25/6/23

Διακειμενική ιδιόλεκτος

Του Παναγιώτη Βούζη*

ΝΙΚΗ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ, μικρές κανίβαλες, εκδόσεις Μανδραγόρας, σελ. 41

Η Νίκη Χαλκιαδάκη επιφυλάσσει κάτι ενδιαφέρον με την κάθε νέα της συλλογή, καθώς κατανόησε γρήγορα, σε αντίθεση με πολλούς ομοτέχνους της, το εξής: ότι η ποίηση δεν έγκειται τόσο στην απλή μεταφορικότητα όσο στη μετατροπή της μεταφορικότητας σε μια δευτερογενή κυριολεξία. Στη σταδιακή δηλαδή δημιουργία μιας ιδιολέκτου, η οποία, παρά την υπαινικτικότητα, τους συμβολισμούς, τις νοηματικές ανατροπές και παρά την εν γένει πρωτοτυπία της, μοιάζει στην καθημερινή ομιλία, επειδή αποδεικνύεται άμεσα επικοινωνήσιμη. Έτσι, αμέσως μετά τον πρωτόλειο και διερευνητικό Έρωτα του Pied de Coq, στη δεύτερή της συλλογή, την Aνάσκελη με πυρετό, η Χαλκιαδάκη εμφανίστηκε με μια αρκετά διαμορφωμένη υφολογική πρόταση: Μια βραχύτητα των στίχων η οποία οφειλόταν στην αυστηρή λεκτική οικονομία, ένα ταχύτατο κάθετο ξεδίπλωμα χάρη στον νευρώδη τόνο και στη διαρκή διαδοχή των μοτίβων, και μια σκηνική μέριμνα που με τη βοήθειά της έδεναν τα επιμέρους του κάθε ποιήματος σε ένα δραματικό συνεχές. Συνεχές του οποίου οι τεχνικές και οι εντάσεις δρομολογούσαν μια περίπου ακαριαία πρόσληψη. Σε εκείνη όμως τη συλλογή παρουσιαζόταν και ένα προβληματικό φαινόμενο: Ενώ επιδιωκόταν η εδραίωση μιας εμβληματικά έμφυλης ταυτότητας, η στόχευση παρεξέκλινε και το αποτέλεσμα ήταν η παγίδευση σε ένα ψυχαναλυτικό σχήμα. Στα ποιήματα αναπαραγόταν ο ρόλος μιας τραυματικής γυναίκας με τη συμπεριφορά μικρού κοριτσιού, ο οποίος έχει καθιερωθεί στο συλλογικό φαντασιακό και συνιστά, άρα, μια ταυτότητα μυθική και ναρκισσιστική.
Τα όρνια που μαζεύτηκαν στο μπαλκόνι / ακονίζουν τα ράμφη και τα νύχια τους στα κάγκελα / –θα σκουριάσετε καλέ και ποιον θα φοβόμαστε αν πάθετε κάτι– / Εμάς περιμένουν πότε θα βγούμε να μας κατασπαράξουν / θέλουν το συκώτι σου, την καρωτίδα μου, τα οπτικά νεύρα και τις κλειτορίδες μας / Δεν ξέρουν ότι εμείς δεν θα τους κάνουμε τη χάρη / Δεν ξέρουν ότι εμείς μπορούμε να αντέξουμε εδώ μέσα κλεισμένες / τρώγοντας η μία την άλλη («Στο πατρικό μου»)
Η συλλογή Μικρές κανίβαλες διακρίνεται για το επίμονα επανερχόμενο μοτίβο της, που την οδηγεί σε μια σειρά διακειμενικών επαφών, με αρχή την Οδύσσεια και κατάληξη την πρόσφατη λογοτεχνία. Πρόκειται για το μοτίβο της ανθρωποφαγίας, το οποίο στο έπος του Ομήρου συμπληρώνεται με ψηφίδες από τη μαγεία και το παραμύθι. Στη φεμινιστική τέχνη και θεωρία, οι συμβολικές απολήξεις του φθάνουν μέχρι την παιδική ηδονή και την εν γένει σεξουαλικότητα. Τέλος, η ανθρωποφαγία έχει, σήμερα, μεγάλη απήχηση στον χώρο της λογοτεχνίας. Το επιβεβαιώνουν άρθρα όπως το «Why are We so Hungry for Books about Cannibals» της Katie Yee στον ιστότοπο Literary Hub και το «A Taste for Cannibalism?» της Alex Beggs στη The New York Times. Μέσα από τη σύγχρονη λογοτεχνική εκμετάλλευση του κανιβαλισμού σκιαγραφείται συχνά το δυστοπικό μέλλον μιας ανθρωπότητας η οποία προβαίνει στην αυτοφαγία, εφαρμόζοντας κατά γράμμα την καπιταλιστική συνθήκη. Στις Μικρές κανίβαλες οι τρεις εκδοχές συλλειτουργούν: Η μαγική-παραμυθική, η φεμινιστική-ερωτική και η πιο πρόσφατη, η δυστοπική εκδοχή.
Το ύφος εδώ διαφοροποιείται από εκείνο της Ανάσκελης με πυρετό. Η βραχύτητα καταργείται και τα ποιήματα περιέχουν στίχους άνισους σε έκταση, με συνέπεια οι πολύ μικροί να επέχουν ρόλο παύσεων. Μια επιλογή η οποία μειώνει τον νευρώδη τόνο και την κάθετη δυναμική του λόγου. Επιπλέον, η σκηνική μέριμνα αντικαθίσταται από την αφηγηματική. Το δραματικό συνεχές παραχωρεί τη θέση του σε έναν πιο προζαϊκό τρόπο συνοχής των επιμέρους. Το ψυχαναλυτικό σχήμα στο οποίο είχε εγκλωβιστεί η προηγούμενη συλλογή εμφανίζεται τώρα πιο παγιωμένο. Από την άλλη, διευκολύνεται και εδώ η κατευθείαν πρόσληψη, γιατί η αφήγηση χαρακτηρίζεται μεν από το απροσδόκητο και το παράλογο αλλά και από τη ψύχραιμη φυσικότητα. Την αμεσότητα ενισχύει και η πιο συστηματική τώρα χρήση των κωδίκων της σχολικής ζωής και των παιχνιδιών που παίζουν οι παρέες των παιδιών.
Συνοψίζοντας, η Νίκη Χαλκιαδάκη βρίσκεται σε μια δημιουργική φάση δοκιμών και αναζήτησης της δευτερογενούς κυριολεξίας. Από το ποιητικό αποτέλεσμα συμπεραίνεται ότι η βραχύτητα και η δραματικότητα της δεύτερής της συλλογής λειτουργούσαν καλύτερα από την αφηγηματικότητα της τρίτης. Το πιο σημαντικό όμως εξαγόμενο είναι ότι η ψυχαναλυτική δεσπόζουσα πρέπει να παροπλιστεί. Η έμφυλη προσέγγιση, η ένταση, η έκπληξη, η επικοινωνησιμότητα, τα καταστατικά στοιχεία της τέχνης αυτής της ποιήτριας θα πριμοδοτηθούν, εφόσον απαρνηθεί τον Πατέρα και τη Μητέρα. 

 *Ο Παναγιώτης Βούζης είναι ποιητής και δρ κλασικής φιλολογίας

Παντελής Χανδρής, Φρυκτωρία, 2022, μαύρο ματ ντουκόχρωμα σε ιλουστρασιόν χαρτί. 140 x 120 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου