29/5/08

Μετά το ‘89 [Δ]

Μετά το ‘89

Στους δρόμους της κριτικής σκέψης

επιμέλεια Κώστας Βούλγαρης

τχ. 236, 1/7/2007 – τχ. 240, 29/7/2007

Αλέκος Αλαβάνος, Κώστας Βεργόπουλος, Κώστας Βούλγαρης,

Στέφανος Δημητρίου, Τιτίκα Δημητρούλια, Άντα Διάλλα,

Αλέξης Ζήρας, Νίκος Θεοτοκάς, Μάκης Καβουριάρης,

Λήδα Καζαντζάκη, Κυριάκος Κατζουράκης, Βαγγέλης Κάσσος, Γιώργος Μερτίκας, Γιώργος Μπλάνας, Ανδρέας Πανταζόπουλος,

Γιάννης Παπαθεοδώρου, Παναγιώτης Πούλος, Στέφανος Ροζάνης,

Νικόλας Σεβαστάκης, Κώστας Χριστόπουλος

[συνέχεια]



Βαγγέλης Κάσσος

Annus Mirabilis…

(Θαυμαστό έτος)



Το 1892, ο Γάλλος δημοσιογράφος Ζυλ Υρέ ταξιδεύει στη Ρωσία, με σκοπό να συναντήσει τον μεγάλο συγγραφέα Λ. Τολστόι και να του πάρει συνέντευξη για την εφημερίδα Le Figaro. Η συνάντηση γίνεται σε ένα τρένο, με το οποίο ο Τολστόι διασχίζει τη Ρωσία, κουβαλώντας σιτάρι, που προορίζει για περιοχές της πατρίδας του που μαστίζονται από την πείνα.

Στη συνέντευξή του προς τον Γάλλο δημοσιογράφο, ο Τολστόι μιλά όχι μόνο για λογοτεχνία, αλλά και για θέματα κοινωνικά. Όταν ο δημοσιογράφος ζητά από τον Ρώσο συγγραφέα να του πει την άποψή του για τις κολλεκτιβιστικές θεωρίες, ο Τολστόι του απαντά ως εξής: «Σε μια κολλεκτιβιστική κοινωνία, οι πάντες θα είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Για να υλοποιηθεί το μαρξιστικό ιδανικό, θα πρέπει αυτοί οι δημόσιοι υπάλληλοι να είναι άγγελοι».

Αυτή θεωρώ ότι είναι η πιο σοβαρή εξήγηση –στην πραγματικότητα, προφητεία ενός ολόκληρου αιώνα– για την αιτία της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Εάν συμφωνήσουμε ότι την προφητεία αυτή του Τολστόι έζησαν στην πράξη και, συνειδητά ή ασυνείδητα, την αλήθεια της ενστερνίσθηκαν όλοι οι πολίτες των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ακόμα και αυτοί που ανήκαν στους αντιφρονούντες, μπορούμε, νομίζω, να θεωρήσουμε ότι έχουμε μια εξήγηση για το γεγονός ότι οι ανατροπές του 1989 υπήρξαν «βελούδινες», αφού, ευτυχώς, δεν συνοδεύτηκαν από εμφυλίους πολέμους, όπως μάλλον θα περίμεναν οι ορθολογιστές ιστορικοί και φιλόσοφοι του καιρού μας. Και από την άποψη μόνον αυτή να δει κανείς το «1989», οφείλει να παραδεχτεί ότι αυτό υπήρξε πράγματι «annus mirabilis».

Όμως, ορισμένοι ιστορικοί και φιλόσοφοι του καιρού μας περί άλλα τυρβάζουν. Θεωρούν λ.χ. υπόθεση σοβαρή το να σχολιάζουν εμβριθώς τις απόψεις του Φράνσις Φουκουγιάμα περί του τέλους της Ιστορίας.

Λοιπόν, τελείωσε ή όχι η Ιστορία το 1989; Όσοι προσέρχονται στη συζήτηση που άνοιξε ο Φουκουγιάμα, είτε συμφωνούν είτε διαφωνούν μαζί του, εμμέσως αποδέχονται ότι βρίσκονται μπροστά σε ένα σοβαρό φιλοσοφικό ερώτημα, του οποίου, μάλιστα, η απάντηση επείγει!

Το κακό ξεκίνησε τη Δευτέρα, 13 Οκτωβρίου 1806, ημέρα που ο Γερμανός φιλόσοφος Χέγκελ είδε τον Ναπολέοντα να διασχίζει έφιππος την πόλη της Ιένας. Ήταν η παραμονή της ομώνυμης μάχης, στην οποία ο γαλλικός στρατός κατήγαγε μεγάλη νίκη επί του πρωσικού. Την νύχτα της 12ης προς την 13η Οκτωβρίου 1806, ο Χέγκελ είχε βάλει την τελευταία τελεία στο έργο του Φαινομενολογία του Πνεύματος. Αντικρίζοντας, λοιπόν, τον Ναπολέοντα, το πρωί της 13ης Οκτωβρίου 1806, αυτός ο άτεγκτος διαφωτιστής και δεινός πολέμιος των προκαταλήψεων και των δεισιδαιμονιών, θεώρησε το γεγονός σημαδιακό και, εκστασιασμένος, κάθισε αμέσως και έγραψε σε ένα φίλο του στην Νυρεμβέργη: «Είδα τον αυτοκράτορα, αυτήν την ψυχή του κόσμου, να βγαίνει από την πόλη, πηγαίνοντας για αναγνώριση. Είναι πράγματι θαυμάσια αίσθηση το να βλέπεις έναν τέτοιο άνθρωπο, συσπειρωμένο εδώ σε ένα σημείο, καθισμένο στο άλογο, να εκτείνεται στον κόσμο και να κυριαρχεί επάνω του».

Με αφορμή το περιστατικό αυτό, ο Χέγκελ, δύσκολα κρύβοντας το ναρκισσισμό του, αποφαίνεται ότι η μάχη της Ιένας (14-10-1806) σήμανε το «τέλος της Ιστορίας»! Ενδεχομένως να ήθελε να πει ότι με τη Φαινομενολογία του Πνεύματος η φιλοσοφία έφτασε στο ακραίο όριό της, αλλά δεν το τόλμησε. Εμμέσως, όμως, αυτό προκύπτει, αφού, σύμφωνα με αυτήν την «εκκοσμικευμένη εσχατολογία», το «τέλος της Ιστορίας» συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, και τη σταδιακή εξαφάνιση της αναγκαιότητας για περαιτέρω φιλοσοφική σκέψη.

Την «εκκοσμικευμένη εσχατολογία» του Χέγκελ δανείστηκε ο Μαρξ, προκειμένου να διατυπώσει τη δική του θεωρία για το «τέλος της Ιστορίας», το οποίο επρόκειτο να επέλθει με την επικράτηση του προλεταριάτου και την κατάργηση της πάλης των τάξεων. Υπό τις συνθήκες ενός τέτοιου τέλους, η ανθρωπότητα θα ερχόταν σε ειρήνη με τον εαυτό της και τη φύση, ασχολούμενη αποκλειστικά με «την τέχνη, την αγάπη, το παιχνίδι…». Οποία τύχη για τους ποιητές και τα λοιπά ωδικά πτηνά! Υπάρχουν, εξάλλου, σχετικά παραδείγματα: Μαγιακόφσκι, Μάντελσταμ, Γκουμίλεφ, Αχμάτοβα κ.ά.

Από την «εκκοσμικευμένη εσχατολογία» του Χέγκελ ξεκινά και ο Φουκουγιάμα, στηρίζεται όμως κατά βάση στην ερμηνεία του Χέγκελ από τον Αλεξάντρ Κοζέβ (1902-1968). Στο βιβλίο του Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος, που κυκλοφόρησε το 1992 (ελληνική έκδοση «Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη» 1993), ο Φουκουγιάμα σημειώνει τα εξής: «Αν και η αποκάλυψη του αυθεντικού Χέγκελ έχει μεγάλη σημασία για τη συνέχιση της ‘παρούσας συζήτησης’, όμως το ενδιαφέρον δεν αφορά τον Χέγκελ per se, αλλά τον Χέγκελ όπως ερμηνεύεται από τον Κοζέβ ή ακόμη περισσότερο μια νέα συνδυασμένη προσωπικότητα ενός φιλοσόφου που θα μπορούσε να ονομάζεται Χέγκελ-Κοζέβ. Όσες αναφορές στον Χέγκελ ακολουθήσουν, στην πραγματικότητα θα είναι αναφορές στον Χέγκελ-Κοζέβ...».

Αλλά ποιος ήταν ο Κοζέβ; Γεννήθηκε το 1902 στη Μόσχα και το πραγματικό όνομά του ήταν Αλεξάντρ Βλαντιμίροβιτς Κοζέβνικοφ. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, που έχασε όλη την περιουσία της μετά την επανάσταση του 1917. Σε ηλικία δεκαέξι ετών, ο Αλεξάντρ συνελήφθη για μαύρη αγορά, καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά γλίτωσε την εκτέλεση μετά από παρέμβαση οικογενειακών του φίλων. Το 1920, εγκατέλειψε την Ρωσία και ταξίδεψε, μυστικά, πρώτα στην Πολωνία και κατόπιν στη Γερμανία. Σπούδασε κινεζικά, σανσκριτικά και φιλοσοφία στο Βερολίνο και τη Χαϊδελβέργη. Εκπόνησε διδακτορική διατριβή υπό την εποπτεία του φημισμένου Γερμανού φιλοσόφου Καρλ Γιάσπερς. Το 1926, εγκαθίσταται στο Παρίσι, αλλάζει το όνομά του σε Αλεξάντρ Κοζέβ και αποκτά τη γαλλική υπηκοότητα. Κατά την περίοδο από τον Ιανουάριο του 1933 μέχρι τον Μάϊο του 1939, κάθε Δευτέρα, ο Κοζέβ παραδίδει σεμινάρια στην École Pratique des Hautes Études με αντικείμενο την ερμηνεία της Φαινομενολογίας του Πνεύματος του Χέγκελ. Η απήχηση αυτών των σεμιναρίων υπήρξε τεράστια. Στο ακροατήριό του ο Κοζέβ, εκτός από φοιτητές, προσελκύει κορυφαίους διανοούμενους, όπως ο Αντρέ Μπρετόν, ο Ζωρζ Μπατάϊγ, ο Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, ο Ζακ Λακάν, ο Ρεϋμόν Αρόν, ο Ζαν Βαλ, ο Ρεϋμόν Κενώ κ.ά. Οι ακροατές του τον περιγράφουν ως μαγευτικό ομιλητή και δεινότατο ερμηνευτή δύσκολων φιλοσοφικών εννοιών, όπως είναι κατεξοχήν αυτές της Φαινομενολογίας του Πνεύματος.

Το 1947, ο Κοζέβ κυκλοφορεί σε βιβλίο τις παραδόσεις του στην École Pratique, με τον τίτλο Εισαγωγή στην ανάγνωση του Χέγκελ. Ενώ εμφανίζεται απόλυτα πεπεισμένος για την ορθότητα της θέσης του Χέγκελ όσον αφορά το «τέλος της Ιστορίας», δείχνει να μην έχει ακόμη πεισθεί για το αν το «παγκόσμιο και ομοιογενές Κράτος» που θα επισφράγιζε αυτό το τέλος έμελλε να είναι η Σοβιετική Ένωση ή η Αμερική.

Όμως, το 1967, στη δεύτερη έκδοση της Εισαγωγής στην ανάγνωση του Χέγκελ, ο Κοζέβ προσθέτει μια υποσημείωση, όπου υποστηρίζει ότι σωστά ο Χέγκελ είδε στη μάχη της Ιένας το τέλος της Ιστορίας, ότι σε εκείνη τη μάχη, και με εκείνη τη μάχη, η εμπροσθοφυλακή της ανθρωπότητας ουσιαστικά κατέκτησε το όριο και το σκοπό, δηλαδή, το τέλος της ιστορικής εξέλιξης του Ανθρώπου, ότι η Σοβιετική και η Κινεζική Επανάσταση ήταν της ίδιας τάξης γεγονότα με την ανεξαρτησία των Τόγκο ή των Παπούα (!) και ότι η αμερικανική κοινωνία, ουσιαστικά αταξική μέσα στην αφθονία της κατανάλωσής της, παρουσίαζε στο υπόλοιπο της ανθρωπότητας την εικόνα του μέλλοντός της...

Τον επόμενο χρόνο, ο Κοζέβ πέθανε. Φυσικό ήταν, επομένως, η υποσημείωση αυτή να θεωρηθεί ως η οριστική πνευματική διαθήκη του σχετικά με το «τέλος της Ιστορίας». Φυσικό, επίσης, φαίνεται το γεγονός ότι, ενόψει της Εισαγωγής στην ανάγνωση του Χέγκελ, το πρωτότυπο φιλοσοφικό έργο του Κοζέβ υποτιμήθηκε. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το post mortem δημοσιευμένο βιβλίο του με τον τίτλο Esquisse d’ une Phénoménologie du Droit / Σχέδιο μιας Φαινομενολογίας του Δικαίου (Gallimard 1981), όπου ο Κοζέβ εισηγείται τον πολιτικό κώδικα του καθολικού και ομοιογενούς Κράτους, το οποίο, αυτή τη φορά, αποκαλεί Σοσιαλιστική Αυτοκρατορία(!). Με αυτήν τελειώνει η Ιστορία...

Πώς είναι δυνατόν αυτός ο «μαιτρ» του χειρισμού των φιλοσοφικών εννοιών να έχει περιπέσει σε τέτοιες αντιφάσεις; Και αν δεχτεί κανείς ότι η οριστική πνευματική του διαθήκη ως προς τη φορά του τέλους της Ιστορίας βρίσκεται στην περίφημη υποσημείωση του 1967, γιατί δεν άλλαξε και το συμπέρασμά του στο Σχέδιο μιας Φαινομενολογίας του Δικαίου ή, έστω, δεν φρόντισε να καταστήσει με κάποιο τρόπο γνωστό στον εκδότη του ότι το έργο αυτό δεν τον εξέφραζε πλέον; Τουναντίον, καθώς ο αναγνώστης πληροφορείται από το σημείωμα του εκδότη, ο Κοζέβ τον είχε διαβεβαιώσει τον τελευταίο ότι το έργο αυτό, παρότι τελειωμένο από το 1943, εξακολουθούσε πάντοτε να τον ικανοποιεί.

Ο Φουκουγιάμα κράτησε για τον εαυτό του τον Κοζέβ της Εισαγωγής στην ανάγνωση του Χέγκελ (β΄ έκδοση), δημιούργησε ένα υβρίδιο φιλοσόφου, τον «Χέγκελ-Κοζέβ», καθώς τον αποκάλεσε, και αδιαφόρησε για όλα τα άλλα. Φαίνεται, όμως, ότι βιάστηκε: το 1999, κυκλοφορεί στην Αγγλία ένα βιβλίο με τον τίτλο Το Αρχείο Μιτρόκχιν. Συγγραφείς του ο Άγγλος ιστορικός Κρίστοφερ Άντριου και ο Ρώσος συνταγματάρχης Μιτρόκχιν, πρώην υπεύθυνος των αρχείων της Κα Γκε Μπε. Από το βιβλίο αυτό προκύπτει η πληροφορία ότι ο φιλόσοφος Αλεξάντρ Κοζέβ υπήρξε σοβιετικός πράκτορας επί τριάντα συναπτά έτη! Την πληροφορία αυτή επιβεβαίωσε και η γαλλική υπηρεσία αντικατασκοπίας σε σχετικό υπόμνημά της. Του υπομνήματος αυτού έλαβε γνώση η εφημερίδα Le Monde, η οποία και παρουσίασε εκτενώς το θέμα στο φύλλο της 16ης Σεπτεμβρίου 1999.

Ο Φουκουγιάμα έχει τώρα μια κατεξοχήν «βιωματική» απόδειξη ότι η Ιστορία ούτε τελειώνει ούτε προβλέπεται: αυτός που λίγα χρόνια πριν υπήρξε εξαιρετικά τυχερός ως προς τη διεθνή προβολή των απόψεών του –σε βάρος μάλιστα άλλων θεωρητικών, όπως του Γερμανού ιστορικού Ν. Νίετχαμερ, ο οποίος στο βιβλίο του Μετά-ιστορία: έφτασε η Ιστορία σε κάποιο τέλος; (1989), υποστήριξε μάλλον τη σοβαρότερη άποψη σχετικά με το «1989», ότι δηλαδή το έτος αυτό σήμανε το τέλος της «τελεολογικής Ιστορίας» και όχι γενικά της Ιστορίας– αποδεικνύεται τώρα εξαιρετικά άτυχος ως προς την επιλογή του μέντορά του, γεγονός που χρεώνει με αναξιοπιστία το θεωρητικό υπόβαθρο του βιβλίου του.

Ο μόνος τρόπος για τον Φουκουγιάμα να αποκαταστήσει το κύρος της θεωρητικής τεκμηρίωσης του βιβλίου του είναι να το γράψει από την αρχή, αφαιρώντας από αυτό το υβρίδιο «Χέγκελ-Κοζέβ» και αρκούμενος μόνο στον Χέγκελ, ουσιαστικά δηλαδή στη διαίσθηση ενός γραφιά του Διαφωτισμού που εντυπωσιάστηκε από την εικόνα του έφιππου Ναπολέοντα και πίστεψε ότι η Ιστορία τελείωσε με τη μάχη της Ιένας. Εκτός εάν αυτή τη φορά ο Φουκουγιάμα επιλέξει να εστιάσει σε σοφότερα σημεία της σκέψης του Χέγκελ, όπως λ.χ. στο ακόλουθο απόσπασμα από τη Φαινομενολογία του Πνεύματος: «ο στόχος (das Ziel), δηλαδή η απόλυτη γνώση ή το πνεύμα που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως πνεύμα, θυμάται με τον τρόπο του τα άλλα πνεύματα, όπως είναι καθεαυτά και όπως επιτελούν την οργάνωση του βασιλείου τους. Η διάσωσή τους, όσον αφορά την ελεύθερη ύπαρξή τους, από την τυχαιότητα, είναι η Ιστορία...».









Τιτίκα Δημητρούλια

Λογοτεχνία, ιστορία και πολιτική


Το 1989, η κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων αλλάζει τον ρυθμό του κόσμου. Η ένρηξη του υπαρκτού σοσιαλισμού πυροδοτεί μια σειρά εξελίξεις, πολιτικές και πολιτισμικές, που μεταβάλλουν τον ρουν της Ιστορίας, μέσα στην οποία κινείται και η λογοτεχνία -εξ ορισμού ιστορική, υπό την έννοια ότι γράφεται, αλλά και ερμηνεύεται και αποτιμάται συγχρονικά και διαχρονικά σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, άμεσα, έμμεσα, ρητά ή υπόρρητα επηρεασμένη από τις εκάστοτε συνθήκες. Αυτή η μεταβολή, στο λογοτεχνικό πεδίο, πολύμορφη, διαφορετικά κατανεμημένη γεωγραφικά και χρονικά, δεν είναι πάντα εμφανής ούτε άμεσα ορατή.

Μέσα στα είκοσι σχεδόν αυτά χρόνια, ο πρώτος κύκλος αλλαγών σε λογοτεχνικό επίπεδο αφορά τις ίδιες τις πρώην ανατολικές χώρες. Οι λογοτέχνες βρέθηκαν ξαφνικά, μαζί με την ευρύτερη εθνική κοινότητα, στη δυσχερή, παρότι ως επί το πλείστον ευκταία, θέση του επαναπροσδιορισμού της εθνικής και της προσωπικής τους ταυτότητας, σε σχέση με το πρόσφατο αλλά και το απώτερο παρελθόν, του σοσιαλισμού και πριν από αυτόν. Απαγορευμένοι ως τότε συγγραφείς πλημμύρισαν την αγορά, νέα είδη λογοτεχνίας, απαξιωμένα ως εκείνη τη στιγμή, όπως το αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο λειτουργεί πλέον συχνά ως το νέο κοινωνικό μυθιστόρημα, πήραν σε κάποιες χώρες όπως η Ρωσία το πάνω χέρι, μέσα στο νέο λογοτεχνικό status που αμέσως δημιουργήθηκε με την επέλαση της δυτικής, μαζικής κουλτούρας, των συμβόλων και της αισθητικής της. Η προστατευμένη ως εκείνη στιγμή λογοτεχνία –και δεν εξετάζουμε εδώ το περιεχόμενό της– αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει την πλευρά της που αγνοούσε, εκείνη του εμπορεύματος. Μέσα στη δίνη των αλλαγών που συγκλόνιζαν την οικονομία και την κοινωνία των χωρών αυτών, η εθνική λογοτεχνία υποχώρησε αρχικά και προσωρινά μπροστά στα παγκόσμια μπεστ-σέλερ και τα κάθε λογής προϊόντα της ποπ κουλτούρας, όχι πάντα στην καλύτερη εκδοχή της. Και στη συνέχεια, προσπάθησε να προσαρμοστεί στη λογική της αγοράς, στις νέες συνθήκες, μια διεργασία που βρίσκεται εν εξελίξει.

Τα πράγματα όμως δεν είναι ποτέ τόσο απλά όσο φαίνονται. Στη θέση της γραφειοκρατίας και της ανελευθερίας μπήκε μια άλλη «ψεύτρα ελευθεριά», αυτή του άγριου καπιταλισμού, που αποπροσανατόλισε ανθρώπους και χώρες τη στιγμή που επανεξέταζαν την Ιστορία, την επίσημη εκδοχή της, τις συγκαλυμμένες όψεις και τις αποκρύψεις της, τα ψέματα και τα μυστικά της, και μαζί τις προσωπικές τους ιστορίες. Κάποια φαινόμενα όπως η nostalgia, η νοσταλγία της Ανατολικής Ευρώπης, ως νοσταλγία μάλλον για μια συμβολική ενότητα και συνέχεια, και λιγότερο πολιτική, παρότι και η πολιτική νοσταλγία δεν άργησε να κάνει με διάφορες μορφές την εμφάνισή της -αποδεικνύουν αυτή την πολυπλοκότητα. Και στις χώρες αυτές μας δίνει έργα που αποτυπώνουν το σοσιαλισμό στην καθημερινότητά του, στη ρουτίνα του, που δημιουργούσε ένα αίσθημα ασφάλειας ακόμα και με την αμφισβήτησή της.

Στις δυτικές χώρες της περιφέρειας, αντίστοιχα, χωρίς το 1989 να αποτελεί το αίτιο και τον κύριο μοχλό της αμερικανοποίησης, η καθιέρωση νέων προτύπων στην αγορά του βιβλίου, άμεσα συνδεδεμένων με τα ΜΜΕ και τη διαφήμιση, σαφώς επιταχύνθηκε και διευκολύνθηκε. Είναι χαρακτηριστικό ότι το life style και οι τεχνικές της προώθησης έχουν κυριαρχήσει και στην προβολή του βιβλίου, επηρεάζοντας τις αναγνωστικές πρακτικές και, αναδραστικά, την ίδια την παραγωγή. Το φαινόμενο αυτό συμβαδίζει με τη σταδιακή υποχώρηση μιας ολόκληρης προοδευτικής λογοτεχνικής παράδοσης, με την οποία ακόμα και πολλοί νεότεροι συγγραφείς, και όχι μόνο αναγνώστες, συχνά δεν έχουν πλέον καμία σχέση. Από την άλλη, η Ιστορία όντως επανακάμπτει δριμύτερη στη θεματική της λογοτεχνίας, κυρίως με δύο τρόπους: ο πρώτος είναι ο τρόπος των λαϊκών φυλλάδων, με τους πειρατές και τους ληστές, τον Αλή πασά και τις βυζαντινές αυτοκράτειρες. Μπορεί οι ιστορίες αυτές, μια κάποια ελληνική εκδοχή των περιπετειωδών μυθιστορημάτων, να λειτούργησαν κάποτε με ενδιαφέροντα τρόπο όσον αφορά ένα ευρύ κοινό, σήμερα όμως σημαίνουν στην πραγματικότητα μια τάση αποϊστορικοποίησης της λογοτεχνίας, λόγω της προοπτικής και της τεχνικής τους: η Ιστορία ως ντεκόρ για περιπέτειες και έρωτες -ντεκόρ που, επιπλέον, συχνά είναι κακοσχεδιασμένο– ενώ η σχέση της λογοτεχνίας με την ιστορία είχε γίνει ενδιαμέσως πολύ πιο σύνθετη, από τον 19ο αιώνα που η Ιστορία και η λογοτεχνία άρχισαν να απεργάζονται την αυτονόμησή τους. Η δεύτερη μορφή επιστροφής της Ιστορίας στη λογοτεχνία είναι η ιστοριογραφική μεταμυθοπλασία, που συναιρεί τη λογοτεχνία ντοκουμέντων με τον μεταλογοτεχνικό και ιστορικό σχολιασμό, και στην Ελλάδα τείνει να εδραιωθεί ως τάση την τελευταία εικοσαετία –παρά το γεγονός ότι μεμονωμένα εγχειρήματα τοποθετούνται χρονικά σε ένα απώτερο παρελθόν.

Σε καμία από τις δύο περιπτώσεις, ωστόσο, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ευθεία σύνδεση του 1989 με τις αλλαγές αυτές. Τόσο το ευπώλητο ιστορικό μυθιστόρημα όσο και η μεταμυθοπλασία αποτελούν, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον, μεταφύτευση των αντίστοιχων αμερικανικών περισσότερο τάσεων, που ενσαρκώνονται στα ευπώλητα, εισαγόμενα μυθιστορήματα τύπου Κώδικας ντα Βίντσι αφενός, αλλά και μας έχουν δώσει έργα συγκλονιστικά, όπως του Ε.Λ. Ντοκτορόου αφετέρου. Στην πρώτη περίπτωση, η μεταφορά υπήρξε σχετικά σύγχρονη, λόγω παγκοσμιοποίησης. Η λεγόμενη γυναικεία λογοτεχνία λόγου χάρη, η σύγχρονη τάση της τύπου chick-lit, περνάει άμεσα ακόμα και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Στη δεύτερη περίπτωση, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε την τεράστια παράδοση του αμερικανικού ριζοσπαστισμού και του αμερικανικού ιστορικού μυθιστορήματος, που συνεχίζει να βρίσκεται στην αιχμή των εξελίξεων. Ούτε μπορούμε να αγνοήσουμε ότι μετά την αμερικανική εκδοχή του αποστειρωμένου και σπινταριστού ιστορικού μυθιστορήματος, έχουμε νέες μορφές αξιόλογου ιστορικού μυθιστορήματος στην Ευρώπη. Την επιστροφή αυτή στην Ιστορία τη χαιρέτιζε, λόγου χάρη, το περιοδικό Lire με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Τζόναθαν Λίτελ Les bienveillantes, ως νίκη κατά της ομφαλοσκόπησης και της αυτοαναφορικότητας που μάστιζε τη γαλλική λογοτεχνία. Το ερώτημα είναι απλώς αν αυτή η επαναϊστορικοποίηση οφείλεται στο 1989 καθαυτό ή στην ανισορροπία δυνάμεων που δημιούργησε, στις παρενέργειες και τις συνέπειές του. Και, κυρίως, αν αυτή η επιστροφή της Ιστορίας δεν είναι επίσης πολιτική και ιδεολογία, με αφορμή την ερμηνεία του παρελθόντος.

Τόσο στις χώρες αυτές, ωστόσο, όσο και στις δυτικές χώρες όπου η παραδοσιακή Αριστερά είχε δύναμη, η κατάρρευση του σοσιαλισμού κλόνισε προφανώς την αισθητική του περίφημου σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αλλά και την οπτική γωνία θέασης των ιστορικών γεγονότων. Στις θέσεις του σοσιαλισμού και της Αριστεράς απάντησε δυναμικά πλέον η άλλη όχθη, επί σειρά ετών απαξιωμένη, της Δεξιάς, ακόμα και του φασισμού, που για πρώτη φορά έκανε δυναμική την εμφάνισή του μετά το 1989. Το 1989 που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου όσον αφορά την λογοτεχνική αναπαράσταση και ερμηνεία του παρελθόντος. Θεωρώντας ότι δικαιώνονται, όλες αυτές οι φωνές κινήθηκαν στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από την κυρίαρχη επί σειρά ετών. Ένα ελληνικό παράδειγμα: αν οι αντάρτες ήταν καθαγιασμένα λαϊκά σύμβολα, τώρα πρέπει να παρουσιαστούν ως ιδιοτελείς, μανιακοί φονιάδες. Οι φωνές που αντιστέκονται στη μυθολόγηση και τον μανιχαϊσμό είναι ίσως ακόμα νωρίς να ακουστούν. Το σημαντικό, παρά ταύτα, με την εστιασμένη σε ιστορικά γεγονότα λογοτεχνία της εποχής μας δεν είναι μόνο η οπτική γωνία. Είναι η δηλωμένη πρόθεση της ίδιας της Ιστορίας ως επιστήμης, ή, για να ακριβολογούμε και να μην ισοπεδώνουμε τα πάντα, κάποιων νεότερων ιστορικών, να αποδεχτεί την λογοτεχνία ως ισότιμο κριτήριο, να εξισώσει τη λογοτεχνική με την επιστημονική αφήγηση, υπονομεύοντας έτσι τα ίδια τα θεμέλια της ιστορικής επιστήμης. Όπως και να έχει, σ’ αυτή την αναγωγή του λογοτεχνικού σε ιστορικό, πάντως, δεν μπορούμε να μη λαμβάνουμε υπόψη μας κάποιες παραμέτρους. Η πρώτη είναι ότι έχει χυθεί πολύ μελάνι για να υπάρξει διάκριση μεταξύ της λογοτεχνικής και της εξωλογοτεχνικής αφήγησης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα μεταξύ τους όρια είναι αυστηρά καθορισμένα. Η δεύτερη, ότι ο μεταμοντερνισμός, ορίζοντας την Ιστορία ως αφήγηση, συμβάλλει στην ρευστοποίηση αυτή των ορίων, χωρίς όμως αναγκαστικά να τα αναιρεί. Το ερώτημα ποιος ωφελείται και ποιος ζημιώνεται, περισσότερο ή λιγότερο, η ιστορία ή η λογοτεχνία, από την επιχειρούμενη αυτή συναίρεση, μένει να απαντηθεί.

Η επιστροφή της Ιστορίας ως πολιτική και ιδεολογία στην Ελλάδα, πάντως, είναι αδιαμφισβήτητη στην πολιτική ποίηση που γράφεται το τελευταίο διάστημα, με αφορμή την Ιστορία, εθνική και παγκόσμια, και στόχευση το παρόν και το μέλλον. Λόγου χάριν, από τον Σπύρο Βρεττό στον Γιώργο Μπλάνα και από τον Βαγγέλη Κάσσο στον Δημήτρη Χουλιαράκη και σε πολύ νεότερους ποιητές, όπως ο Δημήτρης Ελευθεράκης ή ο Σταμάτης Πολενάκης, η πολιτική ματιά, στο παρελθόν και το παρόν, διαλέγεται με την εξέγερση που πρεσβεύουν πολλοί νεότεροι και από πολλές διαφορετικές σκοπιές. Ποικιλοτρόπως ερμηνευόμενες, οι εξελίξεις αυτές οφείλονται σίγουρα σε ένα βαθμό και στις ανακατατάξεις της μετά 1989 εποχής. Οι ανακατατάξεις αυτές, όμως, καθώς διαμορφώνουν τον τρόπο ζωής και την καθημερινότητά μας, δουλεύουν υπόγεια στη συνείδηση πολλών ποιητών, τους καθορίζουν ασύνειδα, τους οδηγούν σε νέα μονοπάτια, χωρίς η επίδραση αυτή να είναι ακόμα άμεσα εντοπίσιμη. Κι αυτές οι υπόγειες ή υπόρρητες ποιητικές διεργασίες είναι εξίσου ενδιαφέρουσες, εξίσου ιστορικές και πολιτικές, σε μια άλλη προοπτική εξέτασης των λογοτεχνικών πραγμάτων.




Κώστας Βεργόπουλος

Το 1989. Σκέψεις για την οικονομία



Για την κατάρρευση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989 έχουν δοθεί πολλές και ποικίλες ερμηνείες. Όμως, το βασικό αίνιγμα παραμένει. Δεδομένου ότι η κατάρρευση δεν εξηγείται με οικονομικές αιτίες, αλλά ούτε και με ταξικές. Δεν πρόκειται για ήττα μετά από μετωπική σύγκρουση με τον δυτικό κόσμο, αλλά ούτε και για ανατροπή με εξέγερση των λαϊκών τάξεων από τα κάτω. Οι ανατολικές οικονομίες είχαν αξιόλογες οικονομικές επιδόσεις και πάντως δεν είναι ακριβές ότι ήσαν μη ανταγωνιστικές ούτε μη-βιώσιμες. Επίσης, ενώ η λαϊκή δυσαρέσκεια ήταν σοβαρή, εν τούτοις ποτέ δεν φάνηκε ικανή ν' ανατρέψει το σύστημα για οικονομικούς λόγους. Μπορεί ν' αποδειχθεί ότι μεγαλύτερο ρόλο έπαιξαν τα εθνικά ζητήματα, είτε στην σοβιετική και ανατολικο-ευρωπαϊκή περιοχή είτε στη βαλκανική της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Μπορεί ακόμη να φανεί πειστική η εξήγηση με βάση τα πολιτικά αίτια, δηλαδή τα αιτήματα για περισσότερες ελευθερίες, που κατέκτησαν σαφώς το μεγάλο μερος των πολιτών και που οπωσδήποτε προέρχονταν από την πλευρά των νεότευκτων μεσαίων στρωμάτων. Όμως, όποια εξήγηση και να γίνει δεκτή, υπάρχει μπροστά μας εκείνη της ίδιας της ιστορίας που έχει ήδη δοθεί "εκ του αποτελέσματος". Πρόκειται για το πώς η ίδια η ιστορία "ερμηνεύει" την κίνησή της. Όσο απομακρυνόμαστε από το 1989, τόσο περισσότερο η ερμηνεία της ιστορίας για τον εαυτόν της ξεκαθαρίζει. Αυτό είναι το σημείο που μ' ενδιαφέρει. Όλα τα άλλα είναι θεωρητικές ερμηνευτικές απόπειρες, με διαφορετικό βαθμό πειστικότητας. Ενώ το τι ακριβώς ακολούθησε το 1989 δεν είναι θεωρία, αλλά πραγματικότητα.

Η πτωτική πορεία των "σοσιαλιστικών" κοινωνιών αποτέλεσε μέρος του σκηνικού της δεκαετίας του 1980-1990, που διαμορφώθηκε κατά την αυτή περίοδο με την άνοδο των νεοφιλελεύθερων αντι-μεταρρυθμίσεων και απορρυθμίσεων. Η δυσφήμιση του σοσιαλισμού συνδυάσθηκε με εκείνη του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας, ακόμη και της ίδιας της κοινωνικής πολιτικής στον δυτικό κόσμο, με θύματα όχι μόνον τα κομμουνιστικά κόμματα, αλλά και την πολιτική αναδιανομής του εισοδήματος στις δυτικές οικονομίες, όπως βέβαια και ολόκληρη την Αριστερά, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και όλα χωρίς εξαίρεση τα ακρο-αριστερά σχήματα. Με την κατάρρευση, δόθηκε άμεσα η απάντηση της "παγκοσμιοποίησης", δηλαδή της προοδευτικής ενσωμάτωσης των περιοχών αυτών στη ζώνη επιχειρήσεων του παγκόσμιου κεφαλαίου με την επέκταση της ασύδοτης κυριαρχίας των αγορών, χωρίς ρύθμιση ούτε κανόνες.

Με το πέρασμα από τον "σοσιαλισμό" στην "παγκοσμιοποίηση", νέες αξίες ήλθαν να καλύψουν το κενό αυτών που είχαν καταρρεύσει. Κατά την μεταπολεμική περίοδο, στις δυτικές κοινωνίες, η κεϋνσιανή πολιτική είχε επιβάλει ως στόχο την πολιτική μείωσης των εισοδηματικών ανισοτήτων και την τόνωση της οικονομίας, με βασικό εργαλείο την ταχύτερη αύξηση των κατώτερων εισοδημάτων. Όμως μετά τη στροφή του 1989, η οικονομική πολιτική στις δυτικές χώρες έχει αντιστραφεί: η σύνδεση των μισθών με τον τιμάριθμο έχει εγκαταλειφθεί, το κατώτερο όριο μισθών διαβάλλεται και υπονομεύεται, οι εισοδηματικές ανισότητες δεν καταπολεμούνται πλέον αλλά ενθαρρύνονται, ακόμη και με φορο-απαλλαγές και επιδοτήσεις μεγάλης κλίμακας. Ενώ άλλοτε το κράτος επιδοτούσε τα χαμηλότερα εισοδήματα, σήμερα επιδοτεί τα υψηλότερα. Στο σύνολό της, η οικονομική πολιτική, αντί να "διορθώνει" τις ανισότητες, τις οξύνει ακόμη περισσότερο. Οι ανισότητες σήμερα δεν θεωρούνται πρόβλημα αλλά "λύση", και αντί να καταπολεμούνται, εγκωμιάζονται ως δήθεν αναγκαίες για την αποδοση δυναμισμού στην οικονομία.

Επίσης, με την ένταση της διεθνούς κινητικότητας των κεφαλαίων, με τις πιέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για σταθερές νομισματικές ισοτιμίες και υπό την επιτήρηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, εξασθενίζουν οι οικονομικές συμπληρωματικότητες σε εθνική και περιφερειακή βάση, ώστε μαζί τους εξασθενίζει και η δυνατότητα εθνικής διαχείρισης της οικονομίας. Αφαιρείται έτσι το έδαφος, η σκηνή της ιστορίας, στην οποία διαδραματίζονται οι κοινωνικοί αγώνες και προκύπτει η δυνατότητα κοινωνικών διεκδικήσεων.

Όμως, η σημερινή κατάσταση πολύ απέχει από το να έχει σταθεροποιήσει κάποιο νέο πρότυπο επιτυχημένης οικονομίας, είτε στο εθνικό επίπεδο είτε στο παγκόσμιο. Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι στην εποχή μας έχει αποτύχει "οριστικά" η "κοινωνική οικονομία", εν τούτοις η νεοφιλελεύθερη που τη διαδέχθηκε παραμένει αντιμέτωπη με ανεπίλυτα προβλήματα που τροφοδοτούν οι κατ' εξακολούθηση αντικοινωνικές επιλογές της. Το παρελθόν θα ήταν οριστικά ξεπερασμένο, εάν είχε σήμερα βρεθεί ένας νέος και επιτυχημένος τρόπος διαχείρισης των οικονομικών προβλημάτων. Αντίθετα, σήμερα το αμερικανικό πρότυπο βυθίζεται στα χρέη και πρώτος πιστωτής του είναι το κινέζικο, που φυσικά μόνο παράδεισος του δυτικού ατομικισμού δεν είναι. Η επικέντρωση της οικονομικής πολιτικής στο στόχο της δημοσιονομικής "εξυγίανσης" και σ' εκείνον των σταθερών νομισματικών ισοτιμιών, δεν έχει ακόμη αποφέρει κάποια "νέα εποχή" ανάπτυξης, ούτε της οικονομίας ούτε του κεφαλαίου, αλλά αντίθετα καταγράφει επιδόσεις όλο και πιο προβληματικές. Είναι πειστικότερη η άποψη ότι έχουμε στην εποχή μας κρίση και αμηχανία όλων των οικονομικών υποδειγμάτων, παρά την αναγνώριση της επιτυχίας είτε του νεοφιλελεύθερου είτε του μονεταριστικού υποδείγματος. Όπως τονίζει ο Κένεθ Ρογκόφ, πρώην διευθυντής μελετών του ΔΝΤ και σήμερα καθηγητής στο Χάρβαρντ, "από το 1987, ο δυτικός κόσμος έχει παίξει στα ζάρια 5 φορές και έχει κερδίσει και στις 5. Όμως, αυτό δεν τον εξασφαλίζει καθόλου ότι θα κερδίζει πάντα και στο μέλλον. Τα προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται με ζαριές, αλλά με αξιόπιστες και αποτελεσματικές λύσεις, και αυτές από το 1987 δεν έχουν ακόμη φανεί". Τα προβλήματα σήμερα είναι σαφώς περισσότερα από τις επιτυχίες για το δυτικό οικονομικό υπόδειγμα, όπως και για εκείνο της λεγόμενης "παγκοσμιοποίησης". Όλα έχουν αλλάξει, τα βασικά έχουν αντιστραφεί, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ένα νέο πρότυπο οικονομίας έχει εντοπισθεί. Ίσως κάποτε να γίνει δεκτό ότι η κατάρρευση του 1989 για τον υπαρκτό "σοσιαλισμό" ήταν μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, με την προϊούσα αμηχανία του κόσμου που έχει έκτοτε επικρατήσει. Με την αλαζονεία των νικητών, η νίκη του 1989, αντί να έχει ανοίξει νέους ορίζοντες για το κεφάλαιο, έχει σήμερα μετατραπεί σε έλλειμμα ορατότητας για τους οικονομικούς συντελεστές. Η συσσώρευση των κεφαλαίων στο χώρο του χρήματος, των χρηματιστηρίων και της κερδοσκοπίας, σηματοδοτεί όχι την ισχύ της σημερινής δυτικής οικονομίας, αλλά την αδυναμία της και το έλλειμμα προοπτικών της. Ίσως τελικά φανεί ότι το αδιέξοδο του 1989 δεν αφορούσε μόνον τον ένα πόλο του διπολισμού, αλλά, με κάποια χρονική απόσταση, και τους δύο.


















Αλέκος Αλαβάνος

Η αριστερά μετά το 1989

συνέντευξη στον Κώστα Βούλγαρη


Κ.Β. Πόσο σημαντικό είναι το ’89 στο επίπεδο του κοινωνικού φαντασιακού, ή ακόμη και στη μαζική ψυχολογία; Δηλαδή, ποιες από τις ιστορικά κατακτημένες κοινωνικές, ιδεολογικές, ακόμα και πολιτισμικές προϋποθέσεις της αριστεράς επλήγησαν σοβαρότερα από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και τη συνακόλουθη κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού»;

Α.Α. Για τη δικιά μου γενιά, και τις παλαιότερες, ασφαλώς είναι εξαιρετικά σημαντικό, είναι ένα σταυροδρόμι αυτό που συμβαίνει το ’89. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την κόρη μιας συντρόφισσας, φίλης τότε του ΚΚΕ, πρωταγωνιστικής προσωπικότητας στο αντιδικτατορικό κίνημα, που ήταν 15 ετών. Βλέπαμε στην τηλεόραση την υποστολή της σοβιετικής σημαίας από το Κρεμλίνο, και έκανε το εξής ερώτημα, πολύ απλό ερώτημα, ενός παιδιού 15 ετών βέβαια, αλλά που ήταν συντριπτικό και δεν μπορούσε να πάρει απάντηση: πώς θα ζήσουμε τώρα πια χωρίς τη Σοβιετική Ένωση;

Αποδεικνύεται ότι ζούμε... Όσον αφορά τα προβλήματα σχετικά με τις κοινωνικές, ιδεολογικές, πολιτισμικές επιπτώσεις της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου, νομίζω πως αυτά αναδείχνονται από την ανέγερση του Τείχους. Ίσως ήταν σημαντικότερο σημείο καμπής η ανέγερση του Τείχους, ως ένα σημείο συμβολικό, θα έλεγα του εκφυλισμού του παγκόσμιου σοσιαλιστικού εγχειρήματος, αλλά και ως μια ευκαιρία ανασυγκρότησης διεθνώς της αριστεράς, η οποία δεν αξιοποιήθηκε όσο έπρεπε.

Από εκεί και πέρα, πιστεύω ότι οι νέες γενιές θα συναντήσουν την αριστερά όχι τόσο μέσα από την ιστορία της -και από την ιστορία της βέβαια, όπου το ’89 είναι ένα κομμάτι της- όσο από την ικανότητά της να παράγει αξίες και ιδέες μέσα στον κόσμο τον σημερινό, στον οποίο ζουν αυτές οι γενιές.

Κ.Β. Δικαιώθηκαν πολιτικά οι τροτσκιστικές ή οι ανανεωτικές απόψεις, ή αυτή η πτώση οδήγησε το σύνολο της αριστεράς στη δίνη μιας μεγάλης, ιστορικών διαστάσεων κρίσης;

Α.Α. Οι συζητήσεις που νομίζαμε ότι είχαν κλείσει, ιδιαίτερα όσοι βρισκόμασταν στο ΚΚΕ, αποδείχθηκε πως ήταν και είναι ανοιχτές. Και από μια άποψη ιδεολογική, στρατηγική, φαίνεται ότι η αντίληψη της διεθνούς επανάστασης είναι πιο κοντά στις σημερινές, στις μετά το ’89 πραγματικότητες, από την αντίληψη του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα, ή του σοσιαλισμού σε ένα μπλοκ που ελέγχεται από μία μόνο χώρα. Επίσης, οι κριτικές και οι αναζητήσεις ενός σοσιαλισμού με ελευθερία, που ξεκίνησαν, ή μάλλον ενισχύθηκαν με τα γεγονότα της Ουγγαρίας και οδήγησαν στο ρεύμα του ευρωκομουνισμού, έχουν υπέρ τους πολλά στοιχεία, σε σχέση με την παθητική υπεράσπιση αυτού που γινόταν. Όμως, τα πράγματα είναι ακόμη πιο σύνθετα, γιατί την ίδια στιγμή οι τροτσκιστικές απόψεις δεν είχαν αποκηρύξει την έννοια της βίαιης επιβολής ενός δρόμου προς τον σοσιαλισμό, ή είδαμε δυνάμεις ευρωκομουνιστικές να συνδέονται με την πιο απεχθή ίσως μορφή του σοσιαλισμού, που ήταν η Ρουμανία και το καθεστώς Τσαουσέσκου, στη βάση της κοινής αντίθεσης με το κατεστημένο του σοσιαλιστικού μπλοκ που ελεγχόταν από τη Σοβιετική Ένωση.

Με αυτή την έννοια, θα έλεγα ότι δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι σε όλα κάποιος είχε δίκιο. Απλώς, όλο το ζήτημα αυτού του εγχειρήματος δεν πρέπει να το βάζουμε στη ναφθαλίνη κάποιων βιβλίων για ευαίσθητους ή για μονομανείς αναγνώστες, αλλά πρέπει να είναι συνεχώς ανοιχτό σε συζήτηση.

Κ.Β. Μήπως έτσι μπορούμε να μιλήσουμε για έναν ετεροκαθορισμό, ακόμη και των πιο σφοδρών πολέμιων του «υπαρκτού»;

Α.Α. Στην πραγματικότητα δεν είναι εύκολος ένας μη ετεροκαθορισμός. Σε επίπεδο ιδεών είδαμε έναν ολόκληρο κήπο από ιδέες και προτάσεις για μια άλλη πορεία του σοσιαλισμού, που εκφραζόταν και μέσα από ορισμένες πολιτικές δυνάμεις, μέσα από ένα ευρύ φάσμα διανοουμένων, από τον Καστοριάδη μέχρι τον Αλτουσέρ, αλλά, παρ’ όλα αυτά, σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής τα πράγματα ήταν εξαιρετικά δύσκολα, κι αυτό φάνηκε από το γεγονός ότι η κατάρρευση μετά την πτώση του Τείχους, καθώς και η κάλυψη του κενού από τον επιθετικό καπιταλισμό των ΗΠΑ και της Ευρώπης, συμπαρέσυρε όχι μόνο το ευρωκομουνιστικό κίνημα αλλά και την ίδια τη σοσιαλδημοκρατία και τις ιδέες περί κοινωνικού κράτους.

Κ.Β. Σήμερα, έχουμε σημάδια εξόδου από την κρίση;

Α.Α. Ναι, σήμερα έχουμε σημάδια εξόδου από την κρίση και θα έλεγα ότι αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι η ημερήσια διάταξη και η ατζέντα της αριστεράς έχει εμπλουτιστεί με πολλά καινούρια ζητήματα. Το εγχείρημα που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Λατινική Αμερική, που τη μετατρέπει είτε σε μια κόκκινη ήπειρο είτε σε μια ήπειρο με κόκκινες περιοχές, δείχνει ότι υπάρχει δρόμος για την αριστερά. Φυσικά, τα παθήματα γίνονται μαθήματα, και μ’ αυτήν την έννοια θα ήταν λάθος να αντιμετωπίζουμε σήμερα τη Βενεζουέλα ή τη Νικαράγουα, τη Βολιβία ή την Κούβα, ή το εγχείρημα, με άλλους όρους, στη Βραζιλία, την Αργεντινή ή τη Χιλή, απλώς με χειροκροτήματα και με θαυμασμό, δηλαδή ως ένα ηρεμιστικό ή τονωτικό. Θα πρέπει κανείς να τα παρακολουθεί όλα αυτά με ενδιαφέρον, με αισιοδοξία, αλλά την ίδια στιγμή με μια κριτική ματιά. Αλλά και στον ευρωπαϊκό χώρο, υπό τη μορφή των κινημάτων που παρεμβαίνουν σε κεντρικά ζητήματα, όπως είναι ο πόλεμος και το περιβάλλον, έχουμε μια καινούρια σελίδα η οποία μπορεί να γραφεί με πιο ωραία λόγια.

Κ.Β. Μπορούμε να μιλήσουμε για την αναγκαιότητα μιας εν προόδω επανίδρυσης της αριστεράς, σε παγκόσμιο επίπεδο, με βαθμιαία υπέρβαση των κληροδοτημένων στερεοτύπων, όλων των επιμέρους συνιστωσών της;

Α.Α. Μα υπάρχει αυτή η επανίδρυση της αριστεράς σε παγκόσμιο επίπεδο, υπάρχει το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, υπάρχει το Ευρωπαϊκό Κόμμα της Αριστεράς, υπάρχει ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς εδώ στην Ελλάδα. Τα κληροδοτημένα στερεότυπα δεν είναι σχετικά εύκολο να τα υπερβεί κανείς. Δεν πρόκειται απλά για διανοητικές κατασκευές, αλλά πιστεύω πως όλο το DNA αριστερών δυνάμεων, που διαμορφώθηκαν στην εποχή των μεγάλων συγκρούσεων και της κατάρρευσης, είναι εμποτισμένο από στερεότυπα. Γι’ αυτό για μένα έχει μεγάλη σημασία η ανάδειξη νέων, και σε ηλικία, δυνάμεων στο χώρο της αριστεράς, οι οποίες είναι σχετικά παρθένες από τις καχυποψίες, τις εχθρότητες, τις συγκρούσεις, τους πολέμους, τις ιδεολογικές πυρηνικές βόμβες που έριχνε η μία πλευρά απέναντι στην άλλη, και οι οποίες δυνάμεις ενδεχομένως -όχι σίγουρα- θα μπορούσαν να ανασυνθέσουν και να εκφράσουν με νέους τρόπους την παρουσία της αριστεράς.

Κ.Β. Η σχέσεις της ιστορικής αριστεράς με τα νέα κοινωνικά κινήματα που πυροδότησε ο Μάης του ’68 ήταν προβληματικές. Ποια θα πρέπει να είναι σήμερα η σχέση της αριστεράς με τη μετάλλαξη ή τη συνέχεια των περισσότερων από αυτά τα κινήματα, στη μορφή των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων;

Α.Α. Ένα από τα στοιχεία εξάντλησης της ιστορικής αριστεράς ήταν η καχυποψία και ο φόβος με τον οποίο είδε τα ευρύτατα, αυτοοργανωμένα, αυθόρμητα κινήματα, όπως αυτό του Μάη του ’68. Ή, για να λέμε την αλήθεια, όπως είδε ακόμη και την κινητοποίηση στο Πολυτεχνείο το ’73, όπου υπήρχε επιφύλαξη, και μια προσπάθεια να μπει κι αυτή η εκδήλωση, η τόσο ακραία και ριψοκίνδυνη, μια εκδήλωση με τίμημα, στα στερεότυπα μιας καλά συγκροτημένης τακτικής απέναντι στη χούντα. Νομίζω πως αυτό είναι το κρίσιμο σημείο.

Τα κινήματα αυτά δεν μεταλλάχθηκαν μόνο σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Από αυτό το χώρο, που θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε χώρο κινημάτων με αφετηρία τον Μάη του ’68, είχαμε την εκδοχή των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, είχαμε την παρουσία ενός πολιτικού χώρου ο οποίος δεν μπόρεσε μέχρι τώρα τουλάχιστον να ριζώσει στην Ελλάδα, δηλαδή του χώρου των Πρασίνων, ο οποίος όμως κινήθηκε, θα έλεγα, προς θέσεις απομάκρυνσης από το πεδίο των γενικότερων πολιτικών συγκρούσεων και περιορίστηκε στην ανάδειξη μόνο του περιβαλλοντικού στοιχείου (έχω ένα ερώτημα, κατά πόσο μπορεί να επιτευχθούν μονοδιάστατα τέτοιοι στόχοι), ενώ από το χώρο αυτών των κινημάτων υπήρξαν και στελέχη του δυτικού καπιταλισμού, όπως οι περιπτώσεις Πρασίνων Γερμανών, εμβληματικών φυσιογνωμιών σαν τον Φίσερ, που υπήρξε υπουργός εξωτερικών στις μεγάλες εξορμήσεις στα Βαλκάνια, επίσης από το χώρο αυτών των κινημάτων βγήκαν αξίες οι οποίες διαχέονται σε όλη την κοινωνία, επομένως το μεγάλο ζήτημα για μένα είναι η αριστερά να έρθει σε επαφή, και νομίζω ότι το κάνει, και το κάνουμε κι εδώ στην Ελλάδα με τα κινήματα αυτά. Η αριστερά δεν πρέπει να φοβάται το αυθόρμητο. Νομίζω πως αυτό ήταν ένα διακριτικό στοιχείο που είδαμε πάρα πολύ έντονα στις κινητοποιήσεις για το άρθρο 16, όσον αφορά τον Συνασπισμό, ενώ, αντίθετα, μια άλλη πλευρά της αριστεράς, ό,τι είναι αυθόρμητο, ό,τι είναι ενωτικό, ό,τι φέρνει στο προσκήνιο την κοινωνία, είναι κάτι που δεν το θέλει, ή το φοβάται ή την κάνει να ανησυχεί. Επομένως, η συνάντηση με την αυτοοργάνωση και τον «θόρυβο» της κοινωνίας, πιστεύω ότι είναι μια μεγάλη πρόκληση, στην οποία πρέπει να ανταποκρινόμαστε συνεχώς.

Κ.Β. Έχουμε όμως και μια επόμενη, θα έλεγα μετά το ’89, γενιά κοινωνικών κινημάτων, στο πλαίσιο της «αντιπαγκοσμιοποίησης». Πώς διαμορφώνεται η σχέση της αριστεράς με αυτά;

Α.Α. Κατ’ αρχήν, τα κινήματα αυτά έχουν μια επιμονή, που δεν θα την περίμενε κανείς. Δεν θα πίστευε βέβαια κανένας ότι είναι μετεωρίτες, αλλά ίσως ότι γρήγορα θα ολοκληρώσουν τον κύκλο τους και θα μπουν στη φάση της παρακμής. Δεν είναι εύκολο να έχεις κάθε χρόνο ένα Σιάτλ. Παρ’ όλα αυτά, φέτος είδαμε ότι είχαμε ένα Ροστόκ, δηλαδή πως παρουσιάζουν μια επιμονή αυτά τα κινήματα, μέσα σε μια εντυπωσιακή διαφορετικότητα που υπάρχει, αλλά και με μια βαθμιαία αναπτυσσόμενη ικανότητα να συσπειρώνονται γύρω από πιο καλά διαγραμμένους στόχους. Η θέση της αριστεράς είναι μέσα στα κινήματα αυτά, όχι πάνω από αυτά τα κινήματα, με μια αίσθηση ότι είναι ένας χώρος συμμαχιών κι ένας χώρος διδαχής η επαφή μ’ αυτά τα κινήματα, και θα ‘λεγα ότι ο Συνασπισμός είχε τη δυνατότητα, χάρις κυρίως στη νεολαία του, πολύ έγκαιρα να συμμετάσχει ενεργά σ’ αυτό το χώρο: θυμάμαι τη Γένοβα, τη Φλωρεντία, αργότερα τις κινητοποιήσεις στην Αθήνα κλπ.

Κ.Β. Υπάρχουν βέβαια και οι κλασικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης, που δεν έχουν υποκατασταθεί από κάποιες καινούριες. Έχει η αριστερά να προσφέρει κάποια νέα μοντέλα οργάνωσης, που να αντιστοιχούν περισσότερο στις σημερινές εργασιακές πραγματικότητες, ώστε να αναζωογονηθεί το συνδικαλιστικό κίνημα;

Α.Α. Νομίζω ότι ζούμε σε μια συνύπαρξη κλασσικών, όπως τις λες, μορφών κοινωνικής οργάνωσης, και καινούριων. Έχουμε τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, κι έχουμε την ίδια στιγμή το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ. Η αριστερά φυσικά οφείλει να προσφέρει ιδέες σχετικά με μία κοινωνική οργάνωση που δεν ανταποκρίνεται πια σε μια βιομηχανική πραγματικότητα, η οποία ούτως ή άλλως πάντα στην Ελλάδα ήταν ατελής, και η οποία θα έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί ενεργούς πολίτες και νέες συλλογικότητες. Και να προσφέρει οφείλει η αριστερά και, αν όχι να δανειστεί, να εμπνευσθεί από άλλες μορφές οργάνωσης. Για παράδειγμα, η ικανότητα σε κάποια φάση, δεν ξέρω τώρα αν είναι τόσο έντονη, των λεγομένων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων -πριν θεσμοποιηθούν και αρχίσουν να παίρνουν τις τεράστιες χρηματοδοτήσεις, και να τίθενται έτσι υπό τον έλεγχο, πολλές εξ αυτών, είτε της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε των εθνικών κυβερνήσεων-, όταν με μια ανοιχτή μορφή οργάνωσης και πάνω σε βασικές αξίες και βασικά καθήκοντα που είχαν τα μέλη τους, μπόρεσαν και συσπείρωσαν ένα πολύ πλατύ ανθρώπινο δυναμικό.

Το πρόβλημα ειδικά για το συνδικαλιστικό, το εργατικό κίνημα, παραμένει, και η πρόκληση, γιατί είναι ένα κίνημα το οποίο περιορίζεται σε μια ζώνη που δεν καλύπτει όλο το χώρο, και κυρίως δεν καλύπτει τον γκρίζο χώρο που υπάρχει γύρω από τη σταθερή απασχόληση, όπως είναι οι «ευέλικτες» μορφές εργασίας ή οι άνεργοι. Αυτό συνδέεται βέβαια με την ατμόσφαιρα τρόμου που επικρατεί, σε σχέση με την απασχόληση και τις αμοιβές, γι’ αυτό χρειάζεται ένα άνοιγμα, κατά τη γνώμη μου, προς τις δυνάμεις αυτής της γκρίζας ζώνης, αλλά και μια μεγάλη πολιτική μάχη, για να σπάσει η φοβία και ο τρόμος.

Κ.Β. Μπορούμε να μιλήσουμε, εν συνόλω, για μια μετάβαση από τη γραμμική, κάθετη σχέση «κόμμα-μάζες», σε μια «διαδικτυακού» τύπου οργάνωση των σχέσεων πολιτικών και κοινωνικών συνιστωσών;

Α.Α. Η γραμμική, κάθετη σχέση, ίσως υπάρχει, το κόμμα ίσως υπάρχει, το θέμα είναι ότι δεν υπάρχουν οι μάζες, κατά τη γνώμη μου... Με αυτή την έννοια, το εν λόγω πρότυπο έχει εξαντληθεί. Εμένα μου έκανε εντύπωση, για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο, μέσα στο παραδοσιακό οργανωτικό πλαίσιο που λειτουργεί γενικά ο Συνασπισμός, λειτούργησε το εγχείρημα της Ανοιχτής πόλης. Είναι δύσκολο να το κατατάξεις -και ίσως αυτό είναι κι ένα θετικό του στοιχείο- ως μοντέλο οργάνωσης. Είχε όμως στοιχεία συλλογικότητας, είχε στοιχεία αντιγραφειοκρατικά, είχε στοιχεία ελευθερίας, είχε μια έλλειψη καταναγκασμού, είχε μια διάθεση προσφοράς, είχε μια αίσθηση της προσφοράς, που σημαίνει ένα συναισθηματικό φορτίο θετικό, και ήταν ένα εγχείρημα το οποίο νομίζω ότι αξίζει κανείς να το μελετήσει και να το διευρύνει. Τώρα, για τη «διαδικτυακού» τύπου οργάνωση, θα έλεγα ότι η πολιτικού τύπου οργάνωση είναι κάτι περισσότερο από τη διαδικτυακή επαφή, είναι ένα βήμα περισσότερο, δηλαδή είναι αναζήτηση σημείων συνάντησης, που είναι αναγκαία για να κάνουν μια δράση αποτελεσματική. Ένα θέμα που τίθεται πάλι, με σύγχρονους όρους, είναι το πώς θα συνδέσουμε τη δημοκρατία με την αποτελεσματικότητα, διδασκόμενοι απ’ όλες τις στρεβλώσεις που είχαν γίνει, κυρίως σε όφελος της αποτελεσματικότητας, οι οποίες οδήγησαν σε μια τραγική αναποτελεσματικότητα αυτή τη σύνθεση.

Κ.Β. Σε αυτή την περίπτωση, βέβαια, το ζητούμενο παραμένει ποια θα είναι, ή μάλλον πώς θα συντίθεται, η δεσπόζουσα πλευρά...

Α.Α. Νομίζω πως ο ίδιος ο όρος «δεσπόζουσα» ίσως δεν ανταποκρίνεται, διότι παραπέμπει είτε σε κυριαρχία και επιβολή είτε σε ιερατείο. Επανέρχομαι έτσι στο προηγούμενο ερώτημα, και ξαναλέω ότι, όσο αφηρημένα κι αν τίθεται, το ζήτημα πάντα είναι να συνδέεται η δημοκρατία με το αποτέλεσμα. Χωρίς να θέλω να κολακεύσω, θα έλεγε πως το μεγάλο κίνημα για το άρθρο 16 είχε ενδιαφέροντα στοιχεία, για παράδειγμα τις δημοκρατικές διαδικασίες, την ικανότητα να διαμορφώσει ένα πανελλαδικό συντονιστικό με πάρα πολλά μέλη, το οποίο κάλυψε την ανυπαρξία μιας ΕΦΕΕ -η οποία βέβαια οφείλεται σε πολιτικές σκοπιμότητες των άλλων κοινοβουλευτικών δυνάμεων-, την ικανότητά του να διαμορφώνει συμμαχίες ανάμεσα στους παράγοντες της πανεπιστημιακής ζωής, οι οποίοι έχουν και αντιθέσεις (διοικητικό προσωπικό, διδακτικό προσωπικό, φοιτητές). Είχε βέβαια και αδυναμίες, όπως ότι θα μπορούσαν να έχουν γίνει πολύ περισσότερα, ώστε το μήνυμα των καταλήψεων να καταστεί πιο αποδεκτό στην κοινωνία, και η ίδια η κοινωνία να γίνει πιο αποδεκτή μέσα στο πανεπιστήμιο, ώστε να συνειδητοποιεί ο καθένας καλύτερα γιατί πράγμα αγωνίζεται. Με αυτή την έννοια, θα έλεγα ότι δεν χρειάζεται δεσπόζουσα πλευρά, χρειάζεται μια δημοκρατία που θα είναι παραγωγική και θα μπορεί να φέρει αποτελέσματα. Το γεγονός ότι αυτό το κίνημα έφερε ένα αποτέλεσμα που κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί, δηλαδή την αναίρεση της επιχειρούμενης συνταγματικής μεταρρύθμισης της Ν. Δ. -όχι μόνο στο άρθρο 16-, νομίζω πως είναι πολύ ενδιαφέρον και πρέπει να το μελετήσουμε σε βάθος.

Κ.Β. Ποιες από τις βασικές αξίες, αν θέλετε από τις μεγάλες αφηγήσεις, που εγκολπώθηκε η ιστορική αριστερά, παραμένουν ιδιαίτερα δραστικές σήμερα;

Α.Α Σχεδόν όλες, κατά τη γνώμη μου, όταν μιλάμε για αξίες και όχι για στρατηγικές, όπως δικτατορία του προλεταριάτου κλπ. Είτε μιλάμε για την κατάργηση της εκμετάλλευσης, την κατάργηση της αλλοτρίωσης, είτε για την ισότητα, είτε για την ελευθερία, νομίζω πως όλες αυτές οι αξίες είναι ενεργές σήμερα κι έχουν ένα τεράστιο, εκρηκτικό απόθεμα, με νέους φυσικά όρους. Κάθε κορυφαία ιστορική παρουσία της αριστεράς, την ίδια στιγμή συνοδεύεται -δεν μπορεί να γίνει αλλιώς- από κριτική και άγχος για μερικές της πλευρές, ξεκινώντας από τη Γαλλική επανάσταση και την τρομοκρατία, και τον Ναπολέοντα στον οποίο κατέληξε, μέχρι κάθε μεγάλο γεγονός που έγινε από τότε μέχρι σήμερα. Φυσικά αυτές οι αξίες έχουν εμπλουτιστεί με μια διαφοροποίηση στον τρόπο που συνδεόταν η αριστερά με την οικολογία και με τη Φύση, αλλά η μεγάλη πρόκληση για την αριστερά είναι να πάψει να είναι ιστορική. Όσο παραμένει ιστορική, είναι δεσμευμένη, περιθωριοποιημένη, και πολλές φορές κοιτάζει προς τα πίσω. Αυτά τα συμπτώματα τα βλέπουμε και στην Ελλάδα, με την τρομερή τάση ορισμένων δυνάμεων της αριστεράς να συζητάνε για το παρελθόν, είτε είναι αυτό πριν πέντε δέκα-χρόνια είτε αυτό πριν σαράντα-πενήντα χρόνια. Η μεγάλη πρόκληση για την αριστερά είναι να γίνει ιστορική με άλλη έννοια, δηλαδή μία δύναμη ιδεών, πολιτισμού, πολιτικών προτάσεων. Το θέμα δεν είναι να κάψει τις βιβλιοθήκες της, όπως γινόταν με την Πολιτιστική επανάσταση, αλλά να απογαλακτιστεί από την κληρονομιά της, να βρίσκεται μέσα στην κοινωνία και το παρελθόν να μην είναι το κύριο χαρακτηριστικό της.

Κ.Β. Τις προηγούμενες Κυριακές, στο πλαίσιο του αφιερώματος, υπήρξαν κείμενα που επικεντρώθηκαν στην αμφισβήτηση της κλασικής, γραμμικής αντίληψης της προόδου. Είναι ένα από τα κρίσιμα ζητήματα σήμερα; Πώς μπορεί να απαντήσει πολιτικά η αριστερά;

Α.Α. Υπάρχουν λίγες, μεμονωμένες είναι η αλήθεια, προσπάθειες, πάρα πολύ αξιόλογες και πάρα πολύ εκτιμητέες, παρ’ ότι ιδιότυπες ίσως λιγάκι, ώστε η κληρονομιά του Χέγκελ και του Μαρξ να παραμείνει ζωντανή. Για παράδειγμα, έχω στο μυαλό μου όλη αυτήν την ενδιαφέρουσα παρέμβαση στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι του Σλαβόι Ζίζεκ. Παρ’ όλα αυτά, είναι δύσκολο να μιλάμε πια για μια γραμμική αντίληψη της προόδου, όσο κι αν θέλουμε να είμαστε αισιόδοξοι. Η ίδια η ύπαρξη των πυρηνικών όπλων, αν μη τι άλλο, οδήγησε αυτή τη σύλληψη σε πάρα πολλά ερωτηματικά. Νομίζω ότι αυτό που πρέπει να κάνει η αριστερά είναι να κατανοήσει, και πιστεύω ότι το έχει κατανοήσει, πως δεν είναι το όχημα μιας προόδου που θα ‘ρθει σώνει και καλά, αλλά είναι φορέας μιας δυνατότητας, που δεν είναι η μόνη βέβαια, έχει απέναντί της τη στασιμότητα αλλά και την εκδοχή της ολοκληρωτικής καταστροφής. Η πάλη απέναντι σε μια τέτοια προοπτική θα πρέπει να έχει την ευρύτερη δυνατή στήριξη. Αυτό πιστεύω ότι είναι ένα ισχυρότατο όπλο για την αριστερά. Είναι άλλωστε και πιο αληθινό και πιο πραγματικό, παρά το να εμφανίζεται ως προνομιακός κάτοχος μιας αλήθειας που σε λίγο θα τη δούμε να υλοποιείται.

Κ.Β. Οι σχέσεις της αριστεράς με τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες ήσαν πάντα προνομιακές, αλλά συνάμα ιδιαίτερα προβληματικές. Σήμερα, τουλάχιστον στην Ελλάδα, συνεχίζουμε να έχουμε μια μεγάλη διαθεσιμότητα διανοουμένων προς τον Συνασπισμό και τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ταυτόχρονα και μια αδυναμία να μετατραπεί αυτή η διαθεσιμότητα σε μια πιο στενή σχέση. Οφείλεται μόνο στις ιστορικές επιβαρύνσεις, αν θέλετε σε μια ορισμένη ιστορική απώθηση προς τον «κομματικό παράγοντα»; Μήπως η πολιτική αριστερά θα πρέπει να επεξεργαστεί νέους τρόπους συνεύρεσης;

Α.Α. Μερικές φορές μιλάμε για μια συμμαχία της αριστεράς, εννοώντας την κομματική, την πολιτική της παρουσία, με τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες. Κατά τη γνώμη μου, οι δύο αυτοί χώροι είναι πλευρές ενός ενιαίου εγχειρήματος. Δεν είχαμε την Οκτωβριανή επανάσταση, όπου άνθισε ο Μαγιακόφσκι και η ρωσική πρωτοπορία. Ο Μαγιακόφσκι, η ρωσική πρωτοπορία και ο Αϊνζεστάιν ήτανε πλευρά της Οκτωβριανής επανάστασης. Το μεγάλο ζητούμενο, επομένως, είναι να έχεις μια αριστερά όπου θα συνυπάρχει και θα συνυφαίνεται η πολιτική και η πολιτιστική της διάσταση και έκφραση. Αυτό είναι πιστεύω η βάση του προβλήματος. Αν θέλει κανείς να αναζητήσει αιτίες, θα τις βρει σε πολλές επίπεδα. Και στη γραφειοκρατικοποίηση των κομματικών σχηματισμών της αριστεράς, αλλά και στην εμπορευματοποίηση όλου του πεδίου παραγωγής σκέψης και τέχνης, φαινόμενα τα οποία δημιουργούν τεράστια προβλήματα για μια συνάντηση, της πολιτικής δράσης, της πολιτιστικής δράσης, της δράσης στο επίπεδο των ιδεών, η οποία δεν θα είναι απλώς μια σύμπλευση, αλλά δημιουργία ενός νέου μορίου, και μάλιστα με τρόπο εκρηκτικό. Το ζητούμενο επομένως είναι μια νέα αριστερά συνολικά, με την πολιτική της πτυχή, με την πολιτιστική της πτυχή, με την αξιολογική, με την ιδεολογική. Όχι απλώς να βρούμε νέους τρόπους συνεύρεσης, που να είναι πιο αποδοτικοί και πιο αποτελεσματικοί. Η ευθύνη ανήκει σε όλους μας, γι’ αυτό πιστεύω πως αυτή η νέα σύνθεση, αν είναι να έχει προοπτικές, ουσία και βάθος, θα γίνει στο επίπεδο της νέας γενιάς, όσον αφορά την πολιτική της πλευρά, δηλαδή από δυνάμεις που είναι απαλλαγμένες από τα στερεότυπα για τα οποία μιλούσαμε προηγουμένως, και από δυνάμεις της τέχνης και του πνεύματος, οι οποίες κρατούν την ανεξαρτησία τους από το πεδίο υποταγής στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και άλλες σκοπιμότητες.









Κυριάκος Κατζουράκης

«Περί Τέχνης»

1789-1984 -1989

Η απελπισία είναι ένα αίσθημα που ή σε ακινητοποιεί ή σε κάνει πλέον τολμηρό, παράλογα τολμηρό, χωρίς πολιτική και λογική, χωρίς μακρόχρονο σχεδιασμό. Μόνο στην ποίηση έχουμε μάθει να παραβιάζουμε τα όρια και να αφήνουμε το νου μας να απολαμβάνει τη δική μας συνέργεια στην εμπάθεια του άλλου, κάτι που θα μπορούσαμε να αξιοποιούμε σαν πολύτιμο εργαλείο στην τέχνη. Αναφέρομαι στο αίσθημα της απελπισίας που ζει μέσα του το μεγαλύτερο μέρος των πληθυσμών που ζούνε στην εκμετάλλευση και στην αφαίμαξη καταδικασμένοι σε μια ποιότητα ζωής που για μας τους Ευρωπαίους λευκούς μοιάζει με την κόλαση των θρησκειών μας. Αρθρώνουμε τον Ορθό λόγο, μεγαλουργούμε στην τέχνη, στις επιστήμες, ενεργητικοί, υπερόπτες, μισαλλόδοξοι, σκληροί ιδιοκτήτες των ορίων της ευημερίας μας, εμπόλεμοι κι ετοιμοπόλεμοι καταστρέφοντας τον πλανήτη μας, φερόμαστε σα Ρωμαίοι Πατρίκιοι κι οι καλλιτέχνες υμνούνε τους κατακτητές άλλοτε με κομψότητα κι άλλοτε με δίψα για sponsoring –λένε οι ίδιοι ότι τέχνη χωρίς sponsoring δε γίνεται. Φαντάζομαι τον Βαν Γκογκ να τρέχει ανάμεσα στα ηλιοτρόπια ψάχνοντας Sponsors και να κάνει calculations και digitalizing των ηλιοτροπίων για να τους πείσει να τον χρηματοδοτήσουν –κάποτε η απελπισία γεννούσε κινήματα και ξεσηκωμούς ανάμεσα σε μας τους ευέλπιδες, τώρα ο ξεσηκωμός έγινε κι αυτός αποκλειστική υπόθεση των απελπισμένων. Τα δικά μας δικά μας και τα δικά τους δικά μας, πλην της απελπισίας. Και έρχεται η φύση σαν επάρατη νόσος ή σαν τιμωρός να βάλλει τη ζυγαριά μπροστά στα μάτια μας, το κοινό μας τέλος. Κι ακόμα δεν θέλουμε να δούμε, εθελοτυφλούμε κι ακόμα πιστεύουμε ότι το κακό είναι στον κήπο του απελπισμένου γείτονα.

Ένα κύμα απελπισίας ξεπήδησε από την οθόνη της τηλεόρασης πριν από μερικές μέρες και κατάφερε να πει τόσα όσα ποτέ δεν ειπώθηκαν τα χρόνια του μεγάλου φόβου για τον πλανήτη μας. Ένα θυμωμένο πρόσωπο κάποιου δεκαπεντάρη που εννοούσε κάθε συλλαβή καταγγελτικό, καταδικαστικό, χωρίς έλεος για εμάς τους συνυπεύθυνους, απειλητικό –όσο μπορεί να είναι ένα πρόσωπο δεκαπεντάρη– ανακοίνωνε το τέλος χωρίς καμιά μεταφυσική με την ευθύτητα που αρμόζει σε μελλοθάνατο, χωρίς οράματα και ψεύτικες παλινδρομήσεις. Ένα σποτ της Greenpeace που λέει όσα θα έπρεπε να φωνάζουμε εμείς κάθε μέρα στους δρόμους. Η διάρκεια, η ερμηνεία αυτού του ηθοποιού, το κείμενο, η σκηνοθεσία, ο φωτισμός αυτού του «δυσφημιστικού» προτείνουν ένα υπόδειγμα πολιτικού κινηματογράφου. Η τελευταία φράση του παιδιού είναι «...είσαι απέναντί μου γιατί τώρα ξέρεις και θα με βρεις μπροστά σου γιατί τα χρόνια που έρχονται είναι το δικό μου μέλλον... είναι η τελευταία φορά που με ακούς να σου μιλάω... αύριο θα με δεις απέναντί σου...». Το πρόσωπο του δεκαπεντάρη είχε αυτήν την μαγική ιδιότητα να είναι πιο αληθινό κι από την αλήθεια, ιδιότητα που συναντάει κανείς σπανίως και μόνο στα μεγάλα έργα τέχνης. Κι η αλήθεια δεν είναι η δική του αλήθεια, είναι προβολή στο άμεσο μέλλον σε βάθος 15– 20 χρόνων. Είμαι σίγουρος ότι αυτό το σποτ που συνοδεύεται από διαφημίσεις τζιπ, σεξσύμπολς, μεταλλαγμένα γιαούρτια και σερβιέτες, ακυρώνεται μέσα στη HD οθόνη μας και στη μνήμη αποθηκεύεται δίπλα στη Μαρία την άσχημη σαν ένα κακό αστείο.

Όταν πέρασε το Οργουελικό προφητικό 1984, εκείνη την περίοδο του Τσέρνομπιλ, κανείς μας δεν ανησύχησε με την ευστοχία της προφητείας. Όπως κανείς δεν ανησυχεί σήμερα με την ευστοχία αυτού του σπότ της Greenpeace που έγινε στις μέρες με το νέο Πυρηνικό ατύχημα στην Ιαπωνία. Το «βρώμικο 19-89» είναι βρώμικο γιατί δεν έχει το 17 πριν και το σημερινό 2-007 είναι ακόμα πιο βρώμικο γιατί επιβεβαιώνει την ανάκαμψη της κατασκοπίας και του ψυχρού πολέμου. Και με φόντο αντί λαϊκά κινήματα και ανερχόμενη αριστερά, την απάθεια και την αδρανοποίηση της νέας γενιάς. Φυσικά με ευθύνη «ημών των μεγάλων» όπως λέει το πρόσωπο του αγοριού. Αυτό το παιχνίδι με τις ημερομηνίες και τις συμπτώσεις μπορεί να γίνει ένα καλό «Εικαστικό, κονσέπσιουαλ έργο, να φιλοξενηθεί σε κάποιο μουσείο, να αυτοεκπροσωπηθεί σε Μπιενάλε, όπως τόσα άλλα. Προτιμώ να προσπαθήσω να γίνει αυτό το λυπημένο μικρό κειμενάκι στην εφημερίδα που την διαβάζουν αυτοί που όταν συναντώνται τα βλέμματά τους κάπου τυχαία αναγνωρίζουν ο ένας στον άλλο τη λύπη που προκύπτει από τη γνώση του αναπότρεπτου τέλους αυτής της νέα προφητείας της Greenpeace. Δεν ξέρω και δεν μπορώ να χωρίσω τη σκέψη μου σε παραγράφους και σε κεφάλαια που να χωρέσουν αυτό το αίσθημα της απελπισίας. Και δεν έχει νόημα, δεν γράφονται για να μείνουν πλέον όλα αυτά για να συμπληρώσουν κάποια μελέτη για την πολιτική και την τέχνη. Οι μαθητές μας δεν περιμένουν τίποτα. Ξέρουν όσα χρειάζονται για να μας γυρίσουν την πλάτη.

Άλλο κεφάλαιο δεν υπάρχει.

Είναι φαίνεται αδύνατο να γίνει καταγραφή του παρόντος, όταν το τέλος φαίνεται τόσο κοντά. Και μοιάζει πολυτέλεια ο σχολιασμός μου «περί τέχνης» και δεν πιστεύω ότι μπορεί η τέχνη να αλλάξει το τέλος. Μπορεί όμως να εγκαταλείψει πιο εύκολα τα περιττά στολίδια και τη διακόσμηση και την μεταμοντέρνα νοσταλγία, να γίνει άμεση, να συμπεριλάβει την αλήθεια αυτού του δεκαπεντάρη... Δηλαδή να στρατευτεί; Βλέπω τον τρόμο στο ερώτημα και δεν έχω καμία απάντηση, δε ξέρω τι σημαίνει αυτή η λέξη. Ξέρω μόνον ιστορικά πόσο λάθος ήτανε και πόσους καλλιτέχνες και πολιτικούς παραπλάνησε. Αλλά ναι, να στρατευτεί μαζί με όλους που κάποια στιγμή θα ξεσηκωθούν για να μην καούν απ’ τον φονικό Ήλιο στην Αφρική, με τους παρίες που κατοικούν στα Γκέτο μας, με τους διψασμένους για νερό κι όχι για το πετρέλαιο των 4Χ4 των αφεντικών, τους διψασμένους για την αλήθεια

Αυτό που μπορώ να κάνω είναι να περιγράψω δικά μου βιώματα και δικές μου προσπάθειες να σωθώ από τον κίνδυνο της «στρατευμένης τέχνης» αλλά δε θα το κάνω γιατί είμαι χωμένος μέσα στο πρόβλημα με εμπάθεια και δεν έχω την απαραίτητη απόσταση να βλέπω καθαρά.

Θυμάμαι στις δίκες του ‘89 τους φόβους για την πολιτική και πολιτιστική κατρακύλα των «Πράσινων δεξιών» που απαιτούσαν να ξαναπάρουν την εξουσία για να ολοκληρώσουν την κατηφόρα που άρχισαν και την ξαναπήρανε και από τότε η πολιτική μου αντίληψη μπερδεύτηκε παντελώς – συγνώμη για την αυτοκριτική, το μπέρδεμα στην δουλειά το θεωρώ εργαλείο και μου έμεινε η συνήθεια –αλλά ποτέ δεν χάρηκα με την επικράτηση των «Μπλε δεξιών». Θυμάμαι τον τότε αρχηγό μας επαρκέστατο κατήγορο και ικανότατο στην προσέγγιση της αλήθειας και επίσης θυμάμαι την τελείως αβάσιμη αισιοδοξία μας ότι αυτή η διαδικασία της αποκάλυψης με τη δική μας προσπάθεια θα μας... «αυξήσει το ποσοστό». Αυτό ήτανε ο στόχος μας... αυτό ήτανε πάντα το πλαφόν που εμείς οι ίδιοι ορίζαμε. Και μέσα σ’ αυτά τα όρια ταξιδέψαμε μέχρι σήμερα. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, δεν πιστεύω ότι μόνο εγώ ξέρω. Αυτό το αίσθημα της απελπισίας το έχω δει πολλές φορές στο πρόσωπο του Αλαβάνου και είναι μεγάλη παρηγοριά. Πρώτη φορά ηγέτης της αριστεράς έχει τόσο καθαρή την εικόνα της αλήθειας γραμμένη στο πρόσωπό του και στους τρόπους του. Ένα πρόσωπο που ξέρει δεν είναι ευχάριστο, γίνεται εξάγγελος και εύκολα μπορεί να απομονωθεί και να ακυρωθεί. Ίσως είναι η ελπίδα μας η αριστερά να χρησιμοποιήσει τα φυσικά της προσόντα και όχι μόνο το πλαφόν των ποσοστών. 1789 – 1989 λοιπόν διακόσια χρόνια ορθολογιστικής διαδρομής προς το τέλος. Το τέλος του «Υπαρκτού» που θεσμοθετήθηκε στα Σοβιέτ, το τέλος των ευρωπαϊκών κινημάτων, το τέλος των αυτοκλήτων σωτήρων τύπου 17η...

Το τέλος της φύσης των πραγμάτων όπως τα ξέραμε.

Η προφητεία του παράλογου μας δίνει 50 χρόνια ζωής. Όταν το άκουσα γέλασα, τώρα μου φαίνονται πολλά. Ακόμα και η ίδια η φύση ξεσηκώνεται σα να άκουσε αυτό το μικρό αγόρι και διαμαρτύρεται για τα 50 χρόνια... είναι πολλά λέει. Μετρήστε ξανά.

Δε ξέρω ποια είναι η συνέχεια. Όπως είπα πριν, δεν πιστεύω ότι υπάρχει άλλο κεφάλαιο. Αν υπάρχει όμως ας ακολουθήσουμε τα πρόσωπα που στο βλέμμα τους διακρίνουμε αυτή τη λύπη για το αδιέξοδο που επιτρέψαμε να εγκλωβίσει όλους εμάς και τα παιδιά μας. Προς το παρόν ας κάνουμε προσπάθεια να βγούμε από τις μικροσυνωμοσίες που ευτελίζουν την αξιοπρέπεια των τελευταίων.

Υ.Γ.

Σκέψεις που άρχισαν να γράφονται αρχές Ιουλίου στις διακοπές στις αρχές των πυρκαγιών και ολοκληρώθηκαν μέσα σ’ αυτήν την εικόνα της ολοκληρωτικής καταστροφής του Ελληνικού τοπίου.

Αυτή είναι η αρχή της ερημοποίησης... μας το είπε το μικρό αγόρι με το γερασμένο πρόσωπο και το μίσος στα μάτια του για εμάς τους υπεύθυνους...



















Λήδα Καζαντζάκη

«Το πορτραίτο του καλλιτέχνη» μετά το ‘89


Τι θα μπορούσε να πει κανείς για τις (εικαστικές) τέχνες και τους εκφραστές της, έτσι όπως διαμορφώθηκαν στην ανατολική και στη δυτική Ευρώπη μετά το ’89; Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τους δημιουργούς των μεταπολεμικών εποχών, πριν από την πτώση των τειχών, ποια τα σημεία επαφής τους;

«Η τέχνη δεν μπορεί να λειτουργήσει πια ως μια ριζοσπαστική κριτική ή μια μεταφορά της καταστροφής∙ μπορεί να παίξει με διάφορους τρόπους αλλά δεν μπορεί να παίξει εναντίον κάποιου. Δεν υπάρχει κανένας εχθρός ούτε κανένα σύστημα».

Η φράση αυτή του Ζαν Μπωντριγιάρ, του γάλλου φιλοσόφου που συνέδεσε το όνομά του με την ανάλυση του «μεταμοντέρνου» και την αναζήτηση της «αλήθειας» πέραν της αρχής της εικονικής πραγματικότητας, θα μπορούσε να είναι προγραμματική για τις εικαστικές τέχνες και τους εκφραστές της μετά το ’89.

Η φράση αυτή του Ζαν Μπωντριγιάρ θα μπορούσε, δίχως άλλο, να εννοηθεί ως μια ερμηνεία του ακραίου ατομικισμού και του ατομοκεντρισμού που κυριάρχησε και στο χώρο των τεχνών, τόσο στην ανατολική όσο και στη δυτική Ευρώπη μετά το ‘89. Θα μπορούσε να θεωρηθεί μια κατά γράμμα απόδοση του παιγνιώδη εκλεκτικισμού του δυτικού «μεταμοντερνισμού», σύμφωνα με τη ρήση τα πάντα είναι επιτρεπτά. Θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ως μια διατύπωση της αποστροφής προς την πολιτική και την ιστορία, που επέλεξαν κάποιοι, άλλοτε προστατευόμενοι και επιδοτούμενοι από το κράτος καλλιτέχνες στις πρώην χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι οποίοι προσαρμόστηκαν, εξ ανάγκης, στη λογική του ανταγωνιστικού καπιταλισμού και στις πρακτικές της ατομικής τους επιβίωσης.

Την στηρίζει η παρούσα έκθεση στο μουσείο Tinguely της ελβετικής Βασιλείας, με την αμεριμνησία ή την άγνοιά της, όπως το εκλάβει κανείς. Στο εν λόγω μουσείο εκτίθενται έργα των σιτουασιονιστών, που θέλησαν υπό τον Γκυ Ντεμπόρ, από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, να ενσωματώσουν την τέχνη στην καθημερινότητα της ζωής και να την απεγκλωβίσουν από τους θεσμοθετημένους εκθεσιακούς της χώρους. Την στηρίζει ακόμα, με τον αναχρονιστικό ρομαντισμό της, η διακόσμηση του χώρου της τελευταίας ντοκουμέντα 12, η αναγόμενη στην πρώτη ντοκουμέντα της δεκαετίας του ’50, η οποία έλαβε χώρα ως παράρτημα μιας έκθεσης κηπουρικής, φτιαγμένη με τόνους παστέλ και μοτίβα ανοιξιάτικων λιβαδιών.

Η φράση του Ζαν Μπωντριγιάρ, που προαναγγέλλει το τέλος των ρήξεων και του ριζοσπαστισμού στον χώρο των τεχνών, θα μπορούσε πράγματι να αντιστοιχεί στο κυρίαρχο «πορτραίτο του καλλιτέχνη» σήμερα: Ένας εγωκεντρικός κι αποκομμένος από τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα καλλιτέχνης, που αντλεί από το παρελθόν για να πλάσει ένα παρόν χωρίς μέλλον. Όμως η εικόνα που φτιάχνει ο Μπωντριγιάρ δεν είναι, ευτυχώς, ικανή να καλύψει το εύρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τόσο στην ανατολική όσο και στη δυτική Ευρώπη. Η έκρηξη της «τέχνης του σώματος», που συμβαίνει σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης, και όχι μόνο, δεν είναι ένα σύμπτωμα απλής εσωστρέφειας. Το σώμα, που αποτυπώνεται απροκάλυπτα και ωμά άρρωστο ή κατακερματισμένο, σε ελαιογραφίες, σχέδια, φωτογραφίες-ντοκουμέντα, γίνεται ένας φορέας των προσωπικών και των κοινωνικών εντάσεων.

«Ένα αποτέλεσμα της πτώσης του τείχους του Βερολίνου μοιάζει να είναι σαφές: Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 τμήματα της τέχνης βρίσκονται πάλι πιο κοντά στη ζωή», γράφει ο Όλαφ Ζολγκ στο πολιτιστικό περιοδικό titel magazin. Η επιστροφή στην ανθρωποκεντρική ζωγραφική που παρατηρείται στην ενωμένη Γερμανία, ένθεν και ένθεν των παλαιών συνόρων του τείχους, δεν αποτελεί μια συντηρητική στροφή, όπως κάποιοι θέλουν να πιστεύουν. Ανέκαθεν οι δημιουργοί της τέχνης ήξεραν να επιστρέφουν στο πραγματικό, όταν το αφηρημένο και εννοιολογικό αδυνατούσε να αποτυπώσει τις κρίσεις που ταλάνιζαν τις εκάστοτε κοινωνίες. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα σημαντικότερα φυτώρια νέων καλλιτεχνών από το ανατολικό και το δυτικό τμήμα της χώρας είναι η Σχολή Καλών Τεχνών της Λειψίας, έτσι ώστε να μιλά κανείς για «Νέα Σχολή της Λειψίας», όπου ο ρεαλισμός αποτελεί το βασικό της υπόβαθρο.

Δεν είναι, ακόμα, θέλω να πιστεύω, διόλου τυχαίο ότι οι δύο νέοι γερμανοί καλλιτέχνες, αμφότεροι γεννημένοι στις αρχές τις δεκαετίας του ’60, που κατάφεραν με το έργο τους να διαρρήξουν τα σύνορα της χώρας τους, έθεσαν στο επίκεντρο του έργου τους την ανθρώπινη φιγούρα. Πρόκειται για τον δυτικογερμανό, προερχόμενο από τη ριζοσπαστική αριστερά Ντάνιελ Ρίχτερ και τον ανατολικογερμανό, εκ Λειψίας καταγόμενο και διδάσκοντα στην ήδη αναφερθείσα ομώνυμη Σχολή Καλών Τεχνών, Νέο Ράουχ. Ο πρώτος, που συνδυάζει τον παραμορφωτικό εξπρεσιονισμό των φιγούρων του με το φανταστικό των τοπίων του, κατορθώνει να μεταλλάξει, στα μεγάλων διαστάσεων έργα του που κυκλώνουν το θεατή, έναν εναγκαλισμό σε άγρια πάλη κι έναν αθώο περίπατο σε φυγή, και να κατοπτρίσει τη βιαιότητα του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε. Ο δεύτερος, συνθέτει στοιχεία από ένα μείγμα σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αμερικάνικης ποπ–αρτ και σουρεαλισμού, μεγεθύνοντας την αγωνία του απλού ανθρώπου που παλεύει για να επιβιώσει. Και οι δύο αντλούν τη θεματική τους από τη νεώτερη και τη σύγχρονη ιστορία: Ο Ντάνιελ Ρίχτερ αναπλάθει μια από τις αποτυχημένες κομμουνιστικές εξεγέρσεις στο Αμβούργο, και απεικονίζει το άλγος των μεταναστών από την Αφρική που καταφθάνουν σήμερα εκεί. Ο Ράουχ επεξεργάζεται, με την απαραίτητη δόση ειρωνείας, τον μύθο του «Συμφώνου της Βαρσοβίας», αντιπαραθέτει τη σύγχρονη πάλη των εργατών με το άχθος του μη βιομηχανικού παρελθόντος των μύλων και το σύγχρονο άχθος της νεόδμητης κατοικίας.

Δύο καταξιωμένοι καλλιτέχνες που πλάθουν, μαζί με άλλους, ενταγμένους στις νέες συλλογικότητες του «περιθωρίου» των αυτοδιαχειριζόμενων γκαλερί των πόλεων, ένα διαφορετικό «πορτραίτο του καλλιτέχνη» σήμερα. Ένα πορτραίτο που ανατρέπει τη δυσοίωνη ρήση του Μπωντριγιάρ και αναδεικνύει ξανά την τέχνη ως μέσο ριζοσπαστικής κριτικής. Μετατρέποντας, τόσο στην ανατολική όσο και στη δυτική Ευρώπη, το προσωπικό σε πολιτικό.




























Αλέξης Ζήρας

Ένας προθάλαμος του 1989


Στον Δημήτρη Ραυτόπουλο

Δεν ξέρω τι υποδοχή θα έχει σήμερα, η κυριολεκτικά θρυλική αυτή εισήγηση του Ν. Χρουστσόφ, επιμελημένη με μεράκι από τις Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις και μεταφρασμένη απευθείας από τα ρωσικά (Νικήτας Σεργκιέγιεβιτς Χρουστσόφ, Για την προσωπολατρία και τις συνέπειές της. Εισήγηση στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, μτφρ. Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, σ. 152). Είμαι όμως βέβαιος ότι πριν από μόλις μία δεκαπενταετία η τύχη της θα ήταν τελείως διαφορετική, αφού στο διεθνές πολιτικό προσκήνιο διαδραματιζόταν τη στιγμή εκείνη η μοιραία πράξη μετάβασης της ήδη βαθιά ρηγματωμένης Σοβιετικής Ένωσης, προς το πιο ανεξέλεγκτο καθεστώς ελεύθερης οικονομίας που γνώρισε η Ευρώπη. Και η ειρωνεία του πράγματος βρίσκεται στο ότι η εν λόγω εισήγηση του Χρουστσόφ, σταλμένη το 1956 προς όλες τις κομματικές οργανώσεις βάσης με την εντολή να μη δημοσιευτεί, παρουσιάζεται μόλις το 1989 από το δελτίο Νέα της ΚΕ του ΚΚΣΕ. Δηλαδή τη στιγμή που ένας ολόκληρος κόσμος, κράτη, πολιτικές ηγεσίες, ιδεώδη, καταρρέουν, η δημοσίευση συνοδεύει αυτήν την σαρωτική ανατροπή, έστω και συμβολικά, σαν μια ανεξόφλητη μορφή πρωθύστερου. Αυτή η τελευταίας στιγμής δημοσίευση, φιλοξενημένη σε ένα επίσημο κρατικό δελτίο, μοιάζει σαν ύστατο, κύκνειο άσμα ενός καθεστώτος που, οι βασικές εμπλοκές της λειτουργίας του και οι κρίσιμες ανασχέσεις της εξέλιξής του, οφείλονταν κατά κύριο λόγο στην έλλειψη δημοκρατίας, στην έλλειψη δυνατότητας ελέγχου όλης της πυραμίδας που αντιπροσώπευε την οργάνωσή του. Με άλλα λόγια, στα όσα αναφερόταν η εισήγηση, σαράντα και πλέον χρόνια πιο πριν. Γιατί ήταν και είναι πασίγνωστο ότι ο σταλινισμός δεν υπήρξε ένα παροδικό φαινόμενο στην ΕΣΣΔ, δεν εξέπνευσε μαζί με τον Στάλιν· ούτε και η προσωπολατρία έπαψε να υπάρχει με το που καταγγέλθηκε, απλώς και μόνο, στο περίφημο 20ό Συνέδριο.

Ορισμένοι στοχαστές, όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, υποστήριζαν ήδη από τη δεκαετία του ‘60 ότι η προσωπολατρία είναι ένα φαινόμενο σύμφυτο με την παράδοση και την οργάνωση του σοβιετικού κράτους, και η αλήθεια είναι, κρίνοντας από το ιστορικό της διαδρομής της προκείμενης χρουστσοφικής εισήγησης, ότι εξαρχής είχε πολύ λιγότερες επιπτώσεις στην λειτουργία των μηχανισμών του και πολύ περισσότερες στις διεργασίες μετασχηματισμού των μεταπολεμικών ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων. Το πόσο αμήχανη και διστακτική ήταν η στάση του ίδιου του συνεδρίου και των ίδιων των συνέδρων απέναντί της, φαίνεται από δύο βασικά γεγονότα τα οποία μνημονεύονται στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης: πρώτα, ότι η ομιλία του Χρουστσόφ διαβάστηκε σε κλειστή συνεδρία, κι, έπειτα, ότι δεν κρατήθηκαν ούτε στενογραφημένα πρακτικά ούτε και πραγματοποιήθηκε απ’ αφορμή της ευρύτερη συζήτηση μεταξύ των μελών. Έτσι, με πρόταση του Μπουλγκάνιν “ο οποίος προήδρευε της συγκεκριμένη συνεδρίας, το συνέδριο ομόφωνα έλαβε την απόφαση” της έγκρισης, μη διαφέροντας ουσιαστικά σε τούτο από αναρίθμητες άλλες εισηγήσεις οι οποίες πέρασαν στην Κεντρική Επιτροπή, χωρίς άλλες ζυμώσεις.

Παραταύτα, πρόκειται αναμφίβολα για μια εισήγηση με πολλές καίριες διαγνώσεις και με πολλά επακόλουθα που επρόκειτο να επηρεάσουν τόσο την ιστορία της ΕΣΣΔ στις επόμενες δεκαετίες όσο και την παγκόσμια ιστορία. Η εισήγηση του Χρουστσόφ Για την προσωπολατρία και τις συνέπειές της –εδώ, στη μετάφραση του Δ. Τριανταφυλλίδη, συνοδεύεται από το ρωσικό πρωτότυπο-είναι γεμάτη με παραδείγματα, αντλημένα από την δράση της σταλινικής εξουσίας μετά τον θάνατο του Λένιν και τις επόμενες δεκαετίες του “μεγάλου τρόμου”, τα σφάλματα και τις υπερβολές της. Η σοβαρότερη όμως διάγνωση, κατά τη γνώμη μου, ήταν η έμμεση διαπίστωση που διατρέχει όλες τις σελίδες της ομιλίας, ότι η προσωπολατρία της περιόδου κυριαρχίας του Στάλιν ανταποκρινόταν σε μια παθητική σχέση υποταγής της υλικοτεχνικής δομής, του κρατικού μηχανισμού και των ανθρώπινων συνειδήσεων, στο ένα και μοναδικό αλάθητο της ηγεσίας. Πράγμα που όμως για ορισμένους αναλυτές και ιστορικούς της εποχής εκείνης, όπως και μεταγενέστερους, δεν αντιπροσωπεύει παρά τη μισή αλήθεια. Δεν ήταν το συγκεκριμένο άτομο που συγκεντρώνοντας τις εξουσίες στα χέρια του γεννούσε την προσωπολατρία, αλλά ο όλος μηχανισμός ενός πολιτικού σχηματισμού, που τα στελέχη του αλλοίωναν με τις αποφάσεις τους βασικές έννοιες της δημοκρατικής εκπροσώπησης και, σε μεγάλο βαθμό, στην περίπτωση της ΕΣΣΔ, μετέφεραν εν πολλοίς την ασιατική νοοτροπία τους στην οργάνωση της κομματικής και της κρατικής πολιτικής κουλτούρας. Ένας ιδεολογικός μετασχηματισμός που, λόγω ακριβώς της έλλειψης δημοκρατικού ήθους, αντλούσε τη δύναμη αναπαραγωγής του από την μυστικοπαθή σχέση του κόμματος με τον εκάστοτε ηγέτη του. Φαινόμενο με άλλα λόγια που αναλογικά δεν ήταν άγνωστο και σε άλλα ολοκληρωτικά καθεστώτα της Ευρώπης, ιδίως στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Όπως, λ.χ., στον πατερναλιστικό τρόπο με τον οποίο εμφάνιζαν τον Ιωάννη Μεταξά οι προπαγανδιστές του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.

Για να συγκεντρωθούμε στα σχετικά με την ελληνική εμπειρία του μεταπολέμου, θα ήταν νομίζω παράλειψη αν δεν υπογραμμίζαμε με την ευκαιρία το πόσο και το πώς επέδρασε, αν όχι καθαυτό το κείμενο της εισήγησης του 20ού Συνεδρίου που, όπως είδαμε, παρέμεινε άγνωστο στο σύνολό του, οπωσδήποτε ο μύθος που δημιούργησαν οι αποκαλύψεις του Νικήτα Χρουστσόφ, στα πιο φιλέρευνα και ανήσυχα πνεύματα της μεταπολεμικής ελληνικής αριστεράς. Το πόσο και το πώς επέδρασε είναι δύο ζητήματα που κατά την τελευταία εικοσαετία έχουν κατ’ επανάληψη απασχολήσει τους ιστορικούς και ιστοριογράφους που ασχολούνται με τη σύγκρουση δογματισμού και ανανέωσης στις δεκαετίες του 1940, 1950 και 1960, όχι μόνο στο πεδίο των εκάστοτε πολιτικών επιλογών του κόμματος αλλά και στο πεδίο της προσωπικής έκφρασης, η οποία σε πάμπολλες περιπτώσεις έμεινε κρυμμένη επί σειρά ετών. Ας πούμε, σε προφορικές μαρτυρικές καταθέσεις, σε ημερολόγια και σε αρχειακά τεκμήρια (βλ. το περ. Αρχειοτάξιο) που σήμερα ανασυγκροτούν με διαφορετικό τρόπο την εικόνα που είχαμε για την κίνηση των ιδεών, τις προσλήψεις των διεθνών ρευμάτων και τις επιδράσεις τους στον προβληματισμό των λογίων, των διανοουμένων αλλά και των απλών συστασιωτών εκείνης της περιόδου. Είναι λ.χ. γνωστό ότι η ίδια η παρουσία της Επιθεώρησης Τέχνης, του εμβληματικού περιοδικού που εξαρχής φάνηκε ότι ανοίγεται προς την προοπτική ενός σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο, όσο και οι συνεχείς ιδεολογικές διεργασίες και αντιθέσεις που παρατηρούνταν στις σχέσεις μεταξύ του πυρήνα της εκδοτικής του επιτροπής και της επίσημης γραμμής της όποιας κομματικής καθοδήγησης σε θέματα πολιτισμού, συνδέονται οργανικά με το δημοκρατικό αναμενόμενο που προέκυψε από το 20ό Συνέδριο. Όσο κι αν το αναμενόμενο μήνυμα είναι αλήθεια ότι ουδέποτε υπήρξε καθαρό στα αμέσως μετά το 1956 χρόνια, ιδίως στα δορυφορικά, όπως το ελληνικό, κόμματα της αριστεράς που αντιστοιχούσαν στην ζώνη της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Με τις πολύ περισσότερες ανασχέσεις τους, τις καθόλου σπάνιες επιστροφές σε μορφές ιδεολογικής σκλήρυνσης και τις αναρίθμητες διγλωσσίες που είχαμε την ευκαιρία να δούμε στην πρόσφατη συναγωγή άρθρων του Δημήτρη Ραυτόπουλου, Αναθεώρηση Τέχνης (2006) -ο οποίος ήταν από τους βασικούς συντελεστές του περιοδικού- να συσκοτίζουν το νόημα της κάθαρσης από τις επιβιώσεις του δογματικού πατερναλισμού και της προσωπολατρίας.

Ωστόσο, παρά τις ανασχέσεις, που υποδηλώνουν ακριβώς τη φάση μετάβασης από τη μια ιστορική περίοδο στην άλλη, σε μια ευρεία προοπτική χρόνου, νομίζω ότι το πνεύμα του 20ού Συνεδρίου λειτούργησε τελικά ως γεγονός εξαιρετικά κρίσιμο και κριτικό για αυτή καθαυτή την υπόσταση της ΕΣΣΔ. Για την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, ακόμα και αυτήν που ήταν ευνοϊκά διακείμενη απέναντι στο σοβιετικό καθεστώς, είναι αναμφίβολο ότι ο συνδυασμός του πνεύματος της ομιλίας του Χρουστσόφ, των παραδειγμάτων του από την μακρά πορεία της σταλινικής απολυταρχίας, αλλά και η ταυτόχρονη εισβολή των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Ουγγαρία, αποτέλεσαν μακροχρόνια ένα διαλυτικό μείγμα, που οδήγησε στην ιδεολογική διάσταση και στην αποξένωση της διανόησης και της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας από τον σοβιετικό μαρξισμό. Με αυτή την έννοια, δεν μου φαίνεται σήμερα ιδιαίτερα παράδοξο το να υποστηρίξω ότι οι αποκαλύψεις του Χρουστσόφ το 1956 ήταν κατά πολλούς τρόπους και από πολλές πλευρές ο προθάλαμος του 1989. Υπέδειξαν κάποιες δομικές αντινομίες στην ίδια τη φύση της θεσμικής οργάνωσης του κράτους, που ως τότε ήταν αφανείς ή που απωθούνταν ως προερχόμενες από εχθρικές προς τον σοσιαλισμό θεωρίες. Και, τελικά, κινητοποίησαν, με μια βραδεία απορρυθμιστική διαδικασία, μια εξέλιξη ιστορική που το απώτατο σημείο της ήταν η εκ των έσω κατάρρευση του καθεστώτος.


















Μάκης Καβουριάρης

Το χθες εγκαλεί το σήμερα

Τον Νοέμβριο του 1989, λίγο μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, μια ομάδα φοιτητών μου στο Παρίσι, μου έφερε ένα μικρό κομμάτι (2Χ3 εκατοστά) από το κατεστραμμένο τείχος, που μοιραζότανε ως λείψανο ενός κόσμου που χάθηκε. Ήταν ίσως η απάντησή τους στα μαθήματά μου για την αναγκαιότητα ενός σχεδιασμού της οικονομίας και την κατάργηση των νόμων της αγοράς. Για την συνηγορία μου ως δασκάλου υπέρ του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Ο κόσμος που χάθηκε

Παρά το γεγονός ότι είχαμε, ως πολιτική οργάνωση, από καιρό ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς μας με τα καθεστώτα των χωρών του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, αυτό το μικρό γκρίζο κομμάτι πέτρας με έθλιψε. Συμβολικά σηματοδοτούσε την κατάρρευση ενός κόσμου που αποτελούσε το αντίπαλο δέος σ’ αυτό που θέλαμε να ανατρέψουμε. Ενός κόσμου που δεν τον θέλαμε, έτσι όπως εξελίχθηκε, αλλά που αντιστοιχούσε σ’ αυτό που θέλαμε να πετύχουμε: την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και την χρησιμοποίησή τους για την εκμετάλλευση των εργαζομένων και την διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Ενός κόσμου που, με τεράστιες θυσίες στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, πολέμησε τον φασισμό. Ενός κόσμου που, παρά την αντίθεσή μας σε θέματα δημοκρατίας, συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων, λειτουργίας του κρατικού και του κομματικού μηχανισμού, αντιμετώπισης των αντιφρονούντων και άλλα πολλά, εξασφάλιζε εργασία για όλους, εκπαίδευση και κάλυψη των αναγκών υγείας του πληθυσμού. Ενός κόσμου που, στο διεθνές πεδίο, αποτελούσε κάποια αντίσταση στην ιμπεριαλιστική εξάπλωση των καπιταλιστικών χωρών. Σίγουρα αν ο κόσμος αυτός δεν είχε καταρρεύσει δεν θα είχαμε την κατάσταση, έτσι όπως εξελίχθηκε, στα Βαλκάνια, την Παλαιστίνη, το Ιράκ, το Νταρφούρ. Δεν θα είχαμε την παγκοσμιοποίηση με τους όρους που προσπαθούν να την επιβάλουν. Παραπέμποντας στον Αλαίν Μπαντιού, ο Σλάβοϊ Ζίζεκ στο βιβλίο του Μίλησε κανείς για ολοκληρωτισμό; (εκδόσεις SCRIPTA), θεωρεί ότι «παρά τις φρικαλεότητες και τις αποτυχίες του ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που –τουλάχιστον για μερικές δεκαετίες- έμοιαζε να συνιστά μια αποτελεσματική απειλή κατά της παγκόσμιας κυριαρχίας του καπιταλισμού, φοβίζοντας πραγματικά τους εκπροσώπους του και εξωθώντας τους σε παρανοϊκές αντιδράσεις».

Στον σύντομο 20ό αιώνα, όπως τον ιστορεί ο Χομπσμπόμ στην |Εποχή των Άκρων| (εκδόσεις Θεμέλιο), το 1989 σηματοδοτεί το τέλος του ψυχρού πολέμου που επισήμως άρχισε με τον λόγο του Τσόρτσιλ στο Φούλτον τον Μάρτιο του 1946, όπου για πρώτη φορά αναφέρεται στο Σιδηρούν Παραπέτασμα, που χωρίζει την Ευρώπη από την Βαλτική μέχρι την Αδριατική και καλεί τους λαούς της αγγλικής γλώσσας να ενωθούν για να αποτρέψουν κάθε πρόκληση, και τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης αναχαιτίσουν την κομμουνιστική εξουσία. Πέρα από το τέλος του ψυχρού πολέμου, το γκρέμισμα του τείχους, τον Νοέμβριο του 1989, σηματοδοτεί την κατάρρευση του Σοβιετικού συστήματος, που συντελέστηκε με γρήγορους ρυθμούς τα αμέσως επόμενα χρόνια. Το Συμβούλιο Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας διαλύθηκε τον Ιούνιο του 1991 και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας τον Ιούλιο. Τον Δεκέμβριο του 1991 παραιτείται ο Γκορμπατσώφ και μπαίνουμε στην εποχή του Γιέλτσιν. Συγχρόνως διαλύεται η Σοβιετική Ένωση και δημιουργείται η παραπαίουσα Κοινότητα των Ανεξαρτήτων Κρατών.

Οι συνέπειες της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού»

Η κατάρρευση οδήγησε σε ιδεολογική, οργανωτική και πολιτική παρακμή τα κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης που λειτουργούσαν με πρότυπο το σοβιετικό κομμουνιστικό κόμμα και είχαν ως αναφορά το κέντρο του σοσιαλισμού, την Σοβιετική Ένωση. Για γενιές κομμουνιστών η ιδέα του σοσιαλισμού ταυτίστηκε με την άνευ όρων υποστήριξη της «σοσιαλιστικής πατρίδας». Και όταν αυτή η σοσιαλιστική πατρίδα έπαψε να υπάρχει, όταν ο «φάρος του σοσιαλισμού» έπαψε να φωτίζει τον δρόμο τους, τα κόμματα αυτά βρέθηκαν βαθιά νυχτωμένα και υποχρεωμένα να ζήσουν εκ περιουσίας, με ό,τι είχαν δημιουργήσει στη μεγάλη και σε πολλές περιπτώσεις μεγαλειώδη πορεία τους.

Η διάλυση του σοσιαλιστικού κέντρου δεν οδήγησε στην ενδυνάμωση των κομμάτων και των κινήσεων που είχαν απομακρυνθεί από τη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Γιατί οι θεωρητικές αναζητήσεις τους και η πρακτική τους δεν ξεπέρασαν τα όρια και τους όρους της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας σοβιετικού ή κινεζικού τύπου και των τροτσκιστικών διαφοροποιήσεων στις δύο αυτές εκδοχές «πραγμάτωσης του σοσιαλισμού».

Το εντυπωσιακό είναι η ταχύτητα με την οποία οι χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» κατεδάφισαν το σοβιετικό σύστημα και εισήγαγαν νέες μορφές ιδιοκτησίας και οργάνωσης της παραγωγής. Η ταχύτητα εισαγωγής καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής μπορεί να εξηγηθεί από την οικονομική καταστροφή στην οποία οδήγησε η περεστρόικα. Και την ιδιοποίηση του πλούτου και των πηγών του πλούτου από το κομματικό κατεστημένο. Αυτό δε που είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό, είναι η ευκολία με την οποία εγκαταλείφθηκε ο μαρξισμός-λενινισμός, ως θεωρία και ως ιδεολογικός μηχανισμός πάνω στην οποίο στηρίχτηκε η αντιπαράθεση προς τον καπιταλισμό. Η ευκολία με την οποία η πλειονότητα αυτών των χωρών ενσωματώθηκαν στη δύση και διεκδίκησαν την πλήρη εξάρτησή τους από τις ΗΠΑ. Ένταξη στο ΝΑΤΟ, συμμετοχή στον πόλεμο στο Ιράκ, διαγραφή της ιστορικής τους πορείας. Οι άνθρωποι από μάρμαρο μπήκαν στην υψικάμινο και το μάρμαρο έγινε ασβέστης.

Το 1989 ανταποκρίνεται στην επανάσταση όπως την περιγράφει ο Λένιν, ως την κατάσταση όπου οι από πάνω δεν μπορούν να κυβερνήσουν όπως πριν, και όπου οι από κάτω δεν θέλουν να τους κυβερνούν όπως πριν. Όμως, παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε μια τέτοια κατάσταση, δεν πρόκειται για επανάσταση. Η λαϊκή συμμετοχή στις αλλαγές που ακολούθησαν ήταν και παραμένει ανύπαρκτη. Οι αλλαγές όχι μόνο γίνανε ερήμην του λαού, αλλά, σε μεγάλο βαθμό, και εναντίον του. Γιατί τα αρνητικά του σοβιετικού καθεστώτος και οι αντιδράσεις που προκάλεσαν έγιναν το βάθρο πάνω στο οποίο στήθηκε μια μετέωρη κοινωνία. Το 1989 επαλήθευσε αυτό που ο Μαρξ έγραψε στη Μιζέρια της Φιλοσοφίας, για την ιστορία που προχωράει από την κακή πλευρά της.

Το χθες εγκαλεί το σήμερα

Σήμερα η Ρωσία, εκμεταλλευόμενη τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα στον κλάδο της ενέργειας και τους άλλους φυσικούς πόρους που διαθέτει, ξαναβρίσκει το ρόλο της στην διεθνή σκηνή. Μετά το χάος της εποχής Γιέλτσιν, ο Πούτιν προσπαθεί να πείσει τον ρωσικό λαό ότι μπορεί να επιβάλει κάποια τάξη, και στο συμβολικό πεδίο αποκαθιστά μια κάποια συνέχεια με το καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης. Βέβαια σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για επιστροφή στο παλαιό καθεστώς. Σύμφωνα με τον Αντρέϊ Γκρατσέφ, βοηθό και εκπρόσωπο τύπου του Γκορμπατσόφ, ακόμα και οι κομμουνιστές που ακολουθούν τον Ζιουγκάνοφ δεν προτείνουν την επιστροφή στο πρώην καθεστώς. Νοσταλγούν τον ρόλο που έπαιζε η Σοβιετική Ένωση και μια κάποια σταθερότητα και κοινωνική ασφάλεια. Αυτή η νοσταλγία δεν εμπεριέχει τον μύθο του κομμουνισμού. Σίγουρα όμως πολύ λίγοι είναι αυτοί που στη σημερινή Ρωσία είναι ευτυχισμένοι με το άνοιγμα προς τον καπιταλισμό. Για τους ρώσους, «αν οι κομμουνιστές δεν τους έπεισαν για τον θρίαμβο του κομμουνισμού οι ‘δημοκράτες’ τους έκαναν να μισήσουν πολύ γρήγορα τον καπιταλισμό» (βλέπε συνέντευξη του Αντρέι Γκρατσέφ στον Ζιλμπέρ Βάσερμαν, Επιθεώρηση Κινήματα, 25-2003/1).

Το 1999 ο Χόμπσμπομ στην συνέντευξη του στον Αντόνιο Πόλιτο, (εκδόσεις Θεμέλιο), γράφει: «Ο εκπληκτικός δυναμισμός της οικονομίας στην οποία ζούμε, έχει καταστρέψει πολλές από τις λύσεις και τις δομές που είχαμε στο παρελθόν. Kι αυτό ρίχνει όλο και περισσότερους ανθρώπους σε μια κατάσταση όπου δεν μπορούν να προσφύγουν σε σαφείς κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, προοπτικές και κοινές αξίες -όπου δεν γνωρίζουν τι να κάνουν με την ατομική και συλλογική τους ύπαρξη. Kι αυτό δεν ισχύει μόνο για θεσμούς όπως η οικογένεια, αλλά και για τους πολιτικούς θεσμούς που αποτέλεσαν το βάθρο του πολιτισμού, ‘τη δημόσια σφαίρα’, όπως την αποκάλεσε ο Habermas. Πολιτική, κόμματα, εφημερίδες, οργανώσεις, αντιπροσωπευτικές συνελεύσεις και κράτη: κανένας από αυτούς τους θεσμούς δεν λειτουργεί σήμερα όπως λειτουργούσε στο παρελθόν και όπως υποθέσαμε ότι θα συνέχιζαν να λειτουργούν για μακρό χρονικό διάστημα. Το μέλλον τους είναι ασαφές. Για αυτόν τον λόγο, στα τέλη του αιώνα, δεν μπορώ να ατενίσω το μέλλον με μεγάλη αισιοδοξία».

Σε τελική ανάλυση, η κατασκευή του τείχους το 1961 ήταν μια παρανοϊκή ενέργεια, με εξαίρετο όμως συμβολισμό, στις σχέσεις Ανατολής και Δύσης. Η πτώση του επομένως θα ήταν ένα αισιόδοξο γεγονός, αν δεν αποτελούσε τμήμα της αλληλουχίας των γεγονότων που οδήγησαν στην κρίση και την κατάρρευση του σοσιαλιστικού συστήματος. Όπως αισιόδοξο γεγονός θα ήταν και η καταστροφή των τειχών που υψώθηκαν για να διαχωρίσουν ή να αποκλείσουν πληθυσμούς: τα τείχη των ισπανικών πόλεων στο Μαρόκο, για των αποκλεισμό των μεταναστών από τις αφρικανικές χώρες. Το δικό μας θανατηφόρο τείχος από νάρκες στον Έβρο. Τα 23 χιλιόμετρα τείχους που αποκλείουν την πρόσβαση των μεταναστών από την Τιχουάνα στο Σαν Ντιέγκο και το σχέδιο του Μπους για την κατασκευή ενός τείχους 3.200 χιλιομέτρων ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Μεξικό. Τα 700 χιλιόμετρα τείχους που υψώνει το Κράτος του Ισραήλ στη Δυτική Όχθη για να αποκλείσει τους Παλαιστίνιους από τα εδάφη τους. Τα τείχη στη Βαγδάτη που κατασκευάζουν οι Αμερικάνοι για να χωρίσουν τις συνοικίες των σουνιτών και των σιϊτών (Τιερί Πακό: «Οι τοίχοι του φόβου», Μοντ Ντιπλοματίκ, Οκτώβριος 2006).

Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτά τα τείχη εκφράζουν την παράνοια στις έσχατες συνέπειές της. Γιατί, παράλληλα με τα πραγματικά τείχη υψώνονται και ιδεολογικά τείχη, με σοβαρές επιπτώσεις στις σχέσεις των πληθυσμών. Και αν η πτώση του τείχους του Βερολίνου εν μία νυκτί επέφερε την άμεση αποϊδεολογικοποίηση των πρώην σοσιαλιστικών δημοκρατιών, τα άλλα τείχη θεμελιώνουν ιδεολογικές συνέπειες σε βάθος χρόνου.
























Κώστας Βούλγαρης

Από την ποίηση στο ’89

(και από τη λογοτεχνία στην αριστερά)


Ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω με μια προσωπική νότα. Το καλοκαίρι του 2000, αρχίζω να δημοσιεύω μια σειρά κειμένων για τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μου σε αυτή που γράφουν άνθρωποι της ηλικίας μου, αλλά και νεώτεροι, που όλοι ενηλικιώθηκαν απ’ τη Μεταπολίτευση και μετά. Σύντομα όμως, το ίδιο το σώμα των ποιητικών κειμένων με οδηγεί σε μια διαπίστωση: περί το ’89, και οπωσδήποτε μετά από αυτό, αρχίζει να παρακάμπτεται ή να αμφισβητείται το δεδομένο ποιητικό παράδειγμα, να δημιουργείται μια ευδιάκριτη τομή, μέσα στο έργο αρκετών από αυτούς τους ποιητές. Τα πρώτα τους ποιήματα, που είχαν γράψει κατά τη δεκαετία του ’80, δεν βρίσκουν μια φυσιολογική και απρόσκοπτη συνέχεια στη δεκαετία του ’90. Στοιχεία νέων ποιητικών φαίνεται να σχηματίζονται από το ’89 και εντεύθεν, με πρώτο τους χαρακτηριστικό τον ανοικτό διάλογο με την ιστορία, όχι μόνο με αυτή του παρελθόντος αλλά και με την παροντική ιστορία, με αναφορές στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τους συνακόλουθους πολέμους, στους πρόσφυγες κλπ, αλλά και εμφανή αγκύρωση στις ιδέες και τον σύγχρονο στοχασμό. Έτσι όμως, μέσα από την εμπλοκή με την ιστορία και τις ιδέες, προκύπτει ένα δεύτερο χαρακτηριστικό: πρόκειται για μια ποίηση με έντονη πολιτικότητα, που ξαναπιάνει το νήμα από τους μεταπολεμικούς ποιητές και ανακόπτει τη μονοκαλλιέργεια, απ’ τα χρόνια του ’60 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, του ελεγείου της καθημερινότητας και της έκθεσης των συναισθημάτων, δηλαδή εκείνης της τάσης που στο απόγειό της ονομάστηκε και «ποίηση του ιδιωτικού οράματος». Ένα τρίτο χαρακτηριστικό είναι η επιστροφή της αφηγηματικότητας στον ποιητικό λόγο, που παίρνει τη μορφή του συνθετικού ποιήματος και, συνηθέστερα, του δραματικού μονολόγου ή απολόγου. Πρόκειται για μια ποίηση που μπορεί να αφηγείται ακόμα και την ιστορία των μορφών της ή την «ιστορία της ιστορίας», και εμφανίζεται ακριβώς τη στιγμή της συζήτησης περί του τέλους των μεγάλων αφηγήσεων και του θανάτου της λογοτεχνίας, ανατέμνοντας και συνοψίζοντας ολόκληρες ιστορικές διαδρομές, εκβάλλοντας σε μορφές πρωτότυπες και δραστικές. Ένα τέταρτο, μορφολογικό χαρακτηριστικό, είναι η αποδιάρθρωση του «ελεύθερου στίχου», είτε με τον πεζολογικό τόνο του ποιητικού λόγου μέσα στον αφηγηματικό καμβά, είτε με την προσφυγή σε παραδοσιακές, προμοντερνιστικές φόρμες. Τα ονόματα και τα βιβλία των ποιητών αυτών είναι γνωστά, αλλά ως σημεία αναγνώρισης ας αναφέρω, απολύτως ενδεικτικά, τον Κύριο Φογκ του Γιάννη Βαρβέρη, τη συλλογική Ανθοδέσμη, το Αδιαπέραστο φως του Βαγγέλη Κάσσου, το Ανιστόρητο του Σπύρου Βρεττού, τη Ζωή κλεισμένη, του Δημήτρη Χουλιαράκη, το Επεισόδιο του Γιώργου Μπλάνα, τη συλλογή Στο σκοτάδι μετέωρος του νεώτερου Γιώργου Λίλλη, και το έργο του Ηλία Λάγιου.

Με έναυσμα αυτές μου τις απόψεις, που βήμα το βήμα μορφοποιούνται, ξεκινά μια συζήτηση στα «Ενθέματα» της Αυγής, κατ’ αρχήν με τους ίδιους τους ποιητές (Μπλάνας, Κάσσος, Κοροπούλης, Λαλιώτης), η οποία όμως διακόπτεται από τον επιμελητή των «Ενθεμάτων» πριν ολοκληρωθεί. Επανέρχομαι, αρχές του 2002, σημειώνοντας ότι θα πρέπει να δούμε αυτήν την τομή, και πως για να την ορίσουμε μάλλον θα πρέπει να προσφύγουμε στο πιο χρηστικό γραμματολογικό εργαλείο και να μιλήσουμε για μια νέα ποιητική γενιά, η οποία δεν μπορεί να ονομαστεί αλλιώς, παρά με βάση το σημείο εκκίνησής της, δηλαδή ως γενιά του ’89, η οποία τώρα πια συνθέτει, εν προόδω, το νέο ποιητικό παράδειγμα.

Βεβαίως και δεν υπήρξε κάποια κοσμογονική παρθενογένεση τη νύχτα της 9ης Νοεμβρίου του 1989, αλλά στην ποίηση, όπως άλλωστε και στην πεζογραφία, επιταχύνθηκαν, μορφοποιήθηκαν και γενικεύθηκαν ενδιάθετες τάσεις και δυνατότητες, μέσα σε ένα πλήθος υστερο-μοντερνιστικών δοκιμών, που όλες βέβαια έχουν τον δικό τους ρόλο και διεκδικούν την ιδιαίτερη θέση τους στο παλίμψηστο της σύγχρονης λογοτεχνίας μας. Δεν αναφέρομαι όμως σε αυτό το σύνολο, αλλά μόνο σε μία ιδιαίτερη περιοχή του, η οποία για μένα παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Όσο κι αν αυτά ακούγονται ωραία, και αρκούντως φιλολογικά, θέτουν μεγάλα ερωτήματα. Για παράδειγμα: απώλεσε πια τη δυναμική του το ποιητικό (και βεβαίως αισθητικό και ιδεολογικό) υπόδειγμα της γενιάς του ’30; Υπάρχουν σήμερα ισχυρά ποιητικά έργα, που πάνω τους μπορεί θα συντεθεί το νέο παράδειγμα; Αυτή η τομή αντιστοιχεί στο σχήμα μοντέρνο/μεταμοντέρνο;

Για να απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα, η μία λύση ήταν να περιοριστώ στο πεδίο της κριτικής της ποίησης, επιμένοντας να αποδείξω τους ισχυρισμούς μου. Στην καλύτερη όμως περίπτωση, αν υποθέσουμε πως η προσπάθειά μου θα εστέφετο με πλήρη επιτυχία, θα έφτιαχνα μια ακόμη έωλη περιοδολόγηση, σαν αυτή που επέβαλε η γενιά του ’30, η οποία, επιπλέον, με πρωτοφανή εγωτισμό, αυτοορίστηκε ως γενιά «του ‘30» και αγνόησε το ιστορικό όριο του 1922, δηλαδή τη στιγμή της ολοκλήρωσης του έθνους-κράτους και της κυριάρχησης των εσωτερικών κοινωνικών αντιθέσεων, και μαζί απώθησε στην «παράδοση» την εξόχως νεωτερική λογοτεχνία του Βάρναλη, του Καρυωτάκη, του Πικρού και των κοινωνικών πεζογράφων του ’20, προκειμένου να μονοπωλήσει τον μοντερνισμό. Επίσης, αν επέλεγα αυτή τη λύση, δεν θα είχα πού αλλού να «ακουμπήσω», παρά σε ό,τι αγοραία ονομάστηκε μεταμοντέρνο, προστρέχοντας στην εισαγόμενη βιβλιογραφία. Αλλά ακόμα κι αυτό θα ήταν έωλο, γιατί, αν κάτι άλλαξε τα τελευταία χρόνια στην ποίηση, στη λογοτεχνία και στις τέχνες, είναι πως έχει τροποποιηθεί, έχει ατονήσει η σχέση κέντρου-περιφέρειας, όσον αφορά τις αισθητικές αναζητήσεις. Η σύγχρονη ελληνική ποίηση, για την οποία μιλάω, δεν έπεται, δεν ακολουθεί κάποιο υπόδειγμα από την Εσπερία, αλλά αντιμετωπίζει, εν ταυτώ χρόνω, τα ίδια ερωτήματα, τα ίδια αισθητικά αδιέξοδα, δοκιμάζει αντίστοιχες απαντήσεις, συμμετέχει δηλαδή στο διεθνοποιημένο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, συχνά μάλιστα προηγείται. Για παράδειγμα, το συνθετικό ποίημα |Νύχτα| του Μπλάνα, όπου θεματοποιείται η σκέψη και η πνευματική περιπέτεια του Ντεκάρτ, μέσα από μια σημερινή οπτική που συνοψίζει τους αιώνες ορθολογισμού που προηγήθηκαν, εκδίδεται το 1991, για να ακολουθήσει, το 2003, ο σχεδόν ομήλικός του γερμανός ποιητής Ντουρς Γκρούνμπαϊν, στα ίδια καρτεσιανά και σε ανάλογα αναστοχαστικά μονοπάτια, με το επίσης αφηγηματικό ποίημα |Του χιονιού, ή ο Ντεκάρτ στη Γερμανία|, του οποίου η μορφή και η στιχοποιία ακολουθούν τις αναζητήσεις, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, του Λάγιου ή του Διονύση Καψάλη. Μάλιστα ο Καψάλης έχει υποστηρίξει με τον δοκιμιακό του λόγο και ισχυρά επιχειρήματα αυτήν την κατεύθυνση. Βεβαίως γράφεται και μεταμοντέρνα ποίηση στις μέρες μας, π.χ. από τον Ευγένιο Αρανίτση, αλλά δεν είναι αυτή που δίνει τον τόνο στις εκφάνσεις της νέας ποιητικής, η οποία, πιο σωστό θα ήταν να πούμε, πως συγκροτείται σε διάλογο με τα ρεύματα που διαπερνούν τη μετά το ’89 κοινωνική και πολιτισμική συνθήκη, πως αποτελεί μέρος της, και μάλιστα διαμορφώνει κριτικές στάσεις, μέσα σε αυτή τη συνθήκη. Αν πρέπει, ας το εκφράσουμε με έναν τρόπο συνθηματικό: αποτελεί μια ανάδραση απέναντι στο τέλμα του απισχνασμένου μοντερνισμού, απέναντι στην πλήρη σχεδόν απορρόφησή του από το «σύστημα» και τις αδράνειες της καθημερινότητας, γι’ αυτό και συχνά ανασύρονται εστίες του ενεργές, όπως π.χ. το έργο του Νίκου Εγγονόπουλου (χαρακτηριστικό, νομίζω, το πρόσφατο αφιέρωμά μας). Κι εδώ δεν πρόκειται για την μεταμοντερνοποίηση του παρελθόντος, αλλά για την απόσειση της σκόνης των δεκαετιών που επικάθισε πάνω σε μορφές και ιδέες δραστικές, για την αντίδραση στις στρεβλώσεις που επέφερε η καθεστωτική χρήση τους, συχνά και με την εμπλοκή αριστερών διανοουμένων, ή έστω κάποιων που μιλούσαν επ’ ονόματι της αριστεράς.

Αν όμως, με όλα αυτά, μου προέκυπτε ως αδιέξοδη μια γενίκευση περιορισμένη στο χώρο τη λογοτεχνικής κριτικής, η δεύτερη λύση ήταν να προσφύγω στους προβληματισμούς άλλων χώρων, και πρώτα απ’ όλα των ιστορικών, για το εάν και κατά πόσον το ’89 συνιστά μια ιστορική και πολιτισμική τομή. Άλλωστε, ένα μεγάλο μέρος του δημόσιου λόγου, εδώ και αρκετά χρόνια, αφορά τα παράγωγα φαινόμενα του ’89. Τι πιο φυσικό, λοιπόν, παρά μια συζήτηση που θα πήγαινε ευθέως στο ‘89, προσεγγίζοντας πλευρές του, συστηματοποιώντας επιμέρους παρατηρήσεις. Κάπως έτσι προέκυψε, το φθινόπωρο του 2004 στις «Αναγνώσεις» της Αυγής, το αφιέρωμα Μετά το ’89. Στους δρόμους της ιστορίας και της λογοτεχνίας, όπου η ανταπόκριση στην πρόκληση έδειξε πως το «θέμα» ήταν ώριμο από καιρό, και πως ο διαφορετικός τροπισμός δεν αφορούσε μόνο την ποίηση, μα και άλλες εκφάνσεις της σκέψης και του πολιτισμού.

Αλλά ακόμα κι αν το ’89 αποτελεί, συμβολικά, ένα ιστορικό όριο, πράγμα που ήταν σχεδόν κοινή παραδοχή όλου του αφιερώματος, δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην και μια χρονικά αντίστοιχη τομή στη διαδρομή της νεοελληνικής ποίησης. Αν κανείς το εκλάβει έτσι, απλώς θα αναπαράγει μια μηχανιστική νομοτέλεια, από την οποία, δηλαδή από την αριστερή εκδοχή της, ευτυχώς απαλλαχθήκαμε. Γιατί οι τομές στην τέχνη μπορούν χρονικά να προηγούνται, να συγχρονίζονται ή να έπονται από τα χρονολογικά όρια που συμβολίζουν τις αντίστοιχες ιστορικές τομές. Σε εκείνο όμως το αφιέρωμα, υπήρξαν οι παρεμβάσεις των Μάσσιμο Κατσούλο και Γιάννη Δάλλα, που ενίσχυαν αυτή μου τη διαπίστωσή μου περί συγχρονισμού και αλλαγής ποιητικού παραδείγματος, προωθώντας μάλιστα τη συζήτηση περαιτέρω, ενώ κατετέθησαν και εύλογες ενστάσεις, όπως αυτές του Αλέξανδρου Αργυρίου, που διεκδίκησε για λογαριασμό της δικιάς του λογοτεχνικής γενιάς την πλήρη απομυθοποίηση του «υπαρκτού», μειώνοντας έτσι τη σημασία της πτώσης του Τείχους και, κατά συνέπεια, την ισχύ μιας ενδεχόμενης χρήσης αυτής της χρονολογίας, ως σημείου εκκίνησης σε μια λογοτεχνική περιοδολόγηση. Επιπλέον, ο Σπύρος Ασδραχάς κατέθεσε μια δέσμη γόνιμων αντιρρήσεων και δημιουργικών αποριών, όσον αφορά την αλλαγή λογοτεχνικού παραδείγματος, φωτίζοντας τη διαχρονία κάποιων συγγραφικών επιλογών.

Από την άλλη, τα κείμενα του αφιερώματος που αφορούσαν την πεζογραφία, αλλά και τα πρωτότυπα κείμενα συγγραφέων, ανέδειξαν μια ορισμένη συμπόρευση του πεζού λόγου με τις αναζητήσεις ή έστω με τις αγωνίες της ποίησης, συζήτηση που συνεχίστηκε σε μία από τις πλευρές της, με τις σελίδες που αφιερώσαμε πέρυσι στον Γιάννη Πάνου. Εδώ, ας μου επιτραπεί να προσθέσω μία απολύτως προσωπική γνώμη. Το ρεύμα της πολυφωνικής μεταμυθοπλαστικής πεζογραφίας ορίζεται σε σχέση με το ’89 με τρόπο χαρακτηριστικό: αν με την Remington (1981) του Γιάννη Πάνου δημιουργείται ένα ισχυρότατο έρεισμα, τα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 του Θανάση Βαλτινού εκδίδονται ακριβώς το 1989, για να έρθει η Ιστορία των μεταμορφώσεων (1998) του Πάνου να επικυρώσει, με τρόπο αναπόδραστο, την αυτονομία του εν λόγω ρεύματος, το οποίο, πάντα κατά τη γνώμη μου, εκφράζει, στο επίπεδο της αισθητικής κατεύθυνσης, την πιο οργανική σχέση με τις μετά το ‘89 πολιτισμικές πραγματικότητες, έχοντας μάλιστα, αισθητικά μα και πολιτικά, δύο διακριτές, και αντίπαλες συνιστώσες: το «νέο αβαθές», που εισάγεται «οργανωμένα» με τα Στοιχεία και «πολιτικοποιείται» με την Ορθοκωστά, έχει απέναντί του τον όγκο και το βάρος αιώνων σκέψης, το τρομακτικό εύρος και βάθος της Ιστορίας των μεταμορφώσεων, βιβλίο του οποίου η διαλογική διάσταση αποτελεί τον ισχυρό καμβά μιας νέας μεγάλης αφήγησης, ιστορίας, ιδεών και μορφών. Ένα ρεύμα που διευρύνεται σήμερα από μια πλειάδα νεώτερων πεζογράφων, αλλά και με μια γενικότερη στροφή προς τους τρόπους του: δεν αναφέρομαι μόνο στους τέσσερις πεζογράφους που πέρυσι εκδώσαμε τον κοινό τόμο για τα 25χρονα της Remington, μα και για άλλους που στην πορεία επιλέγουν να κινηθούν σε αυτή την κατεύθυνση. Τέλος, δεν είναι νομίζω της στιγμής να αναφερθώ και σε άλλα πεδία θεματικών, αλλά και καλλιτεχνικών πρακτικών, που μέχρι τώρα έχουν μείνει εκτός συζήτησης. Ένα παράδειγμα: τα τελευταία χρόνια, θεατρικοί καλλιτέχνες ανεβάζουν επί σκηνής ποιητικούς δραματικούς μονολόγους και πολυφωνικά πεζογραφικά κείμενα, όπως ο Βασίλης Παπαβασιλείου (Ελένη, του Γιάννη Ρίτσου) και η Ρούλα Πατεράκη (των Γ. Πάνου, Μ. Φάϊς κ.ά.).

Ας αλλάξουμε όμως γωνία θέασης. Θεωρώ πως αυτή η ποίηση και αυτή η πεζογραφία είναι συμβατές με την πολιτική κατεύθυνση της σύγχρονης αριστεράς, νοούμενης όχι στατικά, αλλά ως μια μη περιθωριακή, ανοιχτή δυνατότητα, που ήδη αρχίζει να υπάρχει και σαν πραγματική εκδοχή, δηλαδή ως συγχρονική αριστερά, που υπερβαίνοντας τόν -σε τελευταία ανάλυση κοινό- ορίζοντα όλων των εκδοχών της ιστορικής αριστεράς, διεκδικεί τη θέση της και τον ρόλο της ως αριστερά του ιστορικού παρόντος. Γιατί αυτή η ποίηση και αυτή η πεζογραφία εκφράζουν, με τα μέσα της τέχνης τους, τη μετάβαση σε ένα είδος λόγου, ο οποίος δεν αναπαράγει την αναντίστοιχη πια συμπαγή βεβαιότητα και αυθεντία του υποκειμένου-δημιουργού (κατ’ αναλογία με το κόμμα-θεματοφύλακα της «μεγάλης αλήθειας»), αλλά συντίθεται από σπαράγματα και μερικότητες, αφήνοντας πίσω ακόμη και τα πιο προωθημένα επιτεύγματα του κλασσικού μοντερνισμού, όπως για παράδειγμα τη «μεγάλη αντι-αλήθεια» του Κιβώτιου του Άρη Αλεξάνδρου (μαζί και τη συζήτηση για το αν πρόκειται για έργο «προοδευτικό», αντιδραστικό» ή «προφητικό»). Αυτό, το πολυσχιδές λογοτεχνικό ρεύμα, δεν μιλά στη σκιά της Ιστορίας και των ιδεών, «εκλαϊκεύοντας» τα προτάγματά τους, δεν υποκαθιστά την ιστορική αφήγηση και τον φιλοσοφικό στοχασμό (όπως έγινε από το ιστορικό μυθιστόρημα του Ραγκαβή μέχρι το «φιλοσοφικό» του Καζαντζάκη), αλλά εντάσσει μέσα του ατόφια κομμάτια-στιγμιότυπα ιστορίας, τα οποία εκβάλλουν τη δυναμική τους μέσα στα νέα συμφραζόμενα, και διαλέγεται ανοικτά με τις ιδέες, ενθυλακώνοντας ενεργούς, ριζοσπαστικούς πυρήνες τους στο πεδίο των μορφών. Η «οριζόντια», διακειμενική οργάνωσή του έχει χαρακτηριστικές αντιστοιχίες με την κινηματική διάσταση της σύγχρονης αριστεράς, αλλά και με την έμφαση που δίνουν οι ακτιβιστικές πρακτικές διανοούμενων στους κόλπους της. Βέβαια, τόσο γι’ αυτή τη λογοτεχνία όσο και για την αριστερά, το μεγάλο ζητούμενο παραμένει η σύνθεση κάθε φορά όλων αυτών των «υλικών», η συγκρότηση δηλαδή των νέων, σύγχρονων, μεγάλων αφηγήσεων, καλλιτεχνικών ή πολιτικών, η διαύγαση ιδεών και μορφών. Εκεί είναι που δημιουργούνται τα διλήμματα και προκύπτουν χαώδη τα ερωτήματα, εκεί απαιτούνται τα ρίσκα, εκεί, σε κάθε βήμα, ελλοχεύουν οι κίνδυνοι της ακύρωσης ή της περιθωριοποίησης. Γιατί μόνο οι προθέσεις δεν αρκούν, ώστε να παραχθούν ισχυρά καλλιτεχνικά και πολιτικά αποτελέσματα.

Ας επανέλθουμε, όμως. Στο παρόν αφιέρωμα η στόχευση ήταν διαφορετική, σε σχέση με το πρώτο. Κατ’ αρχήν, επιλέχθηκε το άνοιγμα στο χώρο των εικαστικών τεχνών, εκφράζοντας ταυτόχρονα τη συστηματική δουλειά που γίνεται τον τελευταίο χρόνο σε αυτόν τον τομέα στις «Αναγνώσεις». Όσο κι αν κάποιος μπορεί να παρατηρήσει πως πρόκειται για μια κίνηση που προσβλέπει στην επανάληψη της ιστορίας του μοντερνιστικού κινήματος, όπου λογοτεχνία και ζωγραφική αποτέλεσαν τα κύρια πεδία αναφοράς του, νομίζω πως υπάρχουν ειδικοί λόγοι, ώστε να εστιάσουμε και σήμερα στις εικαστικές τέχνες: η κυριαρχία της εικόνας στην κοινωνική ζωή, τις έχει οδηγήσει στην πιο δύσκολη θέση, σε σχέση με τις υπόλοιπες, αφού συχνά υποχρεούνται όχι απλώς να διεκδικήσουν αλλά να εφεύρουν τον ζωτικό τους χώρο. Κι εδώ, δεν είναι λίγες οι παρατηρήσεις που αφορούσαν την ανάδυση στοιχείων ενός νέου τοπίου στις εικαστικές τέχνες, μετά το ’89. Κατά δεύτερον, η έμφαση του αφιερώματος μετατοπίστηκε από την επιστήμη της ιστορίας στα πεδία της θεωρητικής και πολιτικής σκέψης, όπου διαπιστώθηκε, νομίζω κατά κοινή παραδοχή, η ετοιμότητα και η επαρκής οργάνωση σύγχρονων κριτικών επιχειρημάτων, καθώς και η ύπαρξη σαφών πολιτικών κατευθύνσεων. Τέλος, όσον αφορά ειδικότερα το δικό μου ερώτημα, οι παρεμβάσεις δύο ποιητών, του Μπλάνα και του Κάσσου, δείγματα, αντίστοιχα, σπάνιας ποιητικής αυτοσυνείδησης και στοχαστικού προβληματισμού, που τα συναντάμε μόνο σε μεταβατικές στιγμές της νεοελληνικής ποίησης, νομίζω πως έδωσαν ισχυρά εναύσματα, και μια εκ των έσω νομιμοποίηση, για την περαιτέρω κριτική εξέταση της σύγχρονης ποίησής μας, ενώ το κείμενο της Τιτίκας Δημητρούλια, με τον δηλωτικό τίτλο «Λογοτεχνία, ιστορία και πολιτική», προχώρησε ουσιαστικά τη συζήτηση.

Αν όμως όλα αυτά αφορούν την προσωπική μου εμπλοκή, τα δύο αφιερώματα ανέπτυξαν μια δικιά τους δυναμική, συγκρότησαν ένα σώμα ιδεών, αυτονομημένο από τις αφετηρίες ή τις προθέσεις του καθενός. Αποτελούν μια εν προόδω και εν διαλόγω αποτύπωση μεγάλου μέρους του φάσματος των απόψεων του ευρύτερου χώρου της αριστεράς, πάνω στα χαρακτηριστικά της ιστορικής συγκυρίας. Μάλιστα, νομίζω πως ένας ορισμένος δισταγμός, που διατρέχει αρκετά από τα κείμενα του πρώτου αφιερώματος, στο δεύτερο έχει δώσει τη θέση του σε μια ζέση, όσον αφορά την υποστήριξη απόψεων, την εισαγωγή ερμηνευτικών σχημάτων, το στίγμα του καθενός μέσα στο παρόν.

Τι απέγινε όμως, εν μέσω όλων αυτών, το αρχικό μου ερώτημα; Υπάρχει ή όχι, μετά το ’89, μία τομή στην ποίησή μας; Νομίζω πως η διαχείριση του ερωτήματος έχει πια υπερβεί την όποια αποκλειστικότητα (ίσως και εμμονή μου...), ενώ τώρα υπάρχουν προϋποθέσεις για να απαντηθεί με εργαλεία που δεν περιορίζονται στην κριτική της ποίησης. Αν ενδιαφέρει η προσωπική μου γνώμη, είναι πως ναι, έχουμε μπροστά μας μια νέα ποιητική γλώσσα, και μάλιστα πλούσια, με αρκετούς «ιδιωματισμούς». Ναι, έχουμε ποιητές που, με κριτήρια αισθητικής καινοτομίας και αρτίωσης, το έργο τους δεν υπολείπεται από εκείνο των σημαντικότερων ποιητών του ελληνικού 20ού αιώνα. Όμως, δεν γνωρίζω αν αυτή η ποιητική πραγματικότητα θα λειτουργήσει μέσα σε ευρύτερες συνάψεις, πόσο μάλλον αν θα αποτελέσει τη «δεσπόζουσα» πλευρά σε μια καινούρια σύνθεση. Είναι κάτι που εξαρτάται από τις διεργασίες, τις διαθεσιμότητες και την προοπτική γενικότερων κοινωνικών, ιδεολογικών και ειδολογικών συσσωματώσεων, ένα ελάχιστο «πρόπλασμα» των οποίων νομίζω πως απογράφεται στα δύο αφιερώματα. Ακόμα όμως κι αν είναι πιθανόν σήμερα, για πρώτη φορά στον νεοελληνικό βίο, ο νέος αισθητικός και ιδεολογικός κανόνας να μην εκβάλει από τη μήτρα της ποίησης αλλά από άλλες εκφράσεις του λόγου και της τέχνης, αυτό δεν θα είναι παρά απόδειξη της λύσης της συνέχειας δύο τουλάχιστον αιώνων, δηλαδή απόδειξη της σημασίας της τομής του ’89 για τον κοινωνικό ρόλο της ποίησης.

Τέλος, να σημειώσω πως η δεδομένη σχέση του μεγαλύτερου μέρους αυτής της λογοτεχνίας με την αριστερά (ανεξάρτητα από τις «προθέσεις» των δημιουργών ή την ετοιμότητα του κομματικού της μηχανισμού), δίνει και στις δυο πλευρές, για μια ακόμη φορά, τη δυνατότητα να συνδεθούν, αντίστοιχα, με προωθημένες πολιτικές και καλλιτεχνικές εκφράσεις της εποχής τους. Θα συμβεί, όντως, αυτή η συνάντηση-συνάρθρωση, θα αναγνωρίσει η κάθε μια πλευρά το πρόσωπό της στην άλλη, ή μετά από κάποιες δεκαετίες θα μιλάμε, για πολλοστή φορά, για μια ακόμη «χαμένη ευκαιρία»; Ίσως αυτό να είναι πολύ πιθανό, όμως, εγώ προσωπικά προτιμώ να κρατήσω μία διαπίστωση: δεκαοκτώ χρόνια μετά το ’89, σε πείσμα όλων των καιρών, σε πείσμα όλων των εκτάσεων, όπως θα έλεγε ο Εμπειρίκος, η αριστερά είναι παρούσα, είναι εδώ, έχει τη δυνατότητα να ξαναπαίξει το παιχνίδι απ’ την αρχή, σε όλα τα επίπεδα. Και η λογοτεχνία, παρά την προϊούσα εμπορική τυποποίηση ενός μεγάλου μέρους της, μπορεί και διεκδικεί τον ρόλο που την καταξίωσε ως βασική δίοδο των αναζητήσεων και της αισθητικής του νεωτερικού ανθρώπου. Κι αυτό είναι ήδη πολύ, ενώ οι εν προόδω διαμορφούμενες ψηφίδες ενός νέου κοινωνικού κοσμοειδώλου, που θα πάρει τη θέση του εκπεσόντος μαζί με το Τείχος παλαιού, είναι που καθιστούν τις εν λόγω προσπάθειες απολύτως σύγχρονες. Κι εδώ είναι κρίσιμος ο ρόλος του θεωρητικού λόγου, όπως εκφράστηκε με αρκετά κείμενα αυτού του αφιερώματος, όπου τέθηκε υπό κριτική εξέταση η παραδοσιακή αντίληψη της «προόδου», στην οποία το Τείχος προσέδιδε μια ιστορικά παγιωμένη νοηματοδότηση, τόσο του δίπολου του καλού και του κακού, όσο και της όλης ιστορικής κίνησης. Εδώ είναι που αυτές οι προσπάθειες αντιπαρατίθενται ευθέως με την αντίληψη της «σύγκρουσης των πολιτισμών» μετά το «τέλος της ιστορίας», δηλαδή με το προτεινόμενο κοσμοείδωλο που εμπεδώνει την αμερικάνικη κυριαρχία, και διαμορφώνουν μια νέα πολιτικότητα με αριστερό πρόσημο.

Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση για την ιστορική περίοδο που άνοιξε μετά το ‘89, δηλαδή η ψαύση του δικού μας ιστορικού παρόντος, είναι μια συζήτηση, από κάθε άποψη, ανοικτή. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να περιοριστεί στην ποίηση ή σε κάποια άλλη τέχνη, σε τούτη ή σε εκείνη την άποψη. Αν όμως τα σχήματα, οι γενιές και τα επιχειρήματα απορροφώνται γρήγορα, μέσα στο μεγάλο χωνευτήρι της ιστορικής κίνησης, οι άνθρωποι δεν έχουν άλλο τρόπο να ψαύσουν το πρόσωπό τους και το παρόν τους, παρά τον Λόγο, δηλαδή πάλι απόψεις, επιχειρήματα, καλλιτεχνικά έργα, καθώς και σχήματα της λογοτεχνικής κριτικής, σωστά ή λανθασμένα... Η δε δουλειά των πεζογράφων είναι να αφηγηματοποιούν τα πάντα...



Δεν υπάρχουν σχόλια: