22/1/23

Το γλωσσικό παιχνίδι της ποίησης

Κωνσταντίνος Παρθένης, Μεγάλο γυμνό, 1912-1930, λάδι σε καμβά

Του Πέτρου Πολυμένη*

Σε μια σειρά άρθρων του, στο ένθετο «Αναγνώσεις» της Κυριακάτικης Αυγής, ο Αλέξιος Μάινας με πλούτο επεξεργασμένων επιχειρημάτων και τεκμηρίων, φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα του ποιητικού γένους. Κατ’ επέκταση ενός ουσιοκρατικού ορισμού που θα συλλαμβάνει τι είναι ποίηση, δηλαδή ποια είναι η ουσία της που επιπλέον κληρονομείται στα διάφορα είδη ποίησης. Προκαλεί εντύπωση η επαναφορά συζητήσεων περί ουσιοκρατικών ορισμών σήμερα, εν μέσω κατάρρευσης των αναζητήσεων ουσίας γενικώς, πόσω μάλλον της ποιητικής. Εν τούτοις, όπως αναγνωρίζει ο Μάινας, μια τέτοια έρευνα μπορεί να επηρεάσει τη δημιουργία, πρόσληψη, ανάλυση και αξιολόγηση των κειμένων.
Τούτος είναι και ο λόγος που θα ήθελα να ξετυλίξω τρία νήματα από τον προβληματισμό που εκθέτει. Πρώτον, αν συνιστά αναχρονισμό η παραδοχή του Μάινα ότι η ίδια η έννοια της ποίησης (με τη σημερινή της σημασία) ήταν άγνωστη μέχρι τον 18ο μ.Χ. Το ζήτημα τούτο δεν είναι σχολαστικό, διότι εντέλει δίνει άλλο βάθος πεδίου και ιστορικότητα σε ό,τι αντιλαμβανόμαστε εμείς σήμερα ως ποίηση. Δεύτερον, ο Μάινας αναφέρει κατηγορίες της ποίησης όπως η θυμική, η υποκειμενική και η νοησιαρχική. Άραγε, θα μπορούσαν τούτες οι κατηγορίες να αποτελέσουν το έναυσμα για να διακρίνουμε διαφορετικά είδη ποίησης σήμερα, ανάλογα είτε ως προς το εύρος του πεδίου αναφοράς τους, είτε ως προς το μέλημά τους για μια τεχνική; Τρίτον, ο πλουραλισμός που τελικά αποδέχεται ο Μάινας, αρνούμενος εύλογα την ύπαρξη μιας ποιητικής ουσίας, μήπως οδηγεί μοιραία στον σχετικισμό; Μήπως η απόρριψη ενός ουσιοκρατικού ορισμού, οδηγεί μοιραία στην απουσία ενός αξιολογικού ορισμού, δηλαδή ενός ορισμού που κάνει λόγο περί της αξίας ή μη ενός ποιήματος; Εντέλει, υπάρχει κάτι που κάνει ένα ποίημα καλύτερο από ένα άλλο, ή μια τέτοια αναζήτηση είναι αδιέξοδη;
Ξεκινώντας με το πρώτο νήμα, ο ισχυρισμός του Μάινα ότι με τη λέξη «ποίηση» οι Έλληνες, για παράδειγμα, της κλασσικής περιόδου, της ελληνιστικής, ή αργότερα της βυζαντινής, εννοούσαν τη λογοτεχνία γενικώς, δεν είναι άστοχος. Δύσκολα αμφισβητείται ότι ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του μιλάει κυρίως για το έπος και την τραγωδία. Η δε τραγωδία σήμερα δεν κατατάσσεται στην ποίηση, ενώ το έπος βρίσκεται πλησιέστερα στο μυθιστόρημα, αν και έμμετρο, διότι αναπτύσσει πλοκή και χαρακτήρες. Όμως, και τότε και τώρα αναγνωρίζονται ως ποιητικά τα κείμενα της Σαπφούς, του Φιλόδημου, του Αρχίλοχου, και πλείστων άλλων. Τεχνικά χαρακτηριστικά και μοτίβα που συναντιούνται στα ομηρικά έπη, σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν εισέλθει στη σύγχρονη ποίηση. Επίσης, ας σκεφτούμε ότι και στον ορισμό της τραγωδίας από τον Αριστοτέλη δύσκολα θα ταξινομούνταν ορισμένα θεατρικά έργα του Μπέκετ, ίσως του κορυφαίου δραματουργού του εικοστού αιώνα. Ο δε ορισμός του Μπατώ με τον οποίο ορίζεται κατά τον Μάινα το γένος της σύγχρονης ποίησης «ως μίμηση συναισθημάτων, ως αναπαράσταση της παροντικής κατάστασης της ψυχής που κοντοστέκεται και αποδίδει αυτό που νοιώθει», είναι όντως αυθαίρετος όπως αναγνωρίζει ο ίδιος ο Μάινας, αλλά και περιοριστικός, αφού δύσκολα μπορεί να συμπεριλάβει, για παράδειγμα, τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Έλιοτ, ή αρκετά από τα ποιήματα του Βαλερύ ή του Καβάφη.
Ας αντιμετωπίσουμε μία λέξη, τη λέξη «ποίηση» εν προκειμένω, ως έχουσα ένα νοηματικό ορίζοντα με διαφορετικές αποχρώσεις. Στο πέρασμα του χρόνου, κάποιες αποχρώσεις σβήνουν, κάποιες έρχονται στο προσκήνιο, καινούργιες αναδύονται. Η θέα του ορίζοντα μπορεί να διαφοροποιηθεί, να συμβεί μια ούτως ειπείν εννοιολογική μετατόπιση (όχι κατ’ ανάγκη ριζική). Όμως από το σημείο αυτό μέχρι τον ισχυρισμό ότι η «ποίηση» με τη σημερινή της σημασία ήταν άγνωστη πριν τον 18ο αιώνα, η απόσταση είναι μεγάλη, δίνοντας ταυτόχρονα λαβή στον αναχρονισμό. Επειδή δεν βρέθηκε ένας φιλόσοφος ή αισθητικός της τέχνης να ονομάσει το γένος της λυρικής ποίησης, συστεγάζοντας διάφορα κείμενα, δεν σημαίνει ότι τα κείμενα αυτά ήταν άγνωστα στους συγκαιρινούς τους, ή ότι δεν τους ταίριαζε ο χαρακτηρισμός «ποιήματα», όπως δείχνουν και τα σχετικά χωρία στον Ίωνα του Πλάτωνα.
Εν πάση περιπτώσει, υπάρχουν αρκετά λεπτά σημεία στο νόημα και την αναφορά της λέξης «ποίηση» καθώς ο χρόνος ρέει, και κατά πόσο υπάρχουν κάποιες έστω οικογενειακές ομοιότητες ανάμεσα στο νόημα της ποίησης τότε και τώρα. Κρίσιμα είναι δε δύο εξ αυτών, ικανά να επηρεάσουν το πώς διαβάζονται, γράφονται, αναλύονται και αξιολογούνται σήμερα τα ποιητικά κείμενα: Πρώτον, η προσέγγιση του Μάινα περιορίζει την ιστορικότητα της ποίησης με το σημερινό της νόημα, άρα και το πώς δύναται να αρδευθεί ο σημερινός ποιητικός λόγος από προγενέστερα ποιητικά μέτρα και τεχνικές. Ακόμα και αν δεν γράφονται ποιητικά έπη σήμερα, δεν παύει να είναι μια σύγχρονη τάση οι ευρύτερες συνθέσεις με ερμηνευτικές αξιώσεις. Δεύτερον, η πλατωνική θεώρηση της ποίησης, όχι τόσο στο σκέλος της μίμησης και του τρίτου από της αλήθειας τρόπου, όσο εκείνη της απευθείας συνομιλίας με τη μούσα, χωρίς ίχνος τεχνικής, επιβιώνει μέχρι σήμερα συγγενεύοντας με την ονομαζόμενη από τον Μάινα, έκφρονα ποιητική έκφραση. Τούτη η έκφρονα ποίηση, η άνευ τεχνικής (άρα και άνευ ιστορικότητας) καθιστά την ποίηση, κατά τον πλατωνικό Ίωνα, ανίκανη να προσφέρει στέρεη γνώση, προετοιμάζοντας τον εξοστρακισμό της από την πλατωνική πολιτεία (σε συνδυασμό με τη μίμηση που προσφέρει). Ακόμα και αν ο Πλάτωνας με τη λέξη «ποίηση» εννοούσε τη λογοτεχνία γενικώς, η απευθείας συνομιλία με τη μούσα και η απουσία τεχνικής, δύσκολα θα έβρισκε σήμερα εφαρμογή στο μυθιστόρημα ή σε ένα θεατρικό έργο, ενώ μοιάζει να ταιριάζει γάντι σε μια δημοφιλή αντίληψη για την ποίηση (περί θεόπνευστης και άλλα παρόμοια), γι’ αυτό και προκύπτει περισσότερη αμηχανία για το αν ένα γραπτό είναι ή δεν είναι ποίημα, καταλήγοντας συχνά στην άποψη ότι «όλα μπορούν να είναι ποιήματα». Αρκεί να είναι απόρροια συνομιλίας με τη μούσα. Κάτι που θα το κρίνει ο/η εκάστοτε κριτικός ως άλλη Πυθία.
Θα συνεχίσω την επόμενη Κυριακή

*Ο Πέτρος Πολυμένης είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου