ευγένιος Ματθιόπουλος, από τη μακρά πορεία του Πετρή, μεταξύ του 1953 και του 1986, από την εφημερίδα |Αυγή| και την |Επιθεώρηση Τέχνης|, μέχρι την |Αρχιτεκτονική|, το |Αντί| και τα |Εικαστικά|.

Το ερώτημα που τίθεται ξανά, το καίριο ερώτημα των ημερών μας, είναι, πιστεύω, το τι σημαίνει ή το τι θα μπορούσε να σημαίνει αλλά και να σηματοδοτήσει μια αριστερή κριτική θεώρηση της σύγχρονης τέχνης. Ο Πετρής άρχισε να ασκεί την κριτική του μέσα στο μετεμφυλιακό, ψυχροπολεμικό κλίμα των δεκαετιών του ’50 και του ’60, ως αυτοδίδακτος που συνέλεξε τα θεωρητικά εφόδιά του σε καιρούς δύσκολους για τους αριστερούς. Έτσι, έχει σημασία να ανα-θεωρήσουμε τα κείμενα αυτά από την |Επιθεώρηση τέχνης|, για να μπορέσουμε να θεωρήσουμε ξανά την τέχνη χωρίς προμετωπίδες.

Ο Ευγένιος Ματθιόπουλος προκαταλαμβάνει τον αναγνώστη στην εισαγωγή του τομιδίου: «|Η σημαντικότερη υποστήριξη της οποίας έχαιρε η |Επιθεώρηση τέχνης| από το κόμμα|», λέει, «|δεν ήταν η οικονομική, αλλά η πολιτική-ιδεολογική νομιμοποίησή της, η διακριτική εγγυητική επιστολή που έφερε η έγκριση κάθε τεύχους|». Ο Πετρής διέθετε αναμφίβολα το χάρισμα μιας μειλίχιας και προσηνούς στον αδαή αναγνώστη γραφής, που κατ’ αρχήν μαγεύει. Είναι ενδεικτικό το άρθρο του στο εν λόγω περιοδικό για τον Ασαντούρ Μπαχαριάν, το 1961: «|Ερευνά ανήσυχα. Περνά από τη διερεύνηση του τόνου, τη σπουδή του χρώματος, στις μεγάλες ελεύθερες επιφάνειες που βγαίνουν σχεδόν στον ίδιο τόνο και υποδηλώνονται με χρωματική αλλαγή και κάποτε σ’ ένα ευαίσθητο κόντρ–λυμιέρ. Στις στιγμές του αυτές αποβάλλει κάθε φλυαρία, βγάζει τόνους μόνο με τη φορά της πινελιάς...|».

Είναι ενδεικτικό όμως και το κείμενό του για τον Τέτση, στο ίδιο τεύχος, το γραμμένο σε ένα ύφος απόλυτα σύμφωνο με τις προδιαγραφές της λαϊκότροπης κουλτούρας που προωθούσε η αριστερά της εποχής εκείνης. Ένα ύφος που θα μπορούσε όμως να χρησιμοποιήσει και οποιοσδήποτε προασπιστής μιας μικροαστικής ηθικής. «|Ο Τέτσης|», δηλώνει ο Πετρής, «|είναι ένας ευσυνείδητος δουλευτής. Τίμια και παστρικά αντιμετωπίζει τα προβλήματά του και μας λέει το λόγο του χωρίς περιστροφές ή ύποπτες υπεκφυγές|». Στο ίδιο ύφος είναι γραμμένη και η κριτική του για την έκθεση αφηρημένης τέχνης στην Αθήνα που την αφορίζει a priori: «|Τέχνη φυγής, έκφραση μιας μηδενιστικής διάθεσης... που είναι σε πλήρη συνέπεια με το πνεύμα ξεπεσμού... το τόσο αρεστό και τόσο χρήσιμο σε μια μερίδα των παραγόντων της εθνικής μας ζωής. Μια τέχνη που μας την έφεραν οι Αμερικανοί... αυτοί κυρίως τη χρηματοδοτούν... Το χρήμα των μεγάλων αγορών, τα οργανωμένα συμφέροντα γύρω από την αφηρημένη τέχνη γίνονται έτσι ένας ισχυρός μοχλός που πάει να εμποδίσει τη ζωγραφική να ακολουθήσει το σωστό δρόμο της: να εκφράσει το σύγχρονο άνθρωπο και τις ανησυχίες του|».

ο Γιώργος Πετρής είναι ένας διορατικός κριτικός που προβλέπει, ήδη από τη δεκαετία του ’50, τα αδιέξοδα της αφηρημένης τέχνης, της αποκαθαρμένης από κάθε κοινωνικό προβληματισμό, καθώς και της άκριτης μίμησής της από τους έλληνες εικαστικούς. Η τέχνη όμως οφείλει κατά τον Πετρή να εκπληρώσει μια κοινωνική αποστολή και οφείλει να εκφράσει το κοινό αίσθημα, το ριζωμένο μέσα στην εξιδανικευμένη ελληνική λαϊκή παράδοση. Με τον τρόπο αυτό ο κριτικός του λόγος αποστεώνεται από την κριτική του ικανότητα. Θεωρεί την τέχνη ολοκληρωτικά μέσα από τις κοινωνικές της διαστάσεις. Ως μέσο έκφρασης της ιδεολογικής πάλης, μεταξύ της μορφής και του περιεχομένου, του ατομικού και του συλλογικού, του αφηρημένου και του ρεαλιστικού. Ο Πετρής φτιάχνει έτσι τον στείρο αντίποδα, στη στείρα ολοκληρωτική θεώρηση της τέχνης μέσα από τον αισθητικό και σοβινιστικό φορμαλισμό του αμερικανού Κλέμεντ Γκρήνμπεργκ, προασπιστή του αφηρημένου αμερικανικού εξπρεσιονισμού, που κατακρίνει.

Και, ταυτόχρονα, συνάδει με τους έλληνες εκπροσώπους της αστικής τάξης του μεσοπολέμου και της εποχής του, που εναντιώνονται στην αυτοαναφορικότητα της τέχνης και προσπαθούν να αναδείξουν τους ηθικούς κανόνες της αλλά και τον τοπικό χαρακτήρα της, προτείνοντας τον Κωνσταντίνο Παρθένη έναντι του Γιώργου Μπουζιάνη και του Γεράσιμου Στέρη. Με βάση τα κριτήρια αυτά, προβάλλει καλλιτέχνες όπως οι ελληνοκεντρικοί ρεαλιστές Ορέστης Κανέλλης και Γιάννης Τσαρούχης. Αποθεώνει την τέχνη του Θεόφιλου. Απαξιώνει σημαίνοντες έλληνες εκφραστές αφηρημένων ιδιωμάτων, αριστερούς στην πλειοψηφία τους, όπως ο Αλέκος Κοντόπουλος, ο Γιάννης Σπυρόπουλος, ο Ιάσωνας Μολφέσης ή ο Νίκος Κεσσανλής. Συρρικνώνει την οραματική γλυπτική του Ζογγολόπουλου στη γεωμετρία των όγκων του. Επισημαίνει, στον συμμετέχοντα στην έκθεση αφηρημένης ζωγραφικής στην Αθήνα, Βλάση Κανιάρη, τον κίνδυνο να τον «πάρουν στο λαιμό του οι μόδες». Και, στον Μίνωα Αργυράκη, την ξενότητα των τύπων που διαμορφώνει, σε σχέση με την ελληνική πραγματικότητα.

Ο Γιώργος Πετρής ασκεί την κριτική του στη σύγχρονη νεοελληνική τέχνη, εγκλωβισμένος ανάμεσα στο προδιαγραμμένο, από την κομματική ηγεσία, ιδεολόγημα της σοβιετικής αισθητικής του ρεαλισμού –ακόμα και αν δεν υποστήριξε ποτέ τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό- και στο ιδεολόγημα της ελληνικότητας. Επιχειρεί να διαπαιδαγωγήσει χωρίς να διαφωτίσει. Παραγνωρίζει έτσι το βασικό επίτευγμα των πρωτοπόρων της τέχνης του 20ού αιώνα: Της αντίληψης της τέχνης ως μιας έκφρασης συνεχούς εξέγερσης απέναντι στις μορφές και στα ιδεολογήματα του παρελθόντος, σε αναζήτηση της αλήθειας πέρα από τα στερεότυπα του οποιουδήποτε ιδεολογισμού. Ως ένα παιγνίδι με τις μορφές και τα ύφη, σαν αυτό που επιχείρησε ο Πικάσο, ένα διανοητικό παιγνίδι, σαν αυτό που θέλησε να προτείνει ο Κάζιμιρ Μάλεβιτς με τις γεωμετρικές του συνθέσεις ή ο Μαξ Έρνστ με τα αινιγματικά κολλάζ του, οι Υβ Κλάιν και Πιέρρο Μαντσόνι με τους μονόχρωμους πειραματισμούς τους, ο Τζάκσον Πόλλοκ με τη βίαια χειρονομία της ζωγραφικής του.

Το ζητούμενο, σε μια αριστερή κριτική θεώρηση της τέχνης, δεν είναι το κλείσιμο του διαλόγου, όπως το έπραξε ο Πετρής στην |Επιθεώρηση Τέχνης|, επιχειρώντας, σύμφωνα με τις ανάγκες των καιρών, να καθυποτάξει την αισθητική στην πολιτική, το υποκειμενικό στο συλλογικό, την αυτονομία στην κομματική πειθαρχία.

Το ζητούμενο δεν είναι φυσικά ούτε η καταστροφή της κοινωνικοπολιτικής «αύρας» του έργου τέχνης, όπως το πρότεινε η «αναλυτική τέχνη», μέσα από το νεορομαντικό δόγμα του Άντ Ράινχαρντ ότι «|η τέχνη είναι τέχνη και τίποτε άλλο εκτός από τέχνη|».

Το ζητούμενο, σήμερα, ενός αριστερού κριτικού λόγου για την τέχνη, είναι το άνοιγμα του διαλόγου μέσα από μια διαλεκτική θεώρηση της εικαστικής γλώσσας, των αδιεξόδων και των αντιφάσεων της, των μορφοπλαστικών πειραματισμών αλλά και των κοινωνικών προβληματισμών που αυτή προτείνει, με τα δικά της, όμως, μέσα έκφρασης, αναδεικνύοντας την πληθώρα και τον πλούτο των μορφών τους. Χωρίς συντεταγμένους εκ των άνω σχολιασμούς, που την κατευθύνουν και την παραμορφώνουν.

Το ζητούμενο σε μια αριστερή κριτική θεώρηση της τέχνης είναι η προσπάθεια της μέθεξης της τέχνης, ως μέσου διεύρυνσης της αισθητηριακής αντίληψης του θεατή, που θα τον οδηγήσει στη χειραφέτησή του από τα κάθε λογής στερεότυπα, σε μια διαφορετική από την κατεστημένη θέαση της τέχνης και, μέσα από αυτήν, του κόσμου και του ίδιου του τού εαυτού. «|Γιατί πολιτιστικό|», όπως έχει δηλώσει ο Αντόρνο, «|μπορεί να ονομάζεται χωρίς αίσχος μόνο ό,τι πραγματώνεται στην ακεραιότητα της δικής πνευματικής μορφής και μόνο διαμεσολαβούμενο, μέσα από αυτήν την ακεραιότητα, επαναδρά στην κοινωνία|» (Theodor Adorno, |Θεωρία της ημιμόρφωσης|, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1989). Ειδάλλως, το κιβώτιο της αριστερής τεχνοκριτικής θα συνεχίσει να παραμένει άδειο.



Αριστερά και μαρξιστική θεωρία

Του Γιάννη ΜΗΛΙΟΥ

Η Αριστερά πρέπει να ξαναγίνει «κέντρο» ανάπτυξης της μαρξιστικής θεωρίας

Η Αριστερά (πρέπει να) είναι η «παράταξη της θεωρίας». Διότι, ως πολιτικό και κοινωνικό κίνημα που ορίζεται από την επαγγελία του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, από την προοπτική ανατροπής του υπάρχοντος καπιταλιστικού συστήματος, βρίσκεται αντιμέτωπη με τις «κυρίαρχες ιδέες» που «τσιμεντώνουν» την ταξική κυριαρχία του κεφαλαίου, και τις οποίες συστηματοποιούν-εγχαράσσουν οι Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του αστικού κράτους: Το Σχολείο, το Πανεπιστήμιο, τα ΜΜΕ, η οικογένεια...

Η κριτική του υπάρχοντος, οι εναλλακτικές και ανατρεπτικές ιδέες, αναπαράγονται κατ’ αρχάς αυθόρμητα, από την εγγενή αντιφατικότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας, δηλαδή από τις αντιστάσεις και τη δράση όσων υφίστανται την καπιταλιστική εκμετάλλευση και εξουσία. Εντούτοις, η αμφισβήτηση του υπάρχοντος διαρκώς «απορροφάται» από τις λειτουργίες του κράτους και των Ιδεολογικών Μηχανισμών του, ενσωματώνεται στην κυρίαρχη αστική στρατηγική, δηλαδή στην (ανα)διαμόρφωση του «κοινού συμφέροντος» που επιβάλλει η εξουσία και ηγεμονία του κεφαλαίου. Η Αριστερά, για να μπορεί να αμφισβητεί αυτή τη διαδικασία ενσωμάτωσης των αντιστάσεων, για να μπορέσει να αναδείξει το ανατρεπτικό δυναμικό των εργαζόμενων τάξεων και της νεολαίας, οφείλει να αναπτύξει τη θεωρητική κριτική προς την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, και να μπολιάσει με την κριτική αυτή τις κοινωνικές αντιστάσεις.

Αναφέρομαι πρωτίστως στη σχέση της Αριστεράς με τη μαρξιστική θεωρία: Τη θεωρία, δηλαδή, που «γείωσε», στο έδαφος μιας κριτικής επιστημονικής πρακτικής, τις ιδέες του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, οι οποίες άρχισαν να αναπτύσσονται από τον 16ο αιώνα, παράλληλα με τον πρώιμο καπιταλισμό.

Ας σκεφτούμε λίγο την ιστορία του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος: Οι ηγετικές πολιτικές προσωπικότητες που το κίνημα αυτό ανέδειξε, καθ’ όλη την ιστορική περίοδο μέχρι τον Μεσοπόλεμο, υπήρξαν ταυτόχρονα οι κορυφαίοι μαρξιστές θεωρητικοί. Αρκεί να αναφέρουμε τα ονόματα ελάχιστων από αυτούς: Μπερνστάιν, Κάουτσκυ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Χίλφερντινγκ, Ντάνιελσον, Πλεχάνοφ, Λένιν, Μπουχάριν...

Η φιγούρα του λίγο-πολύ ακαδημαϊκού μαρξιστή διανοούμενου, που δεν είναι ενταγμένος στις πολιτικές-οργανωτικές δομές και διαδικασίες της (επίσημης) Αριστεράς, αποκτά βαρύτητα σε μεταγενέστερη εποχή, όταν η κυριαρχία της ΕΣΣΔ και του «σοβιετικού μαρξισμού» δεν άφηνε περιθώρια ανάπτυξης μιας μαρξιστικής θεωρίας σε αναφορά με τις ανατρεπτικές δυναμικές που αναδείκνυαν οι ταξικές κοινωνίες, σε Δύση και Ανατολή, ιδίως μετά το σημαδιακό έτος 1968.

Ο Μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων

Ο μαρξισμός ουδέποτε υπήρξε μια ενιαία, μια «μονολιθική» θεωρία. Αυτό που πράγματι υπήρξε (και υπάρχει) είναι διαφορετικά μαρξιστικά ρεύματα, ανάμεσα στα οποία διεξάγεται διαρκώς θεωρητική, ιδεολογική (ή και πολιτική) αντιπαράθεση. Με δυο λόγια, ο μαρξισμός χαρακτηρίζεται από μια διπλή «συγκρουσιακότητα-σχισματικότητα»:

α) Σύγκρουση με τις μορφές της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, εφόσον ο μαρξισμός θέτει στο επίκεντρο της ανάλυσής του τις ταξικές σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, τις οποίες η κυρίαρχη ιδεολογία και οι παραγόμενες από αυτήν «κοινωνικές επιστήμες» προσπαθούν να συγκαλύψουν και να νομιμοποιήσουν.

β) Σύγκρουση στο εσωτερικό του μαρξισμού, ανάμεσα στα διαφορετικά μαρξιστικά ρεύματα, με βασικό επίδικο αντικείμενο τον ίδιο το μαρξισμό ως θεωρία κριτικής ανάλυσης των σχέσεων εξουσίας και ως προϋπόθεση της επαναστατικής στρατηγικής. Το προχώρημα της μαρξιστικής θεωρίας γίνεται μέσα από αυτή την «εσωτερική σύγκρουση».

Έτσι κι αλλιώς, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, η εξέλιξη του μαρξισμού επικαθορίζεται πάντα από την εξέλιξη και τις καμπές της πάλης των τάξεων. Όμως, στο βαθμό που ο μαρξισμός συνδέεται οργανικά με την Αριστερά (τους θεωρητικούς προβληματισμούς της, την «εκπαιδευτική» της δράση, τις αντιπαραθέσεις γραμμής και στρατηγικής στο εσωτερικό της), συγκροτείται όχι απλώς ως θεωρητικό σύστημα αλλά και ως ιδεολογία μαζών, ως μια ιδεολογία που επικαθορίζει την πολιτική πράξη οργανώσεων και κινημάτων του εργατικού και λαϊκού κινήματος.

Ένας τέτοιος μαρξισμός, ως μαζική ιδεολογία της Αριστεράς και των κινημάτων που συνδέονται μαζί της, συμβάλλει σημαντικά, ή ακόμα αποτελεί προϋπόθεση, στο να «ανακαλύπτει» το εργατικό και λαϊκό κίνημα τον κομμουνισμό ως υπαρκτή τάση, ως δυνατότητα του παρόντος. Αρκεί να αναφέρουμε ένα και μόνο παράδειγμα: Το ότι η καπιταλιστική οικονομία είναι εκμεταλλευτική, με την έννοια της «παρακράτησης υπερεργασίας», δεν αποτελεί ανακάλυψη του Μαρξ, ούτε κατ’ επέκταση θέσφατο του μαρξισμού. Αποτελεί θέση της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας και ειδικότερα του «πατριάρχη» της αστικής οικονομικής σκέψης, του Άνταμ Σμιθ, ο οποίος έγραφε:

«Από τη στιγμή που η γη καθίσταται ατομική ιδιοκτησία, ο γαιοκτήμονας απαιτεί ένα μερίδιο σχεδόν από όλο το προϊόν το οποίο ο εργάτης μπορεί να παραγάγει, είτε μέσω της καλλιέργειάς της είτε μέσω της συλλογής των καρπών της. Η πρόσοδός του αποτελεί την |πρώτη παρακράτηση| από το προϊόν της εργασίας που απασχολήθηκε στη γη (...) Το κέρδος αποτελεί μια |δεύτερη παρακράτηση από το προϊόν της εργασίας| που απασχολήθηκε στη γη» (|Ο Πλούτος των Εθνών|, I.viii.6 & 7, οι υπογρ. δικές μου).

Εντούτοις, η κλασική οικονομική θεωρία, καίτοι αποτελεί ταυτόχρονα θεωρία της εκμετάλλευσης, δεν μπορεί να αμφισβητήσει (αντίθετα νομιμοποιεί, ή, έστω, επιζητεί να μεταρρυθμίσει) την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων.

Στη «συντηρητική» εκδοχή της, θεωρεί ότι η «παρακράτηση» του υπερπροϊόντος δικαιώνεται από τον ρόλο που παίζει ο καπιταλιστής στην οργάνωση της παραγωγής, την πληρωμή των μισθών πριν την ολοκλήρωση του έργου, την «ανάπτυξη» της οικονομίας κ.ο.κ.:

«Σε όλες τις τέχνες και τις μανουφακτούρες, η πλειοψηφία των εργατών |έχουν την ανάγκη ενός εργοδότη| που θα τους προκαταβάλλει τα υλικά της εργασίας τους και τους μισθούς και τα μέσα συντήρησής τους μέχρι την ολοκλήρωση της. Αυτός μοιράζεται μαζί τους το προϊόν της εργασίας τους, ή την αξία που αυτή προσθέτει στα υλικά πάνω στα οποία σωρεύεται, και το μερίδιό του αυτό συνιστά το κέρδος του» (|Ο Πλούτος των Εθνών|, I.viii.8, οι υπογρ. δικές μου).

Tα ζητήματα που τίθενται στο πλαίσιο αυτής της «συντηρητικής» προβληματικής, είναι η «δίκαιη» αμοιβή του εργάτη, που να του εξασφαλίζει μια «αξιοπρεπή διαβίωση», οι μισθοί να αυξάνονται σε αντιστοιχία με τις αυξήσεις στην παραγωγικότητα, κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, τα άμεσα αιτήματα των εργαζομένων, κατά την αντιπαράθεσή τους με το κεφάλαιο, ανάγονται σε «κοινωνικό ιδανικό», εφόσον οι μορφές εμφάνισης των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας (δηλαδή οι ίδιες αυτές σχέσεις εξουσίας) εκλαμβάνονται ως οι «μόνες εφικτές» ή/και «αναγκαίες».

Στη «ριζοσπαστική» εκδοχή της, η κλασική αστική οικονομική θεωρία οραματίζεται έναν «καπιταλισμό χωρίς ατομικούς καπιταλιστές»: Η «κοινωνικοποίηση», δηλαδή η δημόσια |νομική| ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής συμβαδίζει με τη διατήρηση όλων των μορφών της καπιταλιστικής οικονομίας και του καπιταλιστικού κράτους: Το εμπόρευμα, το χρήμα, η επιχείρηση, με τον ιεραρχικό καταμερισμό εργασίας που τη διακρίνει, επομένως και η πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά και η κυβέρνηση, ο στρατός, η αστυνομία, τα δικαστήρια, τα κρατικά μέσα μαζικής επικοινωνίας κ.ο.κ. εξακολουθούσαν έτσι και στον «υπαρκτό σοσιαλισμό» να διατηρούν τον επίζηλο ρόλο που είχαν στον καπιταλισμό. Αφού η νομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι δημόσια, η εκμετάλλευση έχει καταργηθεί. Όπως περίπου συνέβαινε με τη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ και τις άλλες ΔΕΚΟ, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, οπότε θριάμβευε και στη Δύση ο «σοσιαλισμός».

Αντίθετα, η μαρξιστική κριτική δείχνει ότι η ίδια η |παραγωγή| (με τις |ιδιαίτερες μορφές της|) συνιστά |την καπιταλιστική εκμετάλλευση|, καθώς είναι παραγωγή-για-το-κέρδος. Ομοίως, η κοινωνία των νομικά «ελεύθερων και ίσων πολιτών», των οποίων τις υποθέσεις διευθετεί, με βάση τους κανόνες δικαίου, το «ουδέτερο» γραφειοκρατικό κράτος, δεν αποτελεί το (δυνητικό) καθεστώς της «δημοκρατίας», αλλά την |τυπικά καπιταλιστική μορφή ταξικής κυριαρχίας|.

Το ζητούμενο: Ο μαρξισμός ως ιδεολογία μαζών

Ο μαρξισμός, ως ιδεολογία μαζών, δεν είναι η μαρξιστική θεωρία καθαυτή. Είναι ορισμένα από τα πορίσματα της μαρξιστικής θεωρίας, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ως «θέσεις μάχης» και αρχές πολιτικής στρατηγικής για το εργατικό και το ευρύτερο λαϊκό κίνημα: Ο ταξικός-εκμεταλλευτικός χαρακτήρας του καπιταλισμού, η ενότητα παραγωγής-διανομής και η προς όφελος του κεφαλαίου απόσπαση της υπεραξίας από τον εργαζόμενο, στη μορφή του «χρήματος που παράγει περισσότερο χρήμα», η εγγενής συγκρουσιακότητα κεφαλαίου-εργασίας, ο συγκαλυμμένος ταξικός χαρακτήρας του κράτους και των τυπικά ουδέτερων-ισοπολιτειακών μηχανισμών του, κλπ., είναι πορίσματα της μαρξιστικής θεωρίας, που σε αρκετές ιστορικές συγκυρίες αποτέλεσαν τη βάση του μαρξισμού-ως-ιδεολογίας-μαζών.

Οι λαϊκές τάξεις προσεγγίζουν σχεδόν αυθόρμητα σε κάποιες από τις θέσεις αυτού του «μαζικού» μαρξισμού (συνήθως στη ρεφορμιστική εκδοχή τους), ανεξάρτητα από τη γνώση μαρξιστικών κειμένων και αναλύσεων. Εντούτοις, ο μαρξισμός-ως-ιδεολογία-μαζών μπορεί τότε μόνον να ξεφεύγει από τον δογματισμό και τον ρεφορμισμό, όταν τροφοδοτείται και εμπλουτίζεται από τον μαρξισμό-ως θεωρητικό-σύστημα. Μάλιστα, στην περίπτωση αυτή, μπορεί και ο μαρξισμός-ως-θεωρητικό-σύστημα να αντλεί αντικείμενα ανάλυσης (αλλά και συμπεράσματα) που να συνδέονται άμεσα με τη συγκυρία της πάλης των τάξεων.

Η υποχώρηση του μαρξισμού, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, δεν αφορά τη μαρξιστική θεωρία καθαυτή. Δεν ήταν οι θεωρητικές έννοιες που θεμελίωσε ο Μαρξ, π.χ. στο |Κεφάλαιο|, που έπαψαν να προσφέρονται ως εργαλεία για την κατανόηση και την κριτική της καπιταλιστικής πραγματικότητας. Δεν έχασαν τη σημασία τους οι σύγχρονες μαρξιστικές αναλύσεις, ούτε ακόμα έπαψαν να παράγονται τέτοιες αναλύσεις. Δεν έχασε(αν) τη θεωρητική-επιστημονική της(ους) αξία η(οι) μαρξιστική(ές) κριτική(ές) προς τον «σοβιετικό μαρξισμό» και τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», ούτε την υπεροχή τους απέναντι στις απολογητικές για τον καπιταλισμό αστικές θεωρίες.

Με δυο λόγια, η υποχώρηση του μαρξισμού δεν σημαίνει ότι αυτός «διαψεύστηκε» ως θεωρητική ανάλυση. Σημαίνει ότι περιορίστηκε η δυνατότητα του μαρξισμού να αναπαράγεται ως ιδεολογία μαζών. Αυτό με τη σειρά του επηρέασε αρνητικά και τον μαρξισμό-ως-θεωρητικό-σύστημα: Άφησε στα «αζήτητα» κάποιες υπάρχουσες μαρξιστικές αναλύσεις, συρρίκνωσε αριθμητικά τη μαρξιστική διανόηση κ.ο.κ. Διότι αυτό που καθιστούσε τον μαρξισμό μια έγκυρη θεωρητική εκδοχή, στο χώρο της διανόησης (με την ευρεία έννοια: της διανοητικής εργασίας) και των Ιδεολογικών Μηχανισμών του κράτους, ήταν ακριβώς η ισχύς του μαζικού μαρξισμού, του μαρξισμού-ως-μαζικής-ιδεολογίας.

Πρόκειται ίσως για την οξύτερη μορφή κρίσης του μαρξισμού: Ο μαρξισμός έχοντας να αντιπαλέψει την κυρίαρχη αστική ιδεολογία, που η συστηματοποίηση και διάδοσή της στηρίζεται στην ασφυκτική υπεροχή των Ιδεολογικών Μηχανισμών του κράτους, έχει ένα μόνο ατού: Την ικανότητά του να διαπλέκεται με τις συνθήκες πάλης των εργαζόμενων τάξεων, μ’ άλλα λόγια τη διεισδυτικότητά του στην εργατική τάξη, την ικανότητά του να αναπαράγεται ως ιδεολογία μαζών. Ιδίως μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1970, στο ιδεολογικό κλίμα της «Αλλαγής» και της «πραγματικής Αλλαγής», ο μαρξισμός-ως-ιδεολογία-μαζών άρχισε να υποχωρεί προς όφελος ενός μεταρρυθμιστικού κυβερνητισμού, ο οποίος δεν έχει ανάγκη κανένα μαρξισμό για να υπάρξει. Το 1989 επιτάχυνε προφανώς αυτή την εξελισσόμενη διαδικασία.

Σήμερα βρισκόμαστε σε μια νέα ιστορική καμπή: Τα κινήματα των εργαζομένων και της νεολαίας έχουν εισέλθει σε ανοδική τροχιά, η ιδεολογική αίγλη των κυρίαρχων νεοφιλελεύθερων πολιτικών υποχωρεί ραγδαία, η πολιτική επιρροή της Αριστεράς αυξάνει και πάλι. Με δεδομένο ότι η δυνατότητα του μαρξισμού να αποκτά μαζικό έρεισμα είναι «εσωτερική» στο εργατικό κίνημα, δηλαδή προκύπτει αυτοφυώς από τις συνθήκες ανάπτυξης αυτού του κινήματος και αντιπαράθεσής του όχι μόνο με το μεμονωμένο ατομικό κεφάλαιο, αλλά και με το κράτος και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του, μπορούμε να αισιοδοξούμε ότι η υποχώρηση του μαρξισμού δεν θα διαρκέσει για πολύ ακόμα. Αρκεί να λάβει και η Αριστερά τα μέτρα της.


Ο Γιάννης Μηλιός διδάσκει Πολιτική Οικονομία στο ΕΜΠ (http://users.ntua.gr/jmilios/).



Για τη Θεωρία, που μας μεγάλωσε

Του Δημήτρη ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

Αν έχουν κάτι κοινό για μένα, λογοτεχνία, θεωρία και αριστερά, είναι ότι μου είναι αδύνατο να τα ορίσω με ακρίβεια. Κάνω συνήθως μάλιστα το εξής εκνευριστικό: κάθε φορά που πρέπει να καθορίσω τη σχέση μου με ένα από τα τρία, χρησιμοποιώ ουσιαστικά τα άλλα δύο για καθοδήγηση. Πολιτικά ανώριμη, θα πείτε, ιδεολογικά ρευστή τακτική, είναι επίσης η έκφραση μιας μόνιμης εσωτερικής ανασφάλειας. Κάποτε όλα αυτά, ρευστότητα, ανωριμότητα, ανασφάλεια, θεωρούνταν εμπόδια ανυπέρβλητα για τη σχέση μας με οποιαδήποτε μορφή συλλογικότητας –τα βλέπαμε στη λογοτεχνία, τα αναλύαμε στη θεωρία, αλλά τα κρύβαμε από την αριστερά. Ή μάλλον, όπου τα βλέπαμε το λέγαμε λογοτεχνία, όπου τα αναλύαμε το λέγαμε θεωρία, κι εκεί όπου μαθαίναμε να τα κρύβουμε, το λέγαμε αριστερά. Είναι μια δυναμική που, θέλω να πιστεύω, έχει αλλάξει.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: ποια είναι αυτή η «θεωρία» που κατηγορείται, κυρίως τον τελευταίο καιρό, για «τις ακρότητες της, ιδίως τις ακρότητες των πολιτισμικών σπουδών», οι οποίες «καταστρέφουν τις ανθρωπιστικές σπουδές»; Ποια είναι «η μεταμοντέρνα θεωρία που αποθεώνει τον σχετικισμό, και έτσι διαβρώνει την προοδευτική αριστερή σκέψη»; Αυτό που συνηθίζουμε συλλήβδην να ονομάζουμε «λογοτεχνική θεωρία», «κριτική θεωρία», ή απλά «θεωρία», δεν είναι παρά ένα σώμα ανομοιογενών κειμένων, με συχνά αντικρουόμενες θέσεις και μεθοδολογία, που δεν εκκινούν από τις ίδιες αρχές, και σπάνια καταλήγουν στα ίδια συμπεράσματα. Η απόσταση που χωρίζει τον Derrida από τον Foucault, τον Deleuze από τον Genette, τον Stuart Hall από τον Jameson, την Kristeva από τον Said, την Cixous από την Butler, τον De Man από τον Ricoeur είναι πολύ μεγάλη, κάποτε τεράστια. Πού ακριβώς σταματάει αυτή η «θεωρία»; Ανήκουν σ’ αυτήν ο Habermas; Ο Bourdieu; Ο Agamben; Ο Eco; Ο Zizek; Κριτικοί όπως ο Harold Bloom ή ο Terry Eagleton; Και το κυριότερο: υπάρχει «δεξιά και αριστερή θεωρία»; Και ποια ακριβώς είναι η τελευταία;

Για να μην τα πολυλογώ: υπάρχουν συγκεκριμένες χρήσεις της θεωρίας, συγκεκριμένα επιχειρήματα, κριτικές στρατηγικές, συγκεκριμένοι διάλογοι. Αυτό δεν σημαίνει ότι η θεωρία είναι ουδέτερη και μπορεί κανείς να την χρησιμοποιήσει όπως θέλει, προοδευτικά ή όχι, αριστερά ή όχι. Σημαίνει ότι τα θεωρητικά επιχειρήματα έχουν γενεαλογία, συμφραζόμενα, πολιτική θέση και ιστορική τοποθέτηση. Υπάρχουν λόγοι για τους οποίους η αμερικανική διαφέρει από τη βρετανική σχολή των cultural studies (την περίφημη σχολή του Μπέρμιγχαμ), ή τις πολιτισμικές σπουδές στην Αυστραλία. Όσοι κρίνουν τη θεωρία εκ του προχείρου, αγνοούν τη δυναμική που μπορούν να προσφέρουν ακριβώς αυτές οι διαφορές. Το να ανοιχτείς στη θεωρία σημαίνει ότι υιοθετείς μια στρατηγική (όχι μια μεθοδολογία) στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να πάρεις και θέση, να τοποθετήσεις τον εαυτό σου σε σχέση με μια γενεαλογία, να κρίνεις, να ξεκρίνεις, να αποφασίσεις που θα σταθείς. Και όλο αυτό, επιτέλους, δεν γίνεται εν κενώ.

Εξού και το φαινομενικά ανακόλουθο: από τη μια υποστηρίζω ότι δεν υπάρχει μία ενιαία «θεωρία», από την άλλη υπερασπίζομαι την αξία της. Ο λόγος είναι ότι μιλώ κι εγώ, όπως και όσοι την κρίνουν, για το παράδειγμα το οποίο, καλώς ή κακώς, μετά τη δεκαετία του ’70, έφερε κοντά μια σειρά από σχολές λογοτεχνικής κριτικής με την κριτική της ιδεολογίας, την κριτική θεωρία της Σχολής της Φραγκφούρτης, την αποδόμηση του Ντερριντά, την επιστημολογική προοπτική του Φουκώ... Ας το ονομάσουμε, για να καταλαβαινόμαστε, Θεωρία, χωρίς εισαγωγικά και με Θ κεφαλαίο.

Μπορεί λοιπόν να μου είναι πολύ δύσκολο να ορίσω ακριβώς πού τελειώνει η Θεωρία, αλλά ξέρω πολύ καλά τα αποτελέσματά της. Ξέρω, για παράδειγμα, τι αναζητούσαμε εγώ και μερικοί συμφοιτητές μου όταν, δεκαπέντε χρόνια πριν, κυνηγούσαμε διαψασμένοι όποιο σεμινάριο Θεωρίας προσφερόταν στο κατά γενική ομολογία συντηρητικό πρόγραμμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αναζητούσαμε τη δυνατότητα να αντιδράσουμε σε ένα ακαδημαϊκό σύστημα που αποθέωνε την έννοια της αυθεντίας, του λογοτεχνικού και αισθητικού (και γλωσσικού, ως ένα βαθμό) κανόνα, που έμενε στην εισαγωγή κι αρνούνταν να παρακολουθήσει τα ίδια τα κείμενα, να μετρήσει το σφυγμό τους, να τα αφήσει ανοιχτά στην ανάγνωσή και την παρανάγνωση, ένα σύστημα που αντίθετα σε μεγάλο βαθμό στηριζόταν σε παθητική αναπαραγωγή ανούσιων πληροφοριών και συντηρητικών συστημάτων αισθητικής ταξινόμησης. Η Θεωρία προσέφερε έναν λόγο κριτικό του ίδιου του ακαδημαϊκού συστήματος εντός του οποίου εκφερόταν, έδινε τρόπους να ξανασκεφτείς τον κανόνα, τα συστήματα ταξινόμησης, το από πού κι ως πού της διάκρισης ανάμεσα σε υψηλή και χαμηλή κουλτούρα. Σε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον που είχε αναδείξει την «εθνική μας μοναξιά» (και συνέχεια) σε επιστημολογικό πλαίσιο, η Θεωρία έδινε τρόπους να ξεπεράσεις το εθνικό αλλά και να το δεις στην ιστορικότητά του. Σε μια εποχή αγωνιώδους ιδεολογικής αστάθειας (όθεν, σε μεγάλο βαθμό, και η ανασφάλεια που λέγαμε στην αρχή), η Θεωρία έφερνε ξανά στο προσκήνιο τον κριτικό λόγο, αλλά την ίδια στιγμή τον τοποθετούσε κιόλας εντός ιστορίας. Ενώ η αριστερά είχε παραιτηθεί από την προσπάθεια να εκφέρει έναν κατασταλαγμένο λόγο περί τέχνης, η Θεωρία μάς έδινε τη δυνατότητα να ξαναορίσουμε την αριστερή κριτική εντός της τέχνης, εντός της λογοτεχνίας, και εντός της ιστορίας των κοινωνικών κινημάτων του εικοστού αιώνα. Δεν είναι τυχαία η τοποθέτηση των Ρώσων φορμαλιστών, της κοινωνιοσημειωτικής και του Μπαχτίν, στην αρχή της γενεαλογίας που ουσιαστικά και σήμερα οι φοιτητές των φιλολογικών σχολών μαθαίνουν ως «Εισαγωγή στη Θεωρία». Κατά κάποιον τρόπο, το ενδιαφέρον για τη Θεωρία είναι επίσης και ενδιαφέρον για το |πώς αλλιώς θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί τα πράγματα|, για τις άλλες εκδοχές εντός της αριστερής σκέψης, εντός των απελευθερωτικών κινημάτων, για τους άλλους ψιθύρους που ακούγονται ακόμα από το κέντρο της ιστορίας και την ψυχή της πολιτικής.

Σε αντίθεση με την αμιγώς πολιτική θεωρία αλλά και με την φιλοσοφία στην καθαρή της εκφορά, η Θεωρία, αυτό το υβριδικό και ευρετικό πρόταγμα που δεν έχει σταματήσει να μας ελκύει, προσφέρει μια απίστευτη ανοιχτότητα, αλλά και την ίδια στιγμή ένα μεσοπρόθεσμο συμπέρασμα, ένα πάτημα για να συνεχίσει κανείς. Κάποιοι την επικρίνουν γιατί είναι υπέρ το δέον βασισμένη στην κριτική της λογοτεχνίας και των τεχνών. Λες κι αυτό είναι κακό. Κι όμως, αυτή η Θεωρία για την οποία μιλάω, χρωστάει σε μεγάλο βαθμό τη δυναμική της ακριβώς στο ότι στηρίζεται στη λογοτεχνία, την τέχνη, τα «κείμενα» της κουλτούρας, και ξαναδιαβάζοντάς τα προσπαθεί όχι απλά να εξηγήσει, αλλά να επανατοποθετήσει θεωρητικά ζητήματα ευρύτερα, επίκαιρα, άγαρμπα στριμωγμένα από τα δεδομένα της εποχής.

Μέσα από τη Θεωρία μπορέσαμε να βρούμε κοινούς παρανομαστές με τους συναδέλφους μας άλλων αντικειμένων, κυρίως, αλλά όχι απαραίτητα, των ανθρωπιστικών σπουδών, να συζητήσουμε, να πληροφορήσουμε ο ένας τη δουλειά του άλλου, και σε ένα μεγάλο βαθμό να δούμε πώς η δουλειά όλων τοποθετείται εντός της σύγχρονης κοινωνίας και ενός πανεπιστημιακού συστήματος που αλλάζει κάτω από πίεση πολιτική, οικονομική και πολιτισμική. Μπορέσαμε να κοιτάξουμε γύρω μας, να προσεγγίσουμε αναλυτικά τις νέες μορφές επικοινωνίας, τις νέες αντικουλτούρες, τις νέες μορφές έκφρασης αλλά και την αναπάντεχη ανάκαμψη συντηρητικών ιδεολογικών μοντέλων, του νέου εθνικισμού συμπεριλαμβανομένου. Τέλος, σε μια στιγμή κρίσιμη για την πορεία και της παγκόσμιας εξουσίας και του πλανήτη, η Θεωρία μπόρεσε να επαναφέρει, και μάλιστα με νέους όρους, το επιχείρημα ότι το προσωπικό, το υποκειμενικό, το σωματικό, είναι |και| πολιτικό |και| το κάδρο από το οποίο ξεκινάει η αναλυτική κριτική.

Και για να μην παίζουμε με τις λέξεις: το μόνο που μπορώ να προσφέρω σε αυτή τη συζήτηση είναι λίγη αίσθηση από την κατακλυσμιαία δυναμική που έφερνε αυτό που ακόμα ονομάζουμε Θεωρία, στον ψιλοαπογοητευμένο, ψιλοπόπ, ψιλο-ήρθα-στον-κόσμο-όταν-οι-αγώνες-είχαν-τελειώσει, ψιλοημιμαθή ελληνάκο, τον gay προβληματικαριστερό εικοσάχρονο που κάποτε υπήρξα. Γεμάτος ερωτήσεις, ανασφάλειες, αδιέξοδα κι αδιαρρύθμιστες κρίσεις, πήγα στη Θεωρία να μου δώσει τις απαντήσεις. Κι η Θεωρία μου είπε, συνέχισε να ρωτάς, συνέχισε να ρωτάς...

Ο Δημήτρης Παπανικολάου διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία και Θεωρία της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης



Αριστερά και Θεωρία. Μία σχέση σε δοκιμασία

Του Γιώργου Σταθάκη

“Μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο, χωρίς προηγούμενα να τον ερμηνεύσεις;” Η παράφραση της θέσης 11 ενέχει μία απάντηση σ’ ένα δίλημμα, βαθιά θεωρητικό και πρακτικό συνάμα. Από τις δύο πτυχές του διλήμματος, η συνήθης διατύπωση, η πολιτική, θέλει τη δράση να αποκτά μια πρωτοκαθεδρία, μιας και η φιλοσοφική ερμηνεία του κόσμου δεν φαντάζει δυνατή, από μόνη της, να προκαλέσει την αλλαγή του. Από την άλλη, η επίκληση της θέσης 11 γινόταν κατά κανόνα από πολιτικούς και κινήματα που πίστευαν ότι τα δεινά του καπιταλισμού εμφανίζονται με μάλλον αυτονόητο τρόπο, οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες είναι μάλλον εξόφθαλμα ορατές και, από εκεί και πέρα, είναι θέμα πολιτικής οργάνωσης και ακτιβισμού η διεκδίκηση της ανατροπής του. Μόνο που η επίκληση αυτή απέδιδε άθελά της δευτερεύουσα θέση στη θεωρία.

Η καταστατική πράξη ίδρυσης της Αριστεράς, πολύ πριν σχηματιστεί ως σοσιαλιστικό ή κομμουνιστικό κίνημα, ήταν φυσικά η ίδια η θεωρία, σε μια σύνθετη, δύστροπη και απρόσιτη μάλιστα μορφή, όπως ήταν αυτή του έργου του Μαρξ. Η γενεαλογία της Αριστεράς θέλει τη θεωρία ως αφετηρία της. Όχι ως μεμονωμένη περίπτωση, αλλά στο πλαίσιο μιας γενικευμένης κινητικότητας στο χώρο της επιστήμης (φιλοσοφία, πολιτική οικονομία), της ιδεολογίας (ουτοπικοί σοσιαλιστές, αναρχικοί, κλπ.) και φυσικά της πολιτικής (πρώτες μορφές εργατικών κινημάτων και δημοκρατικές επαναστάσεις του 1848). Το μαρξικό εγχείρημα, ως κριτικό εγχείρημα, παρέμεινε οριοθετημένο στο χώρο της επιστήμης και μόνο υπό προϋποθέσεις και περιστασιακά αφορούσε το χώρο της ιδεολογίας και της πολιτικής.

Η ανάπτυξη της θεωρίας παραμένει βασικό χαρακτηριστικό των πρώτων επιτυχιών της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένης της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας (Κάουτσκι, Λούξεμπουργκ, Χίλφερντινγκ, κ.ά.) και της ρώσικης επανάστασης (Λένιν, Τρόσκι, Μπουχάριν, κ.ά.). Η περίοδος από το 1880 μέχρι το 1920 είναι μοναδική περίοδος θεωρητικών αναζητήσεων, στη Ρωσία, τη Γερμανία, την Ιταλία και αλλού.

Με την κυριαρχία του Σταλινισμού, εγκαινιάζεται μία μακρά περίοδος 60 χρόνων, που χαρακτηρίζεται από την εντυπωσιακή άνοδο του κομμουνιστικού κινήματος σε όλο τον κόσμο και την απότομη κατάρρευση του. Ο Σταλινισμός έδωσε τέλος στις θεωρητικές αναζητήσεις και διαμόρφωσε ένα |θετικιστικό| θεωρητικό παράδειγμα (|Ζητήματα Λενινισμού|), όπου η επιστήμη, η ιδεολογία και η πολιτική ανάγονται η μία στην άλλη και κρίνονται από μία |μεταφυσική| αξιωματική θέση (τα συμφέροντα του εργατικής τάξης). Πρόκειται, από επιστημολογική άποψη, για τη συγκρότηση ενός |προε-επιστημονικού| παραδείγματος, με σαφή συνάφεια με τη μεθοδολογία του |θρησκευτικού| λόγου. Αυτού του τύπου το παράδειγμα αποτέλεσε ένα πρακτικό εργαλείο πολιτικής δράσης, αλλά ροκάνιζε συστηματικά την εξέλιξη, πρωτίστως, στις κοινωνικές επιστήμες. Επιπρόσθετα, απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τον πραγματικό κόσμο και την ερμηνεία του.

Ο καπιταλισμός, ως ιστορικός σχηματισμός σε διαρκή εξέλιξη, εμφανίστηκε στο σταλινικό παράδειγμα ως ένα στατικό σύστημα, ανιστόρητων σταθερών παραμέτρων. Από κοινού με τον ακραίο |οικονομισμό| και τη χυδαία εκδοχή τής |βάσης και του εποικοδομήματος|, ο σταλινισμός αδυνατούσε να συλλάβει τα σύνθετα φαινόμενα του καπιταλισμού (φασισμός, πόλεμος, κεϋνσιανισμός, οικονομική ανάπτυξη, έκρηξη της κατανάλωσης, μαζική κουλτούρα, έκρηξη των κινημάτων το ’60, νεοφιλελευθερισμός, κ.ο.κ.). Όλα τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, μαζί και η ίδια η πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων, στα μάτια των παραδοσιακών σταλινικών κομμάτων εμφανίστηκαν ως “ιστορικές εκπλήξεις”, ως “παράλογες” και “ακατανόητες” στιγμές.

Η ιστορική όμως ήττα της Αριστεράς, όπως και η καταστατική της ίδρυση, είχαν ήδη “προαναγγελθεί” στο πεδίο της θεωρίας. Με τον ίδιο δυναμισμό που η θεωρία προανήγγειλε ένα |φάντασμα| το 1848, ανύπαρκτο τότε ιστορικά, με τον ίδιο τρόπο, η θεωρητική |σιωπή|, προανήγγειλε ένα |τέλος|, την αδήλωτη παρακμή ή την κατάρρευση.

Το κομμουνιστικό κίνημα πάνω στην ακμή του απέκτησε γεωγραφικο-εθνικά προσωνύμια (κινέζικος, κουβανέζικος, σοβιετικός, γιουγκοσλάβικος), τα οποία κατά περίπτωση τέμνονταν με ρεύματα σκέψης που συνδέθηκαν με τις φυσιογνωμίες ηγετών (Στάλιν, Μάο, Τρότσκι, κλπ.). Εντούτοις, επρόκειτο μάλλον για τη συμφιλίωση του κομμουνισμού με τον παραδοσιακό εθνικισμό. Στα Βαλκάνια, τέσσερις χώρες (Αλβανία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία) τράβηξαν διαφορετικούς δρόμους, με διαφορετικά “μοντέλα” σοσιαλισμού και απομονωμένες η μία από την άλλη. Μα και αλλού, το ίδιο συνέβη. Η μεγάλη κινο-σοβιετική σύγκρουση ακολουθήθηκε, αργότερα, από τη σύγκρουση Κίνας-Βιετνάμ, Βιετνάμ–Καμπότζης κ.ο.κ.

Οι ιδεολογικές διαφοροποιήσεις του κομμουνιστικού κινήματος μπορεί να φάνταζαν για μεγάλο διάστημα σημαντικές, αλλά η πιο συστηματική διερεύνηση του πυρήνα των ιδεολογικών και πολιτικών τους διατυπώσεων δεν επιδεικνύει και τόση μεγάλη διαφοροποίηση. Ο πυρήνας σκέψης είχε μάλλον περισσότερες συγγένειες, παρά αποκλίσεις. Και, το κυριότερο, είχε ως κοινή συνισταμένη τον εξοβελισμό της θεωρίας, κάθε θεωρίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το |Κεφάλαιο| του Μαρξ μεταφράστηκε στα κινέζικα μόλις το 1977, τριάντα χρόνια μετά τη νικηφόρα επανάσταση και δύο χρόνια πριν από την οριστική μεταστροφή της “άσπρης” σε “μαύρη” γάτα. Ενώ ο μαοϊσμός έδινε την προτεραιότητα στην πολιτική, έναντι της οικονομίας, και στην “κινητοποίηση των μαζών”, η πραγματικότητα ήθελε τον κινέζικο κομμουνισμό να είναι το πιο βαθιά α-θεωρητικό πολιτικό κίνημα, με πρωτόγονες μαρξικές διατυπώσεις και βαθιά ριζωμένο στην ιδέα του χωριού, των αγροτών, και της χειρονακτικής εργασίας, με μια έντονη δυσπιστία στις πόλεις, τα αστικά σύμβολα (μαζί και της τέχνης) και φυσικά των διανοουμένων (και της θεωρίας).

Ήδη από το μεσοπόλεμο, αλλά κυρίως στη δεκαετία του ’60, οι θεωρητικές κριτικές και ριζοσπαστικές αναζητήσεις, ανήκουν στα διάφορα θεωρητικά ρεύματα του Δυτικού Μαρξισμού. Αυτά τα ρεύματα ήταν όλα κριτικά προς τον Σταλινισμό, και ταυτόχρονα εναρμονίζονταν με τις πραγματικές εξελίξεις στον καπιταλισμό. Από κοντά ήταν και τα ρεύματα σκέψης που προήλθαν από τα κινήματα του Τρίτου Κόσμο, που επανέφεραν στο προσκήνιο τις θεματικές της κουλτούρας, του ρατσισμού και των πολλαπλών μορφών “σιωπηλού” ή “απωθημένου” λόγου, που είχε προκύψει από τη μακρόχρονη αποικιοκρατία.

Αυτή η τεράστια θεωρητική ανανέωση του μαρξισμού και της κριτικής σκέψης, είχε τρία κοινά χαρακτηριστικά. Πρώτον, την αυτονόμηση των πεδίων της επιστήμης, της ιδεολογίας και της πολιτικής. Αυτά θεωρήθηκαν πεδία διακριτά και μη αναγώγιμα το ένα στο άλλο, με σαφείς αναλυτικές και θεωρητικές πειθαρχίες στο εσωτερικό κάθε πεδίου. Δεύτερον, τις αμοιβαίες επιρροές άλλων ρευμάτων σκέψης στο χώρο της επιστήμης με το μαρξισμό (χεγκελιανός μαρξισμός, δομικός μαρξισμός, φαινομενολογικός μαρξισμός, κ.ο.κ). Τρίτον, την αμφισβήτηση της ιδέας της δυνατότητας μετατροπής του ίδιου του μαρξισμού σε αποκλειστική επιστήμη, μέσα από το κλασικό δίπολο “αστικής” και “προλεταριακής” επιστήμης.

Οι θεωρητικές αυτές αναζητήσεις απέκτησαν ως προνομιακό πεδίο τη θεωρία της λογοτεχνίας. Οι εξελίξεις στη γλωσσολογία και στη φιλοσοφία της γλώσσας προσέδωσαν στη θεωρία της λογοτεχνίας και την κουλτούρα, στα θέματα δηλαδή συγκρότησης και ανάλυσης του Λόγου, ένα προνομιακό πεδίο που σφράγισε έκτοτε τις θεωρητικές αναζητήσεις. Αρκετοί πρότειναν την ανασυγκρότηση του μαρξικού παραδείγματος, με την εγκατάλειψη του αναγωγικού παραδείγματος “βάσης-εποικοδομήματος” (Λούκατς, Γκράμσι, Κορς, Μπλοχ, Μπρέχτ). Άλλοι, όπως η σχολή της Φρανκφούρτης, θα αναζητήσουν νέες αφετηρίες, όχι όμως αναγκαστικά μη συμβατές με το μαρξισμό (Μπένγιαμιν, Αντόρνο, Μαρκούζε). Η σύζευξη μαρξισμού και φαινομενολογίας (Σαρτρ, Μερλώ-Ποντύ), ρώσικου φορμαλισμού και δομισμού (η τσέχικη σχολή του Μουκαρζόφσκι), το μοναδικό έργο του Μπαχτίν, στο περιθώριο της σοβιετικής επιστήμης, και ο τυπικός γαλλικός δομισμός (Λεβί-Στρως, Λακάν, Μπαρτ, πρώιμος Φουκώ), θα διαμορφώσουν νέα, πρωτόγνωρα πεδία ανάλυσης, με τεράστια επιρροή στο σύνολο σχεδόν των κοινωνικών επιστημών, με εξαίρεση τα οικονομικά. Η βρετανική πολιτισμική θεωρία (Ουίλλιαμς) και η πιο όψιμη προσέγγιση της ερμηνευτικής (Γκανταμέρ, Ρικέρ), παραμένουν δύο διακριτά και εξαιρετικά γόνιμα ρεύματα. Στα παραπάνω ρεύματα είναι φυσικά διάχυτες οι αμοιβαίες επιρροές και οι μετεξελίξεις δάνειων στοιχείων από διαφορετικά παραδείγματα.

Τέλος, ξεχωριστή θέση κατέχει η σαρωτική σχολή της αποδόμησης (Ντεριντά, Λιοτάρ, Μπωντριγιάρ), που ενώ στράφηκε κατά του θετικισμού, σύντομα συμπαρέσυρε το σύνολο των μαρξιστικών και των δομημένων ερμηνευτικών ρευμάτων. Η δοκιμασία εδώ αφορούσε το ίδιο το εγχείρημα του διαφωτισμού, τις καθολικές αξίες, την ενοποιητική δύναμη της οικονομίας, της ιδεολογίας και της πολιτικής. Η διαφορά, ο κατακερματισμός, οι πολλαπλές φωνές, η ακύρωση κάθε αναγωγιμότητας, όλα συνέτειναν σε μία θεωρία με |εξαιρετικές αναλυτικές κριτικές δυνατότητες, περιοριστική όμως, ίσως απέναντι στις θεωρίες που βάλθηκε να αποδομήσει|. Οι αντιδράσεις και οι πολεμικές ενεργοποίησαν την επανασύσταση ενός συνθετικού προγράμματος ριζοσπαστικού διαφωτισμού (Χάμπερμας) ή ακόμα συμφιλιωτικές προς το μαρξισμό προσπάθειες (Ντεριντά).

Αυτή η μεγάλη θεωρητική κληρονομιά αποτελεί σήμερα ένα τεράστιο κεφάλαιο για τις κριτικές δυνατότητες στο πλαίσιο των επιστημών. Εξακολουθεί να συνυπάρχει με νέες αυτόνομες εξελίξεις στο χώρο της ιδεολογίας και της πολιτικής, έστω και εάν αυτές είναι περισσότερο αποσπασματικές. Ο σύγχρονος παγκόσμιος καπιταλισμός, φυσικά, αλλάζει με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Το βιομηχανικό σύστημα αποτελεί παρελθόν για τις ανεπτυγμένες χώρες, όπως και το αγροτικό σύστημα για τον υπόλοιπο κόσμο, με μικρές εξαιρέσεις. Η Αριστερά αναζητά εναγώνια την επαναοριοθέτηση της μεγάλης υπόθεσης του σοσιαλισμού, με την οποία καταστατικά είναι ταυτισμένη, σ’ ένα κόσμο που έχει αλλάξει δραματικά. Η θεωρητική αναζωογόνηση οριοθετεί μια αρχή και μια ελπίδα. Η πραγματική θέση της θέσης 11 είναι δυστυχώς αμείλικτη. Χωρίς θεωρητικές τομές, ο κόσμος δεν θα αλλάξει.

Ο Γιώργος Σταθάκης διδάσκει Πολιτική Οικονομία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης



Για μια συνθετική και αναστοχαστική θεωρία της κριτικής

Της Αγγελικής ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Η δυναμική είσοδος της θεωρίας στις ανθρωπιστικές σπουδές στον εικοστό αιώνα, έχει μεταβάλει τη σύγχρονη κριτική λογοτεχνίας, αλλά και ευρύτερα τη φιλολογία, στο μέτρο που η τελευταία επιθυμεί να διεκδικήσει μερίδιο της περιοχής που οριοθετείται σχηματικά ως νόημα και λειτουργία της λογοτεχνίας και δεν παραμένει αυστηρά μια υπόθεση έρευνας αρχείων και σχολαστικού υπομνηματισμού πηγών και επιρροών.

Ως γνωστόν, τη θεωρητικά πιο ανυποψίαστη βιογραφική και ιμπρεσσιονιστική κριτική διαδέχθηκαν οι επιστημολογικά πιο επεξεργασμένες θεωρίες του ρωσικού φορμαλισμού και της αγγλοαμερικανικής νέας κριτικής, του δομισμού και της σημειολογίας, του μεταδομισμού, της μετα-αποικιακής, φεμινιστικής και ψυχαναλυτικής κριτικής, των πολιτισμικών σπουδών και του νέου ιστορισμού. Κι ενώ στην ακολουθία των θεωριών αυτών παρατηρούνται διαφορετικές εμφάσεις και μια ομολογημένη στροφή, από το (δια)κείμενο και τη μορφή στο ιστορικό συγκείμενο και το πολιτικό περιεχόμενο του έργου, εντούτοις ο άξονας γύρω από τον οποίο οροθετούνται παραμένει η εννοιολόγηση της σχέσης μορφής και περιεχομένου, αισθητικής και ιστορίας, έργου και πραγματικότητας, και η οποία, με τη σειρά της, προϋποθέτει μια συγκεκριμένη, παρότι συχνά άρρητη, αντίληψη για το ρόλο της ίδιας της κριτικής. Είναι αυτονόητο ότι κάθε κριτική θεωρία δεν παύει να προϋποθέτει μια πολιτική στάση και να έχει πολιτικές επιδράσεις, ακόμη και όταν φαινομενικά παρακάμπτει το πεδίο της πολιτικής. Κι αυτό επειδή σύμφυτος με τις επιστημολογικές προϋποθέσεις της εκάστοτε κριτικής θεωρίας είναι ένας πολιτικός προσανατολισμός, στο βαθμό που οι κριτικές αρχές αναγκαστικά συνδέονται επίσης με τη σχέση της ίδιας της κριτικής, τόσο με το αντικείμενό της, δηλαδή το έργο, όσο και με την ιστορική στιγμή και την κοινωνία εντός της οποίας ασκείται.

Ωστόσο, η σύζευξη του αισθητού με το νοητό, που πραγματοποιεί καταστατικά το λογοτεχνικό έργο, συχνά επιμερίζεται από δεσπόζουσες φορμαλιστικές, υλιστικές ή ιδεαλιστικές κριτικές τάσεις, με αποτέλεσμα τη μείωση της πολυπλοκότητας του έργου και της σχέσης του με τη ζωή ή τη γλώσσα, και συχνά την επιβολή εξωτερικών σχημάτων και κριτηρίων κατά την ερμηνεία του. Μια ενδιαφέρουσα απόπειρα σύνθεσης διαφορετικών κριτικών προσεγγίσεων, που υπερβαίνει εξίσου τον απλό εμπειρισμό αλλά και το φορμαλισμό, όχι βέβαια δίχως κάποιες αντιφάσεις, είναι η θεωρία της κριτικής που μπορεί να εξαχθεί, πολύ σχηματικά, από διάσπαρτα κείμενα του Βάλτερ Μπένγιαμιν, τα οποία εμπνέονται αρχικά από τον Καντιανό ιδεαλισμό, αναθεωρημένο μέσω του γερμανικού ρομαντισμού, και υστερότερα από τον μαρξικό διαλεκτικό υλισμό.

Ως κριτικό μοντέλο, ο Μπένγιαμιν προτείνει αρχικά την εμμενή κριτική, η οποία διατηρεί μια σχέση αμοιβαίου μετασχηματισμού με το έργο τέχνης, υπερβαίνοντας έτσι τον δυϊσμό υποκειμένου/αντικειμένου. Η κριτική μεταβάλλει το αντικείμενό της, επιλέγοντας να ενεργοποιήσει ορισμένες από τις δυνητικότητες που ενέχονται στο έργο, και ταυτόχρονα μεταβάλλεται και η ίδια από το έργο, το οποίο επιβάλλει κάθε φορά τα κριτήρια της κριτικής. Πρόκειται για μια κριτική που οφείλει επίσης να αναστοχάζεται αυτή τη διαδικασία αλληλο-μετασχηματισμού, που συμβαίνει κατά τη συνάντηση κριτικής και συγκεκριμένου έργου, και αναγνωρίζει το πλεόνασμα εμπειρίας που εμπεριέχει το έργο, το οποίο πλεόνασμα διαρρηγνύει τα παραδεδομένα όρια της εμπειρίας, διανοίγοντας το έργο τόσο προς εν δυνάμει μελλοντικές όσο και προηγούμενες κριτικές απόπειρες, που συγκροτούν την παράδοση.

Σύμφωνα με τον Μπένγιαμιν, η κριτική επομένως δεν σχετίζεται τόσο με την «κρίση» ενός έργου, όσο με την κατανόηση και τη γνώση. Και η δράση της αναδεικνύει τη συγγένεια της λογοτεχνίας με τη φιλοσοφία, στο βαθμό που η κριτική καλείται να εντοπίσει το φιλοσοφικό πρόβλημα που διατυπώνει στην ιδεατή του μορφή το έργο τέχνης, και επίσης εκλαμβάνει το έργο ως φορέα και αντικείμενο συγκεκριμένης χωρο-χρονικής εμπειρίας, που όμως φέρει εντός της ίχνη του απόλυτου, τα οποία εκδηλώνονται σε ορισμένα σχήματα και ρυθμούς, χάσματα και παραμορφώσεις, στο λογοτεχνικό έργο. Για παράδειγμα, στην ανάγνωση ορισμένων ποιημάτων του Χαίλντερλιν, που πραγματοποιεί ο Μπένγιαμιν το 1915, επικαλείται την έννοια του «ποιητικού» ως προϋπόθεση και συνάμα προϊόν της εμμενούς κριτικής των συγκεκριμένων έργων. Η αρχή του «ποιητικού» εδώ εννοείται ως η σύζευξη του Απόλυτου, δηλαδή του άπειρου, με τη χωρο-χρονικά προσδιορισμένη ύπαρξη, δηλαδή ως συνάρθρωση «ζωής και ποιήματος», την ιδιαίτερη μορφή της οποίας οφείλει η κριτική να αναδείξει σε κάθε έργο, ενώνοντας έτσι τους κόσμους της γλώσσας και της χωρο-χρονικής ύπαρξης.

Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, όμως, ο Μπένγιαμιν δηλώνει ότι η εμμενής κριτική, ως μια κριτική που αυτοσχεδιάζει τα κριτήριά της εντός του έργου, μπορεί να οδηγήσει σε ικανοποιητικά αποτελέσματα σε μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά χρειάζεται να συμπληρωθεί από ένα «πρόγραμμα υλιστικής κριτικής», που θα τοποθετούσε τα έργα στο πλαίσιο της εποχής τους. Επιχειρεί έτσι να συνδυάσει την εμμενή με την υλιστική κριτική, η οποία έχει καθήκον να αποκαλύψει τις λανθάνουσες όψεις ιστορικο-κοινωνικής εμπειρίας, που εγγράφει το έργο και μπορούν να οριστούν ως «περιεχόμενο αλήθειας». Η ύστερη υλιστική «συμπλήρωση» της εμμενούς κριτικής συνδέεται με τη «στροφή» του Μπένγιαμιν προς μια μαρξική θεώρηση του πολιτισμού και της λογοτεχνίας, η οποία διαφαίνεται επίσης και στην ενασχόλησή του με το έργο του Μπρεχτ, καθώς και στην ιστοριογραφία της νεωτερικότητας, που επιχειρεί την ίδια εποχή με το περίφημο |Passagen-Werk|. Ωστόσο, πόρρω απέχει από μια απλή θεωρία «αντανάκλασης», που συνδέεται παραδοσιακά με τη μαρξική θεωρία, στο βαθμό που η κριτική, σύμφωνα με τη σύλληψη του Μπένγιαμιν, οφείλει όχι να αντιστοιχίσει ή πλαισιώσει απλώς το έργο με μια εξωτερική ιστορική και υλική πραγματικότητα, αλλά να διακρίνει την ιστορική εμπειρία που κείται εμμενής στο λογοτεχνικό έργο, αναδεικνύοντας συγχρόνως τον τρόπο με τον οποίο το πλεόνασμα εμπειρίας που φέρει το λογοτεχνικό έργο ως ιστορικό αντικείμενο, αντίστροφα, διαταράσσει τα όρια και επομένως μετασχηματίζει τα καθιερωμένα όρια της ίδιας της ιστορίας.

Μια τέτοια θεωρία της κριτικής ανταποκρίνεται σε τουλάχιστον δύο ζητούμενα αισθητικής και πολιτικής σημασίας: αφενός επιδεικνύει μια εξαιρετική ευαισθησία προς το λογοτεχνικό έργο στην ιδιαιτερότητά του και αφετέρου το συνδέει, με αναστοχαστικό τρόπο, όχι μόνο με την ίδια την κριτική πρακτική αλλά επίσης με την εμπειρία της ιστορίας, μεταβάλλοντας τις παραδεδομένες κατηγορίες πρόσληψής της και αναδεικνύοντας τις λανθάνουσες δυνητικότητές της, αντί να την περιχαρακώνει και να την παγιώνει. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια κριτική που αφουγκράζεται το εν δυνάμει και το εναλλακτικό στο ήδη υπάρχον, στο παρελθόν και το παρόν.

Η Αγγελική Σπυροπούλου διδάσκει Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία και Θεωρία στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου



Από την ενατένιση στο στοχασμό

Του Κώστα ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

|Είναι η νεωτερικότητα η αρχαιότητά μας|; Αυτό αποτέλεσε ένα από τα τρία κεντρικά ερωτήματα που έθεσαν ο καλλιτεχνικός διευθυντής Roger Buergel και η επιμελήτρια Ruth Noack, στην τελευταία Documenta του Kassel, τη σημαντικότερη ίσως διεθνή περιοδική εικαστική διοργάνωση των τελευταίων δεκαετιών. Ο συγκεκριμένος θεσμός έχει από την ίδρυσή του αναλάβει τον ρόλο του διεθνούς «καθοδηγητή», μέσα από την παρουσίαση της εκάστοτε «πρωτοπορίας». Δεν είναι μάλιστα λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως ό,τι εκεί παρουσιάζεται προεικονίζει αυτό που μετά από λίγα χρόνια θα αποτελεί κυρίαρχο εκφραστικό μοτίβο. Έτσι, τα ερωτήματα βρέθηκαν στον πυρήνα ενός δημοσίου διαλόγου, που καταφέρνει να διεξάγεται ακόμα και σήμερα, ανάμεσα σε αρκετούς εμπλεκόμενους με τα τεκταινόμενα στη σύγχρονη τέχνη.1

Πριν από όλα, καλό θα ήταν να ανατρέξουμε στις εισαγωγικές διατυπώσεις των ιθυνόντων της εν λόγω εικαστικής διοργάνωσης. Θα συμφωνούσαμε λοιπόν με τον Buergel, στο ότι «ο μοντερνισμός ασκεί μέχρι και σήμερα ιδιαίτερη επιρροή στους σύγχρονους καλλιτέχνες και ως εκ τούτου παραμένει αμφίβολο αν αυτός αποτελεί ένα κεφάλαιο χωρίς δυνατότητα συμπλήρωσης. Ωστόσο», συνεχίζει, «μετά τις ολοκληρωτικές καταστροφές του 20ού αιώνα, που εν πολλοίς και ο ίδιος ενεργοποίησε, ο μοντερνισμός φάνηκε να κείτεται πλήρως ντροπιασμένος και κατατροπωμένος πάνω σε ένα σωρό ερειπίων. Ο μοντέρνος τρόπος θέασης των πραγμάτων και οι φόρμες που αυτός επέβαλε, συνεχίζουν παρ’ όλα αυτά να αποτελούν μια ‘φαντασιακή κληρονομιά’ για πολλούς ανθρώπους και ακόμα περισσότερους καλλιτέχνες. Όχι μόνο οι ιστορικές πρωτοπορίες, αλλά και διάφορες έννοιες του μοντέρνου, όπως ‘ταυτότητα’ και ‘πολιτισμός’, παραμένουν στο επίκεντρο καθημερινών συζητήσεων και τίθενται συνεχώς υπό διαπραγμάτευση». Κλείνοντας, διαπιστώνει «πως συνεχίζουμε να παλινδρομούμε εντός και εκτός του Μοντέρνου. Σα να είμαστε από τη μία αηδιασμένοι από τη φονική του βία και από την άλλη σφιχτά δεμένοι με την βαθύτατη αξίωσή ή φιλοδοξία του για μια καθολική πλανητική διαχείριση».

Ο Buergel αναφέρεται, ίσως μονομερώς και κάπως γενικεύοντας, στην εικόνα που έχουμε σήμερα για τα αποτελέσματα μιας ολόκληρης εποχής. Μιλώντας, όμως, για την τέχνη, κάνουμε χρήση του όρου Μοντερνισμός, εξετάζοντας μια λίγο διαφορετική ή και μικρότερη περίοδο από αυτήν που καλύπτει ιστορικά η Νεωτερικότητα και οι Νεότεροι Χρόνοι. Οφείλουμε να σημειώσουμε πως οι όροι αυτοί, όπως και πλείστοι άλλοι, χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν ένα θεωρητικό σχήμα το οποίο δεν μπορεί να βρει απόλυτη αντιστοιχία με τα πραγματικά ιστορικά, πολιτικά, φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά συμφραζόμενα, ή ένα πλαίσιο στο οποίο αδυνατούν να ενταχθούν πλήρως έργα, θεωρίες ή ιδέες.

Δεν θα είχαμε να προσθέσουμε κάτι νεώτερο στην όλη συζήτηση, πέρα ίσως από το αίτημα για την εξέταση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του τόπου εκείνου, όπου συντελείται η «παλινδρόμηση» των εισαγωγικών αξιωμάτων των Buergel και Noack. Μια παλινδρομική κίνηση προϋποθέτει την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου οριακού και ταυτόχρονα ενδιάμεσου σημείου, στις εκατέρωθεν πλευρές του οποίου γίνονται αντιληπτές στάσεις με κάποιους κοινούς παρανομαστές, ικανούς να τις καταχωρίσουν ως «μοντέρνες», ή ως κάτι άλλο.

Στην Αργεντινή του τέλους της δεκαετίας του 1960, η Graciela Carnevale κλειδώνει σε μία γκαλερί του Ροζάριο τους καλεσμένους στην έκθεσής της, παρατηρώντας τις αντιδράσεις τους. Στον ίδιο γεωγραφικό χώρο και χρόνο εκτίθεται το αρχείο, υπό τον τίτλο |Tucumán Arde|, από την ομάδα καλλιτεχνών που αυτοαποκαλείται «της πρωτοπορίας» (Grupo de Artistas de Vanguardia). H ομάδα ερευνά τις επιδράσεις που έχει στην τοπική επαρχιακή κοινωνία του Tucumán το κλείσιμο ενός εργοστασίου παραγωγής ζάχαρης˙ παίρνει συνεντεύξεις από τους κατοίκους, κινηματογραφεί και φωτογραφίζει την εκεί προέλαση της φτώχιας και εκθέτει στους χώρους της τοπικής εργατικής ένωσης τα ντοκουμέντα της δραστηριότητάς της, παράλληλα με αποσπάσματα του Τύπου που καταδεικνύουν την προπαγάνδα της κυβέρνησης της Αργεντινής σε σχέση με το όλο πρόβλημα. Τα δύο αυτά «έργα» λειτούργησαν εμβληματικά για τους επιμελητές της εν λόγω Documenta, συνθέτοντας μιαν αλλαγή στάσης, με αρκετές προοπτικές και προεκτάσεις, που στον πυρήνα τους αφορούν την επαναδιαπραγμάτευση κυρίαρχων εποπτικών και ως τότε χρήσιμων εργαλείων ανάλυσης, ή καλλιτεχνικών αξιών όπως αυτές της |υλικότητας| και της |φόρμας|, τασσόμενα στην «εμπροσθοφυλακή» των αξιών της |καλλιτεχνικής ιδέας| και της |έννοιας|, ανανεώνοντας κατ’ επέκταση και τη θεώρηση του |περιεχομένου|.

Στον πυρήνα του επίμαχου ιστορικού μεταβατικού σημείου συναντάται το αίτημα ουσιαστικής επανεξέτασης των κυρίαρχων |αναπαραστάσεων|. Οι καλλιτέχνες του μοντερνισμού κατέγραψαν τον κατακερματισμένο κόσμο και την εκρίζωση του |ιερού| από αυτόν, μέσω της «συρραφής» των θραυσμάτων μιας διερρηγμένης παρελθούσας ολότητας. Όμως, οι όροι με τους οποίους μεταχειρίστηκαν τη |διατοπισμένη| πλέον συνθήκη ανέδειξε μια κατά κάποιο τρόπο «αμήχανη» στάση˙ μια αδυνατότητα κριτικής θέσης, ικανής να προσλάβει σαν κάτι θετικό ή αρνητικό την «εξάρθρωση» ενός όλου, ως προϊόν μιας καθολικής |εκκοσμίκευσης|. Αντίθετα, πίσω από την αλλαγή διάθεσης, που σε γενικές γραμμές εντοπίζεται στη δεκαετία του 1960, κρύβεται η θετική αντιμετώπιση αυτού που ο Maurice Blanchot ονόμασε «κατοίκηση χωρίς συνήθεια»2. Οι μετέπειτα καλλιτέχνες, αποποιούμενοι την ιδιότητα του φορέα των εφικτών αναπαραστάσεων, στοχάστηκαν πάνω στην δυνατότητα ενός αυτόνομου –συνεκτικού ή διερρηγμένου- καλλιτεχνικού κόσμου, του οποίου τις ιδιαίτερες ιδιότητες όφειλαν να διερευνήσουν. Ένα τέτοιο γενικό περιβάλλον ενέχει μια προδιάθεση «αναστοχαστικότητας», αναζήτησης της καλλιτεχνικής φύσης και των όρων που αυτή μπορεί να μετασχηματίσει το έργο σε ένα είδος «πρότασης», όπως θα το ονόμαζε ο Joseph Kosuth, που σχολιάζει την τέχνη εντός του πλαισίου της.

Παραμένει αμφίβολο το κατά πόσο θα μπορούσε να προβληθεί το σημερινό καλλιτεχνικό συγκείμενο στις αρχές της εννοιολογικής τέχνης. Ωστόσο, μέσα από τις διαφοροποιήσεις του εν λόγω ρεύματος από τα προηγούμενα, όπως αυτά που υπερασπίστηκε ο Clement Greenberg, διαφαίνεται όλη η προβληματική μιας ρήξης. Ακόμα και αν κάτι από τις ιδέες του Joseph Kosuth θυμίζει τις θέσεις του Greenberg, τουλάχιστον όσον αφορά την απαίτηση να κατανοηθεί μέσα από τα έργα η ίδια η φύση της τέχνης, υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ τους, η οποία εδράζεται στην ανάλυσή της, στον μεν πρώτο μέσω της |έννοιας|, ενώ στον δεύτερο με όρους |καλαισθησίας| και |μορφής|. Ο ορισμός της φύσης της τέχνης εμποδίζεται συχνά από τον «συνθετικό χαρακτήρα του ρεαλισμού», την «παγιωμένη μορφολογία» και την |αισθητηριακή εμπειρία|. Ήδη, ο Sol LeWitt είχε αντιδιαστείλει την εννοιολογική τέχνη στην «αντιληπτική», που απευθύνεται αποκλειστικά στην όραση, όπως και τη |νοητική σύλληψη| (conception) στην |αισθητηριακή αντίληψη| (perception). Πλέον, η |έννοια| και η |ιδέα| υποκαθιστούν την τεχνική του δημιουργού, ενώ η αξία του «ενδιαφέροντος» έργου διατηρείται με κατεύθυνση όμως περισσότερο προς τη |νόηση| και λιγότερο προς την |αντίληψη| του θεατή. Αυτό το «ενδιαφέρον» αφορά την ίδια την ιδέα, ασχέτως αν αυτή εκφράζεται μέσω ενός ολοκληρωμένου έργου ή όχι. Οτιδήποτε αποτελεί μέρος της διαδικασίας περάτωσής του, υλικό ή άυλο, όπως η ίδια η σκέψη, αφορά την εννοιολογική τέχνη περισσότερο από καθαυτό το έργο, ενώ, στο βαθμό που τούτο πραγματωθεί, τα υλικά, οι διαστάσεις και η τελική μορφή του δικαιώνονται μόνον όταν εξυπηρετούν την αποκάλυψη της ιδέας.3

Μόνη πιθανή οδός παράκαμψης των αδιεξόδων του φορμαλισμού φάνηκε η «μεγάλη έξοδος» προς άλλα, επιστημονικά και μη, αντικείμενα και εργαλεία προσέγγισης˙ «έξοδος» εμφανής στα προγράμματα σπουδών των σχολών καλών τεχνών ή στις βιβλιογραφικές παραπομπές των δημοσιευμένων διαλόγων μεταξύ καλλιτεχνών της δεκαετίας του 1960. Όμως, η επισφαλής συνομιλία με τη φιλοσοφία, η εισβολή του |εικονικού|, η επέλαση της «κοινωνίας της πληροφορίας» και του θεάματος, η επίφαση πολιτικής σκέψης ή η πρωτοβουλία ανάληψης ενεργού κοινωνικού ρόλου εκ μέρους των καλλιτεχνών, σήμανε την απαρχή μιας εποχής φαινομενικής ριζοσπαστικοποίησης της τέχνης, εντός της ασφάλειας της θεωρίας. Αν και ο συσχετισμός μοιάζει επικίνδυνος, αρκεί να αναλογιστεί κανείς τη διαφορά πολιτικής στάσης και εμπλοκής, γάλλων, κυρίως, καλλιτεχνών του 19ου αιώνα, στις σύγχρονές τους επαναστάσεις, σε αντιστοιχία με τα γεγονότα του Μάη του 1968: από τη μία η θέληση για τη συνδιαμόρφωση του Πραγματικού, από την άλλη η έκφραση του δικαιώματος συμμετοχής στην Ουτοπία˙ μια Ουτοπία υποκειμενική, με όχημα τη φαντασία (που δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι συλλογική), καθόλου βέβαια φοβική, ενταγμένη όμως σε μία υπαρκτή, όσο και εκών άκων αναπόδραστη καθημερινότητα, όπου το έργο κυκλοφορεί ως θραύσμα, φέροντας ψήγματα –στην καλύτερη περίπτωση «ποιητικής»- |εναλλακτικότητας|.

Σε ποιόν, όμως, «Παράδεισο» της θεωρίας κατοικούν τα έργα; Προφανώς στον τόπο των εξίσου αποσπασματικών «μεταμοντέρνων σπουδών», μακριά από κάθε συμπεριληπτική «μεγάλη αφήγηση». Κάπου ανάμεσα στη θεσμική κριτική, τα φεμινιστικά κινήματα και τις μετααποικιακές σπουδές αγκομαχούν κάποιες σύγχρονες απόπειρες πολιτικο-καλλιτεχνικού ακτιβισμού. Μένει να διευκρινιστεί η παρεμβατική ικανότητα τέτοιων συγκαιρινών επιτελέσεων, όπως και η δυνατότητα «ποιητικής» μετάπλασης των εκλάμψεων του Πραγματικού.

Τα πάντα εκτυλίσσονται σε έναν «στίβο», τον εκάστοτε τόπο δεξίωσης της τέχνης, όπου σημειώνονται οι μεταβολές και συμβαίνει η «παλινδρομική» κίνηση του καλλιτεχνικού υποκειμένου του Buergel. Παρά, όμως, τις ριζοσπαστικές θέσεις των εννοιολογικών καλλιτεχνών, τα αντικείμενα τέχνης συνέχισαν να επιβιώνουν, κατοικώντας στον ίδιο χώρο με τον θεατή, έχοντας βέβαια απολέσει την αισθητική «αυτοδυναμία» τους. Οι επιμελητές της Documenta οργάνωσαν την έκθεση αφαιρώντας οτιδήποτε θα μπορούσε να προκαλέσει την απόλαυση. Οι ερωτήσεις της εισαγωγής αυτού του κειμένου επανέρχονταν στον επισκέπτη της, με τρόπο που δεν επέτρεπε στιγμές ενατένησης. Το μόνο που απομένει είναι αδιέξοδες σκέψεις, ικανές εντούτοις να αμφισβητήσουν αρκετά δεδομένα και να αποκαλύψουν τον χαρακτήρα |συνδήλωσης| στον τρόπο μεταφοράς ιστορικών και θεωρητικών όρων στο καλλιτεχνικό |πεδίο|, όπως και στη χρήση επιθετικών προσδιορισμών, όπως |μοντέρνο| ή |ριζοσπαστικό|.

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως παραμένει μια αμηχανία απέναντι σε τόσο γενικούς όρους, είτε λόγω της ασάφειας και της γενικότητάς τους, είτε διότι αποτελούν θεωρητικές έννοιες με τις οποίες είναι παρακινδυνευμένο να αντιστοιχίσουμε επακριβώς, εικαστικά και ευρύτερα έργα τέχνης. Από την άλλη μεριά, είναι εξίσου δύσκολο να ορίσουμε κάτι ως οριστικά παρελθόν, έτσι ώστε να συνιστά αρχαιότητα. Σκεφτόμενοι και μιλώντας για την τέχνη και τα έργα της, καθίστανται πλέον απαραίτητα αρκετά βήματα προς τα πίσω, προς κάτι που δυσκολεύεται πια να ονομαστεί |Ιστορία|. Και αν μέχρι τώρα θεωρούσαμε πως σε ένα μουσείο στεγάζονται η Ιστορία και τα ντοκουμέντα που την επιβεβαιώνουν και τη νομιμοποιούν, πώς θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα μουσείο του παρόντος με τους όρους που θέσαμε έως εδώ; Όχι δηλαδή ως έναν χώρο «εκπαίδευσης», αλλά σαν έναν εναλλακτικό χώρο αναζήτησης, διερώτησης και αμφιβολίας. Όχι δηλαδή σαν ένα από τα πολλά μουσεία σύγχρονης τέχνης που, έμμεσα ή άμεσα, όπως κάθε θεσμός, αναδεικνύει κυρίαρχα προτάγματα, αλλά σαν έναν τόπο στον όπου επισυμβαίνει μια αμφίδρομη σχέση, όπως αυτή που παράγεται κατόπιν ενός ισότιμου διαλόγου. Κάθε διάλογος απαιτεί τουλάχιστον δύο μέρη: ένα πρώτο που καταρχήν είτε προφέρει μια αξιολογική πρόταση είτε θέτει ερωτήματα -όπως οι επιμελητές της τελευταίας Documenta- και κατόπιν απευθύνει το λόγο σε κάποιο δεύτερο, ικανό να τα μετασχηματίσει. Σε κάθε περίπτωση, και τα δύο μέρη φέρουν ένα παρελθόν, που ορίζει την ποιότητα της συνδιαλλαγής. Αν λοιπόν οι επιμελητές έφτιαξαν ακόμα ένα φανταστικό μουσείο, όπως εκείνο του Andre Malraux, βάζοντας σε αυτό έργα διαφορετικών ιστορικών περιόδων και γεωγραφικών χώρων, θέλουν μέσα από αυτό να μας πουν κάτι. Σε αντίθεση όμως με τον γάλλο διανοητή, οι Buergel και Noack δεν προσκαλούν σε έναν τόπο -υπερβατικής και μη- απόλαυσης των έργων, αλλά σε έναν τόπο στοχασμού. Στοχασμού όμως τελικά πάνω σε τι; Πάνω στα τεκταινόμενα και την πορεία της σύγχρονης εικαστικής σκηνής; Ίσως. Πάνω στη μεταβλητότητα του γεωγραφικού χώρου και του ιστορικού χρόνου; Μπορεί. Ας συμφωνήσουμε πάντως πως ο παραδοσιακός χώρος δεξίωσης των έργων της τέχνης μετατρέπεται σε |τόπο στοχασμού|.4 Μένει με τη σειρά μας να διερωτηθούμε για το αν η σκέψη μας εντός του τόπου του νοητού διαλόγου με τα έργα, όπως αυτού της δωδεκάτης Documenta, διατηρεί κάτι αναστοχαστικό. Ας τολμήσουμε, τέλος, να διασκευάσουμε το πρώτο ερώτημα ως εξής: αποτελεί η παρεμβατικότητα την αρχαιότητά μας; Από κάπου εδώ θα μπορούσε να ξεκινήσει μια επόμενη αλληλουχία σκέψεων, με σκοπό και πάλι τη δημιουργία περαιτέρω ερωτημάτων, με σκοπό την αποσαφήνιση της σχέσης μας με την τέχνη, τη διατύπωση ενός οξυδερκέστερου σύγχρονου ορισμού της και την επαναπροσέγγιση της οραματικής παρεμβατικής της δυνατότητας, εντός ή εκτός της τόπου της θεωρίας.

4 Το δεύτερο ερώτημα απορεί για το «τι σημαίνει γυμνή ζωή», ενώ το τρίτο αναζητεί τους πιθανούς τρόπους δράσης, βάσει των συμπερασμάτων που πιθανόν προκύπτουν από τα παραπάνω.

4 Ο Maurice Blanchot, στοχαζόμενος την ξενιτιά διείδε στην απώλεια του τόπου ως σημείο αναφοράς κάτι θετικό: πέρα από το δράμα και την καταστροφή, τη γέννηση ενός νέου κόσμου στον οποίον είναι δυνατή μια «κατοίκηση χωρίς συνήθεια» (“habiter sans habitude”). Στην αρχαία ελληνική η λέξη |ήθος| σημαίνει διαμονή, ενώ η λέξη |έθος| συνήθεια. Κάνοντας λοιπόν ένα λεκτικό παιχνίδι, αναφέρθηκε σε με «διαμονή (ήθος) χωρίς συνήθεια (έθος)». Βλ. Maurice Blanchot, |L’ Entretien infini|, Gallimard, Paris 1969

4 Οι λεπτές διαφοροποιήσεις που συντελούνται στη δεκαετία του 1960 στο χώρο της τέχνης, καταγράφονται διεξοδικά, τουλάχιστον όσον αφορά κυρίως τις ΗΠΑ, στο Νίκος Δασκαλοθανάσης (επιμέλεια- εισαγωγή), |Από τη μινιμαλιστική στην εννοιολογική τέχνη. Μια κριτική ανθολογία|, μτφρ. Ελεάννα Πανάγου, ΑΣΚΤ, Αθήνα 2006

4 Αξίζει, ίσως, να σημειωθεί πως στην ερχόμενη Μπιενάλε του Sao Paolo, ο επιμελητής Ivo Mesquita, θα αφαιρέσει εντελώς τα έργα από τους εκθεσιακούς της χώρους, φιλοξενώντας μόνο υποστηρικτικό υλικό (αρχεία, βιβλία κλπ.), καλώντας τον θεατή να σκεφτεί και να επιχειρηματολογήσει γύρω από την κατάσταση και το μέλλον της τέχνης και των θεσμών της.

Ο Κώστας Χριστόπουλος είναι εικαστικός καλλιτέχνης



H θεωρία της λογοτεχνίας:
ο λόγος για τη μέθοδο, τα κριτήρια, τους κανόνες και την αλήθεια

Του Δημήτρη ΑΓΓΕΛΑΤΟΥ

Θα ξεκινήσω με την επισήμανση μιας κατάστασης πραγμάτων, που συνδέεται συνήθως με τη θεωρία, με το γεγονός δηλαδή ότι η τελευταία αντιμετωπίζεται από πολλούς (εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης, κριτικούς, συγγραφείς, αναγνώστες εν γένει) επιφυλακτικά (στην καλύτερη περίπτωση) ή αρνητικά και ενδεχομένως επιθετικά (στη χειρότερη), όταν τίθεται το ζήτημα της χρησιμότητας και της μεθοδολογικής αξίας της για τη μελέτη και την ερμηνεία της λογοτεχνίας· και βέβαια η επιφύλαξη, όπως και η άρνηση ή η επίθεση, είναι μέχρις ενός ορίου δικαιολογημένες, πλην όμως το ζήτημα είναι πού ακριβώς βρίσκεται αυτό το όριο. Yποστηρίζω ότι το όριο αυτό αφορά στη θεωρητικοποίηση της θεωρίας της λογοτεχνίας, μια ενδημική, θα έλεγα, “νόσο”, σ’ εκείνο το μεθοδολογικό πεδίο της επιστήμης της φιλολογίας, το οποίο συνιστά η θεωρία· ανάλογα φαινόμενα συναντά κανείς και στα άλλα μεθοδολογικά πεδία της επιστήμης της φιλολογίας, στις ιστορικού, δηλαδή, κριτικού ή συγκριτολογικού τύπου προσεγγίσεις της λογοτεχνίας, που δεν θα με απασχολήσουν όμως εδώ.

H θεωρία, ή ακριβέστερα, οι θεωρίες της λογοτεχνίας (από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, από την ποιητική και τη ρητορική μέχρι τη σημειωτική και τις πολιτισμικές σπουδές) εκφράζουν τρόπους/μεθόδους για την ενίστορη έρευνα, το συνδυαστικό στοχασμό και την αναλυτική διατύπωση αξιολογικών κρίσεων, βάσει των οποίων είναι εφικτό, εύλογα και αποτελεσματικά, να περιγραφούν και να ερμηνευτούν τα λογοτεχνικά κείμενα. Ωστόσο, κάθε θεωρία διέπεται από βασικές επιστημολογικές προϋποθέσεις, όπως η σαφήνεια των υποθέσεων, η ακριβέστατη χρήση των εννοιών, η επαλήθευση και πρακτική εφαρμογή των διατυπώσεων (στην περίπτωση των θεωριών της λογοτεχνίας το τελευταίο σημαίνει σύνδεση των θεωρητικών προταγμάτων με λογοτεχνικά κείμενα, που καλύπτουν όσο το δυνατόν ευρύ φάσμα, ανάλογα με την κάθε φορά στόχευση), γι’ αυτό και οι θεωρίες της λογοτεχνίας που θέλουν να είναι επί της ουσίας θεωρίες, οφείλουν να στηρίζονται και να λειτουργούν σε επιστημονική βάση, και αυτό βέβαια είναι ελέγξιμο.

Oι μέθοδοι έρευνας, στοχασμού και αξιολογικών κρίσεων, και η επιστημονική βάση τους, αποτελούν τις δεσπόζουσες για τη συγκρότηση των πραγματικών (και όχι οιονεί) θεωριών της λογοτεχνίας -κάθε μία από τις οποίες έχει ειδικότερο, από άποψη αντικειμένου, προσανατολισμό-, γι’ αυτό και τόσο η διατύπωσή τους (νέες θεωρίες) όσο και η χρήση τους, συνδυαστικού ή μη τύπου, υπόκειται σε γνωστικό/αποβλεπτικό έλεγχο και ομόλογα, ευκρινή κριτήρια.

Όσο οι ενασχολούμενοι με τη θεωρία της λογοτεχνίας απομακρύνονται από τις παραπάνω, αυτονόητες για την επιστήμη της φιλολογίας απαιτήσεις της, τόσο η θεωρία γίνεται προσχηματική και η εμβέλειά της εξαιρετικά προβληματική, καταλήγοντας σε σχηματοποίηση· η θεωρία της λογοτεχνίας υποτάσσεται τότε σε κάποιο σχήμα ή σχήματα, που απομονώνεται/νονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από τα συμφραζόμενά τους, τις πραγματικές δηλαδή απαιτήσεις κάθε θεωρίας, για να εξυπηρετήσει/σουν συνηθέστατα τη “μελέτη” και “ερμηνεία” εκείνων τα κειμένων που “βολεύουν”, ακυρώνοντας έτσι στην πράξη κάθε έννοια μεθόδου: η στρυφνή από κάθε άποψη, ιδιαίτερα όμως σε επίπεδο διατύπωσης και ορολογίας, εικόνα που παρουσιάζουν φιλολογικές εργασίες (οιονεί) θεωρητικού προσανατολισμού, δεν αποδίδει παρά το σχηματοποιημένο ομοίωμα της θεωρίας και μαζί την ερμηνευτικά παραμορφωμένη λογοτεχνία, την καρικατούρα μ’ άλλα λόγια, όχι μόνο της θεωρίας αλλά και της λογοτεχνίας.

Στον πυρήνα κάθε θεωρίας της λογοτεχνίας εντοπίζει κανείς το μόνιμο, από την εποχή του |Περί Ποιητικής| του Aριστοτέλη, ερώτημα για το τι |είναι| η λογοτεχνία, για το πώς διαμορφώνονται κάθε φορά οι όροι |του λογοτεχνικού|, της ιδιότητας δηλαδή εκείνης, ή του συνόλου των ιδιοτήτων, που κάνουν ένα κείμενο |να είναι ή να γίνεται λογοτεχνία|· οι θεωρίες της λογοτεχνίας επιχειρούν, η καθεμία με τους τρόπους της (δεν υπάρχει μία θεωρία ως αδιαίρετο σύνολο) να εννοήσουν το |λογοτεχνικό| μέσα σ’ ένα, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο σύνθετο, σύστημα σχέσεων, όπου το γενικό διαπλέκεται με το ειδικό, το επιμέρους με το καθόλου, το αποκλίνον με το σύνηθες, το κειμενικό με το ιστορικο-κοινωνικό ή με το προθεσιακό, το “παγκόσμιο” με το “τοπικό”, κ.ο.κ., και συνακόλουθα να προτείνουν αρμόδιους άξονες μελέτης και ερμηνείας του.

Όμως, καμιά έννοια της λογοτεχνίας δεν μπορεί να διεκδικήσει προτεραιότητα ή μονιμότητα, καθώς υπόκειται στις αλλαγές της ιστορικής διάρκειας. Έτσι, η λογοτεχνία άλλοτε ορίζεται με βάση το |τι κάνει|, με ποιο δηλαδή τρόπο λειτουργεί σε ειδικότερα ή γενικότερα ιστορικά, κοινωνικά ή/και πολιτισμικά συμφραζόμενα, άλλοτε με βάση το |τι είναι| (και εδώ ενδιαφέρει πρωτίστως η ιδιαίτερη υφή και κειμενική συγκρότησή της), σε μια διελκυστίνδα μεταξύ “λογοτεχνικού” και “μη λογοτεχνικού”, μεταξύ εκείνου που θεωρείται, ανάλογα με την ιδιαίτερη κάθε φορά σκοποθεσία, ότι εμπίπτει στη λογοτεχνία, και εκείνου που δεν εμπίπτει· η διείσδυση δε του “μη λογοτεχνικού” στη λογοτεχνία και η συγκρουσιακά προσδιορισμένη αλλαγή του εκάστοτε εδραιωμένου από την παράδοση λογοτεχνικού κανόνα, παίρνουν πολλές μορφές, όπως αφήνουν να διαφανεί πολλά ιστορικά παραδείγματα. Στην κατεύθυνση αυτή, η συγκριτολογική προοπτική έχει αποφασιστική σημασία, αφού και τα δεδομένα μιας και μόνο εθνικής λογοτεχνικής παράδοσης δεν επαρκούν για την απαιτητική διερεύνηση των πτυχών του λογοτεχνικού φαινομένου, που επιχειρεί κάθε (πραγματική) θεωρία της λογοτεχνίας· η σύγκριση λογοτεχνικών παραμέτρων και κειμένων από διαφορετικές εθνικές παραδόσεις, διαφυλάσσει τη θεωρία από οριακές εκτιμήσεις, είτε για την καθολική ισχύ ορισμένων κατηγοριών είτε για την περιορισμένη, ιστορικά και πολιτισμικά, κάποιων άλλων.

H ιδιάζουσα οργάνωση και οι πολλαπλοί συναφείς συνδυαστικοί μηχανισμοί του |λογοτεχνικού λόγου| (ρητορικοί τρόποι, αφηγηματικές δομές, κλπ), καθώς και οι συναρτήσεις τους με τα κάθε φορά συμφραζόμενα, όσον αφορά στην παραγωγή (συγγραφείς που δεν έχουν “πεθάνει”), την πρόσληψη (αναγνώστες που “καθοδηγούνται” ή ”επαναστατούν”) και το ευρύτερο περιβάλλον, μέσα στο οποίο εγγράφονται και λειτουργούν τα κείμενα (το σύστημα των διαφοροποιημένων πολιτισμικών εν γένει κωδίκων, που απέχουν πολύ από την οιονεί ριζοσπαστική ομογενοποίησή τους στο πλαίσιο της «γενικευμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας»10, όπως ορίζουν οι λεγόμενες μεταμοντέρνες συνθήκες), τροφοδοτούν (κάθε) ενίστορη και κριτικά/αξιολογικά προσανατολισμένη θεωρία της λογοτεχνίας, η οποία διερευνά τους όρους διαμόρφωσης και συγκρότησης εκείνου που σε κάθε εποχή συστήνει τη λογοτεχνικότητα· διερευνά δηλαδή συστηματικά (αυτό χρειάζεται να υπογραμμιστεί) ειδολογικές συμβάσεις και εννοιολογικές κατηγορίες, διατοπικής και διαχρονικής εμβέλειας (π.χ. η έννοια της |αναπαράστασης|), διαμορφώνοντας αρμόδια εργαλεία ανάλυσης, περιγραφής και ερμηνείας των κειμένων, και λειτουργικά συναφή επιχειρήματα, υποκείμενα (και αυτό επίσης χρειάζεται να υπογραμμιστεί) σε διάψευση, ακριβώς γιατί καθιστούν σαφή τα κριτήρια επιλογής τους.

H θεωρία της λογοτεχνίας, ένας μη αξιωματικός και, ως εκ τούτου, δραστικός και ερεθιστικός λόγος για τις μεθόδους ανάλυσης και ερμηνείας των περιπετειών του |λογοτεχνικού|, των συγκρούσεων δηλαδή ειδολογικών συμβάσεων και θεσπισμένων κανόνων με ό,τι δυναμικά αναζητεί την αποκαθήλωσή τους, για να γίνει το ίδιο αργότερα σύμβαση και εκφραστής (ενός νέου) θεσπισμένου κανόνα, έτοιμο να αντιμετωπίσει με τη σειρά του την επερχόμενη αμφισβήτηση, δεν μπορεί παρά να προβάλει ως απαίτηση έρευνας και διδασκαλίας της λογοτεχνίας, που θα είναι στο μέγιστο δυνατόν απαλλαγμένες (αυτό υποστηρίζει ο γράφων) από τις επιταγές του “υποχρεωτικού”, εν ονόματι ανιστόρητων θεωρητικοποιήσεων της (πραγματικής) θεωρίας της λογοτεχνίας, πληθυντισμού των ερμηνειών.

Το ουμανιστικό και ριζοσπαστικό πρόσωπο της πραγματικής θεωρίας της λογοτεχνίας, όπως και κάθε λόγου περί αληθείας, αποδεικνύεται στην πράξη, ερευνητική και διδακτική.

10 H διατύπωση του Tάκη Θεοδωρόπουλου: «Tα όρια της μεταμοντέρνας ιδεολογίας και οι αναγκαιότητες των προτύπων. Aναπόφευκτες οι ιεραρχήσεις στα πολιτιστικά αγαθά», εφημ. |Tα Nέα| (29-30/3/2008).


O Δημήτρης Aγγελάτος διδάσκει Θεωρία Λογοτεχνίας και Συγκριτική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Kύπρου



Περί θεωρίας
(παράκαιρη καταγραφή)

Του Δημήτρη ΔΗΜΗΡΟΥΛΗ


Ας υποθέσουμε ότι κάθε έργο είναι σαν μια πολιτεία, μέσα στην οποία χάνεται ο αναγνώστης, χασομερώντας στις αγορές και στις πλατείες της, χαζεύοντας τα αξιοθέατά της, παρατηρώντας τους ανθρώπους και τα κτίριά της, τριγυρνώντας σε δρόμους, σοκάκια και γειτονιές. Δεν μπορεί βέβαια να ξέρει τι του επιφυλάσσει η περιπλάνηση. Αφήνει τη φαντασία και τη σκέψη του να αιφνιδιαστούν, βυθίζεται στην εγγύτητα ενός μικρόκοσμου, κατακλύζεται από τη δύναμη αισθήσεων και εικόνων, συναρπάζεται από την προοπτική της κερδισμένης οικειότητας. Η εμπειρία της διαδρομής τον κάνει να πιστεύει ότι όλα συνδέονται με κάποιο σταθερό νόημα, ότι αυτό που βλέπει καλύπτει όλη τη δυνατότητα του κειμένου, αφού έζησε μέσα του και γνώρισε τα μυστικά του. Υπό τη επήρεια των εντυπώσεων θαρρεί ότι έχει εξαντλήσει το συγκεκριμένο και έχει κατανοήσει το γενικό. Είναι όμως ένας ταξιδευτής που δεν βλέπει μακριά. Αν έβλεπε, ίσως φρόντιζε, όταν άφηνε τη πόλη, να ρίξει μια ματιά πίσω του, και τότε θα καταλάβαινε ότι μπροστά του έχει τώρα κάτι τελείως διαφορετικό, ένα τοπίο σε άλλη κλίμακα, μια εικόνα σε άλλη διάσταση. Η |απόσταση| αλλάζει τους συσχετισμούς και απαιτεί από τον ταξιδιώτη να προσδιορίσει |εκ νέου| τη θέση του έναντι του κειμένου/πολιτείας που, από τη μακρινή αυτή θέαση, φαίνεται να αναδύεται αλλιώς στον χώρο και στον χρόνο: ταυτόχρονα ίδιο και άλλο, οικείο και παράξενο. Από τη στιγμή αυτή και μετά ο ταξιδιώτης γίνεται |θεωρός|, βλέπει τα πράγματα με άλλο μάτι, γιατί η |εγγύτητα| υπόκειται στην επίδραση της απόστασης, στην εικόνα του συνολικού, στη διερώτηση περί αληθείας, στην αμφιβολία περί μεγεθών και σημασιών. Το σημαντικότερο, ο ταξιδιώτης αρχίζει και αναρωτιέται τόσο για το |ταξίδι| όσο και για τη δική του |παρουσία|. Οι βεβαιότητές του κλονίζονται και οι πεποιθήσεις του δοκιμάζονται. Τότε ακριβώς υποκύπτει στη γοητεία της |θεωρίας|.

Η απόσταση προϋποθέτει την εγγύτητα. Είτε προσεγγίζει κανείς το έργο από μακριά, με βλέμμα προσδοκίας και επιθυμία εξερεύνησης, είτε το αφήνει πίσω του, ανασύροντάς το μέσα από άλλους φωτισμούς, σε μια αινιγματική σύνοψη, είναι απαραίτητο να το γνωρίσει από κοντά, αναλύπτοντας την κρυφή δύναμη της λεπτομέρειας. Ο θεωρός μπορεί να έχει ήδη κατακτήσει το βλέμμα της απόστασης, όταν επιχειρεί την ανάγνωση του κειμένου, χρειάζεται όμως να εγκύψει σε αυτό, να το γνωρίσει σε μικροσκοπική ανάλυση, για να δοκιμάσει τη δύναμη και την εγκυρότητα της θεωρητικής του πρόγνωσης. Αντιστρόφως, όταν η πορεία είναι από μέσα προς τα έξω, ο θεωρός συγκεντρώνει τις παρατηρήσεις του, τακτοποιεί τις εντυπώσεις του, συστηματοποιεί τις αντιδράσεις του και τις δοκιμάζει ανάποδα, στη θεωρητική ματιά του, για να δει αν αντέχουν τον |αναστοχασμό| και την |απορία|, για να δοκιμάσει την αξιοπιστία της εγγύτητας και της λεπτομέρειας, όπως δρουν στη φαινομενική και εμπειρική σύλληψη του κειμένου. Η θεωρία επομένως δεν αντιτίθεται στην κειμενική εγγύτητα ούτε στην εξειδικευμένη ανάλυση, δεν είναι ξένη προς τη λογιοσύνη και τη φιλολογία, τις τοποθετεί όμως σε κριτική προοπτική και τις υποβάλλει σε δοκιμασία διάθλασης. Ξεκινά πάντα από το συγκεκριμένο, από τη μεθοδική παρατήρηση, από την αυστηρή οικονομία της ανάγνωσης, για να διευρύνει σταδιακά τον κύκλο της, φωτίζοντας το έργο αλλότροπα, κάνοντάς το παράξενο, σχεδόν ανοίκειο, στην κατεστημένη πρόσληψη και στην τετριμμένη χρήση. Η θεωρία βάζει σε |παρένθεση| τα δεδομένα, επιχειρεί μια |εποχή| από τα συμβατικά, |δυσπιστεί| έναντι της γλώσσας, |διαγράφει| προσωρινά την «αυτονόητη» αντιστοιχία ανάμεσα στις λέξεις και στα πράγματα. Κρίνει |εξ αποστάσεως| όχι μόνο το έργο καθαυτό αλλά και την ίδια τη διαδικασία του κρίνειν, καθώς και τα αδιέξοδα της ερμηνείας, την αυθεντία του δικού της λόγου, τις εξαρτήσεις από την ιστορική στιγμή και τους μετασχηματισμούς από τη θεσμική απορρόφηση. Η θεωρία, εκτός από το στοχαστικό βλέμμα, καλλιεργεί τον αυτοκριτικό λόγο και τη μεθοδολογική αμφιβολία για να ενισχύσει παραδόξως την |κρίση| και τη |μέθοδο|. Δεν αλλάζει μόνο την προοπτική αλλά και τη γλώσσα που την στηρίζει.

Οι βαρύθυμοι φιλισταίοι της κουλτούρας απεχθάνονται το θεωρείν, κηρύσσουν με πάθος ότι η εξ αποστάσεως θεώρηση είναι άσκοπη άσκηση στο σκοτεινό λόγο και στη σοφιστική επίδειξη. Όταν τους ακούει κανείς ξαφνιάζεται από την σχεδόν κυνική παραδοχή ότι τα πράγματα είναι «απλά», η γνώση διαυγής, ο λόγος σαφής, η φαντασία έλλογη, η αλήθεια απόλυτη, η ηθική αθώα και η ερμηνεία επαρκώς αντικειμενική. Θεωρούν τον |αναστοχασμό|, τη |δυσπιστία| και τη |λοξή ματιά| επικίνδυνες ακροβασίες που απειλούν την «ορθή» και «ευπρεπή» και απόλυτα «τεκμηριωμένη» γνώση που ποζάρει ως «σοβαρή» επιστήμη. Οι φιλισταίοι δεν χαμογελούν σαρδόνια, όπως οι θεωροί, όταν βλέπουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη, τον παίρνουν απολύτως κατά λέξη, στα σοβαρά, αρνούνται ότι τα κόλπα της γλώσσας ξεπερνούν τις προθέσεις τους (ότι ο καθρέφτης παριστάνει είδωλα χωρίς ουσιαστικό «περιεχόμενο», ότι πίσω από τον καθρέφτη δεν υπάρχει τίποτε), εννοούν ότι η πραγματικότητα εξαντλείται λέγοντας τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Δεν αναρωτιούνται πού είναι τα σύκα και πού η σκάφη, τι θέλει να πει με αυτόν τον τρόπο η γλώσσα που δεν μπορεί να το πει αλλιώς. Δεν απορούν πώς η διεκδίκηση του πραγματικού, του αληθινού, του ορθολογικού γίνεται μέσω της πιο «παράλογης» μεταφοράς, δεν τους βασανίζει το ερώτημα: «γιατί γράφω;». Οι φιλισταίοι καταναλώνουν το κείμενο σαν παντεσπάνι και ξεμπερδεύουν εύκολα με τα ενοχλητικά ερωτήματα: αφού δεν τα βλέπουν, δεν υπάρχουν.

Στο ζήτημα της θεωρίας μάς έχουν περικυκλώσει φαντάσματα και σκιάχτρα, μας έχουν ζώσει φόβοι και υποψίες. Οι φήμες για κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα, για συνωμοσίες εναντίον του ορθού λόγου και της επιστημονικής γνώσης, ενίσχυσαν τη βεβαιότητα της πρόβλεψης: ο κίνδυνος είναι πλέον ορατός, η απειλή επελαύνουσα. Οι δυνάμεις του καλού και της τάξης, παρά τις δικές τους εσωτερικές έριδες και πολυμήχανες αλληλοϋπονομεύσεις, συνασπίστηκαν για να αποκρούσουν τον εχθρό. Τα συνθήματα ήσαν ηχηρά και επείγοντα: έκαμαν λόγο για ανατροπή αξιών και αρχών, για τη φοβερή επιδημία του σχετικισμού, για βιασμό της αλήθειας, για γλωσσικό επικουρισμό, για επικράτηση εντέλει των βαρβάρων της θεωρίας και την κατάλυση της νομιμότητας που θεμελίωσαν οι πατέρες του Διαφωτισμού και οι θεματοφύλακες της κοινωνικής ευθύνης. Γρήγορα φάνηκε ότι η αντιπαράθεση με επιχειρήματα, ο συγκροτημένος δηλαδή διάλογος, ξεστράτιζε σε άγονες περιοχές. Τον χώρο κατέλαβε η γραφειοκρατία της σκέψης. Εκεί συναντήθηκαν οι επίσημοι δήθεν αντίπαλοι, κήρυξαν ανακωχή και με αμοιβαίες αντιμεταχωρήσεις αποκατέστησαν τις ισορροπίες. Τίποτε δεν πρέπει να είναι προς θάνατον. Όσοι έμειναν έξω από τον κύκλο της συναίνεσης και της αμοιβαίας αναγνώρισης, οι ακραιφνείς, κατά κάποιο τρόπο, «θεωρητικοί», αυτά τα «εγκεφαλικά τέρατα» της γραφής, οι «ανερμάτιστοι σαλτιμπάγκοι» του λόγου, οι «τσαρλατάνοι» της επιστήμης, παραδόθηκαν στη χλεύη και στην καταλαλιά. Οι τακτικές της χολερικής διαβολής και της μεθοδικής αποσιώπησης χρησιμοποιήθηκαν συμπληρωματικά από την πολιτισμική γραφειοκρατία για να ενισχυθεί καλύτερα η άμυνα κατά την υπεράσπιση χρόνιων συμφερόντων.

Ο κεχηνώς περίγυρος των ευαισθητοποιημένων περί τα τοιαύτα ένιωσε ανακούφιση που απετράπη τελικά η διασάλευση της ορθής τάξης από ερεβώδεις μεταμοντέρνους τρομοκράτες. Η αστική τους ορθοφροσύνη ήρθε στη θέση της, όταν πείστηκαν ότι το παιχνίδι συνεχίζεται όπως πριν. Υπήρχε κάποτε μια εποχή που η συναναστροφή και μόνο με τη «θεωρία» κόστιζε πολύ, αφού είχε σοβαρές συνέπειες για το μέλλον των απείθαρχων στην «αταξική» κοινωνία της σοβαρής λογιοσύνης. Για να κερδίσεις την αποδοχή της έπρεπε να ορκιστείς πίστη στις αρχές της κυρίαρχης νομιμοφροσύνης και να υποβληθείς σε ειδικές τελετές μύησης για να επικυρωθεί η εισδοχή σου στους κύκλους της. Βασικές αρετές για τη συντήρηση της θεσμικής εξουσίας, ιδιαίτερα στα πανεπιστήμια, ήταν η αλληλεγγύη προς τους ομοίους, η ομόνοια έναντι του κοινού εχθρού και η αποδεδειγμένη μετριότητα που εγγυάται ότι δεν θα γίνεις κάποτε «απειλή». Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτή η εποχή, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, έχει κλείσει τον κύκλο της. Λίγο οι αμυντικοί αυτοματισμοί και λίγο οι τοπικές ιδιαιτερότητες διακινούν, όχι την αντίδραση στον θεωρητικό λόγο (πού καιρός πια για κάτι τέτοιο), αλλά τη μοχθηρή απέχθεια σε ένα, ιδίας επινοήσεως, μεταμοντέρνο φάντασμα που περιλαμβάνει συλλήβδην και τη «θεωρία». Με τη λέξη «μεταμοντέρνο» δεν εννοείται κάτι συγκεκριμένο, αλλά ο,τιδήποτε θεωρείται κακό ή δεν αρέσει στους γραφειοκράτες της πολιτικής και πολιτισμικής ορθότητας. Δεν ήταν δύσκολο να γίνει αυτό, μολονότι πρέπει να αναγνωριστεί και να κατοχυρωθεί η ευρεσιτεχνία της στρατηγικής. Η σύνταξη με τον θεωρητικό λόγο δεν υπήρξε ποτέ ανώδυνη. Σε κάθε επίπεδο, επιστημονικό, ιδεολογικό, κοινωνικό και επαγγελματικό, έπρεπε να τα βγάλει κανείς πέρα με τις αγελαίες ύαινες της θεσμικής εξουσίας, ανεξαρτήτως της πολιτικής τους αμφίεσης.

Μπορεί η θεωρία να ενισχύθηκε πολλαπλώς από την ιστορική συγκυρία, κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, όταν φιλοξένησε ποικίλες, και συχνά αντιτιθέμενες, προσεγγίσεις της τέχνης και της λογοτεχνίας, όταν, στις ανθρωπιστικές επιστήμες, |φιλολογική ανάλυση, κριτική ερμηνεία| και |φιλοσοφικός στοχασμός| αναμείχτηκαν σε ενδιαφέρουσες αναθεωρήσεις του αισθητικού, του πολιτικού, του ιδεολογικού και του ιστορικού· στην πραγματικότητα όμως είναι πανάρχαια δραστηριότητα του πνεύματος. Δεν έχει νόημα να διαλέξει κανείς, τεχνοκρατικά, μια θεωρητική προσέγγιση ή να ενταχθεί σε μια σχολή ή σε ένα ρεύμα για να μαθητεύσει σε ακριβείς εφαρμογές, αν δεν διακατέχεται από το πάθος της απορίας και αν δεν τον τρώει το σαράκι της |περιέργειας|. Ο θεωρός, ως αξεδίψαστος ταξιδευτής στη γραφή και στην ανάγνωση, έχει ψηλή ματιά. Δεν βολεύεται εύκολα με τα νοήματα ούτε εφησυχάζει με προφανή ευρήματα Πάντα νομίζει ότι υπάρχει κάτι που τον ξεπερνά, ότι είναι πιασμένος σε ένα δίχτυ χωρίς τελική διαφυγή. Ωστόσο δεν σταματά ποτέ την περιπλάνηση: «θεωρίης είνεκεν εκδημείν». Τον ενδιαφέρει να παρατηρεί προσεκτικά και να εξετάσει λεπτομερώς, να αναπροσαρμόζει την πορεία του, σύμφωνα με τις γενικές του αρχές που δοκιμάζονται στην πράξη. Είναι πάντα έτοιμος να δεχτεί της προκλήσεις του ταξιδιού και τα αινίγματα του στοχασμού. Ο γνήσιος θεωρός δεν ενδιαφέρεται για μοντέλα, συστήματα, εφαρμογές, τεχνικές και μεθόδους που χρησιμοποιούν τη θεωρία ως πρόφαση για να συντονιστούν με την επικαιρότητα, χωρίς να πειραματιστούν με τη σκέψη και χωρίς να δοκιμαστούν στην περιπέτεια μιας |άλλης| γραφής. Πειραματισμός, δοκιμασία, απορία, δυσπιστία, αναστοχασμός, ανατρεπτικός λόγος είναι τα κυριότερα εφόδια για την άσκηση του θεωρείν. Πρόκειται, στις πιο ενδιαφέρουσες εκφάνσεις της, για |ετερότροπη στάση| με |ιδιόγλωσση φράση|, και όχι για ένταξη σε αρραγείς ομάδες, ούτε για αταλάντευτη προσχώρηση σε θεωρητικές ορθοδοξίες. Ο θεωρός μπορεί να αλλάζει κατεύθυνση, να υιοθετεί καινούργιους τρόπους, να συμπλέει με κοντινούς συντρόφους, ποτέ όμως δεν παύει να αναζητά τον δικό του δρόμο στον λόγο και στη σκέψη. Υπό την έννοια αυτή η θεωρία υπόσχεται στον καθένα έναν μοναδικό προορισμό χωρίς καμιά εγγύηση. Είναι ένα άνοιγμα στο άγνωστο, προς αυτό που κάνει τη γραφή μια αναπόφευκτα ριψοκίνδυνη πράξη αυτογνωσίας.

Αν δεχτούμε ότι η θεωρία προωθεί την αγωγή του νου και της φαντασίας στην περιπέτεια που λέγεται γραφή, τότε είναι αναπόφευκτη η διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν εγγυήσεις ορθότητας ούτε αποδείξεις ορθοδοξίας. Το στοίχημα δεν είναι με την αλήθεια αλλά με το ερώτημα για την αλήθεια της αλήθειας. Η θεωρία θέτει αναμφισβήτητα σε κίνηση έναν μηχανισμό παρέμβασης, όχι μόνο στα κείμενα αλλά και στους θεσμούς, με τη διαφορά ότι αφήνει ανοιχτή και προσωρινή την έκβαση της αναθεώρησης. Επιπλέον, στο ευρύτερο πεδίο της, αναπτύσσονται πολλές, και συχνά αντίθετες, τάσεις, και συγκροτούνται μορφές λόγου με μεγάλη απόκλιση από τον κυρίαρχο προσανατολισμό. Από την ίδια τη σύσταση της δυσπιστίας της η θεωρία δεν ακολουθεί την υποχρεωτική μονοδρόμηση της δογματικής βεβαιότητας· αντίθετα, απελευθερώνει ένα αστερισμό δημιουργικών επινοήσεων για να στοχαστεί εκ νέου τα ανθρώπινα πεπραγμένα, κυρίως στα έργα της φαντασίας και του νου. Αν όλα αυτά ακούγονται σαν μια πολύ ιδιοσυγκρασιακή αντίδραση στο ερώτημα «τι είναι η θεωρία;», τότε είναι αναγκαίο να δηλωθεί απερίφραστα: αν δεν διαλέξει κανείς τον δικό του δρόμο, όταν ο καιρός του συμπαραστέκεται με τη γενικότερη τροπή του, τότε πράγματι καταλήγει να γίνει τεχνοκράτης των θεωρητικών προσεγγίσεων, ένα είδος χαμαιλέοντα που σέρνεται πίσω από τις προτάσεις του συρμού, ένας διπλωμάτης της λογιοσύνης που διαφέρει πολύ λίγο από όσους δήθεν επιχειρεί να ανατρέψει –στην πραγματικότητα θέλει να τους διαδεχτεί φορώντας τη μοντέρνα λεοντή και μοιράζοντας τα αυγά του σε πολλά καλάθια.. Δανείζεται απλώς τη φρασεολογία της εποχής, μιμείται άτεχνα τα επιτήδεια τεχνάσματα των ειδώλων του, επαναλαμβάνει τα συνθήματα, οικειοποιείται τα επιχειρήματα, αλλά σπασμωδικά και ξώπετσα, δίχως ποσώς να νοιάζεται για τη βαθύτερη ανατροπή της σκέψης που προκαλεί η κρίσιμη προσωπική επένδυση στον θεωρητικό λόγο. Όταν η θεωρία αφομοιώνεται στην ακαδημαϊκή ηθική και στην πανεπιστημιακή πολιτική τότε τυφλώνεται μονίμως και εγκλωβίζεται στην απλή διαχείριση ιδεών και απόψεων.

Είναι βέβαια αλήθεια ότι καμιά προσωπική διαδρομή δεν ξεφεύγει από την ιστορική δέσμευση, καμιά ατομική πρωτοβουλία του στοχασμού δεν αναπτύσσεται εν κενώ, και αυτό ακριβώς συνέβη, όταν στις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80, για να μείνουμε στις πιο χαρακτηριστικές και αμφιλεγόμενες, οι συνθήκες επέτρεψαν στη θεωρία να ανθίσει και να δοκιμάσει τον λόγο της στην πολιτισμική και κοινωνική πραγματικότητα. Τότε ακριβώς, σημαντικοί εκπρόσωποι των ανθρωπιστικών επιστημών, αντέδρασαν στον παραδοσιακό εμπειρισμό και θετικισμό (που με το άλλοθι του ορθού λόγου συντηρούσαν την εξουσιαστική ρητορική μιας τσαλακωμένης αντικειμενικότητας), αλλά συνάμα έπρεπε να αναμετρηθούν και με τον λόγο της πολιτικής, με τους φενακισμούς της ιδεολογίας, με την αμεσότητα των κοινωνικών προβλημάτων, κάτι που τους ώθησε να αναψηλαφήσουν καθιερωμένες έννοιες, όπως «υποκείμενο», «μορφή», «περιεχόμενο», «ερμηνεία», «αλήθεια», «κοινωνική τάξη», «ασυνείδητο», «επανάσταση», «συγγραφέας», «φύλο», «ηθική», εν γένει όλο το λεξιλόγιο που είχε εμπεδωθεί, ως κάτι φυσικό και αυταπόδεικτο, στην επιστημονική γλώσσα της εποχής. Σε αυτό το εγχείρημα ο θεωρητικός λόγος συναντήθηκε με τη μαρξιστική σκέψη και μετρήθηκε, μεταξύ άλλων, με τα κινήματα της αριστεράς. Η συνάντηση δεν οδήγησε σε ένα ανέφελο ειδύλλιο, αντιθέτως προκάλεσε έντονες αναταράξεις και ισχυρούς κλονισμούς. Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά την κατάρρευση του ανύπαρκτου σοσιαλισμού και τη συρρίκνωση της αριστερής ιδεολογίας. Η θεωρία πήρε τότε μεγάλες αποστάσεις από τις παλιές της εξαρτήσεις και άρχισε να λογαριάζεται με τις παραχωρήσεις της σε σκοτεινές ουτοπίες, αφού προσδιορίστηκε, σε πολλούς τομείς και για μεγάλο διάστημα, από τις πολιτικές, ιδεολογικές και φιλοσοφικές διεργασίες στον χώρο της αριστεράς.

Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά: η αριστερά παλεύει να γλιτώσει από τα φαντάσματά της και να μετουσιώσει σε κάτι ορατό την ουσιαστική ανυπαρξία της, ενώ η θεωρία αγωνίζεται να ξεθολώσει τη ματιά της από το εκτυφλωτικό φως της παγκόσμιας ανατροπής που σάρωσε όλες τις κοινωνίες τις δυο τελευταίες δεκαετίες και την βρήκε αδύναμη και απροετοίμαστη να δίνει παλιές μάχες και να ασχολείται με χαμένες υποθέσεις. Εάν θέλει να βρει πάλι τον δρόμο της, πρέπει να απορροφήσει τους κραδασμούς της ραγδαίας μεταβολής στα μέσα επικοινωνίας, να υπολογίσει τη θέση της στη νέα ψηφιακή εποχή, να συνεκτιμήσει τις ανακατατάξεις και μεταλλάξεις της εξουσίας, να μελετήσει τη γλώσσα στο νέο περιβάλλον, να εξετάσει την τέχνη και τη λογοτεχνία, αφού πρώτα υπολογίσει τις αλλαγές που δεν πρόλαβε καν να αντιληφθεί αλλά ήδη τις έχει πίσω της. Το ίδιο ισχύει, και με πιο οδυνηρό τρόπο στη ζωή των ανθρώπων, για την αριστερά, σε μια εποχή που η κάθε εξουσία μεταμορφώνεται πριν καν γίνει αντιληπτή. Καθώς η αριστερά ψάχνει, τρεκλίζοντας και βραδυπορώντας, να αρθρώσει μια πειστική θεωρία για το κοινωνικό της πρόταγμα, η θεωρία, στην επίκαιρη εκδοχή της, παραπαίει ανάμεσα στον επιστημονικοφανή ναρκισσισμό της και στην αποενοχοποιητική ηθικολογία μιας πολιτικής ορθότητας made in USA. Δύσκολοι καιροί και για τη μια και για την άλλη. Ομολογουμένως, η σχέση τους ήταν πάντα ταραγμένη και ασταθής: ακόμη και στις πιο ευτυχείς συνευρέσεις η καχυποψία καιροφυλακτούσε. Η αριστερά δεν εμπιστεύτηκε τη θεωρία, την αντιμετώπισε συνήθως σαν εξεζητημένο διανοουμενισμό ή ακαδημαϊκή διαστροφή. Από την άλλη μεριά η θεωρία, όπως την εννοούμε εδώ, δεν δέχεται εύκολα κηδεμονίες και ντιρεκτίβες, δεν εμπιστεύεται καν τη δική της ματιά, αντιστέκεται στην αυθεντία του ίδιου του λόγου της, πόσο μάλλον στον ιδεολογικό δογματισμό, στη ματαιόσπουδη ρητορεία ή, ακόμη χειρότερα, στο συντεταγμένο κόμμα. Ωστόσο, θεωρία και αριστερά, ελπίζει κανείς ότι είναι πολύ πιο μακρινά ταξίδια για να περιοριστούν στον ιστορικό χρόνο της βιογραφίας μας ή να βουλιάξουν στο κακό παρελθόν των σχέσεών τους.

Το κεφάλαιο «Η θεωρία στην Ελλάδα» παραμένει για την ώρα άγραφο από τη μεριά της αριστεράς. Συνεχίζουν να το ταλαιπωρούν ανενόχλητοι, με το παραλήρημά τους, γνωστοί φιλολογικοί ακανθόχοιροι, οι οποίοι σε κάθε ενοχλητική σκιά από τα τάρταρα της θεωρίας, αντιδρούν παραπέμποντας μονίμως, με αποτυφλωμένο θράσος και εξοργιστική μονοτονία, στη γενιά του ’30. Αυτή είναι η κολυμβήθρα του Σιλωάμ για κάθε νόσο και μαλακία. Όποιο και αν είναι το ζήτημα, κάτι έχει να πει, φερειπείν, ο μέγας Σεφέρης εξαγνίζοντάς το και εξαντλώντας το «για πάντα». Από εκεί δανείζονται ακόμη, αφρίζοντας, τις φαντασιώσεις τους. Η αριστερή διανόηση, αντί να τους αντιμετωπίσει, τουλάχιστον με κριτική επιφύλαξη, συχνά τους πρόσφερε καταφύγιο, τους νομιμοποίησε και τους ανέχτηκε. Η ανατρεπτική ρητορική της για τα κοινωνικά ζητήματα, έναντι του μικροαστικού δισταγμού της για τη θεωρία και έναντι της σκανδαλώδους ηπιότητας στην αντιμετώπιση της κατεστημένης σκέψης και λογοτεχνίας, δεν φαίνεται να προξένησε, όπως θα περίμενε κανείς, απορίες ούτε σοβαρές αντιρρήσεις στους κόλπους της, ιδίως κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο και, ακόμη περισσότερο, μετά το 1989. Τα πράγματα ωστόσο πιέζουν. «Το φίδι που δεν μπορεί να αλλάξει δέρμα χάνεται» λένε οι σοφοί. Τα αυγά περιμένουν ακόμη άσπαστα. Το φίδι χωρίς πουκάμισο. Και η θεωρία εξόριστη.

Ο Δημήτρης Δημηρούλης διδάσκει Θεωρία και Ιστορία της Λογοτεχνίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο



Για μια Ιστορία κατοικήσιμη
(από τη Θεωρία, τη Λογοτεχνία, την Αριστερά – και όλους μας)

Του Πέτρου-Ιωσήφ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ

|Θα χάσουμε ακόμα και την ανάμνηση/ της συνάντησής μας/ κι όμως θα ξαναβρεθούμε/ για να χωρίσουμε και να ξανανταμωθούμε/ εκεί όπου ανταμώνουν οι νεκροί:/ στα χείλη των ζωντανών|
Σάμουελ Μπάτλερ

«Πες μου λοιπόν μπαμπά, ποια είναι η χρησιμότητα της Ιστορίας;». Διόλου τυχαία, αυτή είναι η αρχή του τελευταίου, ημιτελούς έργου, ενός από τους ελάχιστους ιστορικούς που θα μπορούσε κάποιος να καλέσει δικαίως ως μάρτυρα υπεράσπισής της. Παρά το πρωθύστερο σχήμα των μέγιστων ερωτημάτων και το χρονικά προσδιορισμένο των απαντήσεων, η έκθεσή τους είναι απαραίτητη: ποια Ιστορία; Χρήσιμη για ποιον/ποια; Πώς μπορεί να καθίσταται χρήσιμη μια κοινωνική επιστήμη; Στα όρια αυτού του κειμένου, με αυτά θα ασχοληθώ επί τροχάδην, συχνά σκοπίμως υπερερμηνεύοντας την πρώτη σελίδα της |Απολογίας για την Ιστορία| του Μαρκ Μπλοκ.

Ιστορία και θεωρία
Ένα παιδί ρωτά έναν επιστήμονα. Η Ιστορία, φυσικός διάδοχος του μύθου, συγκροτείται ως επιστήμη κατά τα πρότυπα των φυσικών επιστημών, μέσω κάποιων εξαγγελλόμενων αλλά προγραμματικών αποκλεισμών. Αποκλείεται η ρητορική –εν ονόματι της σαφήνειας και της μονοσημαντότητας. Αποκλείεται η μυθοπλασία –εν ονόματι του ομοιογενούς και αργότερα μετρήσιμου δεδομένου. Αποκλείεται η υποκειμενικότητα –εν ονόματι της αντικειμενικότητας, της σύμφωνης με το πνεύμα του καπιταλισμού ακαδημαϊκής ασκητικής. Οι κατηγορίες που αποκλείστηκαν από την επιστήμη, περικλείστηκαν στο χώρο της «λογοτεχνίας». Αποκλεισμοί, απαγορεύσεις, περιορισμοί, χάρη στους οποίους συγκροτήθηκε η ιστορική επιστήμη και η ιστορική κουλτούρα μας. Βαραίνουν ακόμα την Ιστορία, αλλά αποτελούν και το τίμημα που πλήρωσε για την ενηλικίωσή της.
Η δεύτερη σειρά αποκλεισμών, και η πλέον φανερή, αφορά στο ερευνητικό αντικείμενο: τα θεωρούμενα ως σημαντικά και αξιόλογα γεγονότα, η ιστορία των μεγάλων ανδρών, των ηγετικών ομάδων. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αυτή ήταν η Ιστορία μέχρι τη δεκαετία του 1930. Μόλις τότε οι «συνηθισμένοι άνθρωποι», όχι πια με τη μορφή του σιωπηρού πλήθους ή του «έθνους», τέθηκαν στο προσκήνιο της έρευνας. Πρώτα ως τμήμα ενός σχετικά αμιγούς συνόλου εντός μιας συγχρονίας, υπό το πρίσμα των κοινών τους γνωρισμάτων -παρά τη σχετική δημοκρατικότητά της, στα πρώτα της βήματα η «νοοτροπία» υπήρξε μια έννοια διαταξική. Σχεδόν ταυτόχρονα, ως μια σειρά αριθμών σε στατιστικούς πίνακες. Μέχρι τη δεκαετία του 1960, οι κοινωνίες του παρελθόντος εντάχθηκαν, κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο, στα ιστορικά έργα: ως κοινωνίες, ως τάξεις, ως επαγγελματικές κατηγορίες. Ως κανονικότητες. Έκτοτε, και μέχρι σήμερα, άρχισαν να εντάσσονται και τα θεωρούμενα μέχρι πρότινος «απορρίμματα» της Ιστορίας. Από τους «ταπεινούς», τους «συνηθισμένους», τους «άσημους», τους «ηττημένους», και φυσικά την πλέον απωθημένη κατηγορία, τις γυναίκες, περάσαμε στη μελέτη ατόμων ή ομάδων που στο πλαίσιο μιας κυρίαρχης ταξινόμησης θα μπορούσαν να κατονομαστούν ως εκπρόσωποι του ανορθολογικού, του εκκεντρικού, του αλλόκοτου.
Η άρση του τελευταίου αποκλεισμού είναι ίσως και η κρισιμότερη. Όχι από τη σκοπιά του περιεχομένου, αλλά κυρίως από αυτή της μορφής, της μεθόδου, των θεωρητικών προϋποθέσεων και των επεκτάσεων, που έχει ή φαίνεται να έχει στο συνολικό οικοδόμημα της Ιστορίας. Αυτό που άρχισε απλά ως μια περαιτέρω επέκταση, στις μέρες μας μοιάζει να έχει μεταβάλλει όχι μόνο τη διαρρύθμιση αλλά και τα ίδια του τα θεμέλια. Καταρχήν, τα τείχη των πρώτων αποκλεισμών, των πιο αόρατων και γι’ αυτό των πιο ανθεκτικών. Αναφέρομαι παραδειγματικά στον Φουκώ, στον θεωρητικό Φουκώ, ο οποίος καταδεικνύοντας τη χειρονομία του αποκλεισμού (της «τρέλας», της «παραβατικότητας», της «ανωμαλίας»), έθεσε στο επίκεντρο του προβληματισμού των κοινωνικών επιστημόνων την προβληματοποίηση της έννοιας της ταξινόμησης, της αναπαράστασης, της αντικειμενικότητας. Ο ιστορικός Φουκώ θα απασχολούσε πολύ λιγότερο: ενδιαφέρθηκε μάλλον για την έννοια και τη σημασία του αποκλεισμού, παρά για τους ίδιους τους αποκλεισμένους.
Ό,τι θα μπορούσε χάριν συντομίας να ονομαστεί γλωσσική και ανθρωπολογική στροφή, κλόνισε ακόμα περισσότερο τις βεβαιότητες της σύγχρονης Ιστορίας. Η γλωσσική στροφή, όχι μόνο υπενθύμισε στους ιστορικούς ότι είναι αναγνώστες και συγγραφείς κειμένων, και άρα, μεταξύ άλλων, χρήστες και ερμηνευτές ρητορικών τρόπων, αλλά, κυρίως, έκανε κάποιους να αναρωτηθούν ως και για το εφικτό μιας επιστήμης με αυτό το όνομα. Το όριο μεταξύ λογοτεχνικής, μυθοπλαστικής και ιστορικοεπιστημονικής αφήγησης τέθηκε πλέον ως πρόβλημα. Η ανθρωπολογική στροφή, εκριζώνοντας σε κάποια πεδία τον εναπομείναντα ντετερμινισμό, μετατόπισε το κέντρο βάρους στο πολιτισμικό, στη διερεύνηση της ταυτότητας και της συνείδησης, υπό το πρίσμα όχι πια της εξήγησης αλλά της ερμηνείας και της κατανόησης.

Ιστορία και αριστερά
Τα προηγούμενα ίσως εκθέτουν με αδρές γραμμές και πρόχειρα μια εσωτερική ιστορία της ιστορικής επιστήμης, όμως με τρόπο μάλλον δυσνόητο σε μη ειδικούς και σίγουρα ακατανόητο στο παιδί από το οποίο εμπνεύστηκε ο Μπλοκ την αρχή του έργου του. Με αυτή την παρατήρηση, προχωρώ αμέσως στην απάντηση της δεύτερης ερώτησης. Είναι πράγματι δύσκολο να επικοινωνείς «με σοφούς και σχολιαρόπαιδα» μέσω ενός κειμένου, και μάλλον παράδοξο να μιλάς |περί| των αποκλεισμένων, |εξ ονόματός τους|, αποκλείοντάς τους. Παρά τον συνεχή εκδημοκρατισμό της Ιστορίας (από τη σκοπιά των ερευνητικών αντικειμένων αλλά και των υποκειμένων, των ερευνητών), δεν σημαίνει ότι αυτή έγινε πιο «προσιτή» στους αναγνώστες της. Ο «εργάτης που διαβάζει» του Μπρεχτ, παρά την πληθώρα των ιστορικών έργων που έκτοτε απάντησαν στο ερώτημά του, ίσως να ανοίξει το δέκτη της τηλεόρασης κι ακούσει (και πεισθεί) πως τις «Εφτάπυλες Θήβες» τις έχτισαν εξωγήινοι. Σκοπίμως λαϊκιστική η χροιά της προηγούμενης φράσης, για να τεθεί έντονα ένα ζήτημα, η απάντηση του οποίου δεν βρίσκεται στην εκλαΐκευση αλλά στο ίδιο το θεμέλιο της Ιστορίας, αυτής τουλάχιστον που ενδιαφέρεται για τον εργάτη-αναγνώστη και για την άρση κάθε είδους αποκλεισμού.
Η φράση «προσιτή στους αναγνώστες» είναι φυσικά αμφίσημη. Προσιτό είναι κάτι που έχουμε μπροστά μας, κάτι που μπορούμε να αναγνωρίσουμε, κάτι οικείο ή οικειοποιήσιμο. Με αυτή την έννοια, οποιοδήποτε ιστορικό μυθιστόρημα, τηλεοπτική εκπομπή ή κινηματογραφική ταινία εποχής, θα είναι (αν στο μεταξύ δεν αλλάξει τίποτε) απείρως πιο «προσιτό» στον μη ειδικευμένο αναγνώστη ή θεατή, από οποιοδήποτε επιστημονικό ιστορικό έργο, τουλάχιστον από αυτά που κυκλοφορούν σήμερα.
Δεν είναι ζήτημα γλώσσας ή απλότητας ύφους η άρση των κυρίαρχων στερεοτύπων, η μεταβολή της κοσμοεικόνας, η τάση για υποταγή στην αυθεντία. Δεν είναι ζήτημα περιεχομένου. Συχνά, το ενδιαφέρον της ανάδειξης όσων οικοδόμησαν Εφτάπυλες Θήβες κατασκεύασε ιστορικά έργα δομημένα από τα παλαιά υλικά της Ιστορίας «των μεγάλων ανδρών», ως μίμηση και αντεστραμμένο είδωλό της. Παρότι απολύτως κατανοητή, τιθέμενη στον αστερισμό της πολιτικής πρακτικής μιας στρατευμένης ιστοριογραφίας, η προσφορά παραδειγμάτων προς μίμηση (exempla τα ονόμαζαν οι εισηγητές του μαθήματος της Ιστορίας στα σχολεία, οι ιησουίτες ρήτορες) μόνο βραχυπρόθεσμα ωφέλησε. Το στήσιμο ανδριάντων στους «ανώνυμους» ηττημένους της ιστορίας ή η συγγραφή ύμνων στην ετερότητα, παρότι ανακουφιστική δεν είναι λυτρωτική.
Έργο του ιστορικού που ενδιαφέρεται για την κοινωνική απελευθέρωση είναι η μερική επιστροφή της γνωστικής υπεραξίας στους παραγωγούς της ιστορίας: κάτι που έχουν χωρίς να το κατέχουν, κάτι που διαθέτουν χωρίς να το γνωρίζουν. Γράφοντας σε ένα είδος μελλοντικού ενεστώτα, φέρνοντας στο φως τα θεωρητικά, μεθοδολογικά εργαλεία του, τα (όχι πια) «μυστικά» του επαγγέλματός του, παρουσιάζοντας το οικείο ως ανοίκειο και το μακρινό ως εγγύτατο, ενθυμούμενος συνεχώς την ουσιώδη άγνοιά του, καθοδηγώντας τους αναγνώστες του και καθοδηγούμενος ταυτόχρονα από την εικόνα τους, δεν μπορεί παρά να ελπίζει σε μελλοντικούς αναγνώστες και μελλοντικούς ιστορικούς ικανότερους από τον ίδιο.
Η κριτική στον κυρίαρχο, η άρνηση των (τόσο οικείων) κοινών τόπων, των στερεοτύπων, δεν μπορεί παρά να αρχίζει από αυτά τα ίδια. Όσο απομακρυσμένο κι αν είναι, στο χρόνο ή το χώρο, το συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο του ιστορικού, το κύριο πεδίο παρατήρησής του παραμένει η ίδια η κοινωνία όπου ζει και γράφει. Η ελλιπής μελέτη της, η θέση που έχει ή που θα ήθελε να έχει εντός της, φανερώνεται και στο έργο του. Η εύρεση, εξέταση και παρουσίαση στον αναγνώστη των ιχνών του παρελθόντος στο παρόν, η ανάδειξη της διαφοράς, των οδών του παρελθόντος που αποδείχτηκαν αδιέξοδα, της ασυνέχειας, είναι κι αυτή μια καλή αρχή επικοινωνίας.

Ιστορία και αφήγηση
Πολλά ακόμα θα μπορούσαν να ειπωθούν, κι άλλα πολλά δεν θα μπορούσαν. Μια νέα γλώσσα και μια νέα μορφή ίσως θα χρειάζονταν, παρότι ο ιστορικός οικοδομεί χρησιμοποιώντας και μετασχηματίζοντας υλικά παλιά. Κρίνεται για τα παράθυρα, τις πόρτες, τη θέση των δωματίων σε σχέση με το ηλιακό φως. Το έδαφος είναι δεδομένο –δεν αλλάζει. Είναι απλώς ένας μάστορας που, στην καλύτερη των περιπτώσεων θα πάρει διαφορετικά χρώματα, φτιαγμένα από δάκρυα, και θα τα μετατρέψει σε αφήγηση, αναμένοντας ένα παιδί που θα ζητήσει ν’ ακούσει αυτήν, κι όχι κάποιο παραμύθι. Και αυτή θα του διηγηθεί, βοηθώντας το παιδί να αποκοιμηθεί, γνωρίζοντας, όμως, πως οι νεκροί θα παραμείνουν νεκροί, αλλά και ότι κάποια όνειρά τους είναι ικανά να μας ξυπνήσουν. Τίποτα άλλο δεν μπορεί να είναι η επιστήμη, η οποιαδήποτε κοινωνική επιστήμη, όσο προωθημένοι κι αν είναι οι λειτουργοί της. Το έδαφος της κοινωνίας και, όσον αφορά τον ιστορικό, το έδαφος της αφήγησης, είναι που πρέπει ν’ αλλάξει.

Ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης είναι ιστορικός



Από τις θεωρίες στη Θεωρία; Η ουτοπία της κυριολεξίας
(Εννέα, προς το παρόν, θέσεις)

Του Γιώργου ΒΕΗ
Στην Άννα Κατσιγιάννη

1. Από την παρακαταθήκη των ευσεβών μας πόθων να ορίσουμε την αλήθεια του όντος και βεβαίως την αλήθεια του λογοτεχνικού γράμματος, διαλέγω μια μισοξεχασμένη έκφραση του 19ου αιώνα, η οποία προφανώς δεν θέλει να αποκρύψει, μεταξύ άλλων, ούτε την εγγενή, ακραία μάλιστα γνωστική της ποιότητα. Οι αποστροφές που παραθέτω ανήκουν σε ένα εκρηκτικό, εμφανώς χαρισματικό τέκνο εκείνης της εποχής, εννοώ τον Gustave Flaubert, ο οποίος βρισκόταν διαρκώς μπροστά από όλους εν γένει τους συναδέλφους του στο χώρο της τέχνης του λόγου. Η διορατικότητά του δεν είναι η συνήθης. Κατά λέξη: «Όσο θα έχουμε διαπραγματευτεί σε κάποιο χρονικό πλαίσιο την ανθρώπινη ψυχή με την αμεροληψία εκείνη, την οποία επιστρατεύουμε στις φυσικές επιστήμες για να σπουδάσουμε την ύλη, θα έχουμε διανύσει ένα τεράστιο βήμα. Είναι το μόνο μέσον στη διάθεση της ανθρωπότητας, προκειμένου να τοποθετηθεί περί του εαυτού της. Τότε μόνον θα καθρεφτιστεί με ειλικρίνεια, χωρίς στρεβλώσεις, στο κάτοπτρο των έργων της. Θα καταστεί κάτι σαν θεός, θα κρίνει τον εαυτό της άνωθεν. Ναι, φρονώ λοιπόν πως αυτό μπορεί να συμβεί. Όπως ακριβώς παρατηρείται και στην επιστήμη των μαθηματικών, το θέμα απλούστατα είναι να βρούμε τη μέθοδο».
Το χρονικό διάστημα, το οποίο έχει διανυθεί από τότε έως σήμερα, είναι αντιστρόφως ανάλογο της ποιότητας της συνολικής προόδου, η οποία έχει σημειωθεί στον τομέα που μας αφορά. Οι θεωρίες περί τη λογοτεχνία γεννήθηκαν, ήκμασαν και παρήκμασαν με χαρακτηριστική ευκολία, χωρίς να παγιώσουν τον πολυπόθητο χρυσό κανόνα.
2. Στο βαθμό που «η σχέση μεταξύ ιδεολογίας και πραγματικότητας είναι πάντα μια ιστορική σχέση και σαν τέτοια καθορίζεται από μεταβολές της κοινωνίας», όπως συνόψισε προσφυώς ο Herbert Marcuse στο πέμπτο Διεθνές Συνέδριο Κοινωνιολογίας που πραγματοποιήθηκε στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ το 1962 (ιδέτε περιοδικό |Δευκαλίων|, τεύχος 19, Σεπτέμβριος 1977, σελ. 325), τότε και η θεωρία της λογοτεχνίας συμπαρασύρεται άμεσα από το κοινωνικό παίγνιο και ό,τι αυτό ενδεχομένως μπορεί εκασταχού εκάστοτε να σημαίνει. Εξ ου και ο εμφανής συμβατικός χαρακτήρας της.
3. Η ανασφάλεια της ζωής, ο τρόμος της ύπαρξης μπροστά στο χάος του κόσμου, η εντροπία του πολέμου και της ειρήνης των Εθνών, ο ανυποχώρητος μανιχαϊσμός των ιδεολογιών, ό,τι δηλαδή παράγει πρωτογενώς τη Λογοτεχνία των ορίων, αντικατοπτρίζεται κατ’ ανάγκην στις φοβίες, στις προκαταλήψεις, στα λογικά σφάλματα, στις απολυτοποιήσεις, στα παντοειδή πυροτεχνήματα μιας περιδεούς συνήθως θεωρίας. Η σχετικότητα της πρώτης είναι η αχίλλεια πτέρνα της άλλης. Ηλίου φαεινότερον: τα στεγανά είναι ανύπαρκτα. Οι επαφές και οι οσμώσεις των θεωρητικών κειμένων, με εκείνα της ως εκ των πραγμάτων ρευστής γραφής, είναι επόμενο να συμπαρασύρουν και τα πρώτα στον ίλιγγο του επαρκούς δήθεν υποκειμένου. Πίσω από την εικονική αυτοπεποίθησή της, τον αέρα μιας λίγο πολύ επιστημονικής αρτιότητας και επαγγελματικής συνέπειας, η θεωρία πάσχει από |ψεύδος|, συγγνωστό ή μη. Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να μιλήσουμε για τη μετάδοση ενός |πανίσχυρου ιού| από τη Λογοτεχνία στο θεωρητικό κείμενο.
4. Η ενίοτε άκρατη σχετικότητα της θεωρητικής πρότασης υπονομεύει την ερμηνεία ως κριτική δεοντολογία. Ο σχεδόν εκκωφαντικός αφορισμός του Λούντβιχ Βιττγκενστάιν, «Δεν διερμηνεύω, διότι αισθάνομαι μέσα στην παρούσα εικόνα σαν να είμαι στον οίκο μου», πιστοποιεί τη μόνη ίσως |δυνατή| αλήθεια: η σπουδή των θεωρητικών να υποτάξουν τον από τη φύση του ανυπότακτο λόγο, λογίζεται ως υψίστη ματαιότητα. Από την άποψη αυτή, οι περιστασιακοί θρίαμβοι της θεωρίας υπήρξαν κατά βάση είτε ακούσια διαφήμιση είτε εκούσια δυσφήμηση της δημιουργικής γραφής.
5. Είναι συναφής η επισήμανση: «Το παράδοξο της υστερονεωτερικής κατάστασης είναι ότι, ενώ η νεωτερικότητα ξεκίνησε το 1500 ως «χειραφέτηση του ανθρώπου» από παραδοσιακά δεσμά –το οποίο πάντα ισχύει ως πρόταγμα-, εντούτοις η άλλη, η γνωστική όψη της, η τάση του ανθρώπου για παντοδυναμία και αυτοθέωση, οδήγησε τελικά στη |μηδενιστική αυτοαναίρεση| του υποκειμένου: ο γνωστικός «θάνατος του θεού» έχει ως συνέπεια τον υπαρξιστικό «θάνατο του ανθρώπου» στην εποχή της «ασημαντότητας» -ιδέτε εν προκειμένω την ακροτελεύτια συνεπαγωγή στο |Δοκίμιο για τη γνώση και τον γνωστικισμό| του Θάνου Λίποβατς, εκδόσεις Πόλις, 2006, σελ. 102.
6. «Δεν γράφουμε αυτό το οποίο θέλουμε», διατείνεται ο Gustave Flaubert: πόσο μάλλον γράφει και τεκμαίρει με ασφάλεια και συνέπεια η θεωρία εκείνο ακριβώς το οποίο πράγματι επιδιώκει να θεμελιώσει. Γι’ αυτό ακριβώς, η αρχιτεκτονική της ορισμένες φορές συνέχεται από όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία συγκροτούν ένα κομψότατο σόφισμα.
7. H εμβληματική εμμονή του Gustave Flaubert είναι τελικά η εμμονή της ορθής γραμμής: «Στον κόσμο, καθόσον με αφορά, υπάρχουν μονάχα οι ωραίοι στίχοι, οι καλά ζυγισμένες αρμονικές, τραγουδιστές που άδουν, τα ωραία ηλιοβασιλέματα, το σεληνόφως, οι πίνακες με τα πολλά χρώματα, τα μάρμαρα της αρχαιότητας και τα πρόσωπα με τα έντονα χαρακτηριστικά. Τίποτε άλλο εκτός από αυτά. Θα προτιμούσα βεβαίως να είμαι ο Ταλμά παρά ο Μιραμπό, διότι ο πρώτος έζησε σε μια σφαίρα στιλπνότερης ωραιότητος. Τα πουλιά στα κλουβιά μού προκαλούν τόσο οίκτο, όσο και οι λαοί οι οποίοι ζούνε σκλαβωμένοι. Αν λάβουμε υπόψη όλη την πολιτική, υπάρχει μόνο ένα πράγμα το οποίο αντιλαμβάνομαι, κι αυτό είναι η επανάσταση. Μοιρολάτρης ως Τούρκος, φρονώ πως όλα όσα είμαστε σε θέση να πράξουμε για την ανθρώπινη πρόοδο ή το μηδέν, είναι το ίδιο και το αυτό πράγμα.» (Ιδέτε την επιστολή του προς τη Louise Colet, στις 6-7 Αυγούστου 1846.)
8. Είναι σχεδόν αυτονόητο: η Λογοτεχνία είναι πάντα de facto ένα βήμα (τουλάχιστον) μπροστά από τη θεωρία. Το κενό δεν γίνεται να καλυφθεί: η διαφορά αυτής της φάσης προκαλεί το περιώνυμο άγχος της θεωρίας.
9. «Και εκ πολλής συνουσίας γιγνομένης περί το πράγμα και του ζην εξαίφνης οίον από πυρός πηδήσαντος εξαφθέν φως εν τη ψυχή γενόμενον αυτό εαυτό ήδη τρέφει» ή, σε μετάφραση του Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου, «και από την πολλή επικοινωνία με το ίδιο πράγμα και από τη συνάφεια μαζί του, έξαφνα, σαν από μια σπίθα, που ανασπίθισε, γεννιέται μέσα στην ψυχή ένα φως, που μόνο του πια τρέφει τον εαυτό του»: η πλατωνική προοπτική του τοκετού του απώτερου νοήματος ή της διεξοδικής θεωρίας, μέσα από την επίμονα στοχαστική πρόσληψη του αντικειμένου, είναι δυνατή στο βαθμό που θα ανακαλυφθεί ο άλλος, ο |ενδεχόμενος| λόγος.

Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής


(αν) Μία είναι η ουσία, δεν υπάρχει θεωρία

Του Βασίλη ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ

Από την πρώτη της εμφάνιση ώς πρόσφατα, η “λογοτεχνική θεωρία” στην Ελλάδα αποτέλεσε αντικείμενο ομόθυμης και αγανακτισμένης απόρριψης. Δεξιοί και αριστεροί, παραδοσιακοί και προοδευτικοί, εθνολάτρες και εθνοκτόνοι ενώθηκαν εναντίον της, με αποκορύφωμα το περίφημο “Όλα τα ΄χε η Μαριωρή, ο Ντεριντά της έλειπε”. Οι ξένοι θεωρητικοί μεταφράζονταν, για να γελοιοποιηθούν πάραυτα. Όμως, εδώ και λίγα χρόνια αυτά σταμάτησαν. Κανείς δεν είναι πια κατά της θεωρίας. Όλο και κάποιος την επικαλείται, όλο και κάποια την χρησιμοποιεί, όλο και κάποιοι την συζητούν. Αυτό δεν σημαίνει ότι η θεωρία έγινε επιτέλους αποδεκτή. Κάθε άλλο μάλιστα.
Απλούστατα, η θεωρητική έρευνα έχει επικρατήσει τόσο πολύ σε όλο τον κόσμο (κι όχι μόνο το Δυτικό), που πια κανείς εν Ελλάδι δεν τολμά να είναι εναντίον της, για να μη φανεί καθυστερημένος. Για καιρό πολύ, οι διώκτες της κράδαιναν γαλλικές, γερμανικές και αμερικανικές μεθόδους του 1920-30 και προειδοποιούσαν τους υποψιασμένους: “Μόδα είναι, θα περάσει”. “Είδατε πώς άλλαξε γνώμη ο Τοντορόβ; Αφήστε λοιπόν τον Τζαίημσον και ξαναπιάστε τον Στάινερ”. “Μην τρώτε το κουτόχορτο που τους ταΐζουν στο αμερικάνικο πανεπιστήμιο”. Όμως τα χρόνια πέρασαν και η “μόδα” όχι μόνο δεν υποχώρησε αλλά αποδείχτηκε πως ήταν μείζον διανοητικό κίνημα, που τελικά συνυφάστηκε με την προβληματική μας, την οποία και εξακολουθεί να καθορίζει, σε βαθμό μάλιστα που δεν “κάνουμε” θεωρία, όπως παλιά, αλλά σκεφτόμαστε με αυτήν. Δεν κάνουμε πια θεωρία καθεαυτή, γιατί είμαστε όλοι θεωρητικοί. Όπως φαίνεται σε όλα τα επιστημονικά περιοδικά παγκοσμίου κύρους, σήμερα δεν νοείται μη θεωρητικός στοχασμός περί λογοτεχνίας ή άλλης τέχνης.
Έτσι, το αντιθεωρητικό στρατόπεδο της Ελλάδος προσαρμόστηκε στη νέα πραγματικότητα και άλλαξε τακτική. Κανείς πια δεν απορρίπτει τη θεωρία. Τώρα όλοι είναι εναντίον των υπερβολών της: “Καλή και χρυσή αλλά μην το παρακάνουμε γιατί θα πέσουμε στο μηδενισμό”. Κανείς δεν τολμά να την απορρίψει αλλά και κανείς δεν την εναγκαλίζεται. Όλοι την κρατούν σε απόσταση ασφαλείας: “Δε λέω, χρήσιμη, όμως μακριά από ακρότητες. Και προ παντός, σεβασμό στο κείμενο”. Μας θυμίζουν λοιπόν πως λίγη θεωρία μπορεί να μην βλάφτει αλλά αποστολή μας παραμένει να υπηρετούμε το έργο του συγγραφέα.
Γι αυτό το λόγο, δεν υπάρχει στην Ελλάδα μελετητής που να λέγεται ότι εξασκεί ψυχαναλυτική, φαινομενολογική, γενεαλογική, αποδομητική, φεμινιστική, μεταποικιοκρατική ή άλλη λογοτεχνική κριτική. Προσοχή στη διαφορά: ναι μεν βρίσκουμε στοιχεία τέτοιων προσεγγίσεων σε μεμονωμένες μελέτες, όμως δεν έχουμε, όπως στον υπόλοιπο κόσμο, κριτικούς και επιστήμονες που αφιερώνουν ολόκληρο ή μέγα μέρος του έργου τους στον αναστοχασμό μιας σχολής σκέψης. Επικρατεί ένας επιφυλακτικός εκλεκτισμός: πολλοί παίρνουν κάτι από διάφορους θεωρητικούς, όμως φυλάγονται να μη “χρωματιστούν”, να μη φανεί πως ταυτίζονται με μια συγκεκριμένη φιλοσοφική κατεύθυνση.
Τώρα λοιπόν που η θεωρία έγινε αναγκαστικά ανεκτή, λόγω παγκοσμίου γοήτρου και όχι περιεχομένου, λειτουργεί κάπως σαν τη ζάχαρη ή το αλάτι. “Θα πάρετε λίγη ακόμη Μπάτλερ με τη Γαλανάκη σας; Πώς προτιμάτε τον Παπαδιαμάντη, με Λεβινάς ή με Μπαντιού; Να σας βάλουμε λίγο Μπάμπα στον Καζαντζάκη σας ή θα τον πάρετε σκέτο; Παραρίξατε Ζίζεκ στο Βαλτινό και πίκρισε”. Σκοπός είναι να ταιριάξει η θεωρία με τις φιλολογικές προτιμήσεις του καθενός, ώστε να τις επιβεβαιώσει, όχι να τις αναστατώσει.
Η τρέχουσα, μουδιασμένη ανοχή της θεωρίας, θυμίζει εκείνες τις παλαιότερες αντιδράσεις στο προοδευτικό ροκ: μόλις η μουσική ροκ άρχισε να προχωρεί πέρα από το τρίλεπτο κουπλέ-ρεφραίν, να πειραματίζεται και να υπονομεύει, η ελληνική εκδοχή της (με ελάχιστες εξαιρέσεις) δεν τόλμησε να συμπορευθεί και προτίμησε να αποφύγει κακοφωνίες και παρόμοιες “ακρότητες”. Και τι έκανε για να δικαιολογήσει το συντηρητισμό της; Ισχυρίστηκε πως δεν υπάρχει λόγος να διακινδυνεύσουμε τίποτε, διότι ήδη έχουμε το δικό μας ροκ: “Βασιλειάδου και Αυλωνίτης... κι η Βλαχοπούλου στη Σαραντάρα... και η Μελίνα ντυμένη Στέλλα”. Η ιδέα γοήτευσε και καλλιεργήθηκε σε πολλούς χώρους, με αποτέλεσμα να αποκτήσουμε ένα ροκ και ιθαγενές και οικείο και μετριοπαθές –“το ροκ του μέλλοντός μας”. Έτσι, δεν ξεφύγαμε από τις παλιές και ασφαλείς “τροχιές”.
Ας το παραδεχτούμε πια, πως η επίσημη ελληνική αριστερά αντιμετώπισε κάθε πρωτοπορία, τόσο καλλιτεχνική όσο και φιλοσοφική, με την ίδια άρνηση. Απέρριψε και το ροκ και τον Γκράμσι, και την Αφαίρεση και τον Λυοτάρ, και τον Καρυωτάκη και τον Κάλας. Δεν ενδιαφέρθηκε για Φουτουρισμό (όπως έγινε στη Ρωσία) ή για Υπερεαλισμό (όπως στη Γαλλία) ή για σειραΐκή μουσική (όπως στην Ιταλία). Έμεινε προσκολλημένη στην παράδοση, την ιθαγένεια, τη ρωμιοσύνη, ακριβώς όπως έκαναν και οι πολιτικοί της αντίπαλοι. Αντί να καλλιεργήσει γούστο, άναψε καημούς, αντί να δημιουργήσει παιδεία, έσβησε μεράκια. Έτσι, η διαδήλωση και η απεργία παγιδεύτηκαν πολιτιστικά ανάμεσα σε ένα μυθολογημένο τσάμικο και ένα αισθητικοποιημένο ζεϊμπέκικο.
Πριν φορέσουν φουστανέλα στον Φουκώ, ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν δυο πράγματα. Πρώτον, η θεωρία κινείται στο χώρο της επιστημολογίας, όχι της μεθοδολογίας. Δεν προσφέρει ερμηνευτικές συνταγές που τις εφαρμόζουμε σε κείμενα και φαινόμενα, για να τα καταλάβουμε καλύτερα και μετά να βγούμε με την παρέα μας σαν να μην έγινε τίποτε. Η θεωρία έφερε μια επανάσταση σε πολλούς κλάδους, ακριβώς γιατί δεν βελτιώνει τα διαθέσιμα μέσα, δεν παράγει καλύτερα αποτελέσματα. Αυτό που κάνει είναι να αναθεωρεί, να ανασκευάζει, και συχνά να ανατρέπει. Προκαλεί επιστημολογική σύγχυση, διότι θέτει θέμα θεμελίων. Ο θεωρητικός στοχασμός δεν σου μαθαίνει περισσότερα, σου αποκαλύπτει καινούργια. Δεν είναι Μάρκος Αυγέρης, Τάσος Βουρνάς ή Βάσος Βαρίκας, δεν περιλαμβάνει διαφωνίες Μαλάνου-Τσίρκα, δεν αξιολογεί αστικά ποιήματα ούτε σοσιαλιστικά διηγήματα. Όλα αυτά έχουν κάπου την θέση τους και κανείς δεν λέει να σταματήσουν. Η θεωρία όμως είναι σαν την ειδοποιό διαφορά μεταξύ Βηλαρά και Σολωμού, Τερζάκη και Μπεράτη, |Κιβωτίου| και |Τρίτου στεφανιού|: όταν γνωρίσεις το πρώτο, παύει να σε αφορά το δεύτερο.
Το δεύτερο ζήτημα είναι πως η θεωρία προέκυψε ως ριζική αμφισβήτηση, ασέβεια, πρόκληση. Το διάβασμά της εκνευρίζει κι αναστατώνει. Στο χώρο των φιλολογικών σπουδών, όπου πρωτοεμφανίστηκε, λειτούργησε ως μια εξέγερση αναγνωστών: τα ρομαντικά είδωλα του ωραίου, του διαχρονικού, του ταλέντου και του κειμένου γκρεμίστηκαν, και μπορέσαμε ξανά να διαβάσουμε άφοβα, δημιουργικά, ιστορικά, υλιστικά, πολιτικά. Η θεωρία ήταν αναρχία και αυτονομία: δεν ήταν σημαίνον-σημαινόμενο, ωμό-μαγειρεμένο, συνειδητό-ασυνείδητο, ευρωκεντρικό-περιθωριακό, αρσενικό-θηλυκό, μονοφωνικό-πολυφωνικό, αλλά ήταν σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Ακόμη και σήμερα, η θεωρία κλονίζει δομές και βραχυκυκλώνει συστήματα. Αυτό φάνηκε καθαρά από τη χρήσιμη αναταραχή που προκάλεσε, όταν στην Ελλάδα εισήχθη, με πλήρη συνέπεια, στην Ιστορία και την Ανθρωπολογία. Με δυο λόγια, αν δεν θορυβεί και δεν απειλεί, δεν είναι θεωρία αλλά αίτηση για θέση σε Τμήμα Φιλολογίας.
Υπάρχει μια μείζων αυτοκριτική, που δεν έχει ακόμα γίνει. Αφορά το βαθύτατο συντηρητισμό της αριστερής αισθητικής, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στις άλλες τέχνες. Καλώς αναγνωρίζονται στις μέρες μας κριτικοί της |Επιθεώρησης Τέχνης| που αντιστάθηκαν στην κομματική γραμμή. Λέει όμως κανείς ότι αντιστάθηκαν στο όνομα μιας Βικτωριανής αισθητικής και μιας παράλληλης αντίδρασης στο ριζοσπαστικό μοντερνισμό; Σύγκρινε κανείς τη δουλειά τους με τα γραφτά σύγχρονών τους στη Δύση, να δει πόσο οι Έλληνες ήταν κοντά στον Λήβις και μακριά από τον Ραίημον Γουΐλλιαμς; Γιατί δεν λέμε ποτέ ότι δεν είχαν ιδέα για τον Ρωσικό Φορμαλισμό και τη Σχολή της Φρανκφούρτης; Γιατί δεν εκπλησσόμεθα που οι λογοτεχνικές, μουσικές και εικαστικές προσεγγίσεις και προτιμήσεις τους δεν διέφεραν από εκείνες των συναδέλφων τους στις |Εποχές|, ακόμη και στη |Νέα Εστία|, ενώ διέφεραν κατά πολύ από όσους έγραφαν στο |Πάλι|; Το ζήτημα όμως είναι ακόμη γενικότερο.
Από τον Δεύτερο Πόλεμο ώς σήμερα, τα ελληνικά αριστερά έντυπα ζουν μια σχιζοφρένεια: οι κοινωνικο-οικονομικές και οι καλλιτεχνο-πολιτιστικές σελίδες τους μιλούν διαφορετικές γλώσσες και προωθούν διαφορετικά προτάγματα. Μια ριζοσπαστική πολιτική συνυπάρχει με μια συντηρητική κουλτούρα (βαθιά αντίφαση που ενσάρκωσαν πλείστοι αριστεροί διανοούμενοι, από τον Ρίτσο ώς τον Θεοδωράκη και τον Τάσσο). Το μόνο έντυπο όπου οι συγγραφείς ανέλυαν με τον ίδιο τρόπο, τόσο τεκταινόμενα πολιτικής όσο και φαινόμενα τέχνης, ήταν οι |Μαρτυρίες|, οι οποίες πρέπει να αποτελέσουν το μέτρο μελλοντικών συγκρίσεων.
Η σημερινή πρόκληση για τις φιλολογικές και γενικά πολιτιστικές σπουδές στην Ελλάδα απηχεί την ανέκαθεν προβληματική σχέση της αριστερής σκέψης με τη ανατρεπτική φιλοσοφία και κουλτούρα: τι προτιμούν οι προοδευτικοί φιλόλογοι, κριτικοί και δοκιμιογράφοι –μια θεωρία λάιτ, εκλεκτική, επιφυλακτική, συμφιλιωτική, η οποία δεν αμφισβητεί τίποτε ούτε δυσαρεστεί κανένα αλλά απλώς επικυρώνει με νέους τρόπους το ισχύον και το κρατούν ή μια θεωρία δύσπιστη, εκκωφαντική, ανατρεπτική, που δεν θέλει πια να ερμηνεύει “αριστουργήματα” αλλά να αλλάξει τον κανόνα; Το ερώτημα είναι βασικό: η παγκόσμια θεωρία ήταν πάντα και παραμένει αριστερή –πότε η ελληνική αριστερά θα τολμήσει να γίνει θεωρητική;

Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος κατέχει την Έδρα Κ. Π. Καβάφη στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν


Από την ουτοπία στη λαϊκή λογοτεχνία;

Της Τιτίκας ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ

«Το δικό μου πραγματικό πρόβλημα με τις ουτοπίες, όπως και πολλών άλλων, με όλες τις γνωστές μας ουτοπίες, δεν είναι μόνο ότι δεν υπήρξαν πουθενά προηγουμένως, αλλά ότι φαντάζουν σαν ονειρεμένοι παράδεισοι που ουδέποτε θα μπορούσαν να υπάρχουν πάνω στη γη. [...] Πολύ περισσότερο, μπορούν να χρησιμοποιηθούν –και έχουν χρησιμοποιηθεί– ως δικαιολογίες φρικτών λαθών», λέει ο Ιμάννουελ Βάλλερσταϊν. Και για να επαναφέρει την ουτοπία στη συζήτηση περί ενός μέλλοντος εκτός καπιταλισμού, χωρίς τις αρνητικές της συνδηλώσεις, αντιπροτείνει την ουτοπιστική. Το ζήτημα εν προκειμένω δεν είναι να συγκρίνουμε τις απόψεις του Βάλλερσταϊν με αυτές του Φρέντρικ Τζέιμσον, ο οποίος εδώ και δεκαπέντε τουλάχιστον χρόνια ασχολείται με την ουτοπία και, στις |Αρχαιολογίες του μέλλοντος| που προσφάτως κυκλοφόρησαν στα ελληνικά (εκδόσεις Τόπος), καταθέτει την άποψή του για τη λειτουργία και την αναγκαιότητά της. Ούτε να αποθεώσουμε το βιβλίο του Τζέιμσον που, παρά τα θετικά του όσον αφορά τη θέση της ουτοπίας στον προβληματισμό της αριστερής κριτικής σήμερα, είναι αρκετά μπερδεμένο – ειδικά για τον έλληνα αναγνώστη που ενδεχομένως δεν είναι εξοικειωμένος με τα έργα της επιστημονικής φαντασίας στα οποία αναφέρεται. Στόχος μας είναι μάλλον να διερευνήσουμε την ανάγκη που ωθεί την αμερικανική νεομαρξιστική κριτική να επαναφέρει την έννοια της ουτοπίας στη μελέτη της λογοτεχνίας (Τζέιμσον), στο πλαίσιο μιας γενικότερςη συζήτησης περί επιστήμης, πολιτικής, ηθικής και τέχνης (Βαλλερστάιν).
Προφανώς, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Τζέιμσον συνδέει την ουτοπία με την επιστημονική φαντασία, υπονομεύοντας τον ισχυρό κλασικό κανόνα που ευαγγελίζεται και προασπίζει ο Χάρολντ Μπλουμ. Η επιστημονική φαντασία αποτελεί ενδεχομένως μια απάντηση, μαζί με το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα, στο αίτημα για «λαϊκή» λογοτεχνία, που διατυπώνεται από πολλές πλευρές σήμερα, μπροστά στην επέλαση της ελαφριάς λογοτεχνίας, την κρίση της θεωρίας, τη διαρκή μείωση του ενδιαφέροντος για τις θεωρητικές σπουδές, την κουλτούρα της εικόνας και την «αλλοτρίωση» της ψηφιακότητας. Εν ολίγοις, μπροστά στο τοπίο ενός επικείμενου τέλους της λογοτεχνίας, όπως το σχεδιάζουν οι κριτικοί και οι θεωρητικοί, ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού.
Στο πλαίσιο αυτό, κάποιοι προοδευτικοί διανοούμενοι, όπως ο Τσβετάν Τοντόροφ, κηρύσσουν την επιστροφή στη λαϊκή, ρεαλιστική λογοτεχνία, σε μια αντιμοντερνιστική και αντιμεταμοντερνιστική σύμπνοια με πολλούς άλλους, συντηρητικούς στοχαστές. Η θέση τους αυτή εντάσσεται σε μια συνολικά «θετική» αντίληψη περί λογοτεχνίας, που απορρίπτει συλλήβδην τον μηδενισμό, τον σολιψισμό, την αυτοαναφορικότητα, την ομφαλοσκόπηση που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης δημιουργίας.
Δεν θα αναφερθούμε στον |Δυτικό Κανόνα| και τις γνωστές τοις πάσι διαμάχες των αμερικανικών πανεπιστημίων, παρότι οι αδιαμφισβήτητες υπερβολές των πολιτισμικών σπουδών έριξαν πολύ νερό στο μύλο της συντήρησης. Σήμερα, σε μια εποχής κριτικής νηνεμίας, όσο και αγωνίας, με την κριτική να κατηγορεί την κριτική και την ίδια τη λογοτεχνία για την υποχώρηση της λογοτεχνίας, με τη μορφή που τη γνωρίζαμε τους δύο τελευταίους αιώνες, βλέπουμε να αναπαράγονται σχήματα γνωστά, τόσο σε επίπεδο επισήμανσης των αιτίων της κρίσης όσο και προτεινόμενων λύσεων. Βλέπουμε δηλαδή να προβάλλεται ο θετικός ήρωας και η αισιοδοξία, σε συνάρτηση με το ρεαλισμό, ως η πανάκεια απέναντι στην υποβάθμιση, όχι μόνο της λογοτεχνίας ως δραστηριότητας, αλλά της Λογοτεχνίας ως κυρίαρχης συνιστώσας κοινωνικοποίησης και συμμετοχής στον πολιτισμό. Αν όμως η απάντηση στην ουτοπική επιθυμία είναι η δυστοπία της επιστημονικής φαντασίας, ως αντεστραμμένο είδωλο της επιθυμίας καθαυτήν, τότε η απάντηση στην ουτοπική επιθυμία για μια νέα, λαϊκή λογοτεχνία, την οποία και πρέπει συντεταγμένα να αναζητήσει η αριστερή κριτική, είναι ίσως πολύ πιο περίπλοκη από ό,τι φανταζόμαστε, για τους ακόλουθους λόγους:
-Ο Τοντορόφ μας καλεί να επιστρέψουμε στη λαϊκή λογοτεχνία που έθρεψε γενιές και γενιές, προσφέροντάς τους μια πρώτη, συνεκτική εικόνα του κόσμου. Χωρίς να αρνούμαστε την αξία του Αλέξανδρου Δουμά ή του Ιουλίου Βέρν, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τη συγκρότηση, τις προσλαμβάνουσες των νέων αναγνωστών, των οποίων οι αναγνωστικές πρακτικές προσδιορίζονται από τη συναίρεση του γραπτού με το οπτικοακουστικό και την κυριαρχία της κινούμενης εικόνας.
-Η επιστημονική φαντασία, η λογοτεχνία του φανταστικού και η αστυνομική λογοτεχνία (είδη που προκαλούν κρίσεις υστερίας σε πολλούς διανοούμενους και μελετητές) πρέπει ίσως να αντιμετωπιστούν σε άλλη προοπτική.
-Ο Τονοτορόφ βάλλει κατά του μηδενισμού, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι η άρνηση της κοινωνίας αποτέλεσε, ήδη από την εποχή του ρομαντισμού, οργανικό στοιχείο αυτοπροσδιορισμού του καλλιτέχνη, που διακατέχεται από την ανεκπλήρωτη, αν όχι ανέκφραστη, ουτοπική επιθυμία.
-Αγνοώντας τη ρομαντική διάσταση του μηδενισμού και της δυστοπίας, καταδικάζει στο πυρ το εξώτερον μια ολόκληρη συνιστώσα της λογοτεχνίας με αμφίβολα ιδεολογικά κριτήρια• ή, για να ακριβολογούμε, με κριτήρια που παραπέμπουν στον περίφημο «θετικό ήρωα» και το «νέο άνθρωπο», αν όχι και σε έναν σοσιαλιστικό ρεαλισμό νέας κοπής.
-Θεωρώντας δεδομένους τους κύκλους που κάνει τόσο η λογοτεχνία όσο και η κριτική της, δεν μπορούμε παρά να κατανοήσουμε την αντίδραση στον μοντερνισμό (ύστατη απόληξη του ρομαντισμού) και το τελευταίο στάδιό του, τον μεταμοντερνισμό. Στην ιστορία, η απόρριψη ενός ρεύματος οδηγεί σε ένα άλλο και τα στάδια ηρεμίας διαδέχονται αυτά της παραφοράς. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να περιμένουμε μια επανάληψη διαδικασιών. Όπως επεσήμανε ο Ρολάν Μπαρτ, η παλινδρομική κίνηση από το παρελθόν στο παρόν -και το αντίστροφο- είναι σπειροειδής και το αυτό εμπεριέχει το έτερο. Αν ο ρομαντισμός γέννησε ως αντίδραση τον ρεαλισμό και συνεχίστηκε μέσα από τον μοντερνισμό, δεν σημαίνει ότι ανάλογες ακριβώς εξελίξεις θα πρέπει να περιμένουμε και σήμερα, με δεδομένη την αλλαγή παραδείγματος που εισηγείται η ψηφιακότητα.
-Όπως ωραία το θέτει ο Αντουάν Κομπανιόν, δεν είναι ώρα να μιλάμε για τέλος της λογοτεχνίας, όταν άλλοι κλάδοι, όπως η ιστορία και η ηθική φιλοσοφία, την προσεγγίζουν. Με δεδομένη την επιστροφή της Ιστορίας στη λογοτεχνία, η αριστερή κριτική πρέπει, κάτι ιδιαιτέρως δύσκολο, να προσδιορίσει το νέο τρόπο ενσωμάτωσης του ιστορικού στο λογοτεχνικό. Είναι προφανές, ότι τα ιστορικοφανή ευπώλητα του συρμού έχουν ακυρώσει κάθε συνθήκη αληθείας, αλλά και ότι η μεταμυθοπλασία δεν έχει καταφέρει να αναγάγει την αμφιβολία της σε πειστικό λογοτεχνικά λόγο, συχνά λόγω της σύνθετης κατασκευής της.
-Η Ελλάδα σε επίπεδο θεωρίας και κριτικής πάντα ακολουθεί τις εξελίξεις με μεγάλη απόσταση, χρονική αλλά και ουσιαστική. Φαινόμενο γενικευμένο η απόσταση αυτή, έχει εξίσου κακές και καλές συνέπειες. Για παράδειγμα, η καθυστέρηση και η αποσπασματικότητα ενσωμάτωσης του οργισμένου αριστερού κριτικού λόγου των τεσσάρων τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα στην ελληνική επιχειρηματολογία, θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την ταχύτερη μετάβαση στην επόμενη φάση. Μεταξύ σοβαρού και αστείου, τα αποτελέσματα της απόστασης αυτής είναι ανάλογα με την εφαρμογή του κλήρινγκ για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης του 1930. Στην Ελλάδα, είχε και θετικά αποτελέσματα!
-Η αριστερή κριτική, για να ορίσει μια νέα λογοτεχνία σε μια ριζικά νέα εποχή, όπως η δική μας, στην οποία η ψηφιακότητα και τα δίκτυα αλλάζουν τα συστήματα γραφής και ανάγνωσης, δεν πρέπει να ξεχνά κάποιες βασικές αρχές ιδεολογίας, όπως αυτή του Φουκώ: «υποθέτω ότι σε κάθε κοινωνία η παραγωγή των λόγων ελέγχεται, υπόκειται σε επιλογή, οργανώνεται και ανακατανέμεται με βάση μια σειρά διαδικασίες, που ρόλος τους είναι να εξορκίσουν τις δυνάμεις και τους κινδύνους των λόγων αυτών, να ελέγξουν το τυχαίο γεγονός που μπορεί να τους συνοδεύει, να αποφύγουν τη βαριά, φοβερή τους υλικότητα».
Η αριστερή κριτική στην Ελλάδα είναι ίσως για πρώτη φορά απαλλαγμένη από το βάρος του διχασμού και της πόλωσης, και μπορεί να αρθρώσει λόγο αποτελεσματικό για το μέλλον. Το οποίο φυσικά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει, παρά μόνο να εικάσει, μελετώντας τις συνιστώσες της προετοιμασίας του.

Η Τιτίκα Δημητρούλια είναι κριτικός λογοτεχνίας



Μετά τον Μάη του ’68: η αριστερά και η μετανεωτερικότητα

Της Νάντιας ΒΑΛΑΒΑΝΗ

Μετά από μια πολιτική ήττα, δεν ξεστρατίζουν μόνο οι άνθρωποι αλλά και οι ιδέες. Το συμπέρασμα όμως ενός απ’ τους πρωτεργάτες του γαλλικού Μάη, του Αλέν Ζοσμάρ, ότι αν δεν είχε προηγηθεί ο Μάης του ’68 δεν θα είχε υπάρξει ο νεοσυντηρητισμός, οδηγεί πολύ μακριά. Πρώτον, επειδή υπονοεί ότι πίσω από τις ιδέες, που στη συνέχεια κυριάρχησαν, βρίσκεται ο βασικός πυρήνας ιδεών του ίδιου του Μάη, και όχι η διαστροφή τους. Δεύτερον, επειδή ανάγει αυτές τις ιδέες στη διαπάλη σε μια αυτοτελή σφαίρα ιδεών, ξεχνώντας την υλική βάση διαμόρφωσής τους, τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση: τη βαθύτερη καπιταλιστική ανασυγκρότηση από την εποχή της υπέρβασης, μέσω του κεϋνσιανού μοντέλου, του μεγάλου κραχ του ‘29-‘30.
Σωστότερο είναι το συμπέρασμα πολλών άλλων, μεταξύ των οποίων, για παράδειγμα, του Άλεξ Καλίνικος, ότι οι ιδέες της μετανεωτερικότητας είναι αντανάκλαση των ευκαιριών «για ένα υπερκαταναλωτικό τρόπο ζωής που προσέφερε ο καπιταλισμός στα ανώτερα υπαλληλικά στρώματα τη δεκαετία του ’80, σε συνδυασμό με την πολιτική απογοήτευση του 1968». Ή του Κονστάντσο Πρέβε: στο γεγονός ότι στο πολυεθνικό και κοσμοπολίτικο Παρίσι υπήρχαν οι συνθήκες μιας καθολικής γενίκευσης της εμπειρίας ως σφαιρικής εμπειρίας του ιστορικού παρόντος, θα πρέπει ν’ αποδοθεί η |παρισινή| φύση της μεταμοντέρνας φιλοσοφίας, με πυρήνα τη μεταμοντέρνα μεταφυσική του Λιοτάρ. Ή το ότι ο Μποντριγιάρ και ο Λιοτάρ διαμορφώθηκαν στη σχολή του Λεφέβρ, της Καταστασιακής Διεθνούς των Ντεμπόρ και Βάνεγκεμ, του |Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα| του Καστοριάδη. Ή ότι, όταν ο Λιοτάρ ορίζει ως βάση της νεωτερικότητας 5 «Μεγάλες Αφηγήσεις» -τη Χριστιανική, τη Διαφωτιστική, την Εικασιακή, την Καπιταλιστική και τη Μαρξιστική– ως ορίζοντα της χειραφέτησης που η μετανεωτερικότητα διαλύει και εγκαταλείπει, και που η άρνησή τους συγκροτεί ουσιαστικά το μεταμοντέρνο, «μία μόνο είναι αυτή που τον ενδιαφέρει να διαψεύσει: Η μαρξιστική και κομμουνιστική αφήγηση. Γιατί ένα τμήμα της παρισινής κοινότητας των διανοούμενων είχε δοκιμάσει στην πράξη την οριστική αχρηστία του προηγούμενου κομμουνιστικού της μοντέλου (εργατισμός, σιτουασιονισμός), είχε ερμηνεύσει τον Μάη του ’68 ως οριστική χρεοκοπία αυτού του μοντέλου και είχε κηδέψει από κοινού κομμουνισμό και νεωτερικότητα... Η θεωρία του Λιοτάρ εμφανίζεται ως θεωρία του τέλους της ιστορίας, δεν είναι όμως παρά εκλεπτυσμένη εκδήλωση της εσωτερικής διάλυσης του ‘δυτικού μαρξισμού’ στην παρισινή εκδοχή του, έναν καιρό ηγεμονική».
Από ιστορική άποψη, μετά τον Μάη του ’68 είχε προηγηθεί μια άλλη, σύντομη, προσπάθεια διάλυσης του μαρξισμού. Οι Νέοι Φιλόσοφοι, με τις διακηρύξεις τους ότι θέτουν τα κοινωνιολογικά θεμέλια για μια Νέα Δεξιά, συνιστούσαν την πρώτη φιλοσοφική σχολή στον κόσμο που ρίχτηκε στην αγορά κατευθείαν από τη διαφήμιση, όπως τα σαπούνια και τ’ αποσμητικά. Σύμφωνα με ένα άρθρο του |Τime| (12/9/1977), με τίτλο «Μια αυλή νεαρών συγγραφέων επιτίθεται στο μαρξισμό»: «Ο θόρυβος επικεντρώνεται γύρω από μια ομάδα νεαρών διανοούμενων, οι περισσότεροι απ’ αυτούς μετανοημένοι μαρξιστές, που σήμερα επιτίθενται στο μαρξισμό ως μια σκοτεινή ιδεολογία του κακού, που οδηγεί αναπόφευκτα στον ολοκληρωτισμό... Οι Νέοι Φιλόσοφοι δεν έχουν σπουδαία λαϊκή απήχηση, αλλά μέσα σε μια νύχτα έγιναν διασημότητες, φιγουράρουν στα εξώφυλλα περιοδικών και στα talk-show της τηλεόρασης... Οι περισσότεροι από τους οκτώ ή εννιά Νέους Φιλοσόφους σημαδεύτηκαν από τις φοιτητικές ταραχές του Μάη 1968... Το πλέον διαφημισμένο μέλος τους, ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί... αποδίδει την επιμονή των μαρξιστικών ιδεών στη Γαλλία στους διανοητές του Γαλλικού Διαφωτισμού, που έστρωσαν το δρόμο για τον κομμουνιστικό δογματισμό, διαδίδοντας έναν αφελή μύθο για το ιστορικά αναπόφευκτο της ανθρώπινης προόδου... Οι Νέοι Φιλόσοφοι επιχειρηματολογούν ότι τα παλιά ιδεολογικά εποικοδομήματα –ο μαρξισμός, ο καπιταλισμός, ο χριστιανισμός– δεν είναι αρκετά ευέλικτα στο σύγχρονο κόσμο, επειδή η πολιτική σήμερα δεν επικεντρώνεται σε διαφορετικές εκδοχές της ουτοπίας αλλά γύρω από κοινά, επίκαιρα ζητήματα... Ο μεγαλύτερος της ομάδας, ο 40ρης Αντρέ Γκλικσμάν, πρώην κομμουνιστής... συμπεραίνει ότι οι διανοούμενοι σήμερα θα πρέπει ν’ αποφεύγουν την πρόσδεση τους σε ιδεολογικά ‘καραβάνια’, οποιουδήποτε είδους, και οφείλουν να στρέφουν την προσοχή τους σε ‘ιδιαίτερα ζητήματα – στα αποικιακά εγκλήματα, στη ζωή στις φυλακές, στο πρόβλημα των ναρκωτικών, στην απειλή των πυρηνικών εργοστασίων’. Η πολιτική του μέλλοντος, λέει ο 35χρονος Ζαν-Μαρί Μπενουίστ, συγγραφέας του βιβλίου |Ο Μαρξ πέθανε|, θα είναι ρευστή –ένας κόσμος «μικρών πυρήνων» ανθρώπων που δρουν για τα ζητήματα που τους αφορούν, και όχι για μεγάλες πολιτικές ιδεολογίες. Όπως κι οι περισσότεροι από τους Νέους Φιλοσόφους, βλέπει ως ελπίδα για το ανθρώπινο είδος την εμφάνιση ad hoc ομάδων προσανατολισμένων σε συγκεκριμένα προβλήματα, οι οποίες γεννιούνται στους κόλπους των κινημάτων για την απελευθέρωση της γυναίκας και για τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Για να ανατρέξω για τελευταία φορά στον Πρέβε, «η ομελέτα των Νέων Φιλοσόφων μπορεί να αποδείχτηκε ό,τι έπρεπε για τα μικρομεσαία στρώματα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, πολιτιστικά καταπιεσμένα και ανυπεράσπιστα, αλλά ήταν απαράδεκτο πιάτο για όποιον διέθετε ελάχιστη κουλτούρα, ιστορική και φιλοσοφική παιδεία. Άρα, όχι τυχαία, τάχιστα η μόδα τους πέρασε, και αντικαταστάθηκαν από την πολύ πιο έξυπνη και αρθρωμένη θέση του Λιοτάρ. Η σύνθεση του Λιοτάρ δεν είχε στόχο να διαμορφώσει μια νέα φιλοσοφία στρατευμένων (όπως οι Νέοι Φιλόσοφοι, που προσπαθούσαν να διαμορφώσουν έναν αγωνιστικό αντικομμουνισμό), όμως διακήρυξε την ανάγκη ενός κόσμου που δεν είχε πια ανάγκη τον αντικομμουνισμό, από τη στιγμή που ο κομμουνισμός φαινόταν να έχει διαλυθεί ως ενιαίο πρόγραμμα».
Πράγματι, αν και τα σπέρματα των ιδεών της και κάποιοι από τους μετέπειτα κορυφαίους θεωρητικούς της εμφανίζονται ήδη στις δεκαετίες του ΄50 και του ’60, είναι από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 που ξεκινά η ενεργή προώθηση των ιδεών της μετανεωτερικότητας, ενός πολύ χαλαρού όρου για την περιγραφή των νέων αισθητικών, πολιτιστικών και φιλοσοφικών τάσεων και πρακτικών. Με αφετηρία την αρχιτεκτονική και τις καλές τέχνες, υποστηρίζουν τη νέα, πιο λαϊκή κουλτούρα που διαμορφώνεται, παιγνιώδης, ειρωνική και εκλεκτικιστική στο ύφος, που ενσωματώνει ακόμα και το κιτς [π.χ. ανάδειξη της αρχιτεκτονικής των ξενοδοχείων-καζίνο του Λας Βέγκας ως υποδειγματικής], πιο κοντά στην καθημερινή ζωή, στην αγορά, στην κατανάλωση και στην κουλτούρα των ΜΜΕ. Πολύ γρήγορα η μετανεωτερική σκέψη θ’ αγκαλιάσει το σύνολο των ανθρωπιστικών επιστημών, ενώ εμφανίζεται να διεκδικεί την ερμηνεία ακόμα και των φυσικών επιστημών.
Σ’ αυτές τις τελευταίες, το κύρος της θα τρωθεί από τη φάρσα ενός σημαντικού αμερικανού φυσικού, του Άλαν Σόκαλ. Όταν έκπληκτος διαπίστωσε ότι οι μεταμοντέρνες ερμηνείες της σύγχρονης φυσικής δεν ήταν καλαμπούρι, αλλά επιχείρηση «κατάληψης» της ερμηνευτικής της, δημοσίευσε ο ίδιος το 1996 ένα άρθρο με τίτλο «Διαπερνώντας τα όρια: Προς μια μετασχηματιστική ερμηνευτική της κβαντικής βαρύτητας», στο οποίο, με το χαρακτηριστικό ασαφές ύφος και επιχειρήματα κατευθείαν από το οπλοστάσιο της μεταμοντέρνας σκέψης, δημιουργούσε μια νέα ερμηνευτική της κβαντικής φυσικής, στην πραγματικότητα μια παρωδία -που όμως αρχικά θα θεωρηθεί ως εξαιρετικά σοβαρό κείμενο. Μεταξύ άλλων, υποστήριζε ότι τα συμπεράσματα από τις τελευταίες ανακαλύψεις στον τομέα του, της κβαντικής βαρύτητας, συντείνουν στο ότι, πέρα απ’ την κοινωνική πραγματικότητα, |και| η φυσική πραγματικότητα είναι κατά βάση μια κοινωνική και γλωσσική κατασκευή. Όσο για την επιστημονική γνώση, απλώς αντανακλά και κωδικοποιεί τις κυρίαρχες ιδεολογίες και σχέσεις εξουσίας της κουλτούρας που την παράγει. Το άρθρο βρίθει από αναφορές σε απόψεις για διάφορους κλάδους των φυσικών επιστημών των παρισινών μεταμοντέρνων φιλοσόφων, από τον Ντεριντά μέχρι τον Λιοτάρ, τους οποίους ο Σόκαλ προσεγγίζει ως αυθεντίες και τα συμπεράσματά τους ως θέσφατα –όπως ακριβώς δηλ. τους προσεγγίζουν τα αντίστοιχα κείμενα των κοινωνικών επιστημών. Στο τέλος, συμπεραίνει ότι για να έχουμε μια αντίστοιχη απελευθερωτική πολιτική, δεν αρκεί να απαλλαγούμε από την παρωχημένη άποψη ότι υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα. Η επιστήμη θα πρέπει να εξυπηρετεί άμεσα προοδευτικά πολιτικά συμφέροντα. Ως ένα τέτοιο παράδειγμα επικαλείται την άποψη του Κέλυ Όλιβερ, ότι για να είναι επαναστατική, η φεμινιστική θεωρία, δεν μπορεί να απαιτείται να περιγράφει το υπάρχον ή τα φυσικά δεδομένα. Στόχος οφείλει να είναι η ανάπτυξη φεμινιστικών θεωριών, όχι αληθών ή ψευδών αλλά στρατηγικού χαρακτήρα για την αντιμετώπιση της καταπίεσης σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Όταν θα αποκαλυφθεί ότι πρόκειται για φάρσα, ο ίδιος ο Σόκαλ θα περιγράψει το περιεχόμενο του άρθρου του με τη φράση «ανοησίες».
Οι μεταμοντέρνοι αντιμετωπίζουν αυτό που ονομάζουν περίοδο της μετανεωτερικότητας ως υπέρβαση του νεωτερικού σχεδίου και προγράμματος, που για κάποιους απ’ αυτούς |δεν έχει| και κάποιους άλλους |δεν μπορεί να| ολοκληρωθεί. Ενός σχεδιάσματος που εξέφραζε, από την εποχή του Διαφωτισμού, τον ορθολογισμό, τον τεχνοκεντρισμό, την ομογενοποίηση στον τρόπο απόκτησης γνώσης, τη φιλοσοφική υπόθεση ότι υπάρχουν απόλυτες αλήθειες, τις οποίες μπορεί κανείς μέσω της έρευνας να προσεγγίσει σταδιακά και την πεποίθηση σε μια πορεία αδιάλειπτης καλυτέρευσης της κοινωνίας, σε μια γραμμική προοπτική που οδηγεί στη συνεχή πρόοδο. Αντίθετα, η μετανεωτερική θεώρηση, που μεταξύ 1970 και 1980 συνδέθηκε με τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, ιδιαίτερα με την ανάλυση του πολιτισμού, του Λόγου (discourse) και της σεξουαλικότητας, αρνείται την ύπαρξη αλήθειας και οποιασδήποτε πορείας προς την πρόοδο, κατ’ ουσία την ίδια την Ιστορία. Δεν πιστεύει καν στην ύπαρξη γενικευμένων κανόνων ορθού λόγου, και δομών που να επιτρέπουν την υπαγωγή των ξεχωριστών ανθρώπων σε ομάδες. Κατά την άποψη της, το κύριο δεν είναι οι κοινωνικές δομές και σχέσεις, αλλά το γεγονός ότι αλλάζει το στιλ στην τέχνη και στην αντίληψη για την αισθητική. Ότι εμφανίζονται και διαδίδονται τα νέα ηλεκτρονικά ΜΜΕ και ο μαζικός πολιτισμός, και ότι αναβαθμίζεται η σημασία νέων θεματικών, όπως εκείνη των φύλων, των φυλών, των εθνοτήτων. Όλες οι εμπειρίες, από τις άμεσα «βιωματικές καταστάσεις», όπως αντανακλώνται στις τέχνες, μέχρι και την ίδια την επιστήμη, είναι υποκειμενικές και συνεπώς σχετικές. Συμβολισμοί και γλώσσα εμφανίζονται ως το υποκατάστατο ή και ως άμεσες λειτουργίες της ταυτότητας του ατόμου.
Όπως επισημαίνει η Μπάρμπαρα Επστάιν, στο δοκίμιό της «Ο μεταμοντερνισμός και η αριστερά», η μετανεωτερικότητα εισέβαλε στις ΗΠΑ την ίδια περίοδο, μέσω διαφορετικών πηγών: Μέσω της ακαδημαϊκής κοινότητας, καθώς σημαντικός αριθμός των μετέπειτα πανεπιστημιακών κατά το «αμερικάνικο ’68» ήταν φοιτητές και ανήκαν σε ριζοσπαστικές ομάδες. Μέσω της λογοτεχνικής κριτικής, ιδιαίτερα των διανοούμενων τους οποίους είλκυε η άρση του διαχωρισμού μεταξύ υψηλής και μαζικής κουλτούρας, την οποία ο μεταμοντερνισμός καταγράφει ως λαϊκή κουλτούρα. Και μέσω ομάδων ακτιβιστών, ιδιαίτερα ομάδων απελευθέρωσης των μαύρων, φεμινιστριών, ομοφυλόφιλων και λεσβιών. Τόσο οι πανεπιστημιακοί όσο και οι ομάδες απελευθέρωσης ενδιαφέρονταν κυρίως για τον Φουκώ, του οποίου η επικέντρωση στη σεξουαλικότητα ως κοινωνική κατασκευή, στη διάχυση της εξουσίας μέσα στην κοινωνία, στη σύνδεση εξουσίας και γνώσης και στην ταύτιση της αντίστασης αποκλειστικά με το περιθωριοποιημένο τμήμα της κοινωνίας, συνέπεφτε με τα δικά τους ενδιαφέροντα. Το έργο του Φουκώ παρέσχε το θεωρητικό έδαφος για τη μετατόπιση, την περίοδο επικράτησης του νεοσυντηρητισμού, του επίκεντρου της ριζοσπαστικής ανάλυσης μακριά από τις λεγόμενες «μακροδομές», την οικονομία και το κράτος, προς την καθημερινή ζωή, την κουλτούρα, την ιδεολογία και τις σχέσεις της καθημερινότητας.
Οι απόψεις του Φουκώ, όμως, ότι τα πάντα συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας που «έρχεται από παντού», ενώ δεν υπάρχει αντίσταση στην εξουσία που να μην είναι κι αυτή μορφή εξουσίας, αντικειμενικά διευκόλυναν την ελαχιστοποίηση και την αναποτελεσματικότητα των αντιδράσεων, ακόμα και στη σφαίρα της διαπάλης για θέματα της καθημερινής ζωής. Την εποχή της λαίλαπας της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης, αν δεν υπήρχαν ήδη, οι νεοσυντηρητικοί θα έπρεπε να έχουν εφεύρει οι ίδιοι τις ιδέες του Φουκώ περί αντίστασης, όπως τις συνοψίζει με ειρωνική διάθεση ο Καστοριάδης: «Να αντισταθείς αν αυτό σε διασκεδάζει – αλλά χωρίς στρατηγική, αλλιώς δεν θα είσαι πια προλετάριος, αλλά εξουσία».
Στο τέλος της δεκαετίας του ’80 και κατά τη δεκαετία του ’90, η εντεινόμενη αισθητικοποίηση του μεταμοντερνισμού, η μετατόπιση της έμφασής του σε θέματα τέχνης και πολιτισμού και η σηματοδότηση, πλέον, μιας πολιτιστικής κριτικής σοφιστικέ αλλά συχνά χωρίς αντικείμενο, συνέπεσε με το μαρασμό των κινημάτων και των ομάδων απελευθέρωσης. Η όποια πολιτική δράση αντικαταστάθηκε από διακηρύξεις και ο μεταμοντερνισμός εγκαταστάθηκε κατ’ αποκλειστικότητα στους κόλπους της ακαδημαϊκής κοινότητας, σε μια εποχή που η εμπορευματικοποίηση σάρωνε τα αμερικάνικα πανεπιστήμια και, χάρη στις περικοπές των χρηματοδοτήσεων στα τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών και κοινωνικών επιστημών, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους πανεπιστημιακούς γινόταν ιδιαίτερα άγριος. Σ΄ αυτές τις συνθήκες, σύμφωνα με την Μπάρμπαρα Επστάιν, ο μεταμοντερνισμός παίρνει πια τη μορφή μιας |υποκουλτούρας|, η συμμετοχή στην οποία εμφανίζεται ως εχέγγυο ατομικής επιτυχίας. Ταυτόχρονα, ασκεί πλέον διανοητικούς εκβιασμούς και κάνει χρήση της ταπείνωσης, της γελοιοποίησης και της απειλής του εξοστρακισμού, προκειμένου να οχυρωθεί απέναντι στις αντίθετες απόψεις.
Είναι γεγονός ότι ο υπερτονισμός του πλουραλισμού και της ετερότητας δίνει τη δυνατότητα της θετικής πρόσληψης του διαφορετικού και του φαινομενικά «παράξενου». Η μεθοδευμένη κατάτμηση του κόσμου, και της γνώσης που προκύπτει απ’ αυτήν, επιτρέπει την αναλυτική και δημιουργική προσέγγιση επιμέρους φαινομένων, κι αυτή η εμβάθυνση στο επί μέρους δίνει στην ανάλυση της μετανεωτερικότητας μια εξαιρετική διεισδυτικότητα. Διαμορφώνει επίσης μια εναλλακτική θεώρηση στις μηχανιστικές |γραμμικές| θεωρήσεις της ιστορίας, των κοινωνικών σχέσεων και των πολιτισμικών τους εκφράσεων, ενώ η οικοδόμηση των σχημάτων του από τα κάτω προσιδιάζει με μια οπτική των κοινωνικά «κάτω». Αν παρέμενε σ’ αυτό το επίπεδο, ο μεταμοντερνισμός θα μπορούσε να επιφέρει μια ουσιαστική ανανέωση στη σκέψη της αριστεράς.
Η μετανεωτερικότητα όμως είναι απόλυτη στο ρόλο της ως φορέας του πιο άκρατου υποκειμενισμού: Τόσο απόλυτη, ώστε η Τζούντιθ Μπάτλερ –ως παράδειγμα, γιατί αυτές τις απόψεις μοιράζονται πολλοί– στο βιβλίο της |Ταραχές στο φύλο: Ο φεμινισμός και η ανατροπή της ταυτότητας|, να υποστηρίζει ότι και η διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα, αγόρι-κορίτσι, είναι |αποκλειστικά| κοινωνική κατασκευή. Στη μετανεωτερική θεώρηση του κόσμου, αυτός εμφανίζεται ως ένα συνονθύλευμα ή άθροισμα περιφερειακά διασυνδεόμενων τρόπων ζωής και βιωματικών σφαιρών ύπαρξης: Εφόσον πίσω από τη χαοτική επιφάνεια της ζωής δεν υπάρχει κάποια δομή, δεν υπάρχει οτιδήποτε που να προσεγγίζει μια Μεγάλη Αφήγηση, δεν υπάρχουν άρα και κυρίαρχες σχέσεις και δομές που να επηρεάζουν, έστω και έμμεσα, έστω και από μακριά, τα επί μέρους φαινόμενα της καθημερινής ζωής. Αυτά και η ουσία της κρίσης γίνονται αντιληπτά και βιώνονται ως ατομικές-προσωπικές υποθέσεις. Σύμφωνα όμως με την Τζόαν Σκοτ, στο ομώνυμο άρθρο της, ακόμα και η έννοια της «εμπειρίας», αν και πολύ βαθιά εμπεδωμένη στον πολιτισμό για να μπορούμε να απαλλαγούμε απ’ αυτήν, είναι μια έννοια ύποπτη: Σε τι τελικά αναφέρεται, εφόσον δεν υπάρχει πραγματικότητα και αλήθεια παρά μόνο ως κοινωνική κατασκευή; Ο Ερνέστο Λακλό και η Σαντάλ Μουφέ, πάλι, στο βιβλίο τους |Ηγεμονία και Σοσιαλιστική Στρατηγική|, ξεκινώντας από το ότι οι εργάτες συχνά ψηφίζουν δεξιά, επιχειρηματολογούν ότι καθώς όλες οι πολιτικές ταυτότητες ή θεωρήσεις είναι κοινωνικές κατασκευές, δεν υπάρχει καμιά σχέση μεταξύ της συμμετοχής σε μια τάξη και της πολιτικής στάσης. Και κατατροπώνουν άνετα ένα αχυρένιο επιχείρημα, το οποίο δεν έχει σχέση με το μαρξισμό, «αποδείχνοντας» ότι η εργατική τάξη και η σοσιαλιστική θεωρία δεν σχετίζονται –σωστό, όλοι συμφωνούμε ότι η σοσιαλιστική συνείδηση έρχεται απ’ έξω-, απ’ το οποίο όμως βγάζουν το συμπέρασμα ότι όλες οι ερμηνείες ή κατασκευές ταξικών συμφερόντων είναι εξίσου δυνατές και εξίσου έγκυρες. Έτσι βέβαια τελικά οδηγούμαστε σ’ ένα παράλογο συμπέρασμα: Εφόσον δεν υπάρχουν συμφέροντα που να σχετίζονται με κοινωνικές σχέσεις, φτάνει να επεξεργαστούμε ελκυστικότερα επιχειρήματα και οι αστοί θα μπορούσαν να υιοθετήσουν μαζικά μια πολιτική απαλλοτρίωσης της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας τους. Και ο εργαζόμενος άνθρωπος, αντιμέτωπος με τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να βελτιώσει τη ζωή του, πέρα από το να παλέψει σε ατομικό επίπεδο και με ατομικά μέσα για αυτό.
Η μετανεωτερικότητα πάει τόσο μακριά, ώστε να διαλύει όχι μόνο τις έννοιες που συνδέονται με τα συλλογικά υποκείμενα και την ίδια την ιστορία, αλλά ακόμα και το «εγώ» ως υποκείμενο. Σύμφωνα με τους Κρόκερ και Κρουκ, «η μεταμοντέρνα κουλτούρα είναι λήθη, λήθη ως προς την προέλευση και ως προς τους προορισμούς».
Στο επίπεδο της πραγματικότητας, και με τη διαμεσολάβηση της πολιτικής, η κατάληξη είναι αυτή που περιγράφει η Ροσσάνα Ροσάντα, στο πρόσφατο άρθρο της «Η πανωλεθρία της αριστεράς»: «Ποτέ άλλοτε στον κόσμο δεν υπήρξε μια τόσο ευρεία προλεταριοποίηση της κοινωνίας και ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε μια τόσο αδύνατη πολιτική εκπροσώπησή της».
Οι ίδιοι οι μετανεωτερικοί αντιμετωπίζουν τα «συμπτώματα» της μετανεωτερικότητας ως ουδεμία σχέση έχοντα με τη σφαίρα της οικονομίας ή τους πραγματικούς υλικούς όρους ζωής. Αντίθετη γνώμη έχουν άλλοι, ορμώμενοι από ευρύτερες μαρξιστικές θέσεις, που θεωρούν ότι η μετανεωτερικότητα συνιστά μια |νέα περίοδο ανάπτυξης ολόκληρης της κοινωνίας|, εκφράζοντας τους νέους τρόπους πολιτισμικής έκφρασης, αντίστοιχους με νέους τρόπους πειθαναγκασμού των εργαζόμενων και της νεολαίας, που ανάπτυξε ο καπιταλισμός.
Κεντρική φυσιογνωμία ανάμεσα τους ο Φρέντρικ Τζέιμσον, που ήδη από το 1984, στο περίφημο ομώνυμο άρθρο του, ερμηνεύει τον μεταμοντερνισμό ως την «πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού». Το ειδοποιό χαρακτηριστικό της μετανεωτερικής φάσης του καπιταλισμού της περιόδου του πολυεθνικού κεφαλαίου (υιοθετεί την περιοδοποίηση του Μαντέλ) βρίσκεται, κατά τη γνώμη του, στο ότι |είναι ο ίδιος ο πολιτισμός που «εμπορευματικοποιείται» και καταναλώνεται|, που έχει ενσωματωθεί στην εμπορευματική παραγωγή. Σύμφωνα με τα λόγια του, την κατάσταση αποδίδει καλύτερα η λέξη «έκρηξη»: «μια τεράστια επέκταση του πολιτισμού σε ολόκληρο το ‘κοινωνικό πεδίο’, ως το σημείο που καθετί στην κοινωνική ζωή μας –από την οικονομική αξία και την κρατική εξουσία ως τις πρακτικές και τη δομή της ίδιας της ψυχής– μπορεί να ειπωθεί ότι έχουν γίνει ‘πολιτιστικά’»...
Η μαρξιστική θεωρητική έρευνα έχει σήμερα τεράστια κενά. Χρειάζεται να εφαρμόσει τα μεθοδολογικά εργαλεία της στην αναζήτηση της γενίκευσης της εμπειρίας από μια κριτική προσέγγιση της πραγματικότητας, όχι μόνο ως προς την επεξεργασία των μεγάλων θεωρητικών ζητημάτων που συνιστούν τα θέματα τακτικής και στρατηγικής της πάλης για την ανθρώπινη χειραφέτηση στον 21ο αιώνα, αλλά και ως προς αυτά που άπτονται τομέων παραμελημένων ή και διαστρεβλωμένων από παλιά: της σεξουαλικότητας, της πολιτιστικής συνείδησης, των κοινωνικών σχέσεων της καθημερινής ζωής και –γιατί το φοβόμαστε τόσο;- της αισθητικής. Η μελέτη του Μάη του ’68 και των επιδράσεων του, ως πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο-πείραμα, μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά και στους δύο τομείς.

Η Νάντια Βαλαβάνη είναι συγγραφέας



Η απαρασάλευτη τάξη του λόγου και η Κριτική των ιδεολογιών

Της Αλεξάνδρας ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ

Oι ιδεολογίες, προϊόν ψευδούς συνείδησης, όπως σωστά υποστήριξε ο Μαρξ, αναφύονται μέσα στην τάξη του ισχύοντος λόγου και την αναπαράγουν, ακόμη κι όταν δημιουργούν την εντύπωση ότι την υπονομεύουν. Έχοντας αποκτήσει έναν σαφή πολιτικό χαρακτήρα, δεν άφηναν μέχρι πρότινος τα περιθώρια να αναλογισθεί κανείς αν μπορούν, πράγματι, να αποτελέσουν γνώμονα ορθών κρίσεων, αποτιμήσεων και χειρισμών.
Πριν λίγες μόλις δεκαετίες, ακόμη κι αν διαφωνούσε κανείς ριζικά με τον τρόπο που επικαθόριζαν τις επιλογές στα ήθη και στην κουλτούρα ή με τις στάσεις που επέβαλαν σε πρακτικούς και θεωρητικούς τομείς, μπορούσε, αν μη τι άλλο, να διακρίνει ποιοι από τους λόγους (φτώχεια, ανισότητα, εγκατάλειψη της παιδείας κ.λπ) δικαιολογούσαν, και ποιοι όχι, το πνεύμα της στράτευσης που ενέπνεαν. Όπως μπορούσε να καταλάβει κανείς, γιατί, ακόμη κι αν όλα άλλαζαν στην ελληνική κοινωνία, δύσκολα θα άλλαζε ο λόγος όπου είχε εγχαραχθεί η κοινωνική ανισότητα και όσα αναμόχλευε η ολιγωρία ενός κακοδιοικούμενου κράτους, που, αδιάφορο για τα βασικά δικαιώματα (ψωμί, παιδεία, ελευθερία), ανέβαλλε εσαεί την κατασκευή αγωγών αναβάθμισης των πολιτών, ώστε να καταστούν υπεύθυνοι μέτοχοι της γνώσης, της κουλτούρας και της πολιτικής τής χώρας τους.
Από τότε, και χάρη σ’ έναν ολέθριο λαϊκισμό, που έκανε την παιδεία να βουλιάξει και την παραπαιδεία να ανθίσει, είδαμε να αλλοιώνονται οι πρακτικές, καθώς και η νοοτροπία, και να παραλλάζει το καθεστώς του ισχύοντος λόγου, που εξ αδιαιρέτου αναπαράγουν συναινούντες και διαφωνούντες με αυτό.
Μέσα σ΄ αυτό το τοπίο, ακαδημαϊκοί διανοούμενοι, παίρνοντας αποστάσεις, επένδυσαν τις πολιτικές ιδέες στα ερευνητικά τους προγράμματα ή μετέφεραν την κομματικοποιημένη εμφυλιοπολεμική διάθεση, που είχαν στο μεταξύ χρεωθεί, σε τόπους ρητορικούς, όπου η ταύτιση πραγμάτων και λόγου φαίνεται να μην επηρεάζει –όμως επηρεάζει- τις κρίσεις, τις αποφάσεις, τις δράσεις, τα γεγονότα εν τέλει. Από την άλλη, μη ακαδημαϊκοί διανοούμενοι, ή εμμένουν γενναία στα βιώματα και τις μνήμες που τους έκαναν αριστερούς ή δεξιούς, ή, αν είναι μια δυο γενιές νεώτεροι, απέχουν από τον καυγά, υποκαθιστώντας την εμμονή του φρονήματος με τη μανία των διασυνδέσεων. Με γνώμονα τον κοινό νου, αλάθητο σύμβουλο των γνήσιων ατομιστών, καμιά φορά όμως και των χρόνια κυνηγημένων. Φυσικά, όλα αυτά, με πολλές και ποικίλες εξαιρέσεις.
Στο μεταξύ, φάνηκε να αλλάζει η κατάσταση και στο πεδίο των ανθρωπιστικών και των κοινωνικών επιστημών, όπου, με βάση τις διαφορές τους, γνωστικοί κλάδοι και αντικείμενα πολυδιασπάστηκαν. Η αρχή, όμως, της διαφοράς, αντί να καταργήσει την αναγωγή της ετερότητας στην ταυτότητα, απλώς την αντέστρεψε. Με αποτέλεσμα, αντί να εκλείψει, να διασωθεί ο αναγωγισμός, και, αντί να αποδυναμωθεί, να ενισχυθεί το πνεύμα της εξειδίκευσης.
Με τη διάσπαση της Φιλοσοφίας και της Ιστορίας, σε μεγάλες και μικρές αφηγήσεις, δεν ήταν δύσκολο η οντολογία, η ανθρωπολογία, η επιστημολογία, η ιστορία συμβάντων (θεωρητικών και πολιτικών) κ.λπ., να αναζητήσουν το όριό τους στη λογοτεχνία. Απαλλαγμένοι από τις γνωσιοθεωρητικές δεσμεύσεις για τυπική ή ουσιαστική εγκυρότητα των προτάσεών τους, οι κλάδοι αυτοί μπορούσαν στο εξής να ακολουθήσουν το μεταμοντέρνο δόγμα «όλες οι ερμηνείες ισχύουν». Πράγμα που επανέφερε στο προσκήνιο τη δήθεν αγεφύρωτη διχοτομία σχετικισμού/ αντικειμενισμού.
Τέτοιες, γόρδειες διευθετήσεις, που έφτασαν και στη χώρα μας, επικάλυψαν τις μάχες που έδωσαν αποσιωπημένοι επί πολλές δεκαετίες ποιητές ή στοχαστές, για την αναγνώριση της μεικτής γλώσσας ως ικανής να αποδίδει έννοιες και νοήματα, που χρειάστηκε να εισαγάγουμε από χώρες με ανεπτυγμένες την επιστήμη, τη θεωρία και την κριτική, ή για το άνοιγμα στον εικαστικό, λογοτεχνικό, φιλοσοφικό ή θεωρητικό μοντερνισμό, μάχες, τέλος πάντων, για τη διάνοιξη των κλειστών κύκλων, όπου αναπαράγεται ο λογοτεχνικός και, κατά πόδας, και ο θεωρητικός μας κανόνας.
Χάρη σ’ αυτές τις μάχες, που με κόπο κερδήθηκαν αλλά ξεχάστηκαν, εξασφαλίσαμε τις προϋποθέσεις για μια σε βάθος εξέταση των ιδεολογιών, που γεννά και αναπαράγει η τάξη του κρατούντος λόγου, καθώς και των δήθεν αγεφύρωτων διχοτομιών που επιβάλλει, προκειμένου να διαφυλάξει τη λογική των αποκλεισμών και των διαχωρισμών, που στηρίζουν και ανακυκλώνουν την ισχύ του.
Χωρίς αυτή την εξέταση, κινδυνεύουμε, αποκαθηλώνοντας κάποια συγγραφικά ονόματα και αναδεικνύοντας κάποια άλλα στη θέση τους, να συντηρούμε απαρασάλευτη την τάξη του ισχύοντος λόγου, ενώ δημιουργούμε την εντύπωση ότι την κλονίζουμε. Γιατί οι λόγοι για τους οποίους ο Μπεράτης λχ. υπερτιμήθηκε έναντι του Τερζάκη, είναι εξίσου ιδεολογικοί με τους λόγους για τους οποίους υποτιμήθηκαν άλλοι έναντι άλλων, όσο δεν διασαφηνίζουμε ποια αξία έχει η λογοτεχνία του καθενός και γιατί είναι επιζήμιο το επιλεκτικό και ευέλικτο καταχώνιασμα, κατά τις ανάγκες και την περίσταση.
Χρειάζεται επομένως κριτική των ιδεολογημάτων, που θα στηρίζεται στη δύναμη της σκέψης να κατανοεί τους λόγους (ιστορικούς και φαντασιακούς) για τους οποίους τα πράγματα άλλοτε καθορίζονται από το λόγο που τα αποδίδει και άλλοτε καθορίζουν κι αυτά τις συμβολικές αναπαραστάσεις τους. Θα μπορέσει, έτσι, να θέσει και εκείνα τα κρίσιμα οντολογικά και επιστημολογικά ζητήματα, που καθορίζουν τις κοσμοθεωρητικές και γνωσιοθεωρητικές αντιλήψεις μας και που όσο τα αφήνουμε ανεξέταστα, να κανονίζουν την επιλογή των θεωρητικών μοντέλων ή κατευθύνσεών μας, τόσο μας κρατούν δέσμιους ιδεολογιών ή ιδεολογημάτων. Χρεωμένοι και τις στρεβλώσεις που προκαλούν, απομακρυνόμαστε συνεχώς από την Κριτική τους, με αποτέλεσμα μονίμως να αναβάλλεται η θεωρητική μας ανασυγκρότηση.
Η καχυποψία που δοκιμάζει η αριστερά, όσον αφορά την Κριτική των ιδεολογιών, εξηγείται, αφού επί πολλά χρόνια και μετά τον εμφύλιο, η ιδεολογία εγγυόταν το νόημα (ή την αλήθεια) των αγώνων της, αλλά δεν δικαιολογείται. Γιατί, έξω από το πλαίσιο της Κριτικής των ιδεολογιών, δεν μπορούμε να επεξεργαστούμε κριτήρια ουσιαστικής εγκυρότητας των θεωρητικών προτάσεων που επείγει να επεξεργαστούμε και να διατυπώσουμε. Με αποτέλεσμα, και πάλι, τον εγκλωβισμό μας στην τάξη του ισχύοντος λόγου. Θύματα της έτοιμης αυτό-εικόνας που μας παραδίδει ο ισχύων κανόνας, αφήνουμε τα πράγματα να αναπαράγονται κατά την τάξη του, κάνοντας να σβηστούν τα ίχνη όσων όντως συνέβησαν και όσων ενδέχεται, πιθανότατα, να συμβούν. Στη χορεία των συμβάντων θα πρέπει, βέβαια, να καταχωρηθούν κοινωνικές συγκρούσεις, πολεμικές συρράξεις, πολιτικές αναμετρήσεις, θεωρητικές διαμάχες, λογοτεχνικές διακρίσεις και αποκλεισμοί, τέλος πάντων όλα όσα εγγράφονται ως ασυνέχειες στο ημερολόγιο κάθε λαού.
Σ΄ αυτή τη φάση, κατά την οποία η αριστερή διανόηση εκ των πραγμάτων καλείται να επαναπροσδιορίσει το ρόλο της στην παραδεδομένη τάξη του ισχύοντος λόγου, υφέρπει στους κόλπους της, και στους κόλπους της ελληνικής διανόησης γενικότερα, ένα κλίμα σύγχυσης και εντάσεων, που καλλιεργούν έλληνες διανοούμενοι, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Τι ακριβώς επιδιώκουν, δεν φαίνεται ούτε λέγεται καθαρά.
Από το προκλητικό ύφος, καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για διανοούμενους που θέλησαν κάποτε το μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας και, προϊόντος του εκσυγχρονισμού του παγκόσμιου συστήματος, επείγονται να αλλάξει η γραφική αυτό-εικόνα της• μια εικόνα που χρεώνεται στον επαρχιώτικο λόγο που αρθρώνουμε για να την αποδώσουμε.
Τους τρόπους για τον εκσυγχρονισμό της αυτό-εικόνας της ελληνικής πραγματικότητας τους αντλούν από την αρμοδιότητα της Θεωρίας της λογοτεχνίας. Αλλά, φτάνει αυτή; Κι αν υποθέσουμε πως ναι, ποιας ακριβώς; Της μοντερνιστικής, που κρίθηκε παρωχημένη, ή της μεταμοντέρνας, που θεωρείται επαναστατική; Και σε ποια κατεύθυνση; Σ’ εκείνη του Η. Bloom, του Jameson ή του Ed. Said; Ως θιασώτες του κειμενισμού, θεωρούν απολύτως θεμιτό να αγνοούνται ιστορικά πρόσωπα, γεγονότα ή καταστάσεις, αν, κατά τη δική τους ανάγνωση, αναγνωρισμένοι έλληνες συγγραφείς δεν τα θίγουν στα κείμενά τους.
Όμως, όσο πιο κατασκευασμένη είναι η ρήξη των ιστορικών-λογοτεχνικών κειμένων και των αναγνώσεών τους, με τον τρόπο που συστήθηκε και οργανώθηκε η ελληνική κοινωνία, τόσο μικρότερη βαρύτητα έχει. Γιατί, εκτός από το να αναζωπυρώνει ιδεολογικούς καυγάδες στον Τύπο, το μόνο που πετυχαίνει, στις συνθήκες υποβάθμισης της παιδείας μας, είναι να διαιωνίζει τον ισχύοντα λόγο, που αποδεσμεύει το κείμενο από το πράγμα, τον τύπο από την ουσία, τη νομιμότητα από την αλήθεια. Πράγμα που αναστέλλει εσαεί το ενδεχόμενο να αλλάξει.
Αξίζει να μείνουμε στη ρήξη με τον ελληνοκεντρισμό, ως σύμπτωμα της επιθυμίας του αδύνατου (εδώ, του κοσμοπολιτισμού) που διακατείχε την κοινωνία του μεσοπολέμου. Ο Ν. Κάλας τον υπερέβη, χωρίς να χρειαστεί να κατασκευάσει τη ρήξη μαζί του. Και το πέτυχε, χωρίς να επιδείξει κοσμοπολίτικο ύφος και ήθος, αλλά στηριζόμενος στις μορφολογικές μελέτες και έρευνες και αξιοποιώντας δημιουργικά την πυθαγόρεια έννοια της τετρακτύος (βλ. |Εστίες πυρκαϊάς|) για να δείξει ότι οι κεντροθετήσεις είναι συνέπεια μιας σκέψης που εξαφανίζει καθετί, το οποίο τεχνητά απομονώνει από όλα τα άλλα με τα οποία συσχετίζεται, όταν τού αποδίδει την κεντρική θέση ή σημασία που εκ των πραγμάτων δεν έχει.
Αν, λοιπόν, προέχει η Κριτική των Ιδεολογιών, είναι γιατί οι ιδεολογίες «μ΄ ένα σμπάρο» διαβρώνουν τη Θεωρία, διατηρώντας, έτσι, απαρασάλευτο τον ισχύοντα λόγο. Και γιατί χωρίς τη μεσολάβησή της, η Θεωρία, που ορθά διεκδικούμε να ανακαταλάβει το χώρο τους, δεν μπορεί να αποφύγει, ούτε κι αυτή, ανάλογες διαστρεβλώσεις.

Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη διδάσκει Φιλοσοφία στο ΑΠΘ και είναι συγγραφέας



Απολογία για μια εμμονή
10 λόγοι για τους οποίους οι συγγραφείς χρειάζονται μια συστηματική θεωρία

Του Χρήστου ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΥ

«The final lens through which we can view our practice
is the lens of theory».
Stephen Brookfield


Ιδού μία από τις πλέον δημοφιλείς δοξασίες γύρω από τη λογοτεχνία: οι συγγραφείς (και υπονοείται: οι «καλοί» συγγραφείς) απεχθάνονται (ή μάλλον θα «έπρεπε να απεχθάνονται») τη θεωρία ή, εν πάση περιπτώσει, η θεωρία τούς είναι άχρηστη(1).
Πράγματι, η διάκριση ανάμεσα σε θεωρία και λογοτεχνία είναι αναμφισβήτητη (2). Εντούτοις, η διχοτομία που προβάλλεται μεταξύ τους είναι ατελέσφορη, επειδή και οι δύο συνιστούν μεν διακριτές πρακτικές της γραφής, όμως παραμένουν αυτό ακριβώς|πρακτικές της γραφής|. Συνεπώς, ακόμα και όταν γράφω λογοτεχνία, ο τρόπος με τον οποίο λειτουργώ είναι οπωσδήποτε διαμορφωμένος από λογής παραδοχές, που όμως (και εδώ βρίσκεται η διαφορά) παραμένουν αδήλωτες, μη-συστηματοποιημένες, δίχως διατυπωμένο αξιωματικό χαρακτήρα, και υποκείμενες στην καθημερινές περιστάσεις που πλαισιώνουν τη γραφή.
Έτσι, λοιπόν, η σκέψη που παρουσιάζεται ως αυστηρή θεωρία (theory proper) είναι μόνο μια πιο κωδικοποιημένη και αφαιρετική διατύπωση των ίδιων προβληματισμών που εμπεριέχονται στις «τοπικές» (local) αποφάσεις και επιλογές που καλούμαι να πραγματοποιήσω κατά τη διάρκεια της συγγραφής. Όπως λέει πολύ εύστοχα ο Usher, «η επίσημη θεωρία εκτελεί χρέη συνομιλητή και κριτή (resource and board) για την εκλέπτυνση των προσωπικών άτυπων θεωριών μας» (3).
Με ποιον τρόπο, λοιπόν, μπορεί η θεωρία να συνδράμει τη σκέψη των συγγραφέων;
1. Μας επιτρέπει να «ονομάσουμε» τις μεθόδους μας. Η θεωρία μπορεί να μας βοηθήσει να προσεγγίσουμε εκείνες τις εκφάνσεις της συγγραφικής εμπειρίας που μοιάζουν αντιφατικές και ακατανόητες. Όταν διαβάζουμε τη θεωρητική τους πραγμάτευση, ενδέχεται να τις ερμηνεύσουμε από οπτικές γωνίες που δεν είχαμε ως τότε σκεφτεί. Επομένως, μέσω της θεωρίας η εμπειρία της γραφής μάς αποκαλύπτεται με μεγαλύτερη ποικιλότητα και καθίσταται πιο δεκτική (με περισσότερους τρόπους) στη δική μας προθετικότητα. Δεν είναι απλώς ότι πολλές φορές η θεωρία μοιάζει να επιβεβαιώνει και να συστηματοποιεί μύχιες πεποιθήσεις μας, αλλά επίσης ότι ισχυροποιεί την ικανότητα να δικαιολογούμε με πειστικότητα στον εαυτό μας εκείνες τις πράξεις και επιλογές της γραφής που μοιάζουν να γίνονται «ερήμην» μας.
2. «Σπάει» τον κύκλο της οικειότητας. Η θεωρία μάς επιτρέπει να αποφύγουμε την παγίδα του «προσωπικού ύφους», τον σχετικισμό και την απομόνωση, που καθιστούν αδύνατη τη συνέχιση της σκέψης και συχνά αποτελούν το τελευταίο καταφύγιο του συγγραφέα: «έτσι το κάνω εγώ» ή «ο καθένας όπως μπορεί»... κ.λπ. Καθώς βρισκόμαστε διαρκώς βυθισμένοι στο προσωπικό μας σύμπαν της γραφής (που αποτελείται από εμμονές, ιστορίες, συνήθειες), είναι πολύ εύκολο να καταλήξουμε σε βολικές εκλογικεύσεις και γενικότητες. Ακριβώς τότε, η θεωρία μπορεί να μας «ταρακουνήσει» με παραγωγικό τρόπο, προτείνοντας ανοίκειες διατυπώσεις.
3. Υποκαθιστά τον απόντα συνομιλητή. Ιδιαίτερα στις μέρες μας, εντός ενός πλαισίου στο οποίο ο δημόσιος λόγος παρουσιάζεται ως οντολογικά μετανεωτερικός και κοινωνικά θεαματικός (spectacular), η γραπτή λέξη είναι για τους περισσότερους από εμάς η μόνη διαθέσιμη πηγή εναλλακτικών απόψεων. Μέσω της θεωρίας, ο συγγραφέας εμπλέκεται σε έναν απερίσπαστο, αν και εξομοιωμένο (simulated), διάλογο με τους ομότεχνούς του.
4. Αποτρέπει την αγελαία σκέψη του «σιναφιού» (groupthink). Η θεωρία είναι η μόνη που μπορεί να μας προμηθεύσει προκλητικά στοιχεία «παραφωνίας», για να διαταράξουμε τις βολικά εγκατεστημένες υποθέσεις και κανόνες που οικοδομούν το «σινάφι» μας (4). Η τρέχουσα «εποχή», και η κριτική που τη συνοδεύει, επιβραβεύουν τη συμμόρφωση και αγνοούν (λόγω αμηχανίας ή εχθρότητας) θέσεις που μοιάζουν «άβολες». Οι συγγραφείς, όμως, οφείλουμε να επιδιώκουμε την «άβολη» θέση, και η θεωρία μπορεί να μας υποδείξει τέτοιες θέσεις, ακόμα κι όταν εξυπηρετεί τους δικούς της «κανονιστικούς» σκοπούς.
5. Τοποθετεί την ενασχόληση με τη γραφή σε κοινωνικό πλαίσιο. Δίχως την ουσιαστική και διαρκή μελέτη της θεωρίας μπορούμε πολύ εύκολα να εγκλωβιστούμε σε μια πραγματολογική εμμονή με τους γρίφους της προσωπικής μας πρακτικής, λες και αυτή είναι απομονωμένη μέσα σε έναν γυάλινο κώδωνα. Η θεωρία μάς υπενθυμίζει κάτι που η γραφή αγνοεί, λόγω της απομόνωσης που επιβάλλει στον συγγραφέα: τα ζητήματα της λογοτεχνίας δεν είναι απλώς γοητευτικά παράδοξα της δημιουργικής διαδικασίας, αλλά καταστάσεις που διαμορφώνονται από κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες και αντικατοπτρίζουν τις εσώτερες αντιφάσεις των συστημάτων εντός των οποίων εργαζόμαστε (5). Όταν, λοιπόν, σκεφτόμαστε τον τρόπο της δουλειάς μας, η προσφυγή στη θεωρία επαναφέρει στο προσκήνιο την κοινωνική διάσταση που ενέχει ο ρόλος του συγγραφέα.
6. Μας επιτρέπει να διατυπώνουμε επιστημολογικές ερωτήσεις. Όταν προσεγγίζουμε τα επιστημολογικά θεμέλια της γραφής, διερωτόμαστε με ποιον τρόπο γνωρίζουμε ότι κάτι είναι πραγματικό. Με άλλα λόγια, εξετάζουμε τις δικαιολογητικές βάσεις για τους ισχυρισμούς μας και για την απόδοση βαθμών αληθείας εντός του έργου. Αυτό το ζήτημα είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την αυτογνωσία των συγγραφέων (για εκείνους τους συγγραφείς που δεν αρκούνται να γράφουν με το άλλοθι της υποκειμενικότητας), επειδή αποκαλύπτει τις πολιτισμικές παραδόσεις που διαμορφώνουν τις απορίες που διατυπώνουμε, τα θέματα που επιλέγουμε και τις λύσεις που προτείνουμε στη γραφή. Η θεωρία, επίσης, μας διατηρεί σε εγρήγορση, ώστε να αναγνωρίζουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τις στερεοτυπικές γενικεύσεις και τις αστάθμητες κατηγοριοποιήσεις που συχνά υφέρπουν στη γραφή μας, δίχως να το αντιλαμβανόμαστε με την πρώτη ματιά.
7. Μας παρέχει ένα μη-εμπειρικό (non-experiential) εργαλείο διερεύνησης της εμπειρίας. Η δυνατότητα να προσεγγίζουμε με ψυχρότητα τη γραφή, όπως παρουσιάζεται μέσα από το ομολογουμένως παραμορφωτικό πρίσμα της προσωπικής εμπειρίας, μας βοηθά να απο-μυθοποιήσουμε τη δουλειά του συγγραφέα και τα ίδια τα κείμενα. Αυτό είναι απαραίτητο, επειδή η προσωπική εμπειρία είναι η μοναδική βιωματική πηγή γνώσης που διαθέτουμε και εύκολα μπορούμε να υπερεκτιμήσουμε τη σπουδαιότητά της. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που οροθετεί τη χρησιμότητα της εμπειρίας, πέρα από την οποία απλώνεται το πεδίο της σολιψιστικής παραμόρφωσης. Αυτό το όριο οφείλουμε να το σεβόμαστε (ή μάλλον να το φοβόμαστε). Η αυτοβιογραφική γνώση για τη γραφή χαρακτηρίζεται από ανεξέλεγκτες μεταφορές και δημοφιλείς αναλογίες, που πρέπει οπωσδήποτε να υπόκεινται στη βάσανο της κριτικής ανάλυσης (6).
8. Η θεωρία μάς υπενθυμίζει τα ηθικά ζητήματα. Ο συγγραφέας οφείλει να αναγνωρίζει τα διαρκή και πιεστικά ηθικά ζητήματα. Δεν υπάρχει συγγραφέας που να πέρασε έστω και μια μέρα γράφοντας και να μη βρέθηκε αντιμέτωπος με κάποιου είδους δίλημμα, που ενώ έμοιαζε σε πρώτη ματιά μεθοδολογικό, εντούτοις είχε άδηλες ηθικές διαστάσεις. Οι επιλογές σχετικά με το ύφος, τη δομή ή το λεξιλόγιο μοιάζουν ουδέτερες. Εντούτοις, αυτά τα ζητήματα ενέχουν ηθικές στάσεις. Η θεωρία μάς υπενθυμίζει ότι κάθε επιλογή είναι θέση. Και ο συγγραφέας –θέλοντας και μη– είναι αναγκασμένος να επιλέξει.
9. Επιτρέπει να σχετικοποιήσουμε την «αυτο-εικόνα» μας. Η ανάγκη των συγγραφέων να «βρουν έναν δρόμο» μέσα από την πληθώρα των διλημμάτων που θέτει η σκέψη (και πρωτίστως η απαίτηση να υπερβούν τον horror vacui της λευκής σελίδας) οδηγεί πολύ συχνά σε έναν φόβο απέναντι στην κριτική εξέταση της γραφής. Οι συγγραφείς φοβούνται ότι αν «θεωρητικολογήσουν» θα απολέσουν αυτήν την εύθραυστη μέθοδο που έχουν βρει για να γράφουν. Κι όμως, η ταχύτητα και η ευκολία με τις οποίες σπεύδουμε να υιοθετήσουμε απο-πλαισιωμένες (decontextualized) και ανελαστικές φόρμουλες γύρω από το ζήτημα της γραφής (7), εξασθενούν το «επείγον» αίσθημα της επικαιρότητας (urgency) σε έναν συγγραφέα. Με λίγα λόγια, ο συγγραφέας πιάνεται στην παγίδα να αναπαράγει «αυτό που νομίζει ότι είναι» ή αυτό «που αντιλαμβάνονται οι άλλοι ότι είναι» (8). Σε αυτό το σημείο η θεωρία μπορεί να αποβεί σωτήρια, φωτίζοντας τις υπαρξιακές επιλογές που κάνει ο συγγραφέας όταν κατασκευάζει το έργο του.
10. Η θεωρία μάς υπενθυμίζει ότι η γραφή (όσο κι αν μοιάζει μοναχική) δεν είναι μια ατομική πράξη. Πολύ συχνά οι συγγραφείς πιστεύουν ότι αποτελούν οι ίδιοι και την αιτία και τη λύση των προβλημάτων που ανακύπτουν κατά τη διάρκεια της γραφής. Μοιάζουν έτσι να προκρίνουν μια άποψη που λέει ότι η λογοτεχνία είναι αποκλειστικώς προσωπική υπόθεση. Αυτός ο μύθος ακουμπά σε μια αλήθεια: στη μοναχικότητα της γραφής, και συσκοτίζει μια άλλη αλήθεια: ότι η γραφή είναι μια κοινωνική, δημόσια λειτουργία. Εντούτοις, είναι απαραίτητο να αναγνωρίζουμε τη συλλογική φύση της γραφής και η θεωρία είναι σύμμαχος στη διατήρηση αυτής της επίγνωσης. Η ατομική και η συλλογική δράση είναι αξεχώριστες. Ο συγγραφέας που δοκιμάζεται μόνος απέναντι στο κείμενο συμμετέχει (τη στιγμή που γράφει) σε μια φασματική κοινότητα, έστω κι αν εκείνη μοιάζει να αγνοεί την ύπαρξή του.
Τέλος, ας τονίσουμε ότι –ως συνεπής οντολογία– η χρήση της θεωρίας οφείλει να υπόκειται η ίδια στις αρχές που κάθε φορά επικαλείται. Κι αυτό σημαίνει ότι όσοι αναγνωρίζουμε την ανάγκη να εξετάζουμε με κριτικό πνεύμα τις παραδοχές μας ή να κοιτούμε τη γραφή μας μέσα από διαφορετικά πρίσματα πρέπει να υποβάλλουμε την ίδια τη θεωρητική μας σκέψη στη βάσανο της θεωρίας και όχι απλώς να χρησιμοποιούμε τη θεωρία ως τελεσίδικο εξηγητικό εργαλείο (9). Πρέπει να ανεχόμαστε και να καλωσορίζουμε τη δημόσια αποτίμηση των ιδεών μας και των έργων μας. Πρέπει να παραδεχόμαστε την πιθανότητα να σφάλλουμε, και να είμαστε έτοιμοι να αλλάξουμε απόψεις ή να πειστούμε από τους άλλους. Πρέπει να θυμόμαστε ότι τα ιδεολογικά και τα μεθοδολογικά συμπεράσματα της κριτικής θεώρησης της λογοτεχνίας είναι πάντοτε ανοιχτά στην αλλαγή.
Και πρωτίστως οφείλουμε να ενστερνιστούμε την πίστη ότι, τις πιο βαθιά παραδεκτές υποθέσεις μας, οφείλουμε να τις αμφισβητούμε, πρώτοι απ’ όλους, εμείς οι ίδιοι.

(1) Σε αυτήν την ακολουθία της απαρέσκειας οι ποιητές καταλαμβάνουν ηγετική θέση (πολύ συχνά οικεία βουλήσει).
(2) Και συνακόλουθα η διάκριση ανάμεσα σε δρώντες (Practitioners) και θεωρητικούς (Theorists) της γραφής.
(3) Dan Usher, «The Dynastic Cycle and the Stationary State», The American Review 79: 1031-44.
(4) Υφολογικές, θεματικές, ηλικιακές ή άλλες ομαδοποιήσεις, οριστική τοποθέτηση συγγραφέων και έργων σε έναν οικείο χάρτη πρόσληψης (perceptual map), αυτοματοποιημένη παραγωγή ερμηνειών και προβλέψιμων κριτικών αξιολογήσεων των έργων ή ακόμα και η άκριτη συμμόρφωση των συγγραφέων με όλα τα παραπάνω, αποτελούν αυτό το «πλέγμα» των «εύλογων» εξηγήσεων.
(5) Ας αναφέρουμε ενδεικτικώς τα οικονομικά, συνδικαλιστικά και ιδεολογικά ζητήματα που αφορούν τις συνθήκες εργασίας των συγγραφέων, τις απολαβές τους, τη δυνατότητά τους να βιοπορίζονται ως συγγραφείς, τα συνδικαλιστικά τους αιτήματα και την οργάνωσή τους, την ταξική τους προέλευση, το κύρος που απολαμβάνουν στη δημόσια σφαίρα, τους παράλληλους ρόλους που αναλαμβάνουν ως κριτικοί, εκδότες, μεταφραστές… κ.λπ., τις σχέσεις τους με τους εκδότες και τα μέσα προβολής του βιβλίου… κ.ά.
(6) Είναι πολύ συνηθισμένα τέτοια σχήματα όταν μιλούμε αυθόρμητα για τη γραφή: η γραφή είναι «ταξίδι», το έργο είναι ένας «άλλος κόσμος», ο συγγραφέας «βυθίζεται», μια «φωνή» του «υπαγορεύει» τη «διαδρομή» του έργου… κ.λπ.
(7) Είτε διατυπωμένες από εμάς τους ίδιους είτε αποδιδόμενες σ’ εμάς. Βλ. Σημ. 5.
(8) Κι εδώ το «είναι» συστεγάζει μια πληθώρα ιδιοτήτων: τη δημόσια εικόνα του συγγραφέα, τα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά σημεία του έργου του, τη μέθοδο με την οποία γράφει, τη θεματολογία του, την αυτόο-εικόνα που καλλιεργεί στον εαυτό του… κ.λπ., ακόμα και την ίδια την αλλαγή τους: την «εξέλιξη» που θέλει να επιτύχει.
(9) Όπως επισημαίνει ο Collins 1991: «We must think of putting ourselves into practice, rather than putting theory into practice», [Adult education as vocation, Routledge, 1991, σ. 47].


Ο Χρήστος Χρυσόπουλος είναι πεζογράφος



Κλείνοντας μια ανοιχτή συζήτηση

Του Κώστα ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Αν προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τη συζήτηση που μόλις τελείωσε, θα πρέπει να σημειώσουμε πως ξεκίνησε στις 9 Μαρτίου και κύλησε για 14 Κυριακές, σε 50 σελίδες των «Αναγνώσεων». Η σύνθεση του σώματος των συμμετασχόντων, από ηλικιακής πλευράς, εκτείνεται από την ελπιδοφόρα περιοχή των 30 μέχρι την ωριμότητα των 60 και κάτι, με μεγαλύτερη ένταση περί τα 50 και ισομοιρασμένη την επαγγελματική ιδιότητα, μεταξύ πανεπιστημιακών και μη, αλλά με ανισομερή τη συμμετοχή των γυναικών. Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το σκέλος «Λογοτεχνία» περιέλαβε και μια ισχυρή εκπροσώπηση των εικαστικών.
Με βάση τις τρεις λέξεις του τίτλου, ο οποίος στέγασε και εν πολλοίς καθόρισε τη συζήτηση, ήταν πολύ πιθανόν να υπάρξει η πλέον εύκολη διολίσθηση, στις προφανείς, απλουστευτικές συμπαραδηλώσεις: «αριστερή λογοτεχνία», «αριστερή θεωρία» κλπ. Κάτι τέτοιο απεφεύχθη, όπως και ο άλλος, εξίσου πιθανός κίνδυνος, δηλαδή η απλή συνύπαρξη κειμένων τριών κατηγοριών, που απλώς θα εγγράφονταν σε κάθε ένα από τα τρία «θέματα» της συζήτησης, υποβιβάζοντας έτσι αυτές τις μεγάλες και πυκνά κατοικημένες, από τον Λόγο και την Ιστορία, εννοιολογικές περιοχές, σε απλές «θεματικές». Αντίθετα, δημιουργήθηκε μια συνθήκη όσμωσης, όπου ο καθένας μιλούσε βέβαια με βάση το δικό του πεδίο αναφοράς, όμως με την αίσθηση πως ο λόγος του αναπνέει μέσα σε ένα περιβάλλον συνύπαρξης και διαλόγου, συνάφειας, ετερότητας αλλά και αντιπαράθεσης, εν τέλει μέσα σε μια συνθήκη κριτικού λόγου. Άλλωστε, ο καθένας διαφορετικά πράγματα εννοεί με τους όρους Θεωρία, Λογοτεχνία, Αριστερά.
Έτσι, κυριάρχησε ο πληθυντικός αριθμός: έγινε λόγος για «αριστερές θεωρίες», για «θεωρίες της λογοτεχνίας», για τον μαρξισμό ως «σύγκρουση τάσεων», κατετέθησαν αποκλίνουσες θεωρητικές απόψεις και στα τρία πεδία, αναδεικνύοντας την πολυσημία τους. Αν όμως δεν επιδιώχθηκαν συμφωνίες -πόσο μάλλον ομοφωνίες- εντούτοις διαπιστώθηκαν επιμέρους συμπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, επί του ρόλου της κριτικής, δηλαδή για τον χαρακτήρα της, αλλά και εστίες αντιπαλότητας, όπως επί της σχέσης της τέχνης ή της μυθοπλασίας με την πραγματικότητα. Στο επίκεντρο της συζήτησης ετέθησαν θέματα συγκεκριμένα, όπως ο «Δυτικός (λογοτεχνικός) κανόνας», η τεχνοκριτική της |Επιθεώρησης Τέχνης|, η συντηρητική μετάλλαξη πρώην αριστερών διανοουμένων, οι εκφάνσεις της πολιτισμικής θεωρίας και η υποδοχή τους στα καθ’ ημάς, αλλά και θέματα γενικότερα, όπως η αντίληψη του «τέλους της ιστορίας», το πρόταγμα της αυτονομίας, οι «αυταπάτες της νεωτερικότητας», η σχέση του «αισθητικού» και του «πολιτικού», η ιστορικότητα και η επανιστορικοποίηση της ίδιας της θεωρίας, η σχέση θεωρίας και λογοτεχνίας, θεωρίας και ιδεολογίας, η ιστορική θέση της νεωτερικής ποίησης. Το αφιέρωμα έφθασε να συναντήσει και την ιδρυτική, για την αριστερά, 11η μαρξική θέση για τον Φόυερμπαχ: «Οι φιλόσοφοι έχουν επιχειρήσει, με διάφορους τρόπους, μόνο την |ερμηνεία| του κόσμου – η πραγματική πρόκληση είναι η |μεταβολή| του». Ακόμα και αυτή η θέση ετέθη υπό συζήτηση ευθέως, μιλώντας με βάση την οπτική του παρόντος, αφού και σήμερα «το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε», όμως «χωρίς θεωρητικές τομές, ο κόσμος δεν θα αλλάξει».
Αυτή η τελευταία αντίθεση, ή μάλλον διακύμανση, που εκφράστηκε χαρακτηριστικά με τη διατύπωση «ερμηνευτική πράξη», νομίζω πως βρίσκεται στην καρδιά του προβλήματος και περιγράφει δύο διακριτές τάσεις, αν προτιμάτε δύο «διαθέσεις», που εκφράστηκαν συνολικά στο αφιέρωμα. Η πρώτη, που θα την χαρακτήριζα «φυγόκεντρο», προτίμησε το άνοιγμα σε νέες περιοχές, τη δοκιμή νέων σχημάτων, θεωρητικών εργαλείων και επεξεργασιών, ακόμη και με τρόπο παρακινδυνευμένο, αλλά πάντως δημιουργικό. Την άλλη θα την χαρακτήριζα «κεντρομόλο», γιατί επιχείρησε να ορίσει τα πράγματα, να δώσει στίγματα αναφοράς και, στο μέτρο του δυνατού, χρηστικές απαντήσεις στα αιτούμενα της εποχής, ενεργοποιώντας κατακτημένες περιοχές της γνώσης και της θεωρίας.
Δεν αναζητούμε τη μέση οδό, η οποία για κάποιους είναι η καλύτερη και μάλιστα καταργεί τις περιβόητες «διαχωριστικές γραμμές»: στα ζητήματα της σκέψης και της τέχνης, αυτή η «οδός» είναι συνήθως η πλέον άγονη και αδιέξοδη. Όμως, αυτές οι δύο κινήσεις, η κεντρομόλος και η φυγόκεντρος, η μία δίπλα και απέναντι από την άλλη, η μία μαζί και ταυτοχρόνως με την άλλη, ακόμα και η μία διαμέσου της άλλης, εξέφρασαν τη δημιουργική αγωνία, 33 πνευματικών ανθρώπων, που ο καθένας τους έχει ένα σαφές στίγμα στο δημόσιο χώρο∙ την αγωνία, στην προσπάθειά τους να οριστούν μέσα στο ιστορικό παρόν, ανταποκρινόμενοι στο επιτακτικό ερώτημα: τις αγορεύειν βούλεται;
Γιατί αυτό ήταν, κατά τη γνώμη μου, το κύριο χαρακτηριστικό του αφιερώματος και της συζήτησης. Ο καθένας ομίλησε ως πολίτης, ως άτομο αυτεξούσιο και υπεύθυνο, κατέθεσε την «απορία» του, δοκίμασε την αναστοχαστική δυνατότητα της θεωρητικής σκευής του. Ακόμα και αν υπήρξαν κείμενα που απαντούσαν σε αντίπαλες απόψεις, κατατεθειμένες ή περιρρέουσες, κάποτε και με τρόπο που προκαλούσε τα πράγματα, όλα είχαν έναν προσωπικό τόνο, ή μάλλον περιέγραφαν και εξέφραζαν μια προσωπική ματιά, ακόμα και μια προσωπική «ποιητική». Σε αυτή τη βάση, κατέστη δυνατόν να δοκιμαστούν αρκετές «φωνές» και ηχοχρώματα, κάποτε και από το ίδιο πρόσωπο, όμως πάντα διά ζώσης και όχι play back.
***

Το αφιέρωμα αυτό δεν προέκυψε ως κεραυνός εν αιθρία. Είναι βέβαια αποτέλεσμα της μέχρι τώρα πορείας των «Αναγνώσεων», αλλά και της ευρύτερης συγκυρίας, όπου η άνοδος της αριστεράς όχι μόνο δημιουργεί τριγμούς, στο πολιτικό και στο πνευματικό σκηνικό, μα και επαναφέρει επιτακτικά τα ερωτήματα για το «τι μέλει γενέσθαι». Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι ώριμο τέκνο μιας ώριμης συνθήκης: της συσσωρευμένης ανάγκης που υπάρχει στον διανοούμενο κοινωνικό χώρο, παρά τις παθολογίες του, ή μάλλον ενάντια σ’ αυτές. Ενάντια στην περιχαράκωση σε ένα αύταρκες, και αυτοεπιβεβαιωτικά ιστορικοποιημένο, εθνικο-πολιτισμικό ή αριστερο-πολιτισμικό ή και συγγραφικό «εγώ».
Το αφιέρωμα, λοιπόν, έδειξε ότι υπάρχουν απόψεις, ή έστω τρόποι και θεωρητικοί πυρήνες για να σχηματισθούν, υπάρχουν διακριτά ρεύματα, ή έστω τάσεις, σε όλα τα επίπεδα, υπάρχει ανάγκη, αλλά και η δυνατότητα διαλόγου, ανέδειξε την πρόκληση της όσμωσης και των νέων συνθέσεων.
Όσον αφορά τη θεωρία, έδειξε πως μπορεί να αποτελεί στοιχείο του δημόσιου διαλόγου, και μάλιστα αυτού που διεξάγεται στον ημερήσιο Τύπο, χωρίς να εκφυλίζεται, είτε σε ανούσιες φιλολογικές ασκήσεις και τρέχοντα πολιτικά σχόλια (η παραδοσιακή εκδοχή), είτε σε ναρκισσιστικές επιδείξεις «πνεύματος» (η εκδοχή της «μετα-επιφυλλίδας»).
Όσον δε αφορά τη λογοτεχνία και την τέχνη, το αφιέρωμα έδειξε εν τοις πράγμασι ότι η «λογοτεχνική δημοσιογραφία» δεν είναι μονόδρομος. Τα σχετικά κείμενα έθεσαν στη συζήτηση το κριτήριο της |μορφής|, δηλαδή το αισθητικό αιτούμενο της τέχνης και της κριτικής της, καθώς κι ένα μεγάλο φάσμα από κοινωνικές και ιδεολογικές παραμέτρους, που συνθέτουν τη λογοτεχνική συνθήκη, όταν αυτή είναι όντως κάτι περισσότερο από διαδικασία κατανάλωσης ή διακόσμησης της καθημερινότητας, όταν καταφέρνει να γίνεται μια επιλογή ενάντια στο κορυφαίο σύμπτωμα της εποχής, που είναι η «υποκατάσταση της εμμονής του φρονήματος με τη μανία των διασυνδέσεων».
Το αφιέρωμα υπέδειξε δρόμους, μέσα από τους οποίους, ενδεχομένως, η σημερινή, ανανεωτική ριζοσπαστική αριστερά, μπορεί να υπερβεί το ιστορικό άγος του παγκόσμιου ΄89, ακόμα και τις ιστορικές της επιβαρύνσεις, μπορεί να υποδεχθεί και να αρθρώσει θεωρητικό λόγο, να καταστεί χώρος παραγωγής θεωρίας και αισθητικής, να συγχρονισθεί με τα σημερινά αιτούμενα, να αρθρώσει λόγο αποτελεσματικό για το μέλλον, το οποίο, φυσικά, «κανείς δεν μπορεί να προβλέψει, παρά μόνο να εικάσει, μελετώντας τις συνιστώσες της προετοιμασίας του». Μήπως, όμως, όλα αυτά ηχούν απλουστευτικά και υπεραισιόδοξα; Εδώ, ας προσθέσουμε ως κριτήριο την επιφύλαξη του Φρέντρικ Τζέημσον, η σκέψη του οποίου άρδευσε αρκετά από τα κείμενα του αφιερώματος: «|όλα μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν τμήμα του συστήματος, εφ’ όσον αδυνατούν να βρεθούν σε απόσταση ως προς αυτό|».
Ποια είναι, όμως, τελικά, «η άποψή μας», επί της Θεωρίας, της Λογοτεχνίας, της Αριστεράς; Είναι κάποια από τις απόψεις που εκφράστηκαν στο αφιέρωμα; Αποδεχόμαστε μόνο μερικές απ’ αυτές; Μήπως όλες μαζί, ίσως και μερικές ακόμη; Η απάντηση φαίνεται να είναι απαραίτητη. Λοιπόν: με δεδομένο τον πολυφωνικό και κινηματικό χαρακτήρα της σύγχρονης ανανεωτικής, ριζοσπαστικής αριστεράς, αναζητώντας την κρίσιμη απόσταση, απ’ ό,τι ορίζεται για τον καθένα ως «σύστημα» ή ως «καθεστώς», την αναγκαία απόσταση από την «αστική ορθοφροσύνη», μέσα σε όλες αυτές τις απόψεις και τα ρεύματα, μέσα στο διάλογό τους, στις αντιθέσεις τους και τις οσμώσεις τους, όλοι υπάρχουμε, οριζόμαστε και πορευόμαστε, μέσα στην πολλαπλασιαστική τους ανάπτυξη «όλοι μεγαλώνουμε», όπως ο στίχος του Εμπειρίκου. Ή, έστω, βλέπουμε τα αδιέξοδά μας. Και αν ξενίζει ο πληθυντικός, δεν τον χρησιμοποιώ για να εκβιάσω μια επίπλαστη «ενότητα» ή να κατασκευάσω ένα συλλογικό άλλοθι, πόσο μάλλον που τέτοιες ταυτίσεις είναι οπωσδήποτε αδύνατες και εν πολλοίς ανεπιθύμητες. Το κάνω, για να περιγράψω τη συνθήκη του διαλόγου και της συνάντησης, όπου βέβαια ο καθένας έρχεται από το δικό του δρόμο, με τις δικές του αποσκευές. Και πάλι στο δικό του δρόμο πορεύεται, είτε με την αίσθηση ότι είναι λιγότερο μόνος απ’ ό,τι νόμιζε, είτε με τη διαπίστωση πως ο δρόμος του είναι περισσότερο μοναχικός απ’ ό,τι φαινόταν.

***

Πριν από έξι χρόνια, όταν ξεκινούσε το εγχείρημα των «Αναγνώσεων», αλλά και μέχρι πρόσφατα, διαφαινόταν πως οι διανοούμενοι της νεοφιλελεύθερης κεντροαριστεράς (που σε αυτό το πρόταγμα υπέτασσαν τους όποιους θεωρητικούς νεωτερισμούς επικαλούνταν) τελικά θα μονοπωλήσουν τη γενικευμένη αναστοχαστική διαδικασία, που στοιχειώνει το ιστορικό παρόν, και θα ηγεμονεύσουν ιδεολογικά. Άλλωστε, είχαν στη διάθεσή τους όλους τους ανερχόμενους μηχανισμούς (μηχανισμοί κρατικοδίαιτοι οι περισσότεροι ή, πάντως, σε στενή σχέση με την πολιτική και κρατική εξουσία). Με αυτή την έννοια, το εγχείρημά μας, ακόμα κι όταν έθετε ζητήματα προωθημένα, με τρόπο επιθετικό πολλές φορές, τελικά εγγράφονταν σε έναν ορίζοντα ιστορικής ήττας. Σήμερα, όμως, τα πράγματα φαίνεται πως δεν είναι πια έτσι.
Τι σημαίνει μια τέτοια διαπίστωση; Πως πρέπει να αφήσουμε οριστικά πίσω μας τα «κουρασμένα ερωτήματα», το θρήνο για «το χαμένο ιδεολογικό βασίλειο των ψευδαισθήσεων», αλλά και τον αμήχανο εκλεκτικισμό του τέλους του 20ού αιώνα. Πως ο χώρος της αριστεράς μπορεί να παίξει με αξιώσεις το στοίχημα να ξαναγίνει προνομιακός χώρος αναζήτησης, μέσα στη νέα συνθήκη, αυτή της πρωτόγνωρης υφολογικής και θεωρητικής ανομοιογένειας, επιχειρώντας πρωτότυπες και δραστικές συνθέσεις. Η ιστορική δυνατότητα φαίνεται να υπάρχει. Η διαθεσιμότητα της αριστεράς μέλλει να κριθεί.

***

Τελικά, τι συνοψίζει και συμβολίζει το παρόν αφιέρωμα, και δι’ αυτού η διαδρομή των «Αναγνώσεων», σχετικά με τη Θεωρία, τη Λογοτεχνία, την Αριστερά; Νομίζω, ό,τι ορίζει ο στίχος του ποιητή: Το ζήτημα πια έχει τεθεί.



Δεν υπάρχουν σχόλια: