7/8/22

Έπος γυναικών αφανών

Άποψη της έκθεσης της Βάσως Κατράκη «Βίωμα & Ιστορία»

Της Κωστούλας Μάκη*

ΕΥΓΕΝΙΑ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ, Φαρσάλων έπος, διηγήματα, Εκδόσεις Οροπέδιο, σελ. 126

Από τότε που διάβασα πρώτη φορά κείμενά της στις «Αναγνώσεις» της Αυγής ή ήρθα σε επαφή με δικές της μεταφράσεις ρώσων συγγραφέων και ποιητών/τριών, αναγνώρισα την Ευγενία Κριτσέφσκαγια ως μάχιμη διανοούμενη, η οποία, με σύγχρονους πολιτικούς όρους, ρεαλισμό και συναίσθημα, και χωρίς σκληροπυρηνικό ιδεαλισμό, μεταφέρει τη ρώσικη και σοβιετική καλλιτεχνική κουλτούρα στην Ελλάδα, δημιουργώντας πολυφωνικές ιστορικές συνηχήσεις και διαλογικές γέφυρες, οι οποίες δεν στηρίζονται μόνο στην κοινή επίσημη θρησκεία Ρωσίας-Ελλάδας, αλλά κυρίως στους κοινούς πολιτικούς αγώνες, τις αλληλεπιδράσεις και τις ιστορικοποιημένες αφηγήσεις.
Στο βιβλίο της η Κριτσέφσκαγια καταγράφει τα δικά της μνημονικά ίχνη, αντλούμενα από την ιστορία της οδού Φαρσάλων και των γυναικών της, με χρονικό άνυσμα από τη λήξη του Β’ παγκοσμίου πολέμου έως και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Κατασκευάζεται έτσι το έπος της οδού Φαρσάλων, το οποίο σύμφωνα με τη συγγραφέα, λειτουργεί παράλληλα ως ιδιότυπο εγκώμιο των γειτονιών της Αθήνας, και της σταδιακής τους εξέλιξης. Εξαρχής, η Κριτσέφσκαγια ομολογεί, πως μέσα από τις βιωματικές ιστορίες του βιβλίου η ίδια αγάπησε και δέθηκε με τη χώρα και τους ανθρώπους της πολύτροπα.
Οι εφτά ιστορίες περιγράφουν τις ζωές των γυναικών που μετοίκησαν από διαφορετικά μέρη της Ελλάδας στην οδό Φαρσάλων. Γυναίκες με διαφορετικές ιστορίες, οι οποίες όμως διαποτίζονται από τις κυρίαρχες έμφυλες κατασκευές και επομένως από ένα εύρος περιορισμών στις κινήσεις τους, στον δημόσιο και ιδιωτικό χώρο. Με κυρίαρχο τον ρόλο της μητέρας, της συζύγου και της γιαγιάς, οι ηρωίδες του βιβλίου, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητοποιημένα, κινούνται με βάση τις ηθικές νόρμες τού «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», άσχετα από τα διαφορετικά πολιτικά φρονήματα των κατοίκων της γειτονιάς.
Εκτός από τη Σμαρώ, η οποία προβάλλεται ως η μόνη κάτοικος της οδού Φαρσάλων που παντρεύτηκε από έρωτα και ήταν συνηθισμένη να απολαμβάνει τη διασκεδαστική ζωή της Αθήνας, στα πρώτα χρόνια «εγκαθίδρυσης» του μικροαστισμού, όλες οι άλλες γυναίκες της περιοχής περνούν «κρυμμένες τη ζωή και ανεξιχνίαστες σαν πάντα», για να παραφράσω ελαφρώς τους στίχους του Ομάρ Καγιάμ. Στις διαδρομές αυτών των γυναικών, οι ακυρώσεις είναι συνεχείς: ψυχολογικές, σωματικές, συναισθηματικές. Καθώς οι ιστορίες τους εκτυλίσσονται και αλληλεπιδρούν, διαφαίνεται πως «ο έγγαμος βίος μάλλον ως συνεχόμενη βιοπάλη τούς φαντάζει» (σ. 112) και οι ίδιες εμπλέκονται σε έναν αέναο κύκλο υποχρεώσεων, απέναντι σε παιδιά, συζύγους, γονείς, πεθερικά, αλλά και ολόκληρη τη γειτονιά.
Την οπτική της συγγραφέα μπορούμε έτσι να την εντάξουμε στον καταγγελτικό φεμινισμό, στον οποίο η γυναίκα χειραγωγείται και λειτουργεί ως αναλώσιμο υποκείμενο της καθημερινότητας και μόνιμη εργάτρια, χωρίς δικές της εκδοχές εαυτού. Τα «αόρατα λουράκια» των έμφυλων ανισοτήτων, όπου οι πεθερές μεταφέρουν ελέγχοντας την οικιακή γνώση, δημιουργούν διαφορετικές εκδοχές από αυτό που η Virginia Wolf όρισε ως «άγγελο του σπιτιού».
Αν και οι ιστορίες της Κριτσέφσκαγια κάποιες στιγμές δεν ξεφεύγουν από μια τάση «γυναικείας θυματοποίησης», που εξυπηρετεί τις συγγραφικές ανάγκες να αποδοθούν οι κανόνες μιας ρεαλιστικής αφήγησης, τα κείμενα αποδίδουν τον ιστορικό χρόνο και τόπο, μέσα στον οποίο συντελέστηκαν με ιλιγγιώδη ρυθμό αλλαγές στο πολιτικό και αστικό τοπίο της χώρας. Η έμφαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε γυναίκας και οικογένειας δομείται από πολιτικούς σχολιασμούς του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου. Ο συμβολικός και πραγματικός χώρος της οδού Φαρσάλων ορίζεται από ταξικά στοιχεία, που εξελίσσονται από τις πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης και μέχρι την κατάρρευση της επίπλαστης άνεσης του πασοκικού «σοσιαλισμού», ο οποίος ισχυροποίησε τα μικροαστικά ήθη και όνειρα.
Οι πολλαπλές έμφυλες κανονικοποιήσεις του βιβλίου συμπορεύονται με τη σταδιακή ανοικοδόμηση/μεταμόρφωση του αστικού τοπίου των περιφερειακών γειτονιών της Αθήνας. Ο φεμινιστικός βιωματισμός, εντασσόμενος σε μια σύγχρονη ανάλυση της έμφυλης βίας τού παρόντος, οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι πολλαπλές ακυρώσεις των γυναικείων ζωών δεν είναι μια παρέκκλιση, αλλά αντίθετα παραμένουν ενεργές και σήμερα, δημιουργώντας νέα αιτήματα χειραφέτησης και μεθοδικών συζητήσεων.
Με το βιβλίο της, η Ευγενία Κριτσέφσκαγια, απόφοιτος του Τμήματος κλασικής φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Μόσχας, επιτυγχάνει να αποδώσει λογοτεχνικά, με πολιτική ευστοχία και ανθρωπισμό, ο οποίος παραμένει παρών σε όλα τα κείμενα, τη δική της οξυδερκή σύνθεση από τις δύο πατρίδες που αγάπησε.
Η αφομοίωση της ρώσικης και της σοβιετικής κουλτούρας, με όρους διαχρονικούς, διαποτίζει το ιστορικό βλέμμα τής Κριτσέφσκαγια σε όσα διαδραματίζονται στην Ελλάδα. Θέτει έτσι τον καμβά για μια ανάλυση του καθημερινού, στους μετασχηματισμούς του στον χρόνο και τον χώρο, έτσι που μπορεί και μιλιέται με όρους πολιτικούς, χωρίς να αναιρείται ο προσωπικός του χαρακτήρας. Επισημαίνει την ανάγκη διασφάλισης των ανθρώπινων δεσμών, που θα ξεπερνά κοινότοπους ηθικούς αφορισμούς, οι οποίοι θα μυθοποιούν το παρελθόν ως έναν ιδανικό τόπο, εκεί ή εδώ, όπου νοσταλγικά θα μπορούσαμε να είμαστε ευτυχισμένοι παρά τις δυσκολίες.
Η κριτική οπτική της συγγραφέα, που δένει το βίωμα με το ιστορικό στοιχείο, εγγράφεται και στο τελευταίο κείμενο του βιβλίου, όπου οι ταράτσες συμβολίζουν τη συλλογικότητα και το δικαίωμα στη διεκδίκηση μιας καλύτερης ζωής. Εκεί η Κριτσέφσκαγια σημειώνει: «Στις ταράτσες κάναμε τις σοβαρότερες συζητήσεις μας, τις μεγαλύτερες εξομολογήσεις, τις βαθύτερες απολογίες. Στις ταράτσες είμασταν όλοι ίδιοι» (σ. 124). Για να καταλήξει, ότι «το πάντα» συνυπάρχει με «το ποτέ» «και μόνο αν έχεις τα κότσια να αντικρίσεις το “ποτέ”, να το αντιμετωπίσεις, τότε μπορεί να σου χαριστεί το “για πάντα” (σ. 125). Μένει να δούμε τι θα κάνουμε όλοι με τις φαντασιακές μας ταράτσες, το τώρα, το ποτέ, το για πάντα.

*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου