19/2/23

Η μελανηφορούσα

Οδυσσέας Γλύκας, Whats in the bag (μπροστά) και Σταύρος Κάσσης, Καθεστώς κανονικότητας, Χάπυ τουγκέδερ, Πλάνινγκ φαντασιακό, Ανθρωπομετρία (πίσω)

Της Μαρίας Μοίρα*

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, Η Νικηταρού, που τη λένε και Μπετίνα, εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 256

Το χέρι του συγγραφέα, σ’ αυτό το αρθρωτό και πολύσημο, ευανάγνωστο και πολυσυλλεκτικό αφήγημα, οδηγείται από μια εξιδανικευμένη μορφή. Μια μούσα συνεγείρει την έμπνευσή του, μια ηγερία, μια άυλη οπτασία, μια άφαντη σαγηνευτική μελανηφορούσα γυναίκα. Ίσως το πνεύμα του τόπου, που είναι διφυές, θηλυκό και αρσενικό, ήμερο και ανυπότακτο, χθόνιο και απόκοσμο, ή ίσως η ίδια η ιστορία με τις τροπές και τις μεταμορφώσεις της ενσαρκώνεται σ’ αυτή την αιθέρια και ταυτόχρονα γήινη θεσπέσια γυναίκα, που διασχίζει τα αρκαδικά τοπία, τους αιώνες, τις γραφές και τις σελίδες του παρόντος βιβλίου. Δίνεται σε όλους όσοι την ποθούν και την διεκδικούν, χωρίς να ανήκει αποκλειστικά σε κανένα.
Ο συγγραφέας αναπαριστά τον γενέθλιο τόπο με ανυπόκριτη περηφάνεια, ευαισθησία και γλυκύτητα. Στο επίκεντρο της χωρικής και χρονικής εποπτείας βρίσκονται τα Δολιανά, ένα ορεινό χωριό στην πλαγιά του Πάρνωνα, που ατενίζει το αρκαδικό οροπέδιο από θέση υπεροχής. Οι κάτοικοί του πολέμησαν τους Οθωμανούς, απείθησαν στους φαύλους μοναχούς της μονής που δεσπόζει στην παρακείμενη κοιλάδα, καταπατώντας τις άφθονες μοναστηριακές γαίες με τα εύφορα λιόδεντρα, και κέρδισαν στη μάχη του νερού κατασκευάζοντας, επί Κατοχής, κοινοτικό πετρόχτιστο υδραγωγείο. Εκεί έκτισαν έναν πεδινό οικισμό, αψηφώντας τους «ιερούς» αφορισμούς, για να ξεχειμωνιάζουν, να καλλιεργούν και να συλλέγουν την ελιά, χωρίς να εγκαταλείπουν τα προσφιλή ορεινά τους ενδιαιτήματα, και απαίτησαν σχολείο, χωρίς να νοιαστούν για τον εξωραϊσμό της εκκλησίας, που έμεινε για πολλά χρόνια ταπεινή και αστόλιστη.
Και έτσι πορεύονταν στον χρόνο με σύνεση και χάρη, με σχολιασμούς, οινοποσίες και κεράσματα στα καφενεία που μετεωρίζονται πάνω από τις κατάφυτες ρεματιές με τα νερά και τα πλατάνια, συμπλέοντας με θυμοσοφική διάθεση με τις αλλαγές και τις επιταγές των καιρών τους. Πριν η αστυφιλία και οι νεόκοπες συνήθειες διαβρώσουν τη συνοχή και την αυτάρκεια των αγροτικών κοινωνιών. Πριν οι ταγοί της εξουσίας, με έωλα εκσυγχρονιστικά σχέδια, την εποχή της πρόσκαιρης ευμάρειας, θελήσουν να μετατρέψουν το χωριό με την στέρεη αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή σε χειμερινό θέρετρο και τουριστικό σκηνικό. Πριν οι αστικές μιμητικές συμπεριφορές και οι αγοραίες, αμφίβολης αισθητικής, παρεμβάσεις αλλοιώσουν τη δουλεμένη στο αμόνι του χρόνου φυσιογνωμία του χωριού.
Το πάθος για τον τόπο εκχειλίζει από τις χυμώδεις ρυθμικές, σχεδόν έμμετρες φράσεις, τις διαυγείς εικόνες, τις μεστές περιγραφές, τις σκηνές και τις δράσεις που εναλλάσσονται με ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την επανάσταση στον Μωριά, τη γεωμορφολογία και τα αρχαία ερείπια, τα πραγματολογικά και αρχειακά τεκμήρια, πολλά από τα οποία είναι κατασκευασμένα από τον συγγραφέα. Κι έτσι συναρμόζει ένα πολυσυλλεκτικό πολυφωνικό αφήγημα, με θραύσματα από αλήθειες και επινοήσεις, μαρτυρίες και φαντασιώσεις, ιστορίες και θρύλους, και κυρίως με ένα συνεχή ζωντανό διάλογο με λογοτεχνικές αναφορές και κείμενα που διεγείρουν τη μνήμη και οξύνουν την κρίση. Ώστε να μπορεί να δηλώσει με παρρησία και αυτοσυνείδηση: et in Arcadia ego.
Τα Δολιανά στην αφήγηση παρασύρονται στη δίνη του χρόνου από τα κοινωνικά κινήματα και τις ιδεολογικές αναμετρήσεις των εποχών, όπως τα εκφράζουν και τα διαδίδουν άξια τέκνα του τόπου, εμφορούμενα από μια αδήριτη ανάγκη αντίστασης και ανυπακοής, δικαιοσύνης και αίσθηση του συνανήκειν. Μετέχουν στις προοδευτικές συλλογικότητες, στρατεύονται στον πόλεμο, και μετά, ακολουθώντας τη βιωμένη από τα χρόνια της Επανάστασης ροπή των προγόνων τους στην αντίσταση και την εξέγερση, αντιμάχονται τον κατακτητή και τους συνεργάτες του, δωσίλογους και ταγματασφαλίτες, εντάσσονται στην ΕΠΟΝ και στον ΕΛΑΣ, πληρώνοντας με τη ζωή τους ή με πολύχρονες φυλακίσεις την υπέρβαση και τη γενναιότητα. Ο Νικήτας, ο Αριστείδης, η Κασσιανή, η Αντιόπη, ο Τάκης, ο Παναγιώτης, υπαρκτά πρόσωπα, με προοδευτικό πνεύμα, αδάμαστη ψυχή, υψηλό φρόνημα, θέληση και αποφασιστικότητα, δίνουν τον δικό τους αγώνα, αφήνοντας κάθε φορά μια σημαντική παρακαταθήκη στον τόπο.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί τη μητρογονική και την πατρογονική γραμμή του συγγραφέα, που έχει να επιδείξει την ενδιαφέρουσα σύζευξη ενός Συριανού φυγόδικου καραβομάστορα που έγινε κατασκευαστής φημισμένων νερόμυλων και ενός εκ των Σέρβων και Βούλγαρων ιππέων που προσχώρησαν στην Επανάσταση, κατοπινών εμπόρων αλόγων, να ριζώνουν στο χώρο και να ακμάζουν. Μαθαίνει βιογραφικά στοιχεία και στιγμιότυπα από τον βίο και την πολιτεία του Κώστα Βούλγαρη, ο οποίος προϊόντος του χρόνου υιοθετεί την ρυθμική ταλάντωση ανάμεσα στην πρωτεύουσα και στα Δολιανά, ακριβώς όπως οι συγχωριανοί του παλινδρομούν ανάμεσα στο πάνω και στο κάτω χωριό, ανάμεσα στα ορεινά και στα χειμαδιά.
Καθώς η φυγή προς την Αθήνα, το εξωτερικό και τις μεγάλες πόλεις το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα αλλοιώνει τον συνεκτικό χαρακτήρα του τόπου, η πολύπλευρη ενασχόληση με τη λογοτεχνία γίνεται για τον συγγραφέα η πυξίδα για να εντοπίσει τις ιστορικές, αισθητικές και κοινωνικές σταθερές, αλλά και να στηλιτεύσει τις ανατροπές και τις περιπέτειες στα χρόνια της μεταπολίτευσης, που εισήγαγαν νέα ήθη και πρωτόφαντες πολιτικές πρακτικές. Συνομιλεί με τους πελοποννήσιους λογοτέχνες, Τερζάκη, Σινόπουλο, Γκάτσο, Βαλτινό και κυρίως τον Δολιανίτη Γιάννη Πάνου, αναδεικνύοντας αδιόρατες σχέσεις γύρω από πρόσωπα, γλωσσικά ζητήματα ή ιδεολογικά προτάγματα. Αναγνωρίζοντας μέσα στα αποσπάσματα του έργου τους τον εαυτό του να διαθλάται στον τόπο και να μετέχει στην περιπέτεια της δημιουργίας και στη μαγεία της αφήγησης.
O Norberg-Schulz, στο βιβλίο του Genius Loci, αναφέρει πως η ταύτιση και ο προσανατολισμός στον χώρο είναι οι πρωταρχικές πλευρές της εν-τω-κόσμο-ύπαρξης του ανθρώπου. Η ταύτιση αποτελεί τη βάση της αίσθησης του υποκειμένου ότι ανήκει κάπου, με την έννοια του απαραίτητου «υπαρξιακού ερείσματος», ενώ ο προσανατολισμός είναι η λειτουργία μέσω της οποίας επιτελείται η αρχική συμφιλίωση με το περιβάλλον και στη συνέχεια η ανάγκη χειραφέτησης. Και έτσι ο Κώστας Βούλγαρης κατασκευάζει τους δικούς του χρονοτόπους, κατά Μπαχτίν, με επίκεντρο τα Δολιανά -που σήμερα φθίνουν και ερημώνουν, μοιάζοντας στην όψη με πολλά άλλα χωριά της ελληνικής επαρχίας- και αρτιώνει το προσωπικό του κοσμοείδωλο συστήνοντας τους πνευματικούς και ιδεολογικούς του μέντορες, συντρόφους και συνομιλητές, χωρίς πλέον κριτήρια εντοπιότητας. Με μια σπειροειδή περιπλάνηση στον χώρο και στον χρόνο τυλίγει και ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων και των καταθέσεων, ολοκληρώνοντας αυτό το σπονδυλωτό αφήγημα, που είναι προσωπικός απολογισμός, ιστορική έρευνα, εξομολόγηση, εγκώμιο, προσκύνημα και μνημονική ανάκληση. Με στοιχεία μαρτυρίας, αυτοβιογραφίας, χρονικού και μεταμυθοπλασίας συνθέτει την φυσιογνωμία του τόπου του, ανασύροντας τις ρωγμές, τις μεταμορφώσεις και τις διαφορετικές φωνές της ιστορίας, και ποιητικά μοιράζεται με τον αναγνώστη του ένα ιδανικό και άπιαστο είδωλο που οδοιπορεί εδώ και πολλά έτη μαζί του.
Που, ποιός ξέρει; Ίσως και να το λένε Μπετίνα.

*Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής                         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου