Τρεις χιλιάδες χρόνια τώρα λέν’, στέκω οριζόντια ίδιος, κι ας σκάω απ’ το φόρτωμα
άγαλμα που βάφτηκε άπαξ κι έκτοτε δεν κιτρινίζει που ν’ ασπρίσουνε τα γένια του μπαρμπαρόσα
δεν δικαιούμαι, λέν’, ούτε να μείνω μόνος με το μάρμαρο, μηδέ τα κουτάλια μου να γαλβανίσω
κι ακόμη παραπάνω, βεβαιώνουν, ότι με δέσανε παράλυτο στο φρέαρ
πάει να πει
ούτε το αριστερό βυζί μπορώ να κόψω με στιλπνό οψιανό από την Φυλακοπή
ούτε άλλο μάτι να προσθέσω στο γοργονίσιο ένα μου,
ούτε να εγκαταλείψω την εκστρατεία όπως ο Ηρακλής ψάχνοντας τον Ύλα
μέσα στα μύρια βότσαλα Λίβυος δεν θα βρεθεί, ένας, κάποιος, μελαμβαφής Ανίκερης
να μ’ αγοράσει στις Συρακούσες, να σωθώ, όχι,
γκούρκας θα με βιτσίζουνε στον αιώνα των εμφύλιων απολιθωμάτων, δεμένος
κάτωθι μαυροπίνακα του δημοτικού σχολείου, με ερπυστριοφόρο πρόφαση
και με παραγγελιά στα μέτρα μου, νάρθηκα ιδεολογικό ότι βοηθάει στην έκσταση.
Και γιατί, τάχα, μόνο τρισχιλιετής στριγκοί τρουμπετοφόροι μου;
Να σταυροκαθίσω στη δερματόδετη παραπομπή, σε σκόνη από ακάρεα υποσημειώσεων;
Να σιαλώνω τίτλους τραβηχτικούς;
Να κρύβονται πίσω τους λιμοκοντόροι και εθνικοί φονιάδες;
Απαγορεύεται να’ μαι προγενέστερος;
Είμαι, δύστυχοι
κατακόρυφα παλιότερος από την εξημέρωση
στην άκρη λιμνοθάλασσας έσπαγα Murex brandari πριν φτάσουν οι Φοίνικες
όσα βρήκε ο άλλος στα Σούσα ήταν ανάμνηση από το κόχλασμα μαλλιού
εμένα βάφτηκε κόκκινο το χέρι, στα βαθιά, στα άπατα, τα μαύρα απαρέμφατα της Υπατίας
όχι τώρα που φιδοσέρνεται όχλος από κανάγιες στον ναύσταθμο
λιμάρουνε τα νύχια οι κοκότες και κορδακίζονται στα τζιπ οι χάχες
και γι’ αυτό δεν θα γλυτώσετε ποτέ από μένα
παραδίδω τους κώλους σας στην βαρύτητα, στη φαγούρα της φουστανέλας
κανένας κρατικός μπράβος δεν σας σώζει
έχω τόσο χρόνο πίσω μου, που όσος σας απομένει δεν είναι καν τρίξιμο φλεβίτιδας
χίλιες φορές με σπάσανε κομμάτια οι Θεοδόσιοι, με παρελάσεις με πάτησαν οι Τσιμισκήδες
και οι Φώτιοι με τους τριεψηλίτες με κάψανε στα Κάμπελ και οι Λουβρινοί
με θάψανε στα υπόγεια να τα μετράω τα δήθεν κλέη, ντρίτα πορεύτηκα
αλλιώτικα φτερό δεν θ’ έμενε της Σαμοθρακινής κάτωθε της πυραμίδας
Δεν είναι ότι δεν με καταλαβαίνουν οι σαλιάρηδες της Εσχάτης Μακαρθρικής
είναι που δεν μπορούν να με εξηγήσουν με τα δόγματα
κατά πως τους συμφέρει. Δεν είν’ ελπίδα ο αλληλοσπαραγμός τους στης ύαινας την μήτρα
μηδέ θα μεταλάβω αναμένοντας εκτέλεση στο Μεδιόλανο, αυτό δα έλειπε
το στέμμα μου σκισμένα κουρέλια, το μοίρασα αφόρετο στα φτωχαδάκια, στουπιά οπλίζουμε
για φωτιά το πρώτο, αναμφίβολα,
δευτεράπειρο, και τίποτα δεν σας κοστίζει
γάζα με σουλφαμίδα, μπόλικη, γιατρειά στην πισώπλατη αιμορραγία
όσο και να με ισιώνουν τώρα οι επίσκοποι στρίβει το κλωνάρι μου προς το μπαλκόνι της
και την θωρώ, εξαϋλωμένη από την σιωπή
η Κίρκη
μου μανταρίζει με το ραβδάκι της βόμβες μολότωφ.
Απόστολος Λυκεσάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου