8/1/23

Σαν σινεμά

Της Μαρίας Μοίρα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ, Το τελευταίο κορίτσι, εκδόσεις Τόπος, σελ. 244

Το πρώτο μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθόπουλου, έχει τις αρετές ενός σεναρίου, αφού ο συγγραφέας του δραστηριοποιείται με επιτυχία στη σκηνοθεσία μεγάλου μήκους ταινιών. Και πράγματι αυτή η αποθησαυρισμένη ευδόκιμη εμπειρία στον κινηματογράφο και στη σεναριακή γραφή αξιοποιείται ολοφάνερα στο παρόν βιβλίο. Οι περιγραφές είναι καίριες, ώστε να αναπαρίσταται εύστοχα ο τόπος του μυθιστορηματικού σκηνικού, η πλοκή έχει συνοχή, ανατροπές και εκπλήξεις, ως οφείλει να έχει κάθε αστυνομικό μυθιστόρημα, οι πρωτεύοντες χαρακτήρες σκιαγραφούνται αδρά, αλλά με τρόπο ώστε να υπηρετείται οργανικά η σκηνική δράση, ενώ οι παρεισδύουσες στο κείμενο αναφορές στο φαύλο παραλυτικό κλίμα της δεκαετίας του ογδόντα αποδίδουν την διάχυτη υφέρπουσα ατμόσφαιρα αριβισμού, ηθικής κατάπτωσης και σήψης της εποχής. Ο αναγνώστης λοιπόν παρακολουθεί σαν σε οθόνη τα δραματικά γεγονότα να συμβαίνουν το ένα μετά το άλλο σε ένα μικρό χωριό της Μάνης, ξεχασμένο από την πολιτεία και εγκαταλειμμένο από τους κατοίκους του. Κυρίως τους νέους. Από την πρώτη σελίδα του βιβλίου που λειτουργεί σαν προανάκρουσμα, αντιλαμβάνεται τον σκοτεινό δυσοίωνο χαρακτήρα των περιστατικών που πρόκειται να ακολουθήσουν και καθώς ξεκινά η κυρίως αφήγηση του μυθιστορήματος που εκτυλίσσεται σε δύο μέρη με τους εύγλωττους τίτλους «ποιος» και «γιατί», μια νοητή μηχανή προβολής παίρνει εμπρός.
Ο αναγνώστης «βλέπει» τον κεντρικό ήρωα, έναν όμορφο νεαρό αστυνομικό από το Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής, να κατευθύνεται στη νότια Πελοπόννησο, οδηγώντας τη μεγάλου κυβισμού μηχανή του, για ολιγοήμερες φθινοπωρινές διακοπές πλάι στη θάλασσα. Τον ακολουθεί στην απροσχεδίαστη και χωρίς συγκεκριμένο προορισμό περιπλάνησή του, να φθάνει στο Συράγγελο. Να παγιδεύεται αθέλητα εκεί από μια ακολουθία αινιγματικών συγκυριών και κυρίως από την επαγγελματική του διαστροφή να εμπλακεί χωρίς λόγο στην εξιχνίαση μιας παράξενης αυτοκτονίας που μοιάζει με δολοφονία, η οποία συμβαίνει ενώ αυτός βρίσκεται στο χωριό. Και τότε η προσδοκία της ξένοιαστης χαλαρωτικής ανάπαυλας σε έναν ειρηνικό, ειδυλλιακό παρθένο τόπο γκρεμίζεται με πάταγο και μια ατμόσφαιρα μυστηρίου, φόβου και ανασφάλειας εισβάλλει στις ζωές όλων ανατρέποντας τα πάντα. Ένα γαϊτανάκι παράξενων στυγνών δολοφονιών και ένας απρόσμενος έρωτας που πέφτει από τον ουρανό διαταράσσουν την καθημερινότητα των κατοίκων και τις παγιωμένες άνομες πρακτικές του κλειστοφοβικού συντηρητικού επαρχιακού μικρόκοσμου. Ενεργοποιούν τις κοιμισμένες συνειδήσεις και φέρνουν στο φως τις αναχρονιστικές αντιλήψεις, τα οπισθοδρομικά ανακλαστικά και την αόρατη βία.
Ο ήρωας θα συναντήσει και θα ανακρίνει τον ένα μετά τον άλλο τους κατοίκους της μικρής κοινότητας. Όλα τα πρόσωπα του παρωχημένου θλιβερού θιάσου σκιών που ραδιουργεί και εξουσιάζεται ανά δυάδες. Τον παράξενο, ύποπτα κινούμενο αστυνόμο με τον περιδεή αδιάφορο υφιστάμενό του, τον γλοιώδη κοινοτάρχη – ξενοδόχο – τοκογλύφο – τοπικό παράγοντα με τον παρατρεχάμενο αδελφό - κοινοτικό υπάλληλο, τον ανάπηρο βενζινοπώλη με την καπάτσα ερωτεύσιμη σύζυγο, τον παντεπόπτη - παντογνώστη καφετζή, τον δάσκαλο που δεν γνωρίζει και δεν ανακατεύεται σε τίποτα και τέλος την φοβισμένη υποταγμένη μάνα του τελευταίου νεαρού όμορφου κοριτσιού της κοινότητας, που ο αυστηρών αρχών καταχρεωμένος και σε απόγνωση πατέρας της υπήρξε το πρώτο θύμα. Αυτήν την κοπέλα, απομονωμένη και έγκλειστη στα οικιακά τείχη, βορρά στα κακοποιητικά πατριαρχικά τελετουργικά και στις ανδροκρατικές προκαταλήψεις, πρόσωπο-κλειδί στην υπόθεση και επίκεντρο της απρόσμενης αιματοβαμμένης δίνης που αφήνει στα χωράφια τρεις νεκρούς μεταξύ των οποίων τον πατέρα της, τον κοινοτάρχη και τον αστυνόμο του χωριού, ο ήρωας θα την ερωτευτεί παράφορα και χωρίς λογική εξήγηση.
Μετά όλα θα κυλήσουν όπως σε κάθε καλοδουλεμένο αστυνομικό θρίλερ και η αποτελεσματική συγκρότηση της αφηγηματικής στρατηγικής πιστώνεται στον συγγραφέα. Με σωστές συναρμογές των σκηνών, εναλλαγές οπτικών γωνιών, καταφυγή κάπου κάπου στα στερεότυπα του είδους, με γλώσσα όχι πάντα εξαντλητικά δουλεμένη, αλλά με σωστά υπολογισμένες δόσεις αγωνίας, μυστηρίου και ανατροπών.
Και ενώ οι άντρες του χωριού παίζουν κυνικά σε επαναλαμβανόμενες παρτίδες πόκερ ανθρώπινες ζωές, περιουσίες και υπολήψεις κερδίζοντας πόντους δύναμης και εξουσίας. Ο άτεγκτος χαρισματικός ευσυνείδητος αστυνομικός χάνει τις ακλόνητες υπαρξιακές βεβαιότητες και την επαγγελματική πυξίδα που μέχρι τότε όριζε τη ζωή του. Το τελευταίο όμως κορίτσι του Συράγγελου πληρώνει βαρύ το τίμημα της αποκοτιάς του να κινηθεί έξω από τα όρια και τους κανόνες της ανδροκρατούμενης μικροκοινωνίας και να ονειρευτεί πως είναι ελεύθερη.

1910 – 1920, Ξύλινες κούκλες Grodner – Talldolls, Νότιο Τυρόλο Γερμανία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου