Του Θεοδόση Γκελτή*
CINZIA ARRUZZA - TITHI BHATTACHARYA - NANCY FRASER, Φεμινισμός για το 99%: Μανιφέστο, μτφρ.: Γιώργος Καλαμπόκας - Αφροδίτη Χριστοδουλάκου, Εκδόσεις Εκτός Γραμμής, σελ. 104
Ευθεία αναμέτρηση με τον αστικό φεμινισμό των «ίσων ευκαιριών στην κυριαρχία» συνιστά το ανά χείρας βιβλίο, ένα φλογερό ανάγνωσμα το οποίο στηλιτεύει ανάγλυφα τις αντιφάσεις ενός μονοθεματικού νεοφιλελεύθερου φεμινισμού που αφήνει ανέγγιχτες τις ρίζες ενός συστήματος που παράγει φτώχεια, κοινωνική αδικία και περιβαλλοντική κατάρρευση.
Η λύση που προκρίνεται από τις συγγραφείς του φεμινιστικού μανιφέστου είναι η υποστήριξη των διαθεματικών κοινωνικών αγώνων ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης. Ο «φεμινισμός του 99%» ζει και αναπνέει στις διεθνικές απεργίες και συνομιλεί με τα φεμινιστικά κινήματα που συγκλόνισαν την υφήλιο από το 2016 και μετά. Στο βιβλίο καταγράφονται οι ποιοτικές διαφοροποιήσεις των εν λόγω απεργιών, οι οποίες αναδεικνύουν την απλήρωτη έμφυλη εργασία που υποστυλώνει το καπιταλιστικό σύστημα και διευρύνουν τις εργατικές διεκδικήσεις των γυναικών.
Στη δεύτερη «θέση» του μανιφέστου ξεσκεπάζεται η καταστατική αντίφαση του φιλελεύθερου φεμινισμού, που ομνύει στην ελευθερία αλλά αδιαφορεί για τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που την περιορίζουν. Έτσι, ο λόγος του φιλελεύθερου φεμινισμού περί αποδοχής της διαφορετικότητας και θραύσης της «γυάλινης οροφής» καθίσταται κενό γράμμα. Ο αστικός φεμινισμός, με τον τρόπο αυτό, καταλήγει να «ανεβάζει λίγες, παρά να απελευθερώνει πολλές». Όπως εξαιρετικά εύγλωττα διατυπώνεται από τις συγγραφείς, «δεν μας ενδιαφέρει καθόλου να σπάσουμε το γυάλινο ταβάνι αφήνοντας την τεράστια πλειονότητα να καθαρίζει τα σπασμένα γυαλιά».
Στη τρίτη «θέση» υπογραμμίζεται ότι η διασταύρωση του φεμινισμού με τα υπόλοιπα κοινωνικά κινήματα είναι μονόδρομος, δεδομένου ότι τα σύνθετα προβλήματα (οικολογική κατάρρευση, υποχώρηση της δημόσιας υγείας και εκπαίδευσης κ.ά.) απαιτούν συνολικές λύσεις. Για να καταστεί η θέση σαφής, χρησιμοποιείται η νομική κατοχύρωση των αμβλώσεων: Για τις συγγραφείς η εστίαση στη νομοθεσία συνιστά μέγα λάθος, αφού συσκοτίζει τις ταξικές διαστάσεις της πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας. Η αποκομμένη και αποπλαισιωμένη θέαση των φεμινιστικών δικαιωμάτων δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις ρίζες της καταπίεσης και της καταστρατήγησης των δικαιωμάτων του 99%.
Στην τέταρτη «θέση», μετά από μια εγγραφή της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 στο καπιταλιστικό σύστημα που τη γέννησε, οι συγγραφείς καταφάσκουν στο ερώτημα για το αν το φεμινιστικό κίνημα θα ηγηθεί των ξεσηκωμών που θα γεννηθούν στον απόηχο των επάλληλων επιθέσεων στον λαό.
Στην έκτη «θέση» γίνεται μια απόπειρα να εγγραφεί η έμφυλη βία στο κυρίαρχο παραγωγικό σύστημα που στηρίζεται στη διάκριση της κοινωνικής και της υλικής παραγωγής. Για τις συγγραφείς, η έμφυλη βία είναι ένα δομικό/συστημικό φαινόμενο. Αφού απορριφθεί ως αναποτελεσματική η λύση του «σωφρονιστικού φεμινισμού», που στηρίζεται στην αυστηροποίηση των ποινών για την έμφυλη βία, αναδεικνύεται η σφιχτή σύνδεση τάξης, οικονομικής επισφάλειας και έμφυλης βίας. Εντούτοις, η σύντομη αναφορά στις κοινότητες που σφυρηλατούν ταυτότητες μέσα από την αποκήρυξη του «γυναικείου» και την πειθάρχησή του (εφηβικές κουλτούρες λ.χ.) μας δημιουργεί μια εύλογη σκέψη για το αν πρέπει να επεκταθεί η ανάγνωσή μας για την έμφυλη βία στον συνυπολογισμό πολιτισμικών παραμέτρων.
Στα επόμενα κεφάλαια αναπτύσσεται το διαθεματικό όραμα του φεμινισμού που ευαγγελίζονται οι πολιτικές αγωνίστριες. Ακριβέστερα, στην «έβδομη θέση» παρουσιάζεται η προσπάθεια της κυρίαρχης τάξης να ενσωματώσει, να αφομοιώσει και να καταστήσει λιγότερο αιχμηρό το εξεγερσιακό δυναμικό του ΛΟΑΤΚΙ ακτιβισμού. Μέσα από μια προσπάθεια νομικής κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του ΛΟΑΤΚΙ πληθυσμού, γίνεται η υπό όρους αποδοχή του, αρκεί να προσυπογράφονται οι αξίες του «ατομικισμού, της οικιακότητας και της κατανάλωσης εμπορευμάτων». Οι μετατοπίσεις αυτές αντανακλούν τον μετασχηματισμό του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο πλέον, στην παγκοσμιοποιημένη «αποοικογενοποιημένη» εκδοχή του, αποδέχεται χωρίς κόστος την πολυμορφία στις ρομαντικές και σεξουαλικές σχέσεις. Έτσι, η διαμεσολαβούμενη από την αγορά αποδοχή δημιουργεί νέους αποκλεισμούς στα φτωχά κουίρ άτομα. Οι συγγραφείς γενεαλογούν τις εαυτές τους στον αντιρρητικό λόγο του Stonewall και στις εμβληματικές απεργίες των ανθρακωρύχων στο Ηνωμένο Βασίλειο που υποστηρίχθηκαν από ΛΟΑΤΚΙ ακτιβιστές.
Στην όγδοη «θέση» του μανιφέστου ο αστικός φεμινισμός στηλιτεύεται στη βάση του ότι εν τη γενέσει του υπήρξε ρατσιστικός. Πάγια θέση των συγγραφέων είναι πως ο ρατσισμός, ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός τελούν σε αγαστή συνεργασία. Στο σημείο αυτό οι συγγραφείς παίρνουν θέση στο μείζον πολιτικό ζήτημα για την πολιτική των ταυτοτήτων. Πρεσβεύουν πως οι μάχες μέσα από τις διαφορετικές και καταπιεσμένες ταυτότητες είναι αναγκαίες, από τη μια, αλλά οφείλουν να τείνουν στην ένωση των δυνάμεων προκειμένου να επιτευχθεί ο μετασχηματισμός της κοινωνίας.
Στην ένατη «θέση» η τρέχουσα οικολογική κατάρρευση γίνεται αντιληπτή ως μια καπιταλιστική κρίση, η οποία πλήττει πρωτίστως τις γυναίκες, που αποτελούν το 80% των περιβαλλοντικών προσφύγων.
H διαθεματικότητα που παρουσιάστηκε, εντούτοις, καταλήγει σε μια υπαγωγή όλων των επιμέρους καταπιέσεων στον καπιταλισμό. Το όριο στη διαθεματική ανάγνωση των κινημάτων τίθεται στην προσυπογραφή της θέσης ότι «όλες οι καταπιέσεις είναι ριζωμένες στο ίδιο ακριβώς κοινωνικό σύστημα και ενισχύονται από αυτό». Η αναγνώριση των διαφορών μπορεί να γίνει ένα γόνιμο έδαφος για την κοινή ταξική πάλη. Με λίγα λόγια, στο δίλημμα «πολιτικές ταυτότητας» ή κοινός αγώνας οι συγγραφείς απαντούν πολιτικές ταυτότητας για να επιτευχθεί ο κοινός αγώνας, «αφού η ταξική αλληλεγγύη προωθείται καλύτερα με την αμοιβαία αναγνώριση των σχετικών διαφορών μεταξύ μας».
Κατά τη γνώμη μου, μια σημαντική συνεισφορά του βιβλίου είναι ότι φέρνει στη συζήτηση επίμονα τη σημασία της «κοινωνικής αναπαραγωγής» που έχει καταφανώς έμφυλο πρόσημο και συνδέεται με τη «γέννηση, φροντίδα και συντήρηση» των ανθρώπων. Πρόκειται για την πρωτεύουσα διαδικασία για την αναπαραγωγή των κοινωνιών που στηρίζεται στην, ως επί το πλείστον, απλήρωτη, υποβαθμισμένη και κατασυκοφαντημένη γυναικεία εργασία.
* Ο Θεοδόσης Γκελτής είναι εκπαιδευτικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου