29/5/08

Στρατής Τσίρκας

Στρατής Τσίρκας

επιμέλεια Γιάννης Παπαθεοδώρου

τχ. 119, 3/4/2005


Γράφουν: Αλέξης Ζήρας, Μίλτος Πεχλιβάνος, Σοφιανός Χρυσοστομίδης, συνέντευξη της Χρύσας Προκοπάκη στον Γιάννη Παπαθεοδώρου, ανέκδοτη επιστολή Τσίρκα στον Μ.Μ.Παπαϊωάννου



Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες και τα διλήμματά τους

Του Αλέξη ΖΗΡΑ

ΣΤΡΑΤΗΣ ΤΣΙΡΚΑΣ, |Ακυβέρνητες Πολιτείες|, 1. |Η λέσχη|, 2. |Αριάγνη|, 3. |Η νυχτερίδα|, επιμέλεια Χρύσα Προκοπάκη, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2005

Αν συμβουλευθούμε τη |Βιβλιογραφία Στρατή Τσίρκα| (1979) της Κατερίνας Πλασσαρά, θα δούμε ότι στην πρώτη περίοδο των λογοτεχνικών του αναζητήσεων ο νεαρός Γιάννης Χατζηανδρέας διακρίνεται για τον εμπνευσμένο του λυρισμό. Ξεκινάει στα χρόνια 1927 - 1928, δημοσιεύοντας σε έντυπα της Αιγύπτου τρία αλληγορικά πεζά με έντονα συγκινημένο τόνο, αρκετά κοντά ως είδος στα πεζοτράγουδα των |Ανθρώπινων και άνθινων ζωών| που είχε εκδώσει το 1920 ο Κύπριος την καταγωγή πεζογράφος Νίκος Νικολαϊδης. Ήταν φίλος του Τσίρκα από πολύ παλιά, εγκατεστημένος όπως και εκείνος στο Κάιρο, αλλά επίσης, όπως μπορούμε να πούμε σήμερα με αρκετή σιγουριά |και δάσκαλός του.| Είναι εντυπωσιακό, για παράδειγμα, ότι στην εποχή που γυρεύει τον προσανατολισμό του προς τη μεγάλη αφηγηματική σύνθεση, ανάμεσα στα πιο μακρινά του πρότυπα συγγραφέων που τον γοητεύουν με την τεχνική τους, τη Γαλλίδα Έλσα Τριολέ και τον Αμερικανό Έρσκιν Κόλντγουελ, βρίσκει αξιοσύστατη την παρατήρηση του Νικολαϊδη για την παρουσία της επανάληψης ("μάλλον ένα σινιάλο, ένα μικρό μουσικό μοτίβο") στη ροή της μυθοπλασίας. Ο Νικολαϊδης είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση σ' αυτό το μεικτό είδος, της ποιητικής πρόζας ή του πεζού ποιήματος, πράγμα που φαίνεται από τη συνεχή ενασχόλησή του μ' αυτό, ακόμα και ως την περίοδο του όψιμου μεσοπολέμου, όταν ο Τσίρκας είχε δημοσιεύσει τις πρώτες του συλλογές ποιημάτων.
Από τη μεριά του, εκείνος, αν δούμε ορισμένα πεζά από τη συγκεντρωτική έκδοση των |Διηγημάτων| του (1978), αλλά και τον πρώτο τόμο των |Ακυβέρνητων Πολιτειών,| τη |Λέσχη| (1960), δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήθελε να περάσει στην τεχνική του ένα κράμα ποιητικής υποβολής, λυρικής απροσδιοριστίας και ρεαλιστικής αληθοφάνειας. Και με αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε όσα επαινετικά είχε πει μεταπολεμικά, το 1950, στο περιοδικό |Αλεξανδρινή Λογοτεχνία|, όπου και αναφέρθηκε με έντονο θαυμασμό στα πεζοτράγουδα του Νικολαϊδη, θεωρώντας τα υποδειγματικά στο είδος τους. Είναι άραγε αδιάφορος ο έπαινός του, στα χρόνια που ωρίμαζε μέσα του η ιδέα της μυθιστορηματικής σύνθεσης;
|Είναι κάτι αριστουργηματικές καμέες, υποδείγματα ύφους και γλώσσας, σκληρές και αρμονικές, τελειωμένες, απρόσβλητες από τα χρόνια και τους συρμούς. Η αρμονία της φόρμας τους, η στιλπνότητα της επιφάνειάς τους, η ευγένεια της υφής τους, ισορροπούνται και σφιχτοδένονται από τον μυστικό πυρήνα της ύπαρξής τους, το νόημα της πρόζας που πότε είναι μια συμβολική εικόνα, πότε μια λυρική ιδέα, πότε μια νοσταλγική ανάμνηση, και πάντα, πάντα, ένα κρύσταλλο από την πείρα και την πλατύτατη εποπτεία της Ζωής.|
Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι αυτοί οι δύο αντίθετοι προσανατολισμοί, που υπήρχαν σχεδόν εξαρχής στο έργο του, τον διεκδικούσαν συνέχεια. Άλλοτε (προπάντων στη |Λέσχη|) ωθώντας το προς μια ποιητική αφήγηση, με τη χαρακτηριστική μουσική ροηκότητα ως προς τον χειρισμό του χρόνου και τις αναδρομές στο παρελθόν, που αυτές ειδικά έχουν στην τεχνική του Τσίρκα μάλλον την έννοια της επιφύλαξης και της δυσπιστίας των προσώπων μπροστά στην πραγματικότητα που τα περιβάλλει. Άλλοτε όμως προς έναν πιο "αποδεικτικό" ρεαλισμό (ιδίως στη |Νυχτερίδα| και στην αναπαράσταση του ελληνικού κινήματος της Μ. Ανατολής) που προϋποθέτει κάποιους κοινούς ιδεολογικούς τόπους μεταξύ του συγγραφέα και του ειδοποιημένου αναγνώστη και που, γι' αυτόν τον λόγο, ίσως μετατρέπει την αναζήτηση της αλήθειας, μεταμορφώνοντάς την από διαγνωστική της ανθρώπινης ψυχής σε διαγνωστική της στρατηγικής των πολιτικών δυνάμεων. Όπως ο συγγραφέας ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικός, ως προς τα μυστικά τού εργαστηρίου του, στα χρόνια που ακολούθησαν τη γραφή και την έκδοση της τριλογίας, νομίζω ότι δίνεται πια η δυνατότητα σε μια οργανική συνεξέταση έργου και πεποιθήσεων, να ερευνήσει προσεκτικότερα την αναλογία που παρουσιάζεται ανάμεσα στη βαθμιαία μεταβολή της μυθιστορηματικής του τέχνης και στη σαφή μεταβολή της πολιτικής του συνείδησης.
Ασφαλώς δεν ήταν μικρό πράγμα για εκείνον, η αρνητική υποδοχή του μυθιστορήματός του, ιδίως από τα μέλη της πολιτικής του "οικογένειας". Σε μια όχι και πολύ μακρινή εποχή, όπου οι κυκλοφορίες των βιβλίων ήταν σχετικά χαμηλών ταχυτήτων, είναι εύλογο ότι μετρούσε πολύ περισσότερο για έναν συγγραφέα η γνώμη των "συντεχνιών" και των ιδεολογικά οικείων. Ακόμα και το 1975, μιλώντας με τη Βεατρίκή Σπηλιάδη, δείχνει να μην έχει ξεπεράσει καθόλου τις επιπτώσεις από την πολεμική της επίσημης κομματικής γραμμής της αριστεράς απέναντι στη |Λέσχη| και στην |Αριάγνη|. Πράγμα που σημαίνει, μεταφερόμενο στο πεδίο της λογοτεχνικής δημιουργίας, ότι πράγματι ο επόμενος τόμος της τριλογίας γράφτηκε κάτω από τη σκιά του "ελέγχου της αριστεροσύνης" του Τσίρκα, ενός ελέγχου που είχε επιχειρηθεί ανοιχτά τόσο από τον Μάρκο Αυγέρη όσο και από τον Τάσο Βουρνά, ή, πιο μετριασμένα, από τον Άγγελο Διαμαντόπουλο. Ασφαλώς, δεν μπορούμε με κανέναν τρόπο να εικάσουμε τη μορφή και την τεχνική που θα χρησιμοποιούσε ο συγγραφέας στην |Αριάγνη| και στη |Νυχτερίδα| στην περίπτωση που τα πράγματα εξελίσσονταν διαφορετικά. Αν τα δεδομένα ήταν άλλα, εννοείται πως θα ήταν διαφορετική η υποδοχή και η πρόσληψη της |Λέσχης| από τους αισθητικούς κανόνες της τότε Αριστεράς. Όμως από την άλλη μεριά είναι πέρα από κάθε αμφιβολία το γεγονός ότι οι αισθητικές επιλογές του Τσίρκα, ακόμη και οι ίδιες οι αφηγηματικές του τεχνικές, συνδέθηκαν με βαθύτερα, ηθικά κίνητρα, απολύτως ομόκεντρα με τις διακυμάνσεις των ιδεολογικών του προβληματισμών.
Οι διακυμάνσεις δεν είναι υπόθεση εργασίας ή ερμηνευτικό σχήμα~ διαγράφονται άλλωστε αρκετά καθαρά στα |Ημερολόγια της Τριλογίας|, όπου και φαίνεται ότι από τη μακρόχρονη κύηση μέχρι την ολοκλήρωσή της η μυθιστορηματική σύνθεση του Τσίρκα ακολούθησε την τροχιά ενός κύκλου. Στις πρώιμες απαρχές του 1946, το στοίχημα που βάζει ο συγγραφέας με τον εαυτό του αφορά σε ένα βιβλίο που θα κρατηθεί μακριά από την |πολιτική| περιγραφή της εποχής. |Η Λέσχη|, όπως και να τη θεωρήσουμε, στενά συνδεδεμένη με τα υπόλοιπα ή όχι μέρος της τριλογίας, είναι το πρελούδιο μιας γοητευμένης από τον δημιουργικό οίστρο της, συγγραφικής συνείδησης. Αν και μπήκε στο στόχαστρο ορισμένων κριτικών που θεώρησαν ότι ο εμπρεσιονισμός της, η πλαστικότητα και η ελλειπτικότητα των περιγραφών που εντούτοις πάνε σαν γάντι στον σκεπτικισμό των προσώπων, οδηγούσε στη σπασμωδικότητα της αφήγησης, η αλήθεια είναι ότι εγκαινίαζε έναν νέο τροπισμό, σε μια πεζογραφία που γύρω στο 1960, όπως επισήμαινε διορατικά ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, "ήταν γενικά παλιά". Ενώ, με την |Αριάγνη| και τη |Νυχτερίδα| ο κύκλος αυτός κατά κάποιο τρόπο κλείνει". Για να εναρμονιστεί η τεχνική με την προοπτική του επικού πνεύματος που τώρα ενισχύεται, ο Τσίρκας επιστρέφει σε πιο δοκιμασμένα πρότυπα: στις στέρεες βάσεις της ρεαλιστικής τεχνικής. Συμψηφίζοντας όμως, μαζί με την |αισθητική αναδίπλωση| του ποιητή που περίμενε διαφορετικά τα πράγματα, και κάτι άλλο σημαντικό: ότι η τραυματική εμπειρία της υποδοχής της |Λέσχης| μεταμορφώνεται στην |Αριάγνη| και στη |Νυχτερίδα| σε δομικό στοιχείο της μυθιστορηματικής σύνθεσης. Το Ανθρωπάκι της |Λέσχης| δεν μας προϊδεάζει παρά ελάχιστα για το Ανθρωπάκι των δύο επόμενων τόμων. Και από αυτή την πλευρά νομίζω ότι η τριλογία αποτελεί ένα ιδεώδες παράδειγμα του πως μια οργανική, συγκριτική ανάγνωση, όταν αθροίζει στοιχεία ενδοκειμενικά και εξωκειμενικά, μπορεί να είναι πολύ περισσότερο γόνιμη. Νομίζω ότι τέτοιες ή ανάλογες συγκυρίες είχε ο Τσίρκας στο νου του όταν εμφανιζόταν να υπερασπίζεται μια πεζογραφία του "χρέους" ή, αλλιώς, μια πεζογραφία που δεν απέχει της συλλογικής σκηνής, αλλά, αντίθετα, εστιάζεται στο ηθικό μέρισμά της, έτσι όπως αυτό περνάει στη συνείδηση του κάθε μυθιστορηματικού προσώπου.
|Οι έρευνες που έκανα για τις ελληνικές παροικίες της Αλεξάνδρειας, [προορίζονταν για τη μελέτη του| Ο Καβάφης και η εποχή του] |μου έδωσαν το υλικό για το δεύτερο και τρίτο τόμο, που είναι Η Αριάγνη και| Η Νυχτερίδα. |Μου έδωσαν μια ιστορική αίσθηση του χώρου. Τώρα το μυθιστόρημα, όταν πρωτοβγήκε, επειδή δοκίμασα να κάνω μια γραφή λίγο μοντέρνα στη| Λέσχη, |περίμενα κριτικές, αλλά τίποτα, δεν είχε καμμία απήχηση. Εγώ, πάντως, συνέχισα το σχέδιό μου, και, στο δεύτερο τόμο, ήμουν πιο ρεαλιστής. Στον τρίτο, συμβιβάστηκα εντελώς πια, γιατί παραδέχθηκα ότι το κοινό δεν δεχόταν ακροβασίες.|
Πράγματι, στις |Ακυβέρνητες Πολιτείες| διακρίνεται αμέσως μια κυμαινόμενη στάση του Τσίρκα ως προς τους τρόπους γραφής και ως προς τα θέματα που τον ενδιαφέρουν να αναπτύξει. Και τούτο, παρά το ότι τυχαίνει ορισμένα από τα διηγήματα να έχουν γραφεί κατά την ίδια χρονική περίοδο, και ενδεχομένως ο αναγνώστης να περίμενε να βρει σ' αυτά μια πιο ενιαία, ή, μάλλον, πιο συνεκτική στρατηγική. Το ότι δεν ταυτίζονται αλλά αποκλίνουν ή πάντως διαφοροποιούνται οι αφηγηματικές του τεχνικές, είναι αλήθεια πως πλούτισε το έργο του με μια γλωσσική και υφολογική πολυσημία, την οποία δεν είχε ποτέ η ποίησή του. Όμως, η προσπάθειά του να συνυφάνει ή και να εξισορροπήσει τη ρεαλιστική με τη συμβολιστική τεχνική, το μέσα και το έξω, το ιστορικό περιβάλλον και τις αποτυπώσεις που μπορεί να έχει στην εσωτερική ζωή των ανθρώπων, δεν διακρίνεται μόνο στα διηγήματα και στις νουβέλες του~ υπάρχουν κυρίως, σύμφωνα με τα δικά του λεγόμενα, στην τριλογία |ως στοιχεία της ίδιας της μυθοπλασίας.|
Ο κάθε τόμος των |Ακυβέρνητων Πολιτειών|, ειδικά σ' αυτή την πρόσφατη, χρηστικά σχολιασμένη έκδοσή τους από τη Χρύσα Προκοπάκη, αποτυπώνει έναν παραπλήσιο, επίμοχθο αγώνα του συγγραφέα, να συμβιβάσει ή να συνταιριάξει το είδος της μυθιστορηματικής τέχνης που κατά βάθος τον γοητεύει και, από την άλλη μεριά, τη μυθιστορηματική τεχνική που θα κερδίσει και θα πάρει μαζί της τον πολιτικά ομόδοξο αναγνώστη. Μπορεί αυτά τα δύο άκρα να λειτούργησαν ως συμπληγάδες, για έναν πεζογράφο που συχνά μετέφερε όσα αισθητικά και ιδεολογικά διλήμματα τον παίδευαν στην καρδιά της μυθοπλασίας του, αλλά φαίνεται πως τελικά πίστευε ότι η πολιτική δράση δεν ήταν εμπόδιο για να κατανοήσει κάποιος τον πολυτροπισμό του σύγχρονου μυθιστορηματικού λόγου. Το αντίθετο, μάλλον. "Νομίζω πως ένα καλός άνθρωπος με πολιτική δράση, ένας αγωνιστής, πρέπει να έχει υπόψη του και τον πολύπλοκο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει ο λογοτέχνης, τη ζωή και τη δράση", γράφει στα |Ημερολόγιά| του με αφορμή τη σύγκρουση στη |Λέσχη|, ανάμεσα στον Μάνο Σιμωνίδη και στο Ανθρωπάκι. Με μικρές παραλλαγές, η βάση του συλλογισμού αυτού μπορεί να ισχύσει για όλη την τριλογία. Ο Τσίρκας, με ελάχιστες αποκλίσεις, αυτόν τον ενεργό αναγνώστη είχε πάνω κάτω υπόψη του, και αυτόν συνήθως ήθελε να επικαλείται στις δημόσιες συζητήσεις του και στα παρεμβατικά του άρθρα.

|Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας|


Βιογραφικό

Ο Γιάννης Χατζηανδρέας, που έμελλε να τιμήσει τα ελληνικά γράμματα με το όνομα Στρατής Τσίρκας, γεννήθηκε το 1911. Μοίρασε τη ζωή του -- όση δεν του 'κλεψε ο σκληρός βιοπορισμός -- στην τέχνη και στους κοινωνικούς αγώνες. Από τα πρώτα νεανικά του χρόνια, μόλις αποφοίτησε από την Αμπέτειο Σχολή (εμπορικό τμήμα), αναγκάστηκε να δουλέψει σε εκκοκκιστήριο βάμβακος ως λογιστής και κατόπιν διευθυντής του εργοστασίου στην Άνω Αίγυπτο, όπου πέρασε μια δεκαετία. Από τα πρώτα νεανικά του χρόνια επίσης, διάβαζε άπληστα και άρχισε να δημοσιεύει σε περιοδικά της Αιγύπτου και της Ελλάδας ποιητικές μεταφράσεις και μικρά κείμενά του.
Στην Αλεξάνδρεια όπου κατεβαίνει για διακοπές, έρχεται σε επαφή με τον κόσμο των γραμμάτων (το 1930 γνώρισε και τον Καβάφη), καθώς και με τους κύκλους των κομμουνιστών, χώρο στον οποίο και εντάσσεται.
Το 1937 παντρεύεται την Αντιγόνη Κερασσώτη. Το γαμήλιο ταξίδι στην Ευρώπη της ναζιστικής επιβολής και του Ισπανικού Εμφυλίου, αλλά και του γαλλικού Λαϊκού Μετώπου, θα τον γεμίσει παραστάσεις αναγνωρίσιμες σ' όλο το έργο του. Στο Παρίσι λαμβάνει μέρος στο Β' Διεθνές Συνέδριο των Συγγραφέων για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας εναντίον του Φασισμού, όπου γράφει τον περίφημο Όρκο ζωής στον δολοφονημένο Λόρκα, που απαγγέλλει ο Αραγκόν και υπογράφουν όλοι οι σύνεδροι.
Από το 1938 και ως την οριστική του εγκατάσταση στην Ελλάδα (1963) διευθύνει βυρσοδεψείο στην Αλεξάνδρεια.
Το 1937 εκδίδει τους |Φελλάχους|, ποιήματα εμπνευσμένα από την εμπειρία του στην Άνω Αίγυπτο~ το 1938, |Το Λυρικό Ταξίδι|, και το 1944 την πρώτη συλλογή διηγημάτων |Αλλόκοτοι Άνθρωποι|. Ο |Προτελευταίος Αποχαιρετισμός| και το |Ισπανικό Ορατόριο| (1946) θα είναι και ο αποχαιρετισμός του στην ποίηση. Θα ασχοληθεί εφεξής με την πεζογραφία και το δοκίμιο.
Στη διάρκεια του πολέμου, διοχετεύει τη δράση του στην οργάνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος (Αντιφασιστική Πρωτοπορία) και στον ευρύτερο χώρο του Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου (ΕΑΣ), όπως και στη σύνταξη του περιοδικού |Έλλην|, και σε παράνομα φύλλα.
Το κίνημα του Απρίλη του 1944 -- η εξέγερση του Στρατού και του Στόλου -- και η δραματική καταστολή του, γεγονότα που τα έζησε απ' τα μέσα, θα είναι μια τραυματική εμπειρία, η οποία θα στοιχειώνει το μεταγενέστερο έργο του, από τη συλλογή |Ο Απρίλης είναι πιο σκληρός| (1947) ως τη λυτρωτική κατάθεσή της στον τρίτο τόμο της τριλογίας.
Μέσα στον πόλεμο εκδίδει σειρές διηγημάτων, δημοσιεύει λογοτεχνικά κείμενα και άρθρα, εκτενή μελέτη για τον Δημοσθένη Βουτυρά στην |Αλεξανδρινή Λογοτεχνία 1948| και στο ίδιο περιοδικό, το 1950, για τον Νίκο Νικολαϊδη τον Κύπριο, που θεωρούσε δάσκαλό του.
Το 1956, στη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ, γράφει "με μιαν ανάσα" τη νουβέλα |Νουρεντίν Μπόμπα|, θερμή συνηγορία για τους αγώνες του αιγυπτιακού λαού.
Ύστερα από πολύμοχθη έρευνα, το 1958 εκδίδει το βιβλίο του |Ο Καβάφης και η Εποχή του| (κρατικό βραβείο βιογραφίας), που τάραξε τα νερά και έδωσε νέα κατεύθυνση στις καβαφικές μελέτες. (Οι έρευνές του θα συμπληρωθούν αργότερα, το 1971, με τον |Πολιτικό Καβάφη).| Αλλά και με τη συνεισφορά του στο τιμητικό αφιέρωμα |Για τον Σεφέρη| (1961), "Μια άποψη για το |Ημερολόγιο Καταστρώματος, β'|", άνοιξε ορίζοντες για μιαν άλλη προσέγγιση του σεφερικού έργου.
Το 1961 εκδίδει τη |Λέσχη|, πρώτο τόμο των |Ακυβέρνητων Πολιτειών|, που θα του κοστίσει τη διαγραφή του από την οργάνωση των Ελλήνων κομμουνιστών της Αιγύπτου για την τόλμη του να καταγγείλει νοοτροπίες και συμπεριφορές ηγετικών στελεχών του αριστερού κινήματος που ευτελίζουν ιδανικά και αγώνες.
Το 1962 κυκλοφορεί ο δεύτερος τόμος της τριλογίας του |Αριάγνη.| Μετά την εγκατάστασή του στην Ελλάδα, ασχολείται με τη συγγραφή του τρίτου τόμου, της |Νυχτερίδας|, που θα εκδοθεί το 1965. Δημοσιεύει κείμενα, κυρίως στην |Επιθεώρηση Τέχνης|, ενώ ασχολείται παράλληλα με την κριτική βιβλίου και το κοινωνικό ρεπορτάζ στον |Ταχυδρόμο.|
Στη διάρκεια της δικτατορίας, αναλαμβάνει καθοδηγητικό ρόλο στο Πατριωτικό Μέτωπο (ΠΑΜ) και, μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, εντάσσεται στο ΚΚΕ Εσωτερικού. Εκπονεί μεταφράσεις σημαντικών έργων και, μετά την άρση της προληπτικής λογοκρισίας, πρωτοστατεί στην αντιδικτατορική έκδοση των |18 Κειμένων| και των |Νέων Κειμένων.| Συνεργάζεται επίσης με το αντιδικτατορικό περιοδικό |Η Συνέχεια.|
Το 1972, η γαλλική έκδοση των |Ακυβέρνητων Πολιτειών| αποσπά το βραβείο του καλύτερου ξένου βιβλίου.
Το 1976 εκδίδεται |Η Χαμένη Άνοιξη,| το αθηναϊκό του μυθιστόρημα, που θα ήταν το πρώτο μέρος μιας άλλης τριλογίας. Το βιβλίο όμως έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του Τσίρκα, που πέθανε στις 27 Ιανουαρίου 1980.
Βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, ισπανικά, ιταλικά, ρουμανικά, τουρκικά, αραβικά.

Χρύσα Προκοπάκη (από το επίμετρο στη νέα έκδοση της Λέσχης)


Τα έργα του:

Ποιήματα

1937. Φελλάχοι
1938. Το λυρικό ταξίδι
1946. Προτελευταίος αποχαιρετισμός και το ισπανικό ορατόριο
1981. Τα ποιήματα - 2η έκδοση 1996

Διηγήματα

1944. Αλλόκοτοι άνθρωποι
1947. Ο Απρίλης είναι πιο σκληρός
1954. Ο ύπνος του θεριστή
1957. Νουρεντίν Μπόμπα - 6η έκδοση 2000
1966. Στον κάβο
1978. Τα διηγήματα - 12η έκδοση 2003

Μυθιστορήματα

|Ακυβέρνητες πολιτείες|

1960. τόμος Α' Η λέσχη - 36η έκδοση 2002
1962. τόμος Β' Αριάγνη - 33η έκδοση 2002
1965. τόμος Γ' Η νυχτερίδα - 32η έκδοση 2002
1973. Τα ημερολόγια της τριλογίας
"Ακυβέρνητες πολιτείες" - 5η έκδοση 2004

|Δίσεχτα χρόνια|
1976. Χαμένη άνοιξη - 35η έκδοση 2002

Μελέτες

1958. Ο Καβάφης και η εποχή του (Κρατικό Βραβείο 1958)
11η έκδοση 2001
1971. Ο πολιτικός Καβάφης

Μεταφράσεις

1966. Anne Philipe: Όσο κρατάει ένας στεναγμός
1968. Pierre Jean Jouve: Στα βαθιά χρόνια
1968. Malcolm Lowry: Το μονοπάτι της βρύσης
1968. Αισώπειοι μύθοι
1968. Antoine de Saint-Exupery: Ο μικρός πρίγκιπας
1968. Ο θαυμαστός κόσμος των αδελφών Γκριμμ
1969. Cesare Pavese: Κοπέλες μόνες
1969. Stendhal: Οι Τσέντσι - 1599
1970. Εράσμου: Μωρίας εγκώμιον
1970. Peter Levi: Ο τόνος της φωνής του Σεφέρη
1972. Emmanuel Robles: Μια ιταλική άνοιξη



Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες και το άγαλμα του Μπαλζάκ

Του Μίλτου ΠΕΧΛΙΒΑΝΟΥ

Δεν είναι πολλά τα έργα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας που στα σαραντάχρονα της πρώτης δημοσίευσής τους έχουν αξιωθεί την ανιδιοτελή επιμέλεια, τη φιλέρευνη και φιλόκαλη, εν τέλει φιλόλογο φροντίδα, την οποία έχουν επιφυλάξει στις |Ακυβέρνητες Πολιτείες| του Στρατή Τσίρκα η Χρύσα Προκοπάκη και οι εκδόσεις Κέδρος με τους συνεργάτες τους. Η νέα σχολιασμένη έκδοση του 2005 κεντρίζει, αν μη τι άλλο, την αίσθηση πως πλέον --σαράντα χρόνια μετά την ολοκλήρωσή τους, το 1965, και είκοσι πέντε από το θάνατο του Στρατή Τσίρκα, το 1980-- εδραιωμένη δείχνει να είναι η στάση της σύγχρονης κριτικής που αναγνωρίζει τις |Ακυβέρνητες Πολιτείες| ως το σημαντικότερο ελληνικό μυθιστορηματικό εγχείρημα. Τόσο οι πολυάριθμες ανατυπώσεις της πρώτης έκδοσης όσο και η συστηματική ερευνητική εργασία, όπως έχει αποτυπωθεί σε μελέτες, συνέδρια και αφιερωματικά τεύχη του περιοδικού τύπου, συνηγορούν, άλλωστε, προς την ίδια αποτίμηση. Και πέραν όλων τούτων: για την πολιτική και λογοτεχνική ευαισθησία των νεότερων αναγνωστών, από το 1965 και εξής, κάθε άλλο παρά ανεπίδοτη υπήρξε η συνειδησιακή κρίση του Μάνου Σιμωνίδη --με αξιομνημόνευτη, ιδίως για τις σελίδες της |Αυγής|, μαρτυρία το μικρό εκείνο επιμνημόσυνο αφιέρωμα του |Θούριου|, με την πρωτοσέλιδη φωτογραφία του Τσίρκα από τον Αντουάν Βιτέζ και τον τίτλο "Ένας δικός μας συγγραφέας".
Οι τρεις λευκοί τόμοι των |Ακυβέρνητων Πολιτειών| --τόσο οικείοι και φθαρμένοι τόσο συχνά από την πολυχρησία-- υποχωρούν, λοιπόν, στις σελίδες της εκδοτικής ιστορίας και των εραστών της (όσων λ.χ. θα θελήσουν να ξαναδούν τις υποβλητικές λετρίνες, τα πρωτογράμματα που σχεδίασε ο Τάκης Καλμούχος για τη |Λέσχη| ή και να διαβλέψουν την τυπογραφική αυτοσυνειδησία του ίδιου του Τσίρκα, όταν επέμεινε να τυπωθεί το τελευταίο κεφάλαιο της |Λέσχης|, το επίδικο γράμμα της Έμμης, χωρίς λετρίνα, για να διακρίνεται και στην υλικότητα του εντύπου η ετερότητα αυτών των επιστολιμαίων σελίδων). Τη θέση τους στο ράφι την έχουν ήδη καταλάβει οι τρεις νέοι στιβαροί τόμοι και τα αποτελέσματα των μελλοντικών αναγνωστικών χρήσεων προοιωνίζονται αναντίρρητα σε κάθε ισολογισμό θετικά. Και τούτο το οφείλουμε στη συσσωρευμένη πείρα, την πολύχρονη αφοσίωση της Χρύσας Προκοπάκη στην ανάγνωση, μετάφραση και ερμηνεία του μυθοπλαστικού κόσμου της |Λέσχης|, της |Αριάγνης| και της |Νυχτερίδας|.
Πρώτα-πρώτα, από τη σκοπιά της στενότερης φιλολογικής επιμέλειας, η νέα έκδοση έχει αποκαθάρει το κείμενο από πολυάριθμες αβλεψίες, ιδίως της |Λέσχης| και του τότε τυπογραφικού επιμελητή της, οι οποίες διαιωνίζονταν, κατά τρόπο ασύγγνωστο, στις μεταγενέστερες ανατυπώσεις: ακόμη και τότε όταν ένα "είπα" που απέβη "είπε" σε διάλογο του Μάνου και της Φράου Φέλντμαν οδηγούσε ασφαλώς σε παρερμηνεία, είτε όταν ο ανορθόγραφος "Έλλιοτ" τεκμηρίωνε απλώς για την παιδεία του Αιγυπτιώτη Τσίρκα την αδυναμία της Αθήνας του 1960 να συλλαβίσει ορθά τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Η νέα έκδοση συντάσσεται, πάντως, με τις αρχές μιας φειδωλής διορθωτικής επέμβασης, με το σεβασμό της ιστορικότητας του αρχικού κειμένου. Μονοτονισμένες βεβαίως, οι |Ακυβέρνητες Πολιτείες| δεν έχουν υποβληθεί σε κάποια γλωσσοπλαστική χειρουργική, που θα συγκάλυπτε τις ιστορικές τους ρυτίδες --και ευτυχώς.
Ο εκσυγχρονισμός της ανάγνωσης υπήρξε μέλημα της επιμέλειας σε ένα δεύτερο και συνθετότερο επίπεδο, εκείνο των ερμηνευτικών σημειώσεων, ενός σχολιασμού που, μοιρασμένος στους τρεις τόμους, εκτείνεται σε περίπου εκατό πυκνοτυπωμένες σελίδες --μη συνυπολογίζοντας το γλωσσάριο κάθε τόμου αλλά και το εισαγωγικό, φιλολογικό και ιστορικό σημείωμα που τοποθετείται στον πρώτο τόμο. Ο υπομνηματισμός αυτός συγκροτεί ένα δεύτερο εγκυκλοπαιδικό κείμενο στην περιφέρεια του πρώτου, ένα "παρακείμενο", συνδράμοντας αποτελεσματικά τον αναγνώστη της νέας έκδοσης στην επεξεργασία των πυκνών νοηματικών δικτύων της τριλογίας: άλλοτε ανιχνεύοντας αναγνωστικές μνήμες της γραφής, τα "διακείμενά" της, μέσα από τα οποία διεκδίκησε η ίδια την ανάδυσή της, άλλοτε πάλι κομίζοντας την πραγματολογική λεπτομέρεια και συστήνοντας τη μία ή την άλλη λανθάνουσα ιστορική πλαισίωση του νοήματος, το λησμονημένο, πιθανώς, "συγκείμενο" του μύθου. Ο αναγνώστης θα γνωρίσει έτσι πως η Μισέλ Ραπέσκου, λ.χ., εγκαταλείπεται από τη μυθιστορική πλοκή στο Αλγέρι, ακριβώς επειδή εκεί σχηματίζεται, τον Ιούνιο του 1943, η Γαλλική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, είτε θα διδαχθεί να αναγνωρίζει τη φαντασιακή βιβλιοθήκη του Ρούμπυ Ρίτσαρντς όπως έχει δομήσει τα λόγια και τα έργα του, δηλαδή την επινόηση και αναπαράσταση του μυθοπλαστικού του προσώπου.
Ίσως δεν χρειάζεται να γίνει εδώ λόγος αναλυτικά για το ότι ο ανοικτός χαρακτήρας του έργου τέχνης, η δυνατότητα, εν τέλει, της δημιουργικής ή και κριτικής ανάγνωσης, συναρτάται με την ασύμμετρη σχέση του "παρακειμένου" προς ό,τι η ερμηνεία καλείται να υπομνηματίσει (εν προκειμένω, τις "διακειμενικές" και "συγκειμενικές" σειρές, τον κόσμο του έργου). Κάθε υπόμνημα δεν δύναται παρά να επιλέξει και να συνδυάσει, και τα εκάστοτε κριτήρια (που προδίδουν, άλλωστε, την πολιτική και την ηθική του υπομνηματισμού) συστήνουν με τη σειρά τους τεκμήρια των συγκαιρινών προσδοκιών από τη λογοτεχνία και τις λειτουργίες της --πόσο μάλλον από μία λογοτεχνική τοιχογραφία, που μολονότι σπεύδει να μην αυτοσυστηθεί σαν ιστορικό μυθιστόρημα, προϋποθέτει την ιστορία και διαπραγματεύεται με τους τρόπους της μυθοπλασίας όρους και προϋποθέσεις της μνήμης (ή καλύτερα: της ανάμνησης) του πραγματικού.
Ένα παράδειγμα για το ολισθηρό έδαφος αυτής της εκ των υστέρων ανάκλησης προσφέρει ένας αναχρονισμός στη |Λέσχη|, τον οποίο διορθώνει η νέα έκδοση μετά από γραπτή υπόδειξη του Τσίρκα. Πρόκειται για μιαν ανάμνηση της Ραπέσκου, όταν στα δεκάξι της ψάρευε τον πρώτο πελάτη "στην οδό Βαβέν, μπρος στο άγαλμα του Μπαλζάκ". Όπως διαπιστώνει μετά την πρώτη έκδοση ο συγγραφέας, το άγαλμα του πατριάρχη του ευρωπαϊκού ρεαλισμού δεν είχε ακόμη τότε στηθεί, και το "ολίσθημα" αυτό της αναπαράστασης το έφερε ο ίδιος βαρέως. Εν είδει αλληγορίας, το διαγραμμένο πλέον άγαλμα του Μπαλζάκ μαρτυρεί, νομίζω, για τα όρια του ρεαλισμού (ή καλύτερα: των ρεαλισμών) αλλά και για τους δύσβατους δρόμους του ιστορικού υπομνηματισμού του.
Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να είναι πολυάριθμα. Με ιστορική ακρίβεια η νέα έκδοση σχολιάζει, λ.χ., έναν ακόμη αναχρονισμό στην |Αριάγνη|: τη συζήτηση, την άνοιξη του 1943, ανάμεσα στον Πήτερ και τον Ρούμπυ, κατά την οποία προχρονολογούνται τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1943 με την εκδήλωση των γιουγκοσλαβικών ταγμάτων της Μέσης Ανατολής υπέρ του Τίτο και τον εγκλεισμό τους από τους Άγγλους σε στρατόπεδα. Αντίθετα, πολλά είναι εκείνα τα απροσδιόριστα σημεία του κειμένου που η συμπλήρωσή τους ανατίθεται στην αναγνωστική ελευθερία, λ.χ. στην προθυμία μας να αναγνωρίσουμε τον μυθοπλαστικό μετασχηματισμό της μίας ή της άλλης ιστορικής μορφής, όπως του Γιάννη Σαλλά στον συνετό Φάνη, πόσο μάλλον του τάδε ή του δείνα κομματικού στελέχους στο διαβόητο Ανθρωπάκι. Είτε, άλλοτε, ο σχολιασμός θα σταθεί εφεκτικός παραπέμποντας σε αντικρουόμενες εκδοχές των ιστορικών πηγών (λ.χ. σε εκείνες του Σεφέρη και του Νεφελούδη για τις αντιεαμικές εκδηλώσεις στο αντιτορπιλικό "Πίνδος" τον Απρίλη του 1944) ή και θα επιλέξει με περίσκεψη να μην θέσει το ζήτημα της ιστορικής αναφοράς συγκεκριμένων επεισοδίων, όπως λ.χ. της παρουσίας στην Αριάγνη του ετυμολογικά εύγλωττου Ριγκώ, που δεν θα ταυτιστεί στη νέα έκδοση ρητά με τον Αντρέ Μαρτύ, ανώτατο στέλεχος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. H παρουσία του Ριγκώ χαρακτηριζόταν, άλλωστε, το 1964 από τον Λάμπη Ράππα ως σοβαρότατο πολιτικό λάθος του βιβλίου, καθώς ενισχύει την άποψη "ότι το κίνημα της Μ.Α. έγινε από πράχτορες της ...Μόσχας!".
Oύτως ή άλλως, τέτοιου τύπου νύξεις δεν θα υπάρξουν στη |Nυχτερίδα|, ούτε άλλωστε σκέψεις όπως εκείνες που σημείωνε ο Γιώργος Σεφέρης --ένας, πάντως, κάθε άλλο παρά απροκατάληπτος, ειδικά το 1944, μάρτυρας-- στο ημερολόγιό του στις 25 Απρίλη: "Ύστερα από το ξεφούσκωμα της επανάστασης και τη διάλυση και του τελευταίου σώματος υπόστασης που είχαμε εδώ, θέλω να πω του στρατού και του ναυτικού, οι κομμουνιστικοί παράγοντες κάθισαν, καθώς μαθαίνω, και έκαμαν την αυτοκριτική της τελευταίας δράσης τους σύμφωνα με τους κανόνες~ βγάλαν το συμπέρασμα ότι παραγνώρισαν δυο στοιχεία: α) την αγγλική αντίδραση και β) το γεγονός ότι είμαστε στο εξωτερικό και όχι στην Ελλάδα. Αν είναι αληθινές οι πληροφορίες μου, ρωτιέται κανείς με κατάπληξη, τι σόι μυαλά έχουν και αυτοί για να χρειάζουνται τέτοιους τραγικούς πειραματισμούς για να ιδούν τα οφθαλμοφανή. Κλίνω να πιστεύω ότι εκείνο που τους θόλωσε τη σκέψη είναι η έκδηλη στάση του Ρώσου Πρεσβευτή εδώ, που τους έκανε να νομίζουν ότι έχουν όλη τη ρωσική δύναμη μαζί τους. Αυτή την ιδέα τη δυνάμωσαν φυσικά και τα ρωσικά ραδιόφωνα με τις εκπομπές που σημείωσα στα προηγούμενα". Όπως εξάλλου έχει σχολιάσει ο Λάμπης Ράππας, περιπλέκοντας ακόμη περισσότερο τα πράγματα, η σκηνή του Ριγκώ διαθέτει συγκεκριμένο διακειμενικό πρότυπο: "είναι, ουσιαστικά, αντιγραμμένη από τον Χέμινγκουαίη: |Για ποιον χτυπά η καμπάνα|". Η επιλογή μεταξύ ενός λογοτεχνικού διακειμένου και ενός ιστορικού συγκειμένου δεν είναι πάντοτε πρόδηλη --χωρίς να είναι βέβαια κατ' ανάγκη και διλημματική.
Το ζήτημα των ιστορικών διαπραγματεύσεων στη μυθιστορηματική τριλογία του Στρατή Τσίρκα δεν είναι φυσικά καινούργιο. Ο μετρημένος, ανοικτός υπομνηματισμός τους στη νέα σχολιασμένη έκδοση ενισχύει την αίσθηση πως οι δύσβατοι δρόμοι των διασυνδέσεων ιστορίας και μυθοπλασίας θα συνεχίσουν να προκαλούν τους αναγνώστες και στο δεύτερο ταξίδι των |Ακυβέρνητων Πολιτειών| που τόσο ευοίωνα έχει ξεκινήσει.

|Ο Μίλτος Πεχλιβάνος διδάσκει Γενική και Συγκριτική Γραμματολογία στο ΑΠΘ|


Χρύσα Προκοπάκη

Συνέντευξη στον Γιάννη Παπαθεοδώρου

* Να ξεκινήσω με μια ερώτηση κάπως "αυτοβιογραφική". Οι εργασίες σου, τόσο γύρω από το έργο του Ρίτσου όσο και γύρω από το έργο του Τσίρκα, αποτελούν ώριμα προϊόντα μιας μακρόχρονης σχέσης και συνομιλίας με τα κείμενα. Τι σημαίνει για έναν αναγνώστη μια τέτοια σχέση; Είναι απλώς μια σχέση γοητείας και, άρα, αφοσίωσης σε μεγάλα κείμενα και σε μεγάλους συγγραφείς ή πρόκειται για ομόκεντρους κύκλους που διαρκώς κλείνουν και ξανανοίγουν με άλλα κάθε φορά ερωτήματα;

Όταν ένα κορίτσι, που μόλις έχει αρχίσει να διαμορφώνει αριστερή συνείδηση, χωρίς γνώση προσώπων και πραγμάτων, ρουφάει σε μια νύχτα τη |Λέσχη,| τι μπορεί να σημαίνει; Κεραυνοβόλος έρως. Τα πρόσωπα, η πλοκή, ο αισθησιασμός, ένας συναρπαστικός κόσμος. Βεβαίως και οι εσωτερικοί μονόλογοι, η ελλειπτική γραφή. Καινούργια πράγματα για την Ελλάδα. Ε, και: "καλά τα λέει στο Ανθρωπάκι". Μπορεί να απλουστεύω, γιατί, όσο να 'ναι, μετά το 20ό συνέδριο, δεν ήταν κανείς ανυποψίαστος, αλλά κάπως έτσι~ ώς εκεί. Τα πράγματα όμως τρέχουν γρήγορα σ' αυτές τις ηλικίες, κι εκείνα τα χρόνια τα γεγονότα σε παίρνανε φαλάγγι. Το σχολειό μας δεν ήταν τ' αμφιθέατρα, αλλά η |Πανσπουδαστική|, όπου ξημεροβραδιαζόμαστε, κι οι δρόμοι. Είχαν ξεσπάσει οι φοιτητικοί αγώνες, 15% για την Παιδεία, 114... Τα δετά παπούτσια φεύγαν τα άτιμα, και κάναν βουνό στην άσφαλτο, τα γκλομπς θερίζανε. Καταφύγιο, το μικρό βιβλιοπωλείο του Κέδρου στη στοά της Πανεπιστημίου. Εκεί σύχναζαν κι οι ποιητές μας: Ο Βάρναλης, ο Ρίτσος, ο Λειβαδίτης και τόσοι άλλοι. Αλλά στον Κέδρο πηγαίναμε και τις ήρεμες μέρες. Κάθε βιβλίο που κυκλοφορούσε τότε, κάθε μετάφραση ήταν ένα γεγονός. Όπως και κάθε καινούργιο τεύχος της |Επιθεώρησης Τέχνης|. Ατέλειωτες συζητήσεις. Άλλο φροντιστήριο. Εκεί μας ήρθε λίγο αργότερα κι ο Τσίρκας. Μισόλογα για τη διαγραφή του --εκείνος δεν μιλούσε καθόλου γι' αυτό--, μισόλογα για διαφωνίες στην ΕΔΑ γύρω από το έργο του. Όταν ξεκίνησε η κριτική διαμάχη, ήμαστε ήδη στο πλευρό του Τσίρκα. Πολύ νωρίτερα, άλλωστε, η Ρένα Χατζηδάκη, η φίλη που χάσαμε πρόσφατα τόσο παράλογα, είχε γράψει μια υμνητική κριτική για την |Αριάγνη| στην |Πανσπουδαστική|. Στο πρόσωπό του βλέπαμε τον αγωνιστή που τόλμησε να θίξει οικεία κακά, και πλήρωσε. Η παρέα είχε "υιοθετήσει" έναν πατέρα. Ο πατέρας όμως διέθετε κι άλλα χαρίσματα. Γλαφυρός παραμυθάς, με το δεύτερο ποτηράκι της ρετσίνας, άρχιζε να ξεδιπλώνει περιπέτειες, ιστορίες απ' την Αίγυπτο, δεόντως αλατισμένες. Ταβερνάκια λοιπόν, κουβεντολόι, αξέχαστες βραδιές. Σχέσεις ισοτιμίας και... "συνενοχικής συντροφικότητας".
Μέσα σ' αυτό το κλίμα, άρχισε να μας διαβάζει αποσπασματικά τη |Νυχτερίδα|, που έγραφε τότε. Δεν έκρυβε τις αγωνίες του. Γι αυτό ίσως ήθελε να δοκιμάζει τα γραφτά του στους νέους. Μάλλον ένιωθε ότι σ' αυτούς απευθύνονταν τελικά. Και ήθελε, ήξερε ν' ακούει. Αυτά τα λέει στα |Ημερολόγια της Τριλογίας|. Όσο για μας, το μάθημα ήταν διπλό: Το ήθος ενός καταξιωμένου συγγραφέα, ο οποίος μας καθιστούσε κοινωνούς και συμβούλους του, αλλά και η παρακολούθηση απ' τα μέσα ενός έργου εν τω γίγνεσθαι --τα μυστικά της τέχνης του. Αυτή ήταν, νομίζω, η πιο γόνιμη φάση της πνευματικής επικοινωνίας μας, κι ας μην είχα απόλυτη συνείδηση. Όπως, λίγο αργότερα, και η τυπογραφική διόρθωση της |Νυχτερίδας|, που κάναμε μαζί με τον Νικηφόρο Παπανδρέου με τη συνεργασία του Τσίρκα.
Στο Παρίσι, μες στη δικτατορία, μου έπεσε ο κλήρος να μεταφράσω την τριλογία στα γαλλικά. Βουτιά στα βαθιά! Εκεί άρχισε υποχρεωτικά το ξεψάχνισμα. Ιστορικά κενά, αναφορές σε άγνωστα πρόσωπα, αλλά και ανακαλύψεις που υπαγόρευαν νέες προσεγγίσεις.
Προσπαθώ να συντομεύσω: Κάτι άλλο που μου πλούτισε τη γενική εικόνα ήταν η συγκέντρωση, ύστερα από τη μεταπολίτευση, των κριτικών της κρίσιμης περιόδου 1960-67, που αποτύπωναν την ιδεολογική σύγκρουση στο εσωτερικό της Αριστεράς και, γενικότερα, την τότε υποδοχή του έργου. Το αρχικό σχέδιο που είχαμε συζητήσει με τον Παύλο Ζάννα ήταν ένα αφιέρωμα, ένα δίπτυχο που θα περιλάμβανε αυτές τις κριτικές αλλά και πρωτότυπες μελέτες. Καθώς όμως η διαδικασία μάκραινε, ο Τσίρκας μου πρότεινε να περιοριστώ στις υπάρχουσες, της προδικτατορικής περιόδου. Πρόλαβε και διάβασε την εισαγωγή στον τόμο που τυπωνόταν, τρεις τέσσερις μέρες πριν πεθάνει.
Με τον Ζάννα πάλι και με τον Κωστή Σκαλιόρα, σχεδόν αμέσως μετά, προγραμματίσαμε μια σχολιασμένη έκδοση των Απάντων του. Ο Ζάννας έβγαλε γρήγορα τα |Ποιήματα|. Εγώ περιπλανήθηκα για καιρό στις μελέτες (εκτός από τα καβαφικά), γιατί ήτανε παλιότερη επιθυμία του Τσίρκα να του τις "νοικοκυρέψω", για να τις εκδώσει συγκεντρωμένες. Τα εγκατέλειψα όμως, για να καταπιαστώ αργότερα με την τριλογία, που μ' έκαιγε.

* Ας έρθουμε στη σημερινή έκδοση της τριλογίας. Ποιο ήταν το κίνητρο για το σχολιασμό της; Ένιωσες, κάποια στιγμή, στο πέρασμα του χρόνου, πως υπάρχει ένα πληροφοριακό υλικό που χάνεται και πρέπει να το διασώσεις ή θεώρησες ότι το βιβλίο έχει ένα "βάθος" που όφειλε να αναδειχθεί;

Ο Τσίρκας είχε τον καημό του Απρίλη: Να δικαιώσει την εξέγερση των ενόπλων δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, το 1944, να δικαιώσει τα παιδιά, έλεγε, που αγωνίστηκαν για μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, που θυσιάστηκαν, και κατηγορήθηκαν, συκοφαντήθηκαν, τόσο από τη Δεξιά όσο και από την ηγεσία της Αριστεράς. Εκατό φωνές του λέγαν κι εκείνου, όπως του Καβάφη, πως θα μπορούσε να γράψει ιστορία. Δεν την έγραψε αυτή την ιστορία, για λόγους που δεν είναι της στιγμής, αλλά, προπάντων, νομίζω, γιατί τον έτρωγε το σαράκι της τέχνης. Η ιστορία τελικά χωνεύτηκε μέσα σ' ένα μυθιστόρημα, σε μια τριλογία. Με τρόπο όμως που η τέχνη επιβάλλει και μάλιστα με τις καινοτόμες τεχνικές που υιοθέτησε ο συγγραφέας: όχι ευθύγραμμη αφήγηση, άλματα και αναδρομές, πολυφωνία και πολλαπλές εστιάσεις, εσωτερικοί μονόλογοι κ.λπ. Ακόμα λοιπόν και για την άνετη ανάγνωση του έργου, η γνώση του ιστορικού πλαισίου είναι απαραίτητη.
Καθώς όμως ο Τσίρκας προσεγγίζει τα παρόντα με μια βαθιά ιστορική αίσθηση, το παρελθόν αναδύεται, για να δεθούν, όπως λέει κάπου, τα περασμένα με τα τωρινά. Και για να αναδειχθεί η ουσία των πραγμάτων. Η βιβλική Παλαιστίνη της |Λέσχης|, η γη της Παλαιστίνης, ανακαλεί ένα απώτατο παρελθόν. Μαζί με τον ετερόκλητο πληθυσμό που έχει καταφύγει εκεί, γίνεται προνομιακός χώρος γι' αυτό το αντίκρισμα με το παρελθόν λαών και πολιτισμών. Στην Αίγυπτο, πάλι, των δύο άλλων τόμων, μέσα από την ιστορική προοπτική, θα αναδειχθούν οι αντιαποικιακοί αγώνες εναντίον των Βρετανών. Έτσι, τα πάθη των λαών και το πνεύμα του αγώνα απέναντι στον κατακτητή ή στον επικυρίαρχο αποικιοκράτη μεταγγίζεται στα σύγχρονα.
Αυτή η διάσταση αποτυπώνεται και με την αναφορικότητα στα πολιτισμικά κρυσταλλώματα. Πλήθος αναφορών, από τον Όμηρο ώς τον Χαίλντερλιν και τον Έλιοτ, από την |Άπτερο Νίκη| ως τη |Γκερνίκα| –-και ο κατάλογος είναι μακρύς–- φορτίζουν την ιστορική μνήμη και τις ατομικές εμπειρίες. Σε τελευταία ανάλυση, είτε πρόκειται για τις ιστορικές διαστρωματώσεις είτε για το εύρος των αναφορών σε ιδέες και έργα, το ζητούμενο είναι η συντήρηση και η δραστικότητα της μνήμης, εφόσον και η τέχνη, ίσως προπάντων αυτή, είναι η μνήμη του κόσμου. Αυτό το βάθος, ναι, ήθελα να αναδειχθεί. Γιατί, όπως εύστοχα παρατήρησες στο κείμενό σου στον |Πολίτη|, αυτό καθιστά τις |Ακυβέρνητες Πολιτείες| ένα μυθιστόρημα ιδεών. Και λυπάμαι που ο εξοπλισμός μου δεν μου επέτρεψε, με αφορμή π.χ. τα παραμύθια που διηγείται στην Αριάγνη ο τυφλός Σεχ Σάλταμ –-το "τυφλός" δεν είναι τυχαίο-- παραμύθια που προέρχονται από τη λαϊκή παράδοση και τις μεγάλες ανατολίτικες αφηγήσεις, να δείξω και τον ιδιότυπο "οριενταλισμό" του Τσίρκα, αν και ο όρος είναι αρνητικά φορτισμένος. Πρόκειται εδώ για μια φωνή που βγαίνει από το χώμα που γέννησε και τον ίδιο, για ένα βλέμμα χωρίς γραφικότητες, φωτισμένο από τον γενέθλιο τόπο, αλλά και από την προσωπική του κοσμοαντίληψη.

* Η φιλολογική επιμέλεια περιλαμβάνει γραμματολογικές, αισθητικές, γλωσσικές, ιστορικές και πολιτικές πληροφορίες. Πώς χειρίστηκες αυτή την πολυπλοκότητα και την ετερογένεια του υλικού; Τι μεθοδολογικά προβλήματα σου έθεσε ένας σχολιασμός τέτοιου τύπου;

Θα ήταν κοινός τόπος να πούμε σήμερα πια ότι η ιστορία των νοοτροπιών, των ιδεών, των τεχνών κ.λπ. ανήκει στο σώμα της ιστορίας. Ωστόσο, ναι. Ένα από τα προβλήματα ήταν να ισορροπήσω την ιστορία των γεγονότων με, ας το πω συνθηματικά, τον φιλολογικό υπομνηματισμό. Αλλού γέρνουν τα σχόλια προς τη μια πλευρά, αλλού προς την άλλη. Τελικά, διαπιστώνεις ότι το ίδιο το κείμενο σε υποχρεώνει. Όταν πυκνώνουν τα γεγονότα, π.χ. στη |Νυχτερίδα|, και οι δυσκολίες κατανόησης γίνονται μεγαλύτερες, τι θα κάνεις; Για τις διακειμενικές αναφορές πάλι, θα αρκούσε η παραπομπή σ' ένα βιβλίο, σ' ένα κείμενο. Εκεί, λειτούργησα κάπως ανορθόδοξα. Θέλησα να μοιραστώ με τον αναγνώστη τη συγκίνηση και τη γοητεία που μου ασκούσαν, επιδιώκοντας, με την επικουρία των σχολίων και αυτούσιων παραθεμάτων, ένα είδος μέθεξης του αναγνώστη, την ώρα της ανάγνωσης.
Διάλογος με τα κείμενα, αλλά και με τους δημιουργούς τους που "κατοικούν" επίσης τις |Πολιτείες|. Οι μυθιστορηματικοί ήρωες, είτε ταυτίζονται μαζί τους είτε τους αμφισβητούν, αποκαλύπτουν, έμμεσα, τον δικό τους ψυχισμό. Ήθελα, γενικότερα, να φανεί η λειτουργικότητα της αναφοράς στη διαπλοκή της με το κείμενο. Ένα παράδειγμα: Ο Άγγλος Ρούμπυ Ρίτσαρντς έχει κακοποιηθεί από τους συμπατριώτες του, γιατί πλησίασε τα ελληνικά πράγματα. Έχει αποφασίσει να "εξέλθει" από το "καθεστώς των Κυρίων". Μιλώντας σε τρίτο πρόσωπο για τον εαυτό του, σε έναν ελεύθερο πλάγιο λόγο, πλέκει τα αισθήματά του με μιαν ολόκληρη, παραφρασμένη στροφή από τα |Κουαρτέτα| του Έλιοτ, καταλήγοντας: "Από λάθος σε λάθος... Αλλά τώρα θα γινόταν η αποκατάσταση. Μες στη φωτιά που καθαρίζει έπρεπε να κινηθεί ρυθμικά σα χορευτής". Μέσα από τους παραφρασμένους στίχους, ο Ρούμπυ κάνει τον συνειδησιακό του έλεγχο, γυρίζει την πλάτη στη "δολερή Αλβιόνα", μετατοπίζοντας το μεταφυσικό φορτίο των ελιοτικών στίχων σε ένα καθαρά πολιτικό πεδίο. Συγχρόνως, με τα λόγια που έρχονται, μέσω Έλιοτ, από το |Καθαρτήριο| του Δάντη (|στη φωτιά που καθαρίζει|), ο συγγραφέας προοικονομεί, κατά κάποιον τρόπο, τον τραγικό θάνατο του ήρωά του.
Μια άλλη δυσκολία είναι σε ποια απόσταση τοποθετείσαι απέναντι στο κείμενο, όχι ως προς την αισθητική αλλά ως προς τα ιστορικά ρεάλια της Μέσης Ανατολής. Κι αυτό, γιατί, με όλη την πιστότητα που επιδίωξε ο Τσίρκας, έγραψε μιαν άγραφη ιστορία. Και, βέβαια, επαληθεύτηκε από μεταγενέστερες έρευνες. Όμως ο φάκελος θα είναι ακόμα ανοιχτός, όσο δεν ανοίγουν τα αρχεία τους χώρες και κόμματα που ενέχονται στις συγκρούσεις της εποχής.
Τέλος, το τι επιλέγεις να υπομνηματίσεις σου θέτει επίσης προβλήματα. Αυτό όμως ισχύει για όλα τα έργα και είναι συνάρτηση του είδους τους και του δυνάμει αναγνώστη τους.

* Είχες καθόλου στο μυαλό σου αυτό τον "φανταστικό" - πραγματικό αναγνώστη, τη διανοητική του συγκρότηση και την αισθητική του παιδεία;

Μα αυτό ήταν το κύριο μέλημά μου. Όσο κι αν είχα εμπειρίες από τη διδασκαλία της Τριλογίας σε Έλληνες και ξένους, όσο κι αν δοκίμαζα κάποια πράγματα στον περίγυρό μου με αφορμή άλλες συνεργασίες, μάλλον ακριβώς γι' αυτό, υποχρεώθηκα να ανεβοκατεβάζω τον πήχη. Έλαβα κυρίως υπόψη μου τους νέους, για τους οποίους η περίοδος 1940-45 είναι ήδη "προϊστορική", και περισσότερο τους μελλοντικούς νέους. Γιατί, αν υποθέσουμε ότι σήμερα διασώζονται κάποιες μνήμες, π.χ. από τα Ιουλιανά και τον "Γέρο της Δημοκρατίας", ποιος νέος, αν δεν έχει ασχοληθεί ειδικά, γνωρίζει τον ρόλο του Γεωργίου Παπανδρέου στον Λίβανο; Ή του Τσουδερού, πρωθυπουργού της εξόριστης κυβέρνησης, στην πιο κρίσιμη ώρα; Το μυθιστόρημα, έτσι όπως είναι γραμμένο, σου επιβάλλει να ανασηκώσεις ένα πέπλο αποσαφηνίζοντας ή τεκμηριώνοντας τη μαρτυρία του κειμένου. Επιπλέον, η κατάθεση του Τσίρκα έχει και την εξής ιδιαιτερότητα: Η πίστη του σε ιδανικά συνδυάζεται με μια κριτική στάση απέναντι στους υποτιθέμενους φορείς τους. Και βλέπουμε ότι ορισμένες νοοτροπίες που καταγγέλλει επιβιώνουν με τον τρόπο τους σε κάποιους χώρους. Το κέντρισμα της ιστορικής μνήμης μέσα από τις |Ακυβέρνητες Πολιτείες| μας προκαλεί για έναν γόνιμο αναστοχασμό.

* Να μείνω λίγο ακόμη στη συνάρθρωση της ιστορίας με τη μυθοπλασία. Ενώ μερικές φορές τα σχόλιά σου είναι εξαντλητικά σε ό,τι αφορά τον ιστορικό υπομνηματισμό σε πραγματολογικό επίπεδο, από την άλλη μεριά, επιλέγεις να μην αναπαράγεις "ιστορικές" πληροφορίες που ταύτιζαν π.χ. τα μυθοπλαστικά πρόσωπα και τη δράση τους με αντίστοιχα πραγματικά πρόσωπα και περιστατικά. Δεν μιλάω μόνο για το Ανθρωπάκι, αλλά και για τον Φάνη ή και για τον Ριγκώ. Να υποθέσω ότι βρισκόμαστε, για άλλη μια φορά, μπροστά στη δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στην ιστορία και στη λογοτεχνία;

Ομολογώ ότι το θέμα με βασάνισε. Πολλά από τα πρόσωπα - πρότυπα του μυθιστορήματος μπορούν να εντοπισθούν εύκολα από όσους γνωρίζουν τους ρόλους που έπαιξαν στον κομματικό μηχανισμό και στις αντιφασιστικές οργανώσεις της Αιγύπτου. Άλλωστε ο Τσίρκας δίνει μερικά ονόματα στα |Ημερολόγια της Τριλογίας|, σε παλιό αφιέρωμα της |Λέξης| και αλλού. Ανάμεσά τους, βέβαια, και το όνομα του Γιάννη Σαλά, του Φάνη. Όλος ο κόσμος, ο σχετικός κόσμος, τον ξέρει. Αλλά αυτό ο Τσίρκας το κάνει σαν ένα μνημόσυνο των χαμένων αγωνιστών. Από τη στιγμή όμως που η δημόσια δράση διασταυρώνεται με την ατομική ζωή μέσα στο μυθιστόρημα, την καθημερινότητα, τους έρωτες, τα όνειρα των προσώπων, τα δύο αυτά νήματα κατασκευάζουν ένα υφαντό, προβάλλοντας άλλα σχέδια και χρώματα. Τα πρότυπα μετουσιώνονται, γίνονται μυθιστορηματικοί ήρωες, τους φαντάζεσαι όπως θέλεις. Διαφορετικά, δεν υπάρχει μυθοπλασία. Άσε που και η ίδια η δημόσια δράση του καθενός τους δεν αντιστοιχεί απόλυτα στην πραγματικότητα ή στη χρονική στιγμή όπου τοποθετείται. Είναι πρόσωπα-αφετηρίες, μοντέλα και, συχνότερα, σύνθεση περισσοτέρων του ενός. Το λέει ο Τσίρκας για το Ανθρωπάκι, αλλά όχι μόνο γι' αυτόν. Να πω την αλήθεια, θέλησα και να αποφορτίσω το μυθιστόρημα απ' όλη αυτή τη φιλολογία γύρω από το συγκεκριμένο πρόσωπο. Αρκετό μελάνι χύθηκε, αρκετά δεινά επισώρευσαν οι ταυτίσεις. Η καταγγελία είναι γενικότερη και, επομένως, δραστικότερη. Έτσι νόμισα ότι έπρεπε να παραμείνει στο corpus του βιβλίου. Από εκεί και πέρα, κάθε έρευνα είναι βέβαια θεμιτή, ίσως και επιβαλλόμενη, για όσα πρόσωπα υπάρχει ιστορικό ενδιαφέρον.


Αλεξανδρινές μέρες

Του Σοφιανού ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗ

ΟΙ |Ακυβέρνητες Πολιτείες| έχουν καταξιωθεί ως το μεγάλο, συνθετικό μυθιστόρημα του Τσίρκα. Αλλά δεν είναι |το όλον,| αφού, εκτός από τον μυθιστοριογράφο, υπάρχει ο ποιητής, ο διηγηματογράφος, ο μελετητής -- ο ενεργός πολίτης Στρατής Τσίρκας.
Ασφαλώς είναι ενθαρρυντικό το ότι, σαράντα τόσα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση της |Λέσχης,| της |Αριάγνης| και της |Νυχτερίδας| (1961 - 65), η Τριλογία καλά κρατεί! Ίσως για να επιβεβαιώσει την άποψη του Τίτου Πατρίκιου ότι υπάρχουν άνθρωποι που, όταν τελειώσει ο βίος τους, "αρχίζουν μια δεύτερη ατέρμονη πια ζωή", ικανή να εμψυχώνει κι αυτούς που δεν τους γνώρισαν. Αυτό, σε απλά ελληνικά θα πει ότι ο Τσίρκας διαβάζεται, παραμένει επίκαιρος.
Η νέα έκδοση της Τριλογίας (Κέδρος, 2005, με σημειώσεις και σχόλια της ακούραστης Χρύσας Προκοπάκη) έμελλε να συμπέσει με μια άλλη, εξαιρετικά φροντισμένη, έκδοση, αφιερωμένη στον χαράκτη Γ. Δήμου. (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης: |Γιώργης Δήμου: Χαρακτικά / Σχέδια / Κείμενα / Επιστολές,| Αθήνα, Νοέμβριος 2004). Το σημειώνω ιδιαίτερα, γιατί ο Γιώργης Δήμου είναι, ίσως, ο τελευταίος, εν ζωή, συμμαθητής του Τσίρκα, στην Αμπέτειο Σχολή, (Κάιρο), αλλά και γιατί, στα κείμενα της έκδοσης περιλαμβάνεται το εξαίρετο |"Τα παιδικά εκείνα χρόνια"|, αφιερωμένο στα παιδικά και εφηβικά χρόνια του Γιάννη Χατζηανδρέα, μετέπειτα Στρατή Τσίρκα. [Το πολύτιμο αυτό κείμενο, και ως γραφή, και ως μαρτυρία, πρωτοδημοσιεύθηκε στο |Διαβάζω| 171 (15 Ιουλίου 1987). Στην έκδοση, πάντως, του ΜΙΕΤ, έχουμε και μερικά από τα εξώφυλλα των βιβλίων του Τσίρκα |Φελλάχοι|, Ποιήματα (Αλεξάνδρεια, 1937), τα ποιήματα |Προτελευταίος Αποχαιρετισμός και το Ισπανικό Ορατόριο|, Αλεξάνδρεια, 1946, |Ο Απρίλης είναι πιο σκληρός|, διηγήματα, Αλεξάνδρεια 1947, όλα φιλοτεχνημένα από τον συμμαθητή, φίλο και ομοϊδεάτη Γιώργη Δήμου].
Στέκομαι, ίσως, σε λεπτομέρειες, τις οποίες, απ' ό,τι έχω υπ' όψη μου, τις ζητούν, τις "χρειάζονται" όχι μόνο ακόρεστοι ερευνητές, αλλά και νέοι άνθρωποι, φοιτητές, φιλόλογοι, κ.ά. Οι |Ακυβέρνητες Πολιτείες| είναι, βέβαια, "το" έργο, "η" τοιχογραφία -- ένα ορόσημο ανάμεσα στην προπολεμική και μεταπολεμική λογοτεχνία μας. Αλλά το έργο του Τσίρκα είναι πλατύστερνο, σαν μεγάλο ποτάμι -- σαν τον "ραφίκ" (=σύντροφο) Νείλο -- και δεν θα ήταν σωστό να το περιορίσουμε στην Τριλογία. Ύστερα, αντάμα με το έργο, πάει ο άνθρωπος, ο συγγραφέας και, στην περίπτωση του Τσίρκα, ο ενεργός πολίτης, ο ιδεολόγος, ο μαχητής, ο αρθρογράφος, ο "οργανωτικός" Τσίρκας. Γι' αυτά όλα, |ως σύνολο|, ποιος θα γράψει; Και ποιος θα συλλέξει -- αυτό, πιστεύω, είναι δουλειά νέων ανθρώπων -- τις δεκάδες συνεργασίες του Τσίρκα, σε εφημερίδες και περιοδικά της Αιγύπτου και της Ελλάδας; (Επανέρχομαι στους "νέους ανθρώπους", ίσως γιατί -- μεταξύ άλλων -- θέλω να κρύψω τις δικές μου ενοχές, αφού μια συγκεκριμένη δουλειά που υποσχέθηκα να κάνω, με βάση συνεργασίες του Τσίρκα στη |Φωνή| και τον |Πάροικο| της Αιγύπτου, διαρκώς την αναβάλλω).
Τον Τσίρκα -- εξυπακούεται -- πρωτογνώρισα στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια... Και συνδέθηκα μαζί του |φιλικά, "συναδελφικά", συντροφικά|, στη δεκαετία του '50, λίγο προτού αρχίσει η μεγάλη έξοδος του αιγυπτιώτη ελληνισμού. Το "φιλικά" δεν χρειάζεται εξήγηση. Το "συναδελφικά" ανάγεται στην περίοδο όπου ο Τσίρκας συνεργάζεται στενά με τη |Φωνή| και τον |Πάροικο| -- εκείνος από την Αλεξάνδρεια, "εμείς" (ανάμεσά τους και ο γράφων) στο Κάιρο. Όσο για το "συντροφικά", αναφέρεται στην κοινή μας ένταξη, την |Αντιφασιστική Πρωτοπορεία.| Συνειδητοποιώ ότι αφηγούμαι πράγματα γνωστά, τα έχω ξαναγράψει, αλλά "όλοι άνθρωποι εσμέν" -- κάποτε ενδίδεις, όταν αγαπητοί φίλοι, όπως ο Άλκης Ρήγος, λόγου χάρη, αν όχι ο ίδιος ο Κώστας Κάρης, ο διευθυντής της |Αυγής|, σου ζητούν να γράψεις "κάτι από τα προσωπικά σου βιώματα". (Ας είναι, από προσχήματα άλλο τίποτε!).
Πάντως, αν πρέπει να κλείσω με μια διατύπωση του Τσίρκα, που μου έρχεται αυτή τη στιγμή στον νου, είναι η αναφορά του στους "λογιστές ψυχών". |"Μεγάλος τεχνίτης που να μην ήρθε σε σύγκρουση με το κράτος και τη βία"| -- έλεγε σε μια συνέντευξή του στην αιγυπτιώτισα συγγραφέα Ιωάννα Κωτσάκη -- |"δεν ακούσθηκε..."| Γιατί; |"Γιατί, στη βαθύτερη ουσία του, είναι λογιστής ψυχών. Μετρά τις θυσίες και ζητεί λογαριασμό.|
Προσωπικά πιστεύω ότι 25 χρόνια μετά το μεγάλο, χωρίς επιστροφή, ταξίδι του, ο Τσίρκας εξακολουθεί να μας στέλνει μηνύματα. Και προς την αριστερά, βεβαίως: Αριστερά, λοιπόν, θα πει ευαισθησία και ντομπροσύνη. |Να πιστεύεις στη δημοκρατική, προοδευτική εκδοχή και, ταυτόχρονα, ν' αγρυπνείς για να μην πέσεις ο ίδιος στη μέγκενη του κομφορμισμού και της αποστέωσης.|

|Ο Σοφιανός Χρυσοστομίδης είναι δημοσιογράφος|



«Ενώ εγώ βιάζομαι να γράψω τη λογοτεχνία μου...»

(Ανέκδοτη επιστολή του Στρατή Τσίρκα στον Μ.Μ. Παπαϊώαννου)


Αλεξάνδρεια, 29 Αυγούστου 1955


Αγαπημένε μου Μιχάλη,


Σήμερα πήρα το γράμμα σου της 24 τρέχοντος. Μαζί πήρα και το τεύχος 8 της |Επιθεώρησης Τέχνης|. Φοβούμαι πως αν δε σου απαντήσω αμέσως θ' αργήσω πολύ. Κι εσύ περιμένεις απάντηση μέσα στη βδομάδα. Σου γράφω λοιπόν πριν διαβάσω το άρθρο του Τάσου^1^. Αν χρειαστεί θα γράψω σε κείνον πια.
Σ' ευχαριστώ για όσα μου λες. Μυθιστόρημα ε; Δύο, δύο έχω έτοιμα μέσα στην καρδιά μου. Σημειώσεις, σελίδες από δω κι από κει, μελέτες για την ατμόσφαιρα της εποχής. Μα πρέπει να περιμένουν. Τώρα πρέπει να τελειώσει η δουλειά με τον Καβάφη. Αν πεθάνω πάνω σ' αυτή εσύ θα φταις. Να όψεσαι! [...]
Μιχάλη μου θα ξέρεις τις αγωνίες της γέννας. Όχι της εγκυμοσύνης, αυτή πέρασε πια. Τώρα γράφω, γεννώ. Μέσα σε φριχτούς πόνους. Γράφω μισή σελίδα και διαβάζω δυο βιβλία για να ελέγξω ένα όνομα, ή μια ημερομηνία. Όλα τ' απογεύματα τα περνώ μέσα σ' ένα φοβερά ζεστό δωμάτιο, γεμάτο αναθυμιάσεις αντιμόνιου, ψάχνοντας τόμους εφημερίδων του 1887-1900. Βρίσκω, όλο και βρίσκω γεγονότα που στηρίζουν αυτό που διαισθάνθηκα. Κατόπι πάω σπίτι και συνεχίζω το γράψιμο. Ίσαμε αργά, πολύ αργά. Φορές σηκώνομαι μέσα στον ύπνο μου --πάω στο τραπέζι μου και δουλεύω μια-δυο ώρες . Και να σκεφτείς πως όλα τα πρωινά η βιοποριστική δουλειά μου --που, ανάθεμα αυτό το καλοκαίρι βρήκε να διπλασιαστεί-– με κάνει κουρέλι.
Όλα τούτα όμως δεν είναι τίποτα μπροστά στην αγωνία του γραψίματος. Προχωρώ αργά. Έγραψα ίσαμε αυτή τη στιγμή μόνο 40 σελίδες --σαν τούτο το χαρτί. Απ' αυτές οι μισές θα φύγουν. Όλο, το βλέπω να πιάνει 200 σελίδες. Όμως όταν τελειώσω το πρώτο χέρι, όπου προχωρώ τώρα με τη διστακτικότητα του ανιχνευτή, θα πρέπει όλο να το ξαναχύσω. Να του δώσω μια φόρμα αδερφέ, δεν μπορεί να είναι σαν άρθρο σε εφημερίδες! Μ' έπιασε λοιπόν πανικός. Πότε θα τελειώσω;
Εσύ δε μπορείς από κει να φανταστείς τις ελλείψεις μου. Δεν είμαι ταχυγράφος. Δεν έκανα πανεπιστημιακές σπουδές, για να έχω μια μέθοδο. Δεν ασχολήθηκα σοβαρά, συστηματικά με τη φιλοσοφία και την αισθητική. Δεν έχω την ευχέρεια, τον αυτοματισμό της γλώσσας που έχετε εσείς που ζείτε στην Ελλάδα. Ένα πράμα μπορεί να το βλέπω πεντακάθαρα μέσα στο μυαλό μου. Όμως σε ποια γλώσσα το σκέφτομαι; Λίγο ελληνικά, λίγο γαλλικά, λίγο αγγλικά, λίγο αράπικα! Άντε τώρα να το διατυπώσεις ελληνικά! Με καταλαβαίνεις ; Χάνω τεράστιο καιρό εκεί που εσείς τα γράφετε νεράκι. Και πάντα, πάντα έχω την αίσθηση πως σας μιλώ μια γλώσσα με ξενική προφορά. Αυτό είναι το μεγάλο μου εμπόδιο κι ο καημός μου.
Μιχάλη, δεν ξέρω να γράψω μελέτες, συμμαζεμένες, που με λίγα λόγια να λένε πολλά. Δείγμα της δουλειάς μου είναι οι μελέτες για το Βουτυρά και τον Νικολαΐδη. Έτσι θα είναι πάλι κι η δουλειά για τον Καβάφη. Να μου το πεις από τώρα να μη χάνω τον καιρό μου. Στέκεται;
Δεύτερο: Δεν ξέρω και γι' αυτό δεν θα καταπιάνομαι με όλα τα αισθητικά ζητήματα, που θα ξεσηκώσει η καινούργια τοποθέτηση του Καβάφη. Μου είναι πολύ δύσκολο να γράψω αφηρημένα πράγματα. Ξέρω να δουλεύω με γεγονότα, με δοκουμέντα και να σχολιάζω σύντομα.
Τρίτο: Δεν έχω ορθογραφία δική μου. Το βλέπεις. Ούτε θάχω και τον καιρό να δω το βιβλίο μου προσεχτικά για το συντακτικό του. [...]
Βλέπω πως το βιβλίο και εδώ ακόμη στην Αίγυπτο θ' αγοραστεί γιατί θ' αποκαλύπτει παροικιακά πράγματα που ακόμη σήμερα καίνε. Στην Αθήνα πάλι θα βγάζει ανόητα κάμποσα "καφτάνια". Τι Παπανούτσο, τι Παναγιωτόπουλο, τι Δημαρά (τον ξέχασες, ε;), τι Περίδη, τι Μαλάνο. Δυστυχώς, ναι, κι ο Μαλάνος, προπαντός αυτός έπεσε έξω και πρώτος αυτός προσανατόλισε στραβά την έρευνα. Ο Μαλάνος ποτέ δεν έπαψε να είναι ένας εστέτ με επιδράσεις φροϋδισμού. Το γερό μέρος της δουλειάς του είναι: οι ψυχολογικές παρατηρήσεις που έκανε πάνω στον άνθρωπο Καβάφη --που τις εξηγά όμως λανθασμένα. Κι οι φιλολογικές του έρευνες για τις πηγές του ιστορικού και μυθολογικού μέρους του έργου του Καβάφη. Σαν πορτραίτο τον έδωσε φωτογραφικά. Όμως όλα αυτά που είδε: υποχωρητικότητα, δειλία, ρεαλισμός, πονηριά κ.λπ. στον Καβάφη, δεν οφείλονται στο διεστραμμένο σεξουαλικό του ένστιχτο αλλά στην αγωνία του να διατηρηθεί, να μην ξεπέσει ταξικά, να κρατήσει τη σειρά του μέσα στους πρωτοκλασάτους αριστοκράτες της Αλεξάνδρειας, ενώ ουσιαστικά έχει πια ξεπέσει ταξικά, είναι ένας δημόσιος μικρο-υπάλληλος των Άγγλων. Ίσαμε το τέλος της ζωής του αγωνίζεται γι' αυτό. Συχνά μέμφεται τον εαυτό του που αφέθηκε να ενδώσει --και να πάει μισθοσυντήρητος αυτός ο απόγονος τέτοιας αριστοκρατικής φαναριώτικης γενιάς-- πριν αντισταθεί περισσότερο. Βλέπε τη "Γενεαλογία" από τον ίδιο τον Καβάφη --δημοσιεύτηκε στη |Νέα Εστία| (1948)-- και σχόλια του Καβάφη για το ποίημα Σατραπεία --στου Λεχωνίτη το βιβλιαράκι.
Ο Περίδης είναι ένας κατάπτυστος πειρατής (έκλεψε όλη την εργασία του Μαλάνου) κι ένας αισχρός πλαστογράφος. Αυτός είδε, διάβασε το αρχείο του Καβάφη. Πολλά απ' αυτά που λέω στη μελέτη μου πρέπει να τα είδε κι αυτός διαβάζοντας τα χαρτιά του ποιητή. Εκτός πια κι αν ήτανε ηλίθιος στον κύβο. Τα έκρυψε όμως, τα καμουφλάρισε (λ.χ. τα γράμματα των 3 φίλων είναι φριχτά ψαλιδισμένα, γιατί;). Ξέρεις γιατί; Γιατί απ' αυτά φανερώνονταν ένας Καβάφης θανάσιμα πολέμιος των Άγγλων καπιταλιστών και των εδώ οργάνων τους (των Σαλβάγων) κι ο καημένος ο Περίδης από χρόνια ήτανε όργανο των Άγγλων και υπηρέτης των Σαλβάγων. Μπήκες;
Μην κουράζεσαι να ψάχνεις για τα στοιχεία που ζητούσα του Βουρνά. Του έγραφα άλλωστε, αν τα έχει πρόχειρα. Φοβάμαι πως αν τάχω κι αυτά δεν θα τελειώσω ποτέ. Να σου πω τούτο: Αν μου προσφέρανε αυτή τη στιγμή το Αρχείο του Καβάφη θα δίσταζα να το δεχτώ. Γιατί θα μου φορτώνανε μια δουλειά που χρειάζεται χρόνια, ενώ εγώ βιάζομαι να γράψω τη λογοτεχνία μου. [...]
Φόρεσε το δικό μου φακό, ξέχασε τις φλυαρίες των "καφτανιών" και διάβασε: |Κτίσται, Τείχη, Che fece…, Θερμοπύλες, Παράθυρα, Τρώες, Απιστία, Τελειωμένα, Πόλη, η Επέμβαση των Θεών| (θάνατος Σαλβάγου, όπως |Απιστία|= προδοσία Σαλβάγου). Όλα φωτίζονται, όλα ταιριάζουν με την Ιστορία της Αλεξάνδρειας. Λοιπόν;

Σε φιλώ, γράψε μου

Σ. Τσίρκας

1. Πρόκειται για τον Τάσο Βουρνά.

Σχόλιο - σημείωση

Η αλληλογραφία Στρατή Τσίρκα – Μ.Μ. Παπαϊωάννου, κατατεθειμένη τώρα στο ΕΛΙΑ, στις αντίστοιχες αρχειακές συλλογές (Αρχείο Στρατή Τσίρκα, Αρχείο Μ.Μ. Παπαϊωάννου), είναι ένα πολύτιμο υλικό γύρω από την πνευματική πορεία των δύο συγγραφέων, αλλά και την πολιτισμική δραστηριότητα ευρύτερων κύκλων της αριστερής διανόησης, στην περίοδο '50-60 (|Επιθεώρηση Τέχνης, Αυγή, Κέδρος|, κ.ά.). Η επεξεργασία της, με ευθύνη της επιστημονικής ομάδας συνεργατών του ΕΛΙΑ [Μίλτος Πεχλιβάνος (επιστ. υπεύθυνος), Μάρθα Πασχαλίδου, Γιάννης Παπαθεοδώρου] αναμένεται να φέρει στην επιφάνεια σημαντικά τεκμήρια της περιόδου, κυρίως σε ό,τι αφορά τους συγγραφικούς προσανατολισμούς αλλά και τις πολιτικές διεργασίες στο εσωτερικό της αριστεράς. Το απόσπασμα της συγκεκριμένης επιστολής είναι ενδεικτικό γι' αυτές τις όψεις των λογοτεχνικών και ιδεολογικών προβληματισμών. Ο Τσίρκας βρίσκεται ήδη στο δρόμο του "πολιτικού" Καβάφη και προσπαθεί να πείσει τους συντρόφους του της |Επιθεώρησης Τέχνης| για την ανάγνωση της ποίησης του Αλεξανδρινού μέσα από τις κοινωνικοπολιτικές "περιστάσεις" της ελληνικής παροικίας στην Αίγυπτο. Η έρευνα σε αρχεία και βιβλιοθήκες έχει ξεκινήσει. Στόχος, η τεκμηριωμένη παρουσίαση, με "το δικό του φακό", ενός Καβάφη πέρα από τις παραμορφώσεις του "σεξουαλισμού" και της "παρακμής". Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως από την ανάγνωση του Τσίρκα λείπουν οι υπερερμηνείες. Παράλληλα, εκτίθενται οι πρώτες σκέψεις για δύο μυθιστορήματα –-η κατοπινή τριλογία των |Ακυβέρνητων Πολιτειών|-- που "βιάζεται" να γράψει, μετά την ολοκλήρωση των καβαφικών εργασιών.
Η άσκηση στην κριτική προετοιμάζει τον συγγραφέα για το άνοιγμά του στο μυθιστόρημα. Η έρευνα τον εφοδιάζει με τα απαραίτητα εργαλεία για να ανασυστήσει το ιστορικό βάθος του παροικιακού βίου, απόπειρα που θα αποδώσει καρπούς στην τριλογία, ιδίως στη |Νυχτερίδα|. Η κριτική, η ιστορία και η μυθοπλασία διαπλέκονται αξεδιάλυτα σε μια διαδρομή που ενώνει το αιγυπτιώτικο περιβάλλον με το αθηναϊκό κέντρο. Οι δυσκολίες στη γλώσσα, στην πειθαρχία της γραφής ή ακόμα και στην κριτική επιχειρηματολογία –-από μαρξιστική σκοπιά-– είναι πάντα παρούσες. Απαραίτητος σύνδεσμος, ο Μιχάλης Παπαϊωάνου, είναι ο άνθρωπος που θα βοηθήσει σε όλα τούτα: από την τυπογραφική επιμέλεια των βιβλίων έως τα "σχόλια των φίλων", ο Παπαϊωάννου είναι το ευαίσθητο βαρόμετρο ενός διανοητικού κλίματος που χαρακτηρίζεται από τις αντιφάσεις και τις αργές ωριμάνσεις προς την κατεύθυνση της "ανανέωσης". Οι "αγωνίες της γέννας", σε όλα τα επίπεδα, εμφανίζονται, για πρώτη φορά τόσο καθαρά, μέσα σε ένα γράμμα που αναγγέλλει το αφηγηματικό πρόγραμμα του Τσίρκα για την επόμενη δεκαετία. Ο Καβάφης του Τσίρκα ρίχνει τη "λοξή ματιά" του μέσα στις |Ακυβέρνητες Πολιτείες| της Μέσης Ανατολής.
Γιάννης ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου