Του
Βασίλη Ντόκου*
Η
συνήθης διάρκεια της μιας ημέρας στην αρχαία τραγωδία, μιας πολύχρονης
περιπέτειας στο έπος ή και ολόκληρης ζωής στο αστικό πλέον μυθιστόρημα, στο
μοντερνιστικά λυρικό ποίημα συντήκεται στον πυρηνικό χρόνο της μίας στιγμής.
Και αυτή του η σύντηξη σε συνδυασμό με την αφαιρετική των βιωμάτων εκφραστική
του, αποπνέει μια ψυχρότητα στο περιβάλλον του, που μοιάζει υπεύθυνη για τον
χαρακτηρισμό ορισμένων, επιπλέον δομικά σύνθετων, εκτενών μοντερνιστικών έργων
ως «ψυχρών» αριστουργημάτων. Όμως, ο εκ του σύνεγγυς «ζεστός» δραματικός ή
αφηγηματικός χρόνος των παραπάνω αναφερθέντων ειδών, υπάρχει πυκνός στην
αισθητική συστολή του στο αφαιρετικό ποίημα ως μεσσιανική προοπτική, στην
οιονεί υπόσχεση του ανατρεπτικά λυρικού. Με άλλα λόγια, στο ποίημα η δράση
γίνεται βράση στιγμιαία, που κολλάει μεμιάς το μακρόπνοα σφυρηλατημένο -από τις
πράξεις δράματος ή αφήγησης- σίδερο της μοίρας στο σώμα του αναγνώστη, εν είδει
σφραγίδας ζεματιστής και λεκτικά επιγραμματικής του ανθρώπινου στίγματος. Και
αυτό το «μεμιάς» δεν είναι άλλο από τη στιγμή της διάσπασης του πυρηνικά
συγκροτημένου χρόνου του ποιήματος, που μετατρέπει την οιονεί ψυχρότητα της
αφαιρετικής εκφραστικής του σε θερμική ενέργεια έκρηξης της λυρικής οπτικής του
σε προοπτική, ως άλλη σχάση και μετουσίωση της διάρκειας παρόντος, παρελθόντος
και μέλλοντος στον υπερβατικό της Ιστορίας αισθητικό χρόνο του «αναίσθητου»
ποιήματος.
Πώς
όμως επιτυγχάνεται αυτή η χρονική προβολή στο ουτοπικό μέλλον, υποκαθιστώντας
στο λυρικό ποίημα τη δράση της τραγωδίας, την πλοκή του μυθιστορήματος ή την
αφηγηματικότητα του έπους; Ως εκδραματισμένος κι αιφνίδιος αλλά παράλληλος
λυρικός τρόπος, δεν μπορεί παρά να έχει αφομοιώσει στην αφαιρετική τους πλέον
μορφή, και μετά το τέλος μιας επιτευχθείσας οικουμενικότητας μέσω της μυθικής σύστασής
τους, τα δομικά μέσα της τραγωδίας όπως πρωτοπαρουσιάστηκαν στην ποιητική του
Αριστοτέλη. Έτσι, η λέξη (λέξις) αναγραμματισμένη
στο αφαιρετικό ποίημα, ανακτά την πιο μυστηριακή της -εν είδει χρησμού-
διάσταση ως «έλξη» αρχέγονου και μεθύστερου χρόνου, στο παρόν του μη συνειδητού
αλλά εντατικά υπαρκτού νοήματός της. Και σ’ αυτό συμβάλλουν οι ρυθμικές -ως τονικές- τομές της ανάσας, με
τα εκάστοτε άλματα του διασκελισμού στον αναπτυγμένο από θέσεις και άρσεις
προσδοκιών χρόνο (μέλος) του ελεύθερου
στίχου, με αποτέλεσμα τη δομημένη διάρκεια ως παγωμένη μουσική της όλης
αρχιτεκτονικής (όψις) του ποιήματος,
με τις λέξεις, τα ανάμεσα διάκενά τους και τα διάστιχα, τομές για να περνάει το
φως του έξω κόσμου μέσω της λευκής σελίδας στο εσωτερικό του ποιήματος∙ δομή
που έχει σαν συνέπεια μιας ατέρμονης καραμπόλας προθέσεων του ποιητή, να
δημιουργείται το «άλλο» του πράγματος (διάνοια),
από αυτό που είχε στο μυαλό του ο ποιητής όταν το άρχιζε.
Έτσι,
στη διαλεκτική ελέγχου κι εκφραστικής ενόρμησης, το δημιουργημένο ποίημα-πράγμα
θέτει το δικό του οντολογικό μέτρο (ήθος)
στις ανθρώπινες φιλοδοξίες, να μη διέπεται από κανέναν λειτουργικό ωφελιμισμό,
παρά μόνον από αυτόν που ορίζει ο χρόνος της αισθητικής αυτονομίας του,
αντιστεκόμενο είτε στην επιτέλεση ενός ρόλου για χάρη της πλατωνικής πολιτείας -που
για αυτό το εξόρισε- είτε στα σύγχρονα κοινωνικά αιτήματα, ως ανιδιοτελής
μίμηση της μαγείας της μη διεκδίκησης από
το «αναίσθητο» ποίημα.
Όμως,
στην εκστατική πραγμάτων και εαυτού διάστασή του, και κατά τον αναστοχασμό του
από ποιητή και αναγνώστη, τελεί η αναγνώρισή
του ως του πιο αλληλοπεριχωρητικού κι έτσι πιο ευαίσθητου σε όλα τα σήματα. Επομένως,
καθαίρεται η ψυχρή ανοικείωσή του ως οικεία
ηδονή και σαν προβολή όχι μόνο της κοινωνικής αλλά και της οντολογικής
ουτοπίας (μύθος) στο σήμερα,
αποκαλύπτοντας τον αναδιπλωμένο εντός του δραματικό και αφηγηματικό χρόνο σαν
προοπτική της πυρηνικής πράξης, που είναι το ποίημα στην κατάλυση παρελθόντος,
παρόντος και μέλλοντος· για να τρέξει ο άλλος υπερβατικός χρόνος του άλματος
στο κενό του Kierkegaard ή του οιονεί κβαντικού άλματος στην
Ιστορία του Benjamin, που φέρνει την κοινωνική συμφιλίωση αλλά και εκείνη του
ατόμου με τον θάνατο πιο κοντά, ως μίμησις
πράξεως σπουδαίας και τελείας που είναι πλέον το ποίημα, μετά την αισθητική
-και όχι τραγική- κάθαρση των παθών των λέξεών του από τους ανοίκειους,
αφαιρετικούς ή ιδιωματικούς τρόπους του ποιητή, που δικαιωμένοι πλέον απαρτίζουν
το τελικά συμφιλιωτικό τους αποτέλεσμα, στον αισθητικό χρόνο του «αναίσθητου»
ποιήματος.
Κι
αν προϋπόθεση για την τραγική κάθαρση αποτελούσε η αναγωγή του
προσωπικού-συγκυριακού παθήματος σε καθολικό μέσω των ανύπαρκτων πλέον μύθων,
το ρόλο αυτής της υπερβατικής κίνησης στο λυρικό ποίημα ανέλαβε η αισθητική
αφαίρεση, ως μόνο μέσο απόσβεσης του ατομικού για να προβληθεί εκθετικά και
συλλογικά στο οντολογικά διαχρονικό ανθρώπινο δράμα.Εκεί που η κοινωνική αδικία
-χωρίς να δικαιολογείται- μεταβολίζεται σε αδικία θανάτου, ως το όριο κάθε
ουτοπίας που μόνο η λεκτική φαντασία μπορεί να διαπεράσει, σαν αισθητικός
χρόνος του οιονεί αναίσθητου ποιήματος.
Και
αν ο Αριστοτέλης με τη σκοτεινή και αμφιλεγόμενη έννοια της τραγικής κάθαρσης,
εννοούσε την αισθητική δικαίωση ως αντιστάθμισμα της υλικής σκληρότητας και ωμής
πραγματικότητας των τεκταινόμενων επί σκηνής, η λεγόμενη «βιωματική» ή
«κοινωνική» ποίηση που κυριαρχεί σήμερα με άλλοθι την αντίσταση στην υλική
σκληρότητα, ενδίδοντας στην απάθεια προς την αισθητική χάριν της αμεσότητας,
προκρίνει χωρίς να το ξέρει αυτά που μάχεται, μέσω των καλλιτεχνικά
«αναίσθητων» ποιημάτων της στον ωμό, δίχως αισθητική μετουσίωση, καταγγελτικό
χρόνο τους.
*Ο
Βασίλης Ντόκος είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου