Της Μαρίας Μοίρα
ΞΕΝΟΦΩΝ Ε. ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ, Πάντα ξένοι, εκδόσεις Νησίδες, σελ.88
Η τελευταία συλλογή διηγημάτων του Ξενοφώντα Μαυραγάνη, που μας άφησε πριν λίγες μέρες, εστιάζει στην ξενότητα παρέχοντας μια γλαφυρή και διεισδυτική εποπτεία των δύσκολων προσφυγικών κρίσεων που εδώ και εκατό χρόνια συμβαίνουν στη χώρα μας. Οι μικρές του ιστορίες μιλούν για τους κατατρεγμένους, εξαθλιωμένους και πονεμένους αυτού του κόσμου που όπως πάντα ακροβατούν στη μεθόριο χωρών και αισθημάτων, στο διάκενο ζωής και θανάτου. Αγγίζουν την επώδυνη απώλεια του οικείου τόπου, της πατρίδας, της γλώσσας. Αφουγκράζονται την διαρκή αναζήτηση του ανήκειν, την ψυχοβόρα αγωνία της εγκατάστασης και του ριζώματος στον ξένο τόπο. Εκεί όπου οι πρόσφυγες και οι οικογένειές τους, άλλοτε καλοδεχούμενοι και άλλοτε παρείσακτοι, πρέπει να βρουν καταφύγιο, στέγη και δουλειά και να γίνουν αποδεκτοί από τα μέλη της κοινότητας. Πάντοτε ζώντας με την ελπίδα της επιστροφής και μ’ ένα ανεπούλωτο τραύμα στην ψυχή.
Οι αφηγήσεις του συγγραφέα αφορούν πολλές και διαφορετικές προσφυγικές ροές. Εκείνην μετά την μικρασιατική καταστροφή το 1922, την εκδίωξη των ομογενών από την Κωνσταντινούπολη και τα πλούσια χωριά των περιχώρων το 1955, τις μεταναστεύσεις από την Αλβανία και τις βαλκανικές χώρες ή τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης που κατέρρεαν με πάταγο δημιουργώντας αλλεπάλληλα κύματα φυγής. Τότε που ξεσπιτώνονταν μαζικά άντρες και γυναίκες για να εργαστούν στη χώρα μας ή αυτήν την τελευταία, που έφερε και φέρνει καθημερινά από τα απέναντι παράλια στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου καραβιές απελπισμένων ανθρώπων. Με την πάνδημη θερμή υποδοχή και συμπαράσταση, την άδολη συγκινητική ενεργοποίηση και συσστράτευση των ντόπιων να μετατρέπεται σταδιακά σε άρνηση, ξενοφοβία και εκμετάλλευση.
Έτσι ο Λέσβιος συγγραφέας ξετυλίγει με ακρίβεια λόγων και τρυφερότητα αισθημάτων μικρές συγκινητικές ιστορίες απώλειας, πένθους, θλίψης, αλλά και άλλες ακατάβλητης δύναμης, εγκαρτέρησης και σθένους, που ψηλαφούν την σημασία του σεβασμού και της εκτίμησης, της φιλοξενίας και της αποδοχής του άλλου, του ξένου, του διαφορετικού, που κυνηγημένος και ανήμπορος, ξέπνοος και εξαντλημένος χτυπά την πόρτα της καρδιάς μας ζητώντας καταφύγιο και προστασία.
Ο χαμάλης από την φλεγόμενη Σμύρνη, που από τελειόφοιτος του διδασκαλείου, έγινε φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι της Μυτιλήνης, να υπομένει με αξιοπρέπεια και εγκαρτέρηση την μοίρα του. Πάντα μόνος και καλοντυμένος στο καφενείο να πίνει τον καφέ του βαρύ γλυκό, διαβάζοντας την εφημερίδα του, χωρίς να μπορεί να ρίξει ούτε μια ματιά στην απέναντι ακτή. Ο τσαγκάρης που ήρθε στην μικρή πόλη το 22 από την Κρήτη, αγαπήθηκε για τον χαρακτήρα του, θαυμάστηκε για την τέχνη του στα υποδήματα και ενσωματώθηκε στον μικρόκοσμο του νησιού αποκτώντας ενθουσιώδη πελατεία, γυναίκα και παιδιά για να αποκαλυφθεί πολύ αργότερα ότι αυτός ο προσηνής και αξιαγάπητος συμπολίτης, ο μουσουλμάνος Τουρκοκρητικός όπως αποδείχτηκε, δεν είχε μπορέσει να ξεχάσει τον τόπο και την καταγωγή του. Η ορφανή κοπελίτσα από την Σμύρνη που ξεβράστηκε παντέρημη στην παραλία μετά την καταστροφή και εκτιμήθηκε για τις μαγειρικές της ικανότητες. Για τα γεμιστά και τα μαντί, τα φοινίκια και το ατζέμ πιλάφι, τους κολοκυθοκεφτέδες και τα σουτζουκάκια που άφησαν εποχή ευφραίνοντας επί μακρόν τον ουρανίσκο των νησιωτών. Η νέα χήρα από το Κατιρλί της Μικράς Ασίας με τα δυο μικρά παιδιά που τα ανέστησε ριζώνοντας στην Καλαμαριά, βουτήχτηκε στο ισόβιο πένθος μετά το θάνατο του μοναχογιού της που δούλευε στα λατομεία της περιοχής. Ο ευκατάστατος Σταμάτης με τα έντεκα παιδιά από τα πλούσια Βουρλά που με ψαροκάικο διέφυγαν στη Νάξο. Ο ομογενής, ο τουρκόσπορος, ο ξενομερίτης, ο γιαουρτοβαφτισμένος που με τον καιρό αποκαταστάθηκε όταν μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, πήρε κάμποσα αμπελάκια, έβαλε καζάνια για τσίπουρο και ούζο με γλυκάνισο και με τους συμποσιασμούς και τα καζανέματα ξεχνούσε την προσφυγιά και τα παιδιά του, που σκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους αναζητώντας την τύχη τους. Όπως και ο άξιος δουλευτής, ο Αλβανός καθολικός Αντρέας, που πολλοί συχωριανοί με κάθε ευκαιρία και χωρίς αφορμή του υπενθύμιζαν, ότι ούτε αυτός, ούτε η γυναίκα του, ούτε τα βαφτισμένα ορθόδοξα παιδιά του «δεν θα γίνονταν ποτέ Έλληνες», κατά το γνωστό σύνθημα.
Και με τον τρόπο αυτό, οι εφιαλτικές μνήμες της εκατοντάχρονης Ζωής, που η οικογένειά της ήρθε από τα περίχωρα της Σμύρνης το ’22, συναντώνται και συμπλέουν με τα βάσανα της Γεωργιανής Ζώγιας που την φροντίζει στωικά. Το παρελθόν και το παρόν, οι παλιοί και οι νέοι πόλεμοι, οι φυσικές και οικονομικές καταστροφές, οι παντοτινές ανάγκες επιβίωσης που κάνουν τους ανθρώπους να εγκαταλείπουν εστίες και πατρογονικά χώματα και να τρέπονται σε φυγή, συνηχούν και συντονίζονται στις ιστορίες του συγγραφέα. Εκεί όπου οι μικρές χαρές και τα μεγάλα βάσανα προσφύγων και μεταναστών, οι πόθοι και τα πάθη άξιων έντιμων ανθρώπων που απώλεσαν την περιουσία, τον τόπο και την ταυτότητά τους, διαθλώνται και συμπλέκονται, ανασύροντας την οδύνη ενός τραύματος που μοιάζει πρόσκαιρα να κλείνει αλλά δεν επουλώνεται εντελώς. Ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου