Του Στέλιου Μακρή*
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΤΕΦΑΝΑΤΟΣ, Το φαντασιακό της
δημιουργίας: Σκέψη, τέχνη, ψυχή, εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, σελ. 308
Πως στέκεται ένας ψυχαναλυτής μπροστά στο έργο τέχνης; Όχι για να το ερμηνεύσει αφ’ υψηλού με όπλο την εννοιολογική του σκευή, αλλά για να αναλυθεί από αυτό. Ο Francis Bacon τοποθετούσε μπροστά από κάποιους πίνακές του ένα τζάμι, ώστε ο ορών να καθρεφτίζεται σε αυτό. ‘‘Είμαστε εξ’ αρχής, εξ' ορισμού και εξ' ανάγκης ερμηνευτές του κόσμου που μας περιβάλλει και των πολιτισμικών αντικειμένων που ο κόσμος φιλοξενεί’’, γράφει ο Γεράσιμος Στεφανάτος, στο τελευταίο του βιβλίο, με τίτλο «Το φαντασιακό της δημιουργίας», που έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του. Όπως και η σχέση με το συγγραφικό –και όχι μόνο– έργο του, έτσι και η διαλεκτική σχέση με το έργο τέχνης ανθίζει ένθεν των κατηγοριοποιήσεων που αναζητούν ένα οριστικό κλειστό νόημα, αναιρεί την κλειστότητα και επιτρέπει την αυτοαλλοίωση.
Ο ψυχαναλυτής-συγγραφέας Γεράσιμος Στεφανάτος, γνωρίζουμε εκ των υστέρων, διαλέγει οδεύοντας προς τον θάνατό του να βαδίσει στον δρόμο της δημιουργίας της ψυχής και του καλλιτεχνικού πονήματος-αποτελέσματος μιας “γέννας”, επισφραγίζοντας την πιο επιβλητική των κυκλοτερών κινήσεων που περιγράφει στο κείμενό του, αυτή μεταξύ της ζωής και του θανάτου. Το κληροδότημά του δεν αποτελεί μια κληρονομημένη, συστηματοποιημένη γνώση επί του θέματος του ανά χείρας βιβλίου. Ο συγγραφέας είναι εντός του θέματος που πραγματεύεται. Τα επίπεδα της ανάλυσης του κειμένου διαρκώς τέμνονται και απομακρύνονται με τρόπο ανήσυχο και ενθουσιώδη, καθρεφτίζοντας τον ίδιο τον συγγραφέα και ανοίγοντας διαδοχικές πόρτες που μένουν πάντοτε ανοιχτές, αφήνοντας ένα ευρύ πεδίο συζήτησης, μελέτης και ανάλυσης για καλλιτέχνες, διανοητές και ψυχαναλυτές.
Το φροϋδικό παράδειγμα είναι πάντα παρόν στον Στεφανάτο. Είτε σε αυτή την ανοιχτότητα –που χαρακτήριζε το έργο του Freud, στο οποίο διαρκώς αναθεωρεί, αντιφάσκει, κινούμενος κυκλικά αλλά και ευθύγραμμα, με διακυμάνσεις μεταξύ εικοτολογίας και αυστηρού επιστημονικού ορθολογισμού– είτε στο συγγραφικό ταλέντο που διακρίνει τα κείμενα του Στεφανάτου. ‘‘Ελληνική ψυχανάλυση’’ δεν υπάρχει, έλεγε ο Στεφανάτος, μιας και αυτή είναι προϊόν μεταφύτευσης. Η εννοιολογία είναι δανεική και κληρονομημένη, συνήθως εντασσόμενη σε συνολιστικές-ταυτιστικές σχολές, ρεύματα, τάσεις. Ο Γεράσιμος Στεφανάτος, ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς ψυχαναλυτές και στοχαστές που ‘‘κατοίκησαν’’ την ψυχανάλυση στην ελληνική γλώσσα. Ψυχανάλυση που είναι βαθιά φροϋδική, επηρεασμένη κυρίως από τη φιλοσοφική σκευή του Καστοριάδη, εγγεγραμμένη στην αριστοτέλεια γενεαλογία, τοποθετημένη στο μεταλακανικό πεδίο με οδηγό την Aulagnier, πειθαρχημένη αλλά ανορθολογική, με συντεταγμένες έννοιες, ωστόσο ακαθόριστη και αταξινόμητη. Οι θεωρητικές αποσκευές στο ωραίο, τελευταίο αυτό ταξίδι του Γεράσιμου Στεφανάτου έχουν ξεχωριστή θέση για τον Winnicott και τον Paul Klee, ενώ περιέχουν τις θεωρητικές θέσεις του Merleau-Ponty αλλά και του ίδιου του Cezanne πάνω στο έργο του τελευταίου, αλλά και πάνω στο ζήτημα της καλλιτεχνικής παραστατικής δημιουργίας, εν παραλλήλω με την αυτοδημιουργία των παραστασιακών καταβολών της ψυχής.
Η πρώτη στιβάδα της σκέψης του Στεφανάτου ελίσσεται εντός του λαβύρινθου της οντολογίας του Καστοριάδη, κινούμενη ωστόσο με σαφήνεια εντός ενός ασφαλούς, κατά το δυνατόν, περιβάλλοντος, μιας και υπήρξε άοκνος μελετητής του διανοητή. Τo 1965 o Καστοριάδης, σε ένα διπλό μεθύστερο, μετά τον Freud και τον Lacan, εισήγαγε την έννοια της ‘‘ριζικής φαντασίας’’, πάνω στην οποία χτίζει στη συνέχεια την οντολογία του, παίρνοντας αποστάσεις από την παραδοσιακή φιλοσοφία, από την αβεβαιότητα του όρου ‘‘φαντασίωση’’ εντός του φροϋδικού έργου και την κατοπτρική δευτερογενή διάσταση που έχει στη λακανική ανάγνωση. Για την ανάγκη αποφυγής μιας ατέρμονης αναγωγής στο άλλο του άλλου της παράστασης, θεωρεί αξιωματικά ότι, εφόσον, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, δεν μπορεί να υπάρχει ψυχή χωρίς παράσταση, ο οντολογικός κύκλος της δημιουργίας εκκινείται με την ανάδυση μιας πρώτης παράστασης, και έκτοτε «η ψυχή υφαίνεται στον αργαλειό της παραστασιμότητας», ακολουθώντας την αρχή της κυκλοτερούς κίνησης. Το δημιουργούμενο τίθεται ταυτόχρονα με τα στοιχεία της δημιουργίας. Ο δημιουργός είναι το δημιούργημά του έξω από κάθε εντελέχεια, με τον ίδιο τρόπο που η ψυχανάλυση, όπως σημειώνει ο Καστοριάδης, βρίσκεται στη μοναδική θέση να κατασκευάζει το αντικείμενό της, κατασκευαζόμενη ταυτόχρονα από αυτό. Με τον ίδιο τρόπο, το μέσον για την επίτευξη της αυτονομίας είναι η ίδια η αυτονομία καθώς εξελίσσεται.
Η κατιούσα παλινδρομική κίνηση που συναντά το υποκείμενο στον γενεσιουργό χώρο της αδιαφοροποίητης σχέσης με το αντικείμενο, οδηγεί τον καλλιτέχνη στον μητρικό πυρήνα. Το αισθητηριακό πεδίο είναι η αφορμή για το στήσιμο του πρωταρχικού εικονογραφικού φόντου, επί του οποίου η ψυχή συναντά τον κόσμο σε ένα διαρκές ‘‘προς είναι’’ που ερείδεται στις ατελεύτητες δυνατότητες σκηνοθέτησης, νοηματοθέτησης και δημιουργίας, ‘‘ποιήσεως εαυτού και κόσμου’’, με τα λόγια του Στεφανάτου. Το καλλιτεχνικό έργο λαμβάνει το νόημά του στην τομή των πρωταρχικών αισθητηριακών εμπειριών του δημιουργού, του γεωγραφικού και κοινωνικοϊστορικού τόπου, που συναρθρώνουν μέσω της σύλληψής του τη δημιουργία, και όχι την παραγωγή, του έργου. ‘‘Η τέχνη δεν αναπαράγει το ορατό, καθιστά κάτι ορατό’’, παραθέτει ο Στεφανάτος τον Paul Klee, πραγματώνοντας την απερίσταλτη δυνατότητα της ψυχής να παράγει νέες μορφές, έως ότου αυτές γίνουν παλαιές και ιστορικοποιηθούν, εμπίπτοντας στον κύκλο της γέννησης και της απώλειας, της δημιουργίας και της καταστροφής.
Το όνειρο, που είναι οδηγός-πασπαρτού, τόσο για την τέχνη όσο και για την ψυχανάλυση, δημιουργεί δημιουργούμενο τη σκηνοθέτησή του μέσα από τη διαλεκτική μεταξύ ψυχικών τόπων, πριν οι προστατευτικές δυνάμεις απώθησης της ψυχής το καταδικάσουν στη λήθη. Θυμίζω τον David Lynch και την διακηρυγμένη σχέση της κινηματογραφίας του με την ονειρική του ζωή. Όπως το όνειρο, έτσι και η τέχνη, εικονοποιεί ανένταχτα στον ψυχικό ιστό στοιχεία, σηματοδοτώντας και νοηματοδοτώντας τη συνάντηση με το άγνωστο εν εαυτώ όλων των μετεχόντων στη δημιουργική έκφραση και έκθεση. Το έργο τέχνης είναι μια ‘‘γέφυρα ψυχών’’, γράφει με λυρισμό ο Στεφανάτος.
Η διάκριση μεταξύ της ριζικής φαντασίας και της κατοπτρικής δευτερογενούς φαντασίωσης αντικατοπτρίζει εκείνη μεταξύ δημιουργίας και μετουσίωσης. Η τέχνη είναι παράθυρο στο χάος, γράφει ο Καστοριάδης, το αποκαλύπτει και του δίνει μορφή. Άλλοτε με τον προσθετικό τρόπο (via di porre, για τον Da Vinci), όπως στη ζωγραφική, άλλοτε με τον αφαιρετικό τρόπο (via di levare), όπως στη γλυπτική, η τάξη κι η μορφή αναδύονται από το χάος. Μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο για τη μουσική; Αν μιλούμε για την αισθητική της εξέλιξη, σαφώς ναι. Συλλογιζόμενοι την καταστατική της θέση στον χωροχρονικό τοπίο της δημιουργίας, ο ρυθμός, η αρμονία και η μελωδία ερείδονται σε διαφορετικές χρονικότητες. Στην επαναληπτικότητα σωματικών ήχων, όπως εκείνου της καρδιας ή του βαδίσματος (walking bass ονομάζεται το ‘‘φραζάρισμα’’ του μπάσου στην jazz), στο affekt και στη γλώσσα, αντίστοιχα. Στο σύνολό της, στην απαρτίωση των τριών αυτών στοιχείων, η μουσική είναι δευτερογενής ως προς την εμφάνισή της στην ιστορία του ανθρώπου, και αναφέρεται ως επί το πλείστον στην έκφραση των παραστάσεων παρά στις παραστάσεις καθαυτές.
Οι παραστατικές τέχνες, καθώς διαβαίνουν την ιστορική τους πορεία, μεταβαίνουν από τη ρεαλιστική απεικόνιση, ακόμη και όταν η αφήγηση είναι πέραν του ρεαλισμού, στην αφαίρεση, που προσεγγίζει με παλίνδρομη φορά την πρωταρχική παραστασιακή μορφοποίηση, ανοίγοντας την όραση και την ακοή στο προκατηγοριακό είναι, στη μαγματική άβυσσο. Η απουσία και το πένθος, το διακλεισμένο και το πρωταρχικά απωθημένο, που στοιχειώνουν τα σκοτεινά υπόγεια του ψυχικού οικοδομήματος, μορφοποιούνται σε αυτό που βλέπει ο ζωγράφος, σε αυτό που η μεταβίβαση στην ψυχανάλυση δίνει τόπο να υπάρξει.
Η παλίνδρομη κίνηση προς το πρωταρχικό, όπως το ορίζει η Aulagnier, μας μεταφέρει στον τόπο που απασχολεί τον Στεφανάτο ως μήτρα της δημιουργίας. Αυτός ο τόπος τοποθετείται ένθεν των φαντασιακών μορφωμάτων που αποτελούν από τη μία για το υποκείμενο απάντηση σε μια ήδη καθορισμένη κατάσταση, από την άλλη στο κοινωνικοϊστορικό μια κληρονομημένη “πραγματικότητα”, με συλλογικά επενδυμένες φαντασιακές σημασίες, όπως στη δοσμένη θρησκευτική δοξασία και την πολιτική ιδεολογία. Η πρώτη αυτή στιγμή είναι περίκλειστη και περιλαμβάνει τον λακανικό μεγάλο Άλλο, καθυποταγμένο εντός της φαντασίωσης του πρωτο-υποκειμένου, που ‘‘είναι ο μαστός’’, εκεί που δεν υφίσταται η διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου. Τα αρχαϊκά ίχνη της πρώτης εκείνης παράστασης ‘‘είναι κυριολεκτικά ολική σκηνή’’, και το βύθισμα στο πρωταρχικό δανείζει στον δημιουργό τις μεταφορικές δυνατότητες για το πέρασμα στο πέραν της αρχής της ευχαρίστησης. Εκεί που βασιλεύει το βασανισμένο σώμα, η δυσφορία του ανθρώπου στον πολιτισμό. Καλλιτέχνες του ανοίκειου, όπως ο Genet και ο Becket, o Bataille και ο Artaud, o Trier και ο Λάνθιμος της παγερής βιαιότητας, ο Φαϊτάκης του θνησιγενούς εφήμερου και της “αγιοποίησης” της κοινωνικής σύγκρουσης, ο Χαλεπάς που κατασκευάζει συντρίμμια, εικονίζουν στο έργο τους εύθραυστες, τραυματισμένες μορφές που μοιάζουν έτοιμες να καταρρεύσουν.
Το θαυμαστό σπάσιμο των ορίων του τοπίου και της γεωμετρίας της μορφής από τον Cezanne, τόπος της πρόσμειξης του υποκειμένου με το αντικείμενο, εικονίζει το θόλωμα των ορίων εαυτού και κόσμου, ορώντος και ορώμενου. Ο συγγραφέας παραθέτει τη φράση του Merleau-Ponty, "ο Cezanne είπε απλά αυτό που τα πρόσωπα και τα πράγματα που ζωγράφιζε ήθελαν να πουν", που συνηχεί αξιοθαύμαστα με τα λόγια του ίδιου του Cezanne, "το τοπίο σκέφτεται τον εαυτό του μέσα μου''. Πλάι σε αυτά, τα τόσο χαρακτηριστικά λόγια του Γεράσιμου Στεφανάτου: ‘‘Η χειρονομία της δημιουργίας συνδέεται με την άδηλη σιωπηλή, ασαφή αποδοχή ενός εσωτερικού αινίγματος, ενός αγνώστου εν εαυτώ, που αναζητεί μορφή. Χωρίς έρωτα για αυτό που δεν έχει ακόμα ζωγραφιστεί και δίχως άγχος για το άμορφο που δεν πήρε ακόμα μορφή, μοιάζει αδύνατη η δημιουργία’’.
*Ο Στέλιος Μακρής είναι ψυχολόγος, ψυχαναλυτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου