28/1/24

Sexus

Maximilien Luce (1858-1941), Λουόμενες στο Σαιν-Τροπέ, 1897, λάδι σε καμβά, 65 × 81 εκ., Σύλλογος των Φίλων του Petit Palais, Γενεύη

Η ερωτική συνείδηση του Άγγελου Σικελιανού
 
Του Γιώργου Βαρθαλίτη*

 
Ξεκινάω με μια εισαγωγική σημείωση: εδώ δεν θα μας απασχολήσει διόλου η ερωτική ζωή του Άγγελου Σικελιανού, όπως αυτή διαφαίνεται στα διάφορα επιστολιμαία τεκμήρια και τις λιγοστές μαρτυρίες, αλλά η ερωτική συνείδηση του ποιητή, όπως αποτυπώνεται στο έργο του. Σε τούτο το σημείο ακολουθούμε την προγραμματική αρχή του ίδιου του Σικελιανού, ο οποίος στον επιδερμικό βιογραφισμό της εποχής του και στον αγοραίο της δικής μας αντιτάσσει εκείνη τη βαθύτερη εσωτερική, βιωματική πορεία που αποκαλεί “λυρικό βίο”, υπονοώντας πως εκεί κι όχι στα γυμνά περιστατικά της ζωής, τα τόσο κοινά άλλωστε στις παραλλαγές τους, βρίσκεται ακέραιος ο άνθρωπος.
Και μια δεύτερη σημείωση: ο ίδιος ο Σικελιανός στον «Πρόλογό» του στον Λυρικό Βίο διερμηνεύει την ερωτική του ποίηση και εξηγεί την ερωτική του κοσμοθεωρία. Δίχως να αγνοούμε το σπουδαίο αυτό κείμενο, θα επιχειρήσουμε μια δική μας θεώρηση, στηριγμένοι σε αντιπροσωπευτικές στιγμές της ποιητικής του πορείας. Και, τέλος, μία ακόμα διευκρίνιση: Όλη η ερωτική ποίηση του Λευκαδίτη ξεκινά από την ερωτική πράξη, που όμως παίρνει ένα πρωτόγνωρο βάθος. Όπως σ’ αυτούς τους ωραίους στίχους της ωριμότητάς του, που μιλάνε για την ερωτική ένωση, όταν το ένα κορμί αγγίζει το άλλο κι “ η Αφή του απολυτρώνει μέσα του το απέραντο / κ’ εκμηδενίζει /όλους τριγύρα τους ορίζοντες του κόσμου”.
Μια πρώτη αποκρυστάλλωση της ερωτικής συνείδησης του Σικελιανού την συναντούμε σε ένα από τα πιο ώριμα και βαθιά νεανικά του ποιήματα, όχι τόσο γνωστό. Είναι ο “Τύμβος”, το ακροτελεύτιο μέλισμα των Ραψωδιών του Ιονίου, όπου κι οι πιο κάτω στίχοι: «Κι ως άνθρωπος την αγκαλιά που αφήκε της γυναίκας, / γιατ’ ήταν δίκαι’ η πείνα του κι η δίψα του θανάτου, / γιατ’ ήταν κάμπος άθερος που, ως σκύβουν του τ’ αστάχυa/ ανατριχιάζοντας βαθιά στο ρίπισμα της αύρας / που σα δρεπάνι αθώρητο πετάει απάνωθέ του, / τον θεριστήν επόθησε που θε να θέριζέ του / την παπαρούνα σύρριζα με το μεστό τ’ αστάχυ / −όμοια κι αυτός την αγκαλιά γυναίκεια επόθησέ τη».
Εδώ προανακρούεται ένα θέμα που θα αναπτυχθεί στα κατοπινά ποιητικά έργα του Σικελιανού: η σύνδεση έρωτα και θανάτου. Η ερωτική πράξη δεν κατασιγάζει τον πόθο αλλά τον μεταμορφώνει σε πόθο θανάτου.
Θα χρειαστεί να προχωρήσουμε στη Συνείδηση της Γυναίκας από τον Πρόλογο στη Ζωή και στο ποίημα “Τέλειος Πόθος”, για να βρούμε μια πιο πλέρια ανάπτυξη του βιώματος που προτυπώθηκε στον “Τύμβο”. Ο τέλειος πόθος δεν αναλώνεται στη σφοδρή ανάφλεξη της επιθυμίας μήτε στη “γοργή ιθυφαλλική χαρά”. Τον τέλειο πόθο δεν τον κατευνάζει ο όλβιος ύπνος των εραστών, όταν τα νέα κορμιά προσκολλημένα το ένα στο άλλο σαν πεταλούδες, ναναρίζονται από τον νύχτιο άνεμο. Ο τέλειος πόθος απαιτεί την πληρότητα της ζωής, όπως αυτή εκδηλώνεται σε δύο οριακές στιγμές: το μεσημέρι, όταν η ψυχή “σφίγγει τη ζωή σα σπάθα απ’ τη λαβή” και κυρίως τα μεσάνυχτα, όταν ο άντρας, λυτρωμένος απ’ την αγκαλιά της γυναίκας, κοιτάζει τον αστερωμένο ουρανό: «αλλά το μεσανύχτι, / όταν το βάθος τ’ ουρανού / σα μαρμαρένια γούρνα / πλημμυρίζει απ' άστρα μυστικά / και της σιγής το νέφος/ στάζει αχόρταγη δροσιά,/ ενώ η Γυναίκα / όμοια κορφή όλη χιόνια / περιμένει ακοίμητη τον άντρα / τον ανέγγιχτο, τον άπαρτο, το μυστικό / με την ψυχή / που μες απ΄την αγκάλη τής γλιστρά ως θεός / κι αφήνοντάς τη με το σπόρο / που ως διαμάντι στο σκοτάδι / μέσα της σκορπίζει / φλόγες άυλες / τρίλαμπες διχάλες και δροσιές, / λυτρώνεται / κι ορτός / κοιτάει το τρίσβαθο απονύχτερο ουρανό!»
Πλέον ο σαρκικός έρωτας είναι ο πρώτος αναβαθμός για να επικοινωνήσει ο άνθρωπος με το κοσμικό μυστήριο. Ο Υμέναιος κρατά αναμμένες τις δάδες της επιθυμίας και στέκεται μπροστά στην πύλη της νύχτας. Όταν την ανοίγει διάπλατα, ένας σφοδρός άνεμος σβήνει μεμιάς τις φλόγες ξεσκεπάζοντας τα έναστρα διαστήματα. Η υπέρβαση του σαρκικού πόθου, μέσα από την πλήρωσή του, είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ανάφλεξη του τέλειου πόθου, εκείνου που επιζητεί εναγώνια την unio mystica με τον Θεό-Κόσμο.
Στο ίδιο πνεύμα, αλλά μ’ έναν τόνο διθυραμβικό, μοναδικόν ακόμη και στην τόσο “ενθουσιαστική” σικελιανική ποίηση, είναι γραμμένος ο “Ύμνος του μεγάλου Νόστου”. Το ερωτικό βίωμα εξαπολύει εδώ κύματα αχαλίνωτης χαράς: «Να∙ πυρωμένη μου η καρδιά, το μέτωπο, το μάτι / ελεύθερο, ουρανέ / Πήγασος είναι ασπέδιστος του λογισμού μου τ’ άτι, / οι δρόμοι μου ένα Ναι»,
Κυρίως όμως αυτό το βίωμα χαλυβδώνει μέσα στον Σικελιανό τη βεβαιότητα πως «...πιο βαθιά κι απ’ το πηχτόν αστρόφως / κρυμμένος σαν αετός / με περιμένει, εκεί που πια ο θείος, αρχίζει, ζόφος / ο πρώτος μου εαυτός...»
Σύμφωνα με την αυτοερμηνεία του ίδιου του Σικελιανού στον «Πρόλογο», ο “Ύμνος του μεγάλου Νόστου” “δεν είναι άλλο παρ' αυτή η καθαρή διαπίστωση της νοσταλγίας ολόκληρού μου τού Είναι προς την Κοσμική του ερωτικήν ακεραιότητα” καθώς και η αναγωγή “προς την καθάρια ζώνη του Αρχέτυπου, του Κοσμικού εαυτού”. Η αυτοερμηνεία όμως του «Προλόγου» είναι αυτόνομη λογοτεχνική δημιουργία, που θα χρειαζόταν με τη σειρά της ερμήνευση. Νομίζω πως οι σιβυλλικές ακροτελεύτιες φράσεις του “Ύμνου” θα διαφωτίζονταν κάπως, αν τις συσχετίζαμε με την κοσμογονία των Ορφικών. Σύμφωνα με τους Ορφικούς, η Νύχτα είναι η κυριώδης κοσμογονική θεότητα, η γενέτειρα όλων των όντων, των θεών και των ανθρώπων. Ο μεγάλος νόστος, λοιπόν, είναι επιθυμία επιστροφής στο αρχέγονο έρεβος, απ’ όπου προήλθαμε. Όσο για τον πρώτο εαυτό, ετούτον θα μπορούσαμε να τον ταυτίσουμε με τον Πρωτάνθρωπο ή Αδάμ Καδμόν των Γνωστικών.
Θα συνεχίσω την επόμενη Κυριακή.
 
*Ο Γιώργος Βαρθαλίτης είναι ποιητής και δρ φιλολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου