10/5/20

Η ποίηση του Ντίνου Σιώτη

Λεπτομέρεια έργου από την έκθεση της Κατερίνας Ζαφειροπούλου How- Is- How- To στη γκαλερί ΔΛ, χάραξη με laser σε κόντρα πλακέ 3mm, 2019



ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Ο Ντίνος Σιώτης, μαζί με τους δυστυχώς εκλιπόντες μα με πλούσιο έργο και παραδειγματική στάση Νάνο Βαλαωρίτη και Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ έφεραν στην Ελλάδα μια οπτική της γραφής πολύ διαφορετική από εκείνη της υψηλής νεοελληνικής παράδοσης. Ποια είναι αυτή η οπτική; Η πληθωρικότητα της ποιητικής παρουσίας, η εισβολή κυριολεκτική του ποιητή στην καθημερινότητα, η φυσικοποίηση αυτής της εισβολής, σε αντίθεση με την εικόνα που είχαμε παλιότερα για τους ποιητές, ότι ζουν απομακρυσμένοι από τον πολύ πραγματικό κόσμο, για τον οποίο αισθάνονται μάλιστα αποστροφή. Στην περίπτωση του Σιώτη, σχεδόν έχουμε να κάνουμε με «ποιητή-ρεπόρτερ», και λέω αυτό το χαρακτηρισμό για να τονίσω ότι η «καθημερινότητα» στην περίπτωσή του δεν είναι ιστορίες της διπλανής πόρτας, είναι αυτό το αίσθημα ότι η ποίηση οφείλει να παρεμβαίνει, να ξοδεύεται σχεδόν ανυπολόγιστα, σαν άνεμος απέναντι στην επικαιρότητα. Ο «άνεμος» είναι μια προσφιλής λέξη στον Σιώτη, έχει φιγουράρει σε δύο συλλογές (Εισοδηματίες ανέμου και φυσικά Στη σκιά του ανέμου, το πρόσφατο βιβλίο του) και σύμφωνα με μια τηνιακή παροιμία «ο άνεμος κουνάει τα καπέλα» μας. 
Αποτέλεσμα αυτής της παρεμβατικής ποιητικής στάσης (εδώ να προσθέσω αμέτρητες εκδηλώσεις που αφορμή κάποιο πολιτικό γεγονός, όπως το προσφυγικό) και του Σιώτη ως περσόνας και των ίδιων των ποιημάτων μπορούμε αρκετές φορές να σφυγμομετρήσουμε πέρα από το σύμπαν του ποιητή το πού βρισκόμασταν (σε πρώτο πληθυντικό) ως κοινωνία κάθε δεδομένη ιστορική στιγμή. Ειδικά τα τελευταία χρόνια η ποίησή του δίνει καθαρότερα (ή καθαρότερα για μένα) αυτό το σφυγμό, π.χ. με τα Ποιήματα πυρκαγιάς, βιβλίο που δεν μπορούμε παρά να συνδέσουμε με τις φονικές πυρκαγιές στην Ηλεία (τυπωθήτω, 2007) ή το Οι φτωχοί μας άνθρωποι, ποίημα υπό εξέλιξη (Κοινωνία των (δε)κάτων, 2013), που διανεμήθηκε δωρεάν, και που όπως σημειώνει ο ποιητής στο εσώφυλλο, «δεν θα γραφόταν αν δεν υπήρχε η κρίση που μαστίζει τη χώρα μας τα τελευταία τέσσερα χρόνια».

Αυτός ο ποιητής-ρεπόρτερ, αυτός ο ποιητής-γραφιάς γίνεται ένα με τα ποιήματά του σε σημείο που να μην μπορείς να διαχωρίσεις το πρόσωπο από το κείμενο, και να μην ξέρεις αν η ζωή κάνει την τέχνη ή η τέχνη τη ζωή. Τα δύο αυτά μοιάζουν πιο πολύ με συγκοινωνούν δοχείο, το ένα τρέφει το άλλο, και δεν το λέω θεωρητικά γιατί δεν ξέρω τι να πω, αναφέρομαι σε έναν ποιητή που γράφει κυριολεκτικά παντού. Δεν είναι απίθανο να βρεις ένα τιμολόγιο στο γραφείο του ή ένα απόκομμα διαφήμισης και να βρεις από πίσω, ή σε όποιο σημείο υπάρχει χώρος, ένα ποίημα που γράφτηκε σε στιγμή ακράτειας. Αυτό το ποιητικό ξεχείλισμα είναι μοναδικό και δείχνει πως η ποίησή του αποτελεί και φυσική ανάγκη και γλώσσα, ένα φυσικό φαινόμενο.
Θα περίμενε κάποιος ότι ένας ποιητής που έχει τόσο στενή σχέση με τη δημόσια σφαίρα θα επιδίδεται στην καταγγελία και στον ρητορικό στόμφο. Ιδού όμως η έκπληξη. Τα ποιήματα του Σιώτη, χωνευτήρι συλλογικών και όχι μόνο βιωμάτων, αποπνέουν μια δροσιά, οι στίχοι πάνε σαν στάχια πότε αποδώ πότε αποκεί μαζεύοντας ειδήσεις, δίχως να δίνουν διδακτικές απαντήσεις. Ή όπως σημειώνει ο ίδιος» στη Σκιά του ανέμου οι στίχοι αρμένιζαν δεξιά και αριστερά / σαν λευκές παραθαλάσσιες κουρτίνες ή μμισοφόρια» (σ. 60). Στέκονται αινιγματικά απέναντι στη συνθετότητα της πραγματικότητας και στην αδυνατότητά μας να φτάνουμε πάντα σε μονοσήμαντα συμπεράσματα. Είναι σαν να αναδεύουν τα γεγονότα ώστε να τα δούμε, χωρίς να θέλουν να μας κατευθύνουν τη σκέψη. Η αινιγματικότητα και το πνευματώδες χιούμορ, ξέρετε, είναι ισχυρές άμυνες απέναντι στα προσωπικά δεδομένα αλλά και την ανθυγιεινή καταστροφολογία. Ακόμα και στα Ωροσκόπια νεκρών (Καστανιώτης, 2017) ο θάνατος αντιμετωπίζεται με πνευματώδη και ευφυή τρόπο, τόσο, που γίνεται ανεκτός. Στο κάτω κάτω, τι χρειάζονται τα ωροσκόπια οι νεκροί; Ο θάνατος έχει ήδη έρθει, δεν τον περιμένουμε πια. Και εντέλει πόσο ζωντανοί είναι οι νεκροί στη συνείδησή μας;
Όταν διαβάζω ποιήματα του Σιώτη, σκέφτομαι μουσική τζαζ, σκέφτομαι ακόμα και τους Pink Martini, που αγαπά πολύ, σκέφτομαι ότι η ζωή είναι αυτό που είναι και δεν χρειάζεται δράματα, σκέφτομαι ότι στο διάστημα που μας μένει απλώς πρέπει να κάνουμε ό,τι είναι να κάνουμε με καθαρό μυαλό, σκέφτομαι ότι κανέναν δεν ενδιαφέρει το δράμα ενός ποιητή, αλλά η δουλειά του να ψάχνει μέσα στην ανθρώπινη φύση και θνητότητα κάτι πέρα από μας δραματικό: η αναζήτηση νοήματος με τη γνώση του θανάτου, η ασθματική αναζήτηση ενός δρόμου, όποιος κι αν είναι αυτός. Η αναγνωρίσιμη χρήση του διασκελισμού στα ποιήματα του Σιώτη, σύμφωνα με τον οποίο κανένας στίχος δεν τελειώνει στην πρώτη γραμμή, αλλά σαν κύμα συνεχίζεται στον επόμενο, και σαν δεύτερο κύμα, σχεδόν ασύνδετο, σε οδηγεί συνειρμικά κάπου αλλού, δικαιολογεί αυτή την αρμονική ψυχραιμία που αποπνέουν όλα του τα ποιήματα. Το φυσικό έργο της ποιητικής γλώσσας είναι να στρέφεται προς την ανθρώπινή της κοιτίδα με αμεσότητα, σαν μοτίβο τραγουδιού: 

Μεγάλα και μικρά έργα

Δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά έργα
αλλά μόνο τεράστια υπάρχει η υπομονή
του Ιώβ που είναι πελώριο έργο ανθρωπιάς

υπάρχει η σκιά που εγκαταλείπει την άγρυπνη
νύχτα κυνηγώντας φαντάσματα υπάρχει ένα
βλέμμα που σε κοιτά χαμένο στο νόημά της

ζωής υπάρχει μια πυξίδα που χωρίς φροντίδα
αναζητά το λιμάνι που δεν έφυγε αλλά ψάχνει
να δει πού πήγαν ύφαλοι πλεούμενα και ναυαγοί.

Αθήνα, 10 Ιανουαρίου 2015

Η Ευτυχία Παναγιώτου είναι ποιήτρια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου