ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Η φράση του Carl Schmitt «Κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση
έκτακτης ανάγκης»[1] αποτελεί
αφορισμό, αν ιδωθεί ως απόφανση που προσδοκεί καθολική ισχύ, αλλά σε
κάθε συγκεκριμένη ιστορική συνθήκη αποτελεί απάντηση σε ένα ερώτημα: «ποιός
είναι ο κυρίαρχος;». Αυτό το ερώτημα δεν τίθεται αορίστως, αλλά επί της
δοθείσης κοινωνικής συνθήκης. Με άλλα λόγια, προϋποθέτει ότι το έως εκείνη την
στιγμή κυρίαρχο καθεστώς μπορεί να προσδιορίσει έναν συγκεκριμένο κοινωνικό,
δηλαδή δημόσιο[2]Εχθρό,
ο οποίος απειλεί άμεσα την ύπαρξή του.
Υπάρχει
μία άποψη, η οποία είναι αρκετά διαδεδομένη αυτό το διάστημα: o καπιταλισμός
δημιουργεί κρίσεις διαφόρων ειδών (άρα και πανδημίες), συνεπώς η κυρίαρχη
εξουσία καθιερώνει ένα όλο και πιο ακραίο καθεστώς εξαίρεσης, για να επιβιώσει
από αυτές τις κρίσεις και να παραμείνει εν ζωή. Ας παραβλέψουμε προσώρας το
γεγονός ότι γίνεται χρήση του όρου «καθεστώς εξαίρεσης» απουσία Εχθρού, και ας
εξετάσουμε αν ισχύει η παραπάνω θέση με βάση εκείνο που θέλει να πει. Από την
στιγμή που πανδημίες υπήρξαν και πριν το νεωτερικό κράτος και τον καπιταλισμό,
δεν μπορεί να υποστηριχθεί επαρκώς η άποψη ότι η παρούσα πανδημία συνδέεται με
το οικονομικό σύστημα της εποχής στο οποίο εμφανίζεται. Πρόκειται λοιπόν για
μια παραδοχή που υιοθετείται χωρίς επιχείρημα, και δεν προκύπτει από πουθενά.
Υπό
αυτό το πρίσμα, θα πρέπει να απορρίψουμε και την αδύναμη παραλλαγή της παραπάνω
θέσης που επιχειρεί ο Αγκάμπεν, η τοποθέτηση του οποίου αποδεικνύεται εν τέλει
συνωμοσιολογική, ακόμη και στην πιο πρόσφατη, καλλωπισμένη μορφή της: «Θα
πρέπει να αναρωτηθούμε για το γεγονός, το οποίο είναι τουλάχιστον περίεργο, ότι
η κινεζική κυβέρνηση ξαφνικά κηρύσσει το κλείσιμο της επιδημίας όταν αυτό την
βολεύει»[3].
Η
πανδημία αποτελεί μια συνθήκη κατεπείγουσας λήψης ακραίων μέτρων διαχείρισης
πληθυσμού και οικονομίας (η οποία μπορεί να είναι προβληματική ή/και
νεοφιλελεύθερη), αλλά όχι κατάσταση
έκτακτης ανάγκης, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση το
ποιός είναι κυρίαρχος, πολλώ δε μάλλον δεν είναι μια κατάσταση εξαίρεσης, όπου μια «συντακτική εξουσία δημιουργεί μια
νέα νομιμότητα, μια νέα συνταγματική τάξη, που νομιμοποιείται από τον νέο
κυρίαρχο (λαό)»[4].
Αν η πανδημία ήταν «κατάσταση εξαίρεσης», ο ιός θα ήταν ο αόρατος Εχθρός. Τότε,
ακόμη κι αν παραβλέψουμε το γεγονός ότι ένας ιός δεν συνιστά κοινωνικό Εχθρό, προβαίνοντας σε
απαράδεκτη σχετικοποίηση, θα έπρεπε να κάνουμε την παραδοχή ότι ο ιός απειλεί
το ισχύον καθεστώς. Απορρίπτουμε κατηγορηματικά αυτή την θέση, θεωρώντας την
αβάσιμη και εντελώς προβληματική για την προσέγγιση του πανδημικού φαινομένου.
Αυτό
που επιδιώκουν να περιγράψουν διάφορες ατυχείς προσεγγίσεις με τον όρο «κατάσταση
εξαίρεσης» είναι ο όντως υπαρκτός κίνδυνος, για την επόμενη μέρα της πανδημίας,
του από τα πάνω επαναπροσδιορισμού της οικονομικής πολιτικής και των εργασιακών
σχέσεων, με βάση την κατάσταση στην οποία αυτές βρίσκονταν κατά την περίοδο της
πανδημίας, και όχι σε όλο το διάστημα που προηγήθηκε αυτής.
Αυτός
ο πιθανός επαναπροσδιορισμός, όμως, δεν θα επιχειρηθεί μέσω της παράτασης μιας
κατάστασης έκτακτης ανάγκης, αλλά με την διαρκή επίκληση του γεγονότος ότι η
περίοδος έκτακτων (προσωρινών, ιδιαίτερων) συνθηκών υπήρξε καταστροφική και
τελείωσε. Η απόπειρα μηδενισμού τού κοντέρ των όποιων κεκτημένων ελέω
φυσικής καταστροφής και άρα "αναγκαιότητας", δεν είναι προϊόν μιας
μετεξέλιξης του φιλελευθερισμού σε ολοκληρωτικό καθεστώς, αλλά αποτέλεσμα των
ίδιων των βασικών χαρακτηριστικών του σύγχρονου φιλελευθερισμού.
Ο
φιλελευθερισμός είναι κενός πολιτικού περιεχομένου[5] με την
έννοια ότι δεν συγκροτεί κανένα πρόταγμα για το πώς πρέπει να ζει κανείς.
Αντλεί το διαρκώς πρόσκαιρο περιεχόμενό του από την εκάστοτε οικονομική
συνθήκη. Ποιος θα ήταν ο ιδανικός κατώτατος ή μέσος μισθός για έναν
φιλελεύθερο; Κανένας· δηλαδή, όποιος υποδεικνύουν οι παρούσες συνθήκες της
αγοράς. Υπό αυτή την οπτική, αποτελεί απάτη η νομιμοποίηση των οικονομικών
μέτρων για την επόμενη μέρα της πανδημίας: δεν θα μειωθούν οι μισθοί μόνο μέχρι
να ανακάμψει η οικονομία, επειδή η ανάκαμψη προϋποθέτει μια προηγούμενη
κατάσταση ως στόχο, και για τον φιλελευθερισμό κάθε τέτοιος στόχος απουσιάζει προγραμματικά.
Αυτό
που έχει ενδιαφέρον στην παρούσα συνθήκη είναι ότι, σε περίοδο πανδημίας,
εμπεδώνεται κοινωνικά ότι το συμφέρον των υπηκόων ενός κράτους ταυτίζεται
απόλυτα με το Κρατικό Συμφέρον. Παράλληλα, το κράτος αποτελεί έναν μηχανισμό, ο
οποίος, από την στιγμή που φτιάχνεται, συμμετέχει στο παγκόσμιο οικονομικό και
γεωπολιτικό παιχνίδι.
Στην
συνθήκη της πανδημίας, διεξάγεται μια μάχη
μέχρι τέλους, στην οποία ο διακρατικός ανταγωνισμός περιορίζεται στο αμιγώς
οικονομικό πεδίο. Αυτή η μάχη είναι η μάχη της πρωτοκαθεδρίας για την πρόσβαση
στο φάρμακο και στο εμβόλιο του ιού, αλλά και στα αναλώσιμα υλικά που
προϋποθέτει η παραγωγή τους. Σε αυτή την μάχη, το κοινωνικό και το κρατικό
συμφέρον ταυτίζονται απόλυτα, και η μάχη θα διεξαχθεί μέχρι την τελική της έκβαση.
Η
πανδημία είναι ίσως η μοναδική περίπτωση όπου μια νίκη στο πεδίο του
διακρατικού ανταγωνισμού δεν εξασφαλίζει κάποιο στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι
των αντιπάλων σε μια μελλοντική σύγκρουση ή την καθυπόταξη /διάλυση κάποιου
αντιπάλου κράτους, αλλά την αμεσότερη φροντίδα του εσωτερικού πληθυσμού.
Εδώ,
όμως, φαίνεται και η ανεπάρκεια του φιλελευθερισμού, μέσω της ανεπάρκειας της
ελεύθερης αγοράς. Κατά τον 18ο αιώνα, λέει
ο Foucault, «αυτό που θα επιτρέψει να εισαχθεί μια ελευθερία της αγοράς εντός
του Κρατικού Συμφέροντος και εντός της λειτουργίας του Αστυνομικού Κράτους
είναι το γεγονός ότι, απλούστατα, αυτή η αγορά που διέπεται από το
αφήστε-να-δράσουν [laissez-faire], θα είναι μια αρχή πλουτισμού, ανάπτυξης, και
κατά συνέπεια ισχύος για το Κράτος»[6]. Σε μια
σπάνια συνθήκη όπου ο διακρατικός ανταγωνισμός περιορίζεται κυρίως στην
απόκτηση συγκεκριμένων αγαθών, είναι η συγκριμένη
ισχύς του κράτους, σαν φάντασμα της παλιάς, που έρχεται να του δώσει (ή όχι)
την πρωτοκαθεδρία για την πρόσβαση σε φάρμακα/εμβόλια και αναλώσιμα.
Στον
φιλελευθερισμό, κατά την περίοδο της πανδημίας, η ταύτιση του κοινωνικού
συμφέροντος με το Κρατικό Συμφέρον πραγματώνεται στο πολιτικό επίπεδο, αλλά όχι
στο οικονομικό. Οι φαρμακοβιομηχανίες δεν επιτάσσονται, με αποτέλεσμα να έχουν
την δυνατότητα να πουλήσουν σε άλλο κράτος όλη την παραγωγή τους[7]. Το ίδιο
ισχύει και για τις εταιρείες που παράγουν τα αναλώσιμα.
Στην
καλύτερη περίπτωση για τους υπηκόους ενός κράτους, η οποία θα είναι η χειρότερη
περίπτωση για τους υπηκόους ενός άλλου, και την οποία δεν θεωρώ ιδιαίτερα
πιθανή, κάποια κράτη θα απαγορεύσουν την εξαγωγή φαρμάκων/εμβολίων μέχρι να
καλυφθεί η εσωτερική ζήτηση. Ακόμη κι αν συμβεί αυτό, η από κει και πέρα
διακίνηση των φαρμάκων/εμβολίων σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς οδηγεί σε απόκτηση
πρωτοκαθεδρίας ανάλογα με την ισχύ του κάθε κράτους, και ενδεχομένως σε ακραία
υπερτιμολόγηση, η οποία θα δυσκολέψει την πρόσβαση σχετικά ανίσχυρων κρατών στα
φάρμακα/εμβόλια.
Σε
κάθε περίπτωση, υπάρχουν δύο διαφορετικοί ελάχιστοι αριθμοί θυμάτων, οι οποίοι
είναι αποδεκτοί για κάθε κράτος, ακόμη κι αν δεν είναι επακριβώς
προσδιορίσιμοι: ο αριθμός των θυμάτων που θα προκύψουν από αυτούς στους οποίους
το κράτος επιτρέπει να συνεχίζουν να πηγαίνουν στη δουλειά τους, και, ο αριθμός
των θυμάτων που θα προκύψει σε κάθε χώρα όπου δεν παράγονται τα κατάλληλα
φάρμακα, εμβόλια, ή αναλώσιμα, μέχρι να φτάσουν.
Αν
η παραγωγή δεν γινόταν από ανταγωνιζόμενες εταιρίες, με χρηματοδότηση από
οποιοδήποτε κράτος ή άλλο φορέα, αλλά από επιταγμένες και άρα δυνάμει
συνεργαζόμενες (ανάλογα με την προσέγγιση που ακολουθούν για την παρασκευή των
φαρμάκων/εμβολίων), τότε η δυνατότητα της σχεδόν ταυτόχρονης και συνολικά πιο γρήγορης παρασκευής τους, σε
διαφορετικά κράτη, θα ήταν υπαρκτή.
Αναφέραμε
ότι ο φιλελευθερισμός, κατά την περίοδο
της πανδημίας, ταυτίζει το κοινωνικό με το Κρατικό Συμφέρον, σε πολιτικό
αλλά όχι σε οικονομικό επίπεδο. Αντιθέτως, για την επόμενη μέρα της πανδημίας,
η ταύτιση κοινωνικού και Κρατικού Συμφέροντος στο οικονομικό επίπεδο θα
αντιμετωπίζεται ως δεδομένη, ως προς την άσκηση οικονομικής πολιτικής, και θα
είναι αυτή που θα παράγει την ταύτιση κοινωνικού και Κρατικού Συμφέροντος σε
πολιτικό επίπεδο.
Με
άλλα λόγια, θα πρέπει «να βάλουμε όλοι πλάτη», επειδή «όλοι βάλαμε πλάτη κατά
την πανδημία, και αυτό μας έσωσε», άρα θα χρειάζεται συναίνεση στις πολιτικές
αποφάσεις της επόμενης μέρας μέχρι να «επανέλθει» η οικονομία. Δείξαμε ότι αυτό
δεν ισχύει επειδή ο φιλελευθερισμός προγραμματικά
δεν θέτει την προηγούμενη κατάσταση ως στόχο. Αλλά είναι ούτως ή άλλως προφανές
ότι δεν βάζουμε όλοι πλάτη, κι αυτό δεν αφορά μόνο τις φαρμακοβιομηχανίες.
Είναι
σπάνιο να βλέπουμε ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας να απενεργοποιείται και μετά
από λίγο να επανενεργοποιείται. Το πόσο γρήγορα «θα πάρει μπρος η οικονομία»
και το πόσο γρήγορα «θα πέσει χρήμα στην αγορά», εξαρτώνται από το πόσες ώρες,
είτε έξτρα, είτε κανονικές, θα δουλέψει ο καθένας με λιγότερα ή καθόλου λεφτά,
στο ίδιο χρονικό διάστημα. Το ίδιο ισχύει και για τους οφειλόμενους μισθούς και
τις χρεοκοπίες που θα «συμβούν», καθιστώντας «αδύνατη» την καταβολή των
χρεωστουμένων, καθώς τα χρήματα θα βρίσκονται σε κάποιο τραπεζικό λογαριασμό
στο εξωτερικό, σε κάποια θυρίδα, ή σε κάποια off shore.
Ισχυριζόμενος
ότι η ταύτιση κοινωνικού και Κρατικού Συμφέροντος ήταν το μέσο επικράτησης επί
του αόρατου Εχθρού, αλλά αποκρύπτοντας ότι αυτή δεν συνέβη σε οικονομικό
επίπεδο κατά την πανδημία, ο φιλελευθερισμός, αντί να επεκτείνει την πολιτική
κατάσταση που επικρατεί στην πανδημία, θα την γενικεύσει σε Παράδειγμα. Μόνο με
αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να ισχυριστεί ότι ο σκοπός του κράτους και του διακρατικού ανταγωνισμού είναι η φροντίδα
του εσωτερικού πληθυσμού σε κάθε περίοδο, και όχι μόνο κατά την πανδημία. Αυτό είναι το ιδεολογικό στοίχημα
της επόμενης μέρας.
Αν
η ταύτιση κοινωνικού και Κρατικού Συμφέροντος εμπεδωθεί κοινωνικά μετά την
περίοδο της πανδημίας, και καταστεί δυνατόν για κάποια μορφή διακυβέρνησης να
προσδιορίσει κοινωνικά έναν Εχθρό, τότε θα μπορεί να γίνει πιθανή μια κατάσταση
έκτακτης ανάγκης, ή ακόμη και εξαίρεσης, κι αυτή δεν θα σχετίζεται αιτιωδώς με
την περίοδο της πανδημίας, απλώς θα έπεται χρονικά. Αυτή την στιγμή δεν μπορεί
να καταστεί δυνατή, πόσω μάλλον πιθανή, και στο χέρι μας είναι να μη συμβεί στο
μέλλον. Αλλά στο χέρι μας είναι και να μην μας αρκεί ούτε η προηγούμενη
κατάσταση, ή κάποια αντίστοιχη με αυτήν. Αυτό είναι το πολιτικό στοίχημα της
επόμενης μέρας.
[1] Carl Schmitt, Πολιτική Θεολογία, εκδ. Λεβιάθαν, σελ.17
[2] Carl
Schmitt, Η έννοια του Πολιτικού, εκδ.
Κριτική, σελ. 64-65
[3] Giorgio
Agaben, Μας λένε ότι πρέπει να
αναστείλουμε την ζωή για να την προστατέψουμε, babylonia.gr
[4] Γιώργος
Μερτίκας, Πολιτική εξουσία, κοινωνική
εξουσία, κράτος, ένθετο Αναγνώσεις, Αυγή, 23/10/16
[5] Carl
Schmitt, Η έννοια του Πολιτικού, εκδ.
Κριτική, σελ. 136
[6] Michel Foucault, Η Γέννηση της Βιοπολιτικής, εκδ.
Πλέθρον, σελ. 108
[7] Πουλίκος
Πουλικάκος, Το εμβόλιο για τον κορονοϊό
στον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Γερμανίας, marginalia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου