(Μια παράσταση)
Από την παράσταση Mourn, Baby, Moun της Κατερίνας Ανδρέου στο Φεστιβάλ Αθηνών. Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου |
Της Παρασκευής Τεκτονίδου*
Λευκοί και κίτρινοι φωτεινοί ράβδοι, στοιχισμένοι αραιά, μία στοίβα από τσιμεντόλιθους πίσω και μεγάλα μαύρα ηχεία κοντά στην πλατεία οριοθετούν ένα τέλειο ορθογώνιο παραλληλόγραμμο. Μία σκηνή εγκιβωτισμένη μέσα σε εκείνη του χώρου Ε της Πειραιώς 260. Η Κατερίνα Ανδρέου με κοντομάνικο μπλουζάκι, σορτς με φοίνικες και αθλητικά παπούτσια διασχίζει μπροστά μας αυτά τα όρια που χωρίζουν τη σκηνή με την πλατεία, σηματοδοτώντας την αρχή της παράστασης.
Για κάποια ώρα, η χορεύτρια μεταφέρει τα τσιμεντένια τούβλα και τα τοποθετεί το ένα πάνω στο άλλο προσεκτικά, υψώνοντας σταδιακά έναν τοίχο. Το βάρος τους «επιβάλλει» στην περφόρμερ μία ορισμένη σωματικότητα. Η δύναμη που απαιτείται για αυτή την πράξη δεν αποκρύβεται, ούτε όμως και τονίζεται, έτσι ώστε να ενεργοποιεί μία εμφάνιση που αναφέρεται σε κάτι άλλο. Δεν λειτουργεί δηλαδή συμβολικά ή αναπαραστατικά φέροντας στη σκηνή μύθους συγκεκριμένους ή νοήματα, αναγνωρίσεις ορισμένες ή κοινά αποδεκτές από όλους αναφορές.
Με τον ιδιαίτερο τρόπο που χαρακτηρίζει όλα τα έργα της, οι σωματικές πράξεις και χειρονομίες της Ανδρέου, δεν συμβολίζουν ούτε περιορίζονται σε συγκεκριμένες ερμηνείες Αντιθέτως συμβαίνουν, στο συγκεκριμένο παρόν της παράστασης, κατορθώνοντας ταυτόχρονα να διασχίζουν πιθανές σημασίες και νοήματα, εφόσον συναντιούνται ή «συγκρούονται» με την επίκαιρη πραγματικότητα εντός της οποίας το εκάστοτε έργο δημιουργείται.
Αντίστοιχα λειτουργεί και η οριζόντια τούβλινη κατασκευή της. Ένας τοίχος μπορεί να φέρει μαζί του αρκετούς –προφανείς– συνειρμούς. Από τους τοίχους που οφείλουμε να ρίξουμε και εκείνους στους οποίους τρέχουμε πάνω με φόρα, μέχρι τους εξωτερικούς των κτηρίων που γίνονται εφήμερες επιφάνειες γραφής για γκράφιτι και «ταγκαρίσματα» και τους πιο πρόσφατους των κοινωνικών δικτύων που λειτουργούν ως «χώροι» διαβούλευσης μίας επίδοξης «ψηφιακής δημοκρατίας».
Ωστόσο, όπως η πράξη του «χτισίματος» έτσι και ο τοίχος του Mourn, baby mourn δεν λειτουργεί συμβολικά. Στα έργα της Ανδρέου άλλωστε, παρόλο που τα «πράγματα» δεν αποκλείουν διαδρομές της σκέψης σε οικείες σημασίες και εννοιολογήσεις, δεν σημαίνουν ποτέ ακριβώς κάτι, το οποίο μπορεί κανείς να αναγνωρίζει με την πρώτη ματιά. Στο τελευταίο της αυτό σόλο ωστόσο εισάγει τη γλώσσα, έα σύστημα επικοινωνίας αναπαραστατικό, ακόμη και όταν διαφεύγει, μέσα από στρατηγικές ποιητικές, από τα «καθαρά» νοήματα.
Πριν ολοκληρωθεί ο τοίχος γίνεται οθόνη προβολής για ένα κείμενο με κεφαλαία γράμματα, που μοιάζουν, έτσι γραμμένα, σαν να ηχούν πιο δυνατά, σαν να φωνάζουν, όπως μοιάζει να συμβαίνει στην διαπροσωπική γραπτή επικοινωνία. Λέξεις και φράσεις σε χρώμα λευκό, ξεχωρίζουν στο γενικότερο κόκκινο φόντο της προβολής, ενώ διπλασιάζονται καθώς αντανακλούν πίσω από την οριζόντια κατασκευή, στον σκούρο τοίχο της σκηνής.
Ένας διάλογος (ή άραγε μονόλογος;), το συντακτικό του οποίου διακρίνεται από την αμεσότητα του προφορικού λόγου, οικείου σήμερα πια στην εποχή της άμεσης και γρήγορης γραπτής επικοινωνίας. Μία «εξομολόγηση» που εκδιπλώνεται σαν συνομιλία τη στιγμή της παράστασης. Ένας λόγος ρητός που διακρίνεται από ευθύτητα, κατεύθυνση και στόχευση.
«Αλήθεια τώρα δεν πάμε καλά», διαβάζουμε, και αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν καλά άλλοτε αλλά ότι «δεν είναι καλά τώρα». Φαίνεται να αφουγκράζεται (εντός και εκτός της) αυτή τη νοσταλγία για ένα «τότε», μία εποχή ευμάρειας που τα πράγματα ήταν πιο εύκολα, και να ομολογεί ένα βίωμα εξίσου προσωπικό και συλλογικό. Ένα βίωμα που αντανακλά, σκέφτομαι, στα δεκάδες χιουμοριστικά memes με τις γεμάτες αυτοπεποίθηση φωτογραφίες του Ανδρέα Παπανδρέου που κυκλοφόρησαν την περίοδο της καραντίνας.
Μοιάζει να εντοπίζει τις επιθυμίες που αντηχεί αυτή η νοσταλγία και ταυτόχρονα να αρνείται να τις εγκαταλείψει. Ο τρόπος που χορεύει, «μιλά», και σκαρφαλωμένη πάνω στον –δικό της- τοίχο παίζει μουσική τις ενσαρκώνει ως αναγκαιότητες που δεν αφήνουν περιθώρια υπαναχώρησης.
Ο θρήνος στον οποίο παροτρύνει ο τίτλος (Θρήνησε μωρό μου, θρήνησε) δεν ταυτίζεται με ένα μεμψίμοιρο πένθος για το παρελθόν που ακινητοποιεί και καθηλώνει. Αντιθέτως, φέρει μια άρνηση προσαρμογής στην ματαίωση κάθε προοπτικής και βεβαιότητας που χαρακτηρίζει τον 21ο αιώνα. Μίας ματαίωσης η οποία παρουσιάζεται σήμερα ως νομοτελειακή και αναπότρεπτη συνθήκη, ως η μόνη ενδεχόμενη δυνατότητα.
Ο λόγος, ο χορός και η μουσική της Ανδρέου σωματοποιούν επί σκηνής αυτή την αναγνώριση με τρόπο μη επεξηγηματικό, μη απαντητικό, αλλά δηλωτικό. Έτσι, η ενσάρκωση τούτης της άρνησης μοιάζει να μας προτρέπει να ανασκάψουμε τις διαδικασίες της -φερόμενα νομοτελειακής- ακύρωσης και έτσι, μπορεί να λειτουργεί ως συμφιλίωση με την περιρρέουσα και βιωμένη συλλογική μελαγχολία.
Η Ανδρέου, χωρίς να εγκαλεί ή να καταγγέλλει, αντιπροτείνει το κόκκινο στο «μπλε» της μελαγχολίας. Στη θέση της θλίψης, του πένθους και της νοσταλγίας, προτάσσει το θρήνο ως δράση, όχι με την έννοια της εκτόνωσης αλλά του επίμονου βηματισμού, της διαρκούς κίνησης. Επιτελεί μία προέλαση, ίσως όχι ορμητικά προς τα μπρος αλλά σίγουρα χωρίς οπισθοχώρηση. Μία πορεία η οποία ίσως δώσει ορατότητα σε άλλες, εναλλακτικές επιλογές που θα επιτρέψουν την προσδοκία, το όραμα και γιατί όχι, τη διεκδίκηση ενός άλλου εφικτού κόσμου. Ένα βαθιά πολιτικό έργο εφόσον μας προτείνει να φανταστούμε τα πράγματα αλλιώς και να θέσουμε προς τα εκεί ρότα.
Δεν είναι μόνο το σώμα της πεδίο μάχης. Είναι εξίσου η καθαρή και αιχμηρή της σκέψη και κυρίως οι τρόποι με τους οποίους απευθύνεται.
*Η Παρασκευή Τεκτονίδου είναι δραματουργός, ερευνήτρια και κριτικός χορού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου