9/7/23

Οι άλλες όψεις της πραγματικότητας

Αλέκος Κυραρίνης, Η πέτρα, 2023, μικτή τεχνική σε μάρμαρο, 15 x 40 x 25 εκ.

Της Μαρίας Μοίρα
 
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ, FOREVER, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 181

    
Ιστορίες που το παράδοξο, το απρόσμενο, το απόκοσμο τρυπώνει απροειδοποίητα για να μεταμορφώσει έναν κόσμο ρευστών σημασιών, ενώ τα ποιητικά οράματα εμποτίζουν το καθημερινό βίωμα με όλες τις πιθανές ανατροπές και αποκλίσεις. Άλλοτε ανασύροντας μικρά τρυφερά παραλειπόμενα, άλλοτε αναδεικνύοντας εφήμερα στιγμιότυπα ευφροσύνης, ερωτικής έκστασης και ηδονικής παραφοράς. Και άλλοτε δίνοντας στις στιγμές και στις καταστάσεις μια απόλυτα δραματική ένταση και μια μεταφυσική χροιά. Ακόμα και όταν όλα μοιάζουν να κυλούν κυκλικά, φυσικά και ανώδυνα, κάτι ανοίκειο και ανησυχητικό πλανάται, καιροφυλακτεί και παρεισδύει, αλλάζοντας την εξέλιξη των καταστάσεων και των γεγονότων. Κάτι αλλότριο και εξωγενές εκτρέπει τον ρου των αφηγήσεων από την κοίτη της κανονικότητας, υπονομεύοντας ανεπαισθήτως την βεβαιότητα που προκύπτει από τα ακλόνητα αντιθετικά ζεύγη και τους παγιωμένους δυισμούς. Δίνοντας το καίριο, αποφασιστικό λάκτισμα στο πεπρωμένο.
Στην σύντομη διάρκεια των εξιστορήσεων (που πολλές φορές ολοκληρώνονται σε δυο-τρεις σελίδες) περιέχονται όλες οι εκδοχές, οι όψεις και οι εκφάνσεις του πραγματικού, παρούσες, ενεργές και αλληλοσυμπληρούμενες. Πριν παγιωθεί μια εντύπωση στο μυαλό του αναγνώστη έρχονται άλλες να την αναιρέσουν προτάσσοντας τη δική τους αλήθεια. Στις διαυγείς, ανακλητικές προβολές, στις κρυστάλλινες εικόνες με την ποιητική δύναμη και το συμβολικό περιεχόμενο, συναρθρώνεται ένα πυκνός ιστός αντινομιών και αντιφάσεων. Σαν να συνυπάρχουν το ρητό και το άρρητο, το ορατό και το αόρατο, ο λόγος και ο αντίλογος, άρρηκτα συνυφασμένα, ισοδύναμα και αλληλένδετα.    
Η συγγραφέας υποδεικνύει έναν κόσμο ονειρώδη και εφιαλτικό, ευφρόσυνο και δυστοπικό ταυτόχρονα, όπου όλα μπορούν να συμβούν και στη συνέχεια να ανατραπούν. Έναν κόσμο πέραν από τις λέξεις, τις σημασίες και τις έννοιες όπου εμφιλοχωρεί κάτι άπιαστο και υπερκόσμιο. Τα τραύματα και τα πένθη που σωρεύει εξακολουθητικά ένας βίος δυσβάσταχτος, οδηγώντας τα υποκείμενα στην απάθεια, την εξάντληση και την παραίτηση. Η απώλεια ενός παιδιού, ενός συντρόφου, του ίδιου του εαυτού παράγουν σκηνές απόγνωσης, αμηχανίας, ακύρωσης. Η συγγραφέας συλλέγει με συναίσθηση και ευαισθησία τις διαθλάσεις και τις ανακλάσεις του φωτός πάνω στην επιφάνεια των ψυχών. Γράφει για την παθολογία της αφόρητης ψυχικής και σωματικής κούρασης, την καταφυγή στις σεξουαλικές φαντασιώσεις και στον σαρκικό εκτροχιασμό. Για τον σαρκοφάγο ερωτισμό και τις ανθρωποφαγικές τελετουργίες των οικογενειακών σχέσεων, τις παρεκκλίσεις και τις δυσλειτουργίες μιας στρεβλής εξαρθρωμένης κανονικότητας. Για την καθωσπρέπει νοσηρότητα που δεν αποπνέει αγριότητα, αλλά έναν κυνισμό χωρίς ενοχές και αμφιταλαντεύσεις. Με πολιτικό κριτήριο, κοινωνική εγρήγορση και αίσθηση του κωμικού, του ιλαρού και του τραγικού, ανακαλεί τα βιώματα, τους πόθους, τις παραισθήσεις και τις προσδοκίες της κάθε μέρας. Σαρκάζει την ανθρώπινη εμμονή με την ευτυχία, την ευρυθμία και την σταθερότητα, διατρέχοντας όλη την κλίμακα των ανθρώπινων αξιών και των αισθημάτων. Ψηλαφεί το πένθος, την απώλεια, την ερημιά, την μοναξιά, την ανοικείωση με αναπάντεχες μεταφορές και παραβολές.
Στα διηγήματα της Μαρίας Κουγιουμτζή όλα συμβαίνουν στη μεθόριο της ενδόμυχης εσωτερικότητας με τον έξω κόσμο, στο μεταίχμιο της ευτοπίας και της δυστοπίας, στο σύνορο του πραγματικού με το φανταστικό, ως αναγκαία επικοινωνία ανάμεσα στον αισθητό κόσμο και τον κόσμο των ιδεών. Οι λέξεις ανοίγουν με φόρα την πόρτα στους αλλότροπους μικρόκοσμους που η συγγραφέας επίμονα κατασκευάζει, με τα πρόσωπα να εγγράφονται στο περιβάλλον και τις ιδέες να επικοινωνούν την παράδοξη ύλη των ονείρων. Η συνύπαρξη των αντιθέτων όψεων του πραγματικού λειτουργεί διασταλτικά ανατέμνοντας ένα σύμπαν αντιφάσεων και διλημμάτων, έναν κόσμο προορισμένο για το μεγαλείο της καλοσύνης, της συγχώρεσης και της αγάπης και τον εφιάλτη της μικροψυχίας, της μικρόνοιας και της προδοσίας.
Το ασυνείδητο βοά, ο ενδόμυχος εαυτός εξεγείρεται, οι σχέσεις διαρρηγνύονται, η ανθρώπινη απελπισία ανατέμνεται, ο φόβος ύπουλα έρπει και η ελπίδα θάβεται χωρίς αιδώ στα ερείπια των πόλεων:
«Ο Δον Κιχώτης ψάχνοντας τη Δουλτσινέα έφτασε ως τη Συρία λίγες μέρες πριν την Καταστροφή της. Θαύμασε την ομορφιά των κτηρίων, των ναών, την πλούσια φύση, τους γελαστούς ανθρώπους, τα έργα τέχνης της, κι ενώ ήταν σίγουρος πως εδώ θα έβρισκε την Δουλτσινέα του, τον πρόλαβε ο πόλεμος. Περπάτησε τότε ανάμεσα στα κατεστραμμένα κτήρια, τους ναούς και τους δρόμους της που είχαν γεμίσει από ερείπια και νεκρούς, και με τραυματισμένο τον Ροσινάντε του γονάτισε και φίλησε το ματωμένο χώμα που ήταν θαμμένη η Δουλτσινέα του»
[74].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου