Προδημοσίευση από το βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου, Εθνικά κόμματα και πρώιμος Μακεδονισμός. Η πολιτική και κοινωνική διάσταση της εθνικής διαπάλης στην ύστερη οθωμανική Μακεδονία, δύο τόμοι, σελ. 1200, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα
Η επισκόπηση των βαλκανικών εθνικών ιστοριογραφιών περί Μακεδονίας και Μακεδονικού ζητήματος καταλήγει στη διαπίστωση μιας εντυπωσιακής συμμετρίας. Και οι τέσσερεις εθνικές ιστοριογραφίες που εμπλέκονται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στο ζήτημα (ελληνική, βουλγαρική, σερβική, σλαβομακεδονική) έχουν οργανώσει την ύλη τους σε παράλληλους μονολόγους, βασισμένους στο ίδιο ακριβώς μοτίβο: αποκλειστική σχεδόν ενασχόληση με την οικεία εθνότητα, που μετατρέπει την αντίστοιχη «Ιστορία της Μακεδονίας» σε ιστορία του «μακεδονικού ελληνισμού/ βουλγαρισμού/ σερβισμού/ μακεδονισμού»· ρητός ή υπονοούμενος εξοβελισμός των άλλων εθνικών κοινοτήτων και κινημάτων σαν «εξωγενών» ή «παρασυρμένων», πάντοτε όμως σαν προϊόντων κάποιων ξενοκίνητων προπαγανδών, σε αντίθεση με την «αυθεντικότητα» των ημετέρων· συνακόλουθη άρνηση τόσο της «γνησιότητας» των αντίπαλων εθνικισμών όσο και της μακεδονικότητας των ντόπιων φορέων τους, εξατομικευμένων ή συλλογικών· απουσία συγκριτικής παρουσίασης, μ’ εξαίρεση την αναπαραγωγή των καθαρά προπαγανδιστικών στερεοτύπων που αναπτύχθηκαν και προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της ενεργού αντιπαράθεσης αυτών των εθνικών κινημάτων· τάση επικέντρωσης στη μονομερή θυματολογία και πτωματολογία, με αποφυγή μιας σφαιρικής θεώρησης κι αποτίμησης του φαινομένου της πολιτικής βίας ως συστατικού στοιχείου της εθνικής συγκρότησης. Τελικό προϊόν είναι μια αφήγηση που υποστασιοποιεί το οικείο έθνος (ή τους «εν υπνώσει» προδρόμους του) σαν τον κατεξοχήν -αν όχι αποκλειστικό- νόμιμο ιδιοκτήτη της επίμαχης περιοχής. Η προκρούστεια αυτή εθνοκεντρική οπτική, που αντιγράφει τα προϋπάρχοντα σχήματα των αντίστοιχων εθνικών ιστοριογραφιών προσαρμόζοντάς τα αυθαίρετα στο μακεδονικό χώρο (κι αποσιωπώντας το καθοριστικό ειδοποιό στοιχείο του τελευταίου: την πληθυσμιακή ποικιλομορφία και απουσία κάποιας αριθμητικά επικρατούσας εθνοθρησκευτικής ή γλωσσοπολιτισμικής ομάδας), δεν απαντάται μόνο στην παλιότερη στρατευμένη βιβλιοπαραγωγή αλλά αναπαράγεται πιστά και στις συνθετικές επεξεργασίες των τελευταίων δεκαετιών.
Η ιστοριογραφική αυτή ακαμψία δεν είναι φυσικά καθόλου τυχαία, αλλά σχετίζεται με την ευρύτατα διαδεδομένη πρόσληψη του Μακεδονικού ως ανοικτού -ακόμη- «εθνικού ζητήματος», η επιστημονική διαχείριση του οποίου οφείλει να υπακούει στις διπλωματικές και γεωστρατηγικές προτεραιότητες των αντίστοιχων κρατών. Εξ ου και η συγγραφή των εκατέρωθεν εθνικών ιστοριών περί Μακεδονίας υπήρξε παντού προϊόν συγκεντρωτικού σχεδιασμού εκ μέρους των εντεταλμένων κρατικών υπηρεσιών, υπό την καθοδήγηση επιτελείων κάθε άλλο παρά αμιγώς επιστημονικών. Στο Μεσοπόλεμο τέτοιο χαρακτήρα είχε πρωτίστως η βουλγαρική βιβλιοπαραγωγή – ογκωδέστερη κατά πολύ από τις ομόλογές της σε Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία, καθώς τροφοδοτούνταν από τη διπλή συγγραφική διαθεσιμότητα ενός προσφυγικού πληθυσμού (και της οργανικής διανόησής του) ακόμη προσκολλημένου στις χαμένες πατρίδες, αφ’ ενός, και των αλληλοσπαρασσόμενων υπολειμμάτων ενός ηττημένου αντάρτικου που διεκδικούσαν μια θέση στο εθνικό πάνθεο, αλληλοεπιρρίπτοντας ταυτόχρονα τις ευθύνες για την καταστροφική έκβαση του όλου εγχειρήματος, αφ’ ετέρου. Η συγγραφή και δημοσίευση ενός ολόκληρου corpus απομνημονευμάτων, τοπικών ιστοριών, εθνογραφικών πονημάτων αλλά και της πρώτης ημιεπίσημης ιστορίας της ΕΜΕΟ οργανώθηκε ως επί το πλείστον από το Μακεδονικό Επιστημονικό Ινστιτούτο (Македонски Научен Институт, МНИ), το οποίο ιδρύθηκε το 1923 στη Σόφια ως επιστημονικό σκέλος του βουλγαρομακεδονικού αλυτρωτικού κινήματος, σε στενή συνάφεια με το βουλγαρικό βαθύ κράτος, κι από τους διαπλεκόμενους μ’ αυτό προφυγικούς συλλόγους. Το αντίστοιχο ελληνικό ίδρυμα, η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών (ΕΜΣ), ιδρύθηκε μόλις το 1939 με εξίσου στρατευμένη αποστολή την επιστημονική απόκρουση «των κυμάτων του εχθρικού βαρβαρικού κλύδωνος» που «ουδέποτε έπαυσαν να πλήττουν και απειλούν τα εθνικά τείχη της Ελληνικής αυτής ακροπόλεως», οι κοσμοϊστορικές δε εξελίξεις των αμέσως επόμενων χρόνων προσανατόλισαν αρχικά την εκδοτική δραστηριότητά του σε εκλαϊκευμένα κείμενα καθαρά προπαγανδιστικού χαρακτήρα. Δεδηλωμένα φρονηματιστικούς στόχους υπηρετούσε κατά τα προηγούμενα χρόνια και η έκδοση του περιοδικού «Μακεδονικός Αγών», οργάνου του σωματείου των μακεδονομάχων «Παύλος Μελάς», συνδέοντας την ηθική και υλική αποκατάσταση των παλαίμαχων μαχητών του ελληνικού κόμματος με την καλλιέργεια του εθνικού φρονήματος και τη συγγραφή μιας εξιδανικευτικής αφήγησης του πρόσφατου παρελθόντος. Η σκιά του βαθέως κράτους είναι κι εδώ παρούσα, αν λάβουμε ιδίως υπόψη τη στενή διαπλοκή των βετεράνων του «Παύλου Μελά» με το παρακρατικό δίκτυο της φασιστικής οργάνωσης «Εθνική Ένωσις Ελλάς» (ΕΕΕ) και τις δραστηριότητές του. Η ιστοριογραφική όμως εμβέλεια του εγχειρήματος παρέμεινε αρκετά περιορισμένη, καθώς σε όλη της διάρκεια του Μεσοπολέμου παρατηρείται μια απροθυμία των επίσημων φορέων να καταπιαστούν με τη μακεδονική ιστορία του τελευταίου αιώνα, για λόγους που κυμαίνονταν από την εθνική ανασφάλεια που προκαλούσε ο πρόσφατος ακόμη εξελληνισμός της περιοχής δια της προσφυγικής εγκατάστασης μέχρι το φόβο υπονόμευσης της επιχειρούμενης αφομοίωσης του σλαβόφωνου πληθυσμού ή και καθαρά μικροπολιτικούς υπολογισμούς. Στους αντίποδες αυτών των πρακτικών κινήθηκε το κλασικό πανεπιστημιακό σύγγραμμα του Νικολάου Βλάχου που εκδόθηκε το 1935, βασισμένο σε μεγάλο βαθμό στο αρχείο του ελληνικού Υπ.Εξ.· η απήχησή του στην εγχώρια ιστοριογραφία παρέμεινε όμως μέχρι τις μέρες μας άκρως περιθωριακή. Παρόμοια χαρακτηριστικά με την ελληνική έχει και η αντίστοιχη μεσοπολεμική σερβική βιβλιοπαραγωγή, με πρωταγωνιστικό κι εδώ το ρόλο παλαιών πολεμιστών και τοπικών στελεχών του πάλαι ποτέ σερβικού κόμματος και μηχανισμού.
*Ο Τάσος Κωστόπουλος είναι ιστορικός και δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου