ΤΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ
ΠΟΛΑ ΚΑΠΟΛΑ, ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΚΟΥΖΕΛΗΣ, ΟΡΕΣΤΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΣ (επιμέλεια), Αποτυπώσεις σε
στιγμές κινδύνου, Τοπικά ΙΘ΄, Εταιρεία Μελέτης των Επιστημών του Ανθρώπου,
εκδόσεις Νήσος, σελ. 696
«Δεν επιτρέπεται πια να ζούμε με ψευδαισθήσεις: υπάρχει η πιθανότητα
ν’ ανατραπούμε ανά πάσα στιγμή. […] Παίρνουμε του κόσμου τις προφυλάξεις για το
θάνατο, αλλά όχι για τη ζωή.»
(Τόμας
Μπέρνχαρντ, Μπετόν,
σ.124)
Ένας δωρεάν τόμος της Εταιρείας Μελέτης των Επιστημών του Ανθρώπου,
στον οποίο γράφουν εκατό στοχαστές διαφορετικών ειδικοτήτων από τον χώρο των
ανθρωπιστικών επιστημών και της τέχνης, δύσκολα παρουσιάζεται σε μια κριτική
περιορισμένης έκτασης. Το βιβλίο είναι σημαντικό εκδοτικό γεγονός, επειδή καταγράφει
σύνθετα, διαθεματικά, διεπιστημονικά και διεισδυτικά τα πρώτα «σπαράγματα»
σκέψης των συγγραφέων στην αρχή του ξεσπάσματος της πανδημίας. Η επιδημία δεν
εκλαμβάνεται ως φυσικό φαινόμενο, αλλά ως κρίση του παγκοσμιοποιημένου
καπιταλισμού, η οποία επιφέρει καθεστώτα επισφάλειας. Επιπλέον, ο διάλογος
αυτός συμπεριλαμβάνει αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων που περιέγραψαν
προηγούμενες παγκόσμιες κρίσεις και κινδύνους πραγματικούς ή φανταστικούς. Μια
από τις θέσεις που επαναλαμβάνονται στα κείμενα είναι η κατάρρευση προηγούμενων
βεβαιοτήτων ατομικών και συλλογικών και η σχάση των ορίων ανάμεσα σε μια
κατάσταση που λίγους μήνες πριν θα εντάσσονταν στον χώρο της επιστημονικής
φαντασίας και τώρα συγκροτεί μια νέα πραγματικότητα. Η διάσπαση του χρόνου, του
πριν και του μετά, του δημόσιου και
ιδιωτικού χώρου καθώς και η αίσθηση του αλλόκοτου, του εγκλεισμού, της κοινωνικής
αποστασιοποίησης, η σύζευξη βιωματικού και επιστημονικού λόγου και η προσπάθεια
να αρθρωθούν πολυφωνικά κριτικές, πολιτικές, αναστοχαστικές, τοποθετήσεις για
το τι συμβαίνει είναι θέματα που επανέρχονται στο βιβλίο.
Οι επιμελητές εκκινούν με τη δήλωση ότι «κατά τη στιγμή του κινδύνου
οφείλει κανείς να εγκαταλείψει το κανονικό», καταλήγοντας ότι τα κείμενα
«συγκροτούν ένα τόπο συνάντησης εκτός χώρου ή χρόνου… ένα τόπο που μπορεί να
επιβιώνει όσο ο χώρος και ο χρόνος βρίσκονται σε προσωρινή αναστολή: άτοπα τοπικά
δηλαδή» (σ. 20). Το υλικό οργανώνεται σε εννιά ενότητες. Σ’ αυτό παρουσιάζονται
αρχικά θέσεις γύρω από το τι συγκροτεί και νοηματοδοτεί αυτή την «εξαιρετική
συγκυρία» της πανδημίας (στα άτομα, τις σχέσεις, τα έθνη-κράτη, την εργασία,
την οικονομία, την εκπαίδευση). Ακολουθούν προβληματισμοί και ερωτήματα ως προς
τις βιοπολιτικές όψεις των πολιτικών μέτρων εναντίον της, και συγκεκριμένα
ζητήματα για τους πολυεπίπεδους κινδύνους της επιδημίας και τους τρόπους
διαχείρισής της. Στη συνέχεια, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις «κρίσεις και
πολιτικές» και σε συγκεκριμένους «λόγους» πολιτικού προβληματισμού. Έπονται
κείμενα τα οποία εξετάζουν «τους τόπους και χρόνους» των πολιτικών εγκλεισμού
και των κατασταλτικών μηχανισμών συμμόρφωσης στην ιστορία, αλλά και ειδικά
θέματα ως προς την «κατ’ οίκον εργασία» και τις συνέπειές της εν μέσω της
επιδημίας. Πέρα από την αναγνώριση της δυστοπίας ατομικά και συλλογικά
επιτακτικά προτάσσεται, πριν την ολοκλήρωση του τόμου, η πολιτική ανάγκη να
βρεθούν στο παρόν «σχέδια απόδρασης». Σχέδια που θα τονίζουν τα διαρκή οράματα
της Αριστεράς για ελευθερία, δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, προτάσεις αναδιάρθρωσης
των άνισων συστημάτων διακυβέρνησης, με την ενίσχυση της δημόσιας υγείας, και τον
ουσιαστικό επαναπροσδιορισμό της έννοιας της δημοκρατίας, αλλά και της
ουτοπίας. Η ουτοπία σε αυτή την περίσταση/κρίση δεν είναι ιδεαλιστική, αλλά
αγωνιστική. Παρόν, παρελθόν και μέλλον συνομιλούν κριτικά, διαλεκτικά και
ιστορικά με την ανασυγκρότηση πολλών διαφορετικών θέσεων υποκειμένου και
συμβάντων. Σε αυτό το πλαίσιο, το βιβλίο είναι πρόσκληση για όλους τους
αναγνώστες/στριες να συμμετέχουν στην «οικειοποίηση» της εμπειρίας, ως
αντίσταση απέναντι στην παγίωση της βιοπολιτικής και βιοεξουσίας που επιβάλλει
υλικούς μηχανισμούς συμμόρφωσης των σωμάτων, προτάσσοντας παράλληλα με όρους
ταξικούς ποιοι θα ζήσουν και ποιοι θα πεθάνουν.
Τα πολυσυλλεκτικά κείμενα κατασκευάζουν στη διαφορετικότητά τους έναν
ανοιχτό πολιτικό αντίλογο στην ιατρικοποίηση και ψυχολογικοποίηση της ίδιας της
πολιτικής, αλλά και του ευρύτερου βίου. Θίγουν ταξικά και έμφυλα ζητήματα βίας,
που συνδέονται με τον αναγκαστικό εγκλεισμό, αποδομούν τον αφελή ευδαιμονισμό
της επιτηδευμένης δημιουργικότητας τού «μένουμε σπίτι». Επιπλέον οι ασυνέχειες στη
θεωρία και την πράξη θεωρούνται αναπόσπαστο κομμάτι των νέων απειλητικών
συνθηκών, επισημαίνοντας ότι ό,τι ορίζονταν ως «κανονικότητα» πριν, στο πλαίσιο
μιας καλπάζουσας καπιταλιστικής ανάπτυξης, δεν μπορεί να προτάσσεται ως μελλοντικό
διακύβευμα. Σημαντική συμβολή του
βιβλίου είναι και η πολυεπίπεδη συνεχής αναφορά στο ότι όλα τα θέματα ανάγονται
στην υλικότητα και δεν είναι μόνο θεωρητικά. «Ένας κόσμος ατροφικής
σωματικότητας», είναι αναπόφευκτα «λειψός» (Κουζέλης, σ.26) και καταργεί την
εγγύτητα με τον εαυτό μας και τους άλλους. Επιπρόσθετα, η στροφή προς τον
«υγιεινισμό» ενδέχεται να είναι ενδεικτικό ατομιστικής επιθυμίας για επιβίωση
χωρίς ποιότητα και νόημα. Η πανδημία ως «κοινωνικό συμβάν» ανακινεί τον
κρατισμό και ξενοφοβικές αναπαραστάσεις του ιού (Αθανασίου, σ. 38). Προκύπτει,
λοιπόν, το αίτημα της ριζικής αναδιαμόρφωσης του κόσμου, των υποκειμενικοτήτων,
του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου. Γίνονται αναφορές στη θεωρία της Butler για
τους μηχανισμούς προσδιορισμού «των σωμάτων που μετράνε και έχουν σημασία» και τη
σύνδεσή τους με «το θανατοπολιτικό όριο της καπιταλιστικής βιοπολιτικής» και της
βίας που επιφέρει σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και άτομα (ο.π. σ.43). Στα
κείμενα του βιβλίου οι αναγνώστες/στριες μπορούν να παρακολουθήσουν τις ποικίλες
θεωρητικές τοποθετήσεις διαφορετικών σημαντικών διανοούμενων από τον χώρο της
πολιτικής, της κριτικής θεωρίας και της φιλοσοφίας: του Φουκώ, του Αγκάμπεν,
του Λακάν, του Μαρξ, του Girard,
του Negri και πολλών
άλλων. Έτσι, πέρα από το βιωματικό στοιχείο συνομιλούν διαφορετικές
επιστημολογικές προσεγγίσεις που εμπλουτίζουν το εννοιολογικό «οπλοστάσιο» των
αναγνωστών/στριών για να τοποθετηθούν στις νέες αυτές καταστάσεις.
Στο βιβλίο εύστοχα παρουσιάζεται το πώς κατασκευάζονται και
κινητοποιούνται στους κυβερνητικούς λόγους τα δίπολα για τον «υπεύθυνο» και
«ανεύθυνο» πολίτη, η αντίστιξη «επιστημονικού» και «πολιτικού» λόγου, αλλά και ηρωο-ποιητικές
αφηγήσεις για τους ειδικούς, στο πλαίσιο μιας πολεμικής (και συχνά
οριενταλιστικής) κατασκευής του ιού (Νικολοπούλου και Ψυλλάκου). Συνακόλουθα,
ανακύπτει το πρόβλημα της άρσης της λογοδοσίας, της συρρίκνωσης της συλλογικής
δράσης και της επιβολής σε ό,τι ορίζεται ως κρίση. Τα κείμενα των Δουζίνα και
Δοξιάδη περιγράφουν λεπτομερώς τις λειτουργίες της βιοπολιτικής του Φουκώ και
άλλων, καθώς και το πώς οι τεχνολογίες της εξουσίας «συμπληρώνονται με
τεχνολογίες επιμέλειας εαυτού».
Στις μεταιχμιακές αυτές συνθήκες, που δοκιμάζουν ατομικά και συλλογικά
τις αντοχές, επιβεβαιώνεται η δυσκολία της κριτικής σκέψης να παραμείνει
κριτική, χωρίς «την κενή θεωρητική επανάληψη ταυτολογιών» (Τζαρέλλας, σ. 309).
Σε αυτή την «τρομολαγνική φαντασμαγορία» (Μπαλτάς, σ. 366) τίθεται η ανάγκη
αναθεώρησης θεωρίας και πράξης με κριτικές εξορθολογικές ρήξεις και ασυνέχειες,
η εκ νέου οργάνωση των ανθρωπίνων σχέσεων, η μελέτη των πολυδιάστατων διλημμάτων
που προκύπτουν, καθώς και οι συνέπειές τους. Εάν προκρίνεται η ανασύσταση «μέσα
από έναν τεράστιο σωρό ερειπίων που διαρκώς ψηλώνει» (Καβουλάκος, σ.291) και σε
«συνθήκες αντίξοες ιδεολογικά, κοινωνικά και πολιτικά» (Ρυλμόν, σ.325), τότε
είναι αναγκαία η ενεργή συμμετοχή όλων, ώστε να μη συνεχιστεί η αστυνόμευση της
επιθυμίας και ο ιδιότυπος ολοκληρωτισμός.
«Η νοσηρή κατάσταση εξακολουθεί να είναι ένας ορισμένος τρόπος ζωής» (Canguilhem) αναφέρει η
Λινάρδου Μπλανσέ (σ.396), ενώ πλέον ο χώρος λειτουργεί σαν ένα πλεκτό που
πλέκεται και ξηλώνεται διαρκώς, με ανοιχτό το ερώτημα πώς γίνονται οι
μεταβάσεις και οι μετασχηματισμοί χώρων, τόπων και ανθρώπων. Η τέχνη και η
κριτική συγκροτούν αφηγήσεις. «Αφηγήσεις που ανακαλούν άλλες αφηγήσεις,
αφηγήσεις που διαβάζονται μέσα από προηγούμενες αφηγήσεις, αφηγήσεις που
στηρίζονται ή επινοούνται από αφηγήσεις» (Στανγκανέλλης, σσ.492-493). Όλα τα
κείμενα, αρθρώνουν ψήγματα του συγκεκριμένου ιστορικού «εδώ και τώρα». Συνομιλώντας
μεταξύ τους, αναδιαρθρώνουν το παρόν και το μέλλον, διεκδικούν την επιβίωση και
αρνούνται την απολιτική ευδαιμονική κατασκευή της κανονικότητας και του
πραγματικού.
Η Κωστούλα
Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος, ΜΑ, Ph.D
Κατερίνα
Ζαφειροπούλου, άποψη της έκθεσης How-
Is-
How-To
στη γκαλερί ΔΛ
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου