Henri-Edmond Cross (1856-1910), Το αγρόκτημα (βράδυ), Μάιος 1892-Μάρτιος 1893, λάδι σε καμβά, 65 × 92 εκ., Ιδιωτική συλλογή |
Του Φοίβου
Γκικόπουλου*
Η
αφομοίωση ενός κοινωνικού φαινομένου σε λογοτεχνικό επίπεδο, όπου η σύγκλιση
του ιστορικού γεγονότος σε ποιητικό ή αφηγηματικό επεισόδιο μεταφράζεται σε ένα
συμβατό γλωσσικό σύστημα μακριά από κάθε πρακτικό σκοπό, απαιτεί τρεις
συνθήκες: α) την ουσιαστική παρουσία του υπό εξέταση φαινομένου που επιτρέπει
την αναφορά σε διαδικασίες αλληλεπίδρασης υποδομών, καθορισμένες από μια
συγκεκριμένη ανάπτυξη των σχέσεων παραγωγής∙ β) την ύπαρξη μιας λογοτεχνικής
φόρμας, ή είδους, ικανά να τοποθετήσουν εκείνο το φαινόμενο σε ένα
κωδικοποιημένο αφηγηματικό μοντέλο ή,
αντίθετα, την επινόηση μιας λογοτεχνικής φόρμας κατάλληλη για τον χαρακτηρισμό
του συγκεκριμένου φαινομένου ως σημείο αναφοράς στην κοινωνία∙ γ) την απαίτηση
μιας κοινωνικής ομάδας ή τάξης, που ζητά να διακρίνεται για την οντότητα και
την σημασία του ίδιου του φαινομένου για να το αντιμετωπίσει ή να το απορρίψει
με τον καλύτερο τρόπο. Το σύνολο αυτών των τριών σημείων -αξιοπιστία, ερμηνεία,
ευαισθησία- αποτελεί την κειμενική πορεία που
το φαντασιακό κοινωνικό μιας συγκεκριμένης εποχής πρέπει να ακολουθήσει
για να εκφραστεί ως σημείο και γούστο του καιρού. Το έργο και το κοινό μπορούν
να χαρακτηριστούν ως πόλοι έλξης ενός κοινωνικού φαινομένου που ο συγγραφέας
αναδεικνύει, επιφανειακά ή σε βάθος, ως φόρμα ενός λόγου σε σχέση με την
λογοτεχνική συγκυρία της στιγμής. Από αυτή την άποψη μπορούμε να πούμε ότι ενώ
η τοποθέτηση ενός κοινωνικού φαινομένου σε ένα προκαθορισμένο λογοτεχνικό είδος
και ικανό να το περιέχει, ζητά από τον συγγραφέα μια σχετική προσήλωση στην
πραγματικότητά του, μια προσέγγιση στο ίδιο φαινόμενο, όταν το κατάλληλο
λογοτεχνικό είδος δεν προξενεί αλλά απαιτεί από τον συγγραφέα την απόλυτη
ικανότητα συγκέντρωσης στην πραγματικότητα με σκοπό να ανακαλύψει μια φόρμα και
μια γλωσσική προοπτική ικανές να το ενσωματώσουν σε ένα νέο ποιητικό ή
αφηγηματικό μοντέλο.
Η πράξη νομιμοποίησης του περιεχομένου του κοινωνικού φαντασιακού μιας εποχής, μιας τάξης, ενός λογοτεχνικού είδους και η πράξη της συμβολικής νομιμοποίησής του, σηματοδοτούν δύο παραγωγικές φάσεις σχετικές με την ιστορική σχέση ανάμεσα στην εξέλιξη και την ανάπτυξη αυτού του ίδιου του λογοτεχνικού είδους, όπου η επικρατούσα κοινωνική προσοχή δεν επιτρέπει την απαραίτητη απόσταση από την πραγματικότητα που θα συμβάλει στην εκτίμηση εκείνων των τόπων ως απλά γράμματα ενός καλλιτεχνικού αλφαβήτου. Αυτός φαίνεται να είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο οι πατέρες θεμελιωτές ενός λογοτεχνικού είδους, δύσκολα είναι οι πιο αντιπροσωπευτικοί του εκπρόσωποι. Είναι η περίπτωση των πιο εδραιωμένων μυθιστορηματικών ειδών όπως τa gothic romance, roman historique, detective novel, των οποίων οι εκπρόσωποι μνημονεύονται περισσότερο για την πράξη ίδρυσής τους παρά για την ποιητική τους απόδοση.
Τώρα αν θεωρήσουμε τη διαφορά ανάμεσα στην πράξη νομιμοποίησης του περιεχομένου ενός λογοτεχνικού είδους και την συμβολική του νομιμοποίηση, θα σημειώσουμε ότι από την άποψη του παραγωγού συνίσταται στη διπλή τοποθέτηση του επιπέδου γραφής -το μιμητικό και το μεταφορικό- όπου η αναζήτηση της αξιοπιστίας του πρώτου έρχεται σε αντίθεση με την αναζήτηση του νεοτερισμού του δεύτερου, όπου στην αλληλουχία της πλοκής ευνοείται η επιλεκτικότητα, η επιδεξιότητα της ιστορίας· ενώ σε μια κριτική προοπτική ο χρόνος των απαρχών του είδους, περιορισμένος ιστορικά στον πρώτο, εμφανίζεται αρκετά διευρυμένος στον δεύτερο. Η έλλειψη διάκρισης ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο πράξεις νομιμοποίησης του λογοτεχνικού είδους οδηγεί συχνά σε έναν μακρύ κατάλογο συγγραφέων και έργων που έχουν την εικόνα ενός γενεαλογικού δέντρου έτοιμου να πιστοποιήσει την πρέπουσα αξιοπρέπεια του είδους.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση του αστυνομικού μυθιστορήματος, δίπλα στις ιστορικές διαδρομές που το τοποθετούν γύρω στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα, συγκλίνοντας στο όνομα, παγκοσμίως αποδεκτό, του Έντγκαρ Άλαν Πόε, εισβάλλουν ιστορικές αισθητικές απαρχές, ακόμη και αρχαϊκές, που από τον Ζαντίγκ του Βολτέρου ανάγονται στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή. Το έγκλημα και το αίνιγμα όπου συγκαλύπτονται είναι μια σταθερά της ανθρώπινης φύσης, αλλά το να ανάγουμε κάθε λογοτεχνικό είδος στη Βίβλο σίγουρα δεν οδηγεί σε μια σωστή αποτίμηση των ιδιαίτερων εκφραστικών μέσων τους.
*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ
Η πράξη νομιμοποίησης του περιεχομένου του κοινωνικού φαντασιακού μιας εποχής, μιας τάξης, ενός λογοτεχνικού είδους και η πράξη της συμβολικής νομιμοποίησής του, σηματοδοτούν δύο παραγωγικές φάσεις σχετικές με την ιστορική σχέση ανάμεσα στην εξέλιξη και την ανάπτυξη αυτού του ίδιου του λογοτεχνικού είδους, όπου η επικρατούσα κοινωνική προσοχή δεν επιτρέπει την απαραίτητη απόσταση από την πραγματικότητα που θα συμβάλει στην εκτίμηση εκείνων των τόπων ως απλά γράμματα ενός καλλιτεχνικού αλφαβήτου. Αυτός φαίνεται να είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο οι πατέρες θεμελιωτές ενός λογοτεχνικού είδους, δύσκολα είναι οι πιο αντιπροσωπευτικοί του εκπρόσωποι. Είναι η περίπτωση των πιο εδραιωμένων μυθιστορηματικών ειδών όπως τa gothic romance, roman historique, detective novel, των οποίων οι εκπρόσωποι μνημονεύονται περισσότερο για την πράξη ίδρυσής τους παρά για την ποιητική τους απόδοση.
Τώρα αν θεωρήσουμε τη διαφορά ανάμεσα στην πράξη νομιμοποίησης του περιεχομένου ενός λογοτεχνικού είδους και την συμβολική του νομιμοποίηση, θα σημειώσουμε ότι από την άποψη του παραγωγού συνίσταται στη διπλή τοποθέτηση του επιπέδου γραφής -το μιμητικό και το μεταφορικό- όπου η αναζήτηση της αξιοπιστίας του πρώτου έρχεται σε αντίθεση με την αναζήτηση του νεοτερισμού του δεύτερου, όπου στην αλληλουχία της πλοκής ευνοείται η επιλεκτικότητα, η επιδεξιότητα της ιστορίας· ενώ σε μια κριτική προοπτική ο χρόνος των απαρχών του είδους, περιορισμένος ιστορικά στον πρώτο, εμφανίζεται αρκετά διευρυμένος στον δεύτερο. Η έλλειψη διάκρισης ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο πράξεις νομιμοποίησης του λογοτεχνικού είδους οδηγεί συχνά σε έναν μακρύ κατάλογο συγγραφέων και έργων που έχουν την εικόνα ενός γενεαλογικού δέντρου έτοιμου να πιστοποιήσει την πρέπουσα αξιοπρέπεια του είδους.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση του αστυνομικού μυθιστορήματος, δίπλα στις ιστορικές διαδρομές που το τοποθετούν γύρω στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα, συγκλίνοντας στο όνομα, παγκοσμίως αποδεκτό, του Έντγκαρ Άλαν Πόε, εισβάλλουν ιστορικές αισθητικές απαρχές, ακόμη και αρχαϊκές, που από τον Ζαντίγκ του Βολτέρου ανάγονται στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή. Το έγκλημα και το αίνιγμα όπου συγκαλύπτονται είναι μια σταθερά της ανθρώπινης φύσης, αλλά το να ανάγουμε κάθε λογοτεχνικό είδος στη Βίβλο σίγουρα δεν οδηγεί σε μια σωστή αποτίμηση των ιδιαίτερων εκφραστικών μέσων τους.
*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου