29/5/08

Εργατική Πρωτομαγιά

Εργατική Πρωτομαγιά

επιμέλεια Άλκης Ρήγος, Κώστας Βούλγαρης

τχ. 124, 8/5/2005


Γράφουν: Άλκης Ρήγος, Σεραφείμ Σεφεριάδης, Γιώργος Μπλάνας, Αλέξης Ζήρας, Θανάσης Τσακίρης, κείμενα Μάικλ Δουκάκη, Ουίλιαμ Κρέιν


119 χρόνια αγώνων

Του Άλκη ΡΗΓΟΥ

Πώς, αλήθεια, το χθες επικαιροποιείται στο σήμερα;
Τι ζωντανό μπορεί να έχει απομείνει από κείνες τις ματοβαμμένες μέρες αγώνα για το οκτάωρο του Μάη 1886 στο Σικάγο --αυτό το κύριο βιομηχανικό κέντρο της καπιταλιστικής ανάπτυξης των ΗΠΑ-- που στην αγωνιστική τους μνήμη, η Δεύτερη Διεθνής όρισε με την ίδρυση της (14 Ιουλίου 1889) την Πρωτομαγιά ως παγκόσμια μέρα πάλης και ενότητας των εργατών του κόσμου;
Σε μια συγκυρία που ο αυτάρεσκος ηγεμονεύων νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός επιμένει να μας πείσει ότι μαζί με την ιστορία τελείωσε και η πολιτική και η εργασία με την κλασική της έννοια, μέσα από μια ριζική μετάλλαξη της βαρύτητάς της, λόγω της κυριαρχίας της τρίτης διεθνικο-επικοινωνιακής επανάστασης που επέφερε η σύζευξη πληροφορικής και τηλεματικής, τι νόημα εκτός από εγκυκλοπαιδικό, συναισθηματικό ή βολονταριστικά εργατικίστικο μπορεί να έχει ένα αφιέρωμα για τους εργατικούς αγώνες και μάλιστα εστιασμένο κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, το κέντρο της νέας αυτής εποχής και της "μοναδικής της ενιαίας σκέψης"
Κι όμως, σήμερα ειδικά, η απτή και βιωμένη πραγματικότητα, παντού του κόσμου, δημιουργεί δίπλα στις παλιές και πάντα εκμεταλλευτικές σχέσεις, που καθημερινά οξύνονται, και νέες πρωτόγνωρες αλλοτριωτικές καταστάσεις, οι επιπτώσεις των οποίων στον κόσμο της εργασίας, της πραγματικής εργασίας και όχι της πλασματικής, είναι άμεσες και εκρηκτικές.
Ποτέ άλλοτε στον πλανήτη δεν είχε παραχθεί τόσος πλούτος.
Αλλά και ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο αισθητή η φτώχεια, η εντατικοποίηση της εργασίας, το "ξεζούμισμα" των εργαζομένων.
Εκατοντάδες εκατομμύρια παιδιά, γυναίκες κι άντρες, παντού του κόσμου πεθαίνουν από πείνα, λιμοκτονούν, ζουν κάτω απ' το επίπεδο της φτώχειας --που αυθαίρετα έχει ορισθεί για όλες τις χώρες στα 370 δολάρια ανά κάτοικο τον χρόνο-- χωρίς συνθήκες στοιχειώδους κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλειας, εξαναγκάζονται σε οικονομική μετανάστευση, μετατρέπονται σε σύγχρονους δουλοπάροικους. Και αυτό πια συμβαίνει και δίπλα μας, στο εσωτερικό των αναπτυγμένων κοινωνιών μας. Τα στατιστικά δεδομένα είναι ανατριχιαστικά.
Οι σταθεροί και εξασφαλισμένοι εργαζόμενοι συρρικνώνονται. Οι εντελώς αποκλεισμένοι από την εργασία, αυτά τα "απορρίμματα της ευημερίας", αυξάνουν θεαματικά, κάνοντας χειροπιαστό αυτό που η Joan Robinson έγραφε σαρκαστικά παλαιότερα "το μόνο χειρότερο από το να σε εκμεταλλεύεται κάποιος καπιταλιστής είναι να μη σ' εκμεταλλεύεται"!
Ανάμεσα στους δύο αυτούς ακραίους πόλους πληθαίνει καθημερινά μια ρευστή μάζα μη μόνιμα εργαζόμενων, που υποδιαιρούνται σε πολλαπλές κατηγορίες "απασχολήσιμων", πέρα από κάθε νομική ή συμβατική προστασία, με ανύπαρκτα κοινωνικά – εργασιακά δικαιώματα, ακόμη πολλές φορές και πολιτικά, και προφανώς παντελή έλλειψη συνδικαλιστικής έκφρασης. Ο αισώπειων απηχήσεων μύθος, όπως μας τον δίνει ο Ουίλιαμ Κρέιν, με τον εργάτη-γάιδαρο το... 1896, αποκτά σήμερα μια νέα επικαιρότητα.
Οι αγώνες για "οχτώ ώρες δουλειά, οχτώ ώρες ανάπαυση, οχτώ ώρες ύπνο" --αίτημα των εργατών του Σικάγου στα 1886, με τους Γερμανούς αναρχοσυνδικαλιστές οικονομικούς μετανάστες να πρωταγωνιστούν στους οργανωτές μα και στα θύματα, γι' αυτό και η δίγλωσση αφίσα πρόσκληση για νέα απεργία μετά τους πρώτους νεκρούς-- που γρήγορα έγινε αίτημα όλων των εργαζομένων του κόσμου, επανέρχονται αναγκαστικά στο εργασιακό προσκήνιο, μαζί με την ανάγκη ενός νέου διεθνισμού, μέσα από το συνεχώς διευρυνόμενο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα που επίσης ξεκίνησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Σηάτλ τον Νοέμβρη του 1999. Και μια άλλη αφίσα και τα μηνύματά της, που σχεδίασε ο Κρέιν για το γιορτασμό της πρώτης εργατικής πρωτομαγιάς στο Λονδίνο και μοιράστηκε σε λεύκωμα στα 1896 στους αντιπροσώπους της Συνδικαλιστικής Συνδιάσκεψης της Διεθνούς, πέραν της αισθητικής της πληρότητας αποκτά τη δική της σημασία – πρόκληση στο σήμερα.
Απέναντι στους κατασταλτικούς κρατικούς μηχανισμούς, που σε αντίθεση με τα νεοφιλελεύθερα μυθεύματα όχι μόνο δεν συρρικνώνονται αλλά διευρύνονται ασύστολα. Απέναντι στους λογής–λογής "Πινκερτον" (συμμορίες μικρο-γκάνγκστερ που χρησιμοποιούσε η εργοδοσία εναντίον των εργατών του Σικάγου τότε) τις διάφορες σήμερα ιδιωτικές αστυνομίες, την λεγόμενη "ιδεολογική απεργοσπασία", την υπονόμευση των συνδικάτων --πολλές φορές και από πράξεις εκπροσώπων τους-- η απάντηση και χθες και σήμερα παραμένει ενότητα κι αγώνας, για κάθε εργαζόμενο προσωπικά και συλλογικά, εάν επιθυμεί να είναι "κάτι περισσότερο από ένα νούμερο, κάτι περισσότερο από παράγοντας κόστους", όπως διακήρυσσε το κεντρικό σύνθημα των γερμανικών συνδικάτων φέτος, για να καταλήξει στην παρότρυνση "Έχεις αξιοπρέπεια. Δείξε την"!
Γι' αυτή την αξιοπρέπεια άλλωστε η Εργατική Πρωτομαγιά θα παραμένει επίκαιρη, όσο η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο θα μαστίζει τον πλανήτη μας.



Αμερικανικό εργατικό κίνημα: δυο αιώνων επισκόπηση

Του Σεραφείμ Ι. ΣΕΦΕΡΙΑΔΗ

Εργατικές διεκδικητικές δράσεις αναπτύσσονται στις ΗΠΑ σχεδόν ταυτόχρονα με τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Η πρώτη καταγεγραμμένη απεργία (στον τομέα της ένδυσης) ξεσπά το 1768 στη Νέα Υόρκη, ενώ το 1792 ιδρύεται το πρώτο -θνησιγενές- σωματείο, με στόχο τη διεξαγωγή συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η έλευση του 19ου αιώνα, πάντως, θα βρει το συνδικαλισμό σε καθεστώς ιδιότυπης παρανομίας. Το 1806 σημειώνεται η πρώτη δίωξη σωματείου για ανταρσία (αφορά τους μαθητευόμενους υποδηματεργάτες).
Τα αποτυχημένα πειράματα των κοινοβίων που ίδρυσε ο Robert Owen στο Illinois και την Ιντιάνα, στο διάστημα 1825-28, αποτελούν σταθμούς στην παρατεταμένη πορεία εξάντλησης του ουτοπισμού. Η περίοδος αυτή συμπίπτει επίσης με
-την πολιτική και συνδικαλιστική ενεργοποίηση των γυναικών (η πρώτη απεργία στην οποία συμμετέχουν αποκλειστικά γυναίκες -Νεοϋορκέζες ράφτρες- ξεσπά το 1825)
-τη δημιουργία του πρώτου εργατικού κέντρου (Φιλαδέλφεια 1827) και
-τα πρώτα αλυσιτελή πολιτικά σκιρτήματα, με τη δημιουργία πολιτικών οργανώσεων στη Φιλαδέλφεια (1828) και τη Νέα Υόρκη (1829).
Σταθμός στην πορεία ανάδυσης εργατικής συλλογικότητας θεωρείται η μεγάλη (και επιτυχημένη) απεργία των μυλεργατών του Dover (New Hampshire) εναντίον αυταρχικών εργασιακών ρυθμίσεων (1828). Η |Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του Εργάτη| που ακολούθησε, απηχεί τον πρώιμο διεκδικητικό λόγο του κινήματος:
|"Οι νόμοι, οι τοπικοί διακανονισμοί και κανόνες...στερούν από τα εννέα δέκατα των μελών της ...κοινότητας, που δεν είναι εύποροι, τα μέσα για την απόλαυση της ζωής, της ελευθερίας, και της επιδίωξης της ευτυχίας τα οποία οι πλούσια απολαμβάνουν αποκλειστικά...Πιστέψαμε ότι το αίσθημα δικαιοσύνης και η λογική των πολιτικών ηγετών μας θα απέτρεπαν την εξακολούθηση αυτών των καταχρήσεων που καταστρέφουν τους φυσικούς δεσμούς ισότητας...[Ό]μως αυτοί κωφεύουν στη φωνή της δικαιοσύνης και της συντροφικής συνύπαρξης"|.
Οι δεκαετίες 1830-50 είναι περίοδος επέκτασης, κρίσης, αλλά και σημαντικών μεταρρυθμίσεων. Το 1834 εκδηλώνεται η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας πανεθνικής συνομοσπονδίας με την ίδρυση της |National Trades Union| στη Νέα Υόρκη -εγχείρημα που θα καταρρεύσει μόλις τρία χρόνια αργότερα στη δίνη της κρίσης του 1837. Όμως το αμέσως επόμενο διάστημα θα ξεκινήσει η μακρά συζήτηση για τη δεκάωρη ημέρα, την οποία ο πρόεδρος Van Buren θα εξαγγείλει για τους δημόσιους υπάλληλους το 1840 και θα την πρωτοθεσπίσουν το New Hampshire, το 1845 και η Pennsylvania, το 1848 (μέτρο της σημασίας της μεταρρύθμισης είναι ότι η Βρετανική Industrial Act, που τόσο ύμνησε ο Μαρξ, νομοθετήθηκε το 1847). Το 1842, το Ανώτατο Δικαστήριο αίρει το ημιπαράνομο καθεστώς των συνδικάτων, προσδιορίζοντας ότι οι εργατικές ενώσεις δεν σχετίζονται από τη φύση τους με πράξεις ανταρσίας (|Commonwealth v. Hunt|). Οι νομοθετικές ρυθμίσεις συντελούνται στο φόντο ενός δυναμικού διεκδικητικού κινήματος (με συγκρουσιακή πρωτοπορία την υφαντουργία και τους υποδηματεργάτες) που οδηγεί σε -αλλά και απορρέει από- έντονες οργανωτικές ζυμώσεις. Κομβικό σημείο αποτελεί η ίδρυση, το 1836, της |National Cooperative Association of Cordwainers|, της πρώτης εθνικής ομοιοεπαγγελματικής ομοσπονδίας στην ιστορία του Αμερικανικού εργατικού κινήματος.
Στο ξεκίνημα το δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, η Αμερική συγκλονίζεται από τον πόλεμο Βορρά-Νότου που επηρεάζει άμεσα το νεοσύστατο κίνημα. Οι εργατικές ηγεσίες βρίσκονται στην πρωτοπορία του αγώνα για την κατάργηση της δουλοκτησίας, καθώς όμως ο πόλεμος θα πλαισιωθεί ως σύγκρουση καπιταλισμού και δουλείας, ηγεμονικός θα αναδειχτεί ο λόγος της νέας βιομηχανικής τάξης. Με την επικράτηση της Ένωσης, στις αρχές της δεκαετίας του '60,
|"[ό]λη η καταπιεσμένη ενέργεια των προηγούμενων χρόνων, σαν χείμαρρος που ξεχύνεται μέσα από ένα γκρεμισμένο φράγμα, κατέκλυσε τη χώρα με επιχειρήσεις... Ένας ολόκληρος λαός τεσσάρων εκατομμυρίων, οι μαύροι σκλάβοι, περιφέρονταν επί χιλιάδες μίλια, ξεριζωμένοι, χωρίς σπίτια, συχνά λιμοκτονώντας, καθώς ακολουθούσαν τα νικηφόρα πλέον στρατεύματα..."| (Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ, Χέρμπερτ Μ. Μορέ, |Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ|, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1993, σ. 29).
Εργατικοί αγώνες και οργανωτικές αναζητήσεις θα συνεχιστούν και το επόμενο διάστημα με σημεία σταθμούς
-τις δράσεις για το οκτάωρο (με την ίδρυση της |Λίγκας για το 8ωρο| στη Μασαχουσέτη, το 1865)
-την ίδρυση της |National Labor Union| στη Βαλτιμόρη το 1866 (: δεύτερη προσπάθεια για τη δημιουργία συνομοσπονδίας, με εξαετή βίο και 600.000 μέλη στο απόγειο της λειτουργίας της) και τη δημιουργία του πρώτου πυρήνα των |Knights of Labor| (σε συνθήκες απόλυτης μυστικότητας στη Φιλαδέλφεια, το 1869)
-τους μαχητικούς αγώνες των σιδηροδρομικών και την βίαια κατασταλτική παρέμβαση των ομοσπονδιακών στρατευμάτων (1877).
Παρά τις αλλεπάλληλες κυκλικές κρίσεις του (τα επονομαζόμενα |panics|) o αμερικανικός καπιταλισμός θα εξακολουθήσει να βρίσκεται σε φάση εκρηκτικής ανάπτυξης, καθ' όλο το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (εύγλωττη ένδειξη: η αύξηση στο μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών, από 48.500 χμ. το 1860 σε σχεδόν 430.000 χμ. το 1900), όμως αυτό δεν θα οδηγήσει σε αυτόματη βελτίωση των βιοτικών συνθηκών. Το αντίθετο: η μεγάλη αύξηση του αστικού πληθυσμού θα τις επιδεινώσει (ενδεικτικά, το 1870 η παιδική θνησιμότητα στις εργατικές γειτονιές της Νέα Υόρκης είναι κατά 65% ανώτερη αυτής του 1810).
Όπως ήταν φυσικό, οι νέες συνθήκες οδήγησαν σε επίταση των οργανωτικών ζυμώσεων. Η δεκαετία του '80, περίοδος μέγιστης επιρροής αλλά και του άδοξου τέλους των Knights, περιλαμβάνει τον πρώτο οργανωμένο εορτασμό της Πρωτομαγιάς (Νέα Υόρκη 1882), τις αιματηρές συγκρούσεις του Haymarket στο Σικάγο και, βέβαια, την ίδρυση της |American Federation of Labor| (AFL) υπό την ηγεσία του Samuel Gompers το 1886.
Η οργανωτική κινητικότητα συνοδεύτηκε από διεκδικητική: μαχητικές απεργίες εναντίον του χαμηλού βιοτικού επιπέδου, των κακών αμοιβών και της εκτεταμένης μαύρης εργασίας. Όμως οι περισσότερες εκβάσεις ήταν αρνητικές: των σιδηρουργών στο Homestead (1892), των εργατών μεταφοράς (Pullman) στο Σικάγο (1894), των ανθρακούχων στην Pennsylvania (1902). Η τακτική του "pure and simple unionism" και της παρακώλυσης πολιτικών δράσεων (: δημιουργίας Εργατικού Κόμματος) που ο Gompers διατύπωσε εναντίον των Knights, στην πράξη αποδεικνυόταν ατελέσφορη. Δυο ειδών συνέπειες ακολούθησαν: αφενός η υιοθέτηση του ανταποδοτικού lobbying, ως στρατηγικής συνιστώσας της AFL και αφετέρου η δημιουργία ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης, που στις περιστάσεις (Σικάγο, 1905) πήρε τη μορφή των Wobblies της IWW [|Industrial Workers of the World|].
Η περίοδος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου είναι ενδεικτική των νέων ασταθών ισορροπιών:
-μαχητικές απεργίες που συνήθως ηττώνται και κάποτε καταστέλλονται βίαια (η μαζική δολοφονία απεργών με τις οικογένειές τους στα ορυχεία σιδήρου Ludlow του Colorado, ιδιοκτησίας Rockefeller, το 1914 και η αποτυχημένη πανεθνική απεργία εργατών χάλυβα υπό την ηγεσία του William Z. Foster το 1919 συγκαταλέγονται στα πλέον χαρακτηριστικά συμβάντα)
-ατελέσφορες δράσεις των Wobblies (π.χ. απεργία στα ορυχεία χαλκού στο Bisbee της Arizona το 1917 που καταλήγει σε ήττα και τον εκτοπισμό 1200 απεργών)
-εξακολουθητικά σημαντικές μεταρρυθμίσεις με πρωτοβουλία του προέδρου Woodrow Wilson (π.χ. δημιουργία οργανισμού διαμεσολάβησης για την αντιμετώπιση προβλημάτων της πολεμικής συγκυρίας).
Η καταστροφική ύφεση με την οποία θα κλείσει η "εκρηκτική" δεκαετία του 1920 συνιστά τομή στην εξελικτική ροή του εργατικού κινήματος. Άμεσες συνέπειές της εμφανίζονται σε τρεις τομείς:
-στο διεκδικητικό ρεπερτόριο (με πλατιά υιοθέτηση της συγκρουσιακής παρεμπόδισης και των εργοστασιακών sit-downs ως βασικής διεκδικητικής μορφής)
-στην οργανωτική αναδιάρθρωση του συνδικαλιστικού κινήματος (με τη δημιουργία του μαχητικού, και από το 1938 ανεξάρτητου, |Συμβουλίου Βιομηχανικών Οργανώσεων|, CIO)
-στην αποτελεσματικότητα των αγώνων (με τη θέσπιση της National Labor Relations Act [Wagner Act] -προστασία των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και δημιουργία θεσμών συλλογικής διαπραγμάτευσης)
Με κοινή απόφαση των συνδικαλιστικών ηγεσιών οι διεκδικητικές δράσεις θα παγώσουν για όσο διαρκεί ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, όμως αυτό δεν προοιωνίζεται παρά τη θύελλα που ακολουθεί τις νηνεμίες. Το 1946, στιγμή κατά την οποία ο Αμερικανικός συνδικαλισμός αριθμεί 12 εκατομμύρια εργάτες (18,5 εκατομμύρια σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις), θα ξεσπάσει το μεγαλύτερο απεργιακό κύμα στην ιστορία.
Η αντίδραση κράτους και επιχειρήσεων υπήρξε υπόδειγμα "μαστίγιου και καρότου": το 1948 η Taft-Hartley Act θα περιορίσει τις συνδικαλιστικές δικαιοδοσίες, στο όνομα του απεργοσπαστικού "δικαιώματος στην εργασία", την ώρα που η κυβέρνηση θεσπίζει νέες προδιαγραφές υγιεινής και ασφάλειας και η General Motors αποδέχεται αίτημα της UAW για σύμβαση με ρήτρα αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής. Το συμβόλαιο του 1950 έμελλε να είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό: 5ετούς διάρκειας, παρείχε συντάξεις και περιλάμβανε ρητές προβλέψεις για closed shop.
Στις περιστάσεις, η επίδραση του ψυχρού πολέμου ήταν αναπόδραστη και καταλυτική. Η μαζική διαγραφή αριστερών και μαχητικών συνδικάτων από τη δύναμη του CIO, καθ' όλη την πρώτη πενταετία του '50, αδρανοποίησε τα ριζοσπαστικά ανακλαστικά της μεταπολεμικής ηγεσίας, προλειαίνοντας το έδαφος για την επανένωση AFL-CIO (1955) με όρους πολιτικού αναχρονισμού (: απηχώντας και αναπαράγοντας τις αντιπολιτικές αγκυλώσεις της ηγεσίας Gompers). Η συνταγή λειτούργησε για όσο ο αμερικανικός καπιταλισμός βίωνε την εμπειρία της μεταπολεμικής άνθησης: μεταξύ 1945 και 1970, και χωρίς να οικοδομηθεί ένα κλασικό κράτος πρόνοιας, οι αμερικανοί εργάτες είδαν τα εισοδήματά τους να τριπλασιάζονται, απολαμβάνοντας παράλληλα προνόμια στους τομείς της ασφάλισης, της υγείας και της προστασίας από την ανεργία. Η AFL-CIO θεσμοθέτησε το ρόλο της διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στους αγώνες του 1964-65 για τη φυλετική ισότητα και τις νομοθετικές δράσεις J. F. Kennedy και L. B. Johnson για την εξάλειψη της φτώχειας. Παρά τα φαινόμενα όμως, επρόκειτο για μάχες οπισθοφυλακής. Όταν ο νεοφιλελευθερισμός εκδήλωσε την επίθεσή του, από τις αρχές της δεκαετίας του '80, ο πάλαι ποτέ κραταιός |pure and simple unionism| του |lobbying| κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος: στη δεκαετία 1975-1985, ο αριθμός των συνδικαλισμένων στη βιομηχανία έπεσε κατά 5 εκατομμύρια, με τη συνδικαλιστική πυκνότητα να καθηλώνεται σε επίπεδα κάτω του 20%. Πρόκειται αναμφίβολα για κρίση -πολιτικής περισσότερο παρά κοινωνίας- που το ξεπέρασμά της ανήκει συγκαταλέγεται στις μεγάλες προκλήσεις του παρόντος χρόνου.

|Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης διδάσκει Πολιτική Επιστήμη και Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο|


Ουόλτερ Κρέιν

Ο μαρξιστής διανοούμενος Ουώλτερ Κρέιν [Walter Crane, 1845-1915], υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εικονογράφους του 19ου αιώνα. Αθάνατες έμειναν οι εικονογραφήσεις κλασσικών παιδικών βιβλίων και παραμυθιών, πολλές από τις οποίες κυκλοφορούν και σήμερα σε όλες τις χώρες του κόσμου και φυσικά στην Ελλάδα. Iστορική έμεινε και η αφίσα του με τίτλο "Διεθνής Εργατική Αλληλεγγύη" [δημοσιεύεται σε προηγούμενη σελίδα].
Γεννήθηκε στο Λίβερπουλ το 1845. Ο πατέρας του ήταν επίσης σημαντικός ζωγράφος, αλλά πέθανε όταν ο Ουώλτερ ήταν μόνον έξι ετών. Η μητέρα έβαλε τον μικρό σαν μαθητευόμενο στο εργαστήριο του Χαρτιστή χαράκτη Ουίλιαμ Λίντον, ο οποίος τον δίδαξε, τον βοήθησε να ξεκινήσει την καριέρα του και τον μύησε στην υπόθεση της απελευθέρωσης της κοινωνίας από την εκμετάλλευση.
Ο Κρέιν σύντομα μελέτησε τους Άγγλους ριζοσπάστες και μαζί με τις πρώτες εκθέσεις του έδειξε ενδιαφέρον για την ενεργό πολιτική. Έκτοτε θ' αρχίσει να ριζοσπαστικοποιεί συνεχώς τις απόψεις του. Πέρασε από το Κόμμα των Φιλελευθέρων στην Σοσιαλδημοκρατική Ομοσπονδία και από εκεί στην Σοσιαλιστική Λίγκα.
Συνεργάστηκε στενά με τον Άγγλο αντιεξουσιαστή Ουίλιαμ Μόρις, αλλά διαχώρισε την θέση του από τον ουμανισμό του συντρόφου του, στο περίφημο συνέδριο της Κομμουνιστικής διεθνούς στο Λονδίνο που καταδίκασε τις τακτικές του αναρχισμού και αναγνώρισε το |Κεφάλαιο| του Μαρξ ως βασικό εργαλείο της εργατικής πάλης.
Η σφαγή της Πλατείας Τραφάλγκαρ, στις 13 Νοεμβρίου του 1887, σφράγισε ανεξίτηλα τις κομμουνιστικές ιδέες του. Πέρασε την ζωή του αγωνιζόμενος με κάθε μέσο κατά της αδίστακτης αγγλικής πλουτοκρατίας, παρόλο που δεν σταμάτησε ποτέ να πιστεύει πως η μεταβολή της κοινωνίας είναι κυρίως ζήτημα εκπαίδευσης και όχι κατάληψης της εξουσίας.
Γι' αυτό ίσως εργάστηκε με τόσο πάθος στην εικονογράφηση παιδικών βιβλίων. Τα σχέδιά του παραμένουν εντυπωσιακά, ακόμη και σήμερα. Διαθέτουν σπάνια εκφραστικότητα, εικαστική τελειότητα και πνευματικό πλούτο, που αναπτύσσουν την προσωπικότητα του παιδιού.
Πέθανε στις 14 Μαρτίου του 1914, τρεις μήνες μετά τον βίαιο θάνατο της γυναίκας του σε σιδηροδρομικό ατύχημα. Είχαν ζήσει μαζί σαράντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια και ο καλλιτέχνης δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον θάνατό της.

Γιώργος Μπλάνας


Υπόθεση Σάκκο και Βαντσέττι

Του Άλκη ΡΗΓΟΥ

ΤΖΟΝ ΝΤΟΣ ΠΑΣΟΣ, |Μπροστά στην ηλεκτρική καρέκλα. Η ιστορία των Σάκκο και Βαντσέττι|, μτφρ. Νότης Πάτσαλος, επιμ. Άντα Γαρμπή, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 2004, σελ. 207

|Αφιερώνεται στον δικαζόμενο, για μια ακόμη φορά, αναρχοκομμουνιστή και φίλο Γιάννη Σερίφη. Οι προφανείς αναλογίες ευτυχώς δεν έχουν στην περίπτωσή του την ίδια κατάληξη|.

Η υπόθεση Σάκκο και Βαντσέττι που η παρούσα έκδοση έρχεται να μας θυμίσει, με όλες τις φρικιαστικές της λεπτομέρειες, μέσα από την διεισδυτική γραφή ενός Ντος Πάσος, δεν αποτελεί δυστυχώς απλά μια σελίδα του ταξικού χθες της κοινωνίας των ΗΠΑ. Αποκτά, όπως αναδεικνύει η γύρω μας σκληρή και αλλοτριωτική πραγματικότητα, μια εκπλήσσουσα εφιαλτική επικαιρότητα, παντού του κόσμου, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά ότι η μισαλλοδοξία, η ξενοφοβία, η τάση ενός διάχυτου ρατσισμού απέναντι στον Άλλο, τον Ξένο, τον διαφορετικό, αναπαράγονται συνεχώς, ενώ η προκατάληψη και η μη ανοχή απέναντι σε ιδέες και πράξεις που οι περισσότεροι θεωρούν ανορθόδοξες --ιδιαίτερα όταν αυτές εκφράζονται από κοινωνικά πιο αδύνατους-- εξακολουθούν όχι μόνο να υφίστανται στο εσωτερικό των καπιταλιστικών μας κοινωνιών, αλλά και να τροφοδοτούνται μέσα από καινούργιες αντιφάσεις με νέες πολυποίκιλες μορφές.
Φορείς αυτής της αέναης αναπαραγωγής, στο δημόσιο χώρο και λόγο, παραμένουν παντού και πάντα οι ίδιοι: αστυνομικοί, εισαγγελείς, δικαστές, λαϊκιστές δημοσιογράφοι, αστοί πολιτευτές, "υπάλληλοι" καπιταλιστικών επιχειρήσεων, "αυτόκλητοι καλοί" πολίτες που συνήθως μπροστά στο δικαστήριο πέφτουν διαρκώς σε ανήκουστες αντιφάσεις, δημόσιοι λειτουργοί κάθε βαθμίδας, συνεπικουρούμενοι από θρησκευτικές και παραθεσμικές ομάδες, αλλά και την απάθεια των πολλών που είτε αποδέχονται άκριτα το λόγο του εσμού αυτού εξουσίας είτε παραμένουν απαθείς θεατές του εγκλήματος που συντελείται γύρω τους, πιστεύοντας ότι δεν τους αφορά.
Όσο λοιπόν μέσα σ' αυτό το πλαίσιο δικαστικές υποθέσεις/πλεκτάνες, όπως εκείνη που στήθηκε, για ληστεία χρηματαποστολής και φόνο από πρόθεση δύο μελών της, εναντίον των Σάκκο και Βαντσέττι --που για 7 χρόνια, 4 μήνες και 17 ημέρες, από τη σύλληψή τους μέχρι την θανάτωσή τους στην ηλεκτρική καρέκλα, απασχόλησε τις αμερικανικές δικαστικές αρχές και όσο περνούσε ο καιρός συντάρασσε το μεσοπολεμικό εργατικό κίνημα και κάθε προοδευτικό άνθρωπο στον πλανήτη-- αναπαράγονται και σήμερα γύρω μας, βιβλία σαν αυτό δεν είναι περιττά για την αυτογνωσία του καθένα και της καθεμιάς μας.
Το συγκεκριμένο βιβλίο άλλωστε δεν αφορά απλά μια ακόμη εξιστόρηση της λίγο ή πολύ γνωστής κατασκευασμένης στην εισαγγελία της Βοστώνης ιστορίας που οδήγησε στην άδικη καταδίκη και θανάτωση των δύο αναρχοκομμουνιστών Ιταλών μεταναστών τον Αύγουστο του 1927. Ούτε πρόκειται για μια λογοτεχνική ανάπλαση της όλης υπόθεσης από ένα γνωστό συγγραφέα της εποχής όπως ο Πάσος.
Στην ουσία το κείμενο του Πάσος, που καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος της έκδοσης (από τη σελ. 43 μέχρι την 190), πέρα από την διεισδυτική αποκάλυψη, ψηφίδι το ψηφίδι, μέσα από επίσημα κείμενα και στοιχεία από τις 30 χιλιάδες σελίδες των πρακτικών της δίκης, του αστήριχτου της κατηγορίας, αποτελεί μια δραματική έκκληση προς τον περίφημο μέσο νομοταγή και σεβόμενο τις αρχές πολίτη. Τον καλεί να υπερβεί το κόκκινο παραλήρημα που τον έχουν εξωθήσει, τον φόβο απέναντι στον Ιταλό μετανάστη και την κυρίαρχη τρομολαγνεία για τους αναρχικούς, να κατανοήσει το αυτονόητο δικαίωμα ακόμη και ενός Ιταλού μετανάστη και επιπλέον αναρχικού σε μια αντικειμενική δίκη, τον καλεί να αφυπνισθεί, να απαιτήσει να μάθει την αλήθεια, να κινητοποιηθεί για να αποτρέψει το επερχόμενο έγκλημα γιατί: "Αν πεθάνουν [οι Σάκκο και Βαντσέττι] η ελάχιστη πίστη στη Δικαιοσύνη που έχει απομείνει σε εκατομμύρια ανθρώπους σ' αυτή την χώρα θα πεθάνει μαζί τους"!
Μια γραφίδα απέναντι σ' ένα ολόκληρο εξουσιαστικό εσμό... μια καθάρια φωνή απέναντι στη συνεχή βουή του κυρίαρχου λόγου, κι όμως τούτη η γραφή μένει στην ιστορία, κινητοποιεί --όπως και τόσες ακόμη σημαντικές γραφίδες-- εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές, πλάθει εκατομμύρια ελεύθερους ανθρώπους, μετατρέπει δυο άγνωστους μετανάστες εργάτες σε σύμβολά αγώνα ανυπακοής απέναντι σε έναν εκμεταλλευτικό κόσμο, ενώ τους τότε κυρίαρχους τους τύλιξε το όνειδος και η λησμονιά.
Η έκδοση πλαισιώνεται --όχι, δυστυχώς, με τον ευχερέστερο για τον αναγνώστη εκδοτικά τρόπο-- από:
-- ένα ιστορικό κείμενο για την κατάσταση του αμερικανικού συνδικαλιστικού κινήματος της εποχής, από μια μονομερή αλλά ενδιαφέρουσα και διεισδυτική αναρχική σκοπιά του Τζόρτζιο Μάντζα, (σε μετάφραση Αχιλλέα Καλαμάρα σελ. 7 έως 39) γραμμένη το 1988, στην οποία εμπεριέχονται σκέψεις και απόψεις γνωστών Ιταλοαμερικανών αναρχικών της περιόδου, όπως ο Μαλατέστα και ο Γκαλεάνι, αλλά και του Βαντσέττι από την "Αυτοβιογραφία ενός προλετάριου", που έγραψε κατά τη διάρκεια των χρόνων της φυλακής στο Τσάρλσταουν,
-- ένα μικρό κείμενο του δικού μας αείμνηστου Τάσου Βουρνά, που είχε γραφτεί στα 1975 ως πρόλογος στην ελληνική έκδοση του θεατρικού έργου των Βιντσεντσόνι και Ρόλι "Σάκκο και Βαντσέττι", κείμενο που προτάσσεται ως εισαγωγή (σελ. 5 έως 6),
-- έναν ανυπόγραφο πρόλογο (σελ 41-42) προφανώς (;) της επιμελήτριας της έκδοσης,
-- ένα παράρτημα με απόσπασμα αγόρευσης ενός συνηγόρου υπεράσπισης, την έκκληση στον αμερικανικό λαό του Ανατόλ Φρανς για τη σωτηρία των καταδικασμένων και μια επιστολή του Βαντσέττι,
-- έναν επίλογο του Νίκου Αλεξίου με τίτλο "Ρέκβιεμ για την αστική δικαιοσύνη", με ενδιαφέροντα στοιχεία για ό,τι επακολούθησε στο εργατικό κίνημα στην Αμερική και στην Ευρώπη μετά την εκτέλεση, λεπτομέρειες από την κηδεία των αγωνιστών, την ενεργητική στάση απέναντί τους της Κομμουνιστικής Διεθνούς, και αποσπάσματα δηλώσεων των Ρομαίν Ρολάν και Άλμπερτ Αϊνστάιν υπέρ των καταδικασμένων,
-- τη δήλωση αποκατάστασης μετά 50 χρόνια των Σάκκο και Βαντσέττι από τον κυβερνήτη της Πολιτείας της Μασαχουσέτης Μάικλ Δουκάκη, που λόγω της σημασίας της αναδημοσιεύουμε χώρια σε τούτο το μικρό αφιέρωμα, και
-- τέλος, μερικές χαρακτηριστικές φωτογραφίες των δύο Ιταλών μεταναστών, της κηδείας τους και διαδηλώσεων συμπαράστασης.
Στην ολοκλήρωση τούτης της κριτικής παρουσίασης, μια λεπτομέρεια από τον επίλογο του Αλεξίου αξίζει, θαρρώ, να υπομνηστεί ιδιαίτερα. Πρόκειται για τη δήλωση με την οποία ο τότε πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ αρνήθηκε κάθε παρέμβαση στην ουσία της υπόθεσης, λέγοντας ότι "όσο μεγάλη κι αν είναι η μεροληψία του προεδρεύοντος δικαστή, σε καμιά περίπτωση δεν αναιρεί το νόμιμο δικαίωμα του δικαστηρίου να εκδώσει μια απόφαση": το πνεύμα του εσμού εξουσίας απέναντι στον "εσωτερικό κόκκινο εχθρό" και την ψύχωση που γύρω του έχει δημιουργηθεί στο απόγειό του, ο νομικισμός ως ασπίδα κάλυψης της αυταπόδεικτης δικαστικής αυθαιρεσίας.
Τραγικά αντιφατικό, τη δήλωση να υπογράφει ένας προοδευτικός δικαστικός θρύλος, ο Όλιβερ Ουέντελ Χολμς, ο άνθρωπός που ταυτόχρονα διακήρυσσε σε ένα γενικό θεωρητικό πλαίσιο ότι "αν υπάρχει κάποια συνταγματική αρχή που επιβάλλει μεγαλύτερη προσήλωση από τις άλλες είναι η αρχή της ελευθερίας της σκέψης και συνακόλουθα της έκφρασής της, όχι της ελευθερίας της σκέψης γι' αυτούς που συμφωνούν μαζί μας αλλά της ελευθερίας για τη σκέψη την οποία μισούμε"! Για να συμπληρώσει, σε άλλη απόφαση: "Κάθε ιδέα είναι πρόκληση. Προσφέρεται για να καταστεί πίστη και αν γίνει αποδεκτή μετατρέπεται σε πράξη..."!
Μέσα από τέτοιου είδους, ακόμα και προσωπικές αντιφάσεις, γράφεται τελικά η όποια ιστορία...


Αχ αυτοί οι μπάσταρδοι ανασρχικοί!

Του Αλέξη ΖΗΡΑ

ΤΖΩΝ ΝΤΟΣ ΠΑΣΣΟΣ, |Μπροστά στην ηλεκτρική καρέκλα. Η ιστορία των Σάκκο και Βαντσέττι|
μτφρ. Νότης Πάτσαλος / Επιμ. Άντα Γαρμπή. (Εισαγωγή Τζώρτζιο Μάντζα, μτφρ. Αχιλλέας Καλαμάρας), εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, 2004, 208 σελ.

Δεν μπορούσε να υπάρξει χειρότερη δέσμη συγκυριών από αυτή που συνόδευσε τη σύλληψη και την επτάχρονη δίκη του Νικόλα Σάκκο και του Μπαρτολομέο Βαντσέττι. Οι δύο ιταλοί, μέλη αναρχικών ομάδων που δρούσαν μέσα στην τεράστια μάζα των μεταναστών, στις ΗΠΑ της εποχής εκείνης, ήταν στην κυριολεξία εξιλαστήρια θύματα που χρησιμοποιήθηκαν απροκάλυπτα από την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία με σκοπό τον παραδειγματισμό και την υποταγή των υπολοίπων. Πιάστηκαν στις 5 Μαϊου 1920, λίγο έξω από τη Βοστώνη, και κατηγορήθηκαν αμέσως για ληστεία με διπλό φόνο, αλλά με μια ανακριτική διαδικασία και ένα πόρισμα της αστυνομίας παντελώς διάτρητα. Μια εκτενή παρουσίαση των ιστορικών δεδομένων που επηρέασαν όλους τους παράγοντες της δίκης θα βρει ο αναγνώστης του βιβλίου στο σχετικά πρόσφατο εισαγωγικό κείμενο του Τζώρτζιο Μάντζα, γραμμένο με την ευκαιρία των εξήντα χρόνων από την εκτέλεση. Και εκεί μάλιστα αναφέρεται ότι για να θωρακίσουν τα ελάχιστα και διαβλητά αποδεικτικά στοιχεία, οι ερευνητικές αρχές της πολιτείας της Μασσαχουσέτης χάλκευσαν μία σωρεία ψευδομαρτυριών. Προς τούτο, κινητοποίησαν αστυνομικούς και εκβίασαν εργάτες, γνώριμους των Σάκκο και Βαντσέττι, οι οποίοι παρόλο που έπεφταν διαρκώς σε αντιφάσεις κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, θεωρήθηκαν τελικά αξιόπιστοι από τον περίφημο δικαστή Ουέμπστερ Θάγιερ - την προσωποποίηση για πολλά χρόνια έκτοτε της δογματικής στρεψοδικίας.
Η εντεινόμενη στη δεκαετία του '20 ξενοφοβία, καλλιεργημένη από τις πατριωτικές αμερικανικές οργανώσεις και από μια μεγάλη μερίδα του ημερήσιου Τύπου, ήταν η μια αρνητική παράμετρος στη δίκη. Οι μετανάστες διεκδικούσαν τον ζωτικό τους χώρο σε ένα κράτος που εξακολουθούσε να είναι υπό διαμόρφωση, με ήδη υπάρχουσες εθνοτικές μειονότητες οι οποίες αγωνίζονταν για τη θεσμική ενσωμάτωσή τους, αντιμετωπίζοντας περίπου ως εισβολείς του νεοφερμένους. Η άλλη αρνητική παράμετρος είχε σχέση με τις πολιτικές θέσεις των δύο ιταλών κατηγορουμένων. Η πολύνεκρη βομβιστική ενέργεια στη Γουόλ Στρητ, που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της δίκης, μολονότι δεν διευκρινίστηκαν ποτέ τα αίτιά της, χρεώθηκε στα αναρχικά στοιχεία και σε όσες οργανώσεις της αριστεράς αντιτάσσονταν στην κρατική εξουσία. Ο φόβος των μεσαίων στρωμάτων για νέες, βίαιες ενέργειες, μετατράπηκε σε συντηρητική συσπείρωση και πολύ γρήγορα σε ομαδική ψύχωση, και ασφαλώς δεν ήταν τυχαία η παροιμιώδης φράση του δικαστή Θάγιερ που επισφράγισε την καταδικαστική απόφαση για τους Σάκκο και Βαντσέττι: "Είδατε πως τα κατάφερα με 'κείνους τους μπάσταρδους τους αναρχικούς".
Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δίκης, ένας εντυπωσιακός αριθμός διανοουμένων και συγγραφέων, αμερικανών και ευρωπαίων, είχε υποστηρίξει την αθωότητα των δύο κατηγορουμένων και είχε ζητήσει με αλλεπάλληλα έγγραφα αιτήματα την απελευθέρωσή τους. Μαζί με την Ντόροθυ Πάρκερ, τον Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω και τον Τζων Γκαλζουόρθυ, ο Τζων Ροντρίγκο Ντος Πάσσος (1896 - 1970), νεαρός δικηγόρος τότε και συνεργάτης του αριστερού περιοδικού |Νέες Μάζες| [New Masses], είχε προσφερθεί να βοηθήσει την υπερασπιστική γραμμή, κινητοποιώντας παράλληλα οικογενειακές του γνωριμίες για την άμεση χορήγηση αμνηστίας. Ο ίδιος ο Ντος Πάσσος ομολόγησε αργότερα ότι η εκτέλεση των Σάκκο και Βαντσέττι τον επηρέασε βαθύτατα. Στην αρχή ως σκεπτόμενο, δημιουργώντας του την πεποίθηση ότι στις ΗΠΑ συνυπήρχαν δύο έθνη, των ισχυρών και των ανίσχυρων, των προνομιούχων και των φτωχών. Στη συνέχεια ως συγγραφέα, αφού η μνημειώδης μυθιστορηματική του τριλογία |USA| (1930-1936) που τον έκανε διεθνώς γνωστό, όχι μόνο για την αφηγηματική της δύναμη αλλά και για την έντεχνη χρήση ριζοσπαστικών τεχνικών, στηρίχτηκε απολύτως σ' αυτό το αντιθετικό δίπολο. Μια κάποια αναλογία της μεγάλης αφηγηματικής του δύναμης και των νεωτερικών του τεχνικών μπορούμε να βρούμε σε τούτο το βιβλίο~ στον τρόπο με τον οποίο ανιστορεί τη δίκη και την καταδίκη των ιταλών αναρχικών. Σύντομες αφηγηματικές ενότητες, νευρώδης γραφή, σε ορισμένα σημεία σπασμωδικές κινήσεις που υποδαυλίζουν την προσοχή του αναγνώστη. Όχι αδίκως αρκετοί ευρωπαίοι στοχαστές, και ιδιαίτερα ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, θεώρησαν στα χρόνια του μεσοπολέμου ότι ο συνδυασμός στην τριλογία |USA|, ενός αφηγηματικού ρυθμού που πήρε αρκετά στοιχεία από τον |Οδυσσέα| του Τζέημς Τζόυς και μιας τεχνικής που έβαλε το δημοσιογραφικό μοντάζ στη μυθοπλασία, θα μπορούσε να σημάνει ένα νέο μυθιστορηματικό είδος. Γιατί θέλοντας τότε ο Ντος Πάσσος να φτάσει στο ιδεώδες ενός "αντικειμενικού ρεαλισμού", προτού απογοητευτεί από την εξέλιξη του εργατικού κινήματος και του σοσιαλισμού, δεν ακολούθησε την πεπατημένη της οριζόντιας παρατακτικής αφήγησης. Το να αυξάνει, λόγου χάριν, την ένταση χρησιμοποιώντας παραθέματα από διαλόγους (όπως εκείνοι που έγιναν στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας στην υπόθεση Σάκκο και Βαντσέττι) ήταν ασφαλώς μια μεγάλη καινοτομία στον καιρό του. Ή ακόμα το να ενσωματώνει ένορκες καταθέσεις, επιστολές και γενικότερα ένα πλήθος στοιχείων τα οποία θυμίζουν αρκετά τη μορφή της μεταμοντέρνας μυθοπλασίας. Η αλήθεια είναι ότι και σήμερα ακόμα τα κορυφαία λογοτεχνικά του έργα μπορούν να θεωρηθούν ως ένα αδρό πλαίσιο τεκμηρίων, αναδεικνύοντας πάντοτε με εναργή τρόπο τον συλλογικό ορίζοντα της κάθε ιστορίας.ΤΖΩΝ ΝΤΟΣ ΠΑΣΣΟΣ, |Μπροστά στην ηλεκτρική καρέκλα. Η ιστορία των Σάκκο και Βαντσέττι|.
Μτφρ.: Νότης Πάτσαλος / Επιμ.: Άντα Γαρμπή. (Εισαγωγή: Τζώρτζιο Μάντζα, μτφρ.: Αχιλλέας Καλαμάρας). Ελεύθερος Τύπος 2004, 208 σ.

Δεν μπορούσε να υπάρξει χειρότερη δέσμη συγκυριών από αυτή που συνόδευσε τη σύλληψη και την επτάχρονη δίκη του Νικόλα Σάκκο και του Μπαρτολομέο Βαντσέττι. Οι δύο ιταλοί, μέλη αναρχικών ομάδων που δρούσαν μέσα στην τεράστια μάζα των μεταναστών, στις ΗΠΑ της εποχής εκείνης, ήταν στην κυριολεξία εξιλαστήρια θύματα που χρησιμοποιήθηκαν απροκάλυπτα από την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία με σκοπό τον παραδειγματισμό και την υποταγή των υπολοίπων. Πιάστηκαν στις 5 Μαϊου 1920, λίγο έξω από τη Βοστώνη και κατηγορήθηκαν αμέσως για ληστεία με διπλό φόνο, αλλά με μια ανακριτική διαδικασία και ένα πόρισμα της αστυνομίας παντελώς διάτρητα. Μια εκτενή παρουσίαση των ιστορικών δεδομένων που επηρέασαν όλους τους παράγοντες της δίκης θα βρει ο αναγνώστης του βιβλίου στο σχετικά πρόσφατο εισαγωγικό κείμενο του Τζώρτζιο Μάντζα, γραμμένο με την ευκαιρία των εξήντα χρόνων από την εκτέλεση. Και εκεί μάλιστα αναφέρεται ότι για να θωρακίσουν τα ελάχιστα και διαβλητά αποδεικτικά στοιχεία, οι ερευνητικές αρχές της πολιτείας της Μασσαχουσέτης χάλκευσαν μία σωρεία ψευδομαρτυριών. Προς τούτο, κινητοποίησαν αστυνομικούς και εκβίασαν εργάτες, γνώριμους των Σάκκο και Βαντσέττι, οι οποίοι παρόλο που έπεφταν διαρκώς σε αντιφάσεις κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, θεωρήθηκαν τελικά αξιόπιστοι από τον περίφημο δικαστή Ουέμπστερ Θάγιερ - την προσωποποίηση για πολλά χρόνια έκτοτε της δογματικής στρεψοδικίας.
Η εντεινόμενη στη δεκαετία του '20 ξενοφοβία, καλλιεργημένη από τις πατριωτικές αμερικανικές οργανώσεις και από μια μεγάλη μερίδα του ημερήσιου Τύπου, ήταν η μια αρνητική παράμετρος στη δίκη. Οι μετανάστες διεκδικούσαν τον ζωτικό τους χώρο σε ένα κράτος που εξακολουθούσε να είναι υπό διαμόρφωση, με ήδη υπάρχουσες εθνοτικές μειονότητες οι οποίες αγωνίζονταν για τη θεσμική ενσωμάτωσή τους, αντιμετωπίζοντας περίπου ως εισβολείς του νεοφερμένους. Η άλλη αρνητική παράμετρος είχε σχέση με τις πολιτικές θέσεις των δύο ιταλών κατηγορουμένων. Η πολύνεκρη βομβιστική ενέργεια στη Γουόλ Στριτ που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της δίκης, μολονότι δεν διευκρινίστηκαν ποτέ τα αίτιά της, χρεώθηκε στα αναρχικά στοιχεία και σε όσες οργανώσεις της αριστεράς αντιτάσσονταν στην κρατική εξουσία. Ο φόβος των μεσαίων στρωμάτων για νέες, βίαιες ενέργειες, μετατράπηκε σε συντηρητική συσπείρωση και πολύ γρήγορα σε ομαδική ψύχωση, και ασφαλώς δεν ήταν τυχαία η παροιμιώδης φράση του δικαστή Θάγιερ που επισφράγισε την καταδικαστική απόφαση για τους Σάκκο και Βαντσέττι: "Είδατε πως τα κατάφερα με 'κείνους τους μπάσταρδους τους αναρχικούς".
Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δίκης ένας εντυπωσιακός αριθμός διανοουμένων και συγγραφέων, αμερικανών και ευρωπαίων, είχε υποστηρίξει την αθωότητα των δύο κατηγορουμένων και είχε ζητήσει με αλλεπάλληλα έγγραφα αιτήματα την απελευθέρωσή τους. Μαζί με την Ντόροθυ Πάρκερ, τον Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω και τον Τζων Γκαλζουόρθυ, ο Τζων Ροντρίγκο Ντος Πάσσος (1896 - 1970), νεαρός δικηγόρος τότε και συνεργάτης του αριστερού περιοδικού |Νέες Μάζες| [New Masses], είχε προσφερθεί να βοηθήσει την υπερασπιστική γραμμή, κινητοποιώντας παράλληλα οικογενειακές του γνωριμίες για την άμεση χορήγηση αμνηστίας. Ο ίδιος ο Ντος Πάσσος ομολόγησε αργότερα ότι η εκτέλεση των Σάκκο και Βαντσέττι τον επηρέασε βαθύτατα. Στην αρχή ως σκεπτόμενο, δημιουργώντας του την πεποίθηση ότι στις ΗΠΑ συνυπήρχαν δύο έθνη, των ισχυρών και των ανίσχυρων, των προνομιούχων και των φτωχών. Στη συνέχεια ως συγγραφέα, αφού η μνημειώδης μυθιστορηματική του τριλογία USA (1930-1936) που τον έκανε διεθνώς γνωστό, όχι μόνο για την αφηγηματική της δύναμη αλλά και για την έντεχνη χρήση ριζοσπαστικών τεχνικών, στηρίχτηκε απολύτως σ' αυτό το αντιθετικό δίπολο. Μια κάποια αναλογία της μεγάλης αφηγηματικής του δύναμης και των νεωτερικών του τεχνικών μπορούμε να βρούμε σε τούτο το βιβλίο~ στον τρόπο με τον οποίο ανιστορεί τη δίκη και την καταδίκη των ιταλών αναρχικών. Σύντομες αφηγηματικές ενότητες, νευρώδης γραφή, σε ορισμένα σημεία σπασμωδικές κινήσεις που υποδαυλίζουν την προσοχή του αναγνώστη. Όχι αδίκως αρκετοί ευρωπαίοι στοχαστές, και ιδιαίτερα ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, θεώρησαν στα χρόνια του μεσοπολέμου ότι ο συνδυασμός στην τριλογία |USA|, ενός αφηγηματικού ρυθμού που πήρε αρκετά στοιχεία από τον |Οδυσσέα| του Τζέημς Τζόυς και μιας τεχνικής που έβαλε το δημοσιογραφικό μοντάζ στη μυθοπλασία, θα μπορούσε να σημάνει ένα νέο μυθιστορηματικό είδος. Γιατί θέλοντας τότε ο Ντος Πάσσος να φτάσει στο ιδεώδες ενός "αντικειμενικού ρεαλισμού", προτού απογοητευτεί από την εξέλιξη του εργατικού κινήματος και του σοσιαλισμού, δεν ακολούθησε την πεπατημένη της οριζόντιας παρατακτικής αφήγησης. Το να αυξάνει, λόγου χάριν, την ένταση χρησιμοποιώντας παραθέματα από διαλόγους (όπως εκείνοι που έγιναν στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας στην υπόθεση Σάκκο και Βαντσέττι) ήταν ασφαλώς μια μεγάλη καινοτομία στον καιρό του. Ή ακόμα το να ενσωματώνει ένορκες καταθέσεις, επιστολές και γενικότερα ένα πλήθος στοιχείων τα οποία θυμίζουν αρκετά τη μορφή της μεταμοντέρνας μυθοπλασίας. Η αλήθεια είναι ότι και σήμερα ακόμα τα κορυφαία λογοτεχνικά του έργα μπορούν να θεωρηθούν ως ένα αδρό πλαίσιο τεκμηρίων, αναδεικνύοντας πάντοτε με εναργή τρόπο τον συλλογικό ορίζοντα της κάθε ιστορίας.

|Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας|


Εργατική ιστορία και Αριστερά

Μια βιβλιογραφική περιήγηση

Από την αμερικανική ανεξαρτησία ως τις μέρες μας

Του Σεραφείμ Ι. ΣΕΦΕΡΙΑΔΗ

Benson, S. P. (1986) |Counter Cultures: Saleswomen, Managers, and Customers in American Department Stores, 1890-1940|, Urbana: University of Illinois Press, 322 σ.
Bernstein, I. (1960) |The Lean Years: A History of the American Worker, 1920-1933|, Baltimore: Penguin Books, 577 σ.
Bernstein, I. (1971) |Turbulent Years: A History of the American Worker, 1933-1941|, Boston: Houghton-Mifflin Co., 873 σ.
Blewett, M. H. (1988) |Men, Women, and Work: Class, Gender and Protest in the New England Shoe Industry, 1780-1910|, Urbana: University of Illinois Press, 1988, 444 σ.
Cohen, L. (1990) |Making a New Deal: Industrial Workers in Chicago, 1919-1923|, Νέα Υόρκη: Cambridge University Press, 526 σ.
Dublin, T. (1979) |Women at Work: The Transformation of Work and Community in Lowell Massachussetts|, 1826-1860, Νέα Υόρκη: Columbia University Press, 312 σ.
Ellis, R. J. (1998) |The Dark Side of the Left: Illiberal Egalitarianism in America|, Lawrence: University Press of Kansas, 426 σ.
Faue, E. (1991) |Community of Suffering and Struggle: Women, Men and the Labor Movement in Minneapolis, 1815-1945|, Chapel Hill: University of North Carolina Press, 295 σ.
Fink, L. (1983) |Workingmen's Democracy. The Knights of Labor and American Politics|, Urbana: University of Illinois Press, 249 σ.
Gabin, N. (1990) |Feminism in the Labor Movement: Women and the United Auto Workers, 1935-1975|, Ithaca: Cornell University Press, 257 σ.
Gerstle, G. (1989) |Working-Class Americanism: The Politics of Labor in a Textile City, 1914-1960|, Νέα Υόρκη: Cambridge University Press, 356 σ.
Gorman, P. R. (1996) |Left Intellectuals & Popuylar Culture in Twentieth Century America|, Chapel Hill: University of North Carolina Press, 242 σ.
Gutman, H. (1976) |Work, Culture, and Society in Industrializing America: Essays in American Working Class and Social History|, Νέα Υόρκη: Alfred Knopf, 343 σ.
Iton, R. (2000) Solidarity Blues: |Race, Culture, and the American Left|, Chapel Hill: University of North Carolina Press, 335 σ.
Joyner C. (1984), |Down By the Riverside: A South Carolina Slave Community|, Urbana: University of Illinois Press, 1984, 345 σ.
Kimmeldorf, H. (1991) "Bringing Unions Back In (Or Why We Need a New Old Labor History)", |Labor History| 32 (Χειμώνας), σ. 91-129.
Lictenstein, N. (1995) |The Most Dangerous Man in Detroit: Walter Reuther and the Fate of American Labor|, Νέα Υόρκη: Basic Books, 575 σ.
Milkman, R. (1987) |The Dynamics of Job Segregation by Sex During World War II|, Urbana: University of Illinois Press, 213 σ.
Montgomery, D. (1979) |Workers' Control in America: Studies in the History of Work, Technology, and Labor Struggles|, Νέα Υόρκη: Cambridge University Press, 189 σ.
Montgomery, D. (1993) |Citizen Worker: The Experience of Workers in the United States with Democracy and the Free Market During the Nineteenth Century|, Νέα Υόρκη: Cambridge University Press, 189 σ.
Piven, F. F., R. Cloward (1979) |Poor People's Movements: Why they Succeed, How they Fail|, Νέα Υόρκη: Vintage Books.
Raskin, M. (1995) |Visions and Revisions: Reflections on Culture and Democracy at the End of the Century|, Νέα Υόρκη: Olive Branch, 341 σ.
Roediger, D. (1991) |The Wages of Whiteness: Race and the Making of the American Working Class|, Νέα Υόρκη: Verso, 191 σ.
Salvatore, N. (1982) |Eugene V. Debbs: Citizen and Socialist|, Urbana: University of Illinois Press.
Scott, J. C. (1985), |Weapons of the Weak: Everyday Forms of Peasant Resistance|, New Haven/London: Yale University Press.
Tracy, J. (1996) |Direct Action: Radical Pacifism from the Union Eight to the Chicago Seven|, Chicago: University of Chicago Press, 196 σ.
Ulrich, L. T. (1990) |A Midwife's Tale: The Life of Martha Ballard, Based on Her Diary, 1785-1812|, Νέα Υόρκη: Vintage Books, 444 σ.
Wilentz, S. (1984) |Chants Democratic: New York City and the Rise of the American Working Class|, Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 446 σ.
Young, A. F. (1981) "George Robert Twelves Hewes (1742-1840): A Boston Shoemaker and the Memory of the American Revolution", |William and Mary Quarterly| 38, Οκτώβριος 1981, σ. 561-623.



Η αμερικανική εργατική ιστορία, κλάδος παλιός και ιδιαίτερα δυναμικός, καλύπτει σε πυκνή δικτύωση ολόκληρη την πορεία εξέλιξης του διεκδικητικού κινήματος από τα χρόνια της επανάστασης του ύστερου 18ου αιώνα μέχρι και τις μέρες μας. H περιήγηση που ακολουθεί, σταχυολογεί βιβλιογραφικές επισημάνσεις του Timothy G. Borden ("Labor History Bibliography" |OAH Magazine of History| τχ. 11 (Χειμώνας 1997), σ. 27-30) παρουσιάζοντας επιγραμματικά σχετικά πρόσφατες συμβολές.

Εν αρχή...
Η έκβαση του πολέμου της ανεξαρτησίας και η επίδραση που άσκησε στη ζωή των εργαζομένων έχει εύλογα τροφοδοτήσει ευρύ φάσμα ερμηνειών. Κοινή, ωστόσο, φαίνεται η εκτίμηση ότι, παρότι η Αμερικανική Επανάσταση επέφερε βαθιές αλλαγές τόσο στο δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό βίο (Ulrich 1990), οι ειδικευμένοι εργάτες και τεχνίτες εν τέλει ηττήθηκαν στην προσπάθειά τους να ιδιοποιηθούν την κληρονομιά της (Young 1981).
Ο σύνθετος (και, κατά μια έννοια, αντιφατικός) χαρακτήρας της εξέλιξης αποτυπώνεται γλαφυρά στο κλασικό έργο του Sean Wilentz (1984). Πλαισιώνοντας την πραγματικότητα ως αντιπαράθεση δημόσιου-ιδιωτικού (: αντιδιαστολή κοινωνικής ενδυνάμωσης - ατομικής ιδιοποίησης), οι εργάτες χρησιμοποίησαν τη γλώσσα της επανάστασης για να διατυπώσουν αιτήματα κοινωνικής απελευθέρωσης, συμμετοχής και διασφάλισης/επέκτασης δικαιωμάτων. Όμως ο κώδικας που έμελλε να επικρατήσει ήταν ο επιχειρηματικός: έμπλεος εξισωτικών και μεταρρυθμιστικών επικλήσεων, ο αμερικανικός καπιταλισμός κατάφερε εν τέλει να απορροφήσει τα συνεργατικά οράματα.
Η "ήττα" υπήρξε πολύ εντονότερη στις έμφυλες διαστάσεις της. Αν και συστατικός εκφραστής του ρεπουμπλικανικού συνεργατισμού, το γυναικείο φύλο (ως εξαρτημένοι ρόλοι στο πλαίσιο της οικογένειας) βρέθηκε συστηματικά αποκλεισμένο από τα συνδικαλιστικά τεκταινόμενα, ακόμα και σε πρωτοπόρους κλάδους όπως οι υποδηματεργάτες (Blewett 1988). Εξίσου, αν όχι περισσότερο, καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος του φυλετισμού.
Είναι γνωστό (π.χ., Scott 1985) πως οι "αδύναμοι" (: πληθυσμοί αποκλεισμένοι από το πολιτικό σύστημα, χωρίς δημόσιο λόγο και διεκδικητικούς πόρους) έχουν κι αυτοί τα όπλα τους. Παρά τις ακραίες συνθήκες του περιβάλλοντός τους, οι νέγροι του Νότου διαμόρφωσαν κι αυτοί μορφές επιβίωσης (χρήσης του χώρου και διαχείρισης του χρόνου, εργασιακής προσαρμογής και/ή αντίστασης), που τους επέτρεψαν |και| την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους να διατηρήσουν και πολιτισμικά πρότυπα να αναδείξουν (Joyner 1984). Όμως οι επιπτώσεις του ρατσισμού (της προ- αλλά και μετεμφυλιακής περιόδου) υπήρξαν αναπόδραστες. Μάλιστα, σύμφωνα με μια διαδεδομένη άποψη (Roediger 1991, Iton 2000), η αμερικανική εργατική τάξη, ως συνεκτική φαντασιακή κοινότητα, κατά βάση πλάστηκε με το υλικό του φυλετικού αποκλεισμού.
Η σταδιακή εγκατάλειψη του πρώιμου ριζοσπαστισμού που παρατηρήθηκε στην Ευρώπη της σοσιαλδημοκρατίας, στις ΗΠΑ εμφανίστηκε χωρίς αυτήν. Απηχώντας περισσότερο προσδοκίες παρά πραγματικότητες ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας και αποσκοπώντας στη σύναψη συμμαχιών με τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα του 19ου αιώνα, εργατικές οργανώσεις με μεγάλη επιρροή όπως οι "Ιππότες της Εργασίας" [|Knights of Labor|], αντί να μετεξελιχτούν σε εργατικά κόμματα (κατά το δυτικοευρωπαϊκό σενάριο), έτειναν να περιορίσουν τις συλλογικές δράσεις τους εντός ενός σχεδόν αποκλειστικά συμβατικού ρεπερτορίου (Fink 1983). Όμως για την επαρκή ερμηνεία της έκβασης αυτής πρέπει και πάλι να συνυπολογιστεί η μεγάλη εθνική και πολιτισμική πολυμορφία των εργατικών στρωμάτων. Οι ιδιαίτερες κουλτούρες που οι εργάτες μετέφεραν από τις χώρες προέλευσής τους, λειτούργησαν ως προϋποθέσεις για τη συγκρότηση συγκρουσιακών δικτύων (εναντίον της ομοιομορφίας που επιδίωξε και τελικά επέβαλε ο φορντισμός), όμως έτειναν, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο, να παγιώσουν έναν εθνοτικό κερματισμό που εξ αντικειμένου περιόρισε το εύρος και το βάθος των διεκδικήσεων που διατυπώθηκαν. Το όραμα της συνεργατικής κοινοπολιτείας εκτοπίστηκε, έτσι, από τις επαγγελίες της ανταγωνιστικότητας και των "ελεύθερων αγορών"(Gutman 1976, Montgomery 1979, 1993).

Φύλο
Οι έμφυλες προσεγγίσεις υπενθυμίζουν την πολλαπλότητα των φαινομένων (σε επίπεδο τόσο ενσωμάτωσης όσο και συγκρουσιακής διεκδίκησης) και διαρρηγνύουν τους κώδικες της συμβαντολογικής αφηγηματικότητας. Στις αγαπημένες θεματικές της νεότερης ιστοριογραφίας συγκαταλέγονται:
-η λεπτομερής καταγραφή του εργοδοτικού αυταρχισμού και οι αντιστάσεις των εργατριών στη μακρά ιστορία των μύλων του Lowell στη Μασαχουσέτη (Dublin 1979) (η πρώτη γυναικεία συνδικαλιστική οργάνωση χρονολογείται από το 1834)
-οι αμφίσημες επιδράσεις της ειδικής κουλτούρας των πολυκαταστημάτων στη διεκδικητική συμπεριφορά των πωλητριών του πρώτου μισού του 20ου αιώνα (Benson 1986)
-η αδυναμία μεγάλων ομοσπονδιών, όπως της UAW (αυτοκινητοβιομηχανία) και της UEW (ηλεκτρισμός), και τοπικών κέντρων να ελέγξουν τις συνέπειες των πολλών ανισοτήτων (μισθολογικών, πρόσληψης, επαγγελματικής ασφάλειας και εξέλιξης) ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες (Milkman 1987, Faue 1991)
-όπως και η αμφίδρομη σχέση φεμινιστικού και εργατικού κινήματος σε μεγάλες ομοσπονδίες όπως η UAW (Gabin 1990).

New Deal και επαύριον
Η πυκνότητα των μεσοπολεμικών εξελίξεων και η προσπάθεια αποτίμησης της ακριβούς θέσης του εργατικού κινήματος στο εσωτερικό της New Deal αποτελούν σταθερές της ιστορικής και κοινωνικο-επιστημονικής έρευνας. Η υλοποίηση του αμερικανικού μεταρρυθμιστικού δυναμικού, κάτω από την πίεση που άσκησε η εργατική διεκδίκηση (και η θεσμικά αδιόρατη, αλλά πάντα αισθητή, απειλή κλιμάκωσής της), παγίωσαν το ρεφορμιστικό "πραγματισμό" της προηγούμενης περιόδου, απέτρεψαν την ανάδυση ενός εργατικού κόμματος και οδήγησαν σε μια -όχι αδόκητη- διεκδικητική μετριοπάθεια. Απηχώντας το πνεύμα -αλλά και τον υφέρποντα αναγωγισμό- της κλασικής μελέτης του Werner Sombart (|Why Is There No Socialism in the United States? 1906|), μελετητές όπως οι Bernstein (1960, 1971) και Cohen (1991) υποστήριξαν πως, στα χρόνια του FDR οι εργάτες επιδίωξαν μισθολογική ανέλιξη, επαγγελματική εξασφάλιση και εργασιακά δικαιώματα, αλλά τίποτε παραπάνω: το "σοσιαλιστικό καράβι" -με τον ιστό του εθνοτικά κερματισμένο και τα πανιά του ρατσιστικά- είχε προσαράξει στους ανυπέρβλητους ύφαλους του ροσμπίφ και της μηλόπιτας.
Όμως, κατά βάθος, η ζοφερή εικόνα Sombart δεν αρκεί για να στοιχειοθετήσει τον διαδεδομένο πλατειασμό περί μιας ουσιολογικά "συντηρητικής εργατικής τάξης". Άλλωστε, η διεκδικητική μετριοπάθεια -αναμενόμενη και φυσιολογική στο βαθμό που απέδιδε καρπούς- ούτε μονολιθική υπήρξε ούτε μόνιμη. Ο "εργατικός αμερικανισμός" (Gerstle 1989), όπως εκφράστηκε από το CIO τη δεκαετία του 1930, περιλάμβανε τη διεκδίκηση θεσμών συμμετοχής, διαφάνειας και εργατικού ελέγχου -μέχρι και τις παρυφές του αιτήματος για συλλογική διαχείριση του κοινωνικού πλεονάσματος. Το ότι τα αιτήματα αυτά δεν ευοδώθηκαν, δεν είναι δυνατόν να εξηγηθεί χωρίς συνεκτίμηση του ρόλου της πολιτικής διαμεσολάβησης: των παραμέτρων, της υφής της και των παραλείψεών της, όπως και των στρεβλώσεων που επέφερε (Piven/Cloward 1979). Αν και έχουν τύχει ειδικής διερεύνησης, ο "πραγματιστικός ιδεαλισμός" μαχητικών συνδικαλιστών όπως ο Walter Reuther της UAW (Lichtenstein 1995), ο σοσιαλισμός στελεχών όπως ο Eugene Debbs (Salvatore 1982) και η συμβολή των δυναμικών συλλογικών δράσεων από κινήματα, όπως οι ειρηνιστές (Tracy 1996), δεν έχουν ακόμα κερδίσει τη θέση που δικαιούνται στις βασικές μακροσκοπικές συνθέσεις.

Ο ρόλος της πολιτικής
Αναδεικνύοντας τις ιδιαίτερες όψεις της εργατικής εμπειρίας (φύλο, θρησκεία, εθνοτικές καταβολές, δίκτυα κ.λπ.) η "νέα" εργατική ιστορία των πολυσθενών υποκειμένων τροφοδότησε και τροφοδοτήθηκε από τη μελέτη της αμερικανικής εργατικής τάξης, όμως ούτε απαξίωσε τη θεσμική ιστορία ούτε και απο-νομιμοποίησε την αναζήτηση "μεγάλων" αφηγήσεων και συνθέσεων. Σε συζήτηση στρογγυλής τραπέζης που έγινε το 1991, ο Howard Kimmeldorf τόνισε την ανάγκη για μια "νέα παλαιά εργατική ιστορία", η οποία, ενώ θα ήταν ευαισθητοποιημένη στη σημασία της μνήμης, της κουλτούρας και της -αυτονόητης- πολλαπλότητας των υποκειμένων, δεν θα παρέβλεπε το γεγονός ότι εργατικές κινηματικές δράσεις ανακύπτουν με σκοπό την προώθηση αιτημάτων κοινωνικού εκδημοκρατισμού. Εξ' ού και η έκκλησή του για συστηματική επανεκτίμηση του ρόλου της πολιτικής, με την ευρύτερη δυνατή σημασία. Αν και κατά τη διάρκεια της δεκαπενταετίας που μεσολάβησε υπήρξε σαφής πρόοδος (με μελέτες περιεχομένων πολιτικής, λόγου και οργανωτικών πρακτικών της Αριστεράς (π.χ., Raskin 1995, Gorman 1996, Ellis 1998), το αίτημα παραμένει ακόμα ανεκπλήρωτο και εξακολουθητικά επίκαιρο.


Τα «γεγονότα του Σηάτλ» και το συνδικαλιστικό κίνημα στην Αμερική

Του Θανάση ΤΣΑΚΙΡΗ

Το 1999, τα "γεγονότα του Σηάτλ" σηματοδότησαν μια νέα άνοδο των κινημάτων ενάντια στον καπιταλισμό και των συγκεκριμένων αγώνων κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησής του, καθώς ευρύτερα στρώματα των καταπιεζόμενων τάξεων εισέβαλαν ορμητικά στη δημόσια σφαίρα των δυτικών κοινωνιών, καταλαμβάνοντας το προσκήνιο της ιστορίας και τις διαδικτυακές λεωφόρους της Δύσης.
Τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν για τις ΗΠΑ --και έμμεσα για την υπόλοιπη αμερικανική ήπειρο-- μια καμπή στην ανάπτυξη των κοινωνικών κινημάτων. Αυτή η καμπή συνίσταται στο ότι μετά από 29 χρόνια το εργατικό κίνημα στις ΗΠΑ έκανε το μεγάλο βήμα και συναντήθηκε στους δρόμους με τα νέα κοινωνικά κινήματα, κλείνοντας το χάσμα που άνοιξε η ρήξη του 1970, όταν το Μάιο της χρονιάς αυτής οι οικοδόμοι --μαζί με την εθνοφρουρά-- επιτίθεντο εναντίον των διαδηλωτών στη Νέα Υόρκη, που απαιτούσαν τη λήξη του πολέμου του Βιετνάμ και την επιστροφή των αμερικανικών στρατευμάτων.
Τη νέα αυτή ενότητα του εργατικού με τα νέα κοινωνικά κινήματα --κατά του πολέμου στο Ιράκ, κατά της οικολογικής καταστροφής, κατά της εκμετάλλευσης της παιδικής εργασίας και των μεταναστών κ.λπ.-- συμβολίζει το σύνθημα "Teamsters and Turtles", γιατί στις κινητοποιήσεις έλαβαν μέρος το συνδικάτο των "Οδηγών φορτηγών και άλλων συναφών επαγγελμάτων" (Teamsters Union) και άλλα εργατικά συνδικάτα του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, οικολόγοι ντυμένοι "θαλάσσιες χελώνες", αναρχικοί με πανκ αμφίεση και συμπεριφορά, ακτιβιστές υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προερχόμενοι από μεσαία κοινωνικά στρώματα, μαχητές της ACT UP (οργάνωση κατά του AIDS) και χιλιάδες άλλοι/ες διαδηλωτές/τριες. Παρ' όλο που δεκάδες ομάδες και δίκτυα της αριστεράς εργάζονταν επί δεκαετίες για την ενότητα αυτή, ποτέ δεν είχαν ονειρευτεί ότι αυτή η ενωτική κινητοποίηση θα έπαιρνε τέτοιες διαστάσεις και θα συντελούσε στο να οδηγηθούν οι συνομιλίες του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου σε κατάρρευση, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών να επανεξετάσουν τις στρατηγικές και τακτικές τους απέναντι στις λαϊκές μάζες που εξεγέρθηκαν και που είχαν αγνοηθεί από τις κυρίαρχες θεωρίες ως "παρωχημένες", "αρχαϊκές", "συντηρητικές" κ.ο.κ.
Εκτός των άλλων, τα συνδικάτα των ΗΠΑ, που επί δύο δεκαετίες έχαναν τη μία μάχη μετά την άλλη στο εσωτερικό της χώρας και που είδαν τη δύναμή τους να αποδεκατίζεται, βρέθηκαν με μια νέα ηγεσία στην συνομοσπονδία AFL-CIO, που είχε ήδη αρχίσει να ανεξαρτητοποιείται τόσο από το σιωπηρό κοινωνικό συμβόλαιο με τους εργοδότες όσο και από την παραδοσιακά άκριτη ταύτιση με το Δημοκρατικό Κόμμα. Η ανάπτυξη του νέου συνδικαλιστικού κινήματος πέρναγε πλέον μέσα από τις γραμμές των νέων εργατικών στρωμάτων, που προσδοκούν να ξεφύγουν από τη μιζέρια της μερικής και προσωρινής απασχόλησης. Έτσι τα συνδικάτα άρχισαν, από τη μια, να οργανώνουν εκστρατείες για την ένταξη των νέων εργατικών στρωμάτων του τριτογενούς τομέα, του χώρου της πληροφορικής, των λατινοαμερικανών μεταναστών εργατών γης κ.λπ. και, από την άλλη, να ξεφεύγουν από τη στείρα οικονομίστικη αντίληψη που τα εμπόδιζε να αγκαλιάσουν τις εθνοτικές κοινότητες, τα οικολογικά και φεμινιστικά αιτήματα. Ο κοινωνικο-κινηματικός συνδικαλισμός που γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του '90, και ενηλικιώθηκε στο Σηάτλ το 1999, είναι πλέον κυρίαρχος στα βασικά συνδικάτα. Παράλληλα, τα εργατικά συνδικάτα δείχνουν μια πρωτόγνωρη διεθνιστική αλληλεγγύη στις αδελφές συνδικαλιστικές οργανώσεις της Λατινικής Αμερικής, που καταβάλλουν προσπάθειες απεγκλωβισμού από τις αντιδραστικές δυνάμεις οι οποίες κυριαρχούν ακόμα σε πολλές χώρες.
H έμμεση επιρροή των "γεγονότων του Σηάτλ" συνίσταται στο ότι έχουν συμβάλει στην ανάπτυξη νέων κοινωνικο-συνδικαλιστικών ρευμάτων στο Μεξικό, στη Βραζιλία και αλλού, όπου η αριστερά, ανεξάρτητα από τις επιμέρους εκφράσεις και ταλαντεύσεις, παίζει σημαντικό ρόλο στο πολιτικο-κοινωνικό γίγνεσθαι. Σε ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο οι εργατικές τάσεις ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση εκφράζονται ολοένα και εντονότερα, αντιπαραβάλλοντας ένα γενικότερο σχέδιο, με πειραματικές εφαρμογές σε χώρες όπως η Αργεντινή (καταλήψεις εργοστασίων και αυτοδιαχείρισή τους από τους εργαζόμενους, π.χ. κεραμοποιία Zanon), η Βραζιλία (περιφερειακή κυβέρνηση και αυτοδιοίκηση Πόρτο Αλέγκρε με το συμμετοχικό δημοτικό προϋπολογισμό) κ.ά. Από αυτά τα πολιτικο-κοινωνικά πειράματα που λαμβάνουν χώρα στη Λατινική Αμερική και στα οποία συμμετέχουν εργάτες, άνεργοι, φοιτητές και ορισμένα νέα μικροαστικά στρώματα με γνώση και αυτοπεποίθηση, προκύπτει ένα βασικό συμπέρασμα: ότι η άμεση δράση και η αντιιεραρχική αυτοοργάνωση αποτελούν στόχους και, ταυτόχρονα, μέσα για την ανάδειξη μιας νέας ριζοσπαστικής νέας αριστεράς, που μπορεί να ξεπεράσει τη στασιμότητα της μετασοβιετικής εποχής με την κινητοποίηση και ενεργοποίηση των νέων εργατικών στρωμάτων στη βάση της κοινωνικο-κινηματικής αντίληψης για την οικοδόμηση μιας εναλλακτικής κοινωνίας, απέναντι στη μονοκρατορία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Guiland, Stephanie and Julie Allen (2000), |Voices from the WTO: An Anthology of Writings by the People Who Shut Down the World Trade Organization in Seattle|, 1999, Olympia, WA, The Evergreen State College.
Thomas, Janet (2000), |The Battle in Seattle: The Story Behind and Beyond the WTO Demonstrations|, Golden, CO Fulcrum.
Waterman, Peter (2001), "Trade Union Internationalism in the Age of Seattle", |Antipode|, Vol. 33, No. 3 http://www.geog.psu.edu/courses/geog497labor/Readings/Waterman2001Trade Union Internationalism.pdf.
Yuen, Eddie, Daniel Burton-Rose, and George N. Katsiaficas (2001) |The Battle of Seattle: The New Challenge to Capitalist Globalization|, New York, Soft Skull Press.

|Θανάσης Τσακίρης, ΜΠΣ "Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνιολογία", Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών|



Ο γάιδαρος και η κοινότητα

Μια πρωτομαγιάτικη ιστορία


Του Ουόλτερ ΚΡΕΪΝ

Ένας γάιδαρος απολάμβανε κάποτε την ελευθερία μιας υπέροχης κοινότητας. Γλυκό χορτάρι σκέπαζε τη γη όταν άνοιγε ο καιρός, και παρόλο που η τροφή διέφερε από εποχή σε εποχή, τα γαϊδουράγκαθα δεν έλειπαν ποτέ από το τραπέζι του~ σπουδαία μεζεδάκια τα γαϊδουράγκαθα. Τα σκοίνα μοσχοβολούσαν και τον προστάτευαν από τους ανέμους. Κάπου-κάπου, όλο και κάποια θίνα έφτανε μπροστά του, σαν ταπεινό αλλά χορταστικό καρβέλι. Το καταβρόχθιζε κι ύστερα ξεδιψούσε μια χαρά στους διάφανους νερόλακκους.
Υπήρχαν κι άλλοι γάιδαροι που μοιράζονταν μαζί του εκείνον τον απλό κι απλόχερο παράδεισο, μ' αφού υπήρχε αρκετός χώρος για να κλωτσάει καθένας όσο θέλει, κι η βοσκή κάθε άλλο παρά σπάνιζε, δεν είχαν μεταξύ τους σοβαρές διαφορές και δεν έτυχε ποτέ ν' ακούσω πως θέσπισαν ταξικές διακρίσεις. Το ίδιο συνέβαινε και με τους άλλους απλούς πολίτες, τα κατσίκια, τα οποία ήταν κι αυτά απόλυτα ικανοποιημένα με το κοινωνικό τους σύστημα.
Μια μέρα, καθώς ο γάιδαρός μας στεκόταν ήσυχα-ήσυχα στον ήλιο, συλλογισμένος, με τ' αυτιά γερμένα από το βάρος των σοφών στοχασμών του, τον πλησίασε ένα από εκείνα τα πλάσματα που τα έλεγε ανθρώπους και τα περιφρονούσε επειδή είχαν μόνο δύο πόδια. Δύο πόδια, ναι, αλλά αυτήν την φορά ο άνθρωπος είχε και κάτι άλλο εξαιρετικά ενδιαφέρον για τον γάιδαρό μας: ένα δεμάτι σανό. Φυσικά δεν άργησαν να πιάσουν φιλίες. Η απόκτηση του σανού δεν φαινόταν να εγκυμονεί εμπορικούς κινδύνους, όπως σε κείνες τις περιπτώσεις που κάποιοι επιτήδειοι έμποροι προσφέρουν γυάλινες χάντρες στους ιθαγενείς για να τους αποσπάσουν χρυσάφι και ελεφαντόδοντο. Εδώ απλά ο ένας θα έδινε κι ο άλλος θα έτρωγε. Τέλος πάντων, τα δύο πόδια άρχισαν να βαδίζουν, κουβαλώντας το σανό σε αρκετή απόσταση, και τα τέσσερα πόδια ακολουθούσαν ανύποπτα, με την ελπίδα πως θα κατάφερναν ν' αποσπάσουν καμιά γερή μπουκιά. Μετά από πολλά, έφτασαν στην δημοσιά. Τότε, χωρίς καμιά προειδοποίηση, τα δύο πόδια έβαλαν κατά μέρος το σανό, πέρασαν ένα καπίστρι στο γάιδαρο, πήδησαν στα καπούλια του, ανέβασαν πάνω το σανό, βύθισαν βάρβαρα τις φτέρνες τους στα πλευρά του, και χτυπώντας τον με μια βίτσα προσπαθούσαν να τον κουνήσουν από τη θέση του.
Του γάιδαρου του κακοφάνηκε και πήρε άμεσα πολιτικά μέτρα, που περιλάμβαναν πλήθος κλωτσιές και φυσικά το απαραίτητο μουλάρωμα: αποφάσισε αποχή από κάθε... κίνηση.
Τελικά, η κυβέρνηση των δύο ποδιών ανετράπη κι έσκασε στην άκρη του δρόμου.
Ελεύθερος πια ο γάιδαρος, πήρε το δρόμο για την κοινότητά του. Όμως εκεί συνάντησε άλλα δίποδα. Είχαν φτιάξει ένα φράχτη --"περίφραξη" τον ονόμαζαν-- και άρχισαν να πετροβολούν τον φίλο μας. Στο μεταξύ, ο ιδιοκτήτης του σανού επέστρεψε αποφασισμένος να εκμεταλλευτεί την κατάσταση. Κάποιος φίλος του είχε φτιάξει χάμουρα, τα οποία πέρασαν στον γάιδαρο, παρ' όλες τις διαμαρτυρίες του. Οι δύο δίποδοι τον καβάλησαν, κι εκείνος άναυδος, μπροστά στις κατά πολύ εξελιγμένες τεχνικές που ακολουθούσαν οι αντίπαλοί του, έβαλε κάτω το κεφάλι κι άρχισε να βαδίζει, ελπίζοντας πως στο τέλος του ταξιδιού θα απολάμβανε λίγο από τον πολυπόθητο σανό.
Κάποτε, τέλειωσε το ταξίδι τους. Πού τέλειωσε όμως! Στους λασπωμένους δρόμους μια ελεεινής πόλης γεμάτης καπνό, στην πίσω αυλή μιας άθλιας καλύβας, σ' ένα ανεμόδαρτο υπόστεγο με λίγο μουχλιασμένο σανό, νερό, κι ελάχιστο χώρο για τις απαραίτητες γαϊδαροκλωτσιές. Ούτε ίχνος μαλακό χορτάρι και μυρωδάτα σκοίνα. Ούτε καν ένα τόσο δα αγκαθάκι να νοστιμέψει το τραπέζι του ο ευλογημένος! Στάθηκε εκεί ο γάιδαρός μας, με πληγωμένα πόδια, κατάκοπος απ' τη σκληρή μέρα που είχε περάσει, και συλλογιζόταν, ώσπου κοιμήθηκε βαθιά. Δεν πρόλαβε όμως να χορτάσει τον ύπνο του. Οι καινούργιοι αφέντες του τον ξύπνησαν, τον έβγαλαν με φωνές στην αυλή, του πέρασαν τα χάμουρα, τον φόρτωσαν με δυο μεγάλα καλάθια και τα γέμισαν με λαχανικά και φρούτα που δεν μπορούσε να τα φτάσει και να τα κολατσίσει. Έτσι φορτωμένο τον πήγαν στην αγορά. Όμως αυτό δεν σήμαινε παρά άλλη μια φορτωτική, χωρίς καμιά πραγματική βελτίωση της θέσης του. Διότι φυσικά βρισκόταν συνεχώς φορτωμένος με καλούδια που δεν μπορούσε να απολαύσει και ξεγελούσε την πείνα του περιμαζεύοντας τα λιγοστά χαλασμένα φρούτα που έβρισκε στο δρόμο. "Μα τι σόι γάιδαρος είμαι εγώ που εγκατέλειψα την κοινότητά μου!", σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν.
Η σκληρή εργασία, η αλύπητη εκμετάλλευση με πενιχρότατες αποδοχές, δεν έλεγαν να τελειώσουν κι ο γάιδαρός μας άρχισε ν' απελπίζεται.
Κάπου-κάπου, άκουγε πως κάποιοι γάιδαροι επαναστατούσαν, με μοναδικό αποτέλεσμα ακόμη βαρύτερα φορτία.
Τέλος πάντων, μια μέρα (Πρωτομαγιά ήταν) κάτι άλλαξε. Οι αφέντες του, που τον είχαν ήδη προβιβάσει σε γάιδαρο κάρου, κι έτσι μπορούσε να τους κουβαλάει βαρύτερα φορτία --συμπεριλαμβανομένων των ιδίων-- τον οδήγησαν στην κοινότητά του. Κάτι ήταν κι αυτό. Όμως το αγαπημένο του λιβάδι δεν ήταν όπως παλιά. Είχε γεμίσει με κάρα, που είχαν πολύχρωμες τέντες. Ξύλινα αλογάκια έσερναν τα κάρα κι έπαιζε γύρω μουσική. Ακούγονταν τουφεκιές και σφυρίγματα κι ο τόπος ήταν γεμάτος κόσμο που φώναζε και γελούσε και τραγουδούσε.
Τον έλυσαν λοιπόν τον γάιδαρό μας απ' το κάρο, τον καβάλησαν και πήγαν και στάθηκαν σε μια σειρά με άλλα γαϊδούρια και άλλους αναβάτες.
Επρόκειτο περί "γαϊδουροδρομίας". Ο γάιδαρός μας ένιωθε τόσο όμορφα, με τα πόδια βυθισμένα στο μαλακό και δροσερό χορτάρι, ώστε όταν δόθηκε το σήμα για την εκκίνηση δεν χρειάστηκε καν να τον παροτρύνουν. Από φυσικό ένστικτο, βλέπετε, τα πήγαινε μια χαρά! Έτρεξε τόσο γρήγορα, που ο ένας από τους αναβάτες του έπεσε κάτω αμέσως. Ο δεύτερος άργησε κάπως. Έδωσε απεγνωσμένη μάχη να κρατηθεί στη ράχη του ζώου, αλλά κάποια στιγμή ακολούθησε μοιραία τον πρώτο. Τότε ο γάιδαρός μας ένιωσε πραγματικά ελεύθερος, ελαφρύτερος, και κατάφερε να τερματίσει πρώτος, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από γέλια. Αυτό ήταν! Πήρε θάρρος. Δεν είχε πια την παραμικρή διάθεση να επιστρέψει στην σκλαβιά του και αντιστάθηκε τόσο πολύ σε κάθε προσπάθεια να τον φορτώσουν, να τον ζέψουν ή να τον καβαλήσουν, ώστε κανείς δεν τόλμησε να τον αγγίξει πια. Άκουσα μάλιστα πως έμεινε στην κοινότητά του και πέρασε ήσυχος την υπόλοιπη φτωχική, πλην ελεύθερη ζωή του.
Τα διδάγματα αυτής της ιστορίας είναι βέβαια πολλά και διάφορα. Ας κάνουμε κάτι όμως. Ας αντικαταστήσουμε τη λέξη "γάιδαρος" με τις λέξεις "άνθρωπος" και "εργάτης". Ας πούμε πως ο πρώτος αφέντης είναι ο "φεουδάρχης" και ο δεύτερος ο "καπιταλιστής". Τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους. Θ' ανακαλύψουμε πολύ εύκολα ομοιότητες με τον "ανταγωνισμό της αγοράς", το "βιομηχανικό σύστημα", τη "σχέση του εργάτη με την εργασία του" κ.λπ., κι όλα αυτά σε μιαν απλή, διδακτική ιστορία για παιδιά.

Πρωτοδημοσιεύθηκε στο βιβλίο |Cartoons for the Cause: 1886-1896|, Twentieth Century Press, 1896.
Μετάφραση για τις "Αναγνώσεις": Γιώργος ΜΠΛΑΝΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου