Της Ευσταθίας Δήμου*
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, Καταυλισμός, Ύψιλον/βιβλία, σελ. 96
Η πρόσφατη ποιητική συλλογή του Γιώργου Βέη διαμορφώνει με τις συνθέσεις που περιλαμβάνει αυτό ακριβώς που ο τίτλος της δηλώνει – μια προσωρινή συνύπαρξη και συνύφανση των ποιημάτων που μοιάζουν να έρχονται από μια δική του το καθένα αφετηρία και που, καταπώς φαίνεται, προτίθενται να ακολουθήσουν μια διαφορετική και ξεχωριστή το καθένα πορεία προς μια διαφορετική περιοχή του ανθρώπινου «γίγνεσθαι». Αυτό δεν σημαίνει βέβαια προς τα ποιήματα δεν έχουν στόχευση. Ίσα ίσα που αυτή αναδεικνύεται ευκρινής, διαυγής, απόλυτα συνειδητή και συνειδητοποιημένη καθώς συνδέεται και προκύπτει από την καθαρότητα της έκφρασης, από την ειλικρίνεια της διατύπωσης. Ο ποιητής περιηγείται μέσα στον κόσμο, όπως αυτός συντίθεται από τον άνθρωπο και από τη φύση και επιχειρεί να ανακαλύψει ή, γιατί όχι, να τεχνουργήσει εξ αρχής τους δεσμούς μεταξύ τους, τις διόδους επικοινωνίας με τις οποίες μπορεί να επιτευχθεί η ένωση ή έστω η αρμονική συνύπαρξη. Η σκέψη του επικάθεται ανάερα πάνω στις λέξεις και τις φορτίζει με τη δύναμη και την ενέργεια της απλότητας, στοιχείο απαραίτητο στην τέχνη εκείνη που θέλει να είναι άμεση, απροσποίητη, αληθινή.
Ο ποιητής μοιάζει να σταθμεύει σε μια σειρά από ερεθίσματα που κεντρίζουν και εξάπτουν το δημιουργικό του ένστικτο· που φαίνονται σαν να προορίζονται για τη μετουσίωσή τους σε ποίηση. Κεντρική μέσα στο πλαίσιο αυτό αναδεικνύεται η έννοια του χρόνου που έρχεται για να επιβεβαιώσει τελικά τον βαθμό στον οποίο η φύση και η λειτουργία των πραγμάτων παραμένει αναλλοίωτη, πως ο κόσμος που επιδιώκει και θέλει να είναι καλύτερος πρέπει να ακολουθήσει τις ίδιες πάντα συνταγές. Ο Βέης ακροβατεί επιδέξια ανάμεσα στην επιθυμία και την ανάγκη που ίσως η ίδια η ποίηση προβάλει να είναι ρεαλιστής, να διαπιστώνει και να παρουσιάζει την αλήθεια της ζωής, ακόμα κι αν πρόκειται για τις άσχημες ή τις απογοητευτικές πλευρές της, και στη διάθεσή του να διατηρήσει την ποιητικότητα, ως ενέργεια και ορμή, στην ενατένιση όλων εκείνων που συγκροτούν τη ζωή στο σύνολό της. Η ταλάντευση αυτή αντικατοπτρίζεται στην αντίστοιχη κίνηση του ποιητή από τη λεπτομέρεια στη γενίκευση, από το μικρό, το υποτυπώδες το αμελητέο στην μεγαλοσύνη της αναμέτρησης με τα μυστικά της ζωής και του κόσμου. Από αυτήν την άποψη η συλλογή μετατρέπεται σε μια αληθινή εμπειρία ζωής από τη στιγμή μετασχηματίζει την εξωτερική όραση και τα όσα αυτή προσλαμβάνει σε εσωτερική ενατένιση, σε ενόραση και σκέψη. Η άνεση με την οποία ο ποιητής περνάει από εικόνα σε εικόνα και από σκέψη σε σκέψη καταδεικνύει την διάθεσή του να εναγκαλιστεί τον κόσμο στην ολότητά του, να συλλάβει το νόημα της πορείας του προς ένα τέλος που θα είναι ταυτόχρονα και η νέα αρχή. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλά ποιήματα η σκέψη του ποιητή τυλίγεται γύρω από την έννοια του δικαίου, γύρω από την αίσθηση ότι η φυσική τάξη των πραγμάτων θα οδηγήσει στην επικράτηση, στη νίκη της ηθικής τάξης.
Ο ρόλος που αναλαμβάνει ο ποιητής, πέρα από αυτόν του περιηγητή, είναι πολλαπλός. Ίσως όμως η κυριότερη και πιο σημαντική αποστολή που αυτός φέρνει σε πέρας να έγκειται στην ισορροπία που επιδιώκει και επιτυγχάνει μέσα στον κόσμο του ποιήματος – με τη λέξη «κόσμος» να επανέρχεται στην αρχική της σημασία για να ερμηνευθεί ως τάξη, ως ποιητική και εγκόσμια πια τάξη. Γι’ αυτό και ο τόνος της φωνής του Βέη δεν παρουσιάζει καμιά ρωγμή αλλά και καμιά έξαρση. Ξετυλίγεται λιτός, αρμονικός, σίγουρος για την ένταξή του σε ένα πεδίο όπου όλα γίνονται απόσταγμα ζωής, όπου καθετί περιττό έχει φιλτραριστεί για να μείνει μόνο η ουσία· και η ουσία βρίσκεται βασικά στη δυνατότητα του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται το καλό και το κάλλος, την αγνότητα και την ομορφιά και να υπερασπίζεται την μία με όπλο την άλλη. Η έννοια του αποστάγματος άλλωστε συνάπτεται στενά με τη μνήμη, με την ανακλητική λειτουργία της ανθρώπινης συνείδησης η οποία γίνεται η απαρχή της δημιουργίας και ταυτόχρονα το τέλος, το οριστικό και αμετάκλητο τέλος μιας στιγμής, μιας σκηνής, μιας σχέσης, μιας εικόνας. Ο Βέης χειρίζεται την ανάμνηση οραματικά αλλά και υποσχετικά, με τη βεβαιότητα και την ελπίδα ότι αυτή θα αποτελέσει το εφαλτήριο για το μέλλον υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα έχει κατοχυρώσει το ηθικό και αισθητικό της στίγμα, ότι θα έχει σφραγισθεί από την ανθρωποκεντρική της ποιότητα: Φλέγεται διότι θέλει να τη θυμόμαστε/ Όχι ως καταστροφή/ Αλλά ως αντίσταση στα μεγάλα λάθη/ Καίγεται η Σμύρνη 1922 - 2022/ Εγκαυστική των παθημάτων/ Δεν χάνεται όμως μέσα στα κύτταρά μας/ Μια πόλη μνήμη/ Γι’ αυτό δεν είναι ορφανή/ Αλλά κομμάτι μας. («Όχι, ποτέ ξανά»)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, Καταυλισμός, Ύψιλον/βιβλία, σελ. 96
Η πρόσφατη ποιητική συλλογή του Γιώργου Βέη διαμορφώνει με τις συνθέσεις που περιλαμβάνει αυτό ακριβώς που ο τίτλος της δηλώνει – μια προσωρινή συνύπαρξη και συνύφανση των ποιημάτων που μοιάζουν να έρχονται από μια δική του το καθένα αφετηρία και που, καταπώς φαίνεται, προτίθενται να ακολουθήσουν μια διαφορετική και ξεχωριστή το καθένα πορεία προς μια διαφορετική περιοχή του ανθρώπινου «γίγνεσθαι». Αυτό δεν σημαίνει βέβαια προς τα ποιήματα δεν έχουν στόχευση. Ίσα ίσα που αυτή αναδεικνύεται ευκρινής, διαυγής, απόλυτα συνειδητή και συνειδητοποιημένη καθώς συνδέεται και προκύπτει από την καθαρότητα της έκφρασης, από την ειλικρίνεια της διατύπωσης. Ο ποιητής περιηγείται μέσα στον κόσμο, όπως αυτός συντίθεται από τον άνθρωπο και από τη φύση και επιχειρεί να ανακαλύψει ή, γιατί όχι, να τεχνουργήσει εξ αρχής τους δεσμούς μεταξύ τους, τις διόδους επικοινωνίας με τις οποίες μπορεί να επιτευχθεί η ένωση ή έστω η αρμονική συνύπαρξη. Η σκέψη του επικάθεται ανάερα πάνω στις λέξεις και τις φορτίζει με τη δύναμη και την ενέργεια της απλότητας, στοιχείο απαραίτητο στην τέχνη εκείνη που θέλει να είναι άμεση, απροσποίητη, αληθινή.
Ο ποιητής μοιάζει να σταθμεύει σε μια σειρά από ερεθίσματα που κεντρίζουν και εξάπτουν το δημιουργικό του ένστικτο· που φαίνονται σαν να προορίζονται για τη μετουσίωσή τους σε ποίηση. Κεντρική μέσα στο πλαίσιο αυτό αναδεικνύεται η έννοια του χρόνου που έρχεται για να επιβεβαιώσει τελικά τον βαθμό στον οποίο η φύση και η λειτουργία των πραγμάτων παραμένει αναλλοίωτη, πως ο κόσμος που επιδιώκει και θέλει να είναι καλύτερος πρέπει να ακολουθήσει τις ίδιες πάντα συνταγές. Ο Βέης ακροβατεί επιδέξια ανάμεσα στην επιθυμία και την ανάγκη που ίσως η ίδια η ποίηση προβάλει να είναι ρεαλιστής, να διαπιστώνει και να παρουσιάζει την αλήθεια της ζωής, ακόμα κι αν πρόκειται για τις άσχημες ή τις απογοητευτικές πλευρές της, και στη διάθεσή του να διατηρήσει την ποιητικότητα, ως ενέργεια και ορμή, στην ενατένιση όλων εκείνων που συγκροτούν τη ζωή στο σύνολό της. Η ταλάντευση αυτή αντικατοπτρίζεται στην αντίστοιχη κίνηση του ποιητή από τη λεπτομέρεια στη γενίκευση, από το μικρό, το υποτυπώδες το αμελητέο στην μεγαλοσύνη της αναμέτρησης με τα μυστικά της ζωής και του κόσμου. Από αυτήν την άποψη η συλλογή μετατρέπεται σε μια αληθινή εμπειρία ζωής από τη στιγμή μετασχηματίζει την εξωτερική όραση και τα όσα αυτή προσλαμβάνει σε εσωτερική ενατένιση, σε ενόραση και σκέψη. Η άνεση με την οποία ο ποιητής περνάει από εικόνα σε εικόνα και από σκέψη σε σκέψη καταδεικνύει την διάθεσή του να εναγκαλιστεί τον κόσμο στην ολότητά του, να συλλάβει το νόημα της πορείας του προς ένα τέλος που θα είναι ταυτόχρονα και η νέα αρχή. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλά ποιήματα η σκέψη του ποιητή τυλίγεται γύρω από την έννοια του δικαίου, γύρω από την αίσθηση ότι η φυσική τάξη των πραγμάτων θα οδηγήσει στην επικράτηση, στη νίκη της ηθικής τάξης.
Ο ρόλος που αναλαμβάνει ο ποιητής, πέρα από αυτόν του περιηγητή, είναι πολλαπλός. Ίσως όμως η κυριότερη και πιο σημαντική αποστολή που αυτός φέρνει σε πέρας να έγκειται στην ισορροπία που επιδιώκει και επιτυγχάνει μέσα στον κόσμο του ποιήματος – με τη λέξη «κόσμος» να επανέρχεται στην αρχική της σημασία για να ερμηνευθεί ως τάξη, ως ποιητική και εγκόσμια πια τάξη. Γι’ αυτό και ο τόνος της φωνής του Βέη δεν παρουσιάζει καμιά ρωγμή αλλά και καμιά έξαρση. Ξετυλίγεται λιτός, αρμονικός, σίγουρος για την ένταξή του σε ένα πεδίο όπου όλα γίνονται απόσταγμα ζωής, όπου καθετί περιττό έχει φιλτραριστεί για να μείνει μόνο η ουσία· και η ουσία βρίσκεται βασικά στη δυνατότητα του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται το καλό και το κάλλος, την αγνότητα και την ομορφιά και να υπερασπίζεται την μία με όπλο την άλλη. Η έννοια του αποστάγματος άλλωστε συνάπτεται στενά με τη μνήμη, με την ανακλητική λειτουργία της ανθρώπινης συνείδησης η οποία γίνεται η απαρχή της δημιουργίας και ταυτόχρονα το τέλος, το οριστικό και αμετάκλητο τέλος μιας στιγμής, μιας σκηνής, μιας σχέσης, μιας εικόνας. Ο Βέης χειρίζεται την ανάμνηση οραματικά αλλά και υποσχετικά, με τη βεβαιότητα και την ελπίδα ότι αυτή θα αποτελέσει το εφαλτήριο για το μέλλον υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα έχει κατοχυρώσει το ηθικό και αισθητικό της στίγμα, ότι θα έχει σφραγισθεί από την ανθρωποκεντρική της ποιότητα: Φλέγεται διότι θέλει να τη θυμόμαστε/ Όχι ως καταστροφή/ Αλλά ως αντίσταση στα μεγάλα λάθη/ Καίγεται η Σμύρνη 1922 - 2022/ Εγκαυστική των παθημάτων/ Δεν χάνεται όμως μέσα στα κύτταρά μας/ Μια πόλη μνήμη/ Γι’ αυτό δεν είναι ορφανή/ Αλλά κομμάτι μας. («Όχι, ποτέ ξανά»)
*Η Ευσταθία Δήμου είναι κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου