18/12/22

Η σιωπή ανάμεσα στις λέξεις

Γιάννης Μόραλης, Άγγελοι, 1964, ορείχαλκος

Της Μαρίας Μοίρα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΚΑΝΕΒΑΤΟΣ, Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ.149


Μια διμερής διαλογική περιπλάνηση, μια ιδιότυπη αντιστικτική αφήγηση για όσα λέγονται με παρρησία και για όσα η μνήμη αρνείται πεισματικά να ανακαλέσει, ωθώντας τα στο έρεβος της λήθης. Εμπειρίες και βιώματα, σκηνές και συμβάντα, οδυνηρά και ευτράπελα, τρυφερά και χαρμόσυνα του παρελθόντος και του παρόντος βίου του συγγραφέα, ακολουθούνται απαρέγκλιτα από τις επικές και συνάμα τραγικές εξιστορήσεις του πατέρα και του θείου του μπροστά στην κάμερα. Του Σωτήρη και του Αντρέα που αγωνίσθηκαν με γενναιότητα και υπέφεραν με στωικότητα, πληρώνοντας ο καθένας ένα διαφορετικό τίμημα. Δύο αγαπημένων ανθρώπων που έζησαν τα δίσεκτα, δραματικά, χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου και άντεξαν και επιβίωσαν, και οι μαρτυρίες τους μοιάζουν άλλοτε σαν υπόκρουση και άλλοτε σαν υπογράμμιση στις μικρές καθημερινές ή αλληγορικές εξιστορήσεις που βάζει στο χαρτί ο γιος και ανιψιός τους. Ενώ μια σιωπή αλλόκοτη και αινιγματική τρυπώνει ανάμεσα στις λέξεις του, εντείνοντας τη συγκίνηση, παραμορφώνοντας την κανονικότητα, σαρκάζοντας την ελπίδα, σκιάζοντας δυσοίωνα το μέλλον.
Ο ίδιος ο συγγραφέας είναι φανερά και ομολογημένα το κεντρικό πρόσωπο που αφηγείται και καταγράφει σε βίντεο τις ζωές των δικών του ανθρώπων. Για να διασώσει την εμπειρία. Για να μπορέσει να καταλάβει. Για να μην ξεχαστούν όσα πέρασαν εκείνοι τότε. Για να φωτιστούν με άλλο τρόπο όσα έζησε σαν παιδί και ζει σήμερα εκείνος. Όσα κουβαλάει στην ψυχή και στο μυαλό του, στα ημερήσια όνειρα και στους νυχτερινούς εφιάλτες του. Ο θείος του Αντρέας είναι ο νεαρός μαχητής της αντίστασης που μπήκε ελευθερωτής στη Θεσσαλονίκη. Ο αντάρτης που πολέμησε στον Εμφύλιο, κυνηγήθηκε, πείνασε, τραυματίστηκε, παρασημοφορήθηκε, διέφυγε στις ανατολικές χώρες κι εκεί στέριωσε, σπούδασε, εργάστηκε, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, για να επιστρέψει πάλι στην πατρίδα, όταν το επέτρεψε η πολιτική κατάσταση. Ο πατέρας του συγγραφέα ο Σωτήρης, μικρό παιδί τότε, έμεινε πίσω να υπομένει αυτός και η οικογένειά τους την εκρίζωση από τον τόπο τους σε άγνωστα χωριά με άγνωστους ανθρώπους, τις ανελέητες διώξεις, τους άγριους βασανισμούς, τις άνανδρες, τυφλωμένες από το μίσος δολοφονίες γυναικόπαιδων και γερόντων από τις παρακρατικές ομάδες. Και μετά σαν δάσκαλος να κουβαλάει το στίγμα της αντεθνικής δράσης, να υφίσταται τους στυγνούς εκβιασμούς, τους αναίτιους εκφοβισμούς και τις συνεχείς ταπεινώσεις για την δράση του αριστερού αδελφού. Του κομμουνιστή που διέφυγε στο παραπέτασμα. Τα δυο αδέλφια χωρίστηκαν στον Εμφύλιο και έκαναν χρόνια πολλά να συναντηθούν. Και αυτή η δίδυμη συμπληρωματική αφήγηση που γίνεται μετά από τόσα χρόνια μπροστά στην κάμερα, ήρεμα και ψύχραιμα, χωρίς ένταση, προκατάληψη και πάθος, φέρνει στην επιφάνεια τα μισοξεχασμένα τραύματα που πονούν ακόμα. Αποκαλύπτει το αδιέξοδο και τον παραλογισμό του πολέμου, τη βάσανο μιας ολόκληρης εποχής που η ελπίδα και η πίστη σε ιδανικά και οράματα ελευθερίας, ισονομίας και ισοπολιτείας κυνηγήθηκε χωρίς έλεος και κατατροπώθηκε χωρίς οίκτο και ηθικούς ενδοιασμούς.
Το μυθιστόρημα δεν έχει μια ενιαία συνεκτική πλοκή. Συναρθρώνεται από θραύσματα χρόνων και τόπων. Από σκηνές βίου και μνημονικά αποθέματα που έμειναν για καιρό καταχωνιασμένα. Οι εικόνες και τα στιγμιότυπα από τη ζωή του συγγραφέα, η αρρώστια του πατέρα, η κηδεία του, οι παιδικές σκανταλιές και οι καλλιτεχνικές ανησυχίες, οι συναντήσεις και οι αποχωρισμοί εναλλάσσονται με συγκλονιστικές μαρτυρίες από «τα πέτρινα χρόνια» της Κατοχής και του Εμφυλίου. Και ο αναγνώστης δοκιμάζει νοερά να μπει στη θέση του Αντρέα και του Σωτήρη, που πορεύτηκαν στην εποχή τους γενναίοι και περιδεείς, υπερήφανοι και μοιραίοι. Να «φορέσει τα παπούτσια τους» για μια στιγμή, όπως λένε οι αγγλοσάξονες και να βαδίσει μαζί τους μέσα στον ορυμαγδό της εμφύλιας σύρραξης στα δύσβατα και αδιέξοδα μονοπάτια της ιστορίας, με γνώμονα την επιβίωση. Σωματοποιεί την απεγνωσμένη φυγή του φοβισμένου ανυπεράσπιστου ελαφιού της τελευταίας αφηγηματικής εγγραφής, που τρέχει τυφλωμένο σε μια κούρσα θανάτου σ’ ένα αφιλόξενο, ανοίκειο, δυστοπικό περιβάλλον. Στη φύση, που ο άνθρωπος, κυνηγός και κυνηγημένος, ένοχος και αθώος γίνεται θύτης και ταυτόχρονα θύμα των άμετρων επιλογών του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου