17/7/22

Οι άγνωστες ελληνοαλβανικές σχέσεις

Του Ylli Kromidha*

ΑΛΕΞΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ, Πολυκύμαντες σχέσεις: Έλληνες - Αλβανοί, 1821-2021, εκδόσεις Παπαζήσης, σελ. 350

Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις και γενικά ό,τι αφορά την Αλβανία στην Ελλάδα είναι ελάχιστα γνωστό, με εξαίρεση μια μικρή μερίδα Ελλήνων ερευνητών, που και εκείνοι στηρίζονται κυρίως σε ελληνικές πηγές. Το πρόσφατο βιβλίο του ομότιμου καθηγητή διεθνών σχέσεων Αλέξη Ηρακλείδη έρχεται να καλύψει, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, αυτό το κενό και να συμβάλει στην καλύτερη γνώση της Αλβανίας, των Αλβανών και των ελληνοαλβανικών σχέσεων.
Πληθώρα τεκμηριωμένων στοιχείων, τα οποία ο συγγραφέας παραθέτει με επιστημονικό θάρρος, δείχνουν στον αναγνώστη ότι ο επιθετικός ελληνικός εθνικισμός (που, εκφρασμένος με όρους πολιτικής, σήμαινε βούληση εδαφικής επέκτασης της Ελλάδας προς βορρά και επιβολή δραστικών μέτρων προσεταιρισμού των αλβανόφωνων πληθυσμών) έβλαψε τις ελληνοαλβανικές σχέσεις από το ξεκίνημα τους μέχρι και τη δεκαετία του 1990.
Αρχικά, η ιδεολογική βάση αυτής της πολιτικής, όπως δείχνει ο Ηρακλείδης, ήταν ότι οι Αλβανοί δεν μπορούν να φτιάξουν έθνος, γιατί «είναι» κομμάτι της «φυλής των Ελλήνων». Έτσι η Ελλάδα αρχικά διεκδικούσε όλους τους αλβανικούς πληθυσμούς, χωρίς διάκριση. Στη συνέχεια, όταν οι Έλληνες διαπίστωσαν ότι ο αλβανικός εθνικισμός μετατρεπόταν σε εθνικό κίνημα που οδεύει προς τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους, η νέα τους γραμμή ήταν ότι οι Αλβανοί είναι ανίκανοι να φτιάξουν κάποια μορφή κρατικής οντότητας αλλά, ακόμα κι αν το καταφέρουν, αυτή έπρεπε να ολοκληρωθεί σε μια μορφή δυαδικού ελληνοαλβανικού βασιλείου, όπου η Ελλάδα θα είχε το πάνω χέρι.
Όταν το 1912-1913 το αλβανικό κράτος ήταν γεγονός, η Αθήνα προωθούσε τη θέση ότι διεκδικεί όλους τους ορθόδοξους πληθυσμούς της Αλβανίας, υποστηρίζοντας ότι είναι όλοι τους «Έλληνες ή εν δυνάμει Έλληνες» και αποτελούν την «πλειοψηφία» σε μια εδαφική έκταση που, στην ακραία εκδοχή, έφτανε έως τον ποταμό Σκουμπίν (Γενούσο), κόβοντας το έδαφος της Αλβανίας σχεδόν στη μέση, ή, στην πιο μετρημένη εκδοχή, στη γραμμή Αυλώνα - Πόγραντες.
Όπως ήταν φυσικό, οι πολιτικοί παράγοντες της Αθήνας δεν μπόρεσαν πότε να πείσουν διεθνώς (ίσως ούτε καν τους ίδιους) γιατί, όπως μας δείχνει ο συγγραφέας, οι Έλληνες ή ελληνόφωνοι μειοψηφούσαν στην υπό διεκδίκηση περιοχή (ήταν μόλις 20 με 25 χιλιάδες). Αυτή η ελληνική διεκδίκηση της περιόδου 1912-1918 καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό στο βιβλίο, με τον Βενιζέλο να ακολουθεί μια πολιτική κατάληψης της μιας περιοχής μετά την άλλη (και αυτό δυο φορές), προκαλώντας τρομοκρατία, αναστάτωση και πείνα στους αλβανικούς πληθυσμούς. Στο τέλος όμως αναγκάστηκε να υποχωρήσει λόγω των διεθνών πιέσεων και επειδή η προτεραιότητά του ήταν άλλη, η προσάρτηση των παραλίων της Μικράς Ασίας.
Παρά την αποτυχία της Ελλάδας να προσαρτήσει το συγκεκριμένο έδαφος της νότιας Αλβανίας στην ελληνική επικράτεια, το ελληνικό κράτος παγιώνει τη χρήση των όρων «Βόρειος Ήπειρος» και «Βορειοηπειρώτες», όροι με εξ ορισμού αλυτρωτικό χαρακτήρα, ταυτόσημοι με μόνιμη διεκδίκηση, ειδικά μεταπολεμικά, από το 1946 μέχρι το 1971, και πάλι κατά την περίοδο 1990-1995.
Ο Ηρακλείδης εστιάζει την προσοχή του και σε άλλες θεματικές, όπως ο ρόλος του αλβανικού στοιχείου στην Ελληνική Επανάσταση (είτε ως Αρβανίτες υπέρ της, είτε ως μουσουλμάνοι Αλβανοί εναντίον της, ως μέρος του οθωμανικού στρατού), ο ρόλος του εθνικισμού και των εθνικών αφηγήσεων, ο ρόλος της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία και το ζήτημα των Τσάμηδων, καλύπτοντας όλο το φάσμα των ελληνοαλβανικών σχέσεων και απαντώντας σε δύσκολα ερωτήματα, κάτι που προσδίδει ακόμη μεγαλύτερη αξία στο εν λόγω βιβλίο.
Ο συγγραφέας επισημαίνει και άλλα δύσκολα στην κατανόησή τους φαινόμενα, είτε από την ελληνική είτε από την αλβανική πλευρά. Όσον αφορά την ελληνική πλευρά, μια βασική δυσκολία εμπεριέχεται στο ερώτημα: γιατί η μεγάλη μερίδα των ορθοδόξων Αλβανών της Αλβανίας δεν συμμετείχαν ως «Έλληνες» στο «Βορειοηπειρωτικό» αλλά πρωταγωνίστησαν ως Αλβανοί στο αλβανικό εθνικό κίνημα που γέννησε το αλβανικό κράτος; Όσον αφορά την αλβανική πλευρά, μια βασική δυσκολία εμπεριέχεται στο ερώτημα: γιατί η παρουσία των αλβανικής καταγωγής πρωταγωνιστών στη γέννηση και, στη συνέχεια, στην εξέλιξη του ελληνικού κράτους και της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του δεν είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας «μεγάλης Αλβανίας» και μιας «μικρής Ελλάδας» ή έστω μιας Αλβανό-Ελλάδας, αλλά οδήγησε σε μια «μεγάλη Ελλάδα» και σε μια «μικρή Αλβανία»;
Ο Ηρακλείδης απαντά και στα δυο ερωτήματα με αφοπλιστική απλότητα, που θυμίζει το «αυγό του Κολόμβου», τονίζοντας το προφανές, ότι όλα αυτά συνέβησαν γιατί το αλβανικό έθνος-κράτος είναι μεταγενέστερο του ελληνικού. Όποτε, η εμφάνιση του «Βορειοηπειρωτικού» συμπίπτει με τη γέννηση του αλβανικού κράτους (1912), η εθνική ιδεολογία του οποίου δεν έχει ως βασικό ενοποιητικό της στοιχείο τη θρησκεία αλλά την αλβανική γλώσσα, με αποτέλεσμα πολλοί Αλβανοί ορθόδοξοι, που δεν μιλούσαν ελληνικά, να ταυτίζονται με την αλβανική εθνική ταυτότητα και όχι με την ελληνο-βορειοηπειρωτική. Όσον αφορά την Ελληνική Επανάσταση, αυτή έγινε 90 χρόνια πριν την ίδρυση της Αλβανίας και οδήγησε στη γέννηση του ελληνικού κράτους, όπου το βασικό αρχικό ενοποιητικό του στοιχείο δεν ήταν τόσο η γλώσσα όσο η ορθόδοξη θρησκεία, με αποτέλεσμα οι αλβανόφωνοι (Αρβανίτες), ως ομόθρησκοι, να ταυτίζονται πλήρως ή σχεδόν πλήρως με τους Έλληνες, πρωταγωνιστώντας στην επανάσταση και στην συνέχεια στην ανεξάρτητη Ελλάδα, φτάνοντας στα υψηλότερα αξιώματα του ελληνικού κράτους.
Μια κριτική που θα μπορούσε να ασκηθεί στο βιβλίο είναι ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του (σχεδόν τα 2/3) αφιερώνεται στις εθνικές αφηγήσεις και στον 19ο αιώνα, ενώ θα ήταν πιο ισορροπημένο αν το μεγαλύτερο κομμάτι αφορούσε τον 20ό αιώνα. Αυτό που θα εμπλούτιζε περισσότερο το βιβλίο (και απ’ ό,τι φαίνεται θα υπάρχει στην προσεχή αγγλική έκδοση από τις εκδόσεις Routledge) θα ήταν να στηριχτεί σε σοβαρά αλβανικά αρχεία και μελέτες τα οποία είναι διαθέσιμα, μια έλλειψη που ο Ηρακλείδης έχει εν μέρει καλύψει βασιζόμενος σε έγκυρους ξένους βαλκανιολόγους, όπως η Clayer, η Vickers, o Malcolm και άλλοι.
Ωστόσο, αυτές οι επισημάνσεις δεν μειώνουν διόλου τη μεγάλη αξία του βιβλίου, το οποίο μας καλεί να διανύσουμε μια νέα διαδρομή, από τις βεβαιότητες της διανοητικής στασιμότητας στις αβεβαιότητες της διαλεκτικής σκέψης, προωθώντας την αρετή τού «ενδέχεται άλλως έχειν».

* Ο Ylli Kromidha είναι διδάκτωρ πολιτικής επιστήμης

Jeff Koons, Nike Sneakers, 2020-2022, φωτ.: Ευτυχία Βλάχου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου