29/5/08

1821

επιμέλεια Μάρθα Πύλια

τχ. 117, 25/3/2005

Γράφουν: Άλκης Ρήγος, Βασίλης Κρεμμυδάς, Ηλίας Λάγιος, Βαγγέλης Κάσσος, Γιάννης Παπαθεοδώρου, Νίκος Θεοτοκάς, Νίκος Κοταρίδης, Αλεξάνδρα Σφοίνη, Κωνσταντίνος Γκότσης, Γιώργος Μπλάνας, Κώστας Βούλγαρης, Νίκος Ροτζώκος, Διονύσης Τζάκης, Μάρθα Πύλια, Λήδα Καζαντζάκη



Ύμνος εις την ελευθερίαν
(απόσπασμα)

Α! τι νύκτα ήταν εκείνη
Πού την τρέμει ο λογισμός;
Άλλος ύπνος δεν εγίνη
Πάρεξ θάνατου πικρός.

Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,
Οι κραυγές, η ταραχή,
Ο σκληρόψυχος ο τρόπος
Του πολέμου, και οι καπνοί,

Και οι βροντές, και το σκοτάδι,
Οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
Επαράσταιναν το άδη
Πού ακαρτέρειε τα σκυλιά~

Τ' ακαρτέρειε. - Εφαίνοντ' ίσκιοι
Αναρίθμητοι γυμνοί,
Κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
Βρέφη ακόμη εις το βυζί.

Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
Μαύρη η εντάφια συντροφιά,
Σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
Τα κρεβάτια τα στερνά.

Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
Επετιούντο από τη γη,
Όσοι είν' άδικα σφαγμένοι
Από τούρκικην οργή.

Τόσα πέφτουνε τα θερι-
σμένα αστάχια εις τους αγρούς~
Σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
Εσκεπάζοντο απ' αυτούς.

Θαμποφέγγει κανέν' άστρο,
Και αναδεύοντο μαζί,
Αναβαίνοντας το κάστρο
Με νεκρώσιμη σιωπή.

Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,
Μες στο δάσος το πυκνό,
Όταν στέλνη μίαν αχνάδα
Μισοφέγγαρο χλωμό,

Εάν οι άνεμοι μες στ' άδεια
Τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
Σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
Οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.

Με τα μάτια τους γυρεύουν
Όπου είν' αίματα πηχτά,
Και μες στ' αίματα χορεύουν
Με βρυχίσματα βραχνά,

Και χορεύοντας μανίζουν
Εις τους Έλληνας κοντά,
Και τα στήθια τους εγγίζουν
Με τα χέρια τα ψυχρά.

Εκειό το έγγισμα πηγαίνει
Βαθιά μες στα σωθικά,
Όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
Και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.

Τότε αυξαίνει του πολέμου
Ο χορός τρομακτικά,
Σαν το σκόρπισμα του ανέμου
Στου πελάου τη μοναξιά.

Κτυπούν όλοι απάνου κάτου~
Κάθε κτύπημα που εβγή
Είναι κτύπημα θανάτου,
Χωρίς να δευτερωθή.

Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει~
Λες και εκείθεν η ψυχή
Απ' το μίσος που την καίει
Πολεμάει να πεταχθή.

Της καρδίας κτυπίες βροντάνε
Μες στα στήθια τους αργά,
Και τα χέρια οπού χουμάνε
Περισσότερο είν' γοργά.

Ουρανός γι' αυτούς δεν είναι,
Ουδέ πέλαγο, ουδέ γη~
Γι' αυτούς όλους το παν είναι
Μαζωμένο αντάμα εκεί.

Τόση η μάνητα και η ζάλη,
Πού στοχάζεσαι, μη πώς
Από μία μεριά και απ' άλλη
Δεν μείνη ένας ζωντανός.

Κοίτα χέρια απελπισμένα
Πώς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
Χέρια, πόδια, κεφαλές,

Και παλάσκες και σπαθία
Με ολοσκόρπιστα μυαλά,
Και με ολόσχιστα κρανία
Σωθικά λαχταριστά.

Προσοχή καμία δεν κάνει
Κανείς, όχι, εις τη σφαγή~
Πάνε πάντα εμπρός. Ω! φθάνει,
Φθάνει~ έως πότε οι σκοτωμοί;

Διονύσιος Σολωμός




«Τύφλωσον Κύριε τον λαόν σου»

Του Άλκη ΡΗΓΟΥ


Ο τίτλος τούτος μιας σάτιρας του 1820, γραμμένης από τον Νικόλαο Πίκκολο (την οποία έφερε στο φως ο αείμνηστος Φίλιππος Ηλιού στα 1980), ίσως αποτελεί επί της ουσίας τον καλύτερο χαρακτηρισμό του φετινού "Μηνύματος" της "Ιεράc Cυνόδου προς τον ευcεβή λαό για τον εορταcμό τηc 25ηc Μαρτίου", όπου "οι έλληνες Ορθόδοξοι εορτάζουμε και εφέτος την διπλή θρησκευτική και εθνική πανήγυρη". 
Μια πανήγυρη που προφανώς όσοι και όσες δεν είμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί, και ευσεβείς από πάνω, δεν δικαιούμαστε να γιορτάζουμε. Δεν ξέρω και ούτε με νοιάζει πόσοι μέσα στην ίδια την εκκλησιαστική Ιεραρχία δικαιούνται να γιορτάσουν ή με ποία επιφοίτηση ...Αγίου Πνεύματος θα ανεβρεθούν στους κόλπους της οι ευσεβείς, που προφανώς υπάρχουν, και θα χωριστούν από τους μη ευσεβείς, που επίσης προφανώς υπάρχουν. 
Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, εκείνο που εμάς ενδιαφέρει είναι το περιεχόμενο του κειμένου που σήμερα διαβάζεται, χωρίς αντίλογο, από τα "Ιερά Βήματα όλων των Ορθοδόξων εκκλησιών". 
Πρόκειται για ένα κείμενο - απόδειξη, αυτού που πάλι ο Φίλιππος Ηλιού είχε καταγγείλει, ως ιδεολογική χρήση της ιστορίας. 
Ένα κείμενο που επιχειρεί μέσα από μια άχρονη, επιλεκτικά ιδεαλιστική, ηρωικά προσωποκεντρική και πάντα ελληνοχριστιανική προβολή του ιστορικού χθες, να βγάλει την Εκκλησία από τη σημερινή δεινή θέση που έχει περιέλθει, να ταυτίσει και πάλι το έθνος και την επανάστασή του με αυτήν, να αμυνθεί απέναντι στη πλειονότητα των πολιτών που ζητούν τον χωρισμό της από το Κράτος. 
Τουλάχιστον θα μπορούσε να το κάνει πιο διακριτικά και έξυπνα, γιατί με τον τρόπο που είναι γραμμένο προσβάλλει την κοινή νοημοσύνη, ακόμη και τις διάχυτες στερεοτυπικές ιστορικές γνώσεις, αναδεικνύοντας όμως τις βαθύτερες αντιδραστικές και φανατικές προσκολλήσεις της. 
Παράδειγμα χαρακτηριστικό, που και μόνο του αρκεί: από τα ονόματα των ιερωμένων που πήραν μέρος στον Αγώνα -λες και κανείς αμφισβήτησε τη συμμετοχή και κληρικών στην Επανάσταση- λησμονείται επιδεικτικά εκείνο του ...Παπαφλέσσα! 
Παράδειγμα επίσης χαρακτηριστικό: η αναφορά, στην πρώτη κιόλας σελίδα του κειμένου, για προφανέστατους λόγους, μιας πρότασης του αείμνηστου (κομμουνιστή!) ιστορικού Νίκου Σβορώνου, ότι από τον 15ο ως τον 17o αιώνα η εκκλησία υπήρξε η κατευθυντήρια δύναμη του έθνους. Η φράση, χωρίς καμιά παραπομπή, ξεκομμένη από το υπόλοιπο κείμενο, οδηγεί σε αυτό που προαναφέραμε ως επιλεκτική χρήση του ιστορικού γεγονότος, σε στρέβλωση της αντίληψης του Σβορώνου για το ρόλο της εκκλησίας στην Επανάσταση, σε κοινό προπαγανδιστικό τέχνασμα. 
Στην |Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας|, (εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1976) στη σελ. 49, την ίδια από όπου το παράθεμα, ο Σβορώνος συνεχίζει, λίγες σειρές πιο κάτω, αναφέροντας ότι ο πατριάρχης |"Γεννάδιος γράφει εναντίον των ελληνιζόντων και του αρχηγού τους Πλήθωνα, που τα έργα του αναθεματίζονται και καίγονται. Ο ανθρωπισμός εγκαταλειμμένος απ' την Εκκλησία, συνεχίζει ωστόσο να καλλιεργείται από τους Έλληνες λογίους που κατέφυγαν στη Δύση".| Στη σελ. 57 γράφει για το πώς και το γιατί η εκκλησία, από το 1700 και μετά, "γίνεται συντηρητική ως την αντίδραση...". Στην επόμενη σελ. 58 αναφέρει, ότι |"η εθνική ιδέα αποδεσμεύεται στην αρχή από την αυτοκρατορική βυζαντινή ιδέα, ύστερα στον 18ο αιώνα από την ιδέα της ορθοδοξίας, για να φτάσει προς το τέλος του αιώνα στην πλήρη ωριμότητα και καθαρότητα"|! 
Με περίσσια γενικότητα, το κείμενο της "Ιεράc Cυνόδου" δεν φαίνεται, τουλάχιστον σε πρώτη ανάγνωση, να αναφέρεται στα γνωστά μυθεύματα περί λαβάρου και 25ης Μαρτίου ή περί "κρυφού σχολειού". Ας δούμε όμως πώς αυτά διαχέονται ως δεδομένα: ο Παλαιών Πατρών Γερμανός καταγράφεται πρώτος στον κατάλογο των πρωταγωνιστών κληρικών του αγώνα, ενώ |"ο απλός παπάς και ο καλόγερος έγιναν φορείς της στοιχειώδους μορφώσεως των ελληνοπαίδων άλλοτε φανερά και άλλοτε κρυφά, αναλόγως των συνθηκών"|! 
Και βέβαια, δεν βρίσκεται ούτε μια αράδα στο κείμενο για τις μεγάλες Σχολές και τα Γυμνάσια στη Σμύρνη, τη Χίο, τα Γιάννενα, τη Μυτιλήνη, την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Ή στην προσπάθεια του Γρηγορίου του Ε' να τα κλείσει, γιατί τολμούν να διδάσκουν, ανάμεσα στα άλλα βλαβερά, |"ότι η γη είναι στογγύλη ενώ είναι τοις πάσι γνωστόν ότι αύτη είναι επίπεδος..."|! Το κυνήγι που εξαπολύει η Σύνοδος εναντίον των δασκάλων αυτών των σχολείων, ανάμεσα στα 1819-1821, με τις γνωστές εγκυκλίους και πατριαρχικές διδασκαλίες, τον σκληρό αφορισμό της Επανάστασης και τους ύμνους προς τον Σουλτάνο, που |"ο Θεός ύψωσεν την βασιλείαν του περισσότερον από κάθε άλλην δια να αποδείξη αναμφιβόλως ότι θείω εγένετο βουλήματι..."! (Πατριαρχική Διδασκαλία|, 1798). Την αγωνία να καταστραφεί η Χάρτα του Ρήγα: |"Διότι πλήρης υπάρχει εν αυτή σαθρότης εκ των δολερών εννοιών...| [οι οποίες] |δύνανται να προξενήσωσιν βλάβην ψυχικήν και σωματική"|. Τις επιθέσεις, από σειρά Ιεραρχών, εναντίον των διαφωτιστών -φωταδιστές τους αποκαλούν ειρωνικά και σήμερα κάποιοι νεοορθόδοξοι- κυρίως του Κοραή, του Κούμα, του Βενιαμίν του Λέσβιου ή αργότερα του Καϊρη και του αρχιμανδρίτη Θεόκλητου Φαρμακίδη -άλλου εξωβελιστέου και αιωνίως υπόλογου ενώπιον τις εκκλησιαστικής εξουσίας- και τόσων ακόμη. Και φυσικά, το κείμενο δεν κάνει λόγο για τη Σύνοδο στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, στις... 23 ή 27 Μαρτίου 1821, με θέμα |"περί καθαιρέσεως των φιλοσοφικών μαθημάτων"|, ενώ έχουν ήδη αρχίσει οι συλλήψεις και οι σφαγές χριστιανών στην Πόλη. Ούτε βέβαια για το μίσος εναντίον τού |"νυν θρυλούμενου συστήματος της ελευθερίας... δέλεαρ του διαβόλου και φαρμάκι ολέθριον δια να κατακρημνήσειν τους λαούς εις την απώλειαν και ακαταστασίαν..."| (Πατριαρχική Διδασκαλία, 1798). 
Ούτε για τις αντιλήψεις περί του γένους των Γάλλων, που |"ο πονηρός και αρχέκακος όφις αφού δολίως επλάνεσε την ανθρωπότητα επινοήσας το γένος των, δεκτικότερον της πονηρίας, έχυσε δαψιλώς εις τας ψυχάς αυτών τον ιόν της αποστασίας...| [αναδεικνύοντας τους] |ολετήρας της ανθρωπότητος, αντάρτας του Θεού και λυμέωνας της ευταξίας και ειρήνης"| (Πατρ. Διδ., 1798). Και τις οποίες αντιλήψεις, έχοντάς τες εγκολπωθεί ο τωρινός Αρχιεπίσκοπος των Ελλήνων Ορθοδόξων, τους κάλεσε, πριν δυο τρία χρόνια, να απαλλαγούν από τις αθεϊστικές και λαϊκές συνέπειες της Επανάστασής τους! 
Και ως ήταν αναμενόμενο, το κείμενο που σήμερα διαβάζεται από του άμβωνος των εκκλησιών όλης της χώρας, δεν αναφέρει ούτε μια λέξη για τον διεθνή αντίκτυπο της Επανάστασης, την πανβαλκανική της εκκίνηση, τον φιλελεύθερο χαρακτήρα των Επαναστατικών Συνταγμάτων, τις χιλιάδες των αλλοδόξων ή αθέων που ήρθαν και πολέμησαν και πέθαναν για αυτήν, τους καρμπονάρους τους ελευθεροτέκτονες Φιλικούς κ.λπ. 
Αυτά δεν χρειάζεται να τα ξέρει το "χριστεπώνυμον πλήρωμα". Ας αρκεστεί στο απλό: |"τα ιδανικά όλων των Αγωνιστών του 1821 ήσαν ελληνορθόδοξα και συνοψίζονται στη φράση που έγραψε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, στην προμετωπίδα της Προκηρύξεώς του τον Φεβρουάριο του 1821 'Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος'"|. 
Και εδώ όμως, η συνεχής και επιμελής παρασιώπηση και η στερεοτυπική αναφορά: εκτός από το έμβλημα του οικοσήμου του πρίγκιπα, απ' όπου η φράση, η επαναστατική εκείνη Προκήρυξη περιέχει και άλλα ενδιαφέροντα, τα οποία αξίζει, μια και μας τη θύμισε η Ιερά Σύνοδος των Ορθοδόξων, να τα καταγράψουμε. Αυτά που μιλάνε για τις ελευθερίες, υπέρ των οποίων πολεμούν οι λαοί της Ευρώπης, και |"μας καλούν εις μίμησιν"|, για την επανάσταση στην Ισπανία και κυρίως για το βαθύ δημοκρατικό νόημα του αγώνα: 
|"Το έθνος συναθροιζόμενον, θέλει εκλέξει τους Δημογέροντάς του και εις την υψίστην ταύτην Βουλήν, θέλουσιν υπείκει όλαι μας αι πράξεις ...".| 
Όλες και όλων, χωρίς εξαιρέσεις και προνομιακές διαπλοκές και διασυνδέσεις. Ενώ, αντίθετα, τέτοιου είδους και ήθους "πνευματική τροφό", σαν την "Ιερά Cύνοδο" και τη "διδασκαλία" της, δεν χρειαζόμαστε! 




Το Εικοσιένα στην κομμουνιστική ιστοριογραφία (1924-1967)

Του Βασίλη ΚΡΕΜΜΥΔΑ


Ο Γιάννης Κορδάτος, από το 1924 κιόλας, στα πρώτα βήματα του ΚΚΕ, επιχείρησε να εξοπλίσει το εργατικό κίνημα της εποχής του, το κόμμα του, με μια νέα θεωρία για το, πρόσφατο τότε, παρελθόν της ελληνικής κοινωνίας, με μια θεωρία σύμφωνη με όσα δίδαξαν οι ιδρυτές του μαρξισμού, και να απαλλάξει την κοινωνία της εποχής του από τη "στρεβλή" ιστορική γνώση που της προμήθευε η "αστική" ιστοριογραφία. 
Σ' αυτή του την επιχείρηση ο Κορδάτος μπόρεσε να ανοίξει νέους ερμηνευτικούς διαδρόμους για την ιστοριογραφία~ μπόρεσε να κοιτάξει το γεγονός, το Εικοσιένα εν προκειμένω, από άλλη οπτική γωνία και να πλησιάσει τις πραγματικές αφετηρίες του. Μπόρεσε, κυρίως, να ανοίξει το δρόμο για μια ανάγνωση των επαναστατικών πραγματικοτήτων στις αρχές του 19ου αιώνα, όπου η αστική τάξη αναγνωριζόταν ως ο κεντρικός παράγοντας για την προώθηση, την οργάνωση και τη διεκπεραίωση της Επανάστασης του 1821, καθώς και για την πραγματοποίηση του τελικού στόχου: την ίδρυση μοντέρνου αστικού ελληνικού κράτους. Πρόκειται για την πιο σημαντική συνεισφορά του στην αριστερή, την κομμουνιστική με σημερινούς όρους, ιστοριογραφία και θεωρία. 
Συγχρόνως, ο Κορδάτος άνοιξε και άλλες συζητήσεις που αποτυπώνουν αγκυλώσεις, όπως αποδείχθηκε αργότερα, της θεωρίας του κομμουνιστικού κινήματος για την ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας: το 1924 --και πολύ αργότερα-- οι ηγεσίες του κομμουνιστικού κινήματος δεν είχαν τα αναγκαία διανοητικά και επιστημονικά εφόδια για να επεξεργαστούν και να κατανοήσουν το πραγματικό περιεχόμενο της μαρξικής διδασκαλίας και, γι' αυτό, έμειναν γαντζωμένες στο, δήθεν μόνο επαναστατικό, σχήμα βιομηχανική ανάπτυξη - σχηματισμός (βιομηχανικού) προλεταριάτου - σοσιαλιστική επανάσταση~ με αυτό το "θεωρητικό" σχήμα ως βάση προσπάθησαν να ερμηνεύσουν κάθε επανάσταση --και το Εικοσιένα. Άλλωστε, η νέα ευρωπαϊκή ιστοριογραφία δεν είχε ακόμη κάνει τα μεγάλα της άλματα και η ελληνική υπηρετούσε ιστορικούς μύθους και ιδεολογήματα, σχεδόν αποκλειστικά. 
Από αυτές τις δυσκολίες δεν είναι απολύτως απαλλαγμένος ούτε ο Κορδάτος~ κυρίως, σε ό,τι αφορά τον χαρακτήρα της προεπαναστατικής αστικής τάξης, που αναπτύχθηκε, λέει, στις παροικίες σχεδόν αποκλειστικά και που παρέμεινε ανολοκλήρωτη, αφού ήταν "μονόπλευρη" (έμποροι και εφοπλιστές), να διαφεντεύει ένα ισχυρό εμποροεφοπλιστικό κεφάλαιο που ποτέ δεν μετατράπηκε σε βιομηχανικό. Με παρεπόμενα, την ντόπια ελληνική φεουδαρχία να διατηρείται ισχυρή και τις αντίστοιχες αντιλήψεις να αντιδρούν σε κάθε νεωτερισμό~ και με τελικό αποτέλεσμα η εντός της Επανάστασης ταξική πάλη να μένει, και αυτή, από την απουσία βιομηχανικού προλεταριάτου, ανολοκλήρωτη. Για ένα γεγονός των αρχών του 19ου αιώνα δεν χρησιμοποιείται ως συγκριτικό ανάλογο η Γαλλική Επανάσταση που προηγήθηκε κατά 30 μόλις χρόνια, αλλά η Ρωσική, που ήρθε έναν αιώνα μετά. 
Κατέληξε, έτσι, οι περισσότεροι κομμουνιστές ιστορικοί να αναζητούν τις ερμηνείες τους στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και όχι στις αλλαγές των παραγωγικών σχέσεων, που είναι και το αυθεντικότερο μήνυμα της μαρξικής διδασκαλίας: με δεδομένο ότι το ναυπηγείο ποτέ σχεδόν δεν θεωρήθηκε εργοστάσιο, γιατί απουσίαζε ο εργοστασιάρχης, ο ένας, πάει να πει, πόλος της αντιπαλότητας, ταξική πάλη δεν ήταν δυνατό να αναπτυχθεί και γι' αυτό η Επανάσταση όχι μόνον έμεινε ανολοκλήρωτη αλλά και οπισθοχώρησε από τις αρχικές θέσεις της. Σε αυτές τις αναζητήσεις και με αυτή τη λογική προσέγγισης του γεγονότος, ήταν φυσικό ο Σεραφείμ Μάξιμος και, αργότερα, ο Νίκος Σβορώνος να εξοβελίζονται. 
Η μετά το "Εικοσιένα" του Γιάννη Κορδάτου κομμουνιστική ιστοριογραφία, που καθυστέρησε πολύ να εμφανιστεί, διχάστηκε: στο ένα σκέλος της διχάλας θα συναντήσουμε αυτούς που συμφωνούσαν μαζί του για τον πρωταγωνιστικό - προωθητικό ρόλο της αστικής τάξης στο Εικοσιένα, όπως και για την αδυναμία της, όμως, να λύσει πολλά από τα προβλήματα που έθεσε η κοινωνία μέσω της Επανάστασης~ στο άλλο, αυτούς που αμφισβήτησαν αυτόν τον ρόλο και θεωρούσαν, μαζί με την ηγεσία του κόμματος, ότι η "αστικοδημοκρατική" επανάσταση εκκρεμούσε ακόμη και στα χρόνια της Αντίστασης. Ήταν μια θεωρία που συζητήθηκε πολύ προτού γίνει πολιτική του ΚΚΕ και εφαρμοστεί και στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο: ούτε στην Κατοχή, ούτε μετά απ' αυτήν κατέστρωσε το ΚΚΕ σαφές πρόγραμμα για κατάληψη της εξουσίας και σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας. 
Γιάννης Ζέβγος, Πέτρος Ρούσος και Λεωνίδας Στρίγγος είναι αυτοί που κατ' εξοχήν εκπροσωπούν τους δύο πόλους της διχάλας, με τον πρώτο να μην προλαβαίνει (δολοφονήθηκε το 1947) να επεξεργαστεί περισσότερο το εγχειρίδιο που κυκλοφόρησε δύο χρόνια πριν~ τον δεύτερο να είναι πιο πιστός στην εκάστοτε κομματική γραμμή, να αναγνωρίζει τα λάθη της προηγούμενης ηγεσίας του κόμματος στην αντίληψή της για την Ιστορία και να ομολογεί ότι, παρ' όλα αυτά, δεν μπορούσε να απαλλαγεί πλήρως από αυτά~ και τον τρίτο να είναι πιο κοντά --χωρίς να ταυτίζεται μαζί τους-- στον Κορδάτο, το Μάξιμο και τον Σβορώνο, που ούτε αυτοί έχουν ταυτόσημες προσεγγίσεις. Εντούτοις, η κατάταξη που έκανα στους τρεις δεν είναι απολύτως ακριβής, γιατί, με εξαίρεση τον Ζέβγο, για τους άλλους δύο η κατάταξη δεν είναι ευχερής: πολλές απόψεις τους, χωρίς να είναι ταυτόσημες, μοιάζουν. 
Η προσέγγιση του Ζέβγου στο Εικοσιένα είναι συμπυκνωμένη σε μια φράση: "Η αγροτιά και οι άλλες δημοκρατικές δυνάμεις του έθνους, οι ναύτες πριν απ' όλα, οι μικρέμποροι, οι γυρολόγοι, οι χειροτέχνες, οι μικροδιανοούμενοι κάθε λογής, οι εμποροϋπάλληλοι, οι δάσκαλοι, ο κατώτερος κλήρος, οι σπουδαστές, αποτελούσαν την δραστήρια επαναστατική δύναμη. Αυτή η εθνική δημοκρατική δύναμη νίκησε την αντίδραση και συντηρητικότητα των ανώτερων τάξεων, παρέσυρε κι αυτές στον επαναστατικό αγώνα, όπως θα δούμε". Είναι φανερό αυτό που κάνει ο Ζέβγος: ερμηνεύει την προεπαναστατική κοινωνία με όρους --και ορολογία-- Μεσοπολέμου και Αντίστασης. 
Ο Ρούσος, στα σχετικά με το προεπαναστατικό εξωτερικό εμπόριο και τη ναυτιλία έχει βέβαια διαβάσει Μάξιμο και είναι ο μόνος κομμουνιστής ιστορικός που κάνει λόγο για διαμόρφωση "προπλάσματος ναυτικού προλεταριάτου" και για ναυτεργάτες που τους "εκμεταλλεύονταν άγρια οι καραβοκυραίοι"~ επιμένει όμως και αυτός στο μεταπρατικό χαρακτήρα του ελληνικού εμπορικού κεφαλαίου --κάτι που ήταν και κεντρική αναλυτική θέση του κόμματος για την ελληνική κοινωνία μέχρι πριν από 30 περίπου χρόνια-- που, μαζί με την αποικιακή εκμετάλλευση από τους Άγγλους, "καθυστέρησε την ελληνική αστική εξέλιξη" στο τέλος της τουρκοκρατίας, αφού το εμπορικό κεφάλαιο δεν μετατράπηκε σε βιομηχανικό. 
Ο Ρούσος, προσκολλημένος στις αποφάσεις του κόμματος, βλέπει "αστούς στο εξωτερικό και το εσωτερικό", που επηρεάστηκαν από το διαφωτιστικό κήρυγμα, όχι όμως αστική τάξη, μολονότι ο, προ πολλού αποβεβλημένος, Κορδάτος είχε δείξει καλά το δρόμο~ βλέπει διάδοση νέων ιδεών και διαμόρφωση εθνικής συνείδησης, χωρίς όμως να αναζητεί το φορέα τους, μολονότι η μαρξική διδασκαλία το επιβάλλει~ βλέπει επαναστατικές διαθέσεις, χωρίς να τις συνδέει με διαμόρφωση νέων σχέσεων στην οικονομία και την κοινωνία, μολονότι αυτό το είχε κάνει ο Αδαμάντιος Κοραής ενάμιση αιώνα πριν. Τα ίδια θα υποστηρίξει ο Ρούσος, και πολλά χρόνια αργότερα, το 1981, στο Επιστημονικό Συμπόσιο "Η επανάσταση του Εικοσιένα" του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών. 
Στο ίδιο συμπόσιο θα εμφανιστεί μια σημαντική αλλαγή παλαιότερης θέσης του Λεωνίδα Στρίγγου: "Δεν είναι σωστή η άποψη, σύμφωνα με την οποία ένα φαινόμενο μετεπαναστατικό, όπως είναι ο 'μεταπρατισμός', αποδίδεται στο προεπαναστατικό εμπορικό κεφάλαιο...". Και σε άλλο σημείο: "Η νεαρή αστική τάξη είναι εκείνη που έπαιξε ηγετικό ρόλο στην Επανάσταση". 
Ο Στρίγγος, ο μόνος από τους τρεις με ιστορική συνείδηση, είχε προσφέρει από παλαιότερα, με το βιβλίο του |Η Επανάσταση του Εικοσιένα|, την πιο μοντέρνα ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας και των κοινωνικών σχέσεων στις παραμονές του Εικοσιένα, και του αιτήματος του Εικοσιένα. Το ανεξάρτητο εθνικό κράτος ήταν, λέει, που θα έλυνε το αγροτικό πρόβλημα και θα οδηγούσε στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, υπό την ηγεσία της αστικής τάξης. Είχε μιλήσει για τάξεις στην προεπαναστατική κοινωνία και για πάλη και συγκρούσεις για την επαναστατική εξουσία στη διάρκεια του Αγώνα. 
Ένας άλλος, της αμέσως επόμενης γενιάς, κομμουνιστής ιστορικός, ο Τάσος Βουρνάς, είναι ο πιο απομακρυσμένος από κομματικές γραμμές. Είχε εντάξει το Εικοσιένα στη συνολική ευρωπαϊκή κίνηση της αστικής τάξης προς την εξουσία και το θεωρούσε κομμάτι της~ καυτηρίασε την παραγνώριση του ηγετικού ρόλου της αστικής τάξης, λέγοντας ότι επανάσταση χωρίς ταξική πρωτοπορία δεν γίνεται~ και είδε ότι ο αγροτικός κόσμος ριζοσπαστικοποιήθηκε επειδή συνέλαβε το ριζοσπαστικό πρόγραμμα της αστικής τάξης για ανατροπή των φεουδαρχικών σχέσεων και γι' αυτό συντάχθηκε μαζί της. Ο Βουρνάς είναι ο μόνος σε αυτή τη σειρά των ιστορικών που είδε καθαρά τις αλλαγές στην οικονομία να διαφοροποιούν τις κοινωνικές σχέσεις και χαρακτήρισε τα προεπαναστατικά εμπορικά και βιοτεχνικά κέντρα ως "πυρήνες συγκέντρωσης των εθνικών δυνάμεων και θερμοκήπια της αστικής διαφοροποίησης" και τοποθέτησε σε πρωτεύουσα θέση "τη μάχη του νεοελληνικού διαφωτισμού με το σκοταδισμό" --ήταν η ιδεολογική προετοιμασία του Εικοσιένα. 
Με το "Εικοσιένα" του ο Βουρνάς μοιάζει σαν να απαντάει, σε ένα προς ένα, σε όσα είχαν γράψει οι τρεις "κομματικοί" ιστορικοί~ έχει εμπνευστεί από τον Μάξιμο και το Σβορώνο, δεν απέρριψε τον Κορδάτο και είναι ο μόνος που παρακολούθησε με ευχαρίστηση τη δουλειά της νέας, της μεταδικτατορικής, γενιάς των ιστορικών. 
Καθρέφτης της μετεμφυλιακής ιδεολογικής δίνης, στην οποία βυθίστηκε το ΚΚΕ --και ως προς το Εικοσιένα-- είναι το περιοδικό |Επιθεώρηση Τέχνης|: ήταν ιδεολογική δίνη που δεν οφειλόταν αποκλειστικά στην ήττα~ οφειλόταν και στις αναταράξεις που προκάλεσαν στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα ο θάνατος του Στάλιν και οι αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του Κ.Κ. της Σοβιετικής Ένωσης. 
Στην |Επιθεώρηση Τέχνης|, στο ΚΚΕ στην πραγματικότητα, το Εικοσιένα θα αντιμετωπιστεί εφεξής ως παράδειγμα λαϊκού αγώνα και ως δίδαγμα - αίτημα για συνέχισή του: για την ολοκλήρωση και δικαίωση εκείνου του αγώνα εκκρεμούσαν η κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και η προώθηση της δημοκρατίας. Το Εικοσιένα θα συνδέεται μάλιστα, κάθε φορά που τέτοιοι πρόκεινται, με απελευθερωτικούς αγώνες (εθνικούς και κοινωνικούς)~ με τον απελευθερωτικό αγώνα στην Κύπρο, για παράδειγμα. Σαφέστερα, στο τεύχος Μαρτίου 1959, ο αγώνας στην Κύπρο παρομοιάζεται με το Εικοσιένα, επειδή ούτε στη μία ούτε στην άλλη περίπτωση νίκησε ο λαός. Αναλόγως, στο αντίστοιχο τεύχος του 1961, Εικοσιένα και Εθνική Αντίσταση συνεξετάζονται ως "η μάχη των πολλών κατά των λίγων", και θεωρείται ότι "αξιοποίηση του νοήματος του '21 είναι η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης". Τώρα, για μερίδα της κομμουνιστικής διανόησης, που εκφράζεται μέσα από αυτό το περιοδικό, το Εικοσιένα ήταν λαϊκός αγώνας και κάθε μεταγενέστερος λαϊκός αγώνας ήταν συνέχειά του. 
Σε αυτό το νέο θεωρητικό - ιδεολογικό σχήμα, όπου η αντίθεση διαμορφώνεται ανάμεσα στο λαό, τους πολλούς, και στους λίγους πλουτοκράτες, μέσω του οποίου η αναγνώριση των εκάστοτε κοινωνικών σχέσεων και των ταξικών συσχετισμών παρέλκει και γι' αυτό ακυρώνεται, ήταν φυσικό να μην έχουν θέση ούτε ο Ν. Σβορώνος (ουδέποτε δημοσιεύτηκε το υπεσχημένο δεύτερο μέρος της μελέτης του "Σκέψεις για μια εισαγωγή στη νεοελληνική ιστορία"), ούτε ο Σ. Μάξιμος, ούτε ο Γ. Κορδάτος, που δημοσίευσε στο περιοδικό κάτι βιβλιοκριτικά σημειώματα, ούτε καν οι κομματικοί Λεωνίδας Στρίγγος και Πέτρος Ρούσος. 

|Ο Βασίλης Κρεμμυδάς είναι ιστορικός, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών| 




Η τρομερά ελευθερία

Του Ηλία ΛΑΓΙΟΥ


Ποίημα βαθύτατα πολιτικό, "φιλελεύθερο τραγούδι" και άσμα πατριωτικό, ο "Ύμνος εις την Ελευθερίαν" του Διονυσίου Κομ. Σολωμού εγγράφεται σε μία διπλή φιλολογική παράδοση και αναγιγνώσκεται τόσο στην επικαιρότητα του χρόνου της Επαναστάσεως του 1821 όσο και στην αχρονία της αενάου πανανθρώπινης αποθυμιάς για την Ελευθερία. Όντας, ταυτοχρόνως, ποίημα καρμπονάρικο (καλά, ορθά και φρόνιμα κυοφορημένο στα σπλάχνα της "Μασσαλιώτιδος" και των στίχων του Σενιέ, του Βύρωνος, του Μόντι -έως να προαναγγέλλει τα λιμπρέτα του Βέρντι, του Βίκτωρος Ουγκώ και του Χάινε) και εφύμνιο του ελληνόφρονος κινήματος (σπορά του Ρήγα και του Μαρτελάου, των κλέφτικων τραγουδιών και του "Ερωτόκριτου"- να προφητεύει και να υπόσχεται τους Σούτσους και τον Ζαλοκώστα και τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Ελύτη και τον "Μπολιβάρ"), ο "Ύμνος εις την Ελευθερίαν" ορίζεται και κυβερνάται από τη δυναμική και φοβερή εικόνα της ενόπλου, αμείλικτης και αιματοβαμμένης Ελευθερίας - εικόνα φυσική, εικόνα δικαία, εικόνα την οποίαν επί ματαίω προσπαθεί να παραχαράξει η παγκοσμιοποιημένη "ειρήνη" και η μεταμοντέρνα φενάκη επαγγελλόμενες την "Δικαιοσύνη" (τι είναι |αυτό;|) και την "Συνύπαρξη" (ξεχνώντας να μας δηλώσει ότι θα συνυπάρχουμε με τον Τύραννο |υπό| αυτόν. 
Όμως ο Σολωμός, ζώντας σε κόσμο πραγματικό, γνώριζε στο ακέραιο τη φύση της Ελευθερίας. Ακούστε, καμαρώστε και αισθανθείτε δέος με τον τρόπο που την φανερώνει στους πρώτους στίχους του: 

|Σε γνωρίζω από την κόψη 
του σπαθιού την τρομερή, 
Σε γνωρίζω από την όψη 
Που με βία μετράει την γη. 

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη 
των Ελλήνων τα ιερά, 
και σαν πρώτα ανδρειωμένη 
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά.| (στρ. 1-2) 

Κρατώντας στο χέρι της τη θανατηφόρο σπάθη, βγαλμένη από τα ιερά, προγονικά οστά, όραση τρομακτική και θέαση κινδυνώδης - ιδού την η αναστημένη, Αυτή που σεβασμός και διπλό το "χαίρε" της αρμόζει. Και, προϊούσης της εξέλιξης του ποιήματος, αυξαίνει η βιαιότης και η ένταση της εικονοποιίας. 

|Δυστυχία του, ω δυστυχία του, 
Οποιανού θέλει βρεθή 
Στο μαχαίρι σου από κάτου 
και σ' εκείνο αντισταθή. 

Το θηρίο π' ανανογιέται 
Πώς του λείπουν τα μικρά, 
Περιορίζεται, πετιέται 
Αίμα ανθρώπινο διψά~ 

Τρέχει, τρέχει όλα τα δάση, 
Τα λαγκάδια, τα βουνά, 
Και όπου φθάση, όπου περάση, 
Φρίκη, Θάνατος, ερμιά~ 

Ερμιά, θάνατος και φρίκη 
Όπου επέρασες κι εσύ~ 
Ξίφος έξω από τη θήκη 
Πλέον ανδρεία σου προξενεί.| (στρ. 31-34) 

Οι στίχοι είναι επιθετικοί, άγριοι, ανθρωποκτόνοι. Η Ελευθερία παρασταίνεται στην λαμπρότητα και στην ολότητά της ωσάν μανιασμένο θηρίο που διψά για ανθρώπινο αίμα, το αίμα των δυναστών, ανδρεία και ανοικτίρμων. Και, έτσι σοφά ο Σολωμός μας εισάγει στο γεμάτο βιαιότητα, ανελεήμονη σφαγή και εξεγερμένο μίσος επεισόδιο της Αλώσεως της "αθλίας Τριπολιτσάς" (στρ. 35-74), επεισόδιο το οποίο τελειώνει με την επανάληψη της δεύτερης στροφής, ένας εκ νέου χαιρετισμός, μια καινούργια δοξολογία της Μητέρας Ελευθερίας. Και το χυμένο αίμα δικαιώνεται και το φονικό καθαγιάζεται -γιατί υπάρχει ένα τίμημα για να κερδηθεί το οτιδήποτε Μεγάλο και Υψηλό, και αυτό το τίμημα |εδώ| κατεβλήθη στο ακέραιο. 
Ο Θωμάς Τζέφφερσον, ένας Αμερικάνος, που εδικαιούτο να αξιωθεί μιαν άλλη πατρίδα, είχε γράψει ότι "οι ρίζες του δέντρου της Ελευθερίας πρέπει συχνά να ποτίζονται με το αίμα των πατριωτών, ώστε το δέντρο να ανθοβολά, εσαεί". Τούτη την αλήθεια την κάτεχε ο Σολωμός, όπως την κατέχουν οι Αθηναίοι εν Μαραθώνι, οι αλύγιστοι Μακαββαίοι, ο Αννίβας και οι Καρχηδόνιοι, ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος και οι ελάχιστοι συνυπερασπιστές της Πόλης, οι Σουδανοί του Μάχνι, και οι Γαριβαλδινοί, οι Σοβιετικοί μαχητές του Στάλινγκραντ, οι Βιετκόγκ. Την κατέχουν σήμερα οι Παλαιστίνιοι και οι Ιρακινοί, οι αδούλωτοι Αφγανοί. Και, έχοντας πράξει το χρέος του, όλοι, νικητές ή ηττημένοι, αδιάφορο, αυτοί θα εννοούσαν την Ελευθερία - έτσι: 

|Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία, 
Που ό,τι θέλεις ημπορείς, 
Εις τον κάμπο, Ελευθερία, 
Ματωμένη περπατείς.| (στρ. 82) 

|Ο Ηλίας Λάγιος είναι ποιητής| 




«Δίχως εσένα Ελλάδα, ο κόσμος τι θάταν;»

Του Βαγγέλη ΚΑΣΣΟΥ


Η λύρα και η σημαία 

Στις αρχές του 1822, ένας εικοσιπεντάχρονος Γάλλος ποιητής, που έμελλε, μερικά χρόνια αργότερα, να εξελιχθεί σε κορυφαία μορφή των γαλλικών γραμμάτων, εκδίδει μια ποιητική συλλογή, "στρατευμένη" (όπως θα λέγαμε σήμερα) "σε μια ιερή υπόθεση" (όπως την αποκαλεί ο ίδιος ο ποιητής). 
"Ιερή υπόθεση" είναι η Ελληνική Επανάσταση, η "στρατευμένη" ποιητική συλλογή φέρει τον τίτλο |Ελένη| (|Héléna|) και συγγραφέας της είναι ο Αλφρέ ντε Βινύ (1797-1863). 
Στις 24 Μαρτίου 1822, για τη συλλογή αυτή, στο |Ετουάλ| δημοσιεύεται μια κριτική που καταλογίζει στον ντε Βινύ ότι γράφει ποίηση επικαιρική και ότι "στη λύρα του κρέμασε μια σημαία για να τραβήξει την προσοχή του πλήθους". Την αδυσώπητη αυτή κριτική υπογράφει ο μόλις εικοσάχρονος τότε Βίκτωρ Ουγκώ (1802-1885). 
Όταν έχει κανείς υπόψη του το ποίημα του Ουγκώ "Το Ελληνόπουλο", που έχει επικρατήσει να θεωρείται η ποιητική σημαία του φιλελληνισμού και, στην εξαιρετική μετάφραση του Κωστή Παλαμά, έχει διαπαιδαγωγήσει γενιές και γενιές Νεοελλήνων, μάλλον θα απορήσει για την επικριτική στάση του Ουγκώ απέναντι στη φιλελληνική "στράτευση" του ντε Βινύ. 
Λαμβάνοντας δε επιπλέον υπόψη ότι "Το Ελληνόπουλο" περιλαμβάνεται στη συλλογή του Ουγκώ |Τα Ανατολικά| (|Les Orientales|) που κυκλοφορεί το 1829, δηλαδή δύο χρόνια μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, όταν η τύχη του Ελληνικού Αγώνα έχει ουσιαστικά κριθεί, η απορία του για την αντίδραση του Ουγκώ απέναντι στο ποίημα του Αλφρέ ντε Βινύ μετατρέπεται σε υποψία μήπως ο ποιητής αυτός έγινε φιλέλληνας εκ του ασφαλούς. 
Και μάλλον δεν θα αρκούσε, για να μας πείσει περί του αντιθέτου, η δεύτερη "επεξηγηματική" κριτική του Ουγκώ για την |Ελένη| του ντε Βινύ, η οποία δημοσιεύτηκε έξι μήνες μετά την πρώτη και στην οποία ο Ουγκώ σπεύδει να διευκρινίσει ότι οι ενστάσεις του για το ποίημα του ντε Βινύ δεν αναφέρονταν στο περιεχόμενο, αλλά στην ποιητική αξία του έργου καθεαυτήν. Όχι επειδή πρόκειται για έργο υψηλής ποιητικής αξίας (εξάλλου, την αδυναμία της |Ελένης| παραδέχτηκε και ο ίδιος ο Ντε Βινύ, αποκηρύσσοντάς την αργότερα), αλλά επειδή δεν θα ήταν προφανώς δυνατόν ένα κριτικό κείμενο του 1822 να θεωρηθεί πειστικό φιλολογικό άλλοθι για το ποιητικό ξέσπασμα του Ουγκώ υπέρ των Ελλήνων το 1829, με τη συλλογή |Τα Ανατολικά|. 
Όμως ο Ουγκώ, στις 13 Ιουνίου του 1826, στην |Εφημερίδα των Συζητήσεων| (|Journal des Débats|), δημοσιεύει ένα πεντακάθαρα φιλελληνικό ποίημα, με τον τίτλο |"Κεφάλια στο Σεράϊ"|. Το ποίημα αυτό γράφτηκε εν θερμώ και ήταν η αντίδραση του ποιητή στην είδηση για την πτώση του Μεσολογγίου. Ανακρούοντας πρύμναν, γράφει τώρα και εκείνος επικαιρική ποίηση, πέφτοντας μάλιστα και "θύμα" της, αφού στο ποίημά του ο Κωνσταντίνος Κανάρης εμφανίζεται ήδη νεκρός, όχι κατά ποιητική συνθήκη αλλά κατά την εσφαλμένη είδηση που είχαν αναπαραγάγει όλες οι ευρωπαϊκές εφημερίδες της εποχής. 
Η δημοσίευση του ποιήματος αυτού ακυρώνει οποιαδήποτε υποψία για όψιμο φιλελληνισμό του μεγάλου αυτού ποιητή, αφού η έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης το 1826 είναι ακόμη αβέβαιη. Δεν αναιρεί, όμως, το γεγονός ότι ο Ουγκώ αποφασίζει να "χρεωθεί" ποιητικά την ελληνική υπόθεση αρκετά καθυστερημένα. Για την καθυστέρηση αυτή δεν χρειάζεται να επικαλεστεί κανείς την υπεράνω συγκρίσεων στάση του Μπάυρον απέναντι στο ελληνικό ζήτημα. Αρκεί η σύγκριση με τους άλλους μεγάλους Ευρωπαίους ποιητές της εποχής: ο Πούσκιν λ.χ. "χρεώνεται" ποιητικά την Ελληνική Επανάσταση ήδη από το 1821, ο δε Σέλλεϋ, χρησιμοποιώντας ως πρότυπο τους |Πέρσες| του Αισχύλου, συνθέτει ένα εκτενές λυρικό δράμα με τον τίτλο |Hellas|, που κυκλοφορεί την άνοιξη του 1822. 
Παράλληλα με τους μείζονες, ένας εκπληκτικά μεγάλος αριθμός ελασσόνων, γνωστών και αγνώστων, αμέσως μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, κατακλύζει την Ευρώπη με φιλελληνικά ποιήματα. Των περισσοτέρων αυτών ποιημάτων ο Ουγκώ πρέπει να έχει άμεση γνώση, καθώς συμβαίνει τα χρόνια εκείνα να είναι μέλος της επιτροπής ενός διαρκούς ποιητικού διαγωνισμού, γνωστού στην εποχή του με την επωνυμία "Ακαδημία των Ανθεστηρίων" ("Académie des Jeux Floraux"). Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας από τους ελάσσονες αυτούς φιλέλληνες ποιητές, ονόματι Γκασπάρ ντε Πονς, την άνοιξη του 1821 συνέθεσε σχετικό ποιητικό πόνημα, τιτλοφορώντας το "Επιστολή προς τον κ. Βίκτωρα - Μαρί Ουγκώ, της Ακαδημίας των Ανθεστηρίων, περί της Επανάστασης των Ελλήνων". 
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, ένθερμης υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης ποιητικής συνηγορίας, που ξεκινά από τον Μπάυρον και φτάνει μέχρι τον Γκασπάρ ντε Πονς, το να μένει ένας ποιητής, με την πληθωρική συγγραφική προσωπικότητα του Ουγκώ, δημιουργικά σιωπηλός ως προς το θέμα μέχρι το 1826 δεν είναι τυχαίο. Και ούτε είναι τυχαίο το ότι ο Ουγκώ εκδηλώνεται ποιητικά υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης το 1826. Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η ποιητική γραφή της συλλογής |Τα Ανατολικά| είναι εμφανώς επηρεασμένη από την εκφραστική των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών και ότι κατά τα έτη 1824-1825 είχε κυκλοφορήσει στο Παρίσι η περίφημη συλλογή του Κλωντ Φωριέλ (1772-1844) |Δημοτικά τραγούδια της σύγχρονης Ελλάδας| (|Chants populaires de la Grèce moderne|), μπορεί δικαιολογημένα να εικάσει ότι αφετηρία της πρώτης ποιητικής εκδήλωσης του Ουγκώ υπέρ της ελληνικής υπόθεσης το 1826 είναι ακριβώς η συλλογή του Φωριέλ. Σε μια Ευρώπη που κυριαρχείται από τον ρομαντισμό, η συλλογή του Φωριέλ έρχεται να διαλύσει κάθε υποψία ότι ενδεχομένως το όραμα για τη δημιουργία μιας νεοελληνικής πολιτικής οντότητας να μην είναι τίποτε παραπάνω από μια ρομαντική ιδεοληψία των θαυμαστών της αρχαίας Ελλάδας και να επιβεβαιώσει ότι στον τόπο των αρχαίων ραψωδών δεν υπάρχουν απλώς κάποιοι υπήκοοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά ένας λαός με δική του γλώσσα και δική του ποίηση. 
Όσον αφορά τον Ουγκώ, που πρέσβευε ότι "μια κοινωνία, κατ' αρχήν τραγουδά αυτό που ονειρεύεται, κατόπιν αφηγείται αυτό που κάνει και, τελικά, ζωγραφίζει αυτό που σκέφτεται", φαίνεται ότι στη συλλογή του Φωριέλ βρήκε το πιο πειστικό επιχείρημα για να υποστηρίξει ανοιχτά την υπόθεση της ελληνικής ελευθερίας: αφού υπάρχουν Νεοέλληνες που τραγουδούν αυτό που ονειρεύονται, εκ των πραγμάτων υπάρχει μια κοινωνία που αξίζει την ελευθερία της. 

"Ο Μύλλερ των Ελλήνων" 

Η συλλογή του Φωριέλ αμέσως μετά την κυκλοφορία της στα γαλλικά μεταφράστηκε στα γερμανικά (δύο φορές), στα αγγλικά και τα ρωσικά. Η μία από τις γερμανικές μεταφράσεις ανήκει στον Βίλχελμ Μύλλερ (1794-1827). Ο Μύλλερ δεν ήταν ένας τυχαίος μεταφραστής. Το 1825, που μεταφράζει τη συλλογή του Φωριέλ, έχει ήδη γράψει τους στίχους από δύο σπουδαίους κύκλους τραγουδιών του Φραντς Σούμπερτ ("Η Ωραία Μυλωνού" και "Το Χειμωνιάτικο Ταξίδι"), και έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές ακραιφνώς φιλελληνικές: |Τραγούδια των Ελλήνων| (1821), |Νεότερα τραγούδια των Ελλήνων| (1823), |Νεότατα τραγούδια των Ελλήνων| (1824). Από τα φιλελληνικά ποιήματά του, ο Μύλλερ είχε αποκτήσει κατά τη δεκαετία του 1820 σημαντική φήμη, στην οποία οφείλεται και η προσωνυμία "ο Μύλλερ των Ελλήνων" ("Griechen Mueller") που του είχε αποδοθεί. Ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, δημοσίευσε και τέταρτο βιβλίο με φιλελληνικά ποιήματα, υπό τον τίτλο |Μεσολόγγι |(1826). 
Κι όμως, ο ποιητής αυτός που χρεώθηκε φιλολογικά την υπόθεση της ελληνικής ελευθερίας, σε μεγαλύτερο βαθμό από κάθε άλλον ποιητή της εποχής του, και θα έπρεπε να τιμάται από εμάς τους Νεοέλληνες, μαζί με τον Μπάυρον και τον Φωριέλ (που ελάχιστα έχει κι αυτός τιμηθεί, συγκριτικά προς την τεράστια προσφορά του). Όμως ο Μύλλερ στη χώρα μας έχει παντελώς αγνοηθεί. Δεν μας τιμά καθόλου η φιλολογική αυτή αδικία, εις βάρος ενός ποιητή που σε πολύ κρίσιμες, για την ανάδυσή της χώρας μας ως νέας πολιτικής οντότητας στην Ευρώπη, ώρες, την είχε τιμήσει με ποιήματα, όπως το παρακάτω: 

|Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ 

Τι θάσουν, Ελλάδα, δίχως την Ελευθερία; 
Δίχως, εσένα, Ελλάδα, ο κόσμος τι θάταν; 

Λαοί όλου του κόσμου, ελάτε, 
Κοιτάξτε τα στήθη 
Που με γάλα σοφίας 
Σας έχουν βυζάξει! 
Θ' αφήσετε τώρα να τα ματώσουν οι βάρβαροι; 
Κοιτάξτε τα μάτια 
Που με τη λάμψη του Κάλλους 
Σας φώτισαν! 
Θ' αφήσετε τώρα να τα τυφλώσουν οι βάρβαροι; 

Κοιτάξτε τη φλόγα 
Που σας έχει ζεστάνει 
Την ψυχή στα πιο κρύα της βάθη, 
Και καταλάβατε 
Ποιοι είστε, 
Τι θέλετε 
Και ότι σας πρέπει 
Των αξιών η κορφή, 
Η ελευθερία! -- 
Θ' αφήσετε τώρα να την πνίξουν οι βάρβαροι; 

Λαοί όλου του κόσμου ελάτε, 
Ελάτε να λευτερώσουμε 
Αυτήν που μας χάρισε την ελευθερία! 

Τι θάσουν, Ελλάδα, δίχως την Ελευθερία; 
Δίχως, εσένα, Ελλάδα, ο κόσμος τι θάταν; 

Υπέρ Ευφορίωνος 

Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς το λόγο για τον οποίο έχει παραγκωνιστεί "ο Μύλλερ των Ελλήνων". Αρκεί να ανατρέξει στις αναφορές περί των φιλελλήνων ποιητών της Ευρώπης, που υπήρξαν σύγχρονοι της Ελληνικής Επανάστασης. Εκτός από τον Μπάυρον, κατά κανόνα αναφέρονται ο Πούσκιν, ο Σέλλεϋ, ο Ουγκώ και ο Γκαίτε. 
Ήταν όμως ο Γκαίτε φιλέλληνας, με την έννοια που ήταν ο Μπάυρον, ο Σέλλεϋ, ο Πούσκιν και ο Ουγκώ; Στις |Συζητήσεις του Γκαίτε με τον Έκερμαν|, που εξελίσσονται από τον Ιούνιο του 1823 μέχρι και τον Μάρτιο του 1832, μάταια κανείς θα αναζητήσει ευθείες αναφορές στην Ελληνική Επανάσταση. Ό,τι την αφορά αποτελεί, για τον Γκαίτε, συνοδευτικό στοιχείο της δράσης του Μπάυρον. Ενώ για την ποιητική αξία του τελευταίου εκφράζει σταθερά το θαυμασμό του, δεν παύει ποτέ να του ασκεί αυστηρή κριτική για την ενεργό ανάμιξή του στην Ελληνική Επανάσταση. Φθάνει να αμφισβητήσει ακόμη και την αυθορμησία της απόφασής του να προστρέξει στο πλευρό των επαναστατημένων Ελλήνων. Η απόφαση αυτή του Μπάυρον, εξηγεί ο Γκαίτε στον Έκερμαν, δεν ήταν παρά αποτέλεσμα της γενικότερης σύγκρουσης του Άγγλου ποιητή με τον κόσμο! Και τούτο δέκα μήνες μετά το θάνατο του Μπάυρον στο Μεσολόγγι. 
Όσοι συνυπολογίζουν τον Γκαίτε στους φιλέλληνες ποιητές, πλάι στον Μπάυρον, τον Σέλλεϋ, τον Πούσκιν και τον Ουγκώ, προς απόδειξη του φιλελληνισμού του επικαλούνται την Τρίτη Πράξη από το Δεύτερο Μέρος του |Φάουστ|, την λεγόμενη "Ελένη". Στην Πράξη αυτή, ο Φάουστ ταξιδεύει όχι μόνο στο χώρο (από την Γερμανία στην Ελλάδα και αντίστροφα) αλλά και στο χρόνο, καθώς σμίγει με την Ωραία Ελένη της Σπάρτης. Από την ένωσή τους γεννιέται ένα αγόρι, ο Ευφορίων. 
Το ότι στο πρόσωπο του Ευφορίωνος, όπως ο ίδιος ο Γκαίτε εξηγεί στον Έκερμαν, τιμά τον Μπάυρον ως ποιητή, καθώς τον θεωρεί τη "μεγαλύτερη ποιητική ιδιοφυΐα του [19ου] αιώνα" και, επομένως, τον "ιδανικότερο να εκπροσωπήσει τη νέα ποιητική εποχή", δεν σημαίνει ότι ο Γκαίτε έχει αλλάξει άποψη ως προς την πολιτικοστρατιωτική δράση του ποιητή στην Ελλάδα. Στη συνομιλία του με τον Έκερμαν της 5ης Ιουλίου 1827, δηλαδή ένα χρόνο αφότου είχε ολοκληρώσει τη συγγραφή της "Ελένης", εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι ήταν ο εριστικός χαρακτήρας του Μπάϊρον που τον έσπρωξε να πεθάνει στο Μεσολόγγι! 
Όταν πέφτει η αυλαία της Πράξης αυτής του |Φάουστ|, ο μεν Ευφορίων, μετά από μια ικάρια πτήση, έχει πέσει και σκοτωθεί, η δε μητέρα του Ελένη, εν είδει φάσματος, έχει εξαφανισθεί. Από την τριμελή αυτή οικογένεια επιβιώνει ο Φάουστ που, εγκαταλείποντας την Ελλάδα σε χώρο και χρόνο αρχαϊκό και αδιαφορώντας πλήρως για την έκβαση της Επανάστασης, για την οποία έδωσε τη ζωή του ο Ευφορίων/Μπάυρον, επιστρέφει στην Γερμανία. 
Μαρτυρούν όλα αυτά ότι ο Γκαίτε προσχώρησε στον φιλελληνισμό, με τον τρόπο που το έκαναν ο Μπάυρον, ο Σέλλεϋ, ο Πούσκιν και ο Ουγκώ, χρεώνοντας δηλαδή ευθέως το έργο τους με την Ελληνική Επανάσταση; Ήταν άραγε τυχαίο το ότι ο Γκαίτε μίλησε γι' αυτήν παραβολικά και μόνον δια στόματος Ευφορίωνος; Θα είναι βέβαια άδικο να του προσάψει κανείς εχθρότητα προς το όραμα της νέας Ελλάδας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι δίκαιο να κατατάσσεται ο Γκαίτε μεταξύ των αντιπροσωπευτικών τού ευρωπαϊκού φιλελληνισμού ποιητικών προσωπικοτήτων, όταν αυτό, εκ των πραγμάτων, συνεπάγεται τον παραγκωνισμό ενός αξιόλογου Γερμανού ποιητή, όπως ο Βίλχελμ Μύλλερ, που έγινε αληθινό "φιλολογικό ολοκαύτωμα" στο βωμό της Ελληνικής Επανάστασης. 

|Ο Βαγγέλης Κάσσος είναι ποιητής| 




Μυθοπλασίες των Φώτων

Το εικοσιένα και η διαδρομή της πεζογραφίας

Του Γιάννη ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ


Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού 19ου αιώνα, του αιώνα των φιλελεύθερων κινημάτων, του εθνικού πατριωτισμού, των επαναστάσεων, αλλά και του αιώνα της αφήγησης, είναι η οργάνωση των ανθρώπινων συλλογικοτήτων σε εδαφικά προσδιορισμένες επικράτειες, που λειτουργούν πολιτικά με τη μορφή του έθνους-κράτους. Αν και η διαδικασία αυτή δεν είναι ομοιογενής, γραμμική και συνεχής για όλο τον ευρωπαϊκό χώρο, υπάρχει ωστόσο μια κοινή δομή που συνέχει τη βούληση και την ανάγκη των ανθρώπων να περάσουν, μέσα από επαναστατικές συνθήκες, στην οργάνωση του σύγχρονου έθνους. Ας τη θυμηθούμε μέσα από το λόγο ενός αυτόπτη μάρτυρα της εποχής: |"Η κοινωνία των ανθρώπων ήταν μικρή. Δεν είναι παρά η Επανάστασίς μας, οπού εσχέτισε όλους τους Έλληνας".| Η παρατήρηση του Κολοκοτρώνη, που μας παραδίδεται από τον Τερτσέτη, μας εισάγει, με τον πιο εύγλωττο τρόπο, στη βαθιά τομή που εγκαινιάζει το νεωτερικό αίσθημα του "συνανήκειν"~ μέσω της επανάστασης, οι κοινωνικές σχέσεις των υποκειμένων οργανώνονται πλέον γύρω από μια κοινή χωροχρονική μήτρα, που υπερβαίνει τα όρια της προηγούμενης ιστορικής εμπειρίας τους. Αυτή η σύλληψη και λειτουργία του έθνους δεν είναι, βέβαια, ένα φυσικό και αυτονόητο ιστορικό δεδομένο. Στο νέο έθνος-κράτος, το αίσθημα αυτό του "συνανήκειν" καλλιεργείται συστηματικά μέσα από θεσμούς, συμβολικούς κώδικες και αξιακά συστήματα που επεξεργάζονται, σε διάφορες παραλλαγές, τη σύλληψη της νέας εθνικής συνείδησης και ιδεολογίας. Αν δούμε, επομένως, το έθνος, και ως μια μορφή |πολιτισμικής επεξεργασίας| αυτών των ανταγωνιστικών κοινωνικών ενδιαφερόντων και συστημάτων αναπαράστασης, τότε καταλαβαίνουμε ότι το πεδίο της κουλτούρας, χωρίς να είναι βέβαια το αποκλειστικό, είναι πάντως το κατεξοχήν συγκρουσιακό, αμφίσημο και παραγωγικό πεδίο για την εθνική συνείδηση και ιδεολογία. 
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος της λογοτεχνίας, τόσο στα επαναστατικά όσο στα "ρομαντικά χρόνια", είναι καίριος. Ο |Θούριος| του Ρήγα, τα ποιήματα του Σολωμού και του Κάλβου είναι κάτι παραπάνω από λογοτεχνικές ασκήσεις: είναι άσματα πολεμιστήρια. Με την απελευθέρωση, οι κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνιστώσες του έθνους βρίσκουν στον ευρύτερο έντυπο λόγο (στην εφημερίδα, στα φυλλάδια, στις εκδόσεις, στη λογοτεχνία, στην ποίηση και στο μυθιστόρημα), ένα προνομιακό όχημα για την αναπαράσταση και τη διάδοση της νέας εθνικής ζωής. Το πέρασμα από την επανάσταση στην κρατική υπόσταση φαίνεται αμέσως, ακόμα και μέσα από τις λογοτεχνικές πηγές της εποχής. Οι προτεραιότητες της "καθαρεύουσας Αθήνας" είναι πλέον άλλες~ αναγνωρίζει τον Κάλβο και τον Σολωμό ως "ωδωποιούς μεγάλους" αλλά κατακρίνει τις "πτωχά ενδεδυμένες" ιδέες τους. Το "ειδικό βάρος της ποίησης", μετά τη σιωπή του Κάλβου και τη συντριβή του Σολωμού, όπως έχει δείξει ο Αλέξης Πολίτης^1^, θα πολλαπλασιάσει το συμβολικό κεφάλαιο του μεγαλοϊδεατισμού μέσα στην εθνική ρητορεία. Η πραγματικότητα έπρεπε να χωρέσει μέσα στα επιθυμητά όρια που της επέβαλλε ο στομφώδης ποιητικός τόνος. Ο δρόμος της πεζογραφίας είναι πιο πολύπλοκος. Γνήσια προϊόντα της νεωτερικότητας, το έθνος-κράτος και το μυθιστόρημα αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά, ίσως, δείγματα της καινούριας, εκκοσμικευμένης πολιτισμικής συνείδησης, που αφήνει ως κληρονομιά η εποχή "των Φώτων". 
Το μυθιστόρημα, άλλωστε, όπως έχει δείξει ο Μ. Μ. Bakhtin, προϋποθέτει "μια καινούρια ζώνη δόμησης των λογοτεχνικών αναπαραστάσεων~ "μια ζώνη μέγιστης επαφής με το παρόν (σύγχρονη πραγματικότητα) σε όλο του τον ανοιχτό και ανολοκλήρωτο χαρακτήρα"^2^. Η νέα "εθνική" κοινωνία είναι λοιπόν ένα προνομιακό πεδίο για τη σχέση μυθοπλασίας και πραγματικότητας. Τη σημασία, την αλληλεξάρτηση, την αλληλεπίδραση αλλά και το "στοίχημα" της σχέσης έθνους και μυθιστορήματος φαίνεται να την κατανοεί πολύ καλά, και από νωρίς, ο θεωρητικός τού είδους στο νεοελληνικό χώρο, ο Αδαμάντιος Κοραής. Ο Κοραής βαπτίζει το νέο είδος της πεζής μυθοπλαστικής αφήγησης |μυθιστορία|, και θέτει τους κανόνες για το ήθος και τη γλωσσική του επένδυση: |"Τι έχεις ή τι δύνασαι να κάμης"| γράφει στον Αλέξανδρο Βασιλείου, |"όταν μία τοιαύτη μυθιστορία γένη κοινή ανάγνωσις ανδρών και γυναικών, σπουδαίων και μη σπουδαίων, εις ολίγα λόγια όλων των τάξεων της πολιτικής κοινωνίας; εξ ανάγκης η κήλησις της αναγνώσεως έχει να ποιώση την φράσιν όλου του έθνους, και τόσον ευκολώτερον, όσον τα εννέα δεκατημόρια του έθνους όντες χυδαίοι κατά δυστυχίαν θέλουν δημαγωγηθή περισσότερον από τον χυδαϊσμόν αυτόν του γράφοντος".| Τα λόγια του θα βρουν απήχηση και στους τρεις πρωτεργάτες της νεοελληνικής μυθιστορίας,^3^ στον Παναγιώτη Σούτσο (|Λέανδρος|, 1834), στον Ιάκωβο Πιτζιπιό (|Η Ορφανή της Χίου|, 1839) και στον Γρηγόριο Παλαιολόγο (|Ο Πολυπαθής|, 1839). Η ποιητική και το περιεχόμενο της μυθιστορίας, ακολουθώντας την κλασική συνταγή του "τέρπειν άμα και διδάσκειν", επιτρέπει, σε πρώτη φάση, την "ελληνοποίηση" και την ηθικοποίηση του νέου μυθοπλαστικού είδους.^4^ Στην προκήρυξη της |Ορφανής της Χίου|, ο Πιτζιπιός επικαλείται προγραμματικά τον Κοραή για να τονίσει ότι |"αι Ηθικαί Μυθιστορίαι είναι αναγκαίαι εις έκαστον Έθνος"|^5^. Στη δική του ειδοποίηση "προς το κοινόν", ο Γρηγόριος Παλαιολόγος εξηγεί τις προθέσεις του |Πολυπαθούς| του ως εξής: |"Ο Συγγραφεύς, πλάττων ιστορίαν τινά, παρεισδύει εις αυτήν με τρόπον επιδέξιον τα ελαττώματα της κοινωνίας, και τέρπων δια της κομψότητος της διηγήσεως, εξεικονίζει συγχρόνως τας ανθρωπίνους παρεκτροπάς. Ο αναγνώστης, ωφελούμενος από τα παθήματα των άλλων, γίνεται προσεκτικώτερος εις τον βίον του~ ενίοτε δε διορθούται και αυτός ο ίδιος, εάν είναι επιδεκτικός διορθώσεως".| Το διπολικό σχήμα "παρεκτροπή - διόρθωση", κεντρικός ιδεολογικός πυρήνας του φιλελεύθερου ορθολογιστικού προγράμματος που είχε προβάλει ο Διαφωτισμός, αποτελεί βασική σημασιολογική δομή στις πρώτες μυθιστορικές αφηγήσεις. Η πεζογραφία υποστηρίζει ένα ιδεολογικό σχήμα που υπακούει στους νόμους της ηθικής, της προόδου και της βελτίωσης του κοινωνικού υποκειμένου, ανακυκλώνοντας εμμέσως τη δημόσια ρητορική και τον λόγο της εθνικής παιδαγωγίας, που παράγει και καταναλώνει η νεοσύστατη ελληνική κοινωνία. Ο λόγος αυτός, διδακτικός στη βάση του και αναμορφωτικός στις στοχεύσεις του, λειτουργεί κανονιστικά σε σχέση με τα νέα αστικά ήθη και το ρόλο του πολίτη μέσα στο νέο έθνος-κράτος. Παράλληλα με τη "φιλελληνική" λογοτεχνία του ρομαντισμού, η εθνική λογοτεχνία συγκροτήθηκε γύρω από εκείνους τους άξονες που πριμοδοτούσαν την δημόσια (βλ. την εθνική) "ωφέλεια". Η αιφνίδια έκρηξη ύφους του Ροϊδη θα έρθει αργότερα, μέσα από άλλους δρόμους, όταν πια τα πράγματα θα έχουν κριθεί, και πάντως όταν το ιδεολόγημα του ζαμπελοπαπαρρηγοπούλειου ιστορικού σχήματος θα έχει φτιάξει το σκληρό πυρήνα του "ελληνοχριστιανικού πολιτισμού". 
Σε μεγάλο βαθμό, η νεοελληνική λογοτεχνία προσδιορίστηκε από αυτές τις αρχές, και, με αφετηρία τον αγώνα της ανεξαρτησίας, δημιούργησε τον δικό της κανονιστικό λόγο γύρω από εθνικό παρελθόν. Η ποίηση και η πεζογραφία ανέλαβαν ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του νεαρού "πρότυπου βασιλείου" να μνημειώσουν το έπος του αγώνα, και να εντάξουν τους ήρωες του '21 στην "εθνική πινακοθήκη". Με το πέρασμα του χρόνου και τη σταδιακή επικράτηση της "ιδεολογίας της συνέχειας", η λογοτεχνία στράφηκε σε ολοένα και περισσότερες α-ιστορικές αναφορές στο '21, αναπαράγοντας στερεότυπα και φενακισμούς, ικανούς για να απαντήσουν στις ανάγκες της κυρίαρχης εθνικής ιδεολογίας αλλά τελείως ακατάλληλους για να προσφέρουν μια ουσιαστική κατανόηση του επαναστατικού φαινομένου, που οδήγησε στο έθνος-κράτος. Τα "λογοτεχνικά" πρόσωπα και τα γεγονότα της επανάστασης εξυπηρέτησαν τις ιδεολογικές χρήσεις της ιστορίας, με όλες τις εξιδανικεύσεις και τις σιωπές που επέβαλε η εθνική μυθολογία. Η οθωμανική περίοδος εξαφανίστηκε μέσα από το ομογενοποιητικό σχήμα του "ζυγού", τα νεωτερικά ιδεολογικά ρεύματα εξαντλήθηκαν στο σχήμα της "μετακένωσης του Διαφωτισμού", η ίδια η πολεμική μηχανή της επανάστασης εξελίχθηκε σε μια αλυσίδα περιστατικών, στην οποία το Σούλι, η σφαγή της Τριπολιτσάς, η έξοδος του Μεσολογγίου και η ναυμαχία του Ναυαρίνου, επαναλάμβαναν απλώς τη λογική αυτής της αλυσίδας: παντού και πάντα οι "Έλληνες" εναντίον των "Τούρκων". Τα υλικά αυτής της ακαθόριστης μυθολογίας ήταν και εύχρηστα και διαθέσιμα: το "κρυφό σχολειό", το "σκοινί του Πατριάρχη", οι "αρματολοί και οι κλέφτες", δύο στροφές από τον εθνικό ύμνο, πολλά ηρωικά κατορθώματα, και μερικοί πίνακες στις σχολικές αίθουσες. Από την άλλη μεριά, όπου δεν υπερίσχυσε αυτή η ανάγνωση του '21, ο μαρξιστογενής λαϊκισμός προέκρινε, σε μεγάλο βαθμό, το μύθο του πάντοτε "προδομένου λαού" ή του "μακρυγιαννισμού", ως γενεαλογία των λαϊκών κινημάτων και του αντιστασιακού ήθους.^6^ 
Με πλήρη επίγνωση πως αυτές οι γενικεύσεις έχουν τα όρια τους, σπεύδω να επισημάνω τις αποχρώσεις, τις διαφοροποιήσεις και τις ρωγμές, που μπορεί να εντοπίσει κανείς μέσα στο κυρίαρχο εθνικό αφήγημα. Αρκεί να αντιπαραβάλλει κανείς –για να έρθουμε στις νεώτερες εποχές- δίπλα στον |Μακρυγιάννη| της γενιάς του '30 τον |Μπολιβάρ| του Εγγονόπουλου, για να διαπιστώσει πως τα φαινόμενα δεν είναι ούτε ενιαία, ούτε ομοιογενή. Παντού και πάντα, υπάρχουν αυτά αλλά και τα αντίθετά τους~ οι |μέσοι όροι|, πάντως, έχουν από νωρίς διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για ένα εύπεπτο '21, μέσα στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους αλλά και μέσα στο λογοτεχνικό πεδίο. Ακόμη και σήμερα, μια βόλτα στα βιβλιοπωλεία είναι αρκετή για να πείσει τον σύγχρονο αναγνώστη για την ισχύ αυτού του λογοτεχνικού κανόνα γύρω από το '21: λευκώματα, μυθοπλαστικές βιογραφίες, ιστορικά μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, λαϊκές και παραλογοτεχνικές εκδόσεις, επιμένουν στις ίδιες και τετριμμένες συνταγές. Πρόσφατα, άλλωστε, η ίδια η πολιτεία τίμησε με κρατικό βραβείο μια ανάλογη "μαρτυρία" για τον Νικηταρά. Ακόμα, και οι περιφερειακές αποκλίσεις (π.χ. ο Κάλβος "καρμπονάρος" ο Σολωμός "φραμασσόνος") δεν ήταν αρκετές για να ανατρέψουν το σχήμα, σε μια ιστορία που διαβάζεται και ερμηνεύεται |εκ των υστέρων|. Εκ των υστέρων, άλλωστε, όλα φαίνονται πιο απλά, ή τουλάχιστον πιο απλουστευμένα. Μέσα στο ευρύχωρο σχήμα του ελληνικού εθνικισμού, ο Ρήγας, ο Κοραής, ο Σολωμός, κι ο Καποδίστριας είναι εναλλασσόμενοι ήρωες σε ένα μυθιστόρημα με "εθνική πλοκή". |"Καλλιεργούμε με ηδονή την ιστορική ανακρίβεια",| έλεγε, με άλλη αφορμή, ο Κ. Θ. Δημαράς. 
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, κάτι φαίνεται να αλλάζει μέσα στο τοπίο της λογοτεχνίας που καταπιάνεται με θέματα του '21, υπό την ευρεία, έστω, έννοια της περιόδου. Μια σειρά λογοτεχνικών κειμένων, που δεν ανήκουν υποχρεωτικά στο "ιστορικό μυθιστόρημα", επέστρεψαν στο '21, επιχειρώντας νέες αναγνώσεις και κυρίως νέες αφηγηματικές διαχειρίσεις της εθνικής ταυτότητας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της επαναδιαπραγμάτευσης του εθνικού παρελθόντος, θα εστιάσω σύντομα και παραδειγματικά, σε δύο συγγραφείς, όχι γιατί η λογοτεχνική αξία των έργων είναι προνομιακή σε σχέση με άλλα μυθιστορήματα, αντίστοιχα ή μη, των ομοτέχνών τους, αλλά γιατί νομίζω πως, σε ό,τι αφορά το '21, τα δύο βιβλία προσφέρονται για συνολικότερες διαπιστώσεις, ως προς τον τρόπο που η σύγχρονη μυθοπλασία εμπλέκεται με τα θέματα της περιόδου. Πρόκειται για το βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη, |Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη| (Πόλις, Αθήνα, 2003), και για το βιβλίο του Θωμά Σκάσση, |Το Ρολόι της σκιάς| (Πόλις, Αθήνα, 2004). Οι διαφορές των δύο συγγραφέων, ως προς το ύφος και τις στοχεύσεις της γραφής είναι προφανείς, για αυτό και δεν θα επιμείνω σε μια εξαντλητική συγκριτική λογική. Εντοπίζω απλώς τα κοινά πεδία του αφηγηματικού προβληματισμού. Κατ' αρχάς, και στα δύο μυθιστορήματα, η παραθεματική ενσωμάτωση του αρχειακού υλικού και των ιστοριογραφικών πηγών του θέματός τους, οδηγεί τους συγγραφείς στην αναζήτηση μιας διαφορετικής ιστορικής αίσθησης, από αυτή που είχαμε συνηθίσει, στη λογοτεχνία γύρω από το ‘21. Η πολυφωνία έρχεται να αντικαταστήσει τα παλαιότερα μονολογικά αφηγήματα, αυτή τη φορά χωρίς τις επικές διαστάσεις της εθνικής ρητορείας αλλά με κύριο μέλημα τη φωνή των πρωταγωνιστών, μέσα στη διπλή ιστορικότητά τους: στη στιγμή της δράσης τους, αλλά και στη στιγμή της ερμηνείας της δράσης τους. Ως εκ τούτου, και τα δύο μυθιστορήματα αξιοποιούν, σε μεγάλο βαθμό, όχι μόνο το ιστορικό αλλά και το ιστοριογραφικό υλικό που έχει συσσωρευτεί γύρω από τους πραγματικούς ή και τους φανταστικούς ήρωες, ως τυπικές υποκειμενικότητες μιας εποχής. Η λογοτεχνική ερμηνεία είναι σφραγισμένη από την ιστοριογραφία, με αποτέλεσμα τα βιβλία να προβάλλουν έντονα τον μετα-ιστορικό χαρακτήρα της αφήγησης. Οι διαρκείς διακειμενικές αναφορές, άλλωστε, είναι δηλωτικές για μια λογοτεχνική γραφή που επιστρέφει στο "γεγονός" μέσα από τα αρχειακά ίχνη και την έρευνα, και όχι μέσα από κάποιο είδος "εθνικής έμπνευσης". Ο προβληματισμός εξάλλου για την ίδια τη φύση των πηγών (η ένταξη των τεκμηρίων μέσα σε ένα μυθοπλαστικό σύμπαν αλλά και το αντίστροφο) είναι αρκετά ενδεικτικός για το μέτρο και το βαθμό που τα δύο κείμενα παρακολουθούν τη σύγχρονη προβληματική της αναπαράστασης. Στο βιβλίο του Σκάσση, τα πρόσωπα συλλαμβάνονται ως υποκείμενα που δρουν μέσα σε συνθήκες ιστορικής επιτάχυνσης –τέτοιες δεν είναι πάντα οι επαναστατικές συνθήκες;-, ενώ στο βιβλίο του Βούλγαρη, η έμφαση δίνεται στη διαπλοκή προσώπων με τις στρατηγικές που προσδιορίζουν τη δράση τους: τα δίκτυα εξουσίας, τις συνομαδώσεις, τις αναδιανομές της εξουσίας και της ηγεμονίας. Περισσότερο ανοιχτό και πολυσημικό στους χρονοτοπικούς δείκτες της αφήγησης, το μυθιστόρημα του Σκάσση θα φωτίσει την επανάσταση μέσα στις γεωπολιτικές της συνάφειες του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού και του Διαφωτισμού, ενώ ο Βούλγαρης θα προτιμήσει τη "λογική του συγκεκριμένου", για να εξειδικεύσει σε ένα γνώριμο χώρο, την Πελοπόννησο, προκειμένου να μιλήσει για το πεδίο εφαρμογής των νοοτροπιακών αλλαγών, που επιφέρει το νέο διαφωτιστικό πρόταγμα. Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, η τελική αναγωγή του εξηγητικού σχήματος είναι το ίδιο το περιεχόμενο των Φώτων, ως διανοητικής αφετηρίας του επαναστατικού φαινομένου, αλλά και ως ενός ανολοκλήρωτου στοιχήματος της ελληνικής κοινωνίας. Οι αναφορές και των δύο σε ζητήματα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, είτε αυτά είναι η μετανάστευση είτε είναι η ενεργή πολιτική συμμετοχή, δείχνει πως η στροφή στο '21 δεν είναι μια μουσειακή αναφορά αλλά μια απόπειρα συνομιλίας του παρελθόντος με το παρόν, προκειμένου να δοκιμαστούν οι αντοχές των υλικών μέσα από τις οποίες δημιουργήθηκαν οι αριστερές παραδόσεις. Μέσα από αυτή την προοπτική, το '21 προβάλλεται όχι ως το καταφύγιο του εθνικού φρονηματισμού και της επινοημένης παράδοσης, αλλά ως ένα ζωντανό παράδειγμα μιας ενεργής και αναστοχαστικής συνείδησης με πολιτικό περιεχόμενο. Χωρίς να περιμένουμε από τη λογοτεχνία να παίξει το ρόλο της ιστορίας, τα κείμενα αυτά μας δείχνουν τον τρόπο που το '21 επανεπικαιροποιείται, προκειμένου να συνδεθεί με τους δρόμους που επέλεξε η σημερινή νεοελληνική κοινωνία, με τις αντιφάσεις της, τις αδράνειες αλλά και τις εκσυγχρονιστικές της ανησυχίες. Με την πεζογραφία αυτή, αλλά και με άλλες παράλληλες αφηγηματικές συμβολές, η λογοτεχνία γύρω από το '21 φαίνεται να ξεπερνάει το διπλό σκόπελο, που την είχε για καιρό εγκλωβίσει σε μια μανιχαϊστική λογική: ίσως είναι η πρώτη φορά, που η επανάσταση παρουσιάζεται χωρίς το μύθο της αλλά και χωρίς το μύθο της απομυθοποίησής της. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν άλλοι κίνδυνοι, ορατοί ίσως και στα αναφερθέντα βιβλία, αλλά γεγονός παραμένει πως υπάρχει πλέον μια ωρίμανση στη μορφή και στο περιεχόμενο της νεοελληνικής μυθοπλαστικής πεζογραφίας του '21, που ενδεχομένως να φέρει καρπούς. 
Για να κατανοήσουμε το φαινόμενο αυτής της ανανέωσης, οφείλουμε, κατ' αρχάς, να σημειώσουμε τα πολλαπλά του αίτια. Θυμίζω συνοπτικά: πρώτον, τις νέες ιστορικές ευαισθησίες και κυρίως τις εργασίες, που δημιούργησαν ένα γόνιμο έδαφος για τη μελέτη της εποχής, μέσα από νέες οπτικές γωνίες και εργαλεία, απαλλαγμένα από την εθνικιστική μυωπία~ δεύτερον, το γεγονός ότι ο 19ος αιώνας αποτέλεσε, και πάλι, αντικείμενο ανανεωμένου και γενικευμένου ενδιαφέροντος, με αφορμή τα κεντρικά ζητήματα εθνικής ταυτότητας, που έθεσε η δημόσια ιστορία, κατά τη δεκαετία του '90~ τρίτον, τα ευρύτερα πολιτισμικά συμφραζόμενα της ίδιας της λογοτεχνικής παραγωγής, που έστρεψαν τους συγγραφείς σε έναν αναστοχασμό γύρω από την ιστορία, την ώρα ακριβώς που οι βιαστικοί ρήτορες ενός αποκαλυπτικού "τέλους" (της ιστορίας, της ιδεολογίας, της τέχνης), διακήρυσσαν την προβληματική φύση όλων των "μεγάλων αφηγημάτων" της νεωτερικότητας~ τέταρτον, την επιστροφή σε ζητήματα εθνικής ιστορίας, τη στιγμή που οι συζητήσεις για τον "μεταεθνικό αστερισμό" γίνονται ολοένα και πιο έντονες. Σταματώ στις βασικές αιτίες, ακριβώς γιατί ο κατάλογος είναι μακρύς, και οι μυθιστορηματικές εκβολές του προβλήματος είναι πολλαπλές. Από τον Θέμελη ως τη Γαλανάκη, κι από τη Δούκα ως τον Φάις, το κεφάλαιο "εθνική ιστορία", τουλάχιστον για τον 19ο αιώνα, είναι πάντως ανοιχτό. 
Τα συνολικά κέρδη από τις έως τώρα λογοτεχνικές καταθέσεις γύρω από την περίοδο είναι πολλαπλά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη δημόσια συζήτηση για τη λογοτεχνική διαχείριση του εθνικού παρελθόντος. Οι ζημίες; Κι αυτές πολλές, ιδίως αν σκεφτεί κανείς τη συνολική διαμόρφωση της σχετικής βιβλιαγοράς. Παράλληλα και ξέχωρα με τα ονόματα και τα έργα που αναφέρθηκαν, το μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής παραγωγής και κατανάλωσης εξακολουθεί να σαγηνεύεται με την κρυφή γοητεία των στερεοτύπων, με τις εξάρσεις του "ποπ εθνικισμού", με τα δήθεν ρηξικέλευθα και καινοτόμα ψευδοϊστορικά αφηγήματα. Νομίζω πως τις προθέσεις αλλά και τα όρια αυτής της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής τις έχει κωδικοποιήσει με έγκυρο και εύστοχο τρόπο η Τζίνα Πολίτη, στις παρατηρήσεις της γύρω από την αναβίωση της μυθιστορικής βιογραφίας, χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της νέας "δίψας για ιστορία", που αναπαράγει ρετρό επαναστάσεις, δάνειες υπερκειμενικότητες και νοσταλγικές αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα της εποχής των Φώτων: |"Τα μεταμοντέρνα 'ιστορικά' κείμενα"|, παρατηρεί η Πολίτη, |"έχοντας καταπιεί τα άψυχα κείμενα του παρελθόντος, ακολουθούν και αυτά τον κύκλο του πεπτικού συστήματος"|^7^. Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση, που θα μας πήγαινε μακριά, ή ίσως πιο κοντά στην ίδια την ιδεολογία των εθνικών επετείων. 

1 Αλέξης Πολίτης, |Τα ρομαντικά χρόνια. Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880|, ΕΜΝΕ, Μνήμων, 1993, σ. 115-116. 
2 Βλ. M. M. Bakhtin, |Έπος και Μυθιστόρημα|, Πόλις, Αθήνα, 1995, σ. 33. 
3 Για την ιστορία και τα συμφραζόμενα της γέννησης του ελληνικού μυθιστορήματος βλ. την εκτενή εισαγωγή του Άλκη Αγγέλου, "Το ρομάντζο του νεοελληνικού μυθιστορήματος" στο: Άλκης Αγγέλου (επιμ.), Γρηγόριος Παλαιολόγος. |Ο Πολυπαθής|, Εστία, Αθήνα, 2000. 
4 Βλ. σχετικά, Δημ. Τζιόβας, "Από τη μυθιστορία στο μυθιστόρημα", στο: Νάσος Βαγενάς (επιμ.), |Από τον Λέανδρο στον Λουκή Λάρα. Μελέτες για την πεζογραφία της περιόδου 1830-1880|, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1997, σ. 11. 
5 Βλ. σχετικά Φίλιππος Ηλιού, |Ελληνική Βιβλιογραφία 1800-1863. Προσθήκες-Συμπληρώσεις|, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα, 1983, σ. 90-91. 
6 Βλ. σχετικά τις καίριες παρατηρήσεις του Φίλιππου Ηλιού, |Ιδεολογικές χρήσεις του Κοραϊσμού στον 20ό αιώνα|, Ο Πολίτης, Αθήνα, 1989, σ. 62. 
7 Τζίνα Πολίτη, Δοκίμια για το ιστορικό μυθιστόρημα. Σταθμοί στην εξέλιξη του είδους, Άγρα, Αθήνα, 2004, σ. 223. 




Οι προσλήψεις της επανάστασης από τους Οθωμανούς κα ιτο Πατριαρχείο

Η διαβολική συνομωσία και η εναντίωση στην |"από Θεού τεταγμένη βασιλεία"| αποτελούν την κοινή αναφορά στον τρόπο με τον οποίον ο Πατριάρχης και ο Σουλτάνος αναφέρονται στους επαναστάτες.

Των Νίκου ΘΕΟΤΟΚΑ
και Νίκου ΚΟΤΑΡΙΔΗ


Η Επανάσταση του Εικοσιένα και ο πόλεμος της Ελληνικής Ανεξαρτησίας εγγράφονται στην οικουμενική δυναμική των μεγάλων κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων της νεοτερικότητας. Από την Ιβηρική χερσόνησο ως την Κεντρική Ευρώπη και τη Βαλκανική, κι από τις εστίες των παλιών ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών ως τις αποικίες τους, οι ιδέες του Διαφωτισμού, η Αμερικανική και η Γαλλική κληρονομιά και τα φιλελεύθερα αστικά προτάγματα κινητοποιούν κοινωνικές διεργασίες, οι συνέπειες των οποίων θα υπονομεύσουν καθοριστικά ή θα ανατρέψουν οριστικά την παραδοσιακή πολιτική και οικονομική τάξη. Τα νεοτερικά διανοητικά ρεύματα συναρθρώνονται με την παγκόσμια δυναμική του καπιταλισμού και τη συνακόλουθη διεύρυνση του "δυτικού κόσμου". Είναι η εποχή των επαναστάσεων, των μεγάλων ανατροπών και της έγερσης των εθνικισμών. 
Το Εικοσιένα, καθώς είχε γράψει σ' ένα παλαιότερο σημείωμά του στην |Αυγή| ο Σπύρος Ασδραχάς, αποτελεί την ευρωπαϊκότερη, την οικουμενικότερη στιγμή της ελληνικής ιστορίας. Τα τεκμήρια μιας τέτοιας πρότασης τα έχει αναδείξει, δεκαετίες τώρα, η ιστοριογραφία μας, διερευνώντας και φωτίζοντας τόσο τα νεοτερικά διανοητικά ρεύματα που συναντήθηκαν στο φαινόμενο του "νεοελληνικού διαφωτισμού" όσο και τις οικονομικές και κοινωνικο-πολιτισμικές διεργασίες που συντελέστηκαν στη Νότιο Βαλκανική και τις μεσογειακές κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από τα τέλη του ιη' αιώνα, δημιουργώντας τους υλικούς και πολιτισμικούς όρους των μεγάλων ανατροπών που ακολούθησαν. Μα και η τουρκική ιστοριογραφία, καθώς το επισήμανε η Σία Αναγνωστοπούλου σε πρόσφατο άρθρο της στο περιοδικό |Ο Πολίτης|, διαθέτει πλέον ετοιμότητες για την ανάγνωση της ελληνικής επανάστασης με ανάλογους όρους. Φαίνεται, δηλαδή, να διερευνάται η υπόθεση ότι η ελληνική επανάσταση αποτέλεσε γεγονός μείζονος σημασίας στη μακρά πορεία του πολιτικού εκσυγχρονισμού και της μετάβασης από την παραδοσιακή / οθωμανική στη νεοτερική / τουρκική πραγματικότητα. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η ελληνική ιστοριογραφία, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, μόνον εν μέρει αντιμετώπισε την ελληνική επανάσταση στο γενικό πλαίσιο αποδιάρθρωσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Και φυσικά, καθώς δεν ετέθη το αντίστοιχο ερώτημα, περιστασιακά και μόνον περιέλαβε στις αναζητήσεις της το νόημα που απέδωσαν στο Εικοσιένα οι ίδιοι οι Οθωμανοί. 
Σε κάθε περίπτωση, ο προσδιορισμός του υποκειμένου και της ανθρωπογεωγραφίας της επανάστασης συνιστούν ζητήματα τα οποία δεν μπορούν να εγκιβωτισθούν και να διερευνηθούν αποκλειστικά στο πλαίσιο του ελληνικού ή του τουρκικού εθνικού αφηγήματος. 
*** 
Στο σημείωμα αυτό θα σχολιάσουμε ορισμένες όψεις των τρόπων με τους οποίους προσλαμβάνεται και αποδίδεται το Εικοσιένα στους κόλπους των Οθωμανών, καθώς και κάποιες ομοιότροπες και ομόλογες εγγραφές αυτής της "κοσμογονίας" στα παραδοσιακά ρωμαίικα περιβάλλοντα που αντιτάσσονται, ταλαντεύονται ή συμμετέχουν στην επανάσταση. Τα ερωτήματα αυτής της προσέγγισης εστιάζονται, εν προκειμένω, στην αναζήτηση των όρων υπό τους οποίους είναι δυνατή η ανάδειξη και η κατανόηση του κοινού τόπου που προκαταλαμβάνει τις παραδοσιακές προσλήψεις της επανάστασης και που, υπό διαφορετικές εκδοχές, εγγράφει στο νοητικό σύμπαν των κατακτημένων τις σχισματικές πολιτικές προοπτικές, οι οποίες ενσωματώνονται στον αγώνα και το πρόταγμα της Ανεξαρτησίας. 
Στο πλαίσιο της μακράς τους συμβίωσης, κατακτητές και κατακτημένοι συμμερίζονται μια κοινή αντίληψη για την ιστορία, που θέλει την "κραταιά και αήττητο" βασιλεία των Οθωμανών να είναι προϊόν της Πρόνοιας και της δικαιοσύνης του Θεού. Σ' αυτό το ιδίωμα αποδίδεται η θέση του καθενός στην ιστορία αλλά και, στην εκάστοτε συγκυρία, εκλογικεύονται και νομιμοποιούνται οι στάσεις και οι συμπεριφορές των ανθρώπων, τόσο οι πρακτικές της ενσωμάτωσης και της μακράς κανονικότητας όσο κι εκείνες της εξέγερσης και της καταστολής. 
Μόνο που, κατά το ξέσπασμα της επανάστασης, οι παραδοσιακές αρχές, στις οποίες αναφέρεται και τις οποίες προϋποθέτει η συμβίωση κατακτητών και κατακτημένων, έχουν μετατοπιστεί. Τώρα, η επαγγελία της Θείας Πρόνοιας έχει ήδη μπολιαστεί με τα προτάγματα μιας αδιανόητης, ως τότε, χειραφέτησης ενός αδιανόητου, ως τότε, υποκειμένου: Της ελευθερίας του έθνους. 
Στο πλαίσιο του οθωμανικού συστήματος, η επανάσταση φέρεται να καταλύει την τάξη του Θεού. Η διαβολική συνομωσία και η εναντίωση στην |"από Θεού τεταγμένη βασιλεία"| αποτελούν την κοινή αναφορά στον τρόπο με τον οποίον ο Πατριάρχης και ο Σουλτάνος αναφέρονται στους επαναστάτες. Ας δούμε το κείμενο του πρώτου: 
|"[οι συνωμότες] επεχείρησαν εις έργον μιαρόν, θεοστυγές και ασύνετον, θέλοντες να διαταράξωσιν την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων των κραταιάς βασιλείας, την οποίαν απολαμβάνουσιν υπό τα αμφιλαφή αυτής σκιάν με τόσα της ελευθερίας προνόμια, όσα δεν απολαμβάνει άλλο έθνος υποτελές και υποκείμενον, ζώντες ανενόχλητοι με τας γυναίκας και τα τέκνα των, με τας περιουσίας και τας καταστάσεις, και με την ύπαρξιν της τιμής των, και κατ'εξοχήν με τα προνόμια της θρησκείας, ήτις διεφυλάχθη και διατηρείται ασκανδάλιστος μέχρι της σήμερον επί ψυχική ημών σωτηρία. [...] Επειδή, εάν, ό μη γένοιτο, δεν ήθελεν καθαρισθή η θανατηφόρος αύτη λύμη και φωραθώσιν τινες τολμώντες εις επιχειρήματα εναντία των καθηκόντων του ρεαγιαλικίου, κοντά όπού οι τοιούτοι έχουσι να παιδευθώσι χωρίς ελέους και οικτιρμών, (μη γένοιτο Χριστέ βασιλεύ!) αμέσως θέλει εξαφθεί η δικαία οργή του κράτους του καθ' ημών, και ο θυμός της εκδικήσεως γενικός των εχλιισλάμιδων, και θέλουν εκχυθή τόσων αθώων αίματα αδίκως και παραλόγως, καθώς απροκριματίστως ταύτα πάντα διεσάλπισεν η κραταιά και αήττητος βασιλεία δια του εκδοθέντως και επ'ακροάσει κοινή ημών αναγνωσθέντος υψηλού βασιλικού προσκυνητού ορισμού".| 
Ο Πατριάρχης ορίζει ως κανόνα εκείνο το οποίο αποτελεί διακύβευμα για τους επαναστάτες. Παρουσιάζει, δηλαδή, την εκ Θεού τεταγμένη βασιλεία ως κραταιά και τον Σουλτάνο ως ευεργέτη, ποινικοποιώντας κάθε νύξη που παραπέμπει σε "αταξία στο βασίλειο" ή "τυραννία των αξιωματούχων", κάθε σημασία που θα νομιμοποιούσε και θα εκλογίκευε την εξέγερση στο ποίμνιό του. Όλα ετούτα είναι έργα του διαβόλου. 
Από την πλευρά, ωστόσο, της Υψηλής Πύλης, η επανάσταση δεν αποδίδεται μόνο ή κυρίως στην |"αχαριστία του γένους των Ελλήνων"|, στη |"συνωμοσία"| και στη |"μυστικήν ή την φανεράν προτροπήν των προκρίτων αυτού"|. Όταν εκδηλώθηκε η |"στάσις των απίστων"|, ο Σουλτάνος, απευθυνόμενος στους αξιωματούχους του, απέδωσε την εξέλιξη αυτή στην αταξία της κατακτητικής μηχανής, στην έκπτωση της μουσουλμανικής αλληλεγγύης και την κατάλυση των στρατιωτικών ηθών: 
|"Οι άπιστοι, μάρτυρες των ακολασιών των υπουργών και των υπαλλήλων του κράτους μου, και προβλέποντες ότι ούτοι δεν ήσαν ικανοί ν' αντισταθώσιν, ετόλμησαν να κινήσωσιν ένοπλον χείρα. Ηξεύρουν τούτοι όλοι [...], και όμως ουδείς δεικνύει τον πρέποντα ζήλον, [...] όλαι αι ώραι δεν είναι ώραι τρυφής. Ιδού τα ελεεινά αποτελέσματα της τοιαύτης ζωής. Εψυχράνθησαν οι Μουσουλμάνοι. Τινές κακεντρεχείς δεν παύουν χλευάζοντες και κατηγορούντες τους άλλους~ δια τούτο δεν θα συμβουλεύω εις το εξής, αλλά θα παραδίδω εις τας χείρας του δημίου τους ζώντας ταύτην την ζωήν. [...] Αι σημερινοί περιστάσεις δεν είναι ως αι παρελθούσαι. Πρόκειται περί θρησκείας".| 
Η αδιανόητη εξέλιξη της |"αποστασίας"| φέρεται να μαρτυρεί όχι για την |"αχαριστία"| των Χριστιανών αλλά για την κακή κατάσταση του βασιλείου, η οποία εικονογραφείται με άνομες συμπεριφορές και πρακτικές των Οθωμανών αξιωματούχων. Η επανάσταση των Ελλήνων είναι εκδήλωση της δυσφορίας του Θεού για τα ήθη των πιστών. Πιστοποιεί, δηλαδή, και βεβαιώνει την κατάλυση των επιταγών του Προφήτη από τους μουσουλμάνους και, εξ αποτελέσματος, επιτάσσει την επαναφορά της προνεννοημένης τάξης του κόσμου: Διότι, καθώς λέχθηκε, |"πρόκειται περί θρησκείας".| 
"[Ο] |Σαϊδ-Αλήπασας δεν έδειξεν την αναγκαίαν σταθερότητα~ ηγάπα τας αναπαύσεις και τας τρυφάς και δεν ήτον ο άνθρωπος των σημερινών περιστάσεων, διά τούτο τον έξωσα [...] οι υπουργοί, οι μεγιστάνες, οι αγάδες των γενιτσάρων, οι υπηρέται μου εν γένει οφείλουν να αφήσωσιν εις το εξής πάσαν ηδυπάθειαν και πολυτέλειαν και εν γένει τον συνήθη τρόπον του ζην, μόνον ανεκτόν εν καιρώ ειρήνης, μήτε δε ν' ασωτεύωσιν πρέπει ή ν' αργώσιν~ αλλά, καθώς διατάττει ο νόμος του προφήτου, να προσεύχωνται οι μεν μεγιστάνες της αυτοκρατορίας μου ιδία και δημοσία, ο δε κοινός λαός εν τοις ζαμίοις και τοις ευκτηρίοις. [...] "Διάταξε δε όλους τους Μουσουλμάνους ν' απαρνηθώσι την ηδυπάθειαν, την πολυτέλειαν και την ασωτίαν, μεταβάλλοντες την κατάστασιν της ειρήνης εις κατάστασιν πολέμου και πράττοντες κατά τους νόμους του προφήτου. Φρόντισε να ενεργηθώσι τα διαταττόμενα".| 
Η έκπτωση του πολεμικού ήθους και η κατάσταση της |"τρυφής και των απολαύσεων"| στους φορείς της οθωμανικής εξουσίας αποδίδουν την αταξία η οποία απειλεί την ίδια την υπόσταση του βασιλείου. Έτσι ο ηγεμόνας, για να υπηρετήσει τη δικαιοσύνη, επισείει την απειλή της τιμωρίας επί των κεφαλών των "κακότροπων" αξιωματούχων |"κατά τους νόμους του προφήτου".| 
Το ίδιο διανοητικό σχήμα, σε αντίθετη όμως προοπτική, διασώζει και ο Μακρυγιάννης μεταφέροντας τα λόγια τού, επίσης εξεγερμένου κατά της Πύλης Οθωμανού αξιωματούχου, του |"ξαδέλφου του Αλήπασα, τον έλεγαν Σμαήλμπεη Κόνιτσα"|, κατά την πολιορκία της Άρτας από Έλληνες και Αλβανούς: 
|"Πασάδες και μπέηδες θα χαθούμε [...]. Αδικήσαμεν τον ραγιά και από πλούτη και από τιμή τον αφανίσαμε και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε ντουφέκι. Και ο Σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται. Τον γελάνε εκείνοι οπού τον τρογυρίζουν. Και η αρχή είναι τούτη, όπου θα χαθή το βασίλειόν μας. [...] Ο Σουλτάνος στέλνει τους πασάδες τους πλέον παντίδους και γύμνωσαν τον κόσμο και του πήραν και τις γυναίκες".| 
Ξεστράτισαν οι Οθωμανοί από τον δρόμο του Θεού. Μόνο που για τον εξεγερμένο "πατριώτη" Μακρυγιάννη, και για τους μπέηδες που προσχώρησαν στο στρατόπεδο του Αλή-Πασά ενάντια στον Σουλτάνο, αυτή η αμαρτία θα φέρει το τέλος του βασιλείου. 
|"Και μου είπε| [ο μπέγης] |να ειπώ των καπεταναίων έξω στου Πέτα και αλλού νάχουν δικαιοσύνη εις τον κόσμον, να πάνε ομπρός. Ότι τοιούτως έκαναν αδικίγες οι Τούρκοι και θα χαθούν: 'Νάχουν αυτήνοι δικαιοσύνη, να πάρη τέλος να ησυχάσουμε και μεις οι Τούρκοι, ότι πλέον μάς έγινε χαράμι από τον Θεόν το βασίλειόν μας, ότι φύγαμε από την δικαιοσύνην του'".| 
*** 
Καθώς είδαμε, ο Σουλτάνος συναρτά την εξέγερση των "απίστων" στην εγνωσμένη έκπτωση του μουσουλμανικού, αλλά και του πολεμικού ήθους. Η διασάλευση της τάξης είναι σημάδι της παρέμβασης της Πρόνοιας στην ιστορία, αποτελεί δηλαδή προϊόν της βούλησης του Θεού, που απαιτεί την τιμωρία των ανάξιων. Ο ιερός πόλεμος απαιτεί την επιστροφή στις επιταγές της θρησκείας. 
Την παρέμβαση του Θεού επικαλείται από τη μεριά του και ο Μακρυγιάννης για να νομιμοποιήσει την εξέγερση, ως εξέλιξη που παρακολουθεί την αταξία και, όπως κάθε τι που συμβαίνει στον κόσμο, συντελεί στην πραγματοποίηση του σχεδίου της Θείας Πρόνοιας. Να μην ξεχνάμε ότι, σχετικά με αυτά τα πράγματα, η γραφή του Μακρυγιάννη αποτυπώνει, κατά τεκμήριο, κοινούς τόπους των ανθρώπων του καιρού και του πολιτισμού του. 
Αν αποδεχθούμε προς στιγμή αυτό το σχήμα κατανόησης του κόσμου κι αν εννοήσουμε την πρόσληψη της εξέγερσης ως συνέπεια της διασάλευσης της τάξης του κόσμου λόγω πρακτικών και συμπεριφορών κάποιων αξιωματούχων (στην περίπτωση του Σουλτάνου) ή της έκπτωσης της "δικαιοσύνης" που αντιπροσώπευε ο μηχανισμός της κατάκτησης στα μάτια των κατακτημένων (στην εκδοχή του Μακρυγιάννη), τότε, ίσως, μπορούμε να ψηλαφίσουμε κάποια από τα κοινά πεδία ανάμεσα σε κατακτητές και τους κατακτημένους, μπορούμε δηλαδή να οροθετήσουμε νοοτροπίες και φαινόμενα της μακράς διάρκειας, που επέτρεψαν την αναπαραγωγή του συστήματος. 
Μόνο που στο Εικοσιένα ο κόσμος έχει μετατοπιστεί. Στα συμβατά διανοητικά πλαίσια κατακτητών και κατακτημένων έχουν εγγραφεί πλέον νέα προτάγματα, που εμπνέονται από τον νεοτερικό λόγο της επανάστασης. Έτσι οι επαναστάτες, λόγιοι και ιερωμένοι, κλέφτες και αρματολοί, πρόκριτοι και κάποι, έμποροι και πειρατές, μισθοφόροι της ευκαιρίας και φιλελεύθεροι ευρωπαίοι διανοούμενοι, όλοι αυτοί μαζί δημιουργούν ένα νέο πεδίο όσμωσης, τα αποτελέσματα της οποίας δεν είναι ενσωματώσιμα στους παραδοσιακούς κόσμους αναφοράς των θρησκόληπτων αγροτοποιμένων που πήραν τα όπλα. Σ' αυτήν τη διαδικασία, οι άνθρωποι που ανήκουν στα παραδοσιακά περιβάλλοντα, με τη συμμετοχή τους στην επανάσταση γκρεμίζουν πίσω τους τις γέφυρες, καταστρέφουν τις πραγματικότητες που είναι οι μόνες μέσα στις οποίες μπορούν να υπάρχουν. Το παλιό σχήμα δεν χωράει πια τη νέα πραγματικότητα. Κι εδώ δεν μπορεί πλέον να ανακτηθεί ο "παλιός καλός καιρός" της δικαιοσύνης και της κραταιάς βασιλείας που υπόσχονται ο Σουλτάνος και ο Πατριάρχης στους επαναστάτες αν μεταμεληθούν. Η πράξη έχει παραγάγει στην κοινή συνείδηση μια θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στην "εθνική", τη νεοτερική και την παραδοσιακή σύλληψη του χρόνου. Κι εδώ είναι το σημείο όπου δεν υπάρχει πλέον επιστροφή: |"Ελευθερία ή Θάνατος".| Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τον καθένα που το λέει και το πράττει. 
Βεβαίως, το υποκείμενο της επανάστασης, και τα "πολιτικά σχέδια" που σκιαγραφούνται σε αυτού του τύπου τις προσλήψεις, είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνα που εμφανίζονται στα κείμενα του Υψηλάντη ή, αργότερα, των Συνελεύσεων και των Διοικήσεων του Αγώνα. Το έθνος |επαναστατεί| κυριολεκτικά, στον βαθμό που εγκολπώνεται το σχέδιο της πολιτικής του αυτονομίας. Και έτσι, οι άνθρωποι του πολέμου της Ανεξαρτησίας, ως συλλογικό σώμα κι όχι ως άτομα, συνιστούν μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να είναι συμβατή με το διανοητικό σύμπαν της κατάκτησης. Ακόμα κι όταν τα λόγια τους μένουν τα ίδια με πριν. Οι δεσπόζουσες ορίζουσες προνοιακών αντιλήψεων για την τάξη και τη δικαιοσύνη, οι στοχεύσεις που υπηρετούν τη σταθερότητα και την, κάθε φορά, |"από Θεού τεταγμένη βασιλεία"| εγγράφονται πλέον στους κώδικες της νεοτερικότητας και στην προοπτική του Έθνους που ηγεμονεύει πολιτικά στους θεσμούς της επανάστασης. Και τούτες οι |"διαβολικές"| ιδέες και οι μοιραίες συνέπειές τους στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας, δεν μπορούν παρά να απορροφηθούν και από την ίδια την |"αιώνιο και κραταιά βασιλεία".| Πολύ σύντομα, οι δύνες του Εικοσιένα θα τροφοδοτήσουν και θα επιταχύνουν δυναμικές εκσυγχρονισμού και στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας. Διαρκούσης της επανάστασης βλέπουμε ίχνη τέτοιων αλλαγών στην ίδια την διαχείριση του πολέμου, στις ανακατατάξεις στον οθωμανικό στρατό, στις πολιτικές εξελίξεις που σημειώνονται στο Κάιρο αλλά και στην Ισταμπούλ. Η σύγχρονη Τουρκική ιστοριογραφία φαίνεται να στέφει το ενδιαφέρον της και προς αυτές τις κατευθύνσεις. Τούτα, όμως, δεν χωράνε σ' ένα σύντομο επετειακό σημείωμα όπως το ανά χείρας. 

|Ο Νίκος Θεοτοκάς και ο Νίκος Κοταρίδης διδάσκουν ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο| 




Στης αγωνίας τον καιρό

Της Λήδας ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ


Η χρήση της ιστορίας και των ηρώων της, ως πηγής πνοής της λογοτεχνίας, είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η τέχνη του λόγου. Κι ας έχουμε την αίσθηση ότι η κατάχρηση και η παραχάραξή της -εσκεμμένα ή μη, πάντα ιδεολογική κατά τη γνώμη μου- μετά το '89 έχει λάβει τη μορφή χιονοστιβάδας. 
Η χρήση των πηγών της ιστορίας, των λεγόμενων ντοκουμέντων, για την κατανόηση των τεκταινόμενων της εποχής μας μέσα από τη νέα, κριτική ανάγνωση των γεγονότων του παρελθόντος από τους ποιητές και πεζογράφους, είναι μια άλλη υπόθεση, που συνθέτει τη λογοτεχνία-ντοκουμέντο, διακρινόμενη ως ξεχωριστό είδος (στη Γερμανία π.χ. ήδη από τη δεκαετία του '60.) Μια υπόθεση που συγκλίνει με τη δουλειά του μοντέρνου ιστορικού, συμπληρώνοντάς την. Και ταυτόχρονα, αναπτερώνει την τέχνη του λόγου, για να υπερβεί τον στενό ορίζοντα ενός στείρου αισθητισμού, την εντάσσει με δυο λόγια μέσα στο γίγνεσθαι του κόσμου. 
Σ' αυτήν την κατηγορία ανήκουν πολιτικοί ποιητές και πεζογράφοι που εμφανίστηκαν στο προσκήνιο μετά τη μεταπολίτευση και ο κριτικός Κώστας Βούλγαρης έχει σχηματικά αποκαλέσει "γενιά του '89". Ποιητές και πεζογράφοι που ξαναδίνουν μετά το ατομοκεντρικό χάσμα της δεκαετίας του '70 στην ποίηση τη χαμένη της κοινωνική και πολιτική τιμή. 
Θα σταθώ σε κάποια χαρακτηριστικά δείγματα, που έχουν κοινό σημείο επαφής την νέα, ανατρεπτική ανάγνωση της επανάστασης του 1821, μέσα από την οποία αποκαλύπτουν υποφωτισμένες πλευρές της, ως ορόσημα της νεοελληνικής νεωτερικότητας. Η οποία ζωο-πυρώθηκε από τις σπίθες των αρχών του διαφωτισμού για την ισότητα, την ελευθερία και την ανεξιθρησκεία των πολιτών, που γρήγορα σβήσανε κάτω από τους ρομαντικά επιχρισμένους θρύλους των κρυφών σχολειών και των ηρώων-μαρτύρων με τα εξελληνισμένα ονόματα. Που θάφτηκαν επιμελώς μέσα στην ισοπεδωτική θεώρηση της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού, από την ιδεολογία του νεοσύστατου έθνους–κράτος. 
Οι ποιητές για τους οποίους μιλάμε, αποκαθαίρουν την επανάσταση από το θρύλο και την επανατοποθετούν μέσα στο έντεχνα λησμονημένο βαλκανικό της πλαίσιο, διαλευκαίνοντας αμφίδρομα τις εμφύλιες συγκρούσεις που διαμέλισαν ή κατέστρεψαν μετά το '89 τα εθνικά κράτη των Βαλκανίων. 
Γι' αυτούς η ιστορία φέρει, θα τολμούσα να πω, τη διαλεκτική μορφή του Angelus Novus του Βάλτερ Μπένγιαμιν, όπως την εξέφρασε ο γερμανός φιλόσοφος στην ενάτη των |Θέσεων για την έννοια της ιστορίας.| Του αγγέλου τής ιστορίας με το πρόσωπο το στραμμένο στο παρελθόν και στα συντρίμμια του, που σπρώχνεται από την ακατανίκητη θύελλα της προόδου στο μέλλον. Το παρελθόν τούς οδηγεί στο παρόν και τανάπαλιν. Και, όπως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, αλλά και κάθε συνεπής ιστορικός, εντρυφούν στα παραμελημένα θραύσματά του παρελθόντος που ενέχουν την αλήθεια. 
Ο Κώστας Βούλγαρης συνθέτει την ιστορία του που φέρει τον προγραμματικό τίτλο |Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη| (2003) μέσα από τον ίδιο το λόγο, το σύγχρονο ποιητικό και δοκιμιακό που συναντά και συνδιαλέγεται με τη γλώσσα των κειμένων της εποχής, και τη μυθοπλασία που αναδύεται από την ίδια την ορατή δόμηση της αφήγησης, σε μια συνεχή εναλλαγή πραγματικού και φανταστικού. |"Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη, το πολιτικόν σύνταγμα του 1827. Ο προφανής συσχετισμός του διαφωτισμού και της νεωτερικότητας με την επανάσταση του '21, η διαπάλη στο εσωτερικό της, η αντιφατική συνέχεια. Τι επί πλέον μπορεί να εισάγει η δική μου αφήγηση και μάλιστα ισοβαρές με το σχήμα που ορίζει ο τίτλος; Την ψυχή της Άννας; Της διαχρονικής και περιούσιας Ανατολής; Τη βυζαντινή κληρονομιά; Όχι βέβαια..."|, αποφαίνεται η Άννα, το κεντρικό πρόσωπο της μυθιστορίας. 
Ο Βούλγαρης προβαίνει επιπλέον σε μια άμεση αντιπαράθεση της επίσημα καταγεγραμμένης και ρομαντικά παραποιημένης ιστορίας και των αποσιωπημένων |διαφωτιστικών| ντοκουμέντων, με την αντιπαραβολή, για παράδειγμα, των γνήσιων απομνημονευμάτων του πρώτου υπασπιστή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη Φωτάκου, ως του ιστορικού αφηγητή που αποτελεί το αντίπαλο δέος του Μακρυγιάννη, και της επεξεργασμένης από άλλους και αλλοιωμένης μορφής τους. 
Παρότι ασχολείται με το μείζονα θρύλο της κυρίευσης της Τριπολιτσάς, επιλέγει να στηρίξει κι αυτός την αφήγηση σε μια φιγούρα, που με την πρώτη μόνον ματιά μοιάζει να παίζει ρόλο δευτερεύοντα, μια και βγαίνει απ' ευθείας από το πρόσφατο εμφύλιο σώμα των Βαλκανίων. Μια βουλγάρα ιστορικό που εργάζεται στην Αθήνα ως καθαρίστρια μνημείων, για να απομυθοποιήσει τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη και να σύρει τις νοητικές γραμμές που συνδέουν την επανάσταση του '21 με τον ελληνικό εμφύλιο και το μεταεθνικό, παγκοσμιοποιημένο σήμερα. 
|"Εγώ έχω τις αντιρρήσεις μου στο σχήμα του Τόντοροφ"|, λέει σε κάποιο σημείο η Άννα Ντρεγιάνοβα που γεννήθηκε στη Σόφια πριν από 45 χρόνια και ειδικεύτηκε στη βυζαντινή χρονογραφία, |"γιατί πιστεύω πως η ταυτότητα είναι κάτι πολύ ευρύτερο από την εθνική καταγωγή, απ΄ όσα μπορεί να σημασιοδοτήσει μια γλώσσα, να σου προσφέρει ή να σου περιορίσει ο τόπος κατοικίας. Για παράδειγμα, οι αριστεροί, τουλάχιστον στον μεσοπόλεμο, ένιωθαν πως είχαν πολύ μεγαλύτερες συγγένειες, δηλαδή ταυτίσεις, με τους συντρόφους τους των άλλων χωρών παρά με τους ομοεθνείς τους που ανήκαν στα υπόλοιπα κόμματα, γι' αυτό και στον ισπανικό εμφύλιο συμμετείχαν τόσοι πολλοί ξένοι. Το ίδιο δεν έγινε και στην επανάσταση του 1821 με τους φιλέλληνες; Ή σήμερα με τους ισλαμιστές; Και βέβαια εδώ πρόκειται για μια άνευ όρων ταύτιση, αφού οδηγεί στο θάνατο. Εμένα όμως με αφορά το συνανήκειν στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, στη σημερινή Ευρώπη, όπου βεβαίως περιλαμβάνεται και η Βουλγαρία, δηλαδή η μητρική μου γλώσσα και ένα μεγάλο μέρος της κουλτούρας μου, η Ελλάδα που ζω και τα Ελληνικά που μιλάω, αρχαία και νέα, η Ιστανμπούλ όπου θα ήθελα να μετακομίσω για να μελετήσω τη θέση της βυζαντινής πόλης στο χώρο, η Βιέννη που πάντα με γοήτευε, έστω κι από μακριά."| 
Ο Θωμάς Σκάσσης στο |Ρολόι της σκιάς| (2004) βαδίζει πάνω στο ίδιο υπόβαθρο. Έχοντας όμως ως σταθερό σημείο εκκίνησης και αφετηρίας το παρόν της συμβατικής προσωπικής ζωής του συμβολαιογράφου – αφηγητή, αλλά και των κριτικών σχολιασμών των ντοκουμέντων που παρεμβάλλει, ο Σκάσσης περιπλανάται, χωρίς να πλανάται, στα παρασκήνια της επανάστασης, ακολουθώντας τις παράλληλες διαδρομές δύο, ήσσονος σημασίας, εκπροσώπων της προεπαναστατικής εποχής και των ριζοσπαστικών, διαφωτιστικών ιδεών της. Που είναι ταυτόχρονα εκπρόσωποι των οικογενειακών δέντρων της μητέρας και του πατέρα ενός παλαιού παιδικού φίλου και συμφοιτητή –|"στα ωραία έντονα χρόνια, τα τελευταία της χούντας και τα πρώτα της μεταπολίτευσης"|- του συμβολαιογράφου που καλείται να τα ταξινομήσει. 
Ο Σκάσσης κατακερματίζει με συνέπεια το φαντασιακό εθνικό σώμα. Είτε αναφερόμενος στα ξένα ονόματα του Κορσικανού και αξιωματικού του ναπολεόντιου ναυτικού ήρωά του, που |"δεν φανταζόταν ότι θα άλλαζε μια μέρα το ονοματεπώνυμό του εξελληνίζοντάς το".| Είτε, θέτοντας καίρια ερωτήματα για τον έτερο εξ αυτών, τον καταγόμενο εκ Κυθήρων, στις ακτές των οποίων διασώζει τα μάρμαρα του Παρθενώνα που περιέρχονται στον λόρδο Έλγιν: |"Τελικά θεωρούσε ο Καρβούνης τον εαυτό του Έλληνα (ίδιο με εκείνους, απόγονο εκείνων) ή απλώς Τσιριγώτη; Μέσα στους 'ωραιότερους σχηματισμούς' των Ελλήνων συμπεριλάμβανε άραγε εξ ίσου τους ιταλοσπουδαγμένους Επτανήσιους ομοίους του και τους αμόρφωτους λαϊκούς ή ερμήνευε στενά τη ρήση του Πλήθωνα, 'Εσμέν γαρ ουν Έλληνες το γένος ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί;'. Τότε τι γινόταν με τους Αρβανίτες, τους Βλάχους, τους σλαβόφωνους; Τι ίσχυε για εβραίους, καθολικούς, μωαμεθανούς που είχαν γεννηθεί σε τούτο το δουβλέτι και μιλούσαν κάτι κουτσά ελληνικά -αν τα μιλούσαν κιόλας; (Μήπως και τα δικά του δεν ήταν μπολιασμένα με τόσες ιταλικές λέξεις;) Αυτούς όλους τους θεωρούσε το ίδιο Έλληνες;".| 
Η επανάσταση του '21 διατρέχει υποδόρια το έργο των ποιητών Γιώργου Μπλάνα, Σπύρου Βρεττού και Βαγγέλη Κάσσου. Εδώ, σε αντίθεση με τα πεζά που αναφέραμε, το ποιητικό υποκείμενο ταυτίζεται με το υποκείμενο της ιστορίας και συνδιαλέγεται, στις περιπτώσεις του Μπλάνα και του Βρεττού, με την ποιητική παράδοση και τη τρομερή φιγούρα της |Γυναίκας της Ζάκυνθος| του Διονυσίου Σολωμού, του ιερομόναχου Διονύσιου, εγκάτοικου στο ξωκλήσι του Άγιου Λύπιου, πρωτοπρόσωπου αφηγητή ηθικών διλημμάτων και παραισθησιακών οραμάτων. 
Και βγάζει, στο |Ανιστόρητο| του Βρεττού (1999), την κραυγή της απ-εγνωσμένης λήθης |"την μακρόσυρτη που ακούστηκε σαν 'οίμοι'".| 
|"Κι από κοντά κι άλλες φωνές,/ Παίζοντας τα παιδιά την εκκλησία~/ 'οίμοι'/ και 'οίμοι'/ και κάποια σχέτα 'οι'/ που ένας άγνωστος τα πέρασε για άρθρα/ και του 'ρθε και συμπλήρωσε τη γλώσσα:/ 'οι φοβισμένοι'/ 'οι αλαζόνες όχι',/ 'οι φοβισμένοι'.| 
Και απαντά στον εθνικό μας ποιητή: 
|Υπήρξε δεν υπήρξε ιερομόναχος 
στου Άγιου Λύπιου το ξωκλήσι 
που έψελνε δεν έψελνε τα "οίμοι" 
και μέτραγε δεν μέτραγε στα δάχτυλα τον κόσμο, 

υπάρχει πάντως και το άναρθρο 
στης Άγιας Αγωνίας τον καιρό 
και την αυλή του τα παιδιά 
παίζουν κρυφό και άγνωστο.| 
Γίνεται η φωνή του εξορισμένου από το κατασκεύασμα του εθνικού σώματος |λόρδου Charles Murray που πεθαίνει για την Ελλάδα (1824)| όπως την γράφει ο Βαγγέλης Κάσσος στο |Αδιαπέραστο φως| (1998): 
|"πάνε εικοσιδύο μέρες /που καήκαν τα Ψαρά /που έγινε στάχτη η ψυχή μου/ οι Έλληνες με περιφρόνησαν/ η οικογένειά μου με αρνήθηκε/ όμως από σένα βροχή περιμένω την απόλυτη είδηση/ αγλαόν ύδωρ φως μου άστραψε τώρα..."| 
Και μεταλλάσσεται στα ομιλούντα πρόσωπα του Γιώργου Μπλάνα. Στην |Απάντησή του| (2000), τα χαρακτηριστικά του "Πολεμιστή" πλάθονται ακόμη μέσα στο μύθο κι ο τόπος του μακελειού φέρει ακόμη το όνομα της Τροίας. Κι ας είναι ο λόγος ωμός και δηλωτικός της διαχρονίας του: |"Σπουδαία εκστρατεία! Εδώ και δέκα χρόνια,/ προσφέρουμε το τέλειο πολίτευμα σε ένα λαό ξεσαλιασμένων τετράποδων:/ ελευθερία να μας κοπρίζουν,/ ισότητα στο σπάραγμα των σπλάχνων μας,/ αδελφότητα στα τσιμπούρια που χορταίνουν/ με το έλλειμμα του αίματός μας (...). Ήρθαν εδώ για λάφυρα και περιφέρουν/ την πληγωμένη τιμή της ράτσας τους".| 
Ενώ στη σύνθεση του Μπλάνα |Επεισόδιο. Ένα πολιτικό ποίημα| (2002), οι μάσκες πέφτουν κι ο μύθος καταλύεται. |"Δεν ήμουν Οδυσσέας. Άστεγος ήμουν",| κραυγάζει ο Εγκληματίας πολέμου. |"Δεν ήμουν Φιλοκτήτης. Μόνος ήμουν."| λέει ο Λιποτάκτης. |"Συντόμευε. Δική σου"| φωνάζει η Ερωτευμένη. |"Μπορώ να τρεκλίσω το δικό μου σκοτάδι"| δηλώνει ο Άμαχος πρόσφυγας. 
Στα τέσσερα πρόσωπα που συνθέτουν το |Επεισόδιο|, τα "διακριτικά είναι τόσο φθαρμένα που δεν ξεχωρίζουν". Δεν έχουν σημασία ο τίτλος, οι σπουδές, η καταγωγή. Μόνον η ζωή κι ο θάνατος. Κι ανάμεσα τους αναδύεται γυμνή, τόσο τραγική όσο και κτηνώδης, η ανθρώπινη ύπαρξη, μέσα στον αέναο τόπο σφαγής των Βαλκανίων όπου παραβιάστηκαν οι αρχές του διαφωτισμού, τον 19ο αλλά και τον 20ό αιώνα, και οι λέξεις άδειασαν κι αυτές. 
|"Μας έκρυψαν το θάνατο Τιμόθεε, ό,τι έμοιαζε με ζωή 
Ή το εντελώς αντίθετο; πώς να ξέρεις τι σαπίζει στο σκουπιδότοπο της διαλεκτικής 
όταν μυρίζει τόσο Παράδεισο το γιασεμί;"| 

Μεγάλη Εβδομάδα στου Άγιου Λύπιου το ξωκλήσι

|Ήταν κραυγή μακρόσυρτη 
και ακούστηκε σαν "οίμοι", 
σαν της Μεγάλης Τρίτης ήχος πλαγιαστός, 
βαθιά κοιμώμενος μες στη φωνή του ψάλτη. 

Κι από κοντά κι άλλες φωνές, 
παίζοντας τα παιδιά την εκκλησία~ 
"οίμοι" 
και "οίμοι" 
και κάποια σχέτα "οι" 
που ένας άγνωστος τα πέρασε για άρθρα 
και του 'ρθε και συμπλήρωσε τη γλώσσα: 
"οι φοβισμένοι" 
"οι αλαζόνες όχι", 
"οι φοβισμένοι". 

Υπήρξε δεν υπήρξε ιερομόναχος 
στου Άγιου Λύπιου το ξωκλήσι 
που έψελνε δεν έψελνε τα "οίμοι" 
και μέτραγε δεν μέτραγε στα δάχτυλα τον κόσμο, 

υπάρχει πάντως και το άναρθρο 
στης Άγιας Αγωνίας τον καιρό 
και την αυλή του τα παιδιά 
παίζουν κρυφό και άγνωστο.| 

Σπύρος Βρεττός, Ανιστόρητο, 1999 


Ο λόρδος Charles Murray πεθαίνει για την Ελλάδα (1824) 

|αθώα βροχή αποφάσισε 
λύσε αυτό το αίνιγμα την καρδιά μου 
σα σύννεφο μαύρο σκεπάζει 
τη ζωή μου 
ο ουρανός περνάει και χάνεται 
δεν υπάρχει ποτέ ουρανός 
μόνο το βλέμμα που τον ζητάει 
στα ορεινά περάσματα της Αχαΐας 
περιμένω την απάντηση 
μην αργείς άλλο βροχή 
στο δρόμο από το Ναύπλιο για Μεσολόγγι 
έχουν γίνει όλα σκληρά ακατέναυστα 
σαν εφιάλτης του Θεού 
που κοιμάται 
είναι 26 Ιουλίου 1824 
πάνε εικοσιδύο μέρες 
που κάηκαν τα Ψαρά 
που έγινε στάχτη η ψυχή μου 
οι Έλληνες με περιφρόνησαν 
η οικογένειά μου με αρνήθηκε 
όμως από σένα βροχή 
περιμένω την απόλυτη είδηση 
αγλαόν ύδωρ φως μου 
άστραψε τώρα 
στη σκοτεινιά της επιφάνειας 
παραμέρισε το κορμί μου 
και μπες 
ο θάνατός μου είναι άδειος| 

Βαγγέλης Κάσσος, Αδιαπέραστο φως, 1998 





Φαναριώτες, Εκκλησία και Επανάσταση: η μαρτυρία των πηγών

Της Αλεξάνδρας ΣΦΟΙΝΗ


"|Πρώτον ήτο αδύνατον να εμπορέση να μορφωθή σκοπός επαναστάσεως εις το μέσον ενός πλήθους δέκα χιλιάδων ανθρώπων έμπροσθεν εξακοσίων ή επτακοσίων| [χιλιάδων] |αντιπάλων και έτι αδυνατώτερον νά λάβη ιδέας αναγεννήσεως η εκνευρισμένη φαντασία των Ηγεμόνων και Βοϊάριδων Φαναριωτών. Είναι λοιπόν φανερά απάτη το ν' αποδίδουν εις τους εν Κωνσταντινουπόλει Γραικούς μέρος τι δραστήριον από την ένδοξον επιχείρησιν των της Πελοποννήσου και Αρχιπελάγους Ελλήνων|". 
Αυτά γράφονται στα 1824 στο |Σύγγραμμα περί Φαναριωτών| του ιατροφιλόσοφου Μάρκου Φίλιππου Ζαλλώνη, που έζησε και εργάστηκε κοντά στους Φαναριώτες. Σύμφωνα με τον Ζαλλώνη, "|η ιδέα να ελευθερώσουν την πατρίδα των από τον Οθωμανικόν ζυγόν ουδεμίαν τους εμπνεύσθη στιγμήν|". Δεν έχαιραν άλλωστε εμπιστοσύνης από τους ομοεθνείς τους, αφού δεν "|εστοχάσθησαν ποτέ άλλο παρά την ιδίαν αυτών ύψωσιν... και αι συγκροτούμεναι δια την απελευθέρωσιν λαού τινος γενναίαι μάχαι απαιτούν γενναιοψυχίαν ειλικρινή και ψυχήν ελεύθερον και αφιλοκερδή|". 
Στο |Σύγγραμμά| του ο Ζαλλώνης καταγγέλλει συμπεριφορές που απέβλεπαν στην τήρηση της νομιμοφροσύνης απέναντι στον οθωμανό κυρίαρχο και στην απόκτηση τίτλων και αξιωμάτων. Η διασφάλιση της "ευταξίας", μιας πολύ σημαντικής έννοιας για το πολιτικό σύστημα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και γενικότερα κάθε απόλυτης μοναρχίας --η κοσμική τάξη αντανακλά τη θεία τάξη και οφείλει να είναι απαρασάλευτη-- αποτελούσε κύριο μέλημα του Πατριαρχείου, που λειτουργούσε ως νόμιμος θρησκευτικός θεσμός των χριστιανών της αυτοκρατορίας στο πλαίσιο της οθωμανικής πολιτικής εξουσίας, ειδικότερα σε ό,τι αφορούσε το μιλλέτι των ρωμιών χριστιανών "υποκειμένων", οι οποίοι όφειλαν "ευπείθεια και δουλική υποταγή" στη "διαιωνίζουσα, μεγίστη, κραταιά βασιλεία", ώστε να εξασφαλίσουν "ευσπλαχνία και δικαιοσύνη" απέναντί τους. 
H μορφωτική υπεροχή των Φαναριωτών (πολυγλωσσία, σπουδή της ιατρικής και του δικαίου), επέτρεψε από νωρίς τη συμμετοχή τους στο εξουσιαστικό σύστημα. Αν οι Οθωμανοί κυρίαρχοι χαρακτηρίζονται σε κείμενα του φαναριώτικου περιβάλλοντος "κραταιοί", "αήττητοι", "δικαιοπραγούντες", "ευσπλαχνικότατοι", οι κληρικοί "φρόνιμοι", "τίμιοι", "πεπαιδευμένοι", οι Φαναριώτες ηγεμόνες διακρίνονται για το "θεοσεβούμενον", "την αγάπην του πλησίον και της πατρίδος", και, κυρίως, το "φιλόσοφον". Στα τέλη του 18ου αιώνα, η επαφή με τον γαλλικό Διαφωτισμό και τον Εγκυκλοπαιδισμό θα διαμορφώσει μια πολιτική ιδεολογία της ελίτ του Φαναριού, που έχει πρότυπο την πεφωτισμένη δεσποτεία των δυτικών μοναρχιών. 
Ωστόσο, αν και η επικράτηση του ελευθερόφρονου γαλλικού πνεύματος στους φαναριώτικους κύκλους σχεδόν γενικεύεται στα τέλη του 18ου αιώνα --με εξαίρεση κάποιες αποδοκιμασίες των ηθικολόγων-- οι προωθημένες φιλοσοφικές ιδέες και οι κάθε είδους "νεωτερισμοί" που αντιβαίνουν στην "αρχαία συνήθεια" θα προκαλέσουν ανησυχία στην Εκκλησία, ιδίως μετά το 1798, όταν τα γαλλικά στρατεύματα φθάνουν στην Αίγυπτο, οπότε το Πατριαρχείο σπεύδει, συμπορευόμενο με την Πύλη, να καταδικάσει οτιδήποτε απειλεί τις κατεστημένες ιεραρχίες. 
Σε εγκυκλίους και απολογητικά κείμενα (|Αντιφώνησις| Αθανασίου του Παρίου, |Απολογία Χριστιανική ή βιβλιάριον κατά των αθεωτάτων λιμπερτίνων, Διδασκαλία Πατρική|), υποδυόμενο τον ρόλο του εγγυητή της νομιμότητας, προτρέπει υποταγή "εις τας υπερεχούσας αρχάς", στηλιτεύει τους "Βολταίρους, Φρανκμαζόνας, Ροσούς και Σπινόζας", τους "φιλοζόφους" που μεταδίδουν το "φαρμάκι της αθεΐας", παρ' ότι στο σύνολό τους οι προοδευτικοί λόγιοι δεν αποκήρυξαν τη χριστιανική πίστη. Μετά τον αφορισμό του Ρήγα, η απάντηση της προοδευτικής μερίδας θα είναι αναλόγως βίαιη. Στα επαναστατικά φυλλάδια (|Αδελφική Διδασκαλία| του Κοραή, |Ρωσαγγλογάλλος, Ελληνική Νομαρχία|) ασκείται αυστηρή κοινωνική κριτική με βαρείς χαρακτηρισμούς: "μιαρά Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως", "μάνδρα λύκων", "χρυσολάτραι", "λαοκλέπται", "αυτόματοι και ουτιδανοί άρχοντες", "φιλάργυροι και αμαθείς αρχιεπίσκοποι". 
Στις παραμονές της Eπανάστασης του '21, οι ιδεολογικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις οξύνονται και η Εκκλησία μετέρχεται μεθόδους που θυμίζουν Ιερά Εξέταση: κλείσιμο σχολείων, λογοκρισία, κάψιμο βιβλίων, αφορισμούς, σχέδια δολοφονιών. Η πατριαρχική σύνοδος "περί καθαιρέσεως των φιλοσοφικών μαθημάτων" (Μάρτιος 1821) κατηγορεί τους προοδευτικούς λογίους ως "πρωτίστους" των "καρμπονάρηδων", δηλαδή των υπαιτίων της "αποστασίας". Από την άλλη πλευρά, στα αντικληρικά κείμενα, τα οποία πολλαπλασιάζονται, προβάλλονται φιλελεύθερα και κοινωνικά αιτήματα, σε αντιπαράσταση με τη δεισιδαιμονία, τη δεσποτική συμπεριφορά και τα προνόμια του κλήρου. Οι αρχιερείς ζουν "ως αληθείς δεσπόται, ως άγριοι λύκοι και ουχί ως αληθείς ποιμένες", επιπολάζει ο "πανωλέθριος και φρικτός δεσποτισμός των αναξίων διαδόχων του φιλανθρώπου Ιησού και σωτήρος". Θίγεται μάλιστα ανοιχτά το ζήτημα του κοινωνικού ρόλου του κλήρου και της κατάργησης των κοσμικών αρμοδιοτήτων του: το ιερατείο πρέπει να περιοριστεί "εις τα της εκκλησίας και των ευλογιών". 
Η Επανάσταση, νοούμενη ως κίνημα προς ένα μελλοντικό καθεστώς ελευθερίας και δημόσιας ευτυχίας, ως ελπίδα "παλιγγενεσίας" ολόκληρου του έθνους, ασύμβατη με το μοναρχικό καθεστώς και αντιδεσποτική, ασφαλώς υπερέβη τις προσδοκίες των Φαναριωτών, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ζαλλώνη, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, όπως του Αλέξανδρου Υψηλάντη, "|ηδύναντο να φαντασθούν μικράν επανάστασιν του Σαραΐου, πλην όχι τοιαύτην, εις την οποίαν οι Ψαριανοί και οι Υδραίοι ήθελον καύσειν αρχιναυάρχους Τούρκους με τας ναυαρχίδας των και τα τείχη των φρουρίων της Πελοποννήσου ήθελον πέσειν από τα πυροβόλα όργανα των Γραικών|". Με την κοινωνική συνείδηση των "πλέον πεπαιδευμένων και υπέρλαμπρων την ευγένειαν", τήρησαν αποστάσεις από την εθνική Επανάσταση που την θεωρούσαν έργο των "χυδαίων" και "βαναύσων", των "μπακάληδων", όπως αποκαλούσαν τους εμπόρους. 
Οι προοδευτικοί διανοούμενοι θα κρατήσουν επιφυλακτική έως εχθρική στάση απέναντι στους Φαναριώτες, ακόμα και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, όταν οι τελευταίοι θα σπεύσουν να επανδρώσουν τον διοικητικό μηχανισμό. Στα 1831 ο Κοραής θα καταστήσει προσεκτικούς τους ελευθερωμένους ομοεθνείς απέναντι σε "χριστιανούς τουρκίζοντας": "|Το πνεύμα του συστήματος αυτών| [των Φαναριωτών], |εκθεμένον κατά πλάτος από άλλους| [παραπέμπει στο |Σύγγραμμα| του Ζαλλώνη], |κρίνω παρόμοιον του πνεύματος των Ιησουιτών, και ως τοιούτου έχουν δίκαιον όλοι οι Έλληνες να φοβώνται τα εκ των Φαναριωτών ενδεχόμενα εις την Ελλάδα κακά... Χρέος λοιπόν παντός φιλοπάτριδος Έλληνος είναι να φωνάζη προς τους ομογενείς του 'προσέχετε από της ζύμης των Φαρισαίων' εωσού οι Φαρισαίοι, αποτασσόμενοι τας σατανικάς πρωτοκλισίας και πρωτοκαθεδρίας, να αναβαπτισθώσι το βάπτισμα του διδασκάλου της ισότητος Χριστού|". 

Βιβλιογραφία 

Μ. Φ. Ζαλλώνης, |Σύγγραμμα περί των Φαναριωτών|, επιμέλεια – εισαγωγή Θ. Χ. Παπαδόπουλος, Αθήνα 1975. 
[Α. Κοραής], |Τι συμφέρει εις την ελευθερωμένην από Τούρκους Ελλάδα να πράξη εις τας παρούσας περιστάσεις, δια να μη δουλωθή εις χριστιανούς τουρκίζοντας. Διάλογος δύο Γραικών δεύτερος|, Παρίσι 1831. 
Φίλιππος Ηλιού, |Τύφλωσον, Κύριε, τον λαόν σου. Οι προεπαναστατικές κρίσεις και ο Νικόλαος Πίκκολος|, Αθήνα 1988. 
Δημήτρης Γ. Αποστολόπουλος, |Η Γαλλική Επανάσταση στην τουρκοκρατούμενη ελληνική κοινωνία. Αντιδράσεις στα 1798|, Αθήνα 1989. 
Σπύρος Ασδραχάς, "Οι δύο κοινωνίες", |Ιστορικά απεικάσματα|, Αθήνα 1995, σ. 73-76. 

|Η Αλεξάνδρα Σφοίνη είναι ιστορικός, ερευνήτρια στο ΚΝΕ/ΕΙΕ




Από την επανάσταση του 21 στην προεπαναστατική κοινωνία και οικονομία: Η περίπτωση του Γ. Σκληρού και Γ. Κορδάτου

Του Κωνσταντίνου ΓΚΟΤΣΗ


Οι ιστορικοί του 19ου αιώνα προσέγγισαν την επανάσταση του '21 περιγράφοντας και αναλύοντας γεγονότα, πρόσωπα, ιδέες... Οι αναφορές σε κοινωνικές ομάδες εξυπηρετούν και αυτές κατά βάση την κατάδειξη της σχέσης τους με τη διαμόρφωση επαναστατικών ιδεών και τη συμμετοχή τους στην επανάσταση. Όμως η ιστοριογραφία του 19ου αιώνα παραμένει ουσιαστικά εγκλωβισμένη σε μια γεγονοτολογική προσέγγιση της επανάστασης του '21. Αυτό από μια άποψη είναι αναμενόμενο, με την έννοια ότι διαρκώς νέα στοιχεία έρχονταν στο φως σχετικά με τα γεγονότα και τους ανθρώπους της επανάστασης. 
Η παρέμβαση των πρώτων μαρξιστών διανοητών στις αρχές του 20ου αιώνα, γύρω από τον χαρακτήρα και τα αίτια της επανάστασης του '21, θα τους οδηγήσει σε μια απόπειρα για μια διαφορετική τύπου προσέγγιση. Φυσικά και αυτοί ενδιαφέρονται για τα γεγονότα και τα πρόσωπα. Επιχειρούν όμως παράλληλα να ανατρέψουν την υφιστάμενη αξιολόγηση των προσώπων και γεγονότων, αμφισβητώντας τις κυρίαρχες αντιλήψεις. 
Οι διανοητές όμως αυτοί, προκειμένου να ερμηνεύσουν την επανάσταση, θα στραφούν στην προσέγγιση του κοινωνικών δυνάμεων, των κοινωνικών στρωμάτων και του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού κατά τη διάρκεια της "Τουρκοκρατίας" και ιδίως του 18ου αιώνα. Πρωτοπόρος αυτής της τάσης υπήρξε ο Γ. Σκληρός, ακολουθούμενος –χρονικά- από τον Γ. Κορδάτο. 
Ο Γ. Σκληρός παρεμβαίνει στο θέμα το 1907 με το βιβλίο του |Το κοινωνικό μας ζήτημα|, ένα έργο που προκάλεσε πολλές συζητήσεις και επηρέασε σημαντικά τους διανοούμενους της εποχής του. Ο Σκληρός υποστηρίζει ότι υπάρχουν ορισμένοι "φυσικοί νόμοι" σύμφωνα με τους οποίους εξελίσσεται η κοινωνία. |"...Εις κάθε δοθείσαν εποχήν η κατάστασις μιας κοινωνίας είναι αποτέλεσμα ωρισμένων κοινωνικών σχέσεων, προελθόντων κυρίως από οικονομικούς λόγους, επί τη βάσει ωρισμένων νόμων, τους οποίους ουδείς δύναται να αλλάξη, ημπορεί όμως αντικειμενικώς να σπουδάση(...) Μόνη εκείνη η κοινωνική κίνησις ημπορεί να έχει πρακτικήν σημασίαν και επιτυχίαν, η οποία συμπίπτει με την φυσικήν φοράν της εξελίξεως" (Το κοινωνικόν μας ζήτημα|, Έργα, Επικαιρότητα, Αθήνα 1966, σ. 88). Κατά τον Γ. Σκληρό η κύρια βάση είναι |"λόγοι οικονομικοί, τούτους δε ακολουθούν διάφορα ιδεώδη, δημιουργούμενα υπό διαφόρων κοινωνικών τάξεων εν τη αναμεταξύ των πάλη"| (όπ. π. σ. 88). 
Αυτή η προτεραιότητα στους οικονομικούς λόγους είναι που θα οδηγήσει τον Γ. Σκληρό και Γ. Κορδάτο στην αναζήτηση των οικονομικών αιτιών της επανάστασης του '21 και κατ' επέκταση στη μελέτη της προεπαναστατικής οικονομίας και κοινωνίας. Οι αναλύσεις όμως αυτές τους οδηγούν μακρύτερα στο Βυζάντιο, προκειμένου να διαγνώσουν τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που επέφερε η Οθωμανική κατάκτηση. 
Τόσο η γνώμη του Σκληρού, όσο και αυτή του Κορδάτου, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, είναι αρνητική προς το Βυζάντιο. Περισσότερο γι' αυτό, ίσως να βάραινε το γεγονός ότι το Βυζάντιο εμφανίζεται ως μια αυτοκρατορία με έντονα θρησκευτικά στοιχεία. 
Κατά τον Γ. Σκληρό: |"Το Βυζάντιον, ως όλα τα κράτη της εποχής του, ήτο καθαρώς φεουδαλο-αριστοκρατικόν κατασκεύασμα: έφερεν, εννοείται, όλα τα τυπικά γνωρίσματα αριστοκρατικού κράτους: πολεμικόν μένος, κατακτητικάς ορμάς, απολυταρχικόν συγκεντωτικόν πολίτευμα, θεοκρατικόν πνεύμα"| (όπ. π. σ. 109). 
|Ο Γ. Σκληρός όμως, "οπαδός" των φυσικών νόμων της ιστορίας, θα πρέπει να εξηγήσει γιατί αυτή η "φυσική" εξέλιξη της κοινωνίας δεν ίσχυσε και στην περίπτωση του Βυζαντίου. Γιατί δηλαδή το φεουδαρχικό κατ' αυτόν Βυζάντιο δεν ανατράπηκε από την αστική τάξη και δεν εγκαθιδρύθηκε και σ' αυτό ο καπιταλισμός. Αιτία για την "μη ομαλή" αυτή εξέλιξη υπήρξε η κατάκτησή του από τους Τούρκους. "Εδώ διακόπτεται αποτόμως η περαιτέρω ομαλή εξέλιξις του ελληνικού Βυζαντίου, ως ανεξαρτήτου αριστοκρατικού κράτους και αρχίζει νέα περίοδος ανωμάλου βίου, περιπλέξασα και παραμορφώσασα την περαιτέρω εξέλιξιν του ελληνικού έθνους. (...) Το ελληνικόν αριστοκρατικόν Βυζάντιον παραχώρησε την θέσιν του εις νέαν φεουδαλικήν φυλήν, τους κατακτητάς Τούρκους. Ως εκ τούτου και η περαιτέρω εξέλιξις έλαβε ιδιόρρυθμον χαρακτήρα"| (όπ. π. σ. 110 - 111). 
Ποιες αλλαγές όμως έγιναν με την Οθωμανική κατάκτηση; |"Η οικονομική κατάσταση της κοινωνίας, δηλ. το γεωργικό καθεστώς, έμεινε η ίδια, επομένως και η φεουδαλική μορφή του νέου κράτους σε αιώνες έμεινε κι αυτή ίδια. Η απολυταρχική μορφή της κυβέρνησης και το θεοκρατικό και κληρικοκρατικό πνεύμα, επίσης το ίδιο. Άλλαξαν μόνο τα πρόσωπα, τα πράγματα έμειναν αμετάβλητα" (Το ζήτημα της Ανατολής,| Έργα, σ. 416) 
Κατά τον Γ. Σκληρό το |"φεουδαλικό καθεστώς"| του Βυζαντίου το διαδέχεται |"το καινούργιο τουρκικό φεουδαλικό κράτος"| (όπ. π. σ. 417). Η διάκριση στην οποία προχωρεί ο Σκληρός στη μελέτη του αυτή του 1909, βασίζεται εν πολλοίς στον "φυλετικό παράγοντα", στοιχείο το οποίο θα αναπτύξει πιο συστηματικά στο έργο του, "τα σύγχρονα προβλήματα του ελληνισμού", μερικά χρόνια αργότερα, το 1919. Η ταξική – κοινωνική διαίρεση σύμφωνα με αυτόν έχει άμεση σχέση με τις "φυλές" της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι οποίες διακρίνονται και θρησκευτικά μεταξύ τους. |"Πρώτα έχουμε τους καταχτητές Τούρκους, τους μεγάλους φεουδάλους, που πήρανε τις καλύτερες γαίες στα χέρια τους (τσιφλικάδες). Κατόπι τους χριστιανούς που καταγίνουνται στη μικρογεωργία, στη μικροβιοτεχνία και στο εμπόριο. Κατά φυλές έχουμε: Έλληνες, Σλαύους, Βλάχους, Αρβανίτες, Αρμένιδες κ.λπ. Απ' αυτούς άλλοι ζούνε περισσότερο στα μεσόγεια και καταγίνουνται με τη γεωργία και χτηνοτροφία, (Βλάχοι, Σλαύοι, Αρβανίτες κ.λπ.), και βρίσκουνται επομένως σε κατώτερο στάδιο οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης (μικροφεουδάλοι), ενώ άλλοι πάλε ζούνε περισσότερο στις παράλιες πόλεις και καταγίνουνται με το εμπόριο και τις χρηματιστικές εργασίες (Έλληνες, κάμποσοι Αρμένιδες κ.λπ.), επομένως έχουνε μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική αστική εξέλιξη. Ώστε έχουμε τις εξής κατηγορίες: Μεγάλοι φεουδάλοι τσιφλικάδες: Τούρκοι. Μικρογεωργοί και ποιμένες: Σλαύοι, Βλάχοι Αρβανίτες. Αστοί – έμποροι: Έλληνες, Αρμένιδες κ.λπ. Αυτά εννοείται σε γενικό σχήμα. Μικρές εξαιρέσεις υπάρχουν βέβαια αλλά δεν παίζουνε σπουδαίο ρόλο. Οι Έλληνες λοιπόν, σαν έμποροι αστοί, είτανε το πιο εξελιγμένο στοιχείο της τουρκικής αυτοκρατορίας."| (όπ. π. σ. 417).  
Ως λογική απόληξη όλων των παραπάνω, ο Γ. Σκληρός θα συνδέσει τον χαρακτήρα της επανάστασης του '21 με την οικονομική κατάσταση των ελλήνων: Ο χαρακτήρας της ναι μεν |"ήτο αρκετά συγκεχυμένος"|, πλην όμως |"κατά βάθος ήτα αστική επανάστασις, προκληθείσα υπό της πρωτοφανούς οικονομικής ευεξίας των έσω και έξω αστικών στοιχείων, της αφυπνίσεως του εθνικού φρονήματος, ιδίως εις τας ανεπτυγμένας αστικάς τάξεις και τους λογίους του έθνους" (Το κοινωνικόν μας ζήτημα,| σ. 114). 
Ποια είναι η αλληλουχία των επιχειρημάτων του Γ. Σκληρού; Γιατί οι έλληνες |"σαν έμποροι αστοί, είτανε το πιο εξελιγμένο στοιχείο της τουρκικής αυτοκρατορίας"| Εδώ ο Γ. Σκληρός θα θέσει ένα επιχείρημα "φυλετικό" και πολιτισμικό. |"Αυτό ξηγιέται εύκολα αν θυμηθούμε πως οι Έλληνες είχαν τον παλαιότερο και μεγαλύτερο πολιτισμό απ' όλες τις άλλες φυλές".| (όπ. π. σ. 417). Γιατί οι Έλληνες πρώτοι ξεκινούν τον αγώνα; |"Η υπεροχή αυτή της κοινωνικής εξέλιξης των Ελλήνων μας ξηγά εύκολα γιατί οι Έλληνες είτανε οι πρώτοι που δοκίμασαν ν' αποτινάξουν τον τουρκικό φεουδαλικό ζυγό. Η ανώτερή τους μόρφωση, η αστική τους υπόσταση και το μεγάλο ιστορικό παρελθόν δεν τους επιτρέπανε να κοιμούνται, αλλ' υποδαυλίζανε την ιδέα της εθνικής παλιγγενεσίας."| (όπ. π. σ. 417 - 418). 
Ο Γ. Κορδάτος δημοσιεύει το 1924 το βιβλίο του |Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821|, υπό την επιρροή του Γ. Σκληρού. Ο Γ. Κορδάτος έθεσε ως στόχο να επεξεργαστεί τα ιστορικά στοιχεία και να μελετήσει την ιστορική περίοδο μετά το 1453. Μάλιστα, δίνει ιδιαίτερη σημασία στην τουρκοκρατία, θεωρώντας ότι αυτή η περίοδος είναι σχεδόν άγνωστη, και ότι η μελέτη της αποτελεί προϋπόθεση για την κατανόηση του χαρακτήρα της επανάστασης του '21. Στόχος του επίσης είναι να συγκρουστεί με τις απόψεις των "ιδεαλιστών" ιστορικών, όπως ο Παπαρηγόπουλος και ο Καρολίδης. 
Ο Κορδάτος θεωρεί ότι τα πράγματα μετασχηματίζονται στο Βυζάντιο κατά τον 14ο αιώνα. |"Σ' όλα τα οικονομικά κέντρα που υπάρχει εμπορευματική παραγωγή (Πόλη, Θεσσαλονίκη, Μυστράς κ.λπ.), αρχίζει να σχηματίζεται ελληνική συνείδηση, γιατί το ελληνικό εμπόριο βρίσκεται στα χέρια των Γραικών, που βλέποντας να καταρρέει η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αντιδρούν κατά του φεουδαρχισμού και του καλογερισμού" (Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821,| Επικαιρότητα, Αθήνα 1975, σ. 35-36). 
Η "μεσαία τάξη" της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, κατά τον Κορδάτο επεξεργάστηκε την ιδέα για τον μετασχηματισμό του κράτους σε ελληνικό. Όλο το αρχαίο υλικό, οι παραδόσεις, τα πολεμικά γεγονότα, οι κατακτήσεις τους στο εμπόριο και τη ναυτιλία, αποτελούν το |"άφθονο και πλούσιο ιδεολογικό υλικό για μετασχηματισμό του κρατικοοικονομικού οργανισμού από φεουδαρχικό σε αστικοεμπορικό"| (όπ. π. σ. 37). 
Οι Τούρκοι, κατά τον Κορδάτο ήταν λαός πολεμικός, και δεν είχαν κατά την εποχή της κατάκτησης |"ανεπτυγμένην εμπορευματικήν παραγωγήν"| (όπ. π. σ. 67), αναφερόμενος δε στον κοινωνικό σχηματισμό χρησιμοποιεί τον όρο "τούρκικος φεουδαρχισμός" (σ. 68). 
Συμφωνώντας με την άποψη του Γ. Σκληρού θεωρεί ότι: |"Στους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας έχουμε μια γενική οπισθοδρόμηση. Η Μεσόγειος που ως τα τότε ήταν ο υγρός δρόμος των ανταλλαγών Ευρώπης και Ασίας έκλεισε. Το εμπόριο σταμάτησε και η εμπορευματική παραγωγή ατόνησε και διαμορφώθηκε η κλειστή (σπιτική) οικονομία."| (σ. 52). 
Στους δύο πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας |"η κοινωνική διαφοροποίησις παρουσιάζει πολύ βραδύν ρυθμόν. Αι βασικαί τάξεις παραμένουν αι αυταί, που ήσαν και εις το Βυζάντιον. Φεουδάρχαι και αγροτοδούλοι με ένα ενδιάμεσον στρώμα, τους μικροϊδιοκτήτας και μικρονοικοκυραίους (βιοτέχνας, τεχνίτας κ.λπ.), που υπήρχαν μέσα εις τα πόλεις και τα κεφαλοχώρια. Από τον 18ον αιώνα όμως και εντεύθεν τα πράγματα αλλάζουν."| (σ. 99). 
Για τον Κορδάτο τα πράγματα αλλάζουν κατά τον 18ο αιώνα λόγω της ανάπτυξης των εμπορικών συναλλαγών με τη Δύση, τη Ρωσία κ.λπ. Συμπεραίνει δε, παραπέμποντας και στο σχετικό τμήμα του Κεφαλαίου του Μαρξ για την πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου, ότι με την ανάπτυξη κάποιων αστικών κέντρων (Αμπελάκια, Ιωάννινα κ.λπ.), το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και στον Ελλαδικό χώρο και ότι έχουμε έτσι την αυγή του καπιταλισμού. Διαπιστώνει ότι η αστική τάξη, "η ελληνική μπουρζουαζία", διακρίνεται από μονομέρεια, με την έννοια ότι είναι κατά βάση εμπορική, δραστηριοποιούμενη στη ναυτιλία και το εμπόριο. Όμως θεωρεί ότι αυτή της η ανάπτυξη θα την καταστήσει |"ηγήτρια τάξη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων όλης της βαλκανικής (Ρήγας Βελεστινλής) και πιο ύστερα (1814-1821) οργάνωσε κ' εκίνησε την Ελληνική Επανάσταση." (Εισαγωγή εις την ιστορίαν της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας|, Επικαιρότητα, Αθήνα 1977, σ. 34). 
Με ποιο τρόπο μπορούμε σήμερα να αποτιμήσουμε το έργο των δύο αυτών διανοητών; Παρά τις απλουστεύσεις, τις σχηματοποιήσεις που απορρέουν από μια ντετερμενιστική αντίληψη για την ιστορική εξέλιξη, οι Γ. Σκληρός και Γ. Κορδάτος, μας προτρέπουν να κοιτάξουμε πίσω από την κουρτίνα, να αναλύσουμε τον κοινωνικό σχηματισμό. Η συνεισφορά τους είναι σημαντική γιατί με τις μελέτες τους θα "υποχρεώσουν" και άλλους ιστορικούς, ακόμη και "μη μαρξιστές", να στραφούν πέραν των γεγονότων και να μελετήσουν την κοινωνία και την οικονομία του ελλαδικού χώρου κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κατάκτησης. 

|Ο Κωνσταντίνος Γκότσης είναι διδάκτωρ ιστορίας| 




Η τρυφερή επανάσταση

Του Γιώργου ΜΠΛΑΝΑ


Στις 22 Ιανουαρίου του 1824, στο Μεσολόγγι, ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον γέμιζε την τελευταία σελίδα του ημερολογίου του με το παρακάτω ποίημα: 

ΣΗΜΕΡΑ ΓΙΝΟΜΑΙ ΤΡΙΑΝΤΑ ΕΞΙ ΕΤΩΝ

Ήρθε η στιγμή να πάψει πια η καρδιά μου να χτυπά,
αφού έχει πάψει από καιρό άλλες καρδιές να συγκινεί.
Μ' αν έστω κι αν δεν δύναται πλέον ν' αγαπηθεί,
δύναται ν' αγαπά.

Τ' άνθη, οι καρποί του Έρωτα έγιναν παρελθόν.
Λουλούδια που μαράθηκαν οι μέρες μου μαδούν.
Η ερυσίβη, η μοναξιά μέσα μου μόνο ζουν
κι οι αρρώστιες των δενδρών.

Αυτή η φωτιά τα στήθη μου που τρώει σιγά-σιγά
ομοιάζει μισοπέλαγα ηφαίστειο σβηστό.
Τόση φωτιά στα σπλάχνα του, μα στέκει σκοτεινό:
μια νεκρική πυρά.

Ελπίδες, φόβους, αγωνίες, πάθη υψηλά και ταπεινά,
τον πόνο μου, που γίνεται περιουσία με τον καιρό,
του έρωτα την δύναμη να νιώσω δεν μπορώ.
Μον' άλυσες, δεσμά.

Μα εδώ τι θέλουν όλα αυτά; Όχι |έτσι| κι όχι |εδώ|:
δεν πρέπει τέτοιοι λογισμοί να δέρνουν την ψυχή
|τώρα| που η δόξα στέφανο στον ήρωα φορεί
ή τον θρηνεί νεκρό.

Όπου κοιτάξω γύρω μου, σπαθιά, σημαίες, αχός
πολεμιστών~ η Ελλάδα εδώ την Δόξα συναντά!
Ούτε ο Σπαρτιάτης κάποτε τόσην ελευθεριά
δεν είχε στην ασπίδα του νεκρός.

Εγείρου! (όχι Ελλάδα εσύ –-|εγέρθηκες| εσύ!)
Εγείρου πνεύμα μου! Εμπρός, επέστρεψε γοργά
απ' |όπου| το αίμα ποταμός στις φλέβες σου κυλά,
κι άρπαξε το σπαθί!

Οι μνήμες κακοφόρμισαν, άχρηστο υλικό.
Ανάξια ανθρωπότητα! Για σένα είναι πια
το ίδιο αδιάφορο αν γελά ή κλαίει η ομορφιά:
άχρηστος στοχασμός.

Μ' αν σε λυπεί ό,τι έζησες, τότε |γιατί να ζεις|;
Μια χώρα ένδοξων νεκρών σε κλείνει από παντού.
Χύσου στην μάχη. Στην βοή μέσα του μακελειού
ίσως γενναία χαθείς!

Του μαχητή τον θάνατο, που δεν ποθεί κανείς,
διάλεξε σαν μιαν ύστατη του βίου σου τιμή.
Ύστερα κοίτα γύρω σου, και βρες σ' αυτήν την γη
τόπο ν' αναπαυθείς.


Δυο χρόνια αργότερα, κι ενώ το Μεσολόγγι όδευε προς την τραγική Έξοδο, ο Διονύσιος Σολωμός έθετε στη βάση του μεγαλόπνοου έργου του "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι" μιαν άλλη σύγκρουση, τη σύγκρουση ανάμεσα στους πολιορκημένους και την χαρά της ζωής. Ο "εμπράγματος" εχθρός δεν ήταν παρά μια παράλογη παρουσία στην πορεία του σκλαβωμένου για την κατάκτηση της αυθεντικής ύπαρξής του, της απελευθέρωσης της επιθυμίας για ζωή, της θεμελίωσης της ύπαρξης στο έδαφος της απόλαυσής της. Οι πολιορκημένοι ήταν ελεύθεροι, είχαν περισσότερη ελευθερία από τον Σπαρτιάτη που μεταφέρεται νεκρός πάνω στην ασπίδα του. Όπως στον Μπάιρον. Η ίδια αίσθηση, η ίδια αποκαλυπτική οντολογία. Σύμπτωση ή ρομαντικό στερεότυπο, το οποίο μοιράζονταν, από άλλους δρόμους, οι δυο μεγάλοι ποιητές; Σύμπτωση οπωσδήποτε –-αφού δεν υπήρχε περίπτωση να είχε διαβάσει ο Σολωμός το ημερολόγιο του Μπάιρον, ο οποίος πέθανε το 1824-– αλλά ρομαντισμός; Ποιος ρομαντισμός; Ρομαντισμοί υπάρχουν πολλοί. Κι ύστερα, η παραπάνω άποψη είναι γνήσιος Διαφωτισμός! Κάθε επανάσταση θέτει πρώτα και κύρια το πρόταγμα της ανθρώπινης ευτυχίας, πρώτα και κύρια την απελευθέρωση του υποκειμένου. 
Γιατί πολέμησαν αυτοί οι άνθρωποι –-όχι οι ποιητές, αυτοί γυρεύουν πάντα μιαν ευκαιρία να χορτάσουν με δυνατά συναισθήματα-– που παρέμειναν παιδιά με έναν τρόπο μοναδικό στην ιστορία; Ο Μπάιρον και ο Σολωμός μπορεί να "έπαιζαν" με ιδέες και συναισθήματα, μπορεί να απέτιαν φόρο τιμής στην αιώνια παιδικότητα του δημιουργού. Όμως τι έκαναν οι μαχητές όταν ρίχνονταν στο μακελειό σαν έφηβοι; Τι προσδοκούσε ο Κολοκοτρώνης όταν απειλούσε τον Μαυροκορδάτο πως "θα τον πάρει με τα λεμόνια" αν δεν εγκαταλείψει την προεδρία του Εκτελεστικού, ο Καραϊσκάκης όταν έδειχνε τ' αχαμνά του στους Τούρκους, ο Ανδρούτσος όταν μακέλευε τους δεσμώτες του κάθε φορά που σταματούσαν να τον βασανίζουν, ο Μπότσαρης όταν παρατούσε τη μάχη για να συντάξει Ελληνο-Αρβανιτικό Λεξικό; Επαναστάτες ήταν αυτοί ή παιδιά που έπαιζαν με την ίδια την ύπαρξή τους; Μάλλον το δεύτερο. Προς τιμήν τους. Δεν βγήκαν στον πόλεμο. Ο πόλεμος καταστρατηγεί την ηθική. Βγήκαν στην ζωή. Γιατί διέθεταν την ηθική του "Είναι" στην πλέον καταγωγική ισχύ της. Απλά, η ανθρωπότητα ήταν ανίκανη να καταλάβει τι σημαίνει να γελά και τι να θρηνεί η ομορφιά –-όπως σημείωνε ο Μπάιρον-– ήταν ανάξια να δεχθεί το μήνυμα μιας μάνας που ζηλεύει το πουλί και τις πεταλούδες που ερωτεύονται τα λουλούδια, με το μισοπεθαμένο παιδί της αγκαλιά –-όπως έγραφε ο Σολωμός. 
Ήταν τρυφερή αυτή η επανάσταση, μια επανάσταση παιδιών και ποιητών. Γι' αυτό δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τη λαίλαπα των πορωμένων χρηματιστών της θάλασσας και της γης, της θρησκείας, της εξουσίας, της πολιτικής. Ίσως όμως να μην έχει σημασία. Οι ήρωες κι οι ποιητές διαλέγουν πάντα το ολοκαύτωμά τους, τραγουδώντας με λόγια και έργα. Άλλωστε οι θεσμοί που εγκαθίδρυσαν οι ανάξιοι διαχειριστές της "ωριμότητας", της "πραγματικότητας", της "σοβαρότητας", σκουλήκιασαν από καιρό, και σήμερα πια τα σκουλήκια έχουν το θράσος να μας κοροϊδεύουν μπροστά στα μάτια μας. Η αλήθεια είναι πως σαπίζουν από μόνοι τους, όπως σαπίζει κάθε ιστορικό τραύμα, αργά ή γρήγορα. Σημασία έχει πως η ποίηση και ο ηρωισμός ξαναγεννιούνται με κάθε παιδί, βρίσκονται πάντα ανάμεσά μας. Αρκούν για να μας συντηρήσουν. Εξάλλου, είναι η μόνες μας ελπίδες καθ' οδόν προς την ύπαρξη. 

|Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής και μεταφραστής|




Ήταν «διαφωτισμένος» ο Κολοκοτρώνης;

Του Κώστα ΒΟΥΛΓΑΡΗ


Η επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού στις τάξεις των επαναστατών του 1821 έχει γίνει αντικείμενο έρευνας και δημόσιων παρεμβάσεων, ενώ τα τελευταία χρόνια απασχολεί και τη λογοτεχνία, εκείνη τουλάχιστον τη λογοτεχνία που αφίσταται του νεο-ηθογραφικού κυρίαρχου ιδιώματος και επιχειρεί να αρθρώσει την αφήγησή της σε συνάρτηση με τις διαδρομές των ιδεών. Επίσης, η περιγραφή των εμφύλιων συγκρούσεων κατά τη διάρκεια της επανάστασης έχει αρχίσει να δίνει καρπούς στο πεδίο της ιστορικής επιστήμης, φωτίζοντας κάπως το τοπίο. Παρ' όλα αυτά, παραμένει ιδιαίτερα δύσκολο να διακριθούν ευκρινώς, και κυρίως με διάρκεια μέσα στο χρόνο, τα μέτωπα και τα αντίπαλα στρατόπεδα, αν προσπαθήσει κανείς να τα αντιστοιχήσει σε ρεύματα σκέψης. 
Για τις ανάγκες του αφηγήματός μου |Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη| (2003), όπου εστίασα στην πόλωση των ιδεών του διαφωτισμού και αυτών του ρομαντισμού, τόσο κατά τη διάρκεια της επανάστασης όσο και στις αφηγήσεις της, ως ήταν φυσικό ενεπλάκην με απομνημονεύματα και κάθε είδους κείμενα που αφορούσαν το θέμα. Μεταξύ αυτών, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση μια αναφορά του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη προς την τότε Διοίκηση, ένα κείμενο όπου οι ιδέες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού φαίνεται να έχουν γίνει απόλυτο κτήμα τού κατά τα άλλα αγράμματου "Γέρου του Μοριά". 
Φυσικά υπάρχουν πολλά στοιχεία, από τα οποία συνάγεται σήμερα, με τα μάτια της εποχής μας, η επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού στον Κολοκοτρώνη. Το πιο προφανές, θα μπορούσε να πει κάποιος, είναι η ίδια η συμμετοχή του στην επανάσταση. Άρα, μήπως εδώ, υποστηρίζοντας μια κοινοτοπία, διολισθαίνω στην ιδεολογική χρήση ενός προσώπου κι ενός γεγονότος; Μια εξ ίσου προφανής απάντηση θα ήταν πως ομιλώ ως λογοτέχνης, και τέλος πάντων είναι περίπου κοινά αποδεκτό πως λογοτεχνία ίσον ιδεολογία. Δεν θα μείνω όμως εκεί, αλλά θα επικαλεστώ δύο ακόμη συνθήκες διαμόρφωσης ιδεολογίας εκείνα τα χρόνια: τη "δυναμική των όπλων", δια της οποίας τα ένοπλα σώματα που βρίσκονται σε διωγμό, έχοντας ήδη κάνει την επαναστατική επιλογή, συναντούν την επαναστατική ιδεολογία της εποχής, δηλαδή τον Διαφωτισμό. Και την συναντούν κυρίως στη Δύση, πρώτα απ' όλα στα Ιόνια νησιά, με τα οποία άλλωστε οι πελοποννησιακές ελίτ, και ιδιαίτερα οι στρατιωτικές, βρίσκονταν σε συνεχή επικοινωνία. 
Ας επανέλθουμε στο κείμενο: γράφεται στα τέλη του 1825, ενώ ο Ιμπραήμ κυριαρχεί στην Πελοπόννησο και η επανάσταση δεν μπορεί να αντιτάξει ένα αξιόμαχο στράτευμα, και αφορά τη δημιουργία τακτικού στρατού. Η δομή της σκέψης του Κολοκοτρώνη που αποτυπώνεται εδώ, η οργάνωση του λόγου του, τα επιχειρήματα και οι παρατηρήσεις του, μας δίνουν την εικόνα ενός ανθρώπου ο οποίος συμμετέχει απολύτως συνειδητά στο ιστορικό γίγνεσθαι, όχι ως "άτακτος" Βαλκάνιος οπλαρχηγός αλλά, θα έλεγα, με αντίληψη και γενική παιδεία που πλησιάζουν τα στάνταρ ενός Γάλλου αξιωματικού της εποχής. 
Η όποια έκπληξη νιώθουμε σήμερα, διαβάζοντας τις γραμμές που ακολουθούν, μάλλον οφείλεται στη διαρκή αναπαραγωγή, από την κυρίαρχη ιδεολογία, τους μηχανισμούς και τους διανοούμενούς της (του Τερτσέτη συνεργούντος), ενός ιδεότυπου, δηλαδή ενός "άλλου" Κολοκοτρώνη, θεοσεβούμενου αλλά και μακρυγιαννίζοντος. Η σύγκριση λοιπόν με το ιδεολογικά κυρίαρχο παράδειγμα του "εθνικού μας αγωνιστή" Μακρυγιάννη είναι αναπόφευκτη, αλλά μας πηγαίνει σε άλλες περιοχές και ερωτήματα, ενδεικτικά της νεοελληνικής ιδεολογίας, όπως επίσης και του περιορισμένου ορίζοντα της κριτικής της. 
Το κείμενο που παρουσιάζω εδώ περιλαμβάνεται στην έκδοση "|Απομνημονεύματα περί της ελληνικής επαναστάσεως,| συγγραφέντα μεν υπό Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, πρώτου υπασπιστού του Θ. Κολοκοτρώνη, εκδοθέντα δε υπό Σταύρου Ανδρόπουλου, Αρεοπαγίτου, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Π.Δ. Σακελλαρίου, 1899", τόμος δεύτερος, σελ. 59-62. 


Προς την Σεβαστήν Διοίκησιν 

Μετά πενταετίαν λαμπρών αγώνων το Ελληνικόν Έθνος τρέχει ήδη έσχατον κίνδυνον και αμηχανεί περί της σωτηρίας~ και τούτο διά τι; διότι ο εχθρός μάς επαρουσιάσθη με διαφορετικούς παρ' άλλοτε τρόπους του πολεμείν~ ώστε δεν νικάται από τους Έλληνας~ και διά να νικηθή, χρεία να πολεμηθή με όμοιον τρόπον του πολεμείν. Χρεία τακτικώς να πολεμηθή από τακτικούς Έλληνας~ τούτο είναι αξίωμα κοινόν. Η ανάγκη του τακτικού, το οποίον είναι μάλιστα εύρημα προγονικόν μας, εγνωρίσθη από όλα τα φωτισμένα και ευνομούμενα έθνη και έλαβεν εισαγωγήν εις αυτά~ όθεν διά τούτο, και διότι εξαρτά αυτό σήμερον την σωτηρίαν μας, η σύστασίς του εις το έθνος μας θεωρείται αναντιρρήτως αναγκαία. Την ανάγκην ταύτην γνωρίσας εγκαίρως και εγώ, και λέγων και γράφων απ' αρχής μέχρι τούδε όσον το κατ' εμέ, τρανώτατα διεκηρύττον~ και ήτον ευχής έργον να ήθελεν είσθαι συστημένον πρότερον~ μα, αφού δεν εσυστήθη, είναι απελπισίας ίδιον να είπωμεν, ότι δεν έχομεν καιρόν πλέον να το συστήσωμεν~ όταν γνωρίζωμεν ότι αυτό είναι μέσον σωτηρίας και απαλλαγής του κινδύνου, πρέπει να επιμεληθώμεν την σύστασίν του, ώστε και αν χαθώμεν, (ο μη γένοιτο), να μη επισύρωμεν και της αμελείας και νωθρίας το όνειδος. Και όσον μεν διά την σύστασίν του, ορθότατα η Διοίκησις έλαβε τα σπουδαία μέτρα, τα οποία παρατηρούνται εις τας διακηρύξεις της, και κάθε πατριώτης χρεωστεί την συνδρομήν του μέρους του~ εγώ όμως χρέος μου πατριωτικόν ξεχωριστά ενόμισα να καθυποβάλω εις την κρίσιν της Διοικήσεως και τους ακολούθους στοχασμούς μου αποβλέποντας εις τον τρόπον, την ευκολίαν και την πρόοδον των Πελοποννησίων αναλόγως με τον καιρόν και τα μέσα όπου έχομεν. Εδούλευσα κοντά εις άλλα έθνη, και πολλάκις συνεβούλευσα, και αι συμβουλαί μου ηκούσθησαν, και μάλιστα, όταν επρόκητο λόγος περί κατατάξεως μερικών Ελλήνων εις την Επτάνησον, ηκούσθησαν με επιτυχίαν αι περί τρόπου και ευκολίας συμβολαί μου. Αι συμβουλαί μου δε και αι προτάσεις μου, όπου προς το παρόν έχω να προβάλω είναι αι εξής. Πρέπει να παρατηρήσωμεν ότι τα έθνη όσα οικειοποιήθησαν την τακτικήν, διά να την συστήσουν θα είχον βέβαια ησυχίαν εις την επικράτειαν αυτών, τουλάχιστον εσωτερικώς θα είχον νόμους ισχυρούς με εθνικήν ύπαρξιν, και θα εμεταχειρίσθησαν την βίαν των νόμων και βίαν ίσως μοναρχικήν: θα είχον θησαυρούς, και εμετεχειρίσθησαν την πάντα πείθουσαν δύναμιν. Το εν μέρος η βία, και τ' άλλο η πειθώ, και όσα άλλα μέσα ημπορούν να κολακεύσουν τα πάθη του ανθρώπου~ η λαμπρότης της στολής, και τόσ' άλλα προνόμια χαρισθέντα εις τον στρατιώτην προσεβοήθησαν εις την σύστασιν~ και τότε ίσως ο στρατιώτης εγυμνάζετο με άνεσιν, και διά να χρησιμεύση ίσως μετά πολλούς χρόνους~ ώστε ενόμιζεν ενδεχόμενον και το να μη χρησιμεύση καθόλου επί ζωής του~ ημείς δε μ' όλων αυτών των μέσων την στέρησιν, θέλομεν να εύρωμεν στρατιώτην να τον γυμνάσωμεν αύριον, και να τον παρουσιάσωμεν ευθύς μετά την αύριον να πολεμήση με ένα θριαμβευτήν εχθρόν~ και οποίον ζητούμεν τούτον τον στρατιώτην; Τοιούτον, ώστε να λογίζεται βάρος της γης (αν ήναί τις τοιούτος), και όπου να μην ήκουσε ποτέ συριγμόν βολιού. Εγώ δεν πιστεύω, ούτε βλέπω να ευρίσκωνται εις την Ελλάδα τοιούτοι, όπου έως τώρα να μην έπιασαν άρμα, και μ' όλον τούτο να ήναι άξιοι και ικανοί να εμπιστευθώσι την σωτηρίαν του έθνους εις τοιούτον κρίσιμον καιρόν~ οι στρατιώται, όπου πρέπει να τακτισθούν διά να υπερασπίσουν την πατρίδα, πρέπει να ήναι μεταξύ εκείνων, όπου, και αν ατάκτως, αλλ' όμως εσυνείθισαν οπωσούν να πολεμούν. Και επειδή βίαν να μεταχειρισθώμεν είναι δύσκολον, διά τε την αναστάτωσιν του τόπου, και διότι καιρός δεν μας μένει και πειθούς μέσα δεν έχομεν, χρεία διά τούτο να εξορμήσωμεν την θέλησιν και προθυμίαν των με εκείνα τα μέσα, όπου μόνα ημπορούν να επιτύχουν. Οι Έλληνες όλοι επιθυμούν και θέλουν να πολεμήσουν, ως πολεμούν μέχρι τούδε υπερασπιζόμενοι πίστιν, πατρίδα και ύπαρξιν. Ο κίνδυνος της ελευθερίας των και ο φόβος της γενικής απωλείας, τους πείθουν, όχι μόνον εις το τακτικόν να προστρέξουν, αλλά και κάθε τι, όπου ημπορεί να τους υπόσχεται ασφάλειαν να μεταχειρισθούν. Δύο τινά όμως τα εξής είναι τα ουσιωδέστερα εμπόδια. Ο άνθρωπος φύσει επιθυμών να ήναι αυτεξούσιος και άνετος, και να μην υποβληθή εις άλλον, και δυσκολευόμενος να υποβάλη εαυτόν εις την ποικιλίαν των νόμων και της τάξεως, χωρίς να συλλογισθή την εκ τούτων ωφέλειαν αποφεύγει τέτοιαις σκοτούραις. Η ιδέα αυτή εμπόδισε το πρώτον, όπου δυσκολεύει την απόφασιν εις τους μικρούς~ το δεύτερον είναι, ότι όστις εδούλευσε μέχρι τούδε την πατρίδα, έχων υφ' εαυτόν πολλούς ή ολίγους στρατιώτας, και εις βαθμόν τινα αξιώματος μάλιστα πολύ ανωτέρου, παρ' όσους είχε στρατιώτας κατά την εισχωρήσασαν κατάχρησιν, δυσκολεύεται τώρα να καταταχθή απλούς στρατιώτης και άσημος, και όμοιος με τον μέχρι τούδε στρατιώτην του. Είναι και εν έτερον ακόμη άξιον παρατηρήσεως~ η ισχύς δηλ. της συνηθείας, γνωριμίας και της φιλικής ή συγγενικής σχέσεως, καθ' ήν δυσκολεύεται καθείς να χωρισθή των οικείων και γνωρίμων και συντρόφων του εις το ντουφέκι, εκείνων δηλαδή, εις τους οποίους έχει περισσοτέραν πεποίθησιν. Όλα ταύτα πρέπει να οικονομηθώσι και, ως με φαίνεται κατά τον εξής τρόπον~ η Διοίκησις ανάγκη να προσκαλέση πρώτον μεταξύ των Πελοποννησίων επισήμους τινάς ωρισμένως και να διορίση συνταγματάρχας και γυμνασιάρχην, και προσέτι δια προκηρύξεως να προσκαλέση, τους όσοι αξιωματικοί και κάθε άλλον άξιον να παρακινήση και άλλον με το παράδειγμά του, ή με όποια άλλα μέσα, να υπόσχεται εις αυτούς αξίωμα ανάλογον της ποσότητος των στρατιωτών, όπου έκαστος φέρει, το οποίον και άλλως ήθελ' αξίζουν δια τας προλαβούσας εκδουλεύσεις των~ ούτως, όταν το παράδειγμα δοθή από τους μεγάλους, θέλετε ίδει ν' αυξήση υπ' αυτούς ο αριθμός των Πελοποννησίων, και διότι οι τοιούτοι δεν θέλουν έλθει χωρίς πολλούς συντρόφους, και διότι το παράδειγμά των και η επιρροή των θέλουν σύρει πολλούς, και με τοιαύτην άμιλλαν θέλει βλέπει τις ολοκλήρους συντροφίας ή συγγενείας να έρχωνται φιλοτίμως να καταγράφωνται, και τότε έπειτα ημπορεί δικαίως να βιάση τις και πολλούς άλλους, και να συστήση ούτως στρατόπεδον από καλούς στρατιώτας, και όχι από τοιούτους, οίοι λογίζονται βάρος της γης. Η φύσις έκαμε τους ανθρώπους τοιούτους, μικρούς και μεγάλους με σχέσεις μεταξύ των και μιμητικούς, και δεν είναι ίδιον ορθού λόγου να παραβλέψη τις αυτά τα μέσα~ δεν ήθελεν είσθαι άτοπον και διακηρύξη και τινα προνόμια η διοίκησις εις τους τοιούτους, όταν άλλα μέσα δεν έχει να μεταχειρισθή και δεν πρέπει να φειδώμεθα των τοιούτων, όταν περί του παντός κινδυνεύωμεν~ έπειτα από εν παρόμοιον διενεργείας τρόπον ημπορεί να γεννάται κάποια υποψία, αλλά δεν πρέπει διά μίαν σκιάν υποψίας αφορώσης το άδηλον και μακρινόν μέλλον να παραβλέψωμεν ενεστώσας ωφελείας εξαρτώσας την ολικήν του έθνους σωτηρίαν. 
Η Διοίκησις μακράν από του να φαίνεται ύποπτος, πρέπει να μεταχειρισθή τους Έλληνας ως μήτηρ φιλόστοργος τα τέκνα της και με την φιλοφροσύνην και περίθαλψιν να τους ελκύση εις την υποταγήν και αγάπην της εις την σύστασιν του σωτηρίου τούτου σκοπού, και να τους γλυκάνη με την γλυκύτητα των νόμων~ και βέβαια οι νόμοι και η ευταξία προξενούν την μεγαλειτέραν γλυκύτητα και ευχαρίστησιν εις εκείνους, όπου τα συνηθίσουν. Αυτή είναι η περί του τρόπου γνώμη μου~ προσθέτω δε έτι αφ' όσον παρατηρώ συντελεστικόν εις τα πνεύματα των Ελλήνων, ότι επειδή ο κύριος Φαβιέ, είναι εγγύς ν' αναπληρώση το σύνταγμά του, είναι δε και αναγκαίος να γυμνασιαρχή εις την Ανατολικήν Ελλάδα διά να ελκύση εκ του πλησίον τους Έλληνας, αναγκαίον να διορισθή εις έτερος των Πελοποννησίων γυμνασιάρχης και τοιούτον άξιον και με προτερήματα και με υπόληψιν θεωρώ τον κύριον Ρόδιον. 

Ο ευπειθής πατριώτης 
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ 





Ο «γενικός ξεσηκωμός» στην Πελοπόννησο

Του Νίκου ΡΟΤΖΩΚΟΥ
και του Διονύση ΤΖΑΚΗ


Όταν κηρύχθηκε η επανάσταση, οι ρωμιοί της Πελοποννήσου δεν είχαν την εμπειρία του πολέμου, με εξαίρεση όσους είχαν υπηρετήσει στους στρατιωτικούς σχηματισμούς των Άγγλων, των Γάλλων και των Ρώσων στα Επτάνησα κατά τη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων. Οι αγρότες δεν κατείχαν όπλα και δεν γνώριζαν να τα χρησιμοποιούν, ενώ αντιμετώπιζαν με δέος τα σώματα των κάπων που, στην υπηρεσία των ισχυρών κοινοτικών αρχόντων, περιφέρονταν στα χωριά για να διασφαλίσουν την τάξη και κυρίως την είσπραξη των φόρων. Με φόβο και θαυμασμό, επίσης, άκουγαν τις ιστορίες για τον Παναγιώταρο, τον Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, τον Γιαννιά, τον Ζαχαριά και τους άλλους φημισμένους κλέφτες του παρελθόντος. Όσο για εκείνους που ζούσαν σε ορεινά και απομακρυσμένα χωριά, δηλαδή στον χώρο δράσης των κλεφτών, αλλά και των αποσπασμάτων καταδίωξης που κατά καιρούς οργάνωναν οι κοινοτικές αρχές και η οθωμανική εξουσία, γνώριζαν πολύ καλά ότι το "παιχνίδι κυριαρχίας" ανάμεσα στους λογής ενόπλους, νόμιμους και παράνομους, απέβαινε πάντοτε σε βάρος τους. Ο πολύς κόσμος λοιπόν δεν ήταν προετοιμασμένος να ζήσει σε συνθήκες γενικευμένου πολέμου. Η απουσία αξιόμαχων και πολυάριθμων ένοπλων σωμάτων, παρόμοιων με εκείνα που υπήρχαν στα αρματολίκια της Ρούμελης, σήμαινε ότι ο "γενικός ξεσηκωμός" στην Πελοπόννησο απαιτούσε την κινητοποίηση των άοπλων και απειροπόλεμων και τη μετατροπή τους σε στρατό της επανάστασης. 
Οι κοτζαμπάσηδες και οι αρχιερείς, που ασκούσαν διοικητικές εξουσίες, διέθεταν πλούτο και είχαν κύρος και οργανωμένα δίκτυα επιρροής στις επαρχίες, έσπευσαν να οργανώσουν τον "γενικό ξεσηκωμό", πιεζόμενοι και από την "θορυβώδη" παρουσία του Παπαφλέσσα. Συνέστησαν τοπικά "Διευθυντήρια", "Γερουσίες", "Καγκελαρίες" και "Εφορείες", με σκοπό να συγκεντρώσουν όπλα και εφόδια και κυρίως για να επιτύχουν στρατολογία, να συστήσουν στρατόπεδα. Με άλλα λόγια, για να φτιάξουν το στρατό της επανάστασης. Όργανά τους ήταν κυρίως οι κάποι που βρίσκονταν στην υπηρεσία τους, αλλά και παλαιοί κλέφτες όπως ο Αναγνωσταράς, ο Κολοκοτρώνης, ο Νικήτας Σταματελόπουλος (:Νικηταράς), που κατείχαν την τέχνη του πολέμου και, παρά την πολύχρονη απουσία τους από τον Μοριά, γνώριζαν τον τόπο και τους ανθρώπους του. Αυτοί όλοι οι άνθρωποι των όπλων τέθηκαν υπό τις οδηγίες των κοτζαμπάσηδων και ανέλαβαν να ξεσηκώσουν τα χωριά, να προετοιμάσουν και να οργανώσουν τις κοινότητες για πόλεμο. Πολύ σύντομα η θέση τους επρόκειτο να αναβαθμιστεί. Σε μια εποχή πολέμου, η δεξιότητα στη μάχη θα λειτουργούσε καταλυτικά ως προς τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων εξουσίας και την ανάδειξη της επαναστατικής ηγεσίας. 
Από τις πρώτες εβδομάδες της επανάστασης, στα στρατόπεδα και γύρω από τα πολιορκημένα κάστρα νέες κοινωνικές σχέσεις άρχισαν να καλλιεργούνται ανάμεσα στους οπλαρχηγούς και τους (βίαια ή εθελοντικά) στρατολογημένους~ σχέσεις που διέπονταν από τις αξίες των νέων μορφών συλλογικής οργάνωσης και δράσης που δημιουργούσαν οι επαναστατικές συνθήκες ζωής, δηλαδή οι ανάγκες του πολέμου. Στα πεδία των μαχών οι στρατολογημένοι αγρότες μάθαιναν να αναμετρούνται με το φόβο, δοκίμαζαν τις αντοχές τους και γίνονταν σιγά-σιγά πολεμιστές, εκτελούσαν δηλαδή τις διαταγές των αρχηγών τους και δεν σκορπούσαν άτακτα μπροστά στον εχθρό. Στα στρατόπεδα, ιδίως γύρω από την Τριπολιτσά, άρχισαν να αναπτύσσονται ισχυροί δεσμοί αλληλεγγύης και επικρατούσαν κανόνες και αρχές κοινωνικής συνύπαρξης εντελώς διαφορετικοί από εκείνους που όριζαν τη ζωή τους έως τότε. Οι άνθρωποι που μάθαιναν να ζουν στα στρατόπεδα και να πολεμούν, μάθαιναν ακόμη να αποδίδουν θαυμασμό και να επιβραβεύουν όσους διακρίνονταν στις μάχες, εκείνους δηλαδή που ενσάρκωναν τις νέες αξίες μιας εποχής πολέμου. Εκεί, στα στρατόπεδα, ένιωθαν κατά κάποιον τρόπο απαλλαγμένοι από πολλούς παλαιούς καταναγκασμούς, και βέβαια ήσαν οπλισμένοι: στην αρχή μόνο με μαχαίρια και αγροτικά εργαλεία και στη συνέχεια με τα όπλα των αντιπάλων τους, τα οποία κέρδιζαν στη μάχη, γεγονός που τους έδινε μια αίσθηση δύναμης και ελευθερίας, τους έκανε δηλαδή να αντιμετωπίζουν διαφορετικά τον εαυτό τους και τον κόσμο γύρω τους. Τα όπλα, οι νέοι αξιακοί κώδικες που συναρτώνται με αυτά, οι πειθαρχίες και οι ιεραρχίες της στρατιωτικής ζωής, που συστήνονταν και νομιμοποιούνταν πρωτίστως βάσει των πολεμικών δεξιοτήτων, όλα τούτα ήταν καταστάσεις καινούργιες, που δημιουργούσαν καινοφανείς προοπτικές για τους στρατιώτες και τους οπλαρχηγούς τους. 
Οι φήμες πάλι, που οργίαζαν εκείνη την εποχή, για τα αμύθητα πλούτη των μουσουλμάνων στις οχυρωμένες πόλεις και τα κάστρα, και ιδίως στην Τριπολιτσά, κινητοποιούσαν τα χωριά και τις κοινότητες ώστε να συμμετάσχουν στις επιχειρήσεις. Ισχυρό κίνητρο ήταν και η προπαγάνδα των Φιλικών για τη διανομή των χωραφιών των μουσουλμάνων και τη διαγραφή των χρεών. Η προσκόλληση σε κάποιον δυνατό οπλαρχηγό, ο οποίος υποσχόταν ότι μπορούσε να τους τα προσφέρει όλα τούτα, ήταν κίνητρο ζωής για τους ανθρώπους της εποχής, που τους έκανε να ακολουθούν πιστά τους αρχηγούς τους, να δένονται μαζί τους και να τους εμπιστεύονται τις τύχες τους. Κυρίως, όμως, οι ξεσηκωμένοι αναγνώριζαν στον οπλαρχηγό τον άνθρωπο που θα μπορούσε να προστατέψει τους ίδιους, τις οικογένειες, τα σπίτια και τις περιουσίες τους, από την καταστρεπτική οργή των αντιπάλων. Για παράδειγμα, όσο στένευε ο κλοιός των πολιορκητών της Τριπολιτσάς, όσο οι πολιορκητές ήσαν σε θέση να αποτρέπουν την έξοδο των οθωμανικών φρουρών, τόσο πιο ήσυχοι ένιωθαν για τους ανθρώπους τους και για όσα είχαν αφήσει πίσω τους, κι όλο και περισσότερο συνέδεαν τη μοίρα τους με τους οπλαρχηγούς τους, τους οποίους άρχιζαν να αναγνωρίζουν πλέον ως προστάτες και ευεργέτες τους. 
Όλα αυτά σήμαιναν ότι οι οπλαρχηγοί άρχισαν να αποκτούν μεγαλύτερο κύρος και επιρροή. Σιγά-σιγά άρχισε να δημιουργείται σε αυτούς η προσδοκία της αποδέσμευσής τους από τους παλιούς πάτρωνές τους, τους κοτζαμπάσηδες, η αίσθηση ότι θα μπορούσαν να εκπληρώσουν αυτόνομους ρόλους, χάρη στις σχέσεις που εγκαθιδρύονταν ανάμεσα σε αυτούς και τις εξεγερμένες κοινότητες~ σχέσεις που δεν διαμεσολαβούνταν αναγκαστικά από την παρουσία των κοτζαμπάσηδων και έθεταν έτσι υπό αίρεση τις παραδοσιακές σχέσεις και εξαρτήσεις. Οι στρατιωτικοί αρχηγοί αποκτούσαν τους "δικούς τους" ανθρώπους και μέσω αυτών προσεταιρίζονταν τις κοινότητες και συγκροτούσαν τον δικό τους εξουσιαστικό χώρο. Κοντολογίς, η ένταξη των ανθρώπων του '21 στις νέες μικροκοινωνίες και ιεραρχίες των στρατοπέδων είχε ως αποτέλεσμα τη διατάραξη μακραίωνων ισορροπιών. 
Οι δυναμικές αμφισβήτησης των υφιστάμενων σχέσεων εξουσίας είχαν αρχίσει να διαφαίνονται μετά τις πρώτες ελληνικές νίκες (στο Λεβίδι στα τέλη Απριλίου, στο Βαλτέτσι, στα Δολιανά και τα Βέρβαινα στα μέσα Μαΐου). Έκφραση της εξέλιξης αυτής αποτελεί η συστηματοποίηση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς από τον Θ. Κολοκοτρώνη. Η συγκρότηση της Πελοποννησιακής Γερουσίας (26 Μαΐου) από τους κοτζαμπάσηδες δεν στάθηκε ικανή να ανακόψει τις δυναμικές αυτές, που ενισχύθηκαν με την άφιξη στην Πελοπόννησο του Δημήτριου Υψηλάντη (21 Ιουνίου) και την απαίτησή του να αναλάβει τη διοίκηση των επαναστατημένων περιοχών και τη διεύθυνση των πολεμικών επιχειρήσεων. Όσοι συσπειρώνονταν στη Γερουσία αντέδρασαν και αρνήθηκαν να υποσκελιστούν από τον Υψηλάντη. Στο πλευρό του "πρίγκιπα" βρέθηκαν οι δυναμικότεροι οπλαρχηγοί και όσοι από τους εξεγερμένους τούς ακολουθούσαν και μάλιστα τάχθηκαν δυναμικά κατά των "αφεντάδων" στα τέλη Ιουνίου (Βέρβαινα) και στις αρχές Ιουλίου (Ζαράκοβα). 
Από την εποχή εκείνη, ο Υψηλάντης μαζί με τον Κολοκοτρώνη και τους Πελοποννήσιους ένοπλους διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιορκία και την κυρίευση της Τριπολιτσάς: ήλεγχαν τα στρατεύματα και κατηύθυναν τις κινήσεις τους, αντιπροσώπευαν τους πολιορκητές στις συνομιλίες και τις διαπραγματεύσεις, με άλλα λόγια αναγνωρίζονταν πλέον ως αυτόνομοι εξουσιαστικοί παράγοντες. Ως τέτοιοι συμμετείχαν οι οπλαρχηγοί και στην κατανομή των λαφύρων, όταν έπεσε η πόλη, γεγονός που τους επέτρεψε να ισχυροποιήσουν ακόμη περισσότερο τη θέση τους. Ήταν πλέον σε θέση να μισθοδοτούν οι ίδιοι τους ενόπλους τους, να διατηρούν σε μόνιμη βάση στρατιωτικά σώματα και, μέσω αυτών, να διεκδικούν τις επαρχιακές προσόδους αλλά και το δικαίωμα στην επαρχιακή στρατολόγηση. Όπως συνέβαινε με τους κοτζαμπάσηδες, έτσι και για τους οπλαρχηγούς το ζήτημα της εξουσίας στην επανάσταση περνούσε μέσα από τον έλεγχο των επαρχιακών όπλων και από την πολιτική και οικονομική οργάνωση των κοινοτήτων για τη διεξαγωγή του πολέμου. Οι Πελοποννήσιοι ένοπλοι διαμόρφωναν έτσι τους υλικούς όρους ανάδειξής τους ως ηγετικής ομάδας. 
Ήδη στην ορεινή κεντρική Πελοπόννησο είχαν προκληθεί σημαντικές ανακατατάξεις. Ο Κολοκοτρώνης και οι συγγενείς του Πλαπουταίοι είχαν δημιουργήσει ζώνες επιρροής σε ορισμένα τμήματα της Καρύταινας, γεγονός το οποίο θα επέτρεπε στον πρώτο, λίγο μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, να στρατολογήσει και να εκστρατεύσει στην Πάτρα επικεφαλής δικού του στρατιωτικού σώματος. Ο Κολοκοτρώνης είχε δεσμούς στην εν λόγω επαρχία από την εποχή που ήταν καπόμπασης, ενώ οι Πλαπουταίοι ήταν καπομπασήδες της ίδιας επαρχίας έως τις απαρχές της επανάστασης και διατηρούσαν στενούς δεσμούς με τα χωριά της Λιοδώρας. Τα ήδη δημιουργημένα δίκτυα σχέσεων ενεργοποιήθηκαν και ενδυνάμωσαν στις νέες συνθήκες του πολέμου, με αποτέλεσμα να ανατραπούν παραδοσιακές ισορροπίες και να αρχίσουν να μεταστρέφονται οι τοπικοί συσχετισμοί δύναμης υπέρ των οπλαρχηγών και σε βάρος της πολύ ισχυρής προυχοντικής οικογένειας των Δεληγιανναίων. Παρόμοιες ήταν οι συνθήκες και σε άλλες επαρχίες της Πελοποννήσου, και οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούσαν τη μεγάλη δύναμη που άρχιζαν πλέον να αποκτούν στην επανάσταση οι παλιοί κάποι και κλέφτες της Πελοποννήσου. 
Η επανάσταση και ο πόλεμος έφτιαχναν τότε έναν νέο τύπο ηγέτη: τον Πελοποννήσιο ένοπλο, στον οποίο προσφερόταν η δυνατότητα να αποδεσμευτεί από την επιρροή των παλιών πατρόνων του, να καταξιωθεί μέσα από τη συμμετοχή και την προσφορά του στον πόλεμο, να αποκτήσει ιδιαίτερη κοινωνική παρουσία και πολιτικό βάρος και να διεκδικήσει τη συμμετοχή του στην επαναστατική ηγεσία. Παρότι οι εξελίξεις αυτές δεν καταγράφηκαν στη σύνθεση των οργάνων διοίκησης που συστήθηκαν στην Α' Εθνοσυνέλευση, η τοποθέτηση του Θ. Κολοκοτρώνη ως αντιπροέδρου του Εκτελεστικού μετά τη Β' Εθνοσυνέλευση (1823) και οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι που διαδραμάτισαν ο ίδιος και οι άλλοι Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί στις εμφύλιες συγκρούσεις του 1824 εγγράφονται στο πλαίσιο των ρήξεων που προκαλούνται στη διάρθρωση των σχέσεων εξουσίας στην επαναστατημένη Πελοπόννησο. 

|Οι Νίκος Ροτζώκος και Διονύσης Τζάκης είναι ιστορικοί| 





Κατακτημένη και ελεύθερη πατρίδα, στον Μακρυγιάννη και στον Δεληγιάννη

Της Μάρθας ΠΥΛΙΑ


Οι ιστορικές διαδρομές των ελληνικών πληθυσμών μέσα στα πλαίσια του οθωμανικού κράτους παρέμεναν μέχρι πρόσφατα σκοτεινές. Και καθώς ήταν φορτωμένες με την πικρή συλλογική μνήμη της ήττας και της ταπείνωσης, συνοψίζονταν σε αποσπασματικές αφηγήσεις εξεγέρσεων ή περιορίζονταν στη δραματική αναπαραγωγή της προετοιμασίας της Επανάστασης. Οι κανονικότητες που επέτρεψαν τη μακρά διάρκεια της κατάκτησης είχαν εξοστρακισθεί από την εθνική ιστοριογραφία, που ήθελε τον ελληνικό λαό περιούσιο και την ιστορία του τρισχιλιετή. Οι ρομαντικές και αυτάρεσκες αναπαραστάσεις του παρελθόντος μας, αναγνώριζαν στην εποχή της τουρκοκρατίας την έκπτωση από τον εθνικό παράδεισο, και παραγνώριζαν τις πραγματικές συνθήκες, τις σταθερές κοινωνικές και πολιτικές προσαρμογές που διαφύλαξαν την ύπαρξη του "γένους" και ταυτόχρονα συγκρότησαν ένα ισχυρό σύστημα παραδοσιακών αξιών. 
Μερικές από τις παγιωμένες ιδέες και πρακτικές της κατακτημένης κοινωνίας, χαρακτηριστικές συμπεριφορές δουλείας δηλαδή, προτάσσονται στα πιο δημοφιλή |Απομνημονεύματα| του Αγώνα, λίγο πριν από ενθουσιώδεις περιγραφές ηρωισμών, αρετών και συγκρούσεων. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Μακρυγιάννης αποτυπώνουν με αφοπλιστική απλότητα τη συναίνεση αλλά και τη συμμετοχή τους σε μηχανισμούς και λειτουργίες που είχε επιβάλλει η κατακτητική κοινωνία, λίγο πριν εξιστορήσει ο καθένας με τον δικό του τρόπο το δίκαιο του Αγώνα, και διεκδικήσει τη προσωπική του δικαίωση. 
Στα |Απομνημονεύματα| καταγράφονται, με την επιμονή και τη σαφήνεια του βιώματος, οι δύο συγκρουόμενες όψεις του αγώνα: Ο καινούργιος κόσμος των νεοτερικών ιδεών και οι παραδοσιακές αντιλήψεις. Για παράδειγμα, περιγράφεται η εμμονή στη θεϊκή παρέμβαση και ταυτόχρονα η αγάπη για την ελευθερία~ η προσήλωση των Δεληγιανναίων στην κοινωνική τους υπεροχή με την ταυτόχρονη διακήρυξη των ανθρώπινων δικαιωμάτων. 
Είναι εντυπωσιακά αισιόδοξη η περιγραφή του Κανέλλου Δεληγιάννη για τη ζωή και το πολίτευμα στην οθωμανική Πελοπόννησο: |"Εσυμφώνησαν λοιπόν όλοι οι πρόκριτοι των επαρχιών και απήλθον εις τας Θήβας, κατά το 1714, όπου τότε εστάθμευεν ο μεγαλόφρων και τρομερός Τοπάλ Οσουμάν πασιάς (...) και του επροσέφεραν την πατρίδα τους αυθορμήτως να ενωθή με την λοιπήν Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν (...) Τους ηρώτησε, ποίας απαιτήσεις δικαιωμάτων και προνομίων έχουν. Και αυτοί απήντησαν ότι επιθυμούν Δημοκρατικήν Διοίκησιν| [τουρκιστί Ραγιά Ιμπαρέτ]". |"Και διά πεντήκοντα σχεδόν έτη απέρασεν η Πελοπόννησος εν μεγάλη ησυχία και ευδαιμονία και οι πρόγονοί μας ωνόμαζον την εποχήν εκείνην 'Καλόν Καιρόν'". "Και έως την Επανάστασίν μας 1821 εδιοικείτο δημοκρατικώς χωρίς να δύνανται οι εντόπιοι Τούρκοι να αναμιγνύωνται εις κανέν τοπικόν διοικητικόν αντικείμενον των επαρχιών".| 
Ενδεικτική ενός ευρύτερου κλίματος αποδοχής της κατάκτησης, δηλαδή μιας διαφορετικής προεπαναστατικής ιδεολογίας από αυτήν που μας έχει παραδώσει η εθνικιστική ρητορεία, η εικόνα της ευημερίας και του "καλού καιρού", επαναλαμβάνεται και σε άλλα τεκμήρια, όπως στα |Απομνημονεύματα| του προεστού Παναγιώτη Παπατσώνη. Η πρόταξη της παραδοχής της κατάκτησης, και μάλιστα στα |Απομνημονεύματα| που εξιστορούν τον Αγώνα, αποδεικνύει την απόλυτα βιωμένη συμμετοχή στους όρους της. 
Άμεση και σαφής είναι η περιγραφή της προεπαναστατικής προσωπικής ευημερίας του Μακρυγιάννη, ο οποίος κερδοσκοπεί με τον τοκισμό, μια από τις κλασικές μεθόδους στυγνού πλουτισμού που επέτρεπε το οθωμανικό φορολογικό σύστημα: |"Ζήτησα από αυτούς τους προεστούς και εμπόρους ένα δάνειον και με δάνεισαν πεντέξι χιλιάδες γρόσια~ είχα και εγώ ως τότε καπετάλι εικοσιτέσσερα γρόσια, τα προστοίχισα εις χωργιάτες και έπιασα βρώμη τον χειμώνα, να την λάβω εις τ' αλώνια (...) Τότε έφκειασα τουφέκι ασημένιον, πιστιόλες και άρματα (...). Ύστερα άρχισα το εμπόριον και μ' είχαν οι κάτοικοι Ρωμαίγοι και Τούρκοι ως ταμίαν και καζάντησα του Θεού τα ελέγη".| 
Είναι αυτονόητο ότι η αποδοχή του προηγούμενου καθεστώτος απορρίπτεται βίαια, όταν τα |Απομνημονεύματα| αφηγούνται την προετοιμασία και τη διεξαγωγή της Επανάστασης. Και είναι προφανές, ότι κατά τη διάρκεια του Αγώνα οι ανατροπές δεν συμπαρασύρουν μόνο τα πρόσωπα και τις ηγεσίες, αλλά και τα συστήματα αξιών που βρίσκονται σε ρευστότητα, μέχρι να οριοθετηθούν με τη σύσταση του ελληνικού κράτους και τη συγκρότηση της επίσημης ιδεολογίας του. Οι λέξεις κλειδιά του Διαφωτισμού, έθνος, πατρίδα, ελευθερία, γίνονται ιερές έννοιες της Επανάστασης, και ανασηματοδοτούνται, χωρίς να απολέσουν τις προηγούμενες σημασίες τους. 
Γραμμένα περί τα μέσα το 19ου αιώνα για να αποκαταστήσουν τη δική τους αλήθεια, τα |Απομνημονεύματα| Μακρυγιάννη και Δεληγιάννη, φωτογραφίζουν μερικές από τις διαδρομές και τις εμπλοκές των ιδεών, ενώ ταυτόχρονα αποτυπώνουν δύο διαφορετικά και αντιτιθέμενα αξιακά συστήματα, τα οποία εκκινούν από την ίδια, οθωμανική πραγματικότητα: Αυτό της πρωτόγονης επανάστασης κι εκείνο του παραδοσιακού πολιτικού κόσμου. Για τη διαπραγμάτευση του ίδιου σκοπού, της εθνικής ανεξαρτησίας, συγκλίνουν και αποκλίνουν. Και ακόμη, σηματοδοτούν με τον δικό του τρόπο το καθένα, άλλοτε ταυτόσημο και άλλοτε διαφορετικό, την έννοια της πατρίδας. Και στις δύο περιπτώσεις, η νοηματοδότηση των ιδανικών τροφοδοτείται από την εξιδανίκευση των προσωπικών ρόλων. 
Πατρίδα και θρησκεία είναι το δίπτυχο που επανέρχεται σταθερά στον Μακρυγιάννη, για να δηλώσει την πίστη του στον "προνοιακό" χαρακτήρα της ιστορίας, στη λύτρωση, την απελευθέρωση του γένους από το Θεό: |"Αφού θέλησε ο Θεός να γίνωμε κι εμείς έθνος, δι' αυτό σκλαβώθηκαν οι σημαντικοί της Ρούμελης, σκοτώθηκαν, θυσιάστηκαν (...) Αυτοί πριν από την επανάστασιν βάσταξαν την πατρίδα όσο νάβρη μιαν ημέρα αρμόδια να λευτερωθή, καθώς ο Θεός φώτισε κι' εβρέθη".| Σύμφωνα με το ίδιο ιδεολογικό σχήμα, ο Θεός είχε άλλοτε επιτρέψει, δηλαδή "νομιμοποιήσει", την κατάκτηση του εκπεσόντος λαού. 
Η πατρίδα του είναι η προσωποποιημένη εικόνα της σκλάβας Ελλάδας: |"Αχ, πατρίδα μου δεν θα σ' αφήσουν ζωντανή, ότι αυτήνοι σε κυβερνούν κι' άλλοι τοιούτοι, κι' απ' αυτούς κρέμεσαι [...] Και κιντυνεύεις~ μ' αυτά δεν θα πας ομπρός. Πότε γύρευαν να σκοτώσουν τους οπλαρχηγούς σου; Όταν, εσύ πατρίδα, είσαι εις τον γκρεμνό να τζακιστής, να χαθής".| Η διαρκής συνομιλία του με το ωσεί παρόν πρόσωπο της πατρίδας διευκολύνει την αποδέσμευση ενός συγκινησιακού πολιτικού λόγου, που τροφοδοτείται από την απογοήτευση και ικανοποιείται από την ιδιοποίηση της δικαιοσύνης. 
Η πολιτική του σκέψη είναι κομφορμιστικά λαϊκή, δηλαδή λαϊκιστική. Η πατρίδα κατά τον Μακρυγιάννη ανήκει σε όλους, και όλοι οι πολίτες περιμένουν από αυτήν προστασία ή και ανταπόδοση: |"Και διά τούτο ως πατρίδα γενική του κάθε ενού και έργο των αγώνων του μικροτέρου και αδύνατου πολίτη, έχει κι' αυτός τα συμφέροντά του εις αυτήνη την πατρίδα, εις αυτήνη την θρησκεία (...) Ότι βάναμε όλοι τις πλάτες, όχι ένας". | 
Χωρίς να αρνείται τη σωτήρια παρέμβαση της θείας βούλησης, ο Δεληγιάννης την επικαλείται με φειδώ. Κυρίως επικεντρώνεται στο διευθυντικό ρόλο της δικής του οικογένειας, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Γι' αυτό και από το αφηγηματικό του σχήμα απουσιάζουν οι συναισθηματικές εξάρσεις και οι συχνές αναφορές στην ορολογία του Διαφωτισμού: |"... θα κινήσωμεν την Επανάστασιν κατά των τυράννων του χριστιανισμού, θυσιάζοντες τον εαυτό μας, τας πολυμελείς οικογενείας μας, τα πλούτη μας, την δόξαν μας, τας μεγάλας ιδιοκτησίας μας δια να απαλλάξωμεν την πατρίδα μας από τον προαιώνιον ζυγόν ή να συναπολεσθώμεν με αυτήν".| Και αλλού, |"Ας κρίνουν λοιπόν οι αναγνώσται των επερχομένων γενεών του υπομνήματός μου τούτου, ποίοι ήτον οι πρωταίτιοι, οι ενεργοί, οι αυτουργοί και αρχηγοί της Ελληνικής επαναστάσεως! Ποίοι εκίνησαν αυτόν τον μέγαν μοχλόν της προαιωνίου τυραννίας! Ποίοι εθυσίασαν πλούτον, δόξαν, ιδιοκτησίας, αναπαύσεις, ευδαιμονίας, οικογενείας!".| 
Δίπλα από τον αγώνα της ανεξαρτησίας, ο Δεληγιάννης επαναφέρει διαρκώς την ηγεμονική θέση της οικογένειάς του. Στο κείμενο του η συχνότητα των αναφορών σ' αυτήν προσεγγίζει την αντίστοιχη του Μακρυγιάννη στο Θεό. Η πολιτική του σκέψη είναι σαφώς αριστοκρατική. Όμως, υπάρχει κάτι που τον προσγειώνει στην πραγματικότητα: Είναι η σχετική συνείδηση των πραγματικών συνθηκών, από έναν άνθρωπο που διαχειριζόταν επί δεκαετίες σχέσεις πολιτικής εξουσίας. Και ταυτόχρονα, κάτι άλλο που ακυρώνει τη συμμετοχή του στο νεοτερικό πολιτικό σκηνικό: Η εμμονή του στον προνομιακό πολιτικό ρόλο οικογενειακών σχηματισμών. 
Η πατρίδα, γενέθλια γη, πολιτισμικό σύμπαν, γεωγραφική, πληθυσμιακή και ιδεολογική οντότητα, "ανασταίνεται" στον Μακρυγιάννη και το Δεληγιάννη, δηλαδή αποκτά την πολιτική της ελευθερία, με "πληγές", θάνατο, "υπέρογκα έξοδα", δυστυχία. Η αφιέρωση στον Αγώνα αποτελεί κοινό τόπο και για τα δύο |Απομνημονεύματα|, μόνο που τα ιδανικά της ανεξάρτητης πατρίδας νοηματοδοτούνται από τις αντίστοιχες, ιδιαίτερες κοινωνικές καταγωγές και ζητούν προσωπική δικαίωση. Η έννοια της πατρίδας, "εν τω γίγνεσθαι", προσαρμόζεται στην ατομική ιδεολογία, και αυτή η τελευταία επαναπροσδιορίζεται από την κοσμογονία των νεοτερικών ιδεών, διατηρώντας ταυτόχρονα στέρεες αγκυρώσεις στο παραδοσιακό σύστημα αξιών. Μερικές από τις αντιφάσεις και μερικοί από τους θεμελιακούς μύθους της νέας ελληνικής ιδεολογίας, έχουν τις ρίζες τους εδώ: στην μερική ενσωμάτωση της νεοτερικότητας από ένα παραδοσιακό, δηλαδή παρωχημένο, συγκρότημα αξιών. 

Βιβλιογραφία 
Κανέλλου Δεληγιάννη, |Απομνημονεύματα|, (επιμ. Ε. Πρωτοψάλτης), τ. 16/1, Αθήνα 1957. 
Μακρυγιάννη, |Απομνημονεύματα|, (εισαγωγή-σχόλια Σπύρου Ασδραχά), Αθήνα 1957. 
Παναγιώτου Παπατσώνη, |Απομνημονεύματα από των χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι της βασιλείας Γεωργίου Α'|, Αθήνα 1960. 
Σπύρος Ασδραχάς, "Μακρυγιάννης και Παναγιώτης Ζωγράφος - Το ιστορικό της εικονογραφίας του Αγώνα", |Ελληνική Κοινωνία και Οικονομία, ιη' και ιθ' αιώνες,| Αθήνα 1982, σελ. 315-349. 
Νίκος Θεοτoκάς, "Παράδοση και νεοτερικότητα: σχόλια για το 'Εικοσιένα'", |Τα Ιστορικά|, τ. 9, τχ. 17, σελ. 345-370. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου