26/6/22

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ ΙΙ: Ελισάβετ Κοτζιά

Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Κουραμπιέδες, 2021


Της Μαρίας Μοίρα

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΟΤΖΙΑ, Ελληνική Πεζογραφία 1974-2010. Το μέτρο και τα σταθμά, εκδόσεις Πόλις, σελ. 751

Η Ελισάβετ Κοτζιά, έμπειρη και έγκυρη κριτικός βιβλίου, με τριακονταετή θητεία στην αντίστοιχη στήλη της Καθημερινής και πολλαπλή δυνατότητα εποπτείας των λογοτεχνικών πραγμάτων μέσα από σημαντικές συνεισφορές και καίριες δραστηριοποιήσεις στον ευρύτερο επιστημονικό χώρο, καταθέτει την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ενδελεχή μελέτη της αναφορικά με το λογοτεχνικό έργο μιας πλειάδας πρωτοεμφανιζόμενων, νέων και παλαιότερων συγγραφέων, στο χρονικό διάστημα 1974-2010. Το παρόν βιβλίο συνεχίζοντας την ερευνητική διαδικασία περιοδολόγησης των σύγχρονων ελληνικών λογοτεχνικών αποτυπωμάτων και καταθέσεων, παίρνει την σκυτάλη από την καταληκτική χρονολογία του προηγούμενου δοκιμίου της, Ιδέες και Αισθητική. Μεσοπολεμικοί και Μεταπολεμικού Πεζογράφοι 1930-1974.
Ο υπότιτλος τον οποίο επιλέγει η συγγραφέας «Το μέτρο και τα σταθμά» παραπέμπει ευθέως σε μια αξιολογική αποτίμηση των συγγραφέων μέσω του έργου τους. Σε μια σταθμισμένη ιεράρχηση, που εμφορείται από ακριβοδίκαια αισθητικά κριτήρια και υποβοηθείται από στέρεα μεθοδολογικά εργαλεία, η οποία επιχειρεί να αναδείξει το λογοτεχνικά μείζον και να εντοπίσει σε εκατοντάδες έργα πολυάριθμων συγγραφέων τη θεματική πρωτοτυπία, τη συνοχή ύφους και τον πλούτο των ιδεών. Εισάγοντας ποιοτικές παραμέτρους, κατατάσσει μυθιστοριογράφους και διηγηματογράφους σε σημαντικούς, με διαρκή και σταθερή συμβολή στην ελληνική πεζογραφία και σε ελάσσονες, με δευτερευούσης σημασίας έργο και παρουσία. Αναζητά το μέτρο μιας τεκμηριωμένης θέσης η οποία δεν θα υποκύπτει στην βιωματική συγκινησιακή φόρτιση ή τις προσωπικές προτιμήσεις, θα αγνοεί την επίδραση της μόδας και της εμπορικότητας, την χειραγώγηση της διαφήμισης και των άλλων μεθόδων παράκαμψης της κριτικής εποπτείας. Χωρίς να παραβλέπει, ωστόσο, ότι το λογοτεχνικό κείμενο συγκροτεί δομικά ένα χάρτη πολιτισμικών εγγραφών, οι οποίες εξαρτώνται απόλυτα από το ιδεολογικό περιβάλλον, τις πεποιθήσεις και τους προβληματισμούς κάθε εποχής και ότι οι αισθητικές αντιλήψεις δεν παραμένουν αμετάβλητες στον χρόνο.
Ως είναι αναμενόμενο, αφού η ανάπτυξη της φαντασίας διασυνδέεται ευθέως με την κοινωνική μεταμόρφωση, η συγγραφέας συσχετίζει την αθρόα, πολυποίκιλη λογοτεχνική παραγωγή της εικοσιπενταετίας 1974-2010 με τις καταιγιστικές ιδεολογικοπολιτικές διαφοροποιήσεις και τις κρίσιμες, γόνιμες, ασύμμετρες και αντιφατικές ανακατατάξεις, οι οποίες συντελέστηκαν στο χρονικό διάστημα της μεταπολίτευσης. Συναρτά τη μορφή των μυθοπλαστικών αναπαραστάσεων και αποτυπώσεων που επιχείρησαν οι συγγραφείς, μέσα από τις θεματικές εστιάσεις, τις αισθητικές επιλογές και τους λογοτεχνικούς-αφηγηματικούς τρόπους, με τους κραδασμούς και τις περιδινήσεις του κοινωνικοπολιτικού και οικονομικού γίγνεσθαι. Καθώς ο άνεμος της δημοκρατικής ευφορίας φυσούσε ούριος και ο ρηχός ευδαιμονισμός, ο άκοπος πλουτισμός και ο άκρατος καιροσκοπισμός δημιουργούσαν μια πλασματική αισιοδοξία στο πανελλήνιο, η παρουσία, η αναγνωρισιμότητα και η εκδοτική επιτυχία νέων φερέλπιδων συγγραφέων, αλλά και έγκριτων παλαιότερων, γιγαντώνονταν. Πριν η πτωχευτική, οικονομική και ανθρωπιστική κρίση αποκαθηλώσει με πάταγο όλες τις σαθρές βεβαιότητες, βυθίζοντας το έθνος στην απογοήτευση, στην πικρία και την οργή, και πριν ο εγκλεισμός και ο φόβος της πανδημίας αλλάξει για μια ακόμα φορά τον ρου της ιστορίας.
Στο πρώτο μέρος, η Ελισάβετ Κοτζιά εκκινεί από τη διαμόρφωση του ονομαστικού καταλόγου των 181 συγγραφέων που θα συμπεριλάβει στη μελέτη. Παρουσιάζει την μέθοδο, συνθέτει τον προσωπικό λογοτεχνικό της κανόνα και καταθέτει τα θεωρητικά εργαλεία, διασαφηνίζοντας την πρόθεση να συμπεριλάβει στην ανάλυσή της όσα έργα διαθέτουν «αισθητική, εθνοδιαπλαστική και ιδεολογική δραστικότητα». Στο δεύτερο μέρος, αν και αναγνωρίζει το ανέφικτο της ορθολογικής κατάταξης των λογοτεχνικών κειμένων σε ενότητες, σε είδη και σε ρεύματα, το αδιανόητο της απόλυτης ερμηνείας ή της μονομερούς ταξινόμησης ενός υλικού ρευστού και πολυσήμαντου όπως η μυθοπλασία (που διαφεύγει των ομαδοποιήσεων, διαρρηγνύει τα ανελαστικά όρια και υπερβαίνει κάθε πρόθεση αυστηρής πλαισίωσης), καταθέτει επτά κατηγοριοποιήσεις: Η ρεαλιστικών στοχεύσεων πρώιμη μεταπολιτευτική μυθοπλασία, η παρωδιακή, η ιστορική, η αστυνομική, η φανταστική, η ρεαλιστικών στοχεύσεων όψιμη μεταπολιτευτική μυθοπλασία και τέλος η μυθοπλασία των μεσοπολεμικών και μεταπολεμικών πεζογράφων στην μεταπολιτευτική περίοδο, είναι τα επτά κεφάλαια, στις υποενότητες των οποίων γίνεται κριτική αναφορά σε συγγραφείς και ερμηνεία έργων, ώστε να αναλυθούν ενδελεχώς οι ιδιαιτερότητες ύφους και περιεχομένου, γλώσσας και αφηγηματικών τεχνικών, αλλά και να διερευνηθούν επαρκώς οι μετασχηματισμοί στην ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα, οι οποίοι πυροδότησαν και γονιμοποίησαν τις κρίσιμες μεταπλάσεις στην μεταπολιτευτική πεζογραφία. Στο τρίτο μέρος γίνεται η αναλυτική ονομαστική παρουσίαση των συγγραφέων σε δύο ενότητες, σύμφωνα με την ημερομηνία γέννησής τους. Παρατίθεται ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα, αποτιμάται η συνολική τους συνεισφορά και κατατίθενται τα σημαίνοντα λογοτεχνικά χαρακτηριστικά του συγγραφικού τους έργου.
Κλείνοντας, παραθέτω από την εισαγωγή του βιβλίου έναν συμπεριληπτικό έμμεσο ορισμό της λογοτεχνίας ο οποίος αποτυπώνει εύγλωττα και αποκαλυπτικά τον πολυεπίπεδο, διαδραστικό χαρακτήρα και την επίδρασή της στην ανθρώπινη υπόσταση, αλλά και αποσαφηνίζει τις ευγενείς προθέσεις της παρούσας μελέτης:
«Μια από τις φιλοδοξίες της [μελέτης] είναι να δείξει πως λογοτεχνία και ανάγνωση, αποτελούν εγχείρημα πολυδιάστατο, το οποίο, αγκαλιάζοντας τη ζωή, κινητοποιεί ταυτόχρονα νόηση και συναίσθημα – γι’ αυτό απαιτεί την κριτική μας ικανότητα την οποία παροξύνει, προϋποθέτει τις γνώσεις μας τις οποίες εμπλουτίζει, χρησιμοποιεί τη βιωματική μας εμπάθεια την οποία εμβαθύνει, τροφοδοτεί τη φαντασία μας την οποία επεκτείνει, προξενεί συγκίνηση στην οποία αποβλέπει, προσκαλεί σε θεωρητικές υποθέσεις τις οποίες επιβεβαιώνει ή διαψεύδει. Λογοτεχνία και ανάγνωση σημαίνει πως επενδύουμε στα κείμενα ολόκληρη την καρδιά και το μυαλό μας».
Και αυτή η αγάπη και η αφοσίωση στη λογοτεχνία καθοδηγεί την κριτική εποπτεία της Ελισάβετ Κοτζιά, η οποία αναπόφευκτα κινείται παλινδρομικά ανάμεσα στην αντικειμενικότητα και τη μεροληψία (σύμφωνα με τον Benjamin), δίνοντας το βάθος, το μέτρο και τον χαρακτήρα στο ενδιαφέρον αυτό ανάγνωσμα, το οποίο αναδεικνύει και επιβεβαιώνει την ζωτική σημασία τόσο του συγγραφικού όσο και του αναγνωστικού ενεργήματος.

Θα συνεχίζω την επόμενη Κυριακή, με το βιβλίο του Δημοσθένη Κούρτοβικ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου